ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ    
 

Η συμβολή της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821
Ζωή Κανάβα

Ειδική έκδοση, εμπλουτισμένη με έργα Ελλήνων και ξένων ζωγράφων, για τη μαθητιώσα νεολαία περί του ρόλου και της προσφοράς της Εκκλησίας στο υπόδουλο Γένος. Η συγγραφή των κειμένων ανετέθη υπό της Γενικής Διευθύνσεως στην κα Ζωή Κανάβα, διακεκριμμένη συγγραφέα παιδικών και νεανικών βιβλίων, η οποία παρουσιάζει τέσσερις εμβληματικές προσωπικότητες από τον χώρο της Εκκλησίας που θυσιάσθηκαν υπέρ πίστεως και πατρίδος. Πρόκειται για τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, τον Οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ και τον Επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ. Κατόπιν εντολής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το έργο θα διατίθεται και από τις Ιερές Μητροπόλεις.

Σχ. 20Χ23, Σελ. 48, Τιμ. 3 €

 

 

 

Επετηρίδα 2021 
Ημερολόγιο τσέπης

Η Επετηρίδα του 2021 περιέχει το εορτολόγιο του έτους, σημειωματάριο, τηλεφωνική ατζέντα, τις περιόδους νηστείας και χρήσιμες εκκλησιαστικές πληροφορίες. Εφέτος είναι αφιερωμένη στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Σχ. 8,5Χ13,5, Σελ. 120, Τιμ.: 1€.

 

 

«Agenda - Πάνθεον του 1821», 
εβδομαδιαίο πολυτελές συλλεκτικό ημερολόγιο του 2021

Συλλεκτικό ημερολόγιο του 2021 στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, διακοσμημένο με περίφημα έργα Ελλήνων και ξένων ζωγράφων (Νικολάου Γκύζη, Θεοδώρου Βρυζάκη, Κωνσταντίνου Βολανάκη, Ευγένιου Delacroix, Louis Dupré, Xydacobe, Ivan Aivazovsky, Georg Perlberg, Ary Scheffer, Gosse Nicolas Louis Francois, Claude Pinet, Henri Auguste, César Lock, Luigi Lipparini, Donato Francesco de Vivo και Peter von Hess ), που χάραξαν στην εθνική μνήμη και την παγκόσμια ιστορία τις μορφές των Ηρώων και γεγονότα που διδάσκουν την παγκόσμια κοινότητα. Στη σελίδα κάθε εβδομάδος αναγράφεται ένα απόφθεγμα Αγωνιστών, ιστορικών, ποιητών για τη συμβολή της Εκκλησίας στον Αγώνα (στην ελληνική και αγγλική γλώσσα), ως και η καθημερινή μνήμη των Νεομαρτύρων που εορτάζουν (επιμέλεια Μητρ. Φαναρίου Αγαθαγγέλου).

Σχ.: 30Χ21, Τιμ. 20€

 

 

 

Επιστολή των αγωνιζομένων Ελλήνων προς τους ηγεμόνες της Ευρώπης κατά το 1821

Η Επιστολή που απέστειλαν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες προς το Συμβούλιο της Βερόνας (1822), στην οποία παρουσιάζουν με ανάγλυφο τρόπο τα δεινά του Ελληνικού Λαού και τους λόγους της Επαναστάσεως. Το κείμενο, το οποίο διέσωσε ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος, αποτελεί κυριολεκτικά ομολογία πίστεως και επισημαίνει το δίκαιο του Αγώνα. Η Αναφορά, που είναι γραμμένη στην αρχαία αττική διάλεκτο, αποδόθηκε στη Νέα Ελληνική Γλώσσα και μεταφράσθηκε στην Αγγλική και Γαλλική γλώσσα από συνεργάτες της Αποστολικής Διακονίας με σκοπό να αποσταλεί σε όλα τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στις Ηγεσίες των Ευρωπαϊκών και Χριστιανικών Χωρών.

Σχ. 21 x 24, Σελ. 90, Τιμ.7€

 

 

 

Φιλοθέη Μπενιζέλου, η Αθηνιώτισσα
Δημητρίου Σ. Φερούση

Ο βίος της Αγίας της Ρωμιοσύνης, η οποία δώρισε την περιουσία της στους εμπερίστατους και αναξιοπαθούντες και εξαγόρασε χριστιανούς αιχμαλώτους, συνεχίζοντας έτσι την κραταιά παράδοση του μεταβυζαντινού μοναχισμού και χαλυβδώνοντας την εθνική συνείδηση των Ελλήνων.

Σελ.: 288, Σχ.:14 x 21, Τιμ.: 7€

 

Η μετάνοια κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο
Μητρ. Αυλώνος Μουστάκα Χριστοδούλου

Η μετάνοια συγκαταλέγεται στα επτά μυστήρια της Εκκλησίας και έχει κεφαλαιώδη σημασία στο σωτηριολογικό σχέδιο του Θεού. Εγείρονται όμως σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την φύση και τον σκοπό του μυστηρίου αυτού. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, δίδει απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά αναλύοντας έννοιες όπως αμαρτία, βάπτισμα, μετάνοια και εξομολόγηση.

Σελ.:120, Σχ.:11x17, Τιμ.: Τιμ. 3€.

 

Ο Μοναχισμός «Όρος δυσανάβατον»
Γένεση-Μορφές-Λόγος υπάρξεως-Εκτίμηση & αποτίμηση-Άγιον Όρος

Στυλιανού Παπαδόπουλου

Ο μοναχισμός αποτελεί την αυθεντική μορφή εκκλησιαστικής ζωής, αφού δεν γεννήθηκε απλώς στους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά είναι και συνιστά την Εκκλησία. Το βιβλίο μάς εισάγει στις αξίες του Ορθοδόξου μοναχισμού και στις αρχές του ασκητικού βίου που αποτελεί μίμηση του αγγελικού πολιτεύματος.

Σελ.:152, Σχ.:11 x 17, Τιμ.: 2€.

 

Το Δακτυλίδι του Αυτοκράτορα
Γαλατείας Γρηγοριάδου - Σουρέλη

Η Ε' αναθεωρημένη έκδοση του διαχρονικού παιδικού έργου της πολυβραβευμένης Γαλατείας Γρηγοριάδου - Σουρέλη. Ο ήρωας του έργου Κωνσταντίνος, απόγονος του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου ταξιδεύει στην Μολδοβλαχία στον θείο του Μιχαήλ Σούτσο, όπου θα συναντηθεί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, τον αρχηγό της Ελληνικής Επανάστασης και ιδρυτή του Ιερού Λόχου. Οι μικροί φίλοι μας στο β΄ μέρος θα ταξιδέψουν στη Δυτική Μακεδονία και στην εξέγερση των κατοίκων κατά του Δυνάστη, ενώ στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος θα βρεθεί στο Μεσολόγγι στο πλευρό του Λόρδου Μπάυρον και στην τελευταία μάχη κατά του Κιουταχή. Ένας ύμνος στην φιλοπατρία, τη γενναιότητα και τη δίψα για ελευθερία, αρχές που διαποτίζουν διαχρονικά το Γένος μας.

Σχ. 21Χ25, Σελ. 136, Τιμ.: 7€

 

 

Μέγας Αντώνιος-Ο κάτοικος της ερήμου
Αθηνάς Ντάσιου-Γιάννου

Ένα βιβλίο για τους μικρούς μας φίλους για τον βίο του Μεγ. Αντωνίου, του θεμελιωτή του αναχωρητισμού και του ασκητικού μοναχισμού. Ο Μ. Αντώνιος υπήρξε πρότυπο της χριστιανικής ταπεινοφροσύνης, ο οποίος χάρη στη βαθειά πίστη του κατανίκησε τους πειρασμούς και αναδείχθηκε πνευματικός πατέρας για σημαίνουσες προσωπικότητες του εκκλησιαστικού βίου. Η εικονογράφηση είναι της Χριστίνας Παπαθέου-Δελιγέρη.

Σελ.:42, Σχ.:17 x 24 Τιμ.: 6€

 

Tο τραγούδι του Φιλήμονα
Ζωής Κανάβα

Λογοτεχνικές διασκευές για παιδιά του βίου δεκατριών αγίων και οσιομαρτύρων, με βάση τα Συναξάρια της Εκκλησίας. Η εικονογράφηση είναι της Όλγας Κοτσιρέα.

Σελ.:118, Σχ.:17 x 24 Τιμ.: 4€

 

 

 
ΑΡΘΡΟ

 

 
 

George Florovsky , Το κοινωνικόν πρόβλημα εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν

Χριστιανικό Συμπόσιο 1967,
σελ. 243-245, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Ο Χριστιανισμός είναι κατ' ουσίαν κοινωνική θρησκεία. Υπάρχει ένα παλαιό λατινικό ρητό: unus Christianus nulus Christianus. Κανείς δεν ειμπορεί να είναι αληθινά χριστιανός σαν μια μοναχική και αποχωρισμένη ύπαρξις. Ο Χριστιανισμός δεν είναι πρωταρχικά ένα δόγμα ή μια πειθαρχία που οφείλουν να υιοθετήσουν οι άνθρωποι δια την προσωπικήν των χρήσιν και καθοδήγησιν. Ο Χριστιανισμός είναι ακριβώς μια κοινότης, δηλαδή η Εκκλησία. Από την άποψιν αυτήν υπάρχει μια προφανής συνέχεια μεταξύ της παλαιάς και της καινής οικονομίας. Οι χριστιανοί είναι «ο νέος Ισραήλ». Ολόκληρος η φρασεολογία της Γραφής είναι εξαιρετικά διδακτική: η Διαθήκη, η Βασιλεία, η Εκκλησία, «έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν». Ο αφηρημένος όρος «Χριστιανισμός» είναι προφανώς μεταγενέστερος. Ευθύς εξ αρχής ο Χριστιανισμός ήταν κοινωνικής νοοτροπίας. Ολόκληρος η δομή της χριστιανικής υπάρξεως είναι κοινωνική και ομαδική. Όλα τα χριστιανικά μυστήρια είναι από την φύσιν των «κοινωνικά μυστήρια», δηλαδή μυστήρια ενσωματώσεως. Η χριστιανική λατρεία είναι επίσης λατρεία ομαδική. Η χριστιανική λατρεία είναι επίσης λατρεία ομαδική, «publica et communis oratio», κατά την φράσιν του Αγίου Κυπριανού. Το να οικοδομηθή, συνεπώς, η Εκκλησία του Χριστού, σημαίνει να οικοδομηθή μία νέα κοινωνία και, κατά συνέπειαν, να ανοικοδομηθή η ανθρωπίνη κοινωνία επί νέας βάσεως.

Υπήρχε πάντοτε μία δυνατή έμφασις επί της ομοφωνίας και της κοινής ζωής. Ένα από τα αρχαιότερα ονόματα των χριστιανών ήταν απλώς «αδελφοί». Η Εκκλησία ήταν και προωρίζετο να είναι μία εικών του θείου προτύπου εις την δημιουργίαν. Τρία πρόσωπα και όμως ένας Θεός. Κατά συνέπεια, εις την Εκκλησία οι πολλοί πρέπει να ενσωματωθούν εις ένα Σώμα.

Όλα αυτά βεβαίως αποτελούν την κοινήν κληρονομίαν ολοκλήρου της Εκκλησίας. Εν τούτοις, πιθανόν αύτη η ομαδική έμφασις να υπήρξεν ιδιαιτέρως δυνατήν εις την Ανατολική παράδοσιν και να εξακολουθή ακόμη να αποτελή το διακριτικόν έθος της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τούτο δεν σημαίνει ότι όλοι οι κοινωνικοί οραματισμοί του Χριστιανισμού έχουν γίνει πραγματικότης, εις την εμπειρική ζωή της χριστιανικής Ανατολής. Τα ιδανικά ποτέ δεν πραγματοποιούνται πλήρως· η Εκκλησία ευρίσκεται ακόμη in via, και πρέπει να παραδεχθούμε την οδυνηρήν αποτυχίαν της Ανατολής να γίνη και να μείνη αληθινά χριστιανική. Εν τούτοις, τα ιδανικά δεν πρέπει να παραβλέπωνται. Αυτά αποτελούν συγχρόνως την κατευθυντήριον αρχήν και ωστική δύναμιν της ανθρωπίνης ζωής. Υπήρχε πάντοτε μια καθαρά όρασις της κοινωνικής φύσεως του Χριστιανισμού εις την Ανατολήν. Υπάρχει ακόμη, όπως υπήρξε επί αιώνας, ένα ισχυρό κοινωνικό ένστικτο εις την Ανατολικήν Εκκλησίαν παρ' όλας τας ιστορικάς περιπλοκάς και τα μειονεκτήματα. Και πιθανόν τούτο αποτελεί την κυρίαν συμβολήν που ειμπορή να κάμη η Ανατολική Εκκλησία εις την σύγχρονον συζήτησιν δια τα κοινωνικά ζητήματα.

Η αρχαία Εκκλησία δεν ήταν απλώς ένα εθελοντικό σωματείο δια «θρησκευτικούς» σκοπούς. Ήταν μάλλον μία νέα κοινωνία, μάλλον η Νέα Ανθρωπότης, μία πόλις ή ένα πολίτευμα, η αληθινή Πολιτεία του Θεού, εις την πορεία της ανοικοδομήσεως. Και κάθε τοπική κοινωνία είχε πλήρη γνώσιν της μετοχής της εις ένα περιληπτικό και παγκόσμιο όλο. Η Εκκλησία ήταν νοητή ως μια ανεξάρτητος και αυτοσυντηρούμενη κοινωνική τάξις, ως μία νέα κοινωνική διάστασις, ένα ιδιόρρυθμο σύστημα πατρίδος, όπως το έθεσεν ο Ωριγένης. Οι αρχαίοι χριστιανοί ησθάνοντο τους εαυτούς των, εν εσχάτη αναλύσει, εντελώς έξω από την υπάρχουσαν κοινωνικήν τάξιν, απλώς διότι η Εκκλησία δι ' αυτούς ήταν η ιδία μία «τάξις», μία εξωγήινος «αποικία του ουρανού» επί της γης ( Φιλ. 3,2 κατά την μετάφρασιν του Moffat ). Ούτε εγκατελείφθη πλήρως η στάσις αυτή ακόμη και αργότερον όταν η αυτοκρατορία ήλθεν, ούτως ειπείν, εις συμβιβασμόν με την Εκκλησία.

Η αρχαία χριστιανική στάσις συνεχίσθη εις το μοναχικό κίνημα, που ανεπτύχθη ταχύτατα ακριβώς εις την περίοδο μιας προβαλλομένης συνδιαλλαγής με τον κόσμο. Βεβαίως, ο μοναχισμός ήταν ένα πολύπλοκο φαινόμενο, αλλά το κυριότερο ρεύμα του ήτο κοινωνικής νοοτροπίας. Δεν ήταν τόσο μία φυγή από τον κόσμο, όσο μία προσπάθεια να ανεγερθή ένας νέος κόσμος επί νέας βάσεως. Μία μονή ήταν μία κοινότης, μία «μικρά Εκκλησία»- όχι μόνον μία λατρεύουσα κοινωνία, αλλά επίσης μία εργαζόμενη κοινωνία. Πολλή έμφασις ετίθετο επί της εργασίας, και η οκνηρία εθεωρείτο ως σοβαρόν ελάττωμα. Αλλ' η εργασία αυτή έπρεπε να είναι δια κοινόν σκοπόν και όφελος. Τούτο ήταν ήδη αληθινό διά τας πρώτας κοινότητας του Παχωμίου εις την Αίγυπτον. Ο άγιος Παχώμιος εκήρυττε «το ευαγγέλιον της συνεχούς εργασίας». Ορθώς λέγεται περί αυτού: «η γενική εμφάνισις και ζωή ενός μοναστηρίου του Παχωμίου δεν θα πρέπει να υπήρξε πολύ διάφορος από εκείνην ενός καλά οργανωμένου κολλεγίου, πόλεως ή κατασκηνώσεως ( Bp. Kirk, The Vision of God ).

Ο μέγας νομοθέτης του ανατολικού μοναχισμού, ο άγιος Βασίλειος Καισαρείας της Καππαδοκίας ( περί το 330-379) ενδιεφέρετο βαθύτατα δια το πρόβλημα της κοινωνικής ανοικοδημήσεως. Παρετήρει με σοβαρό ενδοιασμό την εξέλιξιν της κοινωνικής αποσυνθέσεως που ήταν τόσο θεαματική εις τας ημέρας του. Τουτοιοτρόπως η πρόσκλησίς του προς δημιουργίαν μοναχικών κοινοτήτων ήτο μία προσπάθεια να ανάψη πάλιν το πνεύμα της αμοιβαιότητος εις έναν κόσμον που εφαίνετο να έχη χάση κάθε αίσθησιν κοινωικής ευθύνης και συνοχής. Κατά την αντίληψίν του ο άνθρωπος είναι «κοινωνικόν ζώον», «ούτε άγριος, ούτε εραστής της μοναξιάς». Δεν μπορεί να πραγματοποιήση τον σκοπόν της ζωής του, δεν μπορεί να είναι αληθινά ανθρώπινος, αν δεν διαμένη εις μια ανθρώπινην κοινωνίαν. Ο μοναχισμός, συνεπώς, δεν ήτο ένας ανώτερος βαθμός τελειότητος, δια τους ολίγους, αλλά μια διακαής προσπάθεια να δοθή μία πρέπουσα ανθρώπινη διάστασις εις την ζωή του ανθρώπου. Οι χριστιανοί έπρεπε να θέσουν ένα πρότυπο δια μία νέα κοινωνία δια να αντισταθμίσουν τας αποσυνθετικάς δυνάμεις που ήσαν εν ενεργεία εις ένα κόσμον εν καταπτώσει. Μια αληθινή συνοχή εις την κοινωνίαν ειμπορεί να πραγματοποιηθή μόνον με μία ταυτότητα σκοπού, με μία υποταγή όλων των ατομικών διαφερόντων εις έναν κοινόν σκοπόν και διαφέρον. Κατά κάποιον τρόπον, ήταν ένα σοσιαλιστικό πείραμα ιδιορρύθμου είδους, επί εθελοντικής βάσεως. Αυτή αύτη η υπακοή έπρεπε να θεμελιώνεται εις την αγάπη και την αμοιβαία αφωσίωσιν, εις μία ελευθέρα πραγμάτωσιν αδελφικής αγάπης. Η όλη έμφασις ετίθετο εις την κοινωνικήν φύσιν του ανθρώπου. Η ατομοκρατία είναι, συνεπώς, αυτοκαταστροφική.

Όσον κι αν φαίνεται καταπληκτικόν, το ίδιο «κοινοβιακόν» πρότυπον εθεωρείτο την εποχήν εκείνην υποχρεωτικόν δι ' όλους τους χριστιανούς, «ακόμη κι αν ήσαν έγγαμοι». Ειμπορούσε ολόκληρος η χριστιανική κοινωνία να οικοδομηθή ως ένα είδος «μοναστηρίου»; Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο μέγας επίσκοπος της αυτοκρατορικής πόλεως Κωνσταντινουπόλεως (περί το 350-407), δεν εδίσταζε ν' απαντήση εις το ερώτημα αυτό καταφατικώς. Τούτο δεν εσήμαινε ότι όλοι έπρεπε να μεταβούν εις την έρημον. Αντιθέτως, οι χριστιανοί έπρεπε ν' ανοικοδομήσουν την υπάρχουσα κοινωνία επί ενός «κοινοβιακού» προτύπου. Ο Χρυσόστομος ήτο πλήρως βέβαιος ότι όλα τα κοινωνικά κακά ήσαν ριζωμένα εις την πλεονεκτική όρεξι του ανθρώπου, εις την ατομική επιθυμίαν του να κατέχη αγαθά δια το αποκλειστικόν του όφελος. Τώρα, δεν υπήρχε παρά ένας νόμιμος ιδιοκτήτης όλων των αγαθών και κτημάτων εις τον κόσμο, δηλαδή ο Παντοδύναμος Κύριος. Οι άνθρωποι δεν είναι παρά υπουργοί και υπηρέται του και πρέπει να χρησιμοποιούν τα δώρα του Θεού μόνον δια τους σκοπούς του Θεού, δηλαδή τελικώς δια τας κοινάς ανάγκας. Η αντίληψις του Χρυσοστόμου περί ιδιοκτησίας ήταν αυστηρώς λειτουργική: η κτίσις ιδιοκτησίας δικαιούται μόνον από την ορθήν χρήσιν της. Βεβαίως, ο Χρυσόστομος δεν ήταν ένας κοινωνικός ή οικονομικός μεταρρυθμιστής, και αι πρακτικαί εισηγήσεις του ίσως φαίνονται μάλλον χωρίς συμπέρασμα, ακόμη δε και αφελείς. Ήτο όμως ένας από τους μεγαλυτέρους χριστιανούς προφήτας της κοινωνικής ισότητος και δικαιοσύνης. Δεν υπήρχε τίποτε το συναισθηματικόν εις την έκκλησίν του δια φιλανθρωπίαν. Οι χριστιανοί δεν πρέπει απλώς να κινούνται από τον πόνον, την ανάγκην και την αθλιότητα των άλλων ανθρώπων. Πρέπει να καταλάβουν ότι η κοινωνική αθλιότης είναι η συνεχιζομένη αγωνία του Χριστού, που υποφέρει ακόμη εν τω προσώπω των μελών Του. Ο ηθικός ζήλος και το πάθος του Χρυσοστόμου ήσαν ριζωμένα εις την καθαράν του όρασιν του σώματος του Χριστού.

Ειμπορεί κάποιος να ισχυρισθή ότι εις την πράξιν πολύ ολίγον προήλθεν από αυτό το ζωηρό κοινωνικό κήρυγμα. Αλλά πρέπει κανείς να κατανοήση ότι ο μεγαλύτερος περιορισμός που επεβάλλετο επί του χριστιανικού κηρύγματος της κοινωνικής αρετής ήτο ριζωμένος εις την πεποίθησιν, ότι η Εκκλησία ειμπορούσε να ενεργή μόνο δια της πειθούς και ποτέ δια της βίας και του εξαναγκασμού. Βεβαίως, καμμία Ἐ κκλησία δεν ειμπορούσε ν' αντισταθή εις τον πειρασμόν του να καλή εις βοήθεια κάποια κοσμικήν δύναμιν, είτε ήτο αυτή η πολιτεία είτε η κοινή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή κοινωνικής πιέσεως. Αλλ ' εις καμμίαν περίπτωσιν τα αποτελέσματα δεν εδικαίωναν το αρχικό ρήγμα της ελευθερίας. Η απόδειξις ευρίσκεται εις το ότι ακόμη ακόμη και τώρα δεν έχομεν προχωρήσει πολύ μακράν εις την πραγματοποίησιν των χριστιανικών κανόνων. Η Εκκλησία ενδιαφέρεται τελικώς δια την μεταβολή των ανθρωπίνων καρδιών και σκέψεων και όχι πρωτίστως δια την μεταβολή της εξωτερικής τάξεως, έστω κι αν είναι αυτή τόσο σοβαρά όσον όλαι αι κοινωνικαί βελτιώσεις. Η αρχαία εκκλησία έκαμε υψηλότερον κοινωνικόν μέτρον εντός των τάξεών της. Η επιτυχία δεν ήτο παρά σχετική· αυτά ταύτα τα μέτρα θα έπρεπε να υποβιβασθούν. Εν τούτοις, δεν ήτο τούτο μία συνδιαλλαγή με την υπάρχουσαν αδικίαν ·ήτο μάλλον μια αναγνώρισις μιας εμφύτου αντινομίας. Ειμπορούσε η Εκκλησία, εις τον ανθρώπινο αγώνα προς επιβίωσιν, να χρησιμοποιήση άλλο όπλον από τον λόγο της αληθείας και του ελέους; Εν πάση περιπτώσει, ωρισμέναι βασικαί αρχαί ετέθησαν και διετυπώθησαν με τόλμην, αρχαί που είναι σχετικαί προς κάθε ιστορικήν κατάστασιν.

Εν πρώτοις, ήτο η αναγνώρισις μιας τελικής ισότητος όλων των ανθρώπων. Τούτο το πνεύμα της ισότητος είναι βαθύτατα ριζωμένο εις την ανατολικήν ορθόδοξον ψυχή. Δεν υπάρχει χώρος δι' οιανδήποτε διάκρισιν εντός του σώματος της Ανατολικής Εκκλησίας, παρά τη λεπτομερή ιεραρχικήν διάρθρωσή της. Εις το βάθος του αισθήματος αυτού ευλόγως δύναται κανείς να διαγνώση ακριβώς την αρχαίαν χριστιανικήν αντίληψιν περί της Εκκλησίας ως μιας «τάξεως» καθ' εαυτήν.

Δεύτερον, υποτίθεται ότι η Εκκλησία πρέπει να ασχολήται πρωτίστως με τους έχοντας ανάγκη, τους μη ευνοούμενους, με όλους εκείνους που είναι εστερημένοι και βεβαρυμένοι, με τους μετανοούντας αμαρτωλούς, ακριβώς με τους μετανοούντας τελώνας και όχι τους αυτοδικαίους Φαρισαίους. Ο Χριστός της Ανατολικής Παραδόσεως είναι ακριβώς ο ταπεινωμένος Χριστός, καίτοι δοξασμένος ακριβώς δια της ταπεινώσεώς Του, με την συγκατάβασιν της συμπαθούς αγάπης Του. Αυτή η έμφασις επί μιας υπαρξιακής συμπαθείας, εις την Ανατολικήν παράδοσιν πολλάκις φαίνεται υπερβολική εις τους Δυτικούς παρατηρητάς - σχεδόν νοσηρά. Αλλά δεν είναι παρά ένα παρεπόμενο του βασικού αισθήματος ότι η Εκκλησία ευρίσκεται εις τον κόσμο μάλλον ως ένα νοσοκομείο δια τους ασθενείς παρά ως ένα οικοτροφείο δια τους τελείους. Τούτο το αίσθημα είχε πάντοτε μιαν πολύ άμεσον επίπτωσιν επί της όλης κοινωνικής σκέψεως εις την Ανατολήν. Η κύρια έμφασις ετοποθετείτο επί μιας αμέσου υπηρεσίας εις τους πτωχούς και τους ενδεείς. Η άμεσος ανθρωπίνη σχέσις είναι σπουδαιοτέρα από κάθε τέλειον σχήμα. Το κοινωνικόν πρόβλημα αντιμετωπίζεται πάντοτε ως ηθικόν· αλλά η ηθική εθεμελιούτο εις το δόγμα, εις το δόγμα της ενσαρκώσεως και Λυτρώσεως δια του Σταυρού. Όλα αυτά τα κίνητρα τα ευρίσκει κανείς ισχυρότατα τονισμένα τόσον εις το λαϊκόν κήρυγμα, όσον και εις τα παραδοσιακά λατρευτικά κείμενα που αναγιγνώσκονται κατ' επανάληψιν εις όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας πάλιν και πολλάκις. Γενικώς, η Εκκλησία είναι πάντοτε με τους ταπεινούς και τους αδυνάτους και όχι με τους ισχυρούς και τους υπερηφάνους. Όλα αυτά δυνατόν συχνά να παραμελούνται αλλ ' ουδέποτε τα ηρνήθησαν και αυτοί ακόμη που εις την πράξιν προέδιδαν την παράδοσιν.

Και τρίτον, υπάρχει το έμφυτο εκείνο κοινωνικό ένστικτο που κάμει την Εκκλησία μάλλον έναν πνευματικό οίκο παρά ένα εξουσιάζον καθίδρυμα. Πρέπει ν' αρχίση κανείς με το παρωχημένο ιστορικό παρελθόν, εάν επιθυμή να συλλάβη το βαθύτερον πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας. Ένα από τα πλέον διακριτικά σημεία της Εκκλησίας ταύτης είναι «παραδοσιαρχία» της. Ο όρος εύκολα μπορεί να παρανοηθή και να παρερμηνευθή. Εις την πραγματικότητα, παράδοσις σημαίνει συνέχειαν και όχι αποτελμάτωσιν. Δεν είναι μια στατική αρχή. Το ήθος της Ανατολικής Εκκλησίας είναι ακόμη το ίδιο με εκείνο των πρώτων αιώνων. Αλλά μήπως δεν είναι η υπαρξιακή κατάστασις ενός χριστιανού η ιδία πάντοτε παρ' όλας τας ριζοσπαστικάς και δρατσικάς μεταβολάς εις την ιστορικήν κατάστασιν ;

Η Εκκλησία είναι πράγματι «ουχί εκ το ῦ κόσμου τούτου» αλλ' εν τούτοις έχει μια προφανή και σπουδαίαν αποστολήν «εντῳ κόσμῳ τούτῳ», ακριβώς διότι κείται «εν τῳ πονηρῷ». Οπωσδήποτε δεν είναι δυνατόν να αποφύγωμεν τουλάχιστον μία διάγνωσιν. Αποτελεί κοινή πεποίθησιν ότι επί αιώνας η κυρία χριστιανική κλήσις συνίσταται ακριβώς εις την διεξαγωγήν της φιλανθρωπίας και της δικαιοσύνης. Η Εκκλησία ήτο τόσον εις την Ανατολήν, όσο και εις την Δύσιν ο ύψιστος διδάσκαλος όλων των ηθικών αξιών. Όλαι αι ηθικαί αξίαι του πολιτισμού μας σήμερον ειμπορούν να αναχθούν εις χριστιανικάς πηγάς και υπεράνω όλων εις το Ευαγγέλιον του Χριστού. Εξ άλλου, η Εκκλησία είναι μία κοινωνία που διεκδικεί ολόκληρον τον άνθρωπον εις την υπηρεσία του Θεού και προσφέρει ίασιν και θεραπείαν εις ολόκληρον τον άνθρωπον και όχι μόνον εις την «ψυχήν» του. Εάν η Εκκλησία, ως ίδρυμα, δεν ειμπορεί να υιοθετήση τον δρόμον μιας ανοικτής κοινωνικής δράσεως, οι χριστιανοί δεν δύνανται να απαλλαγούν από τα πολιτικά καθήκοντά των, διότι εις αυτούς ανήκει να κάμουν μια πελώρια συμβολή εις την «υλικήν σφαίραν» ακριβώς ως οι Χριστιανοί.

Απόδοση κ. Ιωάννου Δ. Ζηζιούλα (νυν μητροπολίτου Περγάμου)