ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ  
 

ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Από της «ανακηρύξεως» του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος ευσεβής πόθος και πάγιο αίτημα ήταν η έκδοση της Καινής Διαθήκης, και η απόδοση του πρωτοτύπου κειμένου στην λογία νεοελληνική γλώσσα.
Η επιθυμία αυτή εκδηλώθηκε πλέον ως επιτακτικό αίτημα μετά τον εγκαινιασμό, υπό του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Σπυρίδωνος κατά μήνα Ιούνιο 1951, και την λειτουργία του Τυπογραφείου της Αποστολικής Διακονίας.
Το μείζον τούτο θεολογικό και εκκλησιαστικό θέμα τέθηκε πολλάκις προς συζήτηση στην Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και εν τέλει κατά το έτος 1978 αποφασίσθηκε η έκδοση της Καινής Διαθήκης, υπό της Αποστολικής Διακονίας, στη λογία νεοελληνική (δημοτική) γλώσσα.
Παρενεβλήθησαν πάλι δυσκολίες και προσκόμματα, αλλά χάριτι Θεού το έργο ήχθη εις πέρας. Και είμεθα στη λίαν ευχάριστη θέση να σας γνωρίσουμε, μετά πνευματικής χαράς και ιεράς συγκινήσεως, ότι ήδη εκτυπώθηκε η Καινή Διαθήκη -το πρωτότυπο κείμενο μετά της αποδόσεως αυτού στη λογία δημοτική γλώσσα.

Η απόδοση στη λογία δημοτική γλώσσα είναι έργο του Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ελλογιμωτάτου κ. Χρήστου Βούλγαρη.
Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος αναφέρει στο αποσταλέν Πατριαρχικόν Γράμμα:
«Διεξελθόντες τό ἀποσταλέν ὑφ' ὑμῶν κείμενον τῆς ἀποδόσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης εἰς τήν Νεοελληνικήν καί θεωρήσαντες συνοδικῶς τήν ὅλην προσπάθειαν, ἐπευλογοῦμεν τήν παροῦσαν ἔκδοσιν, συγχαίρομεν τῷ πολλά κοπιάσαντι καί ἀγαγόντι εἰς πέρας τό ἐπίπονον τοῦτο ἐγχείρημα εἰδικῷ Καθηγητῇ, καί ἐκφράζομεν τήν Πατριαρχικήν ἡμῶν εὐαρέσκειαν, ἐν τῷ προσώπῳ ὑμῶν, ἀδελφέ ἅγιε Φαναρίου, πρός τήν Ἀποστολικήν Διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διά τήν ἀπόφασιν καταρτίσεως ἐγκύρου μεταφράσεως τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης καί διά τήν ἐποπτείαν καί τήν ἐπιμέλειαν τῆς ὅλης διαδικασίας».
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, στη Συνεδρία της 6ης Ιουνίου 2012, «…διαπιστοῦσα τό πνευματικῶς ὠφέλιμον τοῦ ἐγχειρήματος, ἀλλά καί τό ἐπιστημονικῶς ἄρτιον τῆς προτεινομένης καί ὑπό τοῦ Ἐλλογιμωτάτου κ. Χρήστου Βούλγαρη, Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐκπονηθείσης ἀποδόσεως τοῦ ἱεροῦ κειμένου εἰς τήν ἁπλοελληνικήν γλωσσικήν διατύπωσιν, ἀπεφάσισεν ὅπως ἐγκρίνῃ τήν ὑπό τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑποβληθεῖσαν μετάφρασιν τῆς Καινῆς Διαθήκης».
Σταθερά αρχή ανά τους αιώνες υπήρξε η θέση της Αγιωτάτης Εκκλησίας μας, η διατυπωθείσα υπό του ιερού Χρυσοστόμου ότι «παράδεισός ἐστι τῶν θείων Γραφῶν ἡ ἀνάγνωσις» ( PG 49, στ. 17), «φωνή μέν ἑτέρα, πίστει δέ οὐχ ἑτέρα, καί γλώσσῃ μέν διαφόρῳ, διανοίᾳ δέ συμφώνῳ. Ὁ μέν γάρ φθόγγος τῆς γλώσσης ἐνήλλακται, ὁ δέ τρόπος τῆς εὐσεβείας οὐκ ἐνήλλακται» ( PG 51, στ. 87-88).

Σχ. 12Χ18, σελ. 1364
Εξώφυλλο βινύλιο : 10 €
Σκληρόδετο εξώφυλλο : 12€

 

 

 

 

Κώδιξ Ειδικών Θεμάτων Εκκλησιαστικής Τάξεως και Εκκλησιαστικής Εθιμοτυπίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι Ειδικόν τελετουργικόν της Εκκλησίας της Ελλάδος ή Περί Ιεράς αισθητικής δοκίμιον

Στη νέα έκδοση του Κώδικος Ειδικών Θεμάτων Εκκλησιαστικής Τάξεως και Εκκλησιαστικής Εθιμοτυπίας ενσωματώθηκαν, κατ' εντολήν της Ιεράς Συνόδου, οι απαιτούμενες βελτιώσεις, διασαφήσεις και προσθήκες υπό του πανοσ. Αρχιμανδρίτου κ. Πατρικίου Καλεώδη. Ο Κώδικας επέχει θέση Συνοδικής Εγκυκλίου και είναι αφιερωμένος στους ενδόξως πεσόντες στον αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821.

Σχ. 17Χ24, Σελ. 1082, Τιμ. 50€.  

 

 

 
 

Α΄ Παραλειπομένων
Ιερεμίου Φούντα, Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
Ομοτ. Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών
Κείμενο-μετάφραση-σχόλια

Το 13ο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης στο α΄ μέρος περιέχει εν συντομία την ιστορία της ανθρωπότητας από τον Αδάμ μέχρι τον Δαυίδ και την εγκατάσταση του Ισραήλ στην Παλαιστίνη, ενώ το β΄μέρος είναι αφιερωμένο στην οργάνωση του βασιλείου του Δαυίδ και κυρίως την οργάνωση του ιερατείου και άλλων αξιωματούχων για την έγερση του Ναού.

Σχ. 16Χ24, Σελ. 272, Τιμ. 20€.

 
 

 

Αθηναγόρας-Clément.
Ένας Πατριάρχης και ένας Καθηγητής
μεταξύ των εθνικισμών και της παγκοσμιοποίησης

Andrea Riccardi
μετάφραση: Δημήτρης Κεραμιδάς
Τίτλος πρωτοτύπου: Andrea Riccardi, Il professore e il patriarca. Umanesimo spirituale tra nazionalismi e globalizzazione, Jaca Book, Milano 2018

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας είναι ασφαλώς ο κεντρικός πρωταγωνιστής της ανά χείρας μεταφρασμένης μελέτης του Ιταλού ιστορικού Andrea Riccardi «Αθηναγόρας-Clément, ένας Πατριάρχης και ένας καθηγητής μεταξύ των εθνικισμών και της παγκοσμιοποίησης». Οι συνομιλίες στο Φανάρι το καλοκαίρι του 1968 με τον έτερο πρωταγωνιστή του βιβλίου, τον Γάλλο θεολόγο Olivier Clément (1921-2009), από τις οποίες προέκυψε το Dialogues avec le patriarche Athenagoras (1969), προσφέρουν στον Riccardi την αφορμή να αναλύσει την κοινωνική, διαχριστιανική και πολιτισμική ατμόσφαιρα της εποχής στην οποία διεξήχθησαν.
Ο συγγραφέας μας μεταφέρει στο ιδεολογικά φλεγόμενο Παρίσι του ’68, που αποτελούσε την πνευματική Ιθάκη πολλών νέων του ’60, αλλά και στη «σιδηρά» Σοβιετική Ένωση. Μας ταξιδεύει, επίσης, στα Βαλκάνια των αρχών του 20ού αιώνα, περίοδο μετάβασης από την οθωμανική κοινωνία στα εθνικά Κράτη, το καθένα με το δικό του εθνο-εκκλησιαστικό αφήγημα. Αυτό το κάνει ο Riccardi, προκειμένου ο αναγνώστης να μυηθεί στις περιστάσεις όχι τόσο του βίου του Αθηναγόρα, όσο κυρίως στο βάθος και την αξία της μαρτυρίας του.
Ο Clément έφθασε στην Κωνσταντινούπολη προβληματισμένος από τις νεανικές κινητοποιήσεις του παρισινού Μαΐου – δεν είχε διστάσει να αποκαλέσει τους μαθητές «κατεψυγμένους εγκεφάλους» – αλλά και έντονα απογοητευμένος από το γενικότερο κλίμα της φοιτητικο-μαθητικής εξέγερσης. Άνθρωπος της παιδείας και της μάθησης ο ίδιος, διέβλεπε ένα υπαρξιακό αδιέξοδο στα συνθήματα του ’68. Η ρήξη μεταξύ νέου και παλαιού, μεταξύ των νέων και ό,τι αυτοί έβλεπαν ως εξουσιαστική «αυθεντία» κινδύνευε να ανατρέψει τη δομή και τις αξίες της μεταπολεμικής δυτικής κοινωνίας.
Ο καθηγητής Clément συνάντησε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα κομίζοντας τις παραπάνω ανησυχίες. Τί είχε να πει, όμως, στους μοντέρνους δυτικούς νέους ένας 82χρονος Ιεράρχης της Ανατολής; Ο Clément βρέθηκε αμέσως αντιμέτωπος με μία ισχυρή προσωπικότητα: αντί ενός αντιμοντέρνου υπερασπιστή των παραδοσιακών αξιών της κοινωνίας, ο Γάλλος θεολόγος συνάντησε έναν άνθρωπο με εφηβική φρεσκάδα και με διάθεση να μεταδώσει στον κόσμο του σήμερα τη μακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας του.
Ένας γηραιός Αθηναγόρας, που έγινε «γέροντας», όπως αναφέρει ο Riccardi, και εξομολογήθηκε τα πνευματικά του εσώψυχα στον συνομιλητή του, μυώντας τον συγχρόνως στο όραμά του για την Εκκλησία.

Σχ. 14Χ24, σελ. 352
Τιμή : 10 €


 
 

 

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΩΝ

Οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας (1ος -9ος αι.), Το Corpus Canonum της Εκκλησίας της Α΄ Χιλιετίας από τον Νομοκάνονα του Ιερού Φωτίου
αρχιμ. Γρηγορίου Παπαθωμά,  
καθηγ. Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Μία νέα, πολύευκτη επιστημονική Σειρά εμφανίζεται στο εκδοτικό επιστημονικό στερέωμα με την ανύστακτη 100ετή πλέον φροντίδα για τα θεολογικά ακαδημαϊκά δρώμενα εκ μέρους της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και με πρωτοβουλία της, με την ξεχωριστή ευλογία Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου και την επευλογία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Πρόκειται για την φερώνυμη «Βιβλιοθήκη Ελλήνων Νομοκανόνων» (ΒΕΝ), την άρτι εγκαινιασθείσα (2019-2020) δίπλα στην προϋπάρχουσα εφάμιλλη και ευρέως καταξιωμένη θεολογική Επιστημονική Σειρά «Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων» (ΒΕΠ), η οποία συμπληρώνει σε λίγο 100 τόμους (1955-2020). Κάτι αντίστοιχο φιλοδοξεί να εκπληρώσει και η νέα Σειρά ΒΕΝ με συγκέντρωση και έκδοση Κανονικών Συλλογών και ανέκδοτων Νομοκανόνων σύνολης της Β΄ χιλιετίας (9ος-19ος αι.), που αποτελούν κείμενα, τα οποία προέκυψαν μέσα από τα σπλάχνα της Εκκλησίας στα πολυπληθή χρόνια της χιλιετίας αυτής.

Ήδη, μόλις κυκλοφόρησε ο εναρκτήριος πρώτος τόμος της Σειράς από τον Καθηγητή του Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αρχιμ. Γρηγόριο Δ. Παπαθωμά, με τίτλο «Οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας (1ος-9ος αι.). Το Corpus Canonum της Εκκλησίας της Α΄ χιλιετίας από τον Νομοκάνονα του Ιερού Φωτίου (883)», 751 σελ. Όπως προκύπτει από την εκτενή και αναλυτική Εισαγωγή, την «Προθεωρία», όπως την αποκαλεί ο ίδιος ο συγγραφέας της, σύμφωνα με την ορολογία που υιοθετούν οι Νομοκάνονες, έγινε κριτική αποκατάσταση («συγκριτική επαναγωγή») και χρονική κατάταξη του κειμένου των Ιερών Κανόνων, ανευρέθηκαν για πρώτη φορά στην ιστορία των εκδόσεών τους όλα τα βιβλικά χωρία από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, τα οποία ανέρχονται πάνω από 1200 παραθέματα, εμπλουτίσθηκαν οι παράλληλοι και συναφείς ιεροί Κανόνες, απομονώθηκαν οι ψευδεπίγραφοι κανόνες, οι οποίοι δεν υπάρχουν στον Νομοκάνονα του Ιερού Φωτίου (883), και προτείνεται μία διπλή και συνεχής απαρίθμηση των ιερών Κανόνων, με άλλα συναφή ζητήματα που σχετίζονται με Κανόνες της Εκκλησίας. Όλα αυτά συνοδεύονται από επεξηγηματικούς Πίνακες και Παραρτήματα, και άλλα επιστημονικά στοιχεία που προβλέπονται για ανάλογες εκδόσεις, με ένα Γλωσσικό Χρονολόγιο και ένα αντίστοιχο Κανονοδρόμιο, όπως παρουσιάζονται αυτά στα τελικά Παραρτήματα. Πρόκειται για μία εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση της Αποστολικής Διακονίας με πολύ χαμηλή και προσιτή τιμή σε σχέση με το περιεχόμενο και την καταβολή του έργου, για να γίνουν οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας ευπρόσιτο απόκτημα του κάθε ενδιαφερόμενου μελετητή τους.

Σχ. 21Χ14, σκληρόδετο, Σελ. 754, Τιμ. 15€.

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

 

 
 

Η Κυριακή προσευχή 
Γεωργίου Π. Πατρώνου

Συνοπτική ερμηνευτική προσέγγιση της Κυριακής Προσευχής (Πάτερ Ημών), την οποία έκανε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός και παρέδωσε στους αποστόλους, από τον Ομ. Καθηγ. Πανεπιστημίου και Καινοδιαθηκολόγο Γ. Π. Πατρώνο. Πρόκειται για την προσευχή ενότητας του όλου πληρώματος της Εκκλησίας, με την οποία κάθε πιστός εκζητά το έλεος του Θεού-Πατρός μετά το μυστήριο της Αγίας Αναφοράς και πριν από την μετοχή στα Τίμια Δώρα. Η ερμηνεία των λόγων της προσευχής καταδεικνύει το μεγάλο θεολογικό της βάθος, την λειτουργία της ως βασική κατήχηση των νεοφωτίστων κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, αλλά και το σωτηριολογικό και εσχατολογικό της βάθος.

Σχ. 14Χ21, Σελ. 104, Τιμ. 4€

 

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη
Γεωργίου Π. Πατρώνου

Μία πρωτότυπη παρουσίαση του ιερού κειμένου της Αποκάλυψης από τον Ομ. Καθηγ. Πανεπιστημίου και Καινοδιαθηκολόγο Γ. Π. Πατρώνο. Στο έργο παρουσιάζονται οι νέες ερμηνευτικές τάσεις, ο σύγχρονος αποκαλυπτισμός και οι ενθουσιαστικές τάσεις, ενώ ταυτόχρονα το κείμενο αναλύεται υπό το πρίσμα της αποκαλυπτικής γραμματείας της εποχής και της πατερικής παράδοσης. Στα δύο τελευταία κεφάλαια του έργου αναλύεται ο όρος «Αντίχριστος» και η συμβολική αριθμολογία της Αποκάλυψης.

Σχ. 14Χ21, Σελ. 152, Τιμ. 5€.

 

Η συμβολή της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821 
Ζωή Κανάβα

Ειδική έκδοση, εμπλουτισμένη με έργα Ελλήνων και ξένων ζωγράφων, για τη μαθητιώσα νεολαία περί του ρόλου και της προσφοράς της Εκκλησίας στο υπόδουλο Γένος. Η συγγραφή των κειμένων ανετέθη υπό της Γενικής Διευθύνσεως στην κα Ζωή Κανάβα, διακεκριμμένη συγγραφέα παιδικών και νεανικών βιβλίων, η οποία παρουσιάζει τέσσερις εμβληματικές προσωπικότητες από τον χώρο της Εκκλησίας που θυσιάσθηκαν υπέρ πίστεως και πατρίδος. Πρόκειται για τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, τον Οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ και τον Επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ. Κατόπιν εντολής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το έργο θα διατίθεται και από τις Ιερές Μητροπόλεις.

Σχ. 20Χ23, Σελ. 48, Τιμ. 3 €.

 

 

 

 

Οι άγγελοι και η αποστολή τους
Jean Daniélou

Η κλασική πραγματεία αγγελολογίας του περίφημου πατρολόγου Jean Daniélou στην οποία εξετάζεται η πολύπλευρη αποστολή των αγγέλων: από την κοινοποίηση του Νόμου και την πνευματική προετοιμασία των εθνών, έως τη συμμετοχή τους στο σωτηριολογικό σχέδιο του Θεού και τον ρόλο τους τόσο στον λειτουργικό βίο της Εκκλησίας, όσο και στην ζωή κάθε πιστού ξεχωριστά. Το έργο καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία. Εντυπωσιακή είναι η χρήση πατερικών κειμένων και ο εύληπτος τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η περί αγγέλων διδασκαλία της Εκκλησίας μας.

Σχ. 14Χ24, Σελ. 174, Τιμή: 6€

     
ΑΡΘΡΟ    
 

Andrea Ricardi, Μία πόλη ἰσορροποῦσα μεταξύ παρελθόντος καί παρόντος

Αθηναγόρας- Clément,
Ένας Πατριάρχης και ένας καθηγητής μεταξύ των εθνικισμών και της παγκοσμιοποίησης,

Αθήνα 2020, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 155-163

Στό μέσο τῆς δεκαετίας τοῦ '60, ἡ Μεγάλη Κωνσταντινούπολη ἀριθμοῦσε περίπου δυόμισι ἑκατομμύρια κατοίκους. Τίποτε δέν προμήνυε ὅτι ὁ πληθυσμός της θά ἔφθανε τά 13 ἑκατομμύρια τοῦ 21 ου αἰώνα, καθιστώντας την μία ἀπό τίς μεγαλουπόλεις τῆς ἐποχῆς μας (1). Ἡ Κωνσταντινούπολη, μετά τήν ἀξιοσημείωτη δημογραφική ἔκρηξη, αὔξησε ἰλιγγιωδῶς τούς κατοίκους της μέ τήν εἰσροή Τούρκων καί Κούρδων ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἐνίσχυσε τόν γεωπολιτικό της ρόλο ὡς προγεφύρωμα μεταξύ δύο κόσμων. Ἡ «Πόλη», ὅπως τήν ἔλεγαν οἱ Ἕλληνες, ἡ «Κωνσταντινούπολη», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι πού διέμεναν ἐκεῖ, δέν ἦταν πλέον ἀρεστή στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ, λόγω ἀκριβῶς τοῦ κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της. Οἱ ἐθνικιστές ἡγέτες δέν ἀγαποῦν τίς κοσμοπολίτικες πόλεις, ὅπως ὁ Νάσερ δέν εὐνοοῦσε τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, πού δέν κατοικοῦντο μόνο ἀπό ἀραβικό πληθυσμό, ἀλλά καί ἀπό ἀνθρώπους ποικίλης προέλευσης.

Ἡ Κωνσταντινούπολη, εἰδικά ἀπό τή δεκαετία τοῦ '50, εἶχε γίνει μία πόλη πλήρως τουρκική – γιά τήν ἀκρίβεια ἡ πιό μεγάλη τουρκική πόλη. Μόνο σέ πιό πρόσφατα χρόνια, εἰδικά μετά τό '89, παρά τό ὅτι διατήρησε τόν κυρίαρχο χαρακτήρα της, ἡ πόλη τοῦ Βοσπόρου ξεκίνησε ἐκ νέου νά δέχεται ποικίλης ἀποχρώσεως κόσμο. Πράγματι, προσέλκυσε πληθυσμούς πού τό 1968 ἐκπροσωποῦσαν μακρινούς κόσμους: Ρώσους, Οὐκρανούς, Γεωργιανούς, Ρουμάνους, Σλάβους τῶν Βαλκανίων, ἀλλά καί Ἄραβες καί πληθυσμό προερχόμενο ἀπό τήν Ἀσία, ἀκόμη καί Ἀρμένιους ἀπό τόν Καύκασο, ὅλοι ἀναμεμειγμένοι μαζί σέ μία ἰσχυρή τουρκο-ἀνατολική μετανάστευση.

Τό 1968 ὁ Clément περιγράφει ὡς ἑξῆς τήν πόλη στήν ἀρχή τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του:

«Λαϊκές συνοικίες ἀπέραντης θλίψης – παρά τά ἐδῶ καί ἐκεῖ λίγα παλιά τούρκικα ξύλινα σπίτια […] Διέσχισα τόν Κεράτιο Κόλπο – ἕνα τοπίο ἀπίστευτης εὐρύτητας – ἡ ὀμορφιά του πολύ ὠφελεῖ μετά τό αἶσχος τῶν δίχως καμία περιποίηση σύγχρονων συνοικιῶν. Μία τοποθεσία ἄξια παγκόσμιας πρωτεύουσας – ἀλλά σήμερα δέν εἶναι πλέον τέτοια ἡ Πόλη, παρά μόνο χαλάσματα καλυμμένα ἀπό μία χρησιμοθηρική ἐπιδείνωση […] Πρέπει ὅλα νά ξαναγίνουν, νά ξαναξεκινήσουν, πρέπει νά ξανασκεφτοῦν τά πάντα. Θά τά καταφέρουν, ἄραγε δέν εἶναι ὑπερβολικά μεγάλα; Ἀλλά ὁ χῶρος εἶναι πανέμορφος καί ἡ λεπτομέρεια γοητευτική, τσαμπιά πολύτιμων λίθων στή λάσπη» (2).

Ἡ Κωνσταντινούπολη τοῦ '68 ἔμοιαζε μία πόλη σημαδεμένη ἀπό τήν κατάρρευση, ὅπου νέες κατασκευές διασταυρώνονταν μέ τόν παλιό ἱστό τῆς ὀθωμανικῆς πόλης. Ὁ Clément αἰσθάνθηκε «μία ἀπέραντη θλίψη», εἰδικά ὅταν ἐπισκέφτηκε τίς λαϊκές γειτονιές. Στήν Κωνσταντινούπολη, λέγει ἀπό τήν πλευρά του ὁ Pamuk, ἀναπνέει συχνά κανείς ἕναν ἀέρα θλίψης – στά τούρκικα «hüzün», μία λέξη ἀραβικῆς προέλευσης: «Ἡ πηγή τῆς θλίψης τῆς Κωνσταντινούπολης συνίσταται στή φτώχειά της, στήν ἥττα καί σέ ἕνα νόημα ἀπώλειας» (3). Εἶναι ἴσως ἕνα αἴσθημα πού προκύπτει ἀπό τήν ἔνταση μεταξύ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ καί ὀθωμανικοῦ παρελθόντος καί ἑνός νεωτερίζοντος τουρκικοῦ, μεταξύ τῆς κατάρρευσης τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καί τῆς δυτικῆς προόδου. Τά χρόνια τοῦ '60 χαρακτηρίζονταν ἀπό μεγάλη οἰκιστική ἀνάπτυξη, ἀπό νέες συνοικίες καί κατασκευές.

Ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε μεταλλάξει ἕνα σημαντικό μέρος τοῦ πληθυσμοῦ της. Πρίν ἀπό τόν Πόλεμο τοῦ 1914-18, τό 40% τῆς τότε πρωτεύουσας ἀποτελούταν ἀπό μή μουσουλμάνους. Ἐπρόκειτο γιά ἐπιφανεῖς ἑλληνικές, ἀρμενικές καί ἑβραϊκές κοινότητες, ἀλλά καί γιά εὐρωπαίους καί λεβαντίνους, γιά νά μήν μιλήσουμε γιά τούς Βούλγαρους, Ρουμάνους, Σλάβους καί πολλούς ἄλλους. Ὁ εὐρωπαϊκός κόσμος εἶχε τά ἀποτυπώματά του στήν πλευρά πού σήμερα ταυτίζεται μέ τό Beyoglu, γύρω ἀπό τή Μεγάλη Ὁδό τοῦ Πέραν, ὅπου κοντά στίς εὐρωπαϊκές πρεσβεῖες, πού τό 1923 μετατράπηκαν σέ προξενεῖα, ἄνοιγαν μαγαζιά – συχνά ἑλληνικά – μέ δυτικά προϊόντα, καφετέριες καί ἑστιατόρια καί ὅπου δέν ἀκουγόταν ἡ προσευχή τοῦ μουεζίνη.

Ἡ πόλη ἦταν ἕνα σταυροδρόμι – carrefour – μεταξύ πολλῶν κόσμων. Κανείς συναντοῦσε κόσμο διαφορετικῶν ἐθνικοτήτων καί θρησκειῶν, ἐνῶ μιλοῦσαν διαφορετικές γλῶσσες. Οἱ μή μουσουλμάνοι, γράφει ὁ Charles King στό βιβλίο του γιά τό πέρασμα τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τήν Αὐτοκρατορία στή Δημοκρατία, «ἦταν τό ἀφήγημα καί ἡ σπονδυλική στήλη τῆς οἰκονομίας καί τῆς λαϊκῆς κουλτούρας τῆς Κωνσταντινούπολης». Ἦταν «οἱ σερβιτόροι καί οἱ τραπεζίτες της, οἱ ἑστιάτορες καί οἱ ἰδιοκτῆτες οἴκων ἀνοχῆς, οἱ ἐξαγωγεῖς καί οἱ ξενοδόχοι της». Τό 1922, 1.169 ἑστιατόρια ἦταν ἀκόμη σέ χέρια Ἑλλήνων, ἐνῶ 97 ἀνῆκαν σέ χέρια μουσουλμάνων, 57 Ἀρμενίων καί 44 Ρώσων (μεταναστῶν μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1917) (4).

Στά τέλη τοῦ '60, ἡ πόλη εἶχε ἀλλάξει: ἕνας ἕλληνας ἐρευνητής, Κωνσταντινουπολίτης στήν καταγωγή καί γαλλικῆς παιδείας, ὁ Στέφανος Γεράσιμος, περιγράφει εἰκαστικά τή διαδρομή τῆς Πόλης στό πρῶτο μισό τοῦ 20οῦ αἰώνα ὡς πέρασμα «ἀπό τόν κοσμοπολιτισμό στόν ἐθνικισμό» (5). Οἱ μή μουσουλμάνοι σταδιακά ἐλαττώθηκαν καί περιθωριοποιήθηκαν στήν Πόλη. Ἡ κοινωνία εἶχε τουρκοποιηθεῖ. Παρέμεναν ἀκόμη κρυμμένες οἱ μειονότητες: ἡ ἑλληνική, ἡ ἀρμενική καί ἡ ἑβραϊκή. Ἡ τελευταία ἔχασε πολλά μέλη μέ τή μετανάστευσή τους στό κράτος τοῦ Ἰσραήλ (6). Οἱ Ἀρμένιοι, μετά τίς σφαγές τοῦ 1915, τό «Metz Yeghern» (= μεγάλο κακό), σύμφωνα μέ μία ἔκφρασή τους, ζοῦσαν σέ μία κατάσταση ἀπόλυτης ἀπόκρυψης, γι' αὐτό ἀσπάζονταν ἀναγκαστικά τήν τουρκική πολιτική ἄρνησης τῶν σφαγῶν τῶν Ἀρμενίων κατά τόν Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

Ὡστόσο, τό 1933 μετά τή δημοσίευση τοῦ μυθιστορήματος τοῦ Franz Werfel Οἱ σαράντα μέρες τοῦ Μουζᾶ Ντάγκ, τό ὁποῖο μιλοῦσε γιά τήν ἀρμενική ἀντίσταση στούς Ὀθωμανούς πού ἤθελαν νά τούς ἀφανίσουν, οἱ καθολικοί Ἀρμένιοι τῆς Κωνσταντινούπολης ἔκαψαν στήν πλατεία τό ὁμοίωμα τοῦ συγγραφέα μέ ἐκδηλώσεις συμπαράστασης ὑπέρ τῆς Τουρκίας (7). Ἔτσι, στή δεκαετία τοῦ '60, οἱ Ἀρμένιοι ἔφεραν σιωπηρά τά τραύματα τῶν σφαγῶν, γιά τίς ὁποῖες δέν μποροῦσε νά γίνει ἀπολύτως κανένας λόγος, καί ζοῦσαν μόνο στήν Κωνσταντινούπολη, ἔχοντας ἐγκαταλείψει (ἤ ὄντας ἀναγκασμένοι νά ἐγκαταλείψουν) τούς πολυπληθεῖς οἰκισμούς τους στήν Ἀνατολή. Ἄλλωστε, πολλοί ἐξ αὐτῶν, εἰδικά οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά, εἶχαν βιαίως ἀφομοιωθεῖ ἀπό μουσουλμανικές οἰκογένειες: οἱ ἱστορίες τους θά ἀναδύονταν ἐν μέρει στά τέλη τοῦ 20 ου αἰώνα (8).

Ἡ ἄλλη ὑψηλή θρησκευτική ἀρχή τῆς Κωνσταντινούπολης μετά τόν Ἀθηναγόρα ἦταν ὁ Ἀρμένιος Πατριάρχης Snork Kalustian, πού, ὡς βρέφος, εἶχε γλιτώσει ἀπό τίς σφαγές, ἐνῶ ἡ μητέρα του εἶχε ὑποχρεωθεῖ νά μεταστραφεῖ στό Ἰσλάμ καί εἶχε παντρευτεῖ ἕνα μουσουλμάνο (9). Συνεπῶς, ὁ Ἀρμένιος Πατριάρχης εἶχε ἀδέλφια μουσουλμανικῆς πίστης, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνας – ὅπως φαίνεται – ἦταν ἰμάμης. Ξανασυνάντησε τή μητέρα του μόνο τή στιγμή τῆς πατριαρχικῆς ἐκλογῆς του. Ἦταν μία πνευματική προσωπικότητα, συνετός καί ὑπομονετικός ἄνθρωπος, συνειδητοποιημένος γιά τό περιορισμένο χῶρο τοῦ λαοῦ του στήν ἐθνικιστική Τουρκία. Προσπαθοῦσε μέ μετριοπάθεια, ἀλλά ἱκανότητα καί ἀξιοπρέπεια, νά ἀνασυνθέσει τά κομμάτια τῆς κοινότητάς του, μισό αἰώνα μετά τίς σφαγές. Μάλιστα, μάζεψε στήν Κωνσταντινούπολη – γιά νά σπουδάσουν – παιδιά ἀρμένικων οἰκογενειῶν διάσπαρτων στή χώρα, πετυχαίνοντας νά ἀναστήσει σέ πολλές περιπτώσεις τή χριστιανική τους ταυτότητα (10).

Ὁ Πατριάρχης Snork δέν ἦταν ὅμως μία πολιτική προσωπικότητα, οὔτε μποροῦσε νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν πολιτική, ἀκριβῶς λόγω τοῦ γεγονότος ὅτι ἦταν Ἀρμένιος. Ἀντιθέτως, ὁ Ἀθηναγόρας ἦταν ἡ μοναδική ἔγκυρη χριστιανική προσωπικότητα στήν ἀρχαία ὀθωμανική πρωτεύουσα, ἡ ἡγεσία τοῦ ὁποίου ὑπερέβαινε τά τουρκικά σύνορα καί ἀσκοῦσε δικαιοδοσία στούς Ἕλληνες ὀρθοδόξους ὅλου τοῦ κόσμου. Ἄλλωστε, ἡ προσωπική του ἱστορία καί ἡ σχέση του μέ τίς Η.Π.Α., ὅπου ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος τῶν Ἑλλήνων ἀπό τό 1930 ἕως τό 1948, τόν εἶχαν ἀνυψώσει, μέ ξεχωριστό μάλιστα τρόπο στά μάτια τῆς τουρκικῆς ἄρχουσας τάξης, εἰδικά κατά τήν περίοδο ἀμέσως μετά τήν ἄφιξή του στήν Πόλη, τό 1949.

Ἡ Κωνσταντινούπολη ὅμως κατά τήν ἐποχή τῆς ἐπίσκεψης τοῦ Clément ἦταν μία πόλη σουνιτῶν. Δέν συναντοῦσε κανείς παραδοσιακές ἀμφιέσεις ἤ φέσια, ὅπως σέ ἄλλες πόλεις τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ὁ κάπως ἐξωτικός χαρακτήρας της, ὅπως τόν διηγοῦντο οἱ περιηγητές τοῦ 18 ου καί 19 ου αἰώνα, εἶχε χαθεῖ. Ἐν τούτοις, ἡ Κωνσταντινούπολη, λόγω τῆς ἱστορίας καί τῆς γεωπολιτικῆς της θέσης, παρέμενε πάντοτε ἕνας πολύπλοκος ἀστικός ἱστός μέ ἑτερόκλητα στοιχεῖα. Ἄλλωστε, ὁ ἱδρυτής τῆς σύγχρονης Τουρκίας εἶχε κλείσει τούς τεκέδες, μεταξύ ἄλλων καί αὐτούς τῶν μυστικιστῶν δερβίσηδων καί τῶν ἀδελφοτήτων τους, ἀπαγορεύοντας τίς προσευχές καί τίς ἑταιρικές τελετές, ἐπιζοῦσαν παράνομα ἀρχαῖες πραγματικότητες καί ὑπόγεια ρεύματα (11). Ὑπῆρχαν ἐπίσης ἀλεβίτες, ἕνα ὄχι ἀσήμαντο στοιχεῖο τοῦ τουρκικοῦ πληθυσμοῦ, πού θεωροῦσε αἱρετική τή σουνίτικη πλειοψηφία τῆς χώρας.

Ἔτσι, γιά τόν Ἀθηναγόρα, ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν ἕνα σταυροδρόμι – μία ville carrefour – «πόλη σταυροδρόμι, ὅπου συναντιοῦνται ὄχι μόνο ἡ Ἀνατολή καί ἡ Δύση, ἀλλά καί ὁ σλαβικός Βορρᾶς καί ὁ ἀσιατικό-ἀφρικανικός Νότος. Ἡ Πόλη τῆς Θεομήτορος. Οἱ εἰκόνες της, ἡ μεσιτεία της …» (12). Ὁ Orhan Pamuk, πού τό 1968 ἦταν μαθητής τοῦ ἀμερικανικοῦ Λυκείου τῆς Πόλης καί προερχόταν ἀπό μία εὔπορη κοσμική κωνσταντινουπολίτικη οἰκογένεια, γράφει γιά μία «Κωνσταντινούπολη τῆς δεκαετίας τοῦ '60 γεμάτη μελαγχολία. Ἡ οἰκονομική ἔκρηξη ἀλλάζει τά πάντα καί ὄχι μόνο γιά τούς πλούσιους» (13). Ὁ πληθυσμός τῆς πόλης, κατά κύριο λόγο φτωχός, φαινόταν νά προστρέχει στούς φραγμένους ἀπό τήν κίνηση πού δημιουργοῦσαν παλαιά δυτικά αὐτοκίνητα δρόμους. Ἡ ἐκκοσμίκευση τῶν ἠθῶν καί τῆς δημόσιας ζωῆς δέν εἶχε ὅμως διαγράψει ὁλοκληρωτικά τή βαθιά Ἀνατολή τῆς ἀρχαίας ὀθωμανικῆς πρωτεύουσας. Ὅπως γράφει ὁ Pamuk: «Ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι μία πόλη πού ἔχει μείνει νά ἰσορροπεῖ μεταξύ ἐκείνης τῆς Ἀνατολῆς, πού ἐπέστρεψε μετά ἀπό αἰῶνες γιά νά ἐκφοβίσει, καί τῆς Δύσης».

Ἡ συνάντηση τοῦ Πατριάρχη μέ τόν καθηγητή ἔλαβε χώρα σέ μία περιθωριακή γειτονιά τῆς μεγαλούπολης – Ville Monde – πού ἰσορροποῦσε μεταξύ τῶν «Ἀνατολῶν» καί τῆς Δύσης, στήν ἑλληνική συνοικία τοῦ Κερατίου Κόλπου, τό Φανάρι (τόν «μικρό φανό»). Ἐδῶ βρισκόταν τό τελευταῖο ἐναπομεῖναν στοιχεῖο τοῦ ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ τῆς Τουρκίας: τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως (14). Τό «Rum Patrikhanesi»: ἔτσι ἦταν γραμμένο στήν ἐπιγραφή πού ἦταν ἀναρτημένη στό τεῖχος. Ἐδῶ ἐπιβίωνε ὁ τελευταῖος θεσμός τῆς χριστιανοβυζαντινῆς ρωμιοσύνης, κληρονόμος ἑνός μεγάλου ἱστορικοῦ παρελθόντος. Ἦταν χῶροι ἀρκετά διαφορετικοί ἀπό τή μεγάλη βυζαντινή χριστιανική βασιλική τῆς Ἁγίας Σοφίας, πού ὁ Clément δέν ἀμέλησε νά ἐπισκεφτεῖ, ὡς πρώτη ἐνέργεια στήν Κωνσταντινούπολη.

Ἡ Βασιλική αὐτή, πού εἶχε μεταμορφωθεῖ σέ τέμενος μετά τήν κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης, εἶχε ἐκκοσμικευθεῖ ἀπό τόν Ἀτατούρκ. Εἶχε γίνει μουσεῖο καί ἔτσι παραμένει μέχρι καί σήμερα, ὅπου διατηρεῖ τά ἴχνη τοῦ τζαμιοῦ μαζί μέ ὁρισμένα ἀξιοθαύμαστα χριστιανικά ψηφιδωτά. Δέν ὑπάρχει πλέον οὔτε καν ἡ Ἁγία Τράπεζα, καρδιά τῆς βυζαντινῆς λειτουργίας. Ὅπως γράφει ὁ Clément στή σύζυγό του: «Ἡ Ἁγία Σοφία δέν εἶναι ἐπικεντρωμένη στό θυσιαστήριο, δέν εἰσάγει μία παρουσία, εἶναι ἡ ἴδια μία παρουσία, μέσω τῆς ὁλότητας τοῦ χώρου της, πού εἶναι πλήρης φωτός. Ὑπάρχει ἕνα εἶδος μυστικοῦ φίλτρου πού μεταμορφώνει καί “ἀποδίδει” τό φῶς, μέ τρόπο πού νά μήν εἶναι μόνο κάτι τό ἐξωτερικό».

Ὁ Clément δέν συμμεριζόταν τή νοσταλγία, μέ τήν ὁποία συχνά οἱ χριστιανοί ἀντίκρυζαν τή βυζαντινή Βασιλική, μέ μία ὀπτική ἐπαναφορᾶς τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Πράγματι, μετά τήν πτώση τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, σχεδόν σάν ἐκδίκηση, ὑπῆρξε ἕνα κίνημα ὑπέρ τῆς ἐπιστροφῆς τῆς χριστιανικῆς λατρείας στό τέμενος τῶν Ὀθωμανῶν. Τό 1935, ὁ Ἀτατούρκ διέταξε, μέ μία συμβολική χειρονομία, νά ἀπομακρυνθοῦν τά βαριά χαλιά ἀπό τό πάτωμα καί ὁ χῶρος νά μήν ξαναχρησιμοποιηθεῖ γιά τή μουσουλμανική λατρεία. Ἔκτοτε, τό πρώην τέμενος ἔγινε μουσεῖο, πρός μεγάλη ἀπογοήτευση τῶν μουσουλμάνων πιστῶν (15). Ἀφαιρέθηκε ὁ γῦψος πού κάλυπτε ὁρισμένα ψηφιδωτά, τά ὁποῖα ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἔγιναν ἐκ νέου ὁρατά. Ὁ Clément ἐπέμενε: «Δέν πρόκειται γιά ἕνα χῶρο μυστηριακό, ὅπως τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν, ἀλλά “ἀποκαλυπτικό” – ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐπουράνιας Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ ὅπου δέν θά ὑπάρχει οὔτε ναός, οὔτε ἥλιος, διότι ὁ Θεός θά εἶναι ὁ ὅλος σέ ὅλα καί θά γίνει ὁ ἥλιος μας. [Ὑπάρχουν] ὁρισμένα ὡραῖα ψηφιδωτά – ὅπως αὐτό τῆς Θεοτόκου» (16).

Συνεπῶς, ἡ Βασιλική δέν ἔχανε τίποτε ἀπό τήν «ἐπικοινωνιακή» της δύναμη, παρότι δέν ἦταν χῶρος τέλεσης τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Δέν μιλοῦσε γιά τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἴδιο τρόπο πού γινόταν στούς ἄλλους ναούς, ἀλλ' ὅμως ἐμφανιζόταν ὡς μία φανέρωση τῆς «νέας Ἱερουσαλήμ» τῶν ἐσχάτων. Σέ μία Κωνσταντινούπολη «πολυτελῆ καί καταρρέουσα», ἡ παρουσία τῆς Ἁγίας Σοφίας ἦταν, γιά τόν Clément, κάτι τό ἀπρόβλεπτο, πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς χριστιανικῆς κοινότητας. Ἡ μουσειοποίηση δέν εἶχε ἀφαιρέσει τίποτε ἀπό τό βαθύ μήνυμα τῆς βασιλικῆς: ἡ Ἱερουσαλήμ κατεβαίνει στή γῆ καί τούς ἀνθρώπους· εἶναι ἡ καινή πόλη, ἡ ἀπό αἰώνων ἀναμενόμενη. Ἔτσι, ἄν καί διαφορετικῶν διαστάσεων ἀπό ἐκείνους τῆς Ἁγίας Σοφίας, οἱ τροῦλλοι ἦταν χαρακτηριστικό τῶν πολλῶν τζαμιῶν τῆς Κωνσταντινούπολης πού ὁ Clément ἐπισκέφτηκε. Στήν Τουρκία τοῦ '60, οἱ χῶροι λατρείας δέν ἦταν πολυσύχναστοι. Ἀντιθέτως, ὄχι σπάνια, ἡ ἄρχουσα κοσμική ἀστική τάξη τούς ἀπέφευγε.

Ὁ Ἀθηναγόρας ὅμως εἶχε πεῖ στόν καθηγητή νά μήν ὑποτιμᾶ τό Ἰσλάμ. Πίσω ἀπό τήν παρακμάζουσα ὄψη, κάτι ἦταν ζωντανό στό Ἰσλάμ: «Μία θρησκεία χωρίς πρόσωπο», παρατηροῦσε ὁ Clément, μετά τήν ἐπίσκεψή του στό Μπλέ Τζαμί. «Εἶναι σάν ὁ ἐραστής νά ἀκούει τή φωνή αὐτοῦ πού ἀγαπᾶ, ἀλλά ἡ παρουσία τοῦ τελευταίου νά διαφεύγει». Αὐτό τό πνευματικό χαρακτηριστικό ἄφηνε τά ἴχνη του στήν ἀρχιτεκτονική τῶν τζαμιῶν: «Τό κέντρο εἶναι πάντοτε παράκεντρα, δέν ὑπάρχει κόγχη, μία λεκάνη ἀγκαλιᾶς, ἀλλ' ὅμως ἕνας τοῖχος ἤ μία λευκή καί ἄδεια ἐσοχή» (17). Παρατηροῦσε ἀκόμη στήν ἀρχιτεκτονική τῶν τεμενῶν «Δύο ἀντιφατικές κινήσεις: τόν τροῦλο, τήν κοίλη ἐνώπιον μιᾶς παρουσίας […] καί τόν μιναρέ, πού δείχνει καί κηρύσσει τό ἀπρόσιτο ἕνα».


Υποσημειώσεις

(1) A. Gökalp, «Istanbul: l'eternité pour mémoire», στό di N. Deniz – T. Fabre (ed.), Istanbul ville monde, Arles 2009, σελ. 47-54, σελ. 52.

(2) Γράμμα ν. 5.

(3) O. Pamuk, Istanbul, ὅ.π., σελ. 209.

(4) C. King, Mezzanotte a Istanbul. Dal crollo dell'impero alla nascita della Turchia moderna, Torino 2015, σελ. 60.

(5) S. Yerasimos, «Du cosmopolitisme au nationalisme», στό Ἰδ. (ed.), Istanbul 1914-23, Paris 1992, σελ. 11-24.

(6) Γιά τούς Ἑβραίους στήν Τουρκία βλ. A. Galanté, Histoire des Juifs de Turchie, 9 vol., Constantinople 1926· S.-J. Shaw, The Jews of the Ottoman Empire and the Turkish Republic, London 1991· M. Rozen, The Last Ottoman Century and Beyond: the Jews in Turkey and Balkans 1808-1945, Tel Aviv 2001.

(7)Βλ. C. King, Mezzanotte a Istanbul, ὅ.π., σελ. 160. Μετάφραση στά ἑλληνικά F. Werfel, Οἱ σαράντα μέρες τοῦ Μουζᾶ Ντάγκ, Ἀθήνα 1990.

(8) Βλ. K. Yalçin, Con te sorride il mio cuore. Viaggio tra gli armeni nascosti della Turchia, Roma 2006· F. Cetin, Le livre de ma grand-mère, Paris 2013· F. Cetin – A.-G. Altinay, Les petits enfants, Arles 2011.

(9) Βλ. A. Riccardi, La strage dei cristiani. Mardin, gli armeni e la fine di un mondo, ὅ.π., σελ. 202-203.

(10) Βλ. ὅ.π., σελ. 205. Μετά τό 1989, δίπλα στήν ἱστορική ἀρμενική κοινότητα τῆς πόλης, ἔφθασαν καί Ἀρμένιοι μετανάστες ἀπό τή Δημοκρατία τοῦ Καυκάσου (δέν ἦταν αὐτονόητη ἡ ἐνσωμάτωση τῶν δύο ἀρμ ε νικ ῶ ν ὁμάδων στήν πόλη τοῦ Βοσπόρου).

(11) K. Erguner, Le flûte des origines. Un soufi d'Istanbul, Paris 2013, σελ. 49ἑξ.

(12) Carnets, 7 Αὐγούστου, σελ. 14.

(13) O. Pamuk, Le voci di Istanbul. Scritti e interviste, Roma 2007, σελ. 79. Βλ. εἰδικά Ἰδ., Istanbul, ὅ.π., σελ. 3-49.

(14) Βλ. S. Ronchey – T. Braccini, Il romanzo di Costantinopoli. Guida letteraria alla Roma d'Oriente, Torino 2010, σελ. 663.

(15)Βλ. F. Grassi, Atatürk. Il fondatore della Turchia moderna, Roma 2008, σελ. 348.

(16) Γράμμα στή Monique Clément, ν. 1.

(17) Γράμμα ν. 10.