ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Αρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος- Διάκονος Χριστοῦ σε χώρες πολλές
Κοινότητα Ἁγίου Αἰγιδίου

Μετάφραση από την ιταλική ενός βιβλίου που καταγράφει τις συνομιλίες επί συγχρόνων προβλημάτων του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου με δύο επιφανή μέλη της Ρωμαιοκαθολικής αδελφότητος Sant Egidio, τους καθηγητές Roberto Morozzo και Don Tommaso Opocher. Το έργο προλογίζει ο διαπρεπής καθηγητής Andrea Riccardi. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για μία ευανάγνωστη και εύληπτη για το ευρύ κοινό υπό την μορφή ερωταποκρίσεων έκθεση της σκέψης του εμβληματικού για την Ορθόδοξη Ιεραποστολή Ιεράρχη αναφορικά με τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ὀρθοδοξία και η Ιεραποστολή κατά την 3η χιλιετία, τη συμβολή της ορθοδόξου πίστεως στα μεγάλα ζητήματα που ταλανίζουν τον κόσμο μας, στην πραγμάτωση της ειρηνικής συμβίωσης των λαών, αλλά και τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ορθόδοξη Ιεραποστολή όχι μόνον η Εξωτερική, αλλά και η Εσωτερική, για τον επανευαγγελισμό των δυτικών χριστιανικών κοινωνιών.

Σχ. 14Χ24, Σελ. 120, Τιμ. 6€.

     

Στρατιωτικοί Ιερείς στα πεδία των μαχών των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) με βάση ανέκδοτο αρχειακό υλικό
Αρχιμ. Μελετίου Π. Κουράκλη

Ο συγγραφεύς, όντας Διευθυντής του Σώματος Στρατιωτικών Ιερέων των Ενόπλων Δυνάμεων, είναι ο κατ’ εξοχήν ειδικός επί του θέματος της συμμετοχῆς των στρατιωτικών ιερέων στις χρυσές σελίδες των απελευθερωτικών πολέμων του Ελληνικού Στρατού. Στο νέο επιστημονικό του πόνημα εξετάζει επί τη βάσει ανέκδοτων μέχρι σήμερον πηγών τη συμμετοχή των ιερέων στο έπος των Βαλκανικών Πολέμων, την ποιμαντική διακονία τους προς το στράτευμα, αλλά και την ιερατική διακονία που ανέλαβαν στελεχὠνοντας έρημους Ναούς στις απελευθερωθείσες περιοχές. Το έργο προλογίζει ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος και ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Στρατηγός Κων. Φλώρος.

Σχ. 17Χ24, Σελ. 720, Τιμ. 15€.

Για την αξία του Χριστιανισμού και την απαξία των Χριστιανών
Νικολάου Μπερντιάεφ

Ἐπανέκδοση ενός εμβληματικού έργου των αρχών του 20ου αιώνος του πολυσχιδούς, διαχρονικού και ρηξικέλευθου για τα θεολογικά γράμματα Ρώσου διανοητή, ο οποίος με την αναλυτική σκέψη και την ορθόδοξη ματιά του προσέγγισε και ανέλυσε το μοναδικό αξιακό βάθος του Χριστιανισμού στον ταλανιζόμενο από την απαξίωση και τον αποδομισμό σύγχρονο κόσμο, με τρόπο διαχρονικά επίκαιρο. Μία απολογητικής φύσεως σύντομη μονογραφία, απάντηση στην επιχειρούμενη απαξίωση του Χριστιανισμού από φιλοσοφικά και πολιτικά ρεύματα της εποχής.

Σχ. 14Χ24, Σελ.. 64, Τιμ. 4€.

ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Ναοί, Μονές και ευαγή Ιδρύματα της Βασιλίδος Κωνσταντινουπόλεως
Raymond Janin

Οι εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος σε συνεργασία με την Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων παρουσιάζουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό το μοναδικό και μεγαλειώδες έργο του Γάλλου Βυζαντινολόγου και Αρχαιολόγου Raymond Janin (1882-1972) μεταφρασμένο από την γαλλική. Πρόκειται για το πρώτο έργο στην παγκόσμια βιβλιογραφία που καταγράφει την ιστορία των ιερών Τόπων της Πόλης, η οποία συνδέθηκε με τη δόξα, τη χαρά, την πίστη και την ελπίδα του Γένους. Μέσα από τις σελίδες του έργου αναδεικνύεται η Βασιλίδα των πόλεων, η πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Παναγιοσκέπαστη Βασιλεύουσα ως ιερότητα και κάλλος πνευματικό. Το δίτομο έργο κοσμείται από μοναδικού κάλλους εικόνες, σχέδια και μινιατούρες.

 
Τόμ. Α΄: Σχ.21Χ29, Σελ. 528, Τιμ. 35€.
 
Τόμ. Β΄: Σχ.21Χ29, Σελ. 512, Τιμ. 35€.

 

 

     
 

Αθηναγόρας- Clément.
Ένας Πατριάρχης και ένας Καθηγητής
μεταξύ των εθνικισμών και της παγκοσμιοποίησης

Andrea Riccardi
μετάφραση: Δημήτρης Κεραμιδάς

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής της ανά χείρας μεταφρασμένης μελέτης του Ιταλού ιστορικού Andrea Riccardi « Αθηναγόρας- Clément,  ένας Πατριάρχης και ένας καθηγητής μεταξύ των εθνικισμών και της παγκοσμιοποίησης». Οι συνομιλίες στο Φανάρι το καλοκαίρι του 1968 με τον έτερο πρωταγωνιστή του βιβλίου, τον Γάλλο θεολόγο Olivier Clément (1921-2009), από τις οποίες προέκυψε το έργο Dialogues  avec le patriarche Athenagoras (1969), προσφέρουν στον Riccardi την αφορμή να αναλύσει την κοινωνική, διαχριστιανική και πολιτισμική ατμόσφαιρα της εποχής στην οποία διεξήχθησαν.

Σχ. 14Χ24, σελ. 352, Τιμή : 10 €.

 
ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

8 Ιουλίου

† Μνήμη του αγίου ένδοξου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου

Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,  
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιούλιος 
(υπό έκδοσιν)  

Ο 'Αγιος Μεγαλομάρτυς Προκόπιος καταγόταν από τα Ιεροσόλυμα. Ο πατέρας του ήταν Χριστιανός, και ονομαζόταν Χριστοφόρος, και η μητέρα του, Θεοδοσία, ειδωλολάτρισσα. Αθλησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Όταν ανδρώθηκε, η μητέρα του τον έφερε στην Αντιόχεια και πέτυχε από τον Διοκλητιανό, που βρισκόταν εκεί, τον διορισμό του Προκοπίου ως δούκα της Αλεξάνδρειας. Συγχρόνως ανατέθηκε σε αυτόν η εποπτεία του διωγμού των Χριστιανών που ζούσαν στην πόλη. Καθ’ οδόν όμως προς την Αλεξάνδρεια, την νύχτα, οραματίσθηκε σταυρό με μορφή κρυστάλλου και άκουσε φωνή να λέει σε αυτόν: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, ο Εσταυρωμένος, ο Υιός του Θεού». Ἐκπληκτος από το όραμα και την θεία φωνή, ο Προκόπιος μεταστράφηκε, διέκοψε την πορεία του, μετέβη στην Σκυθούπολη και από εκεί επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα, όπου αποκάλυψε στην μητέρα του όσα είχαν διαδραματισθεί και την μεταστροφή του προς την χριστιανική πίστη. Η αποκάλυψη αυτή τάραξε την μητέρα του, η οποία αφού απέτυχε να τον μεταπείσει, τυφλωμένη από τον ειδωλολατρικό φανατισμό της, κατήγγειλε τον υιό της στον ηγεμόνα Καισαρείας Ουίλκιο. Αυτός, αφού ανέκρινε τον Προκόπιο και διαπίστωσε την ακλόνητη εμμονή του στην χριστιανική πίστη, διέταξε τον σκληρό βασανισμό του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αφού του καταξέσχισαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και υπέμενε και άλλα βασανιστήρια, ημιθανής εγκλείσθηκε στην φυλακή. Την νύχτα, σε οπτασία, εμφανίσθηκε σε αυτόν ο Χριστός, ο Οποίος, αφού θεράπευσε τις πληγές του, τον ενεθάρρυνε και τον ενίσχυσε στον αγώνα του. Ο Προκόπιος άρχισε τότε να υμνεί μεγαλοφώνως το Όνομα του Κυρίου, γεγονός το οποίο προκάλεσε την περιέργεια των φρουρών και του δεσμοφύλακος. Αυτοί, αφού προσέτρεξαν, είδαν κατάπληκτοι υγιή τον Προκόπιο και, μπροστά στο θαύμα, παρακάλεσαν τον Μάρτυρα να οδηγήσει και αυτούς στην αληθινή πίστη του Χριστού. Την επομένη, αφού οδηγήθηκε εκ νέου ενώπιον του επάρχου, έλαβε την διαταγή να μεταβεί στον ειδωλολατρικό ναό, για να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Ο Προκόπιος δέχθηκε, όταν όμως εισήλθε στον ναό, άπλωσε τα χέρια και προσευχήθηκε, και αμέσως τα είδωλα που βρίσκονταν σε αυτόν έπεσαν στην γη και συνετρίβησαν. Ο Ουίλκιος, έξαλλος από οργή, διέταξε την μεταφορά του Προκοπίου στην φυλακή, αλλά από το θαύμα που επιτελέσθηκε πολλοί από τους στρατιώτες και το πλήθος μεταστράφηκαν, μεταξύ των οποίων η μητέρα του Προκοπίου Θεοδοσία, δύο τριβούνοι, ο Νικόστρατος και Αντίοχος και δώδεκα γυναίκες συγκλητικές. Αυτούς ο ηγεμόνας, αφού τους τιμώρησε σκληρά με κάθε είδους βασανιστήρια, τους θανάτωσε δι’ αποκεφαλισμού.

Όταν πέθανε αιφνιδίως ο έπαρχος, ο διάδοχός του Φλαβιανός υπέβαλε εκ νέου τον Προκόπιο σε σκληρά βασανιστήρια. Τον κτύπησαν με βούνευρα (νεύρα βοδιού), κατέκαψαν τις πληγές με πυρωμένα σίδερα και τοποθέτησαν στις παλάμες του αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι. Αλλά ο Προκόπιος παρέμεινε ακλόνητος στην χριστιανική ομολογία του. Τότε ο Φλαβιανός διέταξε τον αποκεφαλισμό του Μεγαλομάρτυρος, το 303 μ.Χ., τον οποίο και υπέμεινε προσευχόμενος και δοξολογώντας τον Θεό.

Η Σύναξη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου ετελείτο στο αγιώτατο αυτού Μαρτύριο πλησίον της Χελώνης και του Κονδυλίου. Ο Ρώσσος Ιστοριογράφος Αντώνιος αναφέρει ότι είδε την τίμια χείρα του Αγίου Προκοπίου στην Μονή των Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη.

     
 

9 Ἰουλίου

† Μνήμη Κυπριανού, Εθνοϊερομάρτυρος, Αρχιεπισκόπου Κύπρου

Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου,   Οἱ Νεομάρτυρες τοῦ Γένους,
Αθήνα 2021, εκδ. Αποστολική Διακονία, σ ελ. 227-230

Ο ΄Αγιος Νέος Εθνοϊερομάρτυς Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός γεννήθηκε στον Στρόβολο της Κύπρου το 1756. Από την ηλικία των πέντε έως επτά χρόνων, εκουσίως επέλεξε τον μοναχικό βίο και ακολούθησε τον συγγενή του ιερομόναχο και Οικονόμο της μονής Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο, στο Μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο της Μονής, το οποίο λειτουργούσε ήδη από την ίδρυσή της. Έτσι, το 1768 είχε την ευλογία να έχει διδάσκαλό του ένα μαθητή του Ευγενίου Βουλγάρεως.

Τον επόμενο χρόνο (1769) κατήλθε στη Λευκωσία, όπου για μία τριετία διδάχθηκε ανώτερα μαθήματα στο Ελληνομουσείο Λευκωσίας, το οποίο ιδρύθηκε, ενισχύθηκε και υποστηρίχθηκε από τους Αρχιεπισκόπους Κύπρου Φιλόθεο, Παΐσιο και Χρύσανθο, εφιλοξενείτο δε στο κτίριο της Παλαιάς Αρχιεπισκοπής. Ακολούθως, επέστρεψε στη Μονή, όπου το 1781 χειροτονήθηκε διάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. Δύο χρόνια αργότερα συνόδευσε τον συγγενή του Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο στη Μολδοβλαχία, εγκαταστάθηκαν στο Ιάσιο και διοργάνωναν εράνους-ζητείες προς οικονομική ενίσχυση της Μονής. Η τελευταία περιήλθε σε οικονομικά χρέη λόγω των δυναστικών φορολογικών αφαιμάξεων από τους κατά καιρόν Τούρκους κυβερνήτες, όπως και των ανακαινιστικών και συντηρητικών κτιριακών έργων που επιβαλλόταν να πραγματοποιηθούν.

Κατά την παραμονή του στο Ιάσιο, ο Κυπριανός εκτιμήθηκε από τον Φαναριώτη ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο, προωθήθηκε στο β΄ βαθμό της Ιερωσύνης και ανέλαβε εφημεριακά καθήκοντα στον Ηγεμονικό Ναό του Ιασίου. Παραλλήλως, παρακολούθησε ανώτατα μαθήματα στην Ηγεμονική Ακαδημία. Αφού παρέμεινε εκεί σχεδόν μία εικοσαετία, επέστρεψε με τον συγγενή του Ιερομόναχο και Οικονόμο της Μονής Χαράλαμπο το 1802. Μαζί τους έφεραν πλήθος αφιερωμάτων, χειρογράφων, εκκλησιαστικών σκευών και πινάκων, καθώς και τις προσωπογραφίες τους. Στα γεγονότα του 1804 πρωταγωνίστησε και αναδείχθηκε ο φύλακας άγγελος της κοινότητάς του, σώζοντας τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και τους ραγιάδες από την μανία των αποστατών Τούρκων εσκιάδων (γερόντων). Αυτή η σωτήρια επέμβαση του Κυπριανού ώθησε τους πολίτες να παραδώσουν, με την έγκριση του Χρυσάνθου, τη διαχείριση τόσο των εκκλησιαστικών, όσο και των πολιτκών πραγμάτων του τόπου, στα χέρια του νεαρού Κυπριανού, τον οποίον ο Χρύσανθος προχείρισε σε Μέγα Οικονόμο.

Το 1806 ανήγειρε εκ θεμελίων την εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου, η οποία αποτελεί Μετόχι της Ι. Μονής Μαχαιρά, και με τη δική του μέριμνα αγιογραφήθηκαν η εφέστιος εικόνα των αγίων Ελευθερίου και Στυλιανού για την ελευθερία της Κύπρου, καθώς και εκείνη του αγίου Χαραλάμπους με την αφιέρωση: «αυχεί μεν Ελλάς σε φρουρόν κεκτημένη, αλλά και Κύπρος Ελλάδος αυχεί πάλιν. Ης ποιμενάρχης στηλογραφεί σην θεάν, ίνα φυλάττης τον δε, και ποίμνην Κύπρον. Αλλ’ ω πολύτλα σπεύσον, εξελού πάντας, νόσου λοιμικής δεινών άλλων παντοίων.. επί Κυπριανού Αρχιεπισκόπου».

Μετά τον θάνατο του φίλου του Χατζη- Γεωργάκη Κορνέσιου του δραγομάνου, την Τρίτη της Λαμπρής του 1809, την αιφνίδια εξορία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και του ομωνύμου συγγενούς του Μητροπολίτου Κιτίου τον Μάιο του 1810, με σουλτανικό βεράτιο που προσκόμισε ειδικός απεσταλμένος μουπασίρης του Σουλτάνου, καθώς και την κληρικολαϊκή επικρότηση και αποδοχή αυτού, ο Κυπριανός χειροτονείται και ενθρονίζεται από τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Κωνστάντιο, εφησυχάζοντα Ιεράρχη στα κλίματα της Κύπρου, και τους εναπομείναντας Κυπρίους Αρχιερείς, Αρχιεπίσκοπος Κύπορυ την 30ην Οκτωβρίου του 1810.

Το μεγάλο εθνικό, συνάμα δε και πνευματικό έργο του, συνοψίζεται εν πρώτοις στην ίδρυση σχολείων πρώτα στη Λευκωσία, το οποίο εξελίχθηκε στο σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, ακολούθως στη Λεμεσό και τον Στρόβολο, στις εγκυκλίους του, στα αφιερώματα και κυρίως στις εικόνες του αγίου Τρύφωνα, τις οποίες κατά εκατοντάδες διεμοίρασε σε όλη την Κύπρο για την αντιμετώπιση της επιδρομής της ακρίδας, συνοδευόμενη από μία εξαιρετική Εγκύκλιο, στην προσπάθεια ιατρικής αντιμετώπισης διαφόρων ασθενειών, στην ανέγερση, επέκταση και ανακαίνιση εκκλησιών, στην οικονομική υπστήριξη των υποδούλων και πολλά άλλα.

Η οθωμανική όμως θηριωδία βρήκε διέξοδο για να ικανοποιηθεί στα λογικά, απροστάτευτα και αδύναμα πρόβατα της Μάνδρας του Χριστού. Αφού ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νησιού ο Κιουτσιούκ Μεχμέτ και ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 στην Ελλάδα, βρήκαν την ευκαιρία οι Τούρκοι και την δίψα τους για αίμα να κορέσουν, και να πλουτίσουν εὐκολα εις βάρος των ραγιάδων, και να ταπεινώσουν τη δύναμη και τα προνόμια.

Πρωτοπόρος και οδοδείκτης στην οδό αυτή του μαρτυρίου, θυσιάσθηκε ο ποιμένας των προβάτων, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ακολούθησαν οι επόμενοι, ο αριθμός των οποίων πλησίασε τις πέντε εκατοντάδες. Η ανθρώπινη αυτή εκατόμβη και η σφαγή διήρκεσαν μερικές μέρες. «Η Παναγία ντύθηκε στα μαύρα. Πολλά σπίτια ήταν έρημα και ραντισμένα στο αίμα». Από τις 9 Ιουλίου του 1821, ημέρα Σάββατο, όταν έγιναν οι πρώτοι απαγχονισμοί και οι πρώτες καρατομήσεις, συνεχίσθηκαν μέχρι και την 14η Ιουλίου. Συνολικά μαρτύρησαν 470 άνθρωποι. Ο κατάλογος των θυμάτων αριθμούσε τετρακόσιους ογδόντα έξι. Τριάντα έξι εξισλαμίσθηκαν και γλίτωσαν τον θάνατο, αρκετοί όμως από αυτούς επέστρεψαν αργότερα στους κόλπους της Εκκλησίας. Προβάλλοντας ως δικαιολογία την ακρόαση των σουλτανικών φιρμανιών εσύναξαν όλους τους πρώτους της νήσου, εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες και τους ανήγγειλαν την θανατική τιμωρία που τους περίμενε.

 
     
ΑΡΘΡΟ

Ἔθνος-Ἐθνικισμὸς & Ὀρθόδοξο φρόνημα

(+) π. Γεώργιος Μεταλληνός

1. Μὲ τὸ κείμενο αὐτὸ θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα: Γιατὶ ἡ Ὀρθοδοξία -«καθ᾿ ὃ Ὀρθοδοξία», φυσικά- δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐθνικιστική.

Δὲν θὰ ἐπιχειρηθεῖ, βέβαια, ἐδῶ ἀποσαφήνιση τῶν ὅρων: ἔθνος, ἐθνισμός, πατριωτισμός, ἐθνικισμός. Διότι, παρὰ τὴ συχνὴ κακοποίησή τους, στὴν καθημερινὴ χρήση, λίγο ἢ πολὺ ἔχουν περιεχόμενο κοινὰ ἀποδεκτό. Ἔτσι, οἱ ὅροι πατριωτισμὸς καὶ φιλοπατρία ἐκφράζουν κάτι σαφὲς καί, ὅπως πιστεύω, καθολικὰ δεκτό· τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα, ὡς τόπο τῆς στενότερης ἢ εὐρύτερης καταγωγῆς, κάτι ποὺ καταφάσκει καὶ ἡ ὀρθόδοξη παράδοση διὰ στόματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θεολόγου (4ος αἰ.): «Μητέρα τιμᾶν τῶν ὁσίων (=εἶναι ἱερὸ νὰ τιμᾷ κανεὶς τὴ μητέρα του)· μήτηρ δὲ ἄλλη μὲν ἄλλου, κοινὴ δὲ πάντων (μήτηρ) πατρίς» (Ἐπιστ. 37). Τὸ μόνο, ποὺ πρέπει νὰ δηλωθεῖ, εἶναι ἡ σαφὴς διαφοροποίηση στὸ κείμενο αὐτὸ τῶν ὅρων «ἐθνισμός» καὶ «ἐθνικισμός», διότι ὁ μὲν πρῶτος ταυτίζεται μὲ τὸν «πατριωτισμό», ὁ δεύτερος ὅμως κρύβει τὴ νόσο τοῦ μισαλλόδοξου φανατισμοῦ, μὲ ὅλες τὶς εὐνόητες ταυτίσεις καὶ προεκτάσεις.

2. Ἡ στάση ἀπέναντι στὸ «ἔθνος» καὶ στὴν «πατρίδα» στὸ χῶρο τῶν κατὰ παράδοση ὀρθοδόξων λαῶν εἶναι μὲν ἐνσωματωμένη σ᾿ αὐτό, ποὺ δηλώνει ἐκκλησιαστικὰ ὁ ὅρος «ὀρθόδοξο φρόνημα» (πρβλ. Ρωμ. 7,27), ὡς τὸ περιεχόμενο τῆς συνειδήσεώς τους, προϋποθέτει, ὅμως, τὴ χριστιανικὴ νοηματοδότηση τοῦ ὅρου «ἔθνος», ἤδη στὴν ἀρχὴ τῆς ἐμφανίσεως τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἱστορικὴ σκηνή, ὡς σώματος καὶ κοινωνίας. Ἔτσι, «ἔθνη» ἀποκαλοῦνται στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως καὶ στὴ σύγχρονή της ἑβραϊκὴ κοινωνία, οἱ εἰδωλολάτρες - ἐθνικοί, οἱ μὴ Ἰουδαῖοι καὶ μὴ χριστιανοί. Αὐτὸ ἐννοεῖ π.χ. ὁ Χριστὸς στὴν «ἐπὶ τοῦ ὄρους» ὁμιλία, λέγοντας: «πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ» (Ματθ. 6,32). Τὴν ἴδια ἔννοια ἔχει καὶ ὁ λόγος γιὰ «ἕλληνες» στὸ Ἰωάν. 12, 20. Πρόκειται γιὰ «ἐθνικούς» (εἰδωλολάτρες) προσηλύτους (Π. Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, σ. 448/9). Αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἐθνικιστές, οἱ ὁποῖοι, στηριζόμενοι σὲ ἀνεπιστημονικὲς μυθοπλασίες, βλέπουν στὸ χωρίο αὐτὸ πράγματα ἄσχετα πρὸς τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια.

Ὁ Χριστὸς παραδόθηκε στὰ «ἔθνη» (=ἐθνικούς) (Ματθ. 20, 19). Ἡ ἐντολή του, ὅμως, μετὰ τὴν ἀνάστασή του εἶναι «πορευθέντες, μαθητεύσατε (=κάμετε μαθητὲς - χριστιανούς) πάντα τὰ ἔθνη» (=λαούς) (Ματθ. 28, 19). Σ᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ ὅρος «ἔθνος» (ἢ «ἔθνη») ἔχει κυρίως πνευματικὴ - θρησκευτικὴ καὶ ὄχι φυλετικὴ σημασία. Σημαντικό, ὅμως, εἶναι, ὅτι ἤδη στὴν Κ.Δ. χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «ἔθνος», πάλι μὲ πνευματικὴ ἔννοια, ἀλλὰ γιὰ νὰ δηλώσει τὸ σῶμα τῶν πιστῶν, τὸ «λαὸ τοῦ Θεοῦ», τὸ «ἔθνος ἅγιον» (Α´ Πέτρ. 2, 9). «Ἔθνος ἅγιον» καὶ «λαὸς τοῦ Θεοῦ» ταυτίζονται νοηματικὰ καὶ σημαίνουν τὸ «σῶμα Χριστοῦ», τὴν Ἐκκλησία, μὲ ὑπόβαθρο καθαρὰ ἀ-φυλετικό.

Ἔτσι, ὁδηγούμεθα στὸ Γαλ. 3, 27 ἑ., ὅπου ὁρίζεται ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο, ὅτι οἱ βαπτισμένοι «εἰς Χριστόν» (=ὅσοι «πέθαναν» καὶ ἀναγεννήθηκαν στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ) ἔχουν ντυθεῖ τὸν Χριστὸ καί, ἔτσι, «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος ἢ Ἕλλην». Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν πιὰ διαφορὲς (φυλετικὲς - ταξικές), ἀφοῦ ἡ ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας ἑνώνει, ἐνῷ οἱ ὅποιες ἄλλες ἰδιότητες χωρίζουν. Ὅλα αὐτὰ ὅμως (ὅπως καὶ στὸ Κολ. 3, 11) σὲ πλαίσια καθαρὰ ὑπερεθνικὰ καὶ ἀφυλετικά. Οἱ πιστοὶ εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐξ ἄλλου δὲν εἶναι «προσωπολήπτης», ἀφοῦ «ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστίν» (Πράξ. 10,34). Ἡ πέτρεια ἔννοια «ἔθνος ἅγιον» ταυτίζεται μὲ τὸν παύλειο ὅρο «λαὸς Θεοῦ» (π.χ. Β´ Κορ. 6, 16: «...καὶ ἔσομαι αὐτῶν θεὸς καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός». Πρβλ. Α´ Πέτρ. 2, 9: «Ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν..., οἳ ποτὲ οὐ λαός, νῦν δὲ λαὸς Θεοῦ», ὅπου ὑπεισέρχεται καὶ ὁ ὅρος «γένος», δηλωτικὸς τῆς νέας –πνευματικῆς καταγωγῆς ἀπὸ τὸ «δεύτερο Ἀδάμ» καὶ γενάρχη τῆς νέας ἀνθρωπότητας, τὸν Ἰησοῦ Χριστό). Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ χωρία, ποὺ ἐνδεικτικὰ ἀναφέρθηκαν, σχετίζονται μὲ τὸ νέο ἔθνος - γένος - λαό, τὸ «σῶμα» τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν ὑποκαθιστᾷ τὶς ὁποιεσδήποτε ἀνθρώπινες καὶ ἱστορικὲς σχέσεις, ἀφοῦ ἀνάγει σὲ μία νέα ὄχι μόνο ἐνδοϊστορική, ἀλλὰ συνάμα καὶ ὑπεριστορικὴ πραγματικότητα, σὲ ἕνα νέο Θεανθρώπινο κόσμο, ποὺ ἑνώνει τοὺς λαοὺς τῆς γῆς σὲ μία ἑνότητα, θεμελιωμένη στὴν ἄκτιστη «θεία Βασιλεία» (χάρη). Ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν χριστιανῶν τὸν 6ο αἰῶνα «τρίτον γένος» (genus tertium) ἐνσαρκώνει τὴ νέα αὐτὴ συνείδηση καὶ τὴν ὑπέρβαση τῶν φυλετικῶν διαιρέσεων, ἀφοῦ οἱ «ἀναγεννημένοι» μέσα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ «κοιλία» τῆς Ἐκκλησίας, τὸ βαπτιστήριο (ἢ τὴν κολυμβήθρα), κληρονομοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ μία νέα-διαφορετικὴ φύση, ποὺ καταργεῖ τὴν «πεσοῦσα» φύση τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ.

Αὐτὰ εἶναι τὰ θεμέλια τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, ποὺ ἐνεργοποιοῦνται μὲ τὴν ἐνσωμάτωση τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἱστορικὲς - ἐνδοκοσμικὲς σχέσεις δὲν ἀναιροῦνται, ἀλλὰ ὑπερβαίνονται καὶ ἱεραρχοῦνται. Ὁ Βαρνάβας, ἔτσι, καὶ ὡς ἀπόστολος καὶ συνεργάτης τοῦ Παύλου, χαρακτηρίζεται «κύπριος τῷ γένει» (Πράξ. 4,36), ὁ ἴδιος δὲ ὁ Παῦλος δὲν ἀποποιεῖται τὴν καταγωγή του (Γαλ. 1,13 ἑ.), ἀφοῦ ὁ θεὸς τῶν Χριστιανῶν, ὁ «πατήρ» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Α´ Ἰωάν. 2, 23), «ἐποίησεν ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ παντὸς προσώπου τῆς γῆς, ὁρίσας... τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πράξ. 17, 25 ἔ.). Μὲ αὐτὰ δηλώνεται ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους λόγω τῆς κοινῆς ΟΛΩΝ καταγωγῆς («ἐξ ἑνός» αἵματος ἢ ἀνθρώπου) καὶ ἄρα τὸ ἀβάσιμο καὶ ἀντιχριστιανικὸ τοῦ φυλετισμοῦ. Οἱ διαμορφωμένες ἱστορικὰ -καὶ μέσα στὴ δυναμικὴ τῆς πτώσεως- «ἐθνότητες» καὶ οἱ ὁποιεσδήποτε ἀνάμεσά τους διαφορὲς - διακρίσεις δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ δημιουργὸ θεό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ ἐκφράζει ὡς πανορθόδοξο βίωμα τὸ «κοντάκιο» τῆς Πεντηκοστῆς: «Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε...». Ἀντιπαρατίθενται σ᾿ αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς Βαβὲλ (Γέν. κεφ. 11) καὶ τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. 2, 1 ἑ.). Στὸ πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. 2,1 ἑ.) ζεῖ ἡ Ἐκκλησία, στὴν αὐθεντική της ἔκφραση, ὡς Ὀρθοδοξία.

Ὁ ὅρος «ἔθνος», μαζὶ μὲ τὰ συνώνυμά του, ἀποφορτίζεται ἐκκλησιαστικὰ ἀπὸ τὸ παλαιὸ νόημά του καὶ ἀναφορτίζεται (=ἐνέργεια ποὺ χαρακτηρίζει ὅλη τὴ θεολογικὴ γλῶσσα τοῦ Χριστιανισμοῦ) μὲ ἔννοια πνευματικὴ - πολιτιστική, στὰ ὅρια τῆς νέας ὑπαρξιακῆς καὶ ὑπαρκτικῆς γεννήσεως τῶν Χριστιανῶν (βλ. Ἰωάν. 1,13: «οἳ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν»). Αὐτὴ ἡ νέα συνείδηση καὶ πραγματικότητα ἐκφράζεται στὴν Ἀποκάλυψη (κεφ. 5, 9-10): «...Ἄξιος εἰ λαβεῖν τὸ βιβλίον καὶ ἀνοίξαι τὰς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους». Ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, εἶναι ὁ νέος κόσμος, ἡ νέα «ἐν Χριστῷ» κοινωνία.

3. Ἱστορικὴ πραγμάτωση τῆς νέας αὐτῆς συνειδήσεως ὑπῆρξε ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης (Ρωμανία / Βυζάντιο). Τὸ «Βυζάντιο», παρ᾿ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ἀτέλειες καὶ ἁμαρτίες, νοεῖται ὡς μία «Μεγάλη Ἐκκλησία», μέσα στὴν ὁποία προσκομίζεται συνεχῶς ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία - ἀποτυχία, γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ, μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἄκτιστη χάρη, σὲ ζωὴ ἐν Χριστῷ. Βυζαντινολόγοι, ὅπως ὁ Στ. Ράνσιμαν (Βυζαντινὴ θεοκρατία, Ἀθήνα 1982) μπόρεσαν νὰ δοῦν ἔτσι τὸ «Βυζάντιο», ἑρμηνεύοντάς το «ἐκ τῶν ἔνδον» καὶ ὄχι μὲ τὰ φραγκολατινικὰ κριτήρια τῆς ἀλλοτριωμένης χριστιανικότητας καὶ ἑλληνικότητας. Στὸ Χριστιανικὸ Κράτος τῆς Ρωμανίας συνεχίζεται πληθυσμιακὰ ἡ δομὴ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας: ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς λαοτήτων συνθέτει τὴν αὐτοκρατορία, ἤ, ἂν θέλουμε, κοινοπολιτεία, συνιστώντας ἐκ τῶν πραγμάτων μία τρισύνθετη ἑνότητα: πολιτιστικὴ (παρὰ τὶς τοπικὲς ἰδιαιτερότητες), κρατικὴ καὶ πνευματική. Ὁ ἑλληνιστικὸς πολιτισμός, ὁ ρωμαϊκὸς κρατικὸς φορέας καὶ ἡ νέα συνείδηση, ἡ Ὀρθοδοξία, συνθέτουν τὸ «Γένος τῶν Ρωμαίων», δηλαδὴ τῶν Ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Νέας Ρώμης. Κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ Ρωμαίικη Αὐτοκρατορία γίνεται τὸ «πανδοχεῖο» τῆς ἱστορίας (βλ. Λουκ. 10, 24), ἐνσαρκώνοντας τὸν ἀναμενόμενο νέο κόσμο, στὰ ὅρια τῆς θεανθρωπότητας. Αὐτὸ εἶναι βέβαια αἰσθητό, ὅπου σῴζεται τὸ ὀρθόδοξο - πατερικὸ φρόνημα.

Ὅλες οἱ λαότητες τῆς αὐτοκρατορίας θὰ συνδέονται μὲ τὴν κοινὴ πίστη (ὡς φρόνημα), σὲ μιὰ νέα συγγένεια, τὴν ἐν Χριστῷ παγγένεια τῶν Ρωμαίων, μὲ σημεῖο ἀναφορᾶς ὄχι τὴν Παλαιά, ἀλλὰ τὴ Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη. Τὰ «ἐθνικά» ὀνόματα δὲν διέκριναν τὶς λαότητες διαιρετικά, ἀλλὰ ὑποδήλωναν τὶς ἐπαρχίες (αὐτὸ σημαίνει ὁ ὅρος «ἔθνος» στὸν 34ο ἀποστολικὸ κανόνα) καὶ τὶς γλωσσικὲς ὁμάδες. (Ἡ Ρωμανία ποτὲ δὲν ἐπεδίωξε γλωσσικὴ ὁμοιομορφία). Ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν ὁ πανενωτικὸς σύνδεσμος τῶν Ρωμαίων. Καὶ αὐτὸ βιωνόταν ἐντονότερα, ὅπου ἡ σχέση μὲ τὴν «πατερικότητα» ἦταν ἰσχυρότερη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ «ἐθνικό» ὄνομα «ρωμαῖος» ταυτίσθηκε μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς νέας «ἐθνικῆς» συνειδήσεως, δηλαδὴ τὴν πίστη. Ρωμαῖος (δηλαδὴ Νέο-Ρωμαῖος ἢ Ρωμηός) σημαίνει ὀρθόδοξος. Ἡ μακραίωνη διαπάλη μεταξὺ Φράγκο-γερμανικοῦ κόσμου καὶ Ρωμαίικης Ἀνατολῆς ἐπικεντρώθηκε γι᾿ αὐτὸ στὴ διεκδίκηση ἀπὸ τοὺς Δυτικοὺς τοῦ ὀνόματος «ρωμαῖος», ταυτόσημου μὲ τὸ «ὀρθόδοξος», ἐνῷ στὴ Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ προσέδωσαν τὰ ὀνόματα «Γραικία» καὶ «Γραικός», δηλωτικὰ ὄχι τοῦ «ἑλληνισμοῦ» καὶ τῆς «ἑλληνικότητας», ὅπως ἀφελῶς θέλουν κάποιοι νὰ πιστεύουν. Ἁπλὰ σημαίνουν: «χώρα τῶν μὴ (γνησίων) Ρωμαίων καὶ ἀποσχισθέντων αἱρετικῶν». Βέβαια, αὐτὰ ὅλα μᾶς τὰ ξεκαθάρισε μὲ τὴν πρωτοπορειακὴ ἐπιστημονικὴ ἔρευνά του ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναρριπίζονται, διότι δὲν ἔχουν συνειδητοποιηθεῖ ἀκόμη ἀπὸ πολλοὺς ἢ ἀπορρίπτονται ἀσυζητητὶ ἀπὸ τοὺς εὐρωπαΐζοντες.

Οἱ λαοὶ τῆς Ρωμανίας / Βυζαντίου, ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ ὀρθοδοξοποιήσεώς τους, ὑπερβαίνοντας τὸ κριτήριο τῆς καταγωγῆς, ἐντάσσονταν σὲ μία ἄλλη ἑνότητα, στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ δὲ ἑνότητα ἐπιβίωσε ἀδιατάρακτα στὶς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων ὡς τὸ 19ο αἰῶνα καὶ τὴν ἔξαρση τῶν ἐθνι(κι)σμῶν. Ὅταν ἡ πατριαρχικὴ ἐγκύκλιος τοῦ 1848 ὀνομάζει τὸ «λαό» (δηλ. σύνολο τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ σῶμα) «φύλακα» τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκφράζει αὐτὴ τὴ συνεχιζόμενη πραγματικότητα τῆς Ρωμανίας, τὴν ὑπερφυλετικὴ ἑνότητα μὲ βάση τὴν πίστη. Αὐτὴ τὴν ἑνότητα διασποῦσε (καὶ διασπᾷ) ἡ αἵρεση (κάθε αἵρεση) ὡς νόθευση καί, γι᾿ αὐτό, ἀπόρριψη τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἀπόρριψη δὲ τῆς Ὀρθοδοξίας εἶχε ὡς συνέπεια τὴν ἀνάπτυξη ἀντεθνικοῦ ρόλου, ὅπως συνέβη λ.χ. μὲ τοὺς λεγόμενους «μονοφυσῖτες» στὰ ἀνατολικὰ καὶ νότια σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας ἢ μὲ τοὺς Βογομίλους στὴ Βαλκανικὴ (συνεννοήσεις μὲ Νορμανδούς) κ.λπ.

Πρέπει δὲ ἐδῶ νὰ λεχθεῖ, ὅτι τὰ σπέρματα τοῦ νεωτέρου ἐθνικισμοῦ ἀπαντοῦν στὶς ἀρχαῖες αἱρέσεις καὶ στὴν αἱρετίζουσα διανόηση μὲ τὴν ἀναίρεση ἐκ μέρους των τῆς ὀρθόδοξης καθολικότητας. Ἔτσι, χωρὶς κανένα δισταγμὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναφέρονταν -καὶ ἀναφέρονται- στοὺς ἁγίους τοῦ προφητικοῦ Ἰουδαϊσμοῦ (Ἡσαΐα, Μωυσῆ, Δαβίδ). Ὁ Ἕλληνας - Καππαδόκης Γρηγόριος Νύσσης θὰ προβάλλει λ. χ. τὸν Μωυσῆ ὡς πρότυπο θεουμένου. Οἱ ἅγιοι Ἐφραὶμ καὶ Ἰσαάκ, καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἦσαν Σύροι, ὅπως σήμερα ὡς σέμνωμα τῆς Ὀρθοδοξίας θεωροῦμε καὶ μεῖς, οἱ «ἐκ καταγωγῆς» Ἕλληνες, τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ ἢ τὸν ἅγιο Σάββα τὸν Σέρβο. Οἱ αἱρετικοί, ὅμως, (π.χ. οἱ Ἀρειανοί), προετοιμάζοντας τὴν ἐμφάνιση τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, θὰ στρέφονται «μονιστικά» στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους, ταυτιζόμενοι κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τοὺς σημερινοὺς ἐθνικιστὲς - ἀρχαιολάτρες, ποὺ ἀπορρίπτουν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὡς «ἑβραϊκό» (!) βιβλίο καὶ τοὺς Ἁγίους της (Προφῆτες) ὡς «ἑβραίους». Η Π.Δ., ὅμως, ἁγία Γραφὴ ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν, οἱ Προφῆτες ἅγιοι τῆς πίστεώς μας, ἰσόκυροι μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες μας, οἱ δὲ ἅγιοι Μακκαβαίοι παῖδες μαζὶ μὲ τὴν ἁγία μητέρα τους Σολομονὴ καὶ τὸ δάσκαλό τους Ἐλεάζαρο τιμῶνται ὡς ἅγιοι τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν 1η Αὐγούστου, διότι τὰ κριτήρια τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκριβῶς δὲν εἶναι ἐθνικιστικά, ἀλλὰ ὑπερεθνικά.

Ἡ αἵρεση πάντα θὰ ἀρνεῖται τὴν καθολικότητα καί, συνεπῶς, καὶ τὴν ὑπερεθνικότητα, κινούμενη σὲ πλαίσια σαφῶς φυλετικὰ καὶ ἐθνικιστικά. Αὐτὸ εἶναι εὐδιάκριτο στὴν πορεία τῆς «χριστιανικῆς» Εὐρώπης καὶ τοῦ δυτικοῦ κόσμου εὐρύτερα. Ἡ ἀλλοτρίωση στὴν πίστη, μετὰ τὴν ἐκφράγκευσή της, θὰ ἔχει στὸ χῶρο τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως σοβαρότατες συνέπειες. Ὁ ὅρος «ἔθνος» θὰ ἀποβεῖ στὴ Δύση φυλετικὴ κατηγορία (nation - gens). Τί ἄλλο ἐκφράζει ἡ «Ἁγία Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τοῦ γερμανικοῦ ἔθνους»; Ὁ Φραγκογερμανικὸς ρατσισμός, μάλιστα, θὰ ἔχει ὡς βάση τὸ σῶμα τῶν «εὐγενῶν», μὲ τὴν τάξη τῶν ὁποίων θὰ ταυτισθεῖ τελικὰ τὸ «ἔθνος» (αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει ὁ ὅρος «ἔθνος - nation» στὸ Λούθηρο). Ἀναστροφὴ τῆς πυραμίδας θὰ γίνει στὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση (1789) -στὴν ἀρχή της βέβαια- ὅπου κατὰ τὸν Ἀββᾶ Sieyes ὁ ὅρος «nation» ταυτίζεται μὲ τὴν «τρίτη τάξη», χωρὶς ὅμως ἀλλαγὴ νοοτροπίας.

4. Ἡ Ὀρθόδοξη καθολικότητα εἶναι ἡ μήτρα, στὴν ὁποία κυοφορεῖται ἡ ὑπερεθνικότητα. Ὁ μεγάλος ρωμηὸς πολιτικός του 19ου αἰῶνα, ὁ ληξουριώτης ριζοσπάστης Γεώργιος Τυπάλδος - Ἰακωβάτος (1813-1882), συνήθιζε νὰ λέγει: «Εἴμεθα πρῶτα Χριστιανοὶ (ὀρθόδοξοι) καὶ μετὰ Ἕλληνες», ἀποκρούοντας τὸ ἐθνικιστικὸ σύνθημα τῶν Βενετσιάνων κατακτητῶν καὶ τοῦ νησιοῦ του: «semo prima Veneziani e poi Christiani». Τὸ ὑπερεθνικό, ὅμως, στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ἀναιρεῖ τὸ ἐθνικό. Δὲν εἶναι «ἀνεθνική» ἡ ὀρθόδοξη πίστη. Δὲν καταργεῖ τὸ ἐθνικὸ στοιχεῖο, ἀλλὰ καὶ δὲν τὸ ἀφήνει νὰ λειτουργεῖ διασπαστικά. Ὅπου καὶ ὅταν εἶναι ἀκμαῖο τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα, ἐκεῖ βιώνεται ἡ οἰκουμενικότητα καὶ ρωμαίικη παναδελφότητα· ὅπου ὅμως ἐπικρατεῖ ἡ ἐνδοκοσμικὴ προοπτικὴ καὶ ἐσχατολογία, ἐκεῖ κατισχύει ἡ ἐθνικότητα ὡς φυλετισμός.

Ἡ διαχρονικότητα αὐτῆς τῆς ὀρθόδοξης συνείδησης ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ δυὸ κείμενα, ποὺ ἀπέχουν μεταξύ τους 16 αἰῶνες, τὴν Πρὸς Διόγνητο Ἐπιστολὴ (β´ αἰ.) καὶ τὶς Διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (ιη´ αἰ.). Στὸ πρῶτο κείμενο ὁρίζεται, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ «πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾿ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολίται, καὶ πάνθ᾿ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι- πᾶσα ξένη πατρὶς ἐστὶν αὐτῶν καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη». Δὲν παύουν, δηλαδή, νὰ εἶναι «πολῖτες» (καὶ πατριῶτες), ἀλλὰ δὲν δένονται μὲ τὴν προσωρινότητα τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἐκφράζει καὶ ὁ Πατροκοσμᾶς: «ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήινη καὶ ματαία, εἶναι ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Ἄρτης καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν Ἀποκούρου... Ἡμεῖς, Χριστιανοί μου, δὲν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔβαλεν τὸν νοῦν εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, διὰ νὰ στοχαζώμεθᾳ πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας». Ἔτσι σκέπτονται οἱ αὐθεντικὰ ὀρθόδοξοι, δηλ. οἱ Ἅγιοι. Ἡ σκέψη δὲ αὐτὴ δὲν εἶναι προφανῶς ἐθνικιστική, ἀλλὰ οὔτε καὶ διεθνιστική. Διότι, ὅπως ἐλέχθη, δὲν καταργεῖται ὁ ἐθνισμὸς καὶ ἡ ἐθνότητα, ἀλλὰ ἱεραρχεῖται στὸ «πραγματικό», ποὺ εἶναι τὸ αἰώνιο. Καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορήσει τὸν Πατροκοσμᾶ γιὰ «ἐθνικὴ μειοδοσία»!

Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία, μὲ τὴ λατρεία της κυρίως, διασῴζει, εἰς πεῖσμα τῆς πολιτικῆς καὶ διπλωματίας, τὴν ἑνότητα καὶ οἰκουμενικότητα τῆς Ρωμανίας / Βυζαντίου, μὲ ἑνωτικὸ σύνδεσμο τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ παραμένει ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα, «τὸ Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο» (Νίκ. Γιόργκα). Ἡ Ρωμαίικη αὐτοκρατορία συνεχίζεται μὲ ἕνα ἄλλο τρόπο ὑπάρξεως μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μαζὶ ἡ ὑπερεθνικότητα καὶ ὑπερφυλετικότητά της. Μόνο, ὅταν ἀποδυναμώνεται ἡ ἐσωτερικὴ σχέση μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, τότε ἀνατρέπονται αὐτὲς οἱ ἰσορροπίες.

5. Ἔχει, ὅμως, ἰδιαίτερη σημασία τὸ γεγονός, ὅτι ὁ «φυλετισμός» (ρατσιστικὸς ἐθνικισμός) καταδικάσθηκε συνοδικὰ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1872, μὲ ἀφορμὴ τὶς πρῶτες ἐκρηκτικὲς ἐκφάνσεις τοῦ ἐθνικισμοῦ στὴ Βαλκανική, τὸ πραξικοπηματικὸ Ἑλλαδικὸ αὐτοκέφαλο (1833) καὶ τὴ Βουλγαρικὴ Ἐξαρχία (1870). Πρέπει δὲ νὰ λεχθεῖ στὴ συνάφεια αὐτή, ὅτι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, κινούμενοι στὸ σύνδρομο τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ, καταλύσαμε πρῶτοι τὴν ὑπερεθνικὴ παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης, οἱ πολιτικὲς δὲ Ἡγεσίες τῶν ὀρθοδόξων ἐθνῶν τῆς Βαλκανικῆς ἀκολουθοῦν μὲ σχολαστικὴ ἀκρίβεια ὅλες τὶς πολιτειοκρατικὲς αὐθαιρεσίες τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, χρησιμοποιώντας τες μόνιμα ὡς προηγούμενο. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρὰ ὑπόψη, ὅταν διαμαρτυρόμενα γιὰ συμπεριφορές, ὅπως αὐτὴ τοῦ Μπερίσα, ἔναντι τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς Ἀλβανίας...

Ἡ Σύνοδος τοῦ 1872 ἀντιμετώπισε τὸν ἐθνοφυλετισμὸ (ἐθνικισμό) ὡς αἵρεση. Βέβαια, ἀναφέρεται στὸ «βουλγαρικὸν ζήτημα», διότι τὸ «ἑλλαδικόν» εἶχε «λυθεῖ» τὸ 1850. Ὁ φυλετισμὸς χαρακτηρίζεται ἀσυμβίβαστος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ὡς προβολὴ τῆς φυλῆς καὶ τοῦ ἔθνους εἰς βάρος τῆς πίστεως, μὲ συνέπεια τὴ διάσπαση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κείμενο εἶναι σαφές: καταδικάζει τὶς φυλετικὲς διακρίσεις καὶ ἐθνικὲς ἔριδες καὶ τὶς διχοστασίες, ποὺ ἀναιροῦν τὴν «ἑνότητα τῆς πίστεως». Ὁ φυλετισμὸς (ἐθνικισμός) καταδικάζεται ὡς «καινὴ δόξα», «ξένος» πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ «νεωτερικὴ λύμη». Ἡ Ἐκκλησία -ὑποστηρίζεται- δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ποτὲ «ἐθνική», δηλαδὴ «φυλετική». Καὶ αὐτό, πράγματι, ἦταν τὸ καίριο πρόβλημα γιὰ τὴ βαλκανικὴ πραγματικότητα τὸ 19ο αἰῶνα, ὅταν, μὲ τὴν ἐπίδραση τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης καὶ τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνικισμῶν, ἡ ἀναφορὰ δὲν ἦταν πιὰ στὴν «ἐν Ἑλλάδι», στὴν «ἐν Βουλγαρίᾳ» ἢ στὴν «ἐν Σερβίᾳ» Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ στὴν «ἑλληνική» (ὄχι: ἑλλαδική), στὴ βουλγαρικὴ καὶ στὴ σερβικὴ Ὀρθοδοξία. Ἡ Ὀρθοδοξία, ἔτσι, ἀπὸ παράγων ἑνότητας καὶ συνοχῆς, γίνεται δύναμη διασπάσεως, διότι φιλτράρεται μὲ τὶς ἐθνικιστικὲς ἰδέες, ποὺ ὑποτάσσουν τὴν καθολικότητα τῆς πίστεως στὴν ἐθνικιστικὴ - φυλετικὴ ἰδέα. Τὸ λεγόμενο «μακεδονικό» ἤ, καλύτερα, «σκοπιανό» καὶ τὸ «βορειοηπειρωτικό» συναρτῶνται μὲ τὸν ἐθνικισμὸ τῆς Βαλκανικῆς, ποὺ περιθωριοποιεῖ τὴν πίστη ἢ τὴν ὑποτάσσει στὶς ἐθνικιστικὲς σκοπιμότητες. Εἶναι ἐπίκαιρος ἐδῶ καὶ πάλι ὁ λόγος τοῦ Γ. Ἰακωβάτου: «Οἱ Ἀλβανοὶ τῆς Ἠπείρου (ὅταν εἶναι) ὀρθόδοξοι, εἶναι Ἕλληνες· ἅμα εἰσεχώρησεν ὁ ὄφις τοῦ παπισμοῦ εἰς τὴν Ἀλβανίαν, καὶ τὸ ἥμισυ αὐτῆς ἐγένετο παπικόν, δὲν εἶναι Ἕλληνες»! Καὶ σ᾿ ἄλλο σημεῖο: «Ἄνευ θρησκείας (ἐννοεῖ: ὀρθοδοξίας), Φράγκοι, Ἀλβανοί, Βλάχοι. Μετὰ θρησκείας ὁμογενεῖς» (δηλ. τοῦ ἰδίου γένους, ὀρθόδοξοι καὶ Ἕλληνες). Ἔχει μεγάλη σημασία, ὅτι τὴν συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ 1872 ὑπέγραψαν καὶ πρώην Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες, ἀλλὰ καὶ οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιος καὶ Ἀντιοχείας Ἱερόθεος καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος. Ὁπότε τὸ κείμενο ἔλαβε πανορθόδοξη σημασία.

6. Ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις αὐτὲς προσδιορίζεται ἡ δυναμική, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναπτύξει ἡ Ὀρθοδοξία στὴ σημερινὴ κρίση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ καὶ βαλκανικοῦ χώρου. Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅμως, προϋποθέτει ὀρθοδόξους, πατερικὸ δηλαδὴ φρόνημα καὶ καθολικότητα σκέψης. Ἡ ὀρθοδοξολογία εἶναι εὔκολη, ἀκόμη καὶ γιὰ πολιτικούς, ποὺ τὴν ἀγνοοῦν ἢ τὴν ἀπορρίπτουν μὲ τὴν πολιτικὴ ἢ καὶ τὴ βιωτή τους. Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅμως, μόνο μέσα στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία μπορεῖ νὰ λειτουργήσει καὶ νὰ ἀποβεῖ εὐεργετικὴ στὰ ὀρθόδοξα ἔθνη. Ἡ ὑπογραφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ὁποιαδήποτε πολιτικὴ τὴν ἀποδυναμώνει, πολὺ δὲ περισσότερο ἡ ταύτισή της μὲ ὁποιαδήποτε πολιτικὴ ἢ ἰδεολογία. Διότι ἡ Ὀρθοδοξία ἰδεολογικοποιούμενη ἀποορθοδοξοποιεῖται. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι Χριστοκεντρικὸ φρόνημα καὶ συνείδηση, ποὺ ἐνσαρκώνεται σὲ τρόπο ζωῆς, καὶ μόνο μέσα στὰ ὅρια αὐτὰ τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας μπορεῖ νὰ παραμείνει δύναμη ἑνοποιητικὴ καὶ νὰ ἀναπτύξει τὴν ἑνωτικὴ δυναμική της.

Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν παράδοση ἐνσαρκώνει -καὶ σήμερα- ὁ τόσο σκανδαλιστικός, γιὰ ὅσους ἔχασαν τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, λόγος τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Μπάτσκας καὶ Νοβισὰντ καὶ Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Εἰρηναίου (Μπούλοβιτς): «Ἐγὼ Σέρβος γεννήθηκα καὶ Ἕλληνας θὰ πεθάνω». Οἱ ὀλιγότερο εὐρωπαϊκὰ ἐξελιγμένοι ἢ προσανατολισμένοι ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας στὰ Βαλκάνια καὶ οἱ Ρωμαιορθόδοξοι (ρούμ-ὀρτοντόξ) τῆς Ἐγγὺς καὶ Μέσης Ἀνατολῆς συνεχίζουν νὰ ζοῦν συνειδησιακὰ στὴν πανενότητα τοῦ ρωμαίικου - ὀρθοδόξου Γένους. Ἔτσι, ἐνῷ οἱ πολιτικὲς ἐπιλογὲς τῶν ἡγεσιῶν τους ἐνίοτε λειτουργοῦν διασπαστικά, ἡ ῥωμαίικη - ὀρθόδοξη συνείδηση δημιουργεῖ ἑνότητα ὑπερεθνική, μὲ τὴ συνεχῆ ἀδελφοποίηση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων μέσα στὸ Κυριακὸ Σῶμα, τὴν Ἐκκλησία.

Μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ διὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ζοῦν ἡ Ρωμανία καὶ ἡ ἑνότητά της. Γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ μὲ τὴ συμμετοχὴ στὴν Εὐχαριστιακὴ σύναξη καὶ σύνολη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας πραγματώνεται ἡ ὑπερεθνικὴ ἑνότητά μας στὰ ὅρια τῆς «κατὰ Θεὸν πατρίδος». Ὁ λόγος τοῦ Σεβασμ. Εἰρηναίου δηλώνει, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, τὴν ἁρμονικὴ καὶ ἰσόρροπη σύνδεση ἐθνικότητας καὶ ὑπερεθνικότητας (ἢ ὑπερεθνότητας), μέσα στὴν ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ καὶ σχέση καὶ ὄχι ἁπλὰ στὶς «ὀρθοδοξολογίες» καὶ τὶς προτάσεις γιὰ «ὀρθόδοξα τόξα» τῶν ὀρθοδοξολογούντων καί, ἴσως, ἀγνοούντων παντάπασι τὴν Ὀρθοδοξία ὡς ζωὴ «ἐν Χριστῷ» καὶ ἐν «Ἁγίῳ Πνεύματι». Χωρὶς πατερικὸ φρόνημα καὶ ἐμπειρία, κάθε λόγος γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἁπλὴ πολιτικὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν πείθει τοὺς Ὀρθοδόξους.

Μέσα στὴν ἁγιοπνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Σέρβος, πράγματι, εἶναι Ἕλληνας καὶ ὁ Ἕλληνας Σέρβος, ἀλλὰ καὶ Ἀφρικανὸς καὶ Ἀσιάτης καὶ Ἀμερικανὸς καὶ Εὐρωπαῖος. Στὴν τραγῳδία τῆς τέως Γιουγκοσλαβίας ὁ Ἕλληνας Ὀρθόδοξος δὲν συμπάσχει μὲ τοὺς Σέρβους, διότι παραδοσιακὰ καὶ αὐτοὶ εἶναι ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ διότι (καὶ ὅταν...) εἶναι «ἐν δικαίῳ», ἀγωνιζόμενοι γιὰ τὴν ἱστορικὴ ὕπαρξη καὶ συνέχειά τους. Τὸ ἴδιο, δὲν συμπαριστάμεθα μόνο στοὺς Βορειοηπειρῶτες, ἐπειδὴ εἶναι Ἕλληνες, ἀλλὰ σ᾿ ὅλους τους Ἀλβανοὺς Ὀρθοδόξους, διότι ἀδικοῦνται. Ἡ ὀρθόδοξη συνείδηση εἶναι, ἐξ ἄλλου, ὑπὲρ τῶν μουσουλμάνων, ὅταν καὶ αὐτοὶ ἀδικοῦνται καὶ καταπιέζονται. Ἂν δὲν ἐνεργεῖ ἔτσι ἡ ὀρθόδοξη συνείδηση, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὀρθόδοξη. Γι᾿ αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν ποτὲ συμπαγῆ καὶ μονοδιάστατα «ὀρθόδοξα τόξα», ὅπως τὰ θέλουν οἱ πολιτικοί, ἐνεργοῦντες κατὰ κανόνα μὲ κοσμικὸ πνεῦμα καὶ προϋποθέσεις. Σὲ τελευταῖα ἀνάλυση, πρέπει νὰ γίνει κατανοητό, ὅτι δὲν ὑπάρχουν σήμερα «ὀρθόδοξοι λαοί» ἢ «ὀρθόδοξες κυβερνήσεις», ποὺ μποροῦν νὰ ἐνεργοῦν καθολικὰ «ὀρθοδόξως», ἀλλὰ μόνο ὀρθόδοξα πρόσωπα στοὺς λαοὺς καὶ ἴσως καὶ σὲ κυβερνήσεις, καὶ μόνο αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐνεργήσουν ὀρθόδοξα. Ὅπως, ὅμως, ἡ χωρὶς ὀρθόδοξους προϋποθέσεις ὀρθοδοξολογία ἀποβαίνει ἐπιβλαβὴς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, τὸ ἴδιο καὶ ἡ θρησκειοποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας, συμπορευόμενη σὲ μᾶς τοὺς νέο-ἕλληνες μὲ τὴν ἀρχαιοπληξία καὶ ἑλληνομανία, βοηθεῖ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἐθνικισμοῦ - ρατσισμοῦ, ὁδηγώντας στὴν ἀπορθοδοξοποίηση τοῦ λαοῦ μας.

Ὅπως, ὅμως, ἀποδεικνύουν τὰ πράγματα, δὲν ἐργάζονται μόνο οἱ ἀρχαιόπληκτοι ἐθνικιστὲς ἐναντίον τοῦ ἀληθινοῦ πατριωτισμοῦ - ἐθνισμοῦ, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἀθεράπευτα εὐρωπαϊστές. Ἐνῷ ὅλο τὸ 19ο καὶ 20ο αἰῶνα ἡ Εὐρώπη καλλιεργοῦσε τὴν ἐθνι(κιστι)κὴ ὑστερία στὰ Βαλκάνια, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἔχει εὔχρηστα προτεκτοράτα, σήμερα, μέσα στὴν προοπτική της Ἑνωμένης Εὐρώπης, χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανα κάποιους κονδυλοφόρους τοῦ δημοσιογραφικοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐπιστημονικοῦ χώρου, ἐπιδιώκει νὰ ἀμβλύνει, ὥσπου νὰ τὸ νεκρώσει, τὸ ἐθνικο-πατριωτικὸ φρόνημα, ἐνῷ κύκλοι της ἐμμένουν πεισματικὰ στὸν ἐθνικισμὸ - ρατσισμό τους. Εἶναι ἀνάγκη, συνεπῶς, νὰ συνειδητοποιήσουν καὶ οἱ Ἕλληνες «ἐθνικιστές», ὅτι μὲ τὴν τακτική τους συμπλέουν, τελικά, μὲ τὸν εὐρωπαϊκὸ ἐθνικισμὸ - ρατσισμό, δολοφονώντας τὸν αὐθεντικὸ πατριωτισμό, ποὺ θεμελιώνεται μόνο στὴν ἄδολη φιλανθρωπία τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων μας. Παράλληλα, ὅμως, βλάπτουν καὶ τὴν ὑπερεθνικὴ ρωμαίικη ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὴν ὑποτίμηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἢ τὴν «ἐθνικοποίησή» της, δηλαδὴ τὴ διαστρέβλωση τῆς κατ᾿ ἐξοχὴν ἑνοποιητικῆς μας δύναμης στοὺς δύσκολους καιρούς μας. Τελικὰ ὁ μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια «ἐθνικισμός» δὲν ἀποβαίνει ἀρνητικὴ δύναμη μόνο γιὰ τὴν πίστη καὶ παράδοσή μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ Ἔθνος, τὸ ὁποῖο διατείνεται ὅτι θέλει νὰ προφυλάξει.