Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου!

Προβατόσχημοι αἱρετικοί λυμαίνονται τήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα

Τελευταῖα ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δι’ Εγκυκλίου Σημειώματος Αὐτῆς ἐνημέρωσε τίς Ἱερές Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν δράση τῆς αἱρετικῆς κίνησης τῆς λεγομένης «Ἑλληνικῆς Ἱεραποστολικῆς Ἕνωσης», πού ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν αἱρετική ὁμάδα τῶν Γεδεωνιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτοντ αι τίς οἰκίες τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀνά τήν Ἑλλάδα διανέμοντες δωρέαν τήν Καινή Διαθήκη σέ μετάφραση. Καθίσταται σήμερα καί πάλι ἐπίκαιρο τό ὑπόμνημα τό ὁποῖο ἀποστείλαμε πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, ὑπό τόν τίτλο «Ἡ αἱρετική κίνησις τῶν Γεδεωνιτῶν καί ἡ διανομή ἀντιτύπων τῆς Καινῆς Διαθήκης», στό πλαίσιο τῆς εὐθύνης καί τῆς ἀγωνίας τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ὡς Κατηχητικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας. Θεωροῦμε ὅτι ἡ δημοσίευση, γιά πρώτη φορά, τοῦ ὑπομνήματος αὐτοῦ θά διαφωτίσει καί θά προφυλάξει τό ἐκκλησιαστικό Σῶμα, τό ὁποῖο ὡς ποιμένες ἔχουμε ταχθεῖ νά καθοδηγοῦμε εἰς νομάς σωτηρίους μέ ἀσφαλῆ ὁδηγό τήν ὀρθόδοξη πίστη. Τό τραγικώτερο δέ εἶναι ὅτι στόν πρόλογο τῆς ἐκδόσεως τῆς Βίβλου πού μοιράζουν οἱ κάθε λογῆς αἱρετικοί ἀναφέρονται τά Πατριαρχικά καί Συνοδικά Γράμματα τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων. Ἐκχωρεῖται τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας; Πωλεῖται τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας; Γι’ αὐτό τά ἀναφερόμενα στό ὑπόμνημα περί Γεδεωνιτῶν ἰσχύουν καί γιά τήν «Ἑλληνική Ἱεραποστολική Ἕνωση» ἀφοῦ πρόκειται περί συγκοινωνούντων αἱρετικῶν δοχείων.

 

Ἀθῆναι, 12 Ἀπριλίου 2006

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Πρός τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Θέμα: « αἱρετική κίνησις τῶν Γεδεωνιτῶν καί διανομή ἀντιτύπων τῆς Καινῆς Διαθήκης»

Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,

Εἰς τήν σύγχρονον μετανεωτερικήν ἐποχήν μας, ἡ ὁποία κυριολεκτικῶς “βομβαρδίζεται” ἀπό μηνύματα τεχνολογικά, βιολογικά, ἰδεολογικά, παρουσιάστηκε ἐσχάτως εἰς τήν ἑλληνικήν ἐπικράτειαν – ὡς μή ὤφελε – ἡ αἱρετική κίνησις τῶν Γεδεωνιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐν συνεργασίᾳ μετά τῆς Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρίας διανέμουν ἀντίτυπα τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἰς τήν ὁποίαν αὐτοδιαφημίζονται – διά τῆς ταυτότητός τους καί τοῦ τηλεφωνικοῦ τους ἀριθμοῦ – ἀποβλέποντες εἰς τόν προσηλυτισμόν τῶν χριστιανῶν καί – ὡς εἶναι φυσικόν – εἰς τήν ἀποκοπήν τους ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή δέ τά ἀντίτυπα τοῦτα ἔφθασαν μέχρι τό κατώφλι τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, οἱ ὁποῖοι οὐχί μόνον ἀνενδοιάστως ἀλλά καί εὐθαρσῶς τά “ προσφέρουν ”, ἡμεῖς δέ γινόμεθα καθημερινῶς δέκτες παραπόνων ἐκ τῆς τοιαύτης κινήσεως ὑπό τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν τῆς Βορείου κυρίως Ἑλλάδος, κρίναμεν σκόπιμον ὅπως διά τοῦ Ὑπομνήματος τούτου ἐνημερώσωμεν Ὑμᾶς, Μακαριωτάτε, καί τήν ὑφ ’ Ὑμῶν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον, ὥστε νά ἀντιμετωπισθῇ ἡ ἐπικίνδυνος αὕτη ἀντιεκκλησιαστική εἰσβολή τῆς αἱρέσεως τῶν Γεδεωνιτῶν.

1. Ἡ προτεσταντική ὁμάς τῶν Γεδεωνιτῶν. Ἀρχικῶς οἱ Γεδεωνῖται ἐνεφανίσθηκαν ὡς ὀργάνωσις εἰς τάς Ἡνωμένας Πολιτείας τῆς Ἀμερικῆς, μέ σκοπόν τήν διάδοσιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς (1). Αὕτη εἰσήχθη καί εἰς τήν χώρα μας καί ἤρχισεν νά ὀργανώνεται τό ἔτος 1952 ὑπό τοῦ Φ. Ποταμιάνου, ἀποτελοῦσα μέρος διεθνοῦς “ὑπερδογματικῆς” ὀργάνωσης καί ἐλεγχομένη ὑπό τῶν Εὐαγγελιστῶν. Φέρει δέ καί τόν τίτλον «Φίλοι τοῦ Ἱεροῦ Βιβλίου». Κατά τήν δήλωσιν τοῦ L. Aspegren, ἑνός ἐκ τῶν προέδρων τῶν Γεδεωνιτῶν, «χορηγοῦνται [στήν Ἑλλάδα] κάθε χρόνο πέντε χιλιάδες (5.000) ἀντίτυπα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἕως σήμερα ἔχουν διανεμηθεῖ συνολικά ὀκτακόσιες δέκα χιλιάδες (810.000)»(2).

Μετά τῆς προτεσταντικῆς ταύτης ὁμάδος συνεδέθη ἡ παρουσία τοῦ Μιλτιάδου Ἀγγελάτου (1922-2002), ὁ ὁποῖος ἐπέδειξεν «πρωτοπόρα δραστηριότητα», διατελέσας πρωτεργάτης καί Α΄ γραμματεύς –ἀπό τόν Μάρτιον τοῦ 1953– τῆς ὀργανώσεως τῶν «Γεδεωνιτῶν, τῶν Φίλων τοῦ Ἱεροῦ Βιβλίου». Ὡς ἀναγράφεται εἰς τό περιοδικόν «Ἀστήρ τῆς Ἀνατολῆς», μηνιαία ἔκδοσις τῆς Ἑλληνικῆς Εὐαγγελικῆς «Ἐκκλησίας», ἡ ἐν λόγῳ ὀργάνωσις ἔχει «σκοπό νά φέρει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ στά ξενοδοχεῖα, στίς φυλακές καί γενικά στά σταυροδρόμια τῆς ζωῆς»(3).

Οἱ Γεδεωνῖται διατηροῦν εἰς τήν Ἀθήνα εὐκτήριον οἶκον, ὅστις λειτουργεῖ χωρίς ἄδεια τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων – ὅπως καί οἱ ὁμάδες «Ἐκκλησία τῆς Σαηντεολογίας», «Ἀποκαταλλαγή τῶν Πάντων», «Βιβλική Ἑταιρεία Λόγος Ζωντανός» κ.ἄ. – εὑρισκόμενον εἰς τήν ὁδόν Εὐριπίδου 14 (ἐκεῖ συστεγάζονται καί οἱ δραστηριότητες τῆς «Ἑλληνικῆς Ἱεραποστολικῆς Ἕνωσης). Δραστηριοποιοῦνται καί εἰς τήν Θεσσαλονίκη, ἀπ’ ὅπου ἐκδίδεται τό μηνιαῖον περιοδικόν ὑπό τόν τίτλον «Οἱ Θεσσαλονικεῖς τῆς Ἐλεύθερης Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας Θεσσαλονίκης», εἰς τό ὁποῖον παρουσιάζεται τό ἔργο τους.

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ σύγχρονος δραστηριότης τῶν Γεδεωνιτῶν ἐντάσσεται εἰς τό πλαίσιον τῆς γενικοτέρας δραστηριότητος τῶν Προτεσταντῶν, θυμίζοντας εἰς ὅλους μας τήν δρᾶσιν τῶν Διαμαρτυρομένων Μισσιοναρίων εἰς τόν ἑλληνικόν χῶρον κατά τάς ἀρχάς τοῦ ιθ΄ αἰῶνος. Ταυτοχρόνως, εἶναι γνωστόν ὅτι ὄπισθεν τῶν προτεσταντικῶν ἱεραποστολικῶν ἑταιρειῶν κρύπτονται ἀνέκαθεν αὐτές αὕται αἱ Ὁμολογίαι τους εἴτε εἰς τήν Ἀμερικήν εἴτε εἰς τήν Ἀγγλίαν, ἀποβλέπουσαι διά τῆς ἐπιμόνου ὅσον καί ἀνιέρου προπαγάνδας τους εἰς τό νά ἀποσπάσουν τήν ἐμπιστοσύνην ἀρχικῶς καί νά προσελκύσουν εἰς τάς πλάνας τους ἐν συνεχείᾳ ἀκατατόπιστους Ὀρθοδόξους.

2. Ἡ συνεργασία τους μετά τῆς Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρίας. Ἡ ἀνάθεσις ὑπό τῶν Γεδεωνιτῶν τῆς ἐκδόσεως πολλῶν χιλιάδων ἀντιτύπων τῆς Καινῆς Διαθήκης – κειμένου καί νεοελληνικῆς μεταφράσεως – εἰς τήν Ἑλληνικήν Βιβλικήν Ἑταιρίαν (Ε.Β.Ε.), ἀποτελεῖ ἀφορμήν ἐνθυμήσεως τῶν ἐπιδιώξεων τῆς ἐν λόγῳ Ἑταιρείας εἰς τήν Ἑλλάδα κατά τούς παρελθόντας αἰῶνας. Εἰδικότερον, κατά τό ἔτος 1804 ἱδρύθη ὡς ἱεραποστολική ἑταιρεία ἡ περίφημη Βρετανική Βιβλική Ἑταιρεία (British and Foreign Bible Society), ἡ ὁποία ἐπεκτείνουσα τάς δραστηριοτήτά της εἰς τήν Ἑλλάδα ἱδρύθη διά πρώτην φοράν εἰς τήν Κέρκυραν τό 1819 ἡ Ἰόνιος Βιβλική Ἑταιρεία (4). Ἐν συνεχείᾳ δέ τό ἔργον τῆς Βιβλικῆς Ἑταιρείας ἐπεκτάθη εἰς ὁλόκληρον τόν ἐν Ἑλλάδι χῶρον. Ἀπό δέ τοῦ ἔτους 1992 προσετέθη εἰς τήν ἐπωνυμίαν της ἡ λέξις “Ἑλληνική”, ἀποκαλουμένη οὕτως αὕτη «Ἑλληνική Βιβλική Ἑταιρία».

Κύριος σκοπός – πέραν τῶν ἄλλων φανερῶν ἤ ἐγκρυπτομένων τῆς ἀρχικῆς Β.Ε. – τῆς νεωτέρας Ε.Β.Ε. ἀποτελεῖ ἡ διάδοσις μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τήν νεοελληνικήν, ἤτοι τήν δημοτικήν γλῶσσαν. Πρός τόν σκοπόν οὗτον ἐχρησιμοποίησεν τόσον παλαιοτέρας μεταφράσεις, ὅσον καί νέας μεταφράσεις, τάς ὁποίας ἀνέλαβεν ἡ ἰδία νά ἐκπονήσῃ. Ἡ νεωτέρα δέ νεοελληνική μετάφρασις τῆς Καινῆς Διαθήκης, τήν ὁποία ἕως σήμερον ἐκδίδει, εἶναι ἡ γινομένη κατά τό ἔτος 1985 καί ἀναθεωρηθεῖσα κατά τό 1989 ὑπό τῶν τεσσάρων πανεπιστημιακῶν Καθηγητῶν, ἀνατυπουμένη εἰς γ΄ ἔκδοσιν.

Τόσον ὁ ἀνωτέρω ἀποκλειστικός σκοπός τῆς Ε.Β.Ε. ὅσον καί ἡ κατά χιλιάδας παραγωγή ἀντιτύπων ὑπό τῶν Γεδεωνιτῶν ἐκφράζουν τήν σταθερήν περί τῆς sola scriptura δογματικήν πεποίθησιν τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Εἰδικῶς δέ ἡ τακτική τῶν Γεδεωνιτῶν ἐκφράζει τόν σύνδεσμον καί τήν στενήν σχέσιν μεταξύ τῆς Βίβλου γενικότερον καί τῆς προσηλυτιστικῆς τους προπαγάνδας, καθώς οὕτοι ἑρμηνεύουν τήν Γραφήν ὅλως διάφορον πρός τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν καί παράδοσιν.

3. Ἡ Ἁγία Γραφή βιβλίον τῆς Ἐκκλησίας καί οὐχί τῶν αἱρετικῶν ὁμάδων. Θά πρέπῃ κανείς νά εἶναι πλήρως ἀμαθής γιά νά παραγνωρίζῃ τό θεμελιῶδες γεγονός ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτελεῖ βιβλίον τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι βιβλίον τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τό ὁποῖον διεφύλαξεν ἀνόθευτον καί ἀπαραχάρακτον ἕως σήμερον ἡ ἱστορική αὐτῆς συνέχεια, ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολική Ἐκκλησία. Εἰδικότερον, ἡ συγκρότησις τοῦ Κανόνος τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑπό τῆς Ἀποστολικῆς καί τῆς μεταποστολικῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας δέν ἐπεβλήθη ἔξωθεν ὡς ἱστορική ἀναγκαιότης, ἀλλά συνιστᾶ μιά φυσιολογική ἐξέλιξις, ὑπαγορευθεῖσα ὑπό τῆς φύσεως καί τοῦ χαρακτῆρος τῆς αὐτῆς αὕτης τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό μελῶν τῆς ὁποίας, ἐντός τῆς ὁποίας καί χάριν τῆς ὁποίας τά ἱερά ταῦτα βιβλία ἐγράφησαν (5).

Εἰς τό σημεῖον τοῦτο ἀξίζει νά φέρωμεν εἰς τήν μνήμην μας τά ὑπό τοῦ ἀειμνήστου Ἀκαδημαϊκοῦ καί Καθηγητοῦ Μ. Σιώτου γραφέντα: «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ λαληθείς ὑπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἐπί γῆς ζωήν Του, δέν ἐχάθη, ἀλλά παραμένει εἰς τόν αἰῶνα ἕνεκα ἀκριβῶς τῆς φύσεως αὐτοῦ. Ὁ λόγος οὗτος ἀπετυπώθη εἰς τήν συνείδησιν τῶν πρώτων μελῶν τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας διά τῆς ἐν αὐτῇ ἐπιστασίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἰωάν. 14,26 καί 16,13), ἀπετέλεσε δέ τόν θεμέλιον τῆς περί τοῦ Θεοῦ ζώσης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἱστορικῆς παραδόσεως. Μερικῶς κατεγράφη ὁ λόγος οὗτος εἰς τά γνωστά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης (πρβλ. Ἰωάν. 21,25), διά τῶν ὁποίων αὕτη ἀπέβη τό ἐξοχώτατον μνημεῖον τῆς παγκοσμίου ἱστορίας, τό πολυτιμότερον κειμήλιον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀσάλευτος παρακαταθήκη τῶν χριστιανῶν καί ὁ ὑπέρ πάντα ἄλλον ἀνεκτίμητος θησαυρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους» (6).

Ἔκτοτε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία ἀνέλαβε τή λειτουργία «ἱερουργεῖν τό εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 15,16) καί εἰδικότερον ἀνέθεσεν εἰς τούς πεπληρωμένους τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δωρεᾶς πρεσβυτέρους αὐτῆς «ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας» (7) του ἐν τῇ θείᾳ λατρείᾳ καί ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τοῦτο τό Εὐαγγέλιον ἀποτελεῖ «τήν καρδιά τῆς Ὀρθοδοξίας», κατά τήν ἔκφρασιν τοῦ καθηγητοῦ Ἰ. Καραβιδόπουλου (8), τό ὁποῖον ἡ λειτουργική μας παράδοσις οὐχί μόνον φυλάσσει ἐπάνω εἰς τήν Ἁγίαν Τράπεζα τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί λιτανεύεται τοῦτο, καί προσκυνεῖται ὑπό τοῦ ἱερέως καί τῶν πιστῶν, καί τέλος ἀπόκειται ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης.

Ὑπ' αὐτό τό πρῖσμα ἡ ἔκδοσις, ἡ διακίνησις καί ἡ πώλησις ἤ “προσφορά” τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἐκκλησίας ὑπό αἱρετικῶν ὁμάδων ἤ προτεσταντικῶν Ἑταιρειῶν ἀποτελεῖ σφετερισμόν ἀλλοτρίου ἀγαθοῦ, οἰκειοποίησιν ἀγαθοῦ τό ὁποῖον δέν τούς ἀνήκει, ὑπεξαιρώντας το αὐθαιρέτως ἀπό τήν δισχιλιετῆ καί πλέον ζῶσα ἁγιοπνευματική ζωή καί παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἰς αὐτούς δέ πού ἀρνοῦνται νά συμμετάσχουν εἰς τήν προφητικήν, ἀποστολικήν καί πατερικήν ἀδιάσπαστον ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐμφανίζονται δῆθεν ὡς “ἔχοντες” καί “κατέχοντες” καί “διαδίδοντες” καί “προσφέροντες” τόν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου, εἰς αὐτούς – οἱ ὁποῖοι δέν κατανοοῦν τόν φερόμενον θησαυρόν ὡς ἀλλότριοι τοῦ ἐνδημοῦντος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Πνεύματος Ἁγίου – ἰσχύει ἡ λεγομένη ὑπό τοῦ Κυρίου ρῆσις:

«Ποῦ ᾖς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τήν γῆν; ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν.
τίς ἔθετο τά μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας;
ἐν ποίᾳ δέ γῇ αὐλίζεται τό φῶς; σκότους δέ ποῖος ὁ τόπος;
εἰ ἀγάγοις με εἰς ὅρια αὐτῶν; εἰ δέ καί ἐπίστασαι τρίβους αὐτῶν; »

Κατ' ἀνάλογον τρόπον, ὅπως τότε ὡς ἄνθρωπος ὁ Ἰώβ συναισθάνεται τήν σμικρότητά του ἔναντι τοῦ ἀνυπερβλήτου μεγαλείου τοῦ Θεοῦ (Ἰώβ 38,3-4.19-20), οἱ ἐπίδοξοι σήμερον «Φίλοι τοῦ Ἱεροῦ Βιβλίου» ὀφείλουν – ἐάν διαθέτουν σύνεσιν καί σῷας φρένας – νά ὁμολογήσουν τήν παντελῆ ἄγνοιά τους διά τό πόθεν προῆλθεν τοῦτο τό Βιβλίον, ἐντός ποίου περιβάλλοντος ἐδημιουργήθη, ὑπό ποίας θείας ἐπινεύσεως καί τίνων συνεγράφη, ἐντός ποίου περιβάλλοντος διετηρήθη ἕως σήμερον ἀλώβητον καί ἀναλλοίωτον κ.λπ. ἀναπάντητα δι' αὐτούς ἐρωτήματα.

4. Ὁ ἀντιεκκλησιαστικός χαρακτήρ τῆς δράσεως τῶν αἱρετικῶν Γεδεωνιτῶν. Ἀποτελεῖ ἡλίου φαεινότερον ὅτι ἡ κατά χιλιάδας παραγωγή ἀντιτύπων τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑπό τῶν Γεδεωνιτῶν, φερόντων εἰς τήν ἀρχήν ταύτης τήν ἐπωνυμίαν τους καί τόν τηλεφωνικόν τους ἀριθμό, ἀποβλέπει εἰς ἕνα καί μόνον σκοπόν, ἤτοι ὅπως διά τῆς τοιαύτης “προσφορᾶς” ἤ ἄλλως ἱεραποστολικῆς–προσηλυτιστικῆς τους προπαγάνδας διαβρώσουν σταδιακῶς τήν ὀρθόδοξον συνείδησιν μερίδας τινάς τοῦ Λαοῦ, ἔτι δέ καί τῆς Πολιτείας ἤ τοῦ Κλήρου, καί αὐξήσουν τόν ἀριθμόν τῶν μελῶν τους.

Θά ἠδύνατο τις νά ὑποστηρίξῃ ὅτι αἱ αἱρετικαί αὗται ὁμάδες, στά πλαίσια ἀκριβῶς τῆς ἱεραποστολικῆς–προσηλυτιστικῆς τους προπαγάνδας, θά ἐκινοῦντο εἰς μή χριστιανικούς λαούς, πράγμα ἴσως θεμιτό· ἀλλά τό νά κατευθύνωνται αὕται καί νά δραστηριοποιοῦνται ἐντός ἑνός χριστιανικοῦ λαοῦ, καί δή ὀρθοδόξου μέ ζῶσαν παράδοσιν αἰώνων, ἀποτελεῖ πράγμα ἀθέμιτον καί ἐγκληματικόν. Πρός αὐτούς ἔχει ἐφαρμογήν ὁ λόγος οὗτος τοῦ Κυρίου: «Οὐαί ὑμῖν, γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τήν θάλασσαν καί τήν ξηράν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καί ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτόν γεέννης διπλότερον ὑμῶν» (Ματθ. 23,15).

Ὁ σκανδαλισμός τῶν πιστῶν, ἔτι δέ καί ἡ διάβρωσις τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, ἅτινα προξενοῦνται ὑπ’ αὐτῶν εἶναι κατάδηλον. Τοῦτο καί Ὑμεῖς, Μακαριώτατε, προσφυῶς ἔχετε ἐπισημάνει: «Αὐτήν τήν διάβρωσιν τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, τόσον εἰς τόν τόπον ἡμῶν ὅσον καί εἰς ὅλην τήν ὀρθόδοξον οἰκουμένην, ἐπιχειροῦν αἱ ποικίλαι παραθρησκευτικαί ὁμάδες, δρῶσαι μέ ποικίλα προσωπεῖα» (9).

Ἔναντι αὐτῆς τῆς καταστάσεως, γεννᾶται σειρά ἐρωτημάτων, δεικνύοντα τόν ἀντιεκκλησιαστικόν χαρακτῆρα τῆς ἐπικίνδυνης δράσεώς τους εἰς τόν ἑλλαδικόν χῶρον:

(α) Διατί παραβλέπουν τό γεγονός, ὡς προαναφέραμεν, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτελεῖ βιβλίον τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις τυγχάνει καί ὁ μοναδικός αὐθεντικός φύλακας καί ἑρμηνευτής της (10);

(β) Διατί ἀρνοῦνται τή δυναμική καί χαρισματική ἑνοποίηση τῆς ὑπάρξεως στό ἐκκλησιαστικό γεγονός τῆς προσωπικῆς καί ἀγαπητικῆς σχέσεως Θεοῦ – ἀνθρώπου;

(γ) Διατί ἐξαίρουν καί ὑπερτονίζουν τή διανοητική κατανόηση μόνης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀκρωτηριάζοντάς την ἀπό τό ζωντανό ἐκκλησιαστικό σῶμα, ἐντός τοῦ ὁποίου μόνον εἶναι δυνατόν αὕτη νά κατανοηθῇ;

(δ) Διατί παραθεωροῦν τήν ἀλήθεια τοῦ προσώπου καί ἀπολυτοποιοῦν τήν ἀτομική πίστη, συνοδευομένης μετά τῆς ἀτομικῆς διανοητικῆς συλλήψεως, ἀτομικῆς συναισθηματικῆς βιώσεως καί ἀτομικῆς ἠθικῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀληθείας (11);

(ε) Διατί χρησιμοποιοῦν τήν “προσφοράν” τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου ὡς μέσον ἀνιέρου προσηλυτιστικῆς προπαγάνδας διά τήν αὔξησιν τῶν μελῶν τῆς προτεσταντικῆς τους ὀργανώσεως;

(στ) Διατί, τέλος, καί ἡ Ἑλληνική Βιβλική συνεργάζεται μετά τῆς ἐγνωσμένης αἱρετικῆς ὁμάδος τῆς Γεδεωνιτῶν, ἀδιαφορώντας διά τήν ἰδικήν της ὑπόληψίν καί διά τάς σχέσεις της μετά τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας;

Τά ἀνωτέρω ἐρωτήματα καθιστοῦν ἐμφανῶς τοῖς πᾶσιν τήν ἀντιεκκλησιαστικήν δρᾶσιν τῶν αἱρετικῶν Γεδεωνιτῶν, ὅτι οὗτοί εἰσιν αὐθαίρετοι σφετεριστές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εὑρίσκονται ἀποκομμένοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἀκρωτηριάζουν τήν Ἁγία Γραφή ἀπό τό φυσικό της ἁγιοπνευματικό περιβάλλον, παραθεωροῦν τήν ἀλήθεια τοῦ προσώπου ἤτοι τήν προσωπική ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κοινωνία, χρησιμοποιοῦν τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὡς μέσον προσηλυτιστικῆς προπαγάνδας, προσβάλλουν τήν Ὀρθόδοξον καθ' Ἑλλάδα Ἐκκλησίαν, ἔχοντες ὡς συνεργάτην τους τήν Ἑλληνικήν Βιβλικήν Ἑταιρίαν.

5. Τό παράδειγμα τῶν Ὁσίων καί Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στή συνάφεια τοῦ θέματος τούτου, ἀξίζει ν' ἀναφερθῶμεν εἰς τόν ὅσιον Θεοφάνην τόν Ἔγκλειστον, μεγάλον Ρῶσον ἱεράρχην τοῦ ιθ΄ αἰῶνος (1815-1894), ὁ ὁποῖος σ' ἐπιστολήν του διά τόν τρόπον ἀντιμετωπίσεως ἑνός αἱρετικοῦ γράφει – μεταξύ ἄλλων – καί τά ἑξῆς:

«Γράφετε: “Ἐμφανίστηκε κάποιος κήρυκας τῆς πίστεως, πού φαίνεται εὐγενής, καί γυρίζει στά σπίτια, διαβάζει τό Εὐαγγέλιο, τό ἑρμηνεύει, διδάσκει τήν πίστη στόν Χριστό καί παρακινεῖ σέ μετάνοια. Κοντά του κατοικεῖ ἕνας φτωχός βιβλιοδέτης. Στό σπίτι του ἔρχεται αὐτός ὁ κήρυκας καί συγκεντρώνει ἀρκετό κόσμο. Πῆγα κι ἐγώ ἐκεῖ δυό φορές. Ἀκούγεται μάλιστα ὅτι καί σέ ἄλλα μέρη, ὅπου κηρύσσει, μαζεύονται πολλοί γιά νά τόν ἀκούσουν”.

»Ἄς σταθοῦμε στό σημεῖο αὐτό. Καθαρά φαίνεται ἐδῶ, ὅτι ὁ νέος τοῦτος κήρυκας τῆς πίστεως δέν εἶναι κήρυκας τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς διδάσκει τήν πίστη στό Χριστό, χωρίς νά ἔχει ἀναγνωριστεῖ ὡς ἱεροκήρυκας ἀπό τήν Ἐκκλησία; Αὐτό εἶναι γεγονός πρωτάκουστο! Ἔπρεπε ἐξαρχῆς νά συλλογιστεῖτε ὅτι κάτι ὕποπτο συμβαίνει, καί νά ἤσασταν σέ ἐπιφυλακή.

»Λέτε στή συνέχεια, ὅτι διδάσκει πίστη στό Χριστό καί μιλάει συνεχῶς ἀπό τά Εὐαγγέλια. Αὐτό ἀκριβῶς θά ἔπρεπε νά σᾶς κάνει πιό προσεκτικό. Γιατί σᾶς διδάσκει πίστη στό Χριστό; Μήπως δέν εἶστε χριστιανός; Ἐσεῖς ἀπό παιδί πιστεύετε στό Χριστό καί ζεῖτε μέσα στούς κόλπους τῆς ἁγίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὅταν λοιπόν ἄρχισε νά διδάσκει γιά πίστη στό Χριστό σ' ἐσᾶς, πού ἤδη πιστεύετε, θά ἔπρεπε νά σκεφτεῖτε, ὅτι ἡ δική του πίστη ἴσως νά εἶναι διαφορετική ἀπό τή δική σας, τήν πίστη δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας μας.

»Καί ὅμως, κανένας σας δέν διαμαρτυρήθηκε. Λέγοντάς σας νά πιστεύετε στό Χριστό, σᾶς θεώρησε ἄπιστους, Κι ἐσεῖς τό ἀκούσατε μέ ἀπάθεια, σάν νά ἤσασταν πραγματικά ἄπιστοι! Αὐτό εἶναι τό δεύτερο λάθος σας, μεγαλύτερο ἀπό τό πρῶτο.

»Γράφετε: “Μιλάει πάντοτε γιά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί γιά τή σωτήρια θυσία Του. Μιλάει μ' ἐνθουσιασμό. Τόν ακοῦτε εὐχάριστα καί ὁλοένα μᾶς ἑλκύει”. Ἄραγε ξεχωρίσατε ἄν εἶναι ὀρθόδοξος ἤ ἑτερόδοξος; Ἴσως σκεφτήκατε, ὅτι, ἀφοῦ μιλάει γιά τόν Σωτήρα Χριστό καί μάλιστα μ' ἐνθουσιασμό, ἀσφαλῶς δικός μας θά εἶναι, στήν ἀλήθεια θά βρίσκεται καί τήν ἀλήθεια θά κηρύσσει. Ἑλκυστήκατε ἀπ' ὅλ' αὐτά καί πέσατε στήν παγίδα. Μπορεῖ νά ἦταν πρῶτα ὀρθόδοξος, ἀλλά ξέπεσε ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. Εἶναι αἱρετικός! Μπορεῖ νά κηρύσσει τήν “ἐν Χριστῷ” σωτηρία, ἀλλά ὄχι ὅπως μᾶς τή δίδαξαν ὁ Χριστός καί οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι.

»Εἶναι βέβαια γεγονός, ὅτι ὅσοι βρίσκονται στήν πλάνη, πιστεύουν πώς κατέχουν τήν ἀλήθεια. (...) Οἱ προτεστάντες, πού διαπίστωσαν καί διακήρυξαν τή χρεωκοπία τῶν παπικῶν σέ πολλά σημεῖα, ἀντί νά ἐπιστρέψουν στήν ἀλήθεια, ἀπομακρύνθηκαν περισσότερο ἀπό τούς παπικούς. Στούς Ἄγγλους δέν ἄρεσε ὁ γερμανικός προτεσταντισμός καί οἰκοδόμησαν δικό τους, στά μέτρα τους, σύμφωνα μέ τίς δικές τους ἀπόψεις καί ὄχι σύμφωνα μέ τίς αἰώνιες ἀλήθειες, πού ἀποκάλυψε ὁ Θεός. Ἀπό τόν Ἀγγλικανισμό καί τόν προτεσταντισμό ξεφύτρωσαν ἀργότερα πολλές παραφυάδες, καί οἱ αἱρέσεις πολλαπλασιάστηκαν» (12).

 

Μακαριώτατε,

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω ἐκτεθέντων γεγονότων, εὐσεβάστως προτείνω εἰς Ὑμᾶς καί τήν ὑφ’ Ὑμῶν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον, τάς κάτωθι ταπεινάς προτάσεις διά τήν ἀντιμετώπισιν τῆς ἐπικινδύνου ἀντιεκκλησιαστικῆς εἰσβολῆς τῶν αἱερετικῶν Γεδεωνιτῶν:

(α) Ἔγγραφην ἐνημέρωσιν πρός τό ΥΠΕΠΘ διά ἀπαγόρευσιν διανομῆς ὑπό τῶν Γεδεωνιτῶν ἀντιτύπων τῆς Καινῆς Διαθήκης εἰς τά Σχολεῖα.

(β) Παρόμοιαν ἐνέργειαν δι' ἐγκυκλίου πρός τάς Ἱεράς Μητροπόλεις.

(γ) Ἐνημέρωσιν τοῦ πιστοῦ Λαοῦ διά τῆς ἑτοιμασίας εἰδικοῦ φυλλαδίου «Πρός τό Λαό».

Πέραν τούτων, Μακαριώτατε, εἶμαι πεπεισμένος ὅτι τοιαῦται προσπάθειαι δέν εὑρίσκουν ἀπήχησιν εἰς τό ἐκκλησιαστικόν σῶμα, ὅταν αὐτό βιώνει τήν ἑνότητα καί τήν κοινωνίαν τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης. Οἱ πειρασμοί τῆς ἱστορίας δύνανται ἴσως νά εἶναι πολλοί καί ἰσχυροί, ἀλλά μεγαλυτέρα καί ἰσχυροτέρα εἶναι πάντοτε ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὀφείλει νά εἶναι μαρτυρία ἀγάπης καί ἀληθείας μέχρι περάτων τῆς γῆς «περί τῆς ἡμῖν ἐλπίδος» (Α΄ Πέτρ. 3,15), δηλαδή διά «τήν ἀγαθήν ἐν Χριστῷ ἀναστροφήν» (στ. 16) ἀνανεουμένη εἰς τό φῶς τῆς ἐσχατολογικῆς της προοπτικῆς.

Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ καί ἀγάπης
Ὁ Φαναρίου Ἀγαθάγγελος
Γενικός Διευθυντής



Σημειώσεις

1. Π. Καρανικόλα, Οἱ αἱρετικοί προτεστάντες, 2 α ἔκδ. (Ἀθῆναι: Παπαδημητρίου, 1976), 332.

2. Σ. Λιόση, Γνωστές θρησκεῖες, αἱρέσεις καί παραθρησκευτικές ὁμάδες στήν Ἑλλάδα. Εὐκτήριοι οἶκοι (Ἀθήνα: Ἄθως, 2004), 103.

3. Χ. Νταγκουνάκη, «“Πραγματεύθητι...”. Λίγα λουλούδια στή μνήμη τοῦ Μιλτιάδη Ἀγγελάτου», Ἀστήρ τῆς Ἀνατολῆς, Ἰαν. 2002.

4. Γ. Δ. Mεταλληνοῦ (πρωτοπρ.), Τό ζήτημα τῆς μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τήν νεοελληνικήν κατά τόν ΙΘ΄ αἰ., 2 α ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἁρμός, 2004), 86 κ.ἑ.

5. Χ. Βούλγαρη, Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην. Τόμ. Β΄: Καθολικαί Ἐπιστολαί, Ἀποκάλυψις, Ἀπόκρυφα, Κανών, Κριτική τοῦ κειμένου (Ἐν Ἀθήναις: χ.ἐ., 2003), 1183 κ.ἑ.

6. Μ. Σιώτου, «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ», ἐν Ὁ ζωντανός λόγος. Πνευματικόν Συμπόσιον περί Ἁγίας Γραφῆς (Ἀθῆναι: Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος, 1970), 15-34, ἐδῶ 27.

7. Εὐχολόγιον τό Μέγα, ἐπανέκδ. (Ἀθῆναι: Παπαδημητρίου, 1970), 164. Βλ. Χριστοδούλου (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν), «Μήνυμα», ἐν Ἱερουργεῖν τό Εὐαγγέλιον. Ἡ Ἁγία Γραφή στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία (Ἀθήνα: ΕΜΥΕΕ, 2004), 12-17.

8. Ι. Καραβιδόπουλου, Βιβλικές Μελέτες Γ΄, ΒΒ 28 (Θεσ/νίκη: Π. Πουρναρᾶ, 2004), 331.

9. Χριστοδούλου (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν), «Αἱρέσεις, παραθρησκεία καί νεοειδωλολατρεία ὡς κοινωνικόν πρόβλημα», ἐν Μηνύματα πίστεως (Ἀθήνα: Λιβάνη, 2000), 255-259, ἐδῶ 257.

10. Βλ. περισσότερον ἐν Θ. Ἀθανασόπουλου (ἀρχιμ.), Ἐκκλησία: Ὁ αὐθεντικός φύλακας καί ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία, 1998).

11. Βλ. περί προτεσταντισμοῦ ἐνδεικτικῶς ἐν X. Γιανναρά, Ἀλήθεια καί ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας (Ἀθήνα: Γρηγόρη, 1977), 76 κ.ἑ.

12. Θεοφάνους τοῦ γκλείστου, Ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια; ἐν Ἡ Φωνή τῶν Πατέρων, τόμ. Β΄ (τεύχη 11-20), (Ὠρωπός Ἀττικῆς: Ἱ. Μονή Παρακλήτου, 2002), 131-150, ἐδῶ 135-137.