ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΥΣ (κεφάλαιο 2)

2. Ἡ κρίση τῆς ἀρχῆς τῆς συναλληλίας τῶν δύο ἐξουσιῶν

Ἡ μακραίωνη ὀρθόδοξη παράδοση γιά τό θεσμικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἀτόνησε, ὅπως εἶναι γνωστό, κατά τή μεταβυζαντινή περίοδο, ἀφ' ἑνός μέν διότι ἡ πλειονότητα τῶν ὀρθοδόξων λαῶν ὑποτάχθηκε στήν ἀλλόθρησκη ὀθωμανική αὐτοκρατορία, ἀφ' ἑτέρου δέ διότι ἡ Ρωσική αὐτοκρατορία δέν κατόρθωσε νά κατανοήση ἤ νά ἀφομοιώση στήν πράξη τό σύστημα τῆς βυζαντινῆς συναλληλίας . Βεβαίως, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄ ὁ Τρανός αἰτιολόγησε στή Μείζονα σύνοδο τῆς Κπόλεως (1590) τήν ἀπόδοση τῆς πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας (1589) μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι ἔπρεπε νά τιμηθῆ ὁ τσάρος, ὡς «ὁ μόνος μέγιστος ἐπί γῆς ὀρθόδοξος βασιλεύς σήμερον», γι' αὐτό ἡ ἐξάρτηση τοῦ παριάρχη Μόσχας ἀπό τόν τσάρο ἦταν ἀπόλυτη καί προκάλεσε ἐπικίνδυνες συγχύσεις ὄχι μόνο στή Ρωσία, ἀλλά καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γενικώτερα. Ἔτσι, στή Ρωσία ἐφαρμόσθηκαν τελικῶς μέ τήν πολιτική τοῦ Μ. Πέτρου (1682-1725), ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ ΙΗ' αἰώνα τά πολιτειοκρατικά πρότυπα τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τά ὁποῖα ἐπηρέασαν κατά τόν ΙΘ' αἰώνα καί τό θεσμικό πλαίσιο ὅλων τῶν νεοσύστατων κρατῶν τῶν ὀρθοδόξων λαῶν τῆς Βαλκανικῆς. Πράγματι, ἡ διχοτομική προτεσταντική προσέγγιση τῆς σχέσεως Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶχε τίς ρίζες της σέ παλαιότερο σχετικό δίλημμα τῆς σχολαστικῆς θεολογίας τῆς Δύσεως, κατέληξε στή συστηματική ἀποϊεροποίηση ὄχι μόνο ὅλων τῶν θεσμικῶν ἐκφράσεων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, διαφοροποιώντας ἔτσι καί τήν ὅλη ἐκκλησιαστική παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας γιά τή σχέση Ἐκκλησίας καί κόσμου.

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς Ἱερωσύνης ἀπό τήν προτεσταντική Μεταρρύθμιση εἶχε ὡς φυσική συνέπεια τήν ἀποϊεροποίηση καί τοῦ ρόλου τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία βεβαίως ἐνισχύθηκε μέ ἐντυπωσιακό τρόπο σέ ὅλους σχεδόν τούς τομεῖς τῆς θεσμικῆς λειτουργίας τοῦ ἐκκοσμικευμένου νεωτέρου κράτους. Εἰδικώτερα ὅμως ἡ μετατόπιση τῆς παραδοσιακῆς βάσεως τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους, ἡ ὁποία θεμελιωνόταν στήν ἱερότητα τῆς ἱερατικῆς καί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἐκφράσθηκε ἐπίσημα ἤδη μέ τή νέα διακήρυξη τῆς Εἰρήνης τῆς Αὐγούστας ( Augsburg, 1555), κατά τήν ὁποία ὁ κάτοχός της πολιτικῆς ἐξουσίας ἔχει καί τό κυριαρχικό δικαίωμα νά καθορίζη τή θρησκευτική πίστη τῶν ὑπηκόων τοῦ ( cuius regio , eius religio ). Ἡ διακήρυξη αὐτή ὑπῆρξε πράγματι ἡ ἀπαρχή ὄχι μόνο γιά τή θεωρητική ἐξουδετέρωση τῆς ἀρχῆς τῆς συναλληλίας, ἀλλά καί γιά τήν συστηματική προβολή τῶν γνωστῶν ἀκραίων πολιτειοκρατικῶν ἀρχῶν γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀπό τίς διάφορες τάσεις τῆς ἐκκοσμικευμένης πολιτικῆς θεωρίας τῶν νεωτέρων χρόνων ( Οὑμανισμός, Δεϊσμός, Ἐμπειρισμός, Ὀρθολογισμός, Διαφωτισμός, Ἰδεολογία κ.λπ.).

Ὁ Διαφωτισμός, ὡς ἀνθρωποκεντρική φιλοσοφική ἄναζητηση καί ὡς ἐκκοσμικευμενη κοινωνική πρόταση, ὑπῆρξε σέ τελευταία ἀνάλυση μία ἐπιλεκτική συγκεφαλαίωση τῶν μακροχρονίων πνευματικῶν ζυμώσεων κυρίως στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Δύσεως, οἱ ὁποῖες ἀμφισβήτησαν τίς ἱεροκρατικές ἀγκυλώσεις τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί ὁραματίσθηκαν μία νέα κοινωνία μέ κέντρο τόν αὐτονομημένο ἄνθρωπο καί ὄχι τόν Θεό τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως. Ἡ πραγματοποίηση ὅμως τοῦ ὁράματος αὐτοῦ προϋπέθετε ἀναγκαστικά τήν ἀπόρριψη ὅλων τῶν παραδοσιακῶν δομῶν τῆς μεσαιωνικῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, οἱ ὁποῖες ἦσαν ἄντίθετες ἤ καί μή συμβατές πρός τόν ὀρθό λόγο τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι τήν κοινή λογική, γι' αὐτό καί δόθηκε ἀπόλυτη προτεραιότητα στήν ἀποϊεροποίηση ὅλων τῶν θεσμικῶν ἐκφράσεων τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, ἰδιαίτερα ὅμως τοΰ Κράτους καί τῆς κρατικῆς ἐξουσίας.

Ἡ ἀποκλειστική ἀνθρωποκεντρική καί κατά συνέπεια ὀρθολογιστική ἑρμηνεία τῶν δομῶν τοῦ Κράτους συνεπαγόταν κυρίως τήν ἀποϊεροποίηση στή νέα πολιτική θεωρία καί τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως γιά τήν ἱερότητα ὅλων τῶν ἐξουσιῶν, οἱ ὁποῖες ἄσκοῦνται στόν κόσμο (Ρωμ. 13,1-9), ἀνεξαρτητα ἀπό τήν ἐπίσημη ἀναγνώριση ἤ μή τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Τό ἔργο τοῦ Th . Hobbes «Λεβιάθαν» ( Leviathan ) ὑπῆρξε μία πρωτοποριακή συστηματική πρόταση τῶν νέων τάσεων τῆς πολιτικῆς θεωρίας, ἀφοῦ ἀπέρριπτε τήν παραδοσιακή ἱερότητα τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί ἀντιπροέτεινε ὡς μόνη πηγή της μία ἀνθρωποκεντρική «σύμβαση» ἤ «συμβόλαιο» τῶν μελῶν μιᾶς κοινωνίας γιά τήν περιφρούρηση τῶν βασικῶν δικαιωμάτων καί ἐλευθεριῶν τους, τά ὁποῖα ἀπειλοῦντο ἀπό τά ἰσχυρότερα συνήθως μέλη τῆς κοινωνίας ( homo hominis lupus ). Τά μέλη δηλαδή τῆς κοινωνίας θά ἀποφάσιζαν νά ἐκχωρήσουν σέ ἕνα πολιτικό ἡγέτη ὁρισμένα ἀπό τά βασικά κοινά δικαιώματά τους, τά ὁποῖα αὐτός ἔπρεπε νά ἀσκῆ πρός τό συμφέρον τους, μάλιστα κατά τήν ἀνεξέλεγκτη ἤ καί αὐθαίρετη κρίση του, ἀφοῦ δέν δεσμευόταν ἀπό ἀντικειμενικούς κανόνες τοῦ τεθειμένου Φυσικοῦ δικαίου ἤ τῆς παραδοσιακῆς ἠθικῆς τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας.

Ὁ Διαφωτισμός συστηματοποίησε τό συμβατικό αὐτο σχῆμα τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας μέ τήν ἀποδοχη ὁρισμένων θεμελιωδῶν κανόνων δικαίου καί ἠθικῆς, ὅπως αὐτοί ἀποτυπώθηκαν στό «Κοινωνικό Συμβόλαιο» τοῦ Ρουσώ, ὁ ὁποῖος ὅμως διευκρίνησε ὅτι οἱ πολίτες ἐκχωροῦν βασικά τους δικαιώματα στήν κοινωνία καί ὄχι στόν ἡγεμόνα, χωρίς ὅμως νά μετατεθῆ ἤ νά σχετικοποιηθῆ ἡ ἀπόλυτη ἀνθρωποκεντρική βάση τῆς νέας πολιτικῆς θεωρίας. Τό νέο πρότυπο τοῦ «αὐτονόμου ἀνθρώπου» τῶν φιλοσόφων τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅπως συστηματοποιήθηκε ἀπό τόν κυριώτερο ἐκπρόσωπο τους Βολταῖρο κατά τόν ΙΗ' αἰώνα, ἀποτελοῦσε πλέον γι' αὐτούς τό μοναδικό «ὑγιές» κύτταρο τῆς προτεινόμενης ἐκκοσμικευμενης κοινωνίας, στήν ὁποία δέν εἶχε θέση ὁ Θεός ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη μεταφυσική αὐθεντία. Ὁ «αὐτόνομος ἄνθρωπος» εἶναι ἡ μόνη πηγή ὅλων τῶν ἐξουσιῶν πού ἀσκοῦνται στό Κράτος, ἐκφράζεται δέ μέ τήν ἀρχή τῆς «λαϊκῆς κυριαρχίας», ἡ ὁποία καθιερώθηκε στήν πράξη μέ τίς ἀρχές τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως (1789) καί ἀποτελεΐ πλέον τήν καταστατική βάση τῆς ὅλης λειτουργίας τόσο τοΰ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, ὅσο καί τοῦ νομικοῦ πολιτισμοῦ τῶν νεωτέρων χρόνων.

Συνεπῶς, ἡ μακροχρόνια διαλεκτική ἀντιπαράθεση τῆς θεοκρατικῆς ἱεροκρατίας τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἀνθρωποκεντρική ἀναζήτηση ὅλων τῶν πνευματικῶν ζυμώσεων στό χριστιανικό κόσμο τῆς Δύσεως ἀποτελοῦσε τελικῶς μία ἀμφισβήτηση ἤ καί μία ἀπόρριψη τοῦ θεσμικοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας στή ζωή τῶν χριστιανικῶν λαῶν. Ἡ διαλεκτική αὐτή ἀπέκτησε μέσα ἀπό τήν κρατική νομθεσία, τήν αὐτονομημένη φιλοσοφία καί τήν ἐκπαιδευτική μεταρρύθμιση ἕνα ἐντυπωσιακό κοινωνικό δυναμισμό στίς προτεσταντικές κυρίως κοινότητες, κατέληξε στήν ἀπόρριψη ὄχι μόνο τῶν ἱεροκρατικῶν ἀγκυλώσεων τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς ὁποιασδήποτε ἐπίσημης θεσμικῆς αὐθεντίας τῆς Ἐκκλησίας ἤ κοινωνικῆς ἐπιρροῆς τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία δέν μποροῦσε πλέον νά διεκδικήση τόν ὁποιονδήποτε θεσμικό ρόλο στίς δομές ἤ στή λειτουργία τοῦ ἐκκοσμικευμένου ἤ τοῦ λαϊκοῦ Κράτους. Στά πλαίσια αὐτά, ἡ νέα κοινωνική θεωρία ἀπέρριπτε ἀπερίφραστα τή χριστοκεντρική ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁ Βολταῖρος διακήρυσσε ὅτι «ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας ἄλλος Θεός στόν κόσμο» ( Homo alter Deus ), ἐνῶ ὑποστήριζε ὅτι στή νέα ἀνθρωποκεντρική πρόταση πρέπει «ὁ Θεός νά εἶναι ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος στόν οὐρανό» ( Deus alter Homo ).

Ἡ ἐφαρμογή λοιπόν τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους στή σύγχρονη πραγματικότητα εἶναι ἐξαιρετικά δυσχερής, ἀφοῦ κατά τούς νεωτέρους χρόνους μεταβλήθηκαν ἤ καί ἀλλοιώθηκαν οἱ βασικές δομές τῆς πολιτικῆς θεωρίας γιά τήν ταυτότητα, τούς σκοπούς καί τίς λειτουργίες τοῦ συγχρόνου κράτους, τοῦ ἑτέρου δηλαδή τῶν συμβαλλομένων στήν εὔρυθμη λειτουργία τῶν παραδοσιακῶν ἁρμονικῶν του σχέσεων πρός τήν Ἐκκλησία. Θεμελιώδης ἀρχή τῆς νέας πολιτικῆς θεωρίας εἶναι ἡ ἀρχή τῆς «λαϊκῆς κυριαρχίας», ἡ ὁποία καθιερώθηκε τόσο ὡς πηγή, ὅσο καί ὡς καταστατική ἀρχή γιά τήν νομιμότητα ὄχι μόνο τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἀλλά καί ὅλων τῶν λειτουργιῶν τοΰ κράτους. Στά νέα αὐτά ἰδεολογικά πλαίσια ὅλες οἱ ἐξουσίες, οἱ ὁποῖες ἀναγνωρίζονται νομιμοποιοῦνται νά ἀσκοῦνται στό σύγχρονο κράτος, πηγάζουν μόνο ἀπό τόν λαό καί ἔχουν τήν τελική τους ἄναφορά μόνο στόν λαό. Ἡ χριστιανική λοιπόν παράδοση γιά τή θεία προέλευση ὅλων τῶν ἐξουσιῶν δέν ἔχει πλέον θέση στή νέα πολιτική θεωρία, ἡ ὁποία ὁραματίζεται σέ τελευταία ἀνάλυση ἕνα κόσμο χωρίς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἕνα κράτος χωρίς ἐπίσημη θρησκεία καί ἔνα πολίτη χωρίς θρησκευτική πίστη .

Ἑπομένως, οἱ ἐνδιάθετες ἤ καί ἐκπεφρασμένες ἀντιθεϊστικές τάσεις τῆς νεώτερης ἰδεολογίας προσπάθησαν νά ὑλοποιήσουν τό ὅραμα μιᾶς ἐκκοσμικευμένης πολιτικῆς θεωρίας, μέ ὅλα τά γνωστά θεμιτά ἤ καί ἀθέμιτα μέσα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Ὡστόσο, ὅπως ἀποδείχθηκε μετά τήν πρόσφατη κατάρρευση τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ (1990-1991), τό ὅραμα ἦταν οὐτοπικό καί ἐξατμίσθηκε στήν ἴδια τή βάση τῆς ἰδεολογικῆς ἀναφορᾶς του, δηλαδή στό φρόνημα τοῦ λαοῦ, τό ὁποῖο παρέμεινε ὄχι μόνο ἀλώβητο ἀπό τή συστηματική ἀθεϊστική προπαγάνδα, ἀλλά καί διαφύλαξε ζωντανό στό σῶμα τῶν πιστῶν τόν πνευματικό δυναμισμό τῆς θρησκευτικῆς πίστεως. Ἡ κρατική ἐξουσία, ἡ ὁποία χρησιμοποιήθηκε ἀπό τή νεώτερη ἰδεολογία ἤ καί ἀντιστρόφως σέ μία ἀθέμιτη καί αντιφατική συζυγία ἤ καί ἀντιστρόφως σέ μία ἀθέμιτη καί ἀντιφατική συζυγία γιά τήν ἐξουδετέρωση ὅλων τῶν θεσμικῶν ἐρεισμάτων τῆς πνευματικῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνία, ὑποχρεώθηκε τελικῶς ἐκ τῶν πραγμάτων (1990) νά ἀναθεωρήση μέ θετικό τρόπο τίς ἐχθρικές σχέσεις της μέ τήν Ἐκκλησία καί γενικώτερα μέ τή θρησκεία γιά νά ἀποκαταστήση καί τήν τραυματισμένη δική της συμβατική σχέση μέ τήν κοινωνία ( νόμος γιά τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως ) στήν πρώην Σοβιετική Ἕνωση καί στίς ἄλλες πρώην κομμουνιστικές χῶρες.

Βεβαίως, οἱ ὀρθόδοξοι λαοί δέν συμμετεῖχαν καί δέν εἶχαν λόγους νά συμμετάσχουν στίς διαλεκτικές ἀντιπαραθεσεις τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως κατά τούς νεωτέρους χρόνους, ἀφ' ἑνός μέν διότι ἡ λειτουργική δομή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει τόν καταστατικό ρόλο ὄχιί μόνο τοῦ ἱερατείου, ἀλλά τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοΰ σώματος σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς πνευματικῆς καί τῆς κοινωνικῆς της ἀποστολῆς, ἀφ' ἑτέρου δέ διότι ἡ συνοδική λειτουργία της ὄχι μόνο ἄποκλείει ἀκραῖες ἱεροκρατικες ἤ πολιτειοκρατικές αὐτονομήσεις, ἀλλά συγχρόνως ἱεροποιεΐ καί ὅλες τίς καταστατικές ἀρχές τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Πράγματι, ἡ Ὄρθοδοξη Ἐκκλησία, ἐπειδή βιώνει ἐμπειρικά στήν ὅλη λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ της σώματος τό βαθύτερο κοινοτικό πνεῦμα τῶν «δημοκρατικῶν» ἀρχῶν, ἱεροποιεΐ τήν προστασία τους καί στή λειτουργία τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, χωρίς ὅμως νά ἀλλοιώνη ἡ νά νοθεύη τήν ὁποιαδήποτε δική της παράδοση γιά τή σχέση Ἐκκλησίας καί κόσμου. Ἐν τούτοις, ἡ αὐθαίρετη ἐπιβολή κατά τούς νεωτέρους χρόνους τῆς νέας πολιτικῆς θεωρίας καί στά νεοσύστατα κατά τόν ΙΘ' αἰώνα κράτη τῶν ὀρθοδόξων λαῶν εἰσήγαγε, συνειδητά ἤ ἀσύνειδα, στήν ὀρθόδοξη κοινωνία τίς τελείως ξένες πρός τήν παράδοσή της ἀντιθέσεις τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως ( ἀντιεκκλησιαστικές, ἀντικληρικές τάσεις κ.λπ.), οἱ ὁποῖες παραμένουν συνεχῶς ἐνδιάθετες προλήψεις τῆς Πολιτείας γιά τίς σχέσεις της μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδή εἶναι ἡ ἴδια μία «δημοκρατία» ψυχῶν, συνέχει καί στηρίζει κάθε δημοκρατία σωμάτων στίς δομές καί στίς λειτουργίες τῆς σύγχρονης κοινωνίας.

Συνεπῶς, ἡ σύγχρονη εὐθύνη τοῦ Κράτους γιά τήν ὀρθή λειτουργία τῶν σχέσεών του μέ τήν Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἄμεση συνειδητοποίηση ἀφ' ἑνός μέν τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ πνευματικές σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κοινωνία ἀποδεικνύουν μία ἐντυπωσιακή καί ἀκλόνητη ἀντοχή στίς ἀντίξοες κυρίως ἱστορικές πιέσεις ἤ τριβές, ἀφ' ἑτέρου δέ τῆς ἀδυναμίας τῶν ἀντιθεϊστικῶν ἤ καί ἀθεϊστικῶν ἰδεολογικῶν συστημάτων νά ἐξουδετερώσουν μέ βίαια μέσα τήν παραδοσιακή πνευματική ἐπιρροή τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνία. Ἡ μητρική σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τά μέλη της, ἡ ὁποία βιώνεται συνεχῶς στή μυστηριακή ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, δέν ὑποκαθίσταται καί ὁπωσδήποτε δέν ἀποδυναμώνεται ἀπό τίς ἀντίστοιχες συμβατικές προτάσεις τῶν ἰδεολογικῶν συστημάτων ἤ τῶν κοινωνικῶν θεωρίων . Ἔτσι, ἡ σύγχρονη λ.χ., πολιτική πρόταση περί τῆς «κοινωνίας τῶν πολιτῶν», ἡ ὁποία ἐπιδιώκει τήν ἤπια ὑποκατάσταση τῆς κοινωνικῆς ἀποκλειστικότητας τῶν ἰδεολογικῶν ἀρχῶν τοῦ νεωτέρου νομικοῦ πολιτισμοῦ, παραθεωρεῖ ἤ καί ἀπορρίπτει τούς παραδοσιακούς ἱστορικούς, θρησκευτικούς καί πνευματικούς παράγοντες συνοχῆς τοῦ ἐθνικοῦ ἤ κοινωνικοῦ σώματος τῶν λαῶν.

Πράγματι, ἡ περιγραφή τῶν δομῶν τῆς κοινωνίας ὡς μιᾶς ἁπλῆς ἤ μονοσήμαντης κατοχυρώσεως βασικῶν συμβατικῶν δικαιωμάτων καί ὑποχρεώσεων τῶν πολιτῶν, καίτοι εἶναι ἀναγκαία, συρρικνώνει ἤ καί καταργεῖ τόσο τήν ἱστορική της συνείδηση, ὅσο καί τήν πνευματική της κληρονομία, οἱ ὁποῖες προσδιορίζουν ἤ νοηματοδοτοῦν τήν ἰδιαίτερη κατανόηση ἤ ἑρμηνεία καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν. Ἄλλωστε, εἶναι γενικώτερη ἡ διαπίστωση ὅτι καί αὐτά ἀκόμη τά θεμελιώδη ἀτομικά δικαιώματα, τά ὁποῖα ἐκφράζουν τίς φυγόκεντρες ἔστω ἀναζητήσεις στίς χριστιανικές κυρίως κοινωνίες, ἑρμηνεύονται μέ διαφορετικό τρόπο ἀπό τούς διαφόρους λαούς τοῦ κόσμου, ἀναλόγως πρός τίς ἰδιαιτερότητες τῶν θρησκευτικῶν, τῶν πολιτιστικῶν, τῶν ἰδεολογικῶν καί τῶν πνευματικῶν προϋποθέσεων τοῦ κοινωνικοῦ τους βίου. Εἶναι ὅμως εὐνόητο ὅτι ἀλλιῶς κατανοεῖ τά ἀνθρώπινα δικαιώματα ἕνας χριστιανός ἀπό ἕνα μουσουλμάνο ἤ βουδιστή, ὅπως ἐπίσης ἀλλιῶς κατανοοῦν τά ἴδια δικαιώματα οἱ ὀπαδοί τῶν διαφόρων ἰδεολογικῶν συστημάτων στή σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία. Στά πλαίσια αὐτά, οἱ σχετικές Διακηρύξεις τῶν Διεθνῶν ὀργανισμῶν, καίτοι ἀναθέτουν τήν προστασία τους σέ μία συντεταγμένη κρατική ἐξουσία, ἀναγνωρίζουν ἐμμέσως καί τό δικαίωμα τῶν πολιτῶν νά διεκδικοῦν ἤ νά ὑπερασπίζονται τά κατοχυρωμένα δικαιώματά τους ἀκόμη καί μέ ἀτομικές προσφυγές στό Διεθνές Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἀφοῦ σέ τελευταία ἀνάλυση ἄναγνωριζεται ἡ συμβατική βάση τῶν σχέσεων μεταξύ τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καί τοῦ πολίτη.

Συνεπῶς, ἡ συντεταγμένη κρατική ἐξουσία, ὡς ἐντολοδόχος τῆς κυρίαρχης βουλήσεως τοῦ λαοῦ, ὀφείλει νά σέβεται ὄχι μόνο τά κατοχυρωμένα ἀτομικά δικαιώματα ὅλων τῶν πολιτῶν, ἀλλά καί τίς διαχρονικές πηγές τῆς πνευματικῆς τους κληρονομίας, οἱ ὁποῖες νοημαδοτοῦν καί τίς ἀρχές τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν γιά κάθε συγκεκριμένη κοινωνία. Ἡ ὁποιαδήποτε λοιπόν ἄλλη προσέγγισή τους ἀποδυναμώνει τήν ἀμεσότητα τῆς κοινωνικῆς τους ἀναφορᾶς ἤ καί τήν κοινωνική εὐασθησία γιά τήν προστασία τους. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ εἰδικώτερη εὐθύνη τῆς Πολιτείας τόσο γιά τήν ὀρθή ρύθμιση τῶν σχέσεών της μέ τήν Ἐκκλησία, ὅσο καί γιά τήν ἀποτελεσματική προστασία τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀναφέρεται καί στίς τρεῖς συντεταγμένες λειτουργίες τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἤτοι τή νομοθετική, τήν ἐκτελεστική καί τή δικαστική, οἱ ὁποῖες ὀφείλουν νά ἐγγυῶνται μέ τήν ἴδια εὐαισθησία ὄχι μόνο τό γράμμα τῶν διεθνῶν Διακηρύξεων γιά τήν προστασία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν, ἀλλά καί τίς καθιερωμένες θεσμικές ἐκφράσεις τῆς διαχρονικῆς πνευματικῆς κληρονομίας κάθε συγκεκριμένου λαοῦ. Ὁ σεβασμός δηλαδή ὅλων τῶν πτυχῶν τοῦ περιπλόκου ζητήματος τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων εἶναι αὐτονόητος, ὡς εἶναι αὐτονόητος καί ὁ σεβασμός κάθε μιᾶς ψηφίδας ἑνός ἐντυπωσιακοῦ βυζαντινοῦ ψηφιδωτοῦ, ἀφοῦ δέν νοεῖται παρά μόνο ὡς μία ἄμεση ἀναφορά στή λειτουργική σχέση της μέ τήν ὅλη ψηφιδωτή σύνθεση, ἀπο τήν ὁποία ἀντλεῖ καί τήν ἰδιαίτερη ἀξία της κάθε ψηφίδα γιά τόν συγκεκριμένο σκοπό. Ἄλλωστε, ἡ λειτουργική ἀξία τοῦ «ὅλου» ὑπερέχει πάντοτε κατά πολύ ἔνανι τοῦ ἀθροίσματος τῶν στοιχείων τῆς «ἐπί μέρους» ὑλικῆς της ὑποστάσεως.

Ἡ ἐπιστροφή λοιπόν στήν ἴδια ἀποτυχημένη προσπάθεια μέ τή μονοσήμαντη προβολή τῶν ἀρχῶν τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, μάλιστα δέ μέ ὀξύτατες ἀποδοκιμασιες παραδοσιακῶν ἤ καί ἀκραίων ἐκφράσεων τῆς θρησκευτικῆς ἤ καί τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν λαῶν, εἶναι βέβαιο ὅτι θά ἐρεθίση ἀντίρροπες τάσεις, οἱ ὁποῖες θά κλονίσουν ἐπικίνδυνα τήν ἐσωτερική κοινωνική συνοχή τῶν λαῶν. Ἡ διαπίστωση αὐτή ἔχει ἐπιβεβαιωθεῖ σέ ὅλες τίς σχετικές ἰδεολογικές προκλήσεις τοῦ παρελθόντος, ἰσχύει δέ πολύ περισσότερο σήμερον, ἐπειδή ἡ συνείδηση τῶν λαῶν εἶναι φορτισμένη ἀπό τίς ραγδαῖες πολιτικές, ἰδεολογικές, θρησκευτικές καί κοινωνικές μεταβολές σέ μία κρίσιμη περίοδο γιά τό προβαλλόμενο νέο ἀπροσδιόριστο καί ἀνεξέλεγκτο δρᾶμα τῆς παγκοσμιοποιήσεως. Ἤδη οἱ πρῶτες ἀντιδράσεις ὄχι μόνο γιά τό περιεχόμενο, ἀλλά καί γιά τήν προοπτική τῆς ἀκατάσχετης διαδόσεως τῆς παγκοσμιοποιήσεως προέρχονται ἀπό τή συντονισμένη παράλληλη καχυποψία τῆς ἐθνικῆς ἤ καί τῆς θρηκευτικῆς συνειδήσεως τῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι διαβλέπουν εὐλόγως στήν προοπτική αὐτή τήν ἀπειλή γιά τήν πλήρη ἀποδυνάμωση καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς κρατικῆς ἐξουσίας στόν ἀγώνα γιά τήν προστασία τῶν ἐθνικῶν δικαίων ἤ καί τῶν ἀτομικῶν τους δικαιωμάτων. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ σύγχρονη εὐθύνη μιᾶς συντεταγμένης Πολιτείας ἐνώπιον τῶν διχοτομικῶν αὐτῶν ἰδεολογημάτων εἶναι νά προβάλη καί νά ἀφομοιώση στήν ἐθνική πνευματική κληρονομιά ὅλες τίς προκλήσεις τῶν καιρῶν καί ὄχι βεβαίως νά τή θυσιάση στόν βωμό περιστασιακῶν σκοπιμοτήτων ἤ οὐτοπικῶν διεθνιστικῶν πειραματισμῶν.

Συνεπῶς, ἡ αὐτονόμηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν ἀπό τή διαχρονική πνευματική τους παράδοση ὑποβαθμίζει ὄχι μόνο τή λειτουργική τους ἀξία, ἀλλά καί τήν εὐρύτητα τῆς κοινωνικῆς τους ἀναφορᾶς, γι'αὐτό ἀπέτυχε τό οὐτοπικό διεθνιστικό ὅραμα τῶν νεωτέρων ἰδεολογικῶν συστημάτων. Τό ὄραμα αὐτό, ἐνῶ ἐπεδίωκε τή συμπίεση τῆς λειτουργικῆς αὐτῆς σχέσεως στά πλαίσια τῶν θεωρητικῶν του ἀρχῶν, προκάλεσε τίς γνωστές τραγικές ἀντιθέσεις στή ζωή ὅσων λαῶν παρέμειναν προσηλωμένοι ὄχι μόνο στήν ἐθνική, ἀλλά καί στή θρησκευτική τους παράδοση. Ὁ Κ. Μάρξ λ.χ. περιέγραφε τό 1860 μέ χαρακτηριστική σαφήνεια τήν κοινή ἀντίθεση ὅλων τῶν ἰδεολογικῶν συστημάτων πρός τόν ἐθνικισμό ἤ καί πρός τή θρησκεία, ὅταν διακήρυσσε μέ βεβαιότητα, ὅτι ὁ καπιταλισμός θά ἀποδυναμώση τόν ἐθνικισμό καί ὁ κομμουνισμός θά τόν ἐξαφανίση. Ἄν ζοῦσε τίς συγκλονιστικές μεταβολές τῆς τελευταίας δεκαετείας τοῦ Κ' αἰώνα, ἰδιαίτερα μέ τή ραγδαία ἀναρρίπηση ἀκραίων ἤ καί νοσηρῶν ἐθνικιστικῶν καί θρησκευτικῶν φαινομένων μετά τή διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως (25 Δεκ. 1991) σέ ὅλους τούς ὑπό κομμουνιστικά καθεστῶτα λαούς, τότε θά ἀναθεωροῦσε τίς ἀπόψεις του ἐκεῖνες, ὅπως θά ἀναθεωρήσουν στό μέλλον τίς ἀπόψεις τους καί ὅσοι προβάλλουν τό σύγχρονο πλασματικό ἰδεολόγημα τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν γιά νά πλήξουν τήν ἐθνική ἡ καί τήν θρησκευτική συνείδηση τῶν λαῶν εἴτε ὡς πρόταση ἑνός ἀνερματίστου ἐκσυχρονισμοῦ τοῦ κράτους ἤ καί ὡς μία ἀνάγκη προσαρμογῆς τῆς κοινωνίας στό νέο διεθνιστικό σχεδίασμα τῆς παγκοσμιοποιήσεως.

κεφάλαιο 3 >>

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.