ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΥΣ (κεφάλαιο 3)

3. Ἡ συνταγματική σύνθεση συναλληλίας καί ὁμοταξίας στήν Ἑλλάδα

Τό σύγχρονο συνταγματικό καί θεσμικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στήν Ἑλλάδα, ὅπως αὐτό καθορίσθηκε μέ τίς νέες διατάξεις στά περί θρησκείας ἄρθρα (1,13,16,18,105,119 κ.ἄ.) τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (1975) καί ἀναπτύχθηκε μέ τό θεσμικό νόμο τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας (ν. 590/1977) ἀποτελεῖ μία ὥριμη, ρεαλιστική καί ἰσόρροπη σύνθεση τῶν ἀντίρροπων τάσεων μιᾶς τραγικῆς διαλεκτικῆς ἄντιπαραθέσεως στό νεώτερο ἑλληνικό κράτος μεταξύ τῆς διαχρονικῆς ἀρχῆς τῆς συναλληλίας καί τῆς νεώτερης ἐκκοσμικευμένης πολιικῆς θεωρίας τῶν φιλοσοφικῶν προτάσεων καί ἰδεολογικῶν συστημάτων τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως. Οἱ συνέπειες τῆς τραγικῆς αὐτῆς διαλεκτικῆς ὑπῆρξαν ὀδυνηρές ὄχι μόνο γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τό νεώτερο ἑλληνικό κράτος, ἀφοῦ ὁ ἑλληνικός λαός παρέμεινε πάντοτε προσηλωμένος στή μακραίωνη πνευματική του κληρονομία καί ἀντιμετώπισε μέ εὔλογη καχυποψία τή δυναστική ἐπιβολή ἀπό τή νομοθεσία τοῦ διαπρεποῦς προτεστάντη καί μέλους τῆς ἀντιβασιλείας Η.- G . von Maurer , τοῦ πνεύματος, τῶν νεοφανῶν ἀντιεκκλησιαστικῶν τάσεων τῆς πολιτικῆς θεωρίας τῆς Δύσεως, οἱ ὁποῖες ἐπηρέασαν καί τή νομοθεσία τοῦ νεοσυστάτου ἑλληνικοῦ κράτους γιά τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας στήν αὐταρχική κρατική ἐξουσία ( νόμοι Σ΄ καί ΣΑ΄ /1852).

Βεβαίως, τό ἰδιαίτερα ἐπαχθές γιά τήν Ἐκκλησία νομθετικό συνταγματικό αὐτό πλαίσιο βελτιώθηκε σταδιακά, ἀλλ' ἡ ἀρχή τῆς νομοκρατούσας Πολιτείας περιόριζε τήν εὐρύτητα τῶν συνταγματικῶν ἐπιταγῶν στά στενά ὅρια τῶν περιστασιακῶν ἐπιλογῶν ἤ σκοπιμοτήτων τῆς νομοθετικῆς ἤ καί τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας, τά ὁποῖα ἐπέτρεπαν συνήθως τήν αὐθαίρετη ἤ καί τήν καταχρηστική, ἀλλά πάντοτε συσταλτική ἑρμηνεία τους ἀπό τή Δημόσια Διοίκηση καί κατά κανόνα πάντοτε εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, εἶναι σχεδόν ἀδύνατη ἡ παρακολούθηση τοῦ λαβυρίνθου τῶν συνεχῶν καί αὐθαιρέτων νομοθετικῶν παρεμβάσεων τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας μετά τά μέσα τοῦ ΙΘ΄ αἰώνα στά ἐσωτερικά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι σχεδόν ἀπίστευτη ἡ συστηματική ἄρνηση ὅλων τῶν δημοκρατικῶν κυβερνήσεων τοῦ Κ΄ αἰώνα νά προτείνουν στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων τήν ψήφιση ἑνός Καταστατικοῦ χάρτη τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος θά ρύθμιζε τό ὅλο θεσμικό πλαίσιο τῆς διοικήσεως, ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας συμφώνως πρός τίς συνταγματικές ἐπιταγές καί πρός τούς συνταγματικῶς κατοχυρωμένους ἱ. κανόνες. Ἔτσι, μόνο κάποια Δικτατορία (1923,1968) ἤ κάποια ξένη Κατοχή (1943) προσέφεραν γιά διάφορες σκοπιμότητες Καταστατικούς χάρτες, οἱ ὁποῖοι ἐτροποποιοῦντο ἤ καταργοῦντο μέ μονομερεῖς ἤ καί αὐθαίρετες νομοθετικές πράξεις τῆς Πολιτείας ἀμέσως μετά τήν ἀποκατάσταση δημοκρατικοῦ ἤ ἐλευθέρου βίου ἀντιστοίχως, χωρίς ὅμως νά μετριασθῆ καί πάλιν ὁ πλήρης ἔλεγχος τῆς Πολιτείας στήν ὅλη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας.

Τό ἰσχῦον ὅμως Σύνταγμα τοῦ 1975 ἀντιμετώπισε ὄχι μόνο μέ τή δέουσα ἱστορική ὑπευθυνότητα, ἀλλά καί μέ προφανῆ πολιτική διορατικότητα τή νέα προοπτική τῶν σχέσεων τοῦ Κράτους μέ τήν Ἐκκλησία ὑπό τό πνεῦμα τῆς διακριτικῆς προσαρμογῆς τοῦ νέου συνταγματικοῦ πλαισίου στίς βασικές ἀρχές τοῦ νεωτέρου νομικοῦ πολιτισμοῦ τόσο γιά τόν συμβατικό καθορισμό τοῦ ρόλου τῆς θρησκείας στό σύγχρονο κράτος, ὅσο καί γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἀρχῆς τῆς θρησκευτικῆς ελευθερίας καί τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρά τίς ἀρχικές ἀκραῖες προτάσεις τῶν εἰσηγητῶν τοῦ πρώτου σχεδίου Συντάγματος περί χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὁ συντακτικός νομοθέτης προσέφερε στά ἄρθρα 3 καί 13, ὅπως καί στά ἄλλα περί θρησκείας ἄρθρα τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος ὄχι μόνο μία ἰσόρροπη σύνθεση τῆς μακραίωνης ὀρθοδόξου παραδόσεως μέ τή σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη πολιτική θεωρία, ἀλλά καί ἔνα σταθερό συνταγματικό πλαίσιο νέων θετικῶν διατάξεων, οἱ ὁποῖες περιορίζουν ἐφεξῆς τήν εὐχέρεια τοῦ κοινοῦ νομοθέτη νά παρερμηνεύη μέ νομικά πλάσματα ἤ καί μέ αὐθαιρέτους νομικούς συλλογισμούς τό σαφές βούλημα τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτη. Εἰδικώτερα, οἱ νέες προσθῆκες στίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 3 καί 13 ἐπιβάλλουν σαφῶς καί ἀπεριφράστως μία καί μόνη αὐθεντική ἑρμηνεία τοῦ νέου συνταγματικοῦ πλαισίου τόσο γιά τούς εἰσαγόμενους «διακριτούς ρόλους» Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὅσο καί γιά τήν πλήρη ἐσωτερική αὐτονομία τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Ἔτσι, ἐξηγεῖται λ.χ. ἡ πολύ σημαντική νέα διατύπωση καί μέ νέα στοιχεῖα τοῦ ἐδαφ. γ' τῆς παραγρ. 1 τοῦ ἄρθρου 3 τοΰ Συντάγματος γιά τήν ὀργάνωση, τή διοίκηση καί τή λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: «... Εἶναι αὐτοκέφαλος καί διοικεῖται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιερέων (=τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας) καί τῆς ἐκ ταύτης προερχομένης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, συγκροτουμένης ὡς ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει, τηρουμένων τῶν διατάξεων τοΰ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς κθ' (29) Ἰουνίου τοΰ ἔτους 1850 καί τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 4ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1928».

Συνεπῶς, εἶναι ὀρθό τό συμπέρασμα τῶν διαπρεπῶν νομικῶν Ἀριστ. Μάνεση καί Κωνστ. Βαβούσκου στήν κοινή γνωμάτευσή τους (1975) γιά τό νέο συνταγματικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ὅπως τονίζεται μέ χαρακτηριστική ἔμφαση στή γνωμάτευση αὐτή, μέ τήν ἀνωτέρω συνταγματική διάταξη «ὁ συντακτικός νομοθέτης δέν ἐγκαταλείπει τήν ρύθμιση τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον ἐλευθέραν ἤ καί αὐθαίρετον ἐκτίμησιν τοῦ κοινοῦ νομοθέτου, ἀλλά θεσπίζει περιορισμούς πρός ἐξασφάλισιν τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι κρατικῶν ἐπεμβάσεων, ἀνεπιτρέπτων κατά τούς ἐκκλησιαστικούς κανόνας, τοῦ λοιποῦ δέ καί κατ' αὐτο τοῦτο τό Σύνταγμα» ( Ἐκκλησία, 52, 1975, 305). Οἱ συγκεκριμένες νέες διατάξεις τοῦ ἄρθρου 3, παράγρ. 1, ἐδαφ. γ' τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, ὑπό ὁποιαδήποτε συσταλτική ἑρμηνεία τῆς παραγράφου, εἰσάγουν τούς ἀκόλουθους περιορισμούς γιά τόν κοινό νομοθέτη στόν εὐαίσθητο χῶρο τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἤτοι:

α΄. Ἀνώτατη ἐκκλησιαστική ἀρχή ἀναγνωρίζεται γιά πρώτη φορά ρητῶς ἀπό τό Σύνταγμα (1975) ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας («διοικεϊται ὑπό τῆς Ἵερᾶς Συνόδου τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιερέων»), ἀντί τῆς ἐπικίνδυνης ἀοριστίας τῆς ἀντίστοιχης διατάξεως τοῦ Συντάγματος τοῦ 1952 («διοικεῖται ὑπό Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχιερέων»), ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ κυρία πηγή ὅλων σχεδόν τῶν αὐθαιρέτων ἐπεμβάσεων τῆς νομοκρατούσας Πολιτείας στήν ἐσωτερική διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.

β΄. Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἀναγνωρίζεται συνταγματικῶς καί ὁρίζεται γιά πρώτη φορά κατ' ἀναφοράν πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἀπό τήν ὁποία πρέπει νά προέρχεται καί πρός τήν ὁποία πρέπει νά ἀναφέρεται, ἐνῶ ἡ συγκρότησή της καθορίζεται ἀπό τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐκκλησίας, συμφώνως πρός τίς σχετικές διατάξεις τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1850 καί τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928, ὥστε νά ἀποκλείονται οἱ συνήθεις αὐθαίρετες καί ὁπωσδήποτε καταχρηστικές παρεμβάσεις στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας σέ περιόδους ἐκτροπῆς ἀπό τό δημοκρατικό πολίτευμα ἤ ἀπό τή συνταγματική τάξη («Ἀριστίνδην σύνοδοι» κ.λπ.).

γ΄. Ὁ Καταστατικός χάρτης τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται ρητῶς γιά πρώτη φορά ὡς ἐκτελεστικός θεσμικός νόμος μέ αὐξημένο τυπικό κῦρος, ἀφοῦ προβάλλεται πλέον ὡς ὁ αὐθεντικός ἐκφραστής τοῦ βουλήματος τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτη τόσο γιά τήν ὀργάνωση, ὅσό καί γιά τή λειτουργία τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἀναγνωρίζεται στήν Ἐκκλησία τό σημαντικό δικαίωμα ἀσκήσεως αὐτοτελοῦς νομοθετικῆς ἐξουσίας μέ Κανονισμούς ἤ Κανονιστικές ἀποφάσεις γιά τή ρύθμιση ἐσωτερικῶν ζητημάτων πίστεως καί ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικῦ σώματος ( sacra interna corporis ), δημοσιεύονται ἀπό τήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως χωρίςὁποιαδήποτε παρέμβαση τῆς ὀργανωτικῆς κρατικῆς ἐξουσίας.

δ) Οἱ διατάξεις τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου (1850) καί τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως (1928) κατοχυρώνονται ρητῶς γιά πρώτη φορά σέ συνταγματικό κείμενο μέ τό ἄρθρο 3 παράγρ. 1 καί 2 καί ἐπιτάσσεται ἡ τήρησή τους τόσο ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅσο καί ἀπό τήν Πολιτεία, ἡ ὁποία ὅμως πρέπει νά καθορισθῆ στόν Καταστατικό χάρτη τῆς Ἐκκλησίας μέ τή σύμφωνη γνώμη τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔγινε πράγματι μέ τόν ψηφισθέντα ἀπό τήν ἴδια Συντακτική Βουλή ἰσχύοντα Καταστατικό χάρτη (ν. 590/1977).

ε΄. Ἡ συνταγματική κατοχύρωση τῆς ἀρχῆς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας μέ τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος γιά ὅλες τίς ἀναγνωρισμένες ἀπό τό Κράτος θρησκεῖες ἐγγυᾶται τόν σεβασμό ἀπό τήν Πολιτεία ὅλων τῶν ἐλευθεριῶν καί τῶν δικαιωμάτων γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς πνευματικῆς τους ἀποστολῆς, γι' αὐτό ὅλα τά ζητήματα τῆς ἐσωτερικῆς λειτουργικῆς καί πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάγονται στίς ἀρχές τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος καί ἀνιμετωπίζονται μέ Κανονισμούς Κανονιστικές ἀποφάσεις, συμφώνως πρός τίς σχετικες ἐξουσιοδοτήσεις τοῦ Καταστατικοῦ χάρτη (ἄρθρ. 35 κἑξ.).

Ἡ νέα αὐτή ἑρμηνεία τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἔχει ὡς ἀφετηρία τήν παραδοσιακή ἀρχή τῆς «συναλληλίας» καί κατατείνει πρός τή συμβατή μορφή πρός τή σύγχρονη πολιτική θεωρία ἀρχή τῆς «ὁμοταξίας» στίς σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως ὀρθῶς παρατήρησαν στήν ἐκτενῆ σχετική γνωμάτευσή τους (1975) οἱ κορυφαῖοι νομικοί Ἀριστ. Μάνεσης καί Κωνστ. Βαβοῦσκος, θεμελιώνοντας τό συμπέρασμά τους αὐτό σέ μία κριτική ἀξιολόγηση ὅλων τῶν σχετικῶν παλαιῶν καί νέων συνταγματικῶν διατάξεων ὑπό τό φῶς καί τῶν σχετικῶν συζητήσεων στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων: «Ὕπό τό ἰσχῦον Σύνταγμα οἱ σχέσεις μεταξύ Κράτους καί Ἐκκλησίας χαρακτηρίζονται ἀπό τήν τάσιν ἀμοιβαίας ἀποδεσμεύσεως καί ἀπαλλαγῆς αὐτῶν ἐξ ὡρισμένων ἐμπλοκῶν, τάς ὁποίας, ὡς ἐκ τῆς φύσεώς του, ἔχει προκαλέσει εἰς τάς σχέσεις των, ἐπί ζημίᾳ ἀμφοτέρων, τό ζήτημα τῆς νόμῳ κρατούσης Πολιτείας. Δέον νά θεωρηθῇ βέβαιον, ὅτι τό νέον Σύνταγμα ἀφίσταται τοῦ ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἰσχύσαντος ἠπίου πολιτειοκρατικοῦ συστήματος, τοῦ γνωστοῦ ὡς συστήματος τῆς νομοκρατούσης Πολιτείας... Χωρίς δέ βεβαίως νά φθάνη μέχρι τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, πλησιάζει οὐχ ἧττον πρός τό λεγόμενον σύστημα τῆς ὁμοταξίας. Ἡ σημερινή φάσις τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὡς ἔχει ἀποκρυσταλλωθῆ εἰς τό νέον Σύνταγμα καί ἰδίως εἰς τό ἄρθρ. 3, παρ. 1. ἐδ. γ' αὐτοῦ δύναται νά λεχθῇ, ὅτι εὑρίσκεται εἰς τό μεταίχμιον μεταξύ τοῦ συστήματος τῆς νόμῳ κρατούσης Πολιτείας καί ἑνός καθεστῶτος συναλληλίας. Διότι σαφής τυγχάνει ἡ βούλησις τοῦ συνταγματικοῦ νομοθέτου, ὅπως ἡ Ἐκκλησία παύσῃ νά ὑποκειται εἰς τήν Πολιτείαν, ἑκατέρας τούτων ἀσχολουμένης μέ τά καθ' ἑαυτήν ἴδια ζητήματα, ἀμφοτέρων δέ συνεργαζομένων ἐν ἰσοτιμίᾳ διά τά κοινά» ( Ἐκκλησία, 52, 1975, 310).

Ὕπο τήν ἔννοια αὐτή, ὁ Καταστατικός χάρτης (ν. 590/1977) ψηφίσθηκε ἀπο τήν ἴδια Συντακτική Βουλή, ἡ ὁποία ψήφισε καί τό ἰσχῦον Σύνταγμα (1975), γι' αὐτό καί ὄχι μόνο ἀποτελεΐ μία αὐθεντική καί συναινετική νομοθετική ἀνάπτυξη τοῦ νέου συνταγματικοῦ πλαισίου, ἀλλά καί ἀποκλείει ὁποιαδήποτε ἄλλη χρηστική ἤ καταχρηστική ἑρμηνεία ἀπό τόν κοινό νομοθέτη. Συνεπῶς, οἱ συνήθως διατυπούμενες ἐπιπόλαιες νομικές γνῶμες γιά τήν ὑποτιθέμενη εὐχέρεια τοῦ κοινοῦ νομοθέτη νά νομοθετῆ ἐλεύθερα ἤ καί ἀπροϋπόθετα γιά ὅλα τά ζητήματα σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀκόμη καί γιά τήν κήρυξη τοῦ χωρισμοῦ, εἶναι ὄχι μόνο τελείως ἀβάσιμες, ἀλλά καί ἀπολύτως ἐσφαλμένες, ἀφοῦ εἶναι ἀντίθετες πρός τό σαφές βούλημα τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτη, τό ὁποῖο ἐκφράσθηκε τόσο κατά τή συζήτηση τῶν νέων διατάξεων τῶν ἄρθρων 3 καί 13 τοῦ Συντάγματος, ὅσο καί στόν Καταστατικό χάρτη τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι στήν Εἰσηγητική ἔκθεση τοῦ ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων Γεωργ. Ράλλη γιά τόν Καταστατικό Χάρτη τονίζεται μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση, ὅτι «Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ διά τῶν ἄρθρων 3 καί 13 τοῦ ἐν ἰσχύι Συντάγματος κατοχυρούμενοι ἱ. κανόνες, ἀλλ' αἱ διά τῶν περί θρησκείας ἄρθρων τοῦ Συντάγματος καθοριζόμεναι σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἰς τήν Ἑλλάδα καθιστοῦν ἀναγκαίαν τήν θέσιν τῶν πλαισίων, ἐντός τῶν ὁποίων αἱ σχέσεις αὐταί διαμορφοῦνται. Οἱ ὑπό τῆς Βουλῆς ψηφιζόμενοι Καταστατικοί νόμοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος χαράσσουν ἀκριβῶς τά πλαίσια αὐτά, χωρίς νά θίγουν τήν κατά συνταγματικήν ἐπιταγήν τήρησιν τῶν ἱ. κανόνων ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διό καί ἀποτελοῦν βασικά κείμενα διά τήν ἀπρόσκοπτον συνεργασίαν μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας».

Συνεπῶς, ἐνῶ ρυθμίσθηκαν μέ λεπτομερεῖς διατάξεις ὅλες οἱ θεσμικές λειτουργίες τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, συμφώνως πρός τίς παλαιές καί τίς νέες διατάξεις τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, ὅλα τά ἄλλα ἐσωτερικά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας ( sacra interna corporis ) ἀφέθηκαν στήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας μέ ἕνα εὐρύτατο μάλιστα κύκλο ἐξουσιοδοτήσεων γιά τήν ἄσκηση αὐτοτελοῦς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπί τῇ βάσει ὅμως τοῦ ἄρθρου 13 καί ὄχι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος . Πράγματι, στήν Εἰσηγητική Ἔκθεση (στοιχ. ιδ') ὑπογραμμίζεται, ὅτι «». παρεσχέθη εἰς τά ἁρμόδια ἐκκλησιαστικα ὄργανα ἐξουσιοδότησις ρυθμίσεως διά Κανονιστικῶν Ἀποφάσεων εἰδικῶν ἐσωτερικῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας, συμφώνως πρός τά περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας διατάξεις τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος . Ὅπως ἐπισημαίνει ὀρθῶς ὁ Εὐ. Βενιζέλος ( Οἱ σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας, σελ. 28), ἀνεξάρτητα ἄπο τόν χαρακτηρισμό τοῦ τύπου τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας, εἶναι σαφές «πρῶτον, ὅτι τίθενται ἐκ τοῦ Συντάγματος ὅρια στήν παρέμβαση τοῦ κοινοῦ νομοθέτη καί τῶν ἄλλων κρατικῶν ὀργάνων στά τῆς Ἐκκλησίας καί, δεύτερον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία περιβάλλεται μέ συνταγματικές ἐγγυήσεις ὡς ὑποκείμενο τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας». Πράγματι, ὡς ὑπεύθυνος γιά τήν τελική διαμόρφωση τοῦ νέου νομικοῦ πλαισίου, ὀφείλω νά ἐπισημάνω ὅτι οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας περιγράφονται στόν Καταστατικό χάρτη ὑπό τή συμβατική ἔννοια τῆς ἀρχῆς της «ὁμοταξίας», ἀλλά μέ τόν ρητό περιορισμό τῶν συγκεκριμένων τομέων συνεργασίας Κράτους καί Ἐκκλησίας, σέ σύγκριση μάλιστα πρός τή μεγάλη εὐρύτητα τῶν τομέων συνεργασίας στό παλαιό παραδοσιακό σύστημα τῆς συναλληλίας. Τό συμπέρασμα αὐτό συνάγεται καί ἀπό μία ἁπλῆ σύγκριση τῶν σχετικῶν “ Τίτλων ” (β' καί γ') τῆς Ἐπαναγωγῆς τοῦ ἱ. Φωτίου πρός τό ἄρθρο 2 τοῦ Καταστατικοῦ χάρτη, ὁ ὁποῖος θά μποροῦσε νά παραλληλισθῆ ἀπολύτως πρός τά Κογκορδάτα τῆς δυτικῆς πρακτικῆς γιά τή συμβατική ρύθμιση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους . Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ διακριτικός διοικητικός διαχωρισμός Ἐκκλησίας καί Κράτους ἔχει ἤδη πραγματοποιηθῆ στό ἰσχῦον Σύνταγμα, χωρίς μάλιστα ἐπικίνδυνες ρωγμές στήν ὀρθόδοξη παράδοση γιά τή συναλληλία τῶν σχέσεών τους, γι' αὐτό καί στίς πρόσφατες περιόδους ἐντάσεως τῶν σχέσεων αὐτῶν εἶναι συστηματική ἡ ἀναφορά στούς «διακριτούς ρόλους» τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας. Βεβαίως, ὅταν χρησιμοποιοῦν εὐκαίρως ἀκαίρως τόν λογότυπο «διακριτοί ρόλοι» τονίζουν κυρίως τό ἐπίθετο «διακριτοί» καί παραθεωροῦν ἀκρίτως τό οὐσιαστικό «ρόλοι», γι' αὐτό εἶναι προφανής ἡ σύγχυση ὅρων καί ἐννοιῶν. Ἄν ὅμως οἱ «διακριτοί ρόλοι» δέν ἀπέρρεαν ἀπό τίς σχετικές διατάξεις τοῦ Συντάγματος καί δέν εἶχαν μία σαφῆ νομοθετική περιγραφή στόν Καταστατικό χάρτη, τότε ἡ συνεχής ἀναφορά σέ αὐτούς θά κινδύνευε νά χαρακτηρισθῆ ὡς μία ἀλυσιτελής «λήψη τοῦ ζητουμένου».

Ἐντούτοις, ἐπειδή οἱ «διακριτοί ρόλοι» εἶναι σαφῶς περιγεγραμμένοι, γι' αὐτό εἶναι εὔλογη καί ἡ συνεχής ἀναφορά σέ αὐτούς, εἰδικώτερα ὅταν διαπιστώνεται μία διαφορετική κατανόηση ἤ ἑρμηνεία τους ὡς πρός τόν χαρακτήρα ἑνός συνθέτου ζητήματος ἤ ὅταν προκύπτουν συγχύσεις ὡς πρός τά ὅρια τῶν «διακριτῶν ρόλων», ὅπως συμβαίνει καί σέ κάθε σύγχρονη διαφωνία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας γιά μία σειρά ζητημάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος. Συνεπῶς, ἐφ' ὅσον τό σχετικό συνταγματικό πλαίσιο καί ἡ ὀρθή καταστατική ἑρμηνεία του παραμένουν ἀμετάβλητα, οἱ «διακριτοί ρόλοι» Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι ἀντικειμενικῶς περιγεγραμμένοι, γι' αὐτό καί ἡ ὁποιαδήποτε σύγχυση ἁρμοδιοτήτων σέ ὁρισμένα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος ζητήματα δέν εἶναι δυνατόν πλέον νά προκαλῆ ἐπικίνδυνες ἐντάσεις ἤ καί κρίσεις στήν εὔρυθμη λειτουργία τῶν συμβατικῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Βεβαίως, ἀποστολή τῆς Πολιτείας εἶναι νά προλάβη τίς ἐντάσεις αὐτές ἤ ἔστω νά τίς θεραπεύση μέ μία συναινετική ἀντιμετώπιση τῆς ὁποιασδήποτε συγχύσεως σέ κάθε ἐπίμαχο ζήτημα. Ἄλλωστε, ἡ μονομερής ἤ καί αὐθαίρετη περιγραφή ἀπό τήν Πολιτεία ὄχι μόνο τοῦ δικοῦ της ρόλου, ἀλλά καί τοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τελείως ἀντίθετη τόσο πρός τό βούλημα τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτη, ὅσο καί πρός κάθε ἔννοια «διακριτῶν ρόλων» στή λειτουργία τῶν σχέσεών τους, μέ ἐπικίνδυνες πάντοτε συνέπειες γιά τήν κοινωνική συνοχή τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.

Εἶναι λοιπόν εὐνόητο τό ἐρώτημα, ἄν οἱ πρόσφατες ἐντάσεις μέ ἐρέθισμα ἕνα συγκεκριμένο κύκλο ζητημάτων ( ἐκκλησιαστική περιουσία, ἀναγραφή θρησκεύματος στίς ταυτότητες, πολιτική κηδεία, ὑποχρεωτικός γάμος, τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στή δημόσια ἐκπαίδευση κ.λπ.) ἦσαν μία ἁπλῆ συνέπεια συγχύσεως ἁρμοδιοτήτων καί ρόλων ἤ μήπως ἦσαν ἡ ἀπαρχή μιᾶς ἐνδιάθετης ἤ καί μεθοδευμένης τάσεως γιά μία σταδιακή ἐπιστροφή στίς ἰδεολογικές ἀγκυλώσεις τοῦ προσφάτου παρελθόντος, μέ προφανῆ μάλιστα στόχο τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας στήν κυρίαρχη βούληση τῆς Πολιτείας καί κατά συνέπεια τήν ἀποδυνάμωση τῆς κοινωνικῆς της ἐπιρροῆς; Ἄν συμβαίνη τό πρῶτο, ἄν δηλαδή εἶναι μία περιστασιακή συγχύση ἁρμοδιοτήτων ἤ ρόλων, τότε τά πράγματα εἶναι ἰάσιμα καί δέν θά ὁδηγήσουν τελικά σέ μία θεσμική κρίση σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους. Ἄν ὅμως συμβαίνη τό δεύτερο, ἄν δηλαδή εἶναι μία θεωρητική ἤ ἰδεολογική ἀμφισβήτηση τοῦ αὐτοτελοῦς ρόλου τῆς Ἐκκλησίας στήν ἑλληνική κοινωνία, τότε ἡ ἔνταση ὁπωσδήποτε θά μποροῦσε νά κλιμακωθῆ τελικά σέ μία ἐπικίνδυνη κρίση σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, μέ ἀπρόβλεπτες μάλιστα συνέπειες γιά τό μέλλον. Βεβαίως, ἡ Πολιτεία διακηρύσσει ὅτι πρόκειται γιά μία ἁπλῆ σύγχυση ἁρμοδιοτήτων ἤ ρόλων μέ κύρια μάλιστα ὑπεύθυνη τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν εὔλογη ἀνησυχία ὅτι πρόκειται γιά μία συστηματική ἀμφισβήτηση τοῦ αὐτοτελοῦς πνευματικοῦ ρόλου της στήν ἑλληνική κοινωνία, μέ κυρία μάλιστα ὑπεύθυνη τήν Πολιτεία. Ὡστόσο, οἱ ὁποιεσδήποτε περιστασιακές ἀντιπαραθέσεις μεταφέρονται κατά κανόνα ἀπό τά συγκεκριμένα ἐπί μέρους πρακτικά ζητήματα στίς θεωρητικές ἀρχές τοῦ ὑφισταμένου συνταγματικοῦ πλαισίου σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, τό ὁποῖο ὅμως ἐπίσημα δέν ἀμφισβητεῖται αὐτό καθ' αὐτό, ὡς συνάγεται ἀπό τη μή ὑποβολή προτάσεων γιά τήν τροποποίηση τῶν περί θρησκείας ἄρθρων τοῦ Συντάγματος στίς μετά τήν ψήφισή του συγκληθεῖσες δύο ἀναθεωρητικές Βουλές (2000-2004, 2007-2009). Ἡ εὐθύνη αὐτή τῆς Πολιτείας ἐκφράζεται ἤ πρέπει νά ἐκφράζεται εἰδικώτερα στό ὅλο θεσμικό πλαίσιο τῶν σχέσεών της μέ τήν Ἐκκλησία, μέ σεβασμό πάντοτε πρός τά συμβατά μέ τή σύγχρονη πολιτική θεωρία διαχρονικά κριτήρια:

Πρῶτον, ἡ Ἐκκλησία καί τό Κράτος, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ποικιλία τῶν μορφῶν ἤ συστημάτων στήν ἱστορική ἐξέλιξη τῶν σχέσεών τους, εἶναι κατά τή φύση τους καί κατά τήν ἀποστολή τους δύο αὐτοτελεῖς καί τέλειες κοινωνίες, οἱ ὁποῖες μποροῦν νά ὑπάρχουν καί νά πραγματοποιοῦν τούς σκοπούς τους ἀνεξάρτητα ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη ἤ καί νά συνεργάζονται ἁρμονικά, εἰδικώτερα ὅταν ἡ ἑτερόκεντρη ἀποστολή τους ἔχει ἱστορικό βάθος καί ἀναφέρεται στό ἴδιο κοινωνικό σύνολο.

Δεύτερον, ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους στήν κοινωνία, ἡ ὁποία ἐκφράσθηκε στή διαχρονική διαλεκτική ἀντιμετώπιση τῶν σχέσεών τους μέ τόν ἐπιτυχῆ τυπολογικό παραλληλισμό «ψυχῆς» καί «σώματος» στόν ἄνθρωπο, προσδιορίζει, σέ μεγαλύτερο ἤ μικρότερο βαθμό, ἀφ' ἑνός μέν τόν καθαρῶς πνευματικό χαρακτήρα τῆς ἄποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας κατ' ἀναφοράν πρός τόν κοσμικό χαρακτήρα τῆς ἀποστολῆς τοῦ Κράτους, ἀφ' ἑτέρου δέ τήν ἰδιαιτερότητα τῶν «διακριτῶν ρόλων» τούς κατά τήν ἀναφοράν τους στό κοινό σῶμα τῆς κοινωνίας.

Τρίτον, οἱ «διακριτοί ρόλοι» τους, ἀνεξάρτητα ἀπό τή θεοκεντρική ἤ τήν ἀνθρωποκεντρική ἑρμηνεία τῆς προελεύσεως τῆς ἱερατικῆς ἤ καί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, καθορίζονται πάντοτε μέ κοινό γνώμονα τήν ἰδιαιτερότητα ὄχι μόνο τῆς φύσεως, ἀλλά καί τῆς ἀποστολῆς τους στήν κοινωνία, ἀφοῦ ἡ κοινή τους ἀναφορά στό ἴδιο κοινωνικό σῶμα καθιστᾶ ἀναγκαία τόσο τή διακριτική πρόληψη ἀνεπιθύμητων ἀναπόφευκτων συγχύσεων, ὅσό καί τή συναινετική κατοχύρωση τοῦ τρόπου ἐφαρμογῆς τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου λειτουργίας τῆς συνεργασίας.

Τέταρτον, τό σύστημα τῆς συναλληλίας ἤ τῆς συμφωνίας τόσο τῶν δύο ἐξουσιῶν, ὅσο καί τῶν θεσμικῶν ἐκπροσώπων Κράτους καί Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ὥριμος καρπός τῆς διαχρονικῆς συνειδητοποιήσεως τῆς ἐπιτακτικῆς ἀνάγκης συνεργασίας τους μέ κοινό κίνητρο τό συμφέρον τοῦ λαοῦ, ἤτοι καί ἀνεξάρτητα ἀπο τή χριστιανική διδασκαλία γιά τήν ἱερότητα τῆς προελεύσεως τῶν ἐξουσιῶν τους, γι' αὐτό καί τό σύστημα τῆς συναλληλίας στά βασικά τουλάχιστον στοιχεῖα, ἔχει μία διαχρονική ἰσχύ σέ κάθε προοπτική εἰλικρινοῦς καί ἰσότιμης συνεργασίας, ἐνῶ ἀντιτίθεται σέ κάθε πρόταση εἴτε ὑπαλληλίας τῶν σχέσεών τους ( καισαροπαπισμός, παποκαισαρισμός, πολιτειοκρατικά συστήματα κ.λπ.) ἤ καί χωρισμοῦ, ἐπαχθοῦς ἤ μή, τῶν δύο θεσμικῶν ἐκφρασεων τῆς ζωῆς τῶν χριστιανικῶν λαῶν, ἀφοῦ ἡ ἔννοια τοῦ χωρισμοῦ δέν εἶναι συμβατή πρός τήν πνευματική ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ὑπέρβαση τῶν ποικίλων ἐθνικιστικῶν, φυλετικῶν, ἰδεολογικῶν κοινωνικῶν διασπάσεων τοῦ κόσμου.

Πέμπτον, τό σύστημα τοῦ ἐπαχθοῦς ἤ μή χωρισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Πολιτεία, τό ὁποῖο μορφοποιήθηκε κυρίως μετά τή διάσπαση τοϋ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως ἀπό τήν προτεσταντική Μεταρρύθμιση (ΙΣΤ' αἰώνα), ἀξιοποιήθηκε συστηματικά ἀπό τήν ἐκκοσμικευμένη πολιτική ἐξουσία τόσο γιά τήν ἐπιβολή τῶν πολιτειοκρατικῶν τάσεων στίς δομές καί στή θεσμική λειτουργία τῶν κρατῶν, ὅσο καί γιά τήν ἄμεση ἀποδυνάμωσή τῆς κοινωνικῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνία ( Φεβρωνιανισμός, Ἰωσηφινισμός, νομοκρατοῦσα Πολιτεία κ.λπ.), ἐνῶ κορυφώθηκε στά ἀθεϊστικά φιλοσοφικά ἤ ἀντιθεϊστικά ἰδεολογικά συστήματα τῶν νεωτέρων χρόνων ( Μαρξισμός, Λενινισμός κλπ.).

Ἕκτον, ἡ διαλεκτική ἄντιπαράθεση τῶν παραδοσιακῶν ἀρχῶν πρός τίς νεώτερες προτάσεις τῆς πολιτικῆς θεωρίας γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, καίτοι ἐπικεντρώθηκε στήν ἐκκοσμίκευση ὅλων τῶν θεσμικῶν λειτουργιῶν τοῦ Κράτους, δέν ἦταν δυνατόν νά ἀγνοήση πλήρως ἤ ἀζημίως τήν ἄμεση πνευματική ἐπιρροή τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνία. Ἔτσι, οἱ ὑπέρμαχοι τῶν νέων πολιτικῶν θεωριῶν, καίτοι χρησιμοποιοῦσαν τήν τακτική τῶν ἀντικληρικῶν ἤ καί ἀντιεκκλησιαστικῶν Λιβελλογραφημάτων γιά τή διόγκωση τῆς ὅποιας ἀδυναμίας ἀδυναμίας ἤ ἱστορικῆς παθολογίας τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις δέν ἀπέρριπταν μία συμβατική ρύθμιση τῶν σχέσεων τοῦ Κράτους μέ τήν Ἐκκλησία, γι' αὐό ἐνέταξαν τήν ἀνάγκη μιᾶς συμβατικῆς ρυθμίσεως στά πλαίσια τοῦ συστήματος τῆς «ὁμοταξίας» (Κογκορδάτα), ὥστε νά ἀποφευχθοῦν ἐπικίνδυνες ἀντιθέσεις ἤ ρωγμές στήν κοινωνική συνοχή τῶν κρατῶν, οἱ ὁποῖες συνδέθηκαν πάντοτε γιά τραγικές συνέπειες ὄχι μόνο γιά τήν Ἐκκλησία,, ἀλλά καί γιά τήν Πολιτεία ( διωγμοί, θρησκευτικοί πόλεμοι, κατάλυση τῆς ἀρχῆς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἤ ἀνοχῆς κ.ἄ.).

Ἕβδομον, ἡ ὑποκριτική, ἀντιφατική ἤ καί ἀθέμιτη συζυγία τῆς κρατικῆς ἐξουσίας μέ τή νεώτερη ἀντιεκκλησιαστική ἤ καί ἀθεϊστική ἰδεολογία, ἡ ὁποία ἀξίωνε στό παρελθόν καί ἀξιώνει συνεχῶς τόν ἐπαχθῆ χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους, ἀπορρίφθηκε ἀπό τή χριστιανική κοινωνία καί μάλιστα μέ ἐντυπωσιακό τρόπο, ὅπως διαπιστώθηκε μετά τή διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως (25 Δεκ. 1991) καί ἡ ραγδαία κατάρρευση ὅλων τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ. Ἐν τούτοις, οἱ ἰδεολογικές ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος ἀναζητοῦν στό σύγχρονο ἰδεολόγημα τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν νέους ἔμμεσους τρόπους παρεμβάσεως στή θεσμική λειτουργία τοῦ Κράτους γιά τήν ἐξουδετέρωση τῆς κοινωνικῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἀνασύρουν στό προσκήνιο τόσο τίς ἀβάσιμες, ὅσο καί τίς συκοφαντικές ἰδεολογικές προλήψεις τοῦ παρελθόντος, ἤτοι γιά τόν δῆθεν ἀρνητικό ρόλο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἤ καί τοῦ κλήρου γενικώτερα στή ζωή τῶν χριστιανικῶν λαῶν, γιά νἀ ἀμφισβητήσουν ἤ καί νά ἀπορρίψουν τόν παραδοσιακό θεσμικό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στή ζωή τῶν χριστιανικῶν λαῶν.

Ὄγδοον, ἡ ἀκλόνητη ἱστορική ἀντοχή τῆς πνευματικῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κοινωνία, καίτοι ἐνοχλεῖ τούς ἰδεολογικούς πολεμίους της, ἐκφράζει τήν κυρίαρχη βούληση τῶν λαῶν, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀποτυπώνεται συναινετικῶς τόσο στό συνταγματικό πλαίσιο, ὅσο καί στίς εἰδικώτερες ἐπιλογές τῶν συντεταγμένων λειτουργιῶν τοῦ Κράτους ( νομοθετικῆς, ἐκτελεστικῆς, δικαστικῆς ), ὅπως συμβαίνει λ.χ. στό ἑλληνικό κράτος, ὥστε νά προλαμβάνονται ἀνεπιθύμητες ἤ σκόπιμες παρερμηνεῖες (δογματικοί ἤ καί διοικητικοί κανόνες) καί νά θεραπεύονται ἐγκαίρως ἀπρόβλεπτες συγχύσεις ρόλων καί ἁρμοδιοτήτων Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως συμβαίνει λ.χ. σήμερον καί πάλιν στό ἑλληνικό κράτος.

Ἔνατον, τό συνταγματικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στήν Ἑλλάδα, ὅπως καθορίζεται κυρίως στά ἄρθρα 3 καί 13 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (1975), καθιέρωσε μία νέα, λειτουργική, ἁρμονική καί ἰσόρροπη σύνθεση τῆς ἀρχῆς τῆς «συναλληλίας» τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως μέ τήν ἀρχή τῆς «ὁμοταξίας» τῆς νεότερης πρακτικῆς τοῦ ἐκκοσμικευμενου κρατισμοῦ ( Κογκορδάτα ). Ὑπό τό πνεῦμα, μέ τίς νέες διατάξεις τῶν ἄρθρων 3 καί 13 ὁ συντακτικός νομοθέτης ὄχι μόνο ἀπέκλεισε ρητῶς κάθε πρόταση ἐπαχθοῦς χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους, ἀλλά περιόρισε ἐπίσης ρητῶς καί τήν εὐχέρεια τοῦ κοινοῦ νομοθέτη νά παρεμβαίνη σέ ζητήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως (ἄρθρο 3, παράγρ. 1) καί τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας (ἄρθρο 13), ὅπως συνάγεται καί ἀπό τίς συζητήσεις τῶν σχετικῶν ἄρθρων τοῦ Συντάγματος στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων.

Δέκατον, τό ἰσχῦον Σύνταγμα (1975), καίτοι ἀπέρριψε τήν πρόταση τοῦ ἐπαχθοῦς χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἐντούτοις καθιέρωσε ἕναν ἰδιότυπο διοικητικό διαχωρισμό τῶν ἐσωτερικῶν λειτουργιῶν τους («διακριτοί ρόλοι») καί ἐπέβαλε τήν ψήφιση εἰδικοῦ ἐκτελεστικοῦ νόμου ὡς τῆς μόνης αὐθεντικῆς ἑρμηνείας τοῦ νέου συνταγματικοῦ πλαισίου. Ὁ νόμος αὐτός ἀποτυπωθηκε στή συστηματική ἀνάπτυξη τῶν διατάξεων τοῦ Καταστατικοῦ χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ( ν.590/1977 ) ἀπό τήν ἴδια Συντακτική Βουλή (1974-77) καί ὑπό τή μορφή τῆς σαφοῦς νομοθετικῆς περιγραφῆς, ὅπως εἴδαμε, τόσο τῶν «διακριτῶν ρόλων», ὅσο καί τῶν τομέων θεσμικῆς συνεργασίας Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στό ἄρθρο 2 τοῦ Καταστατικοῦ χάρτη. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, οἱ ὁποιεσδήποτε ἰδεολογικές ἤ πρακτικές συγχύσεις στούς τομεῖς αὐτούς συνεπάγονται μία συναινετική διαδικασία γιά τήν ὑπέρβασή τους μέσα στά πλαίσια τοῦ ὑφισταμένου θεσμικοῦ πλαισίου, ἤτοι χωρίς ἄκριτες μονομερεῖς ἐνέργειες.

Συνεπῶς, εἶναι ὄχι μόνο εὐνόητη, ἀλλά καί εὔλογη ἡ συνεχής ἐπίκληση τῶν «διακριτῶν ρόλων» ἀπό τούς ἐκπροσώπους τόσο τῆς Πολιτείας, ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν εἶναι εὔλογη ἡ ἀποσύνδεση τοῦ ἐπιθετικοῦ προσδιορισμοῦ («διακριτοί») ἀπο τό προσδιοριζόμενο οὐσιαστικό («ρόλοι»), ἀφ' ἑνός μέν γιατί οἱ ρόλοι ἔχουν ἤδη ὁριοθετηθῆ στό ἄρθρο 2 τοῦ Καταστατικοῦ χάρτη τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ' ἑτέρου δέ γιατί ἡ ὁριοθέτησή τους εἶναι σύμφωνη τόσο μέ τή θεμελιώδη ἀρχή τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ὅσο καί μέ τίς ἀρχές τοῦ σύγχρονου νομικοῦ πολιτισμοῦ. Ἄλλωστε, ἡ ἄρρηκτη πνευματική σχέση τῶν ὀρθοδόξων λαῶν μέ τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διαπιστώθηκε ἀπό τήν ἱστορική της ἀποστολή στήν καταπιεστική πολιτική τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ κατά τόν Κ΄ αἰώνα, δέν ἐπιτρέπει πλεόν μία ἀζήμια ἐπιστροφή σέ ἀλυσιτελεῖς ἰδεολογικές ἐπιλογές τοῦ παρελθόντος μέ τήν πλασματική ἀμφισβήτηση τῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καί κοινωνίας. Ἄν λοιπόν ἀπευθυνόταν σέ ὁποιονδήποτε ὑπεύθυνο σύγχρονο ἡγέτη, τό ἐρώτημα περί τῶν ἀναγκαίων ἐνεργειῶν γιά τή διευθέτηση τοῦ ἰδεολογικοῦ πλέον ζητήματος στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους, τότε εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ἀπάντησή του θά ἐπικεντρωνόταν μόνο στό θέμα τῆς ἀνάγκης μιᾶς συναινετικῆς διευκρινήσεως τῶν ὁρίων λειτουργίας τῶν «διακριτῶν ρόλων», μέ πρωτοβουλία μάλιστα τῆς Πολιτείας, ἀλλά πάντοτε μέσα στά πλαίσια τόσο τῶν περί θρησκείας ἄρθρων τοῦ Συντάγματος (3,13,16,18 κ.ἄ.), ὅσο καί τοῦ Καταστατικοῦ χάρτη τῆς Ἐκκλησίας. Στά πλαίσια αὐτά, ὁποιαδηποτε ἄλλη πολιτική ἐκκλησιαστική ἀπάντηση ὄχι μόνο δέν λύνει κανένα πραγματικό πρόβλημα, ἀλλ' ἀντιθέτως θά εἰσαγάγη τελικῶς καί νέα προβλήματα στή ζωή τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀφοῦ, ὅ,τι χάνει ἡ Ἐκκλησία μέ ὅρους κρατικῆς ἰδεολογίας, τό κερδίζει τελικῶς μέ ὅρους κοινωνίας.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.