ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Β

Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης πρός τίς δύο «ἐκλεκτές ἀδελφές»

Παν. Ἰ. Μπούμης
Ὁμότ. Καθηγητής Παν/μίου Ἀθηνῶν
(Β΄ Ἐπιστολή Ἰωάννου)*

1. Προλεγόμενα (προειδοποιητικό διαπιστωτικό σημείωμα)

Προτοῦ συνεχίσουμε μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τήν ἀνάλυση τοῦ μηνύματος τῆς ἐν λόγῳ Β΄ Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, θά θέλαμε νά ὑπενθυμίσουμε αὐτό πού γράφαμε σέ προηγούμενη μελέτη μας περί τοῦ Filioque : «Ἐφ' ὅσον οἱ Δυτικοί συμφωνοῦν σ' αὐτά τά χωρία, καί πρέπει, ἀφοῦ αὐτοί μᾶς τά ὑπενθύμισαν καί τά πρόβαλαν μέ τή “Διασάφησιν” (1), νομίζουμε ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν δύο τμημάτων τῆς Ἐκκλησίας, Ἀνατολῆς καί Δύσεως, πρέπει νά ὑπολανθάνει, τ. ἔ. νά ὑφίσταται σέ λανθάνουσα κατάσταση, ἤ νά ὑποφώσκει» (2).

Σήμερα, λοιπόν, θά λέγαμε, οὔτε ὑπολανθάνει, οὔτε ὑποφώσκει, ἀλλά ἀνακαλύπτεται ἤ ἀποκαλύπτεται. Καί αὐτό συμβαίνει καί μετά τήν ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054, ἡ ὁποία ἔγινε πρό πεντηκονταετίας, τήν 7η Δεκεμβρίου 1965. Καί ἀποκαλύπτεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή καί ἀπόστολο Ἰωάννη τό Θεολόγο.

Πρό ἐτῶν ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμ. Σπυρίδων Μπιλάλης ἔγραφε εὐστόχως: «Ὀρθῶς ἐλέχθη ὑπό τινος τῶν ἑτεροδόξων θεολόγων (τοῦ Karl Barth), ὅτι “ἡ ἕνωσις δέν γίνεται, ἀνακαλύπτεται”. Καί διά νά ἀνακαλυφθῇ ἡ ἕνωσις, πρέπει νά ἔλθῃ τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» (3).

Σ' αὐτήν τήν ἐλπιδοφόρο ἄποψη καί μετά τήν καταγραφή τῶν δεδομένων τῆς Β΄ Ἐπιστολῆς ἄς ἐπιτραπεῖ νά προβοῦμε καί στήν ἑξῆς διασάφηση: Τό οὐσιαστικό «ἕνωσις» στά ἑλληνικά εἶναι (φανερώνει) μία ἐνέργεια ἤ ἕνα ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐνέργειας. Ἡ ἑνότητα εἶναι μία κατάσταση. Ἡ ἕνωση πράγματι γίνεται. Ἡ ἑνότητα προφανῶς ἀποκαλύπτεται.

Καί καταλήγουμε: Πράγματι μέ τά διδόμενα καί δεδομένα τῆς Ἐπιστολῆς ἀποκαλύπτεται ἤ ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ὑπάρχει ἡ ἑνότητα μεταξύ τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τό μήνυμα τοῦ Ἰωάννου προσπαθοῦμε σάν ἄλλοι ταχυδρόμοι νά μεταφέρουμε μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ στόν σύγχρονο ἄνθρωπο, χριστιανό καί μή. Ἐλπίζουμε στή συνδρομή καί τῶν ἁρμοδίων παραγόντων, ἐκκλησιαστικῶν, θεολογικῶν καί ἄλλων . . .

 

2. Ὑποδείξεις τοῦ Ἰωάννου στίς δύο ἀδελφές Ἐκκλησίες

Ἐρχόμαστε στή συνέχεια νά συνδυάσουμε πρός τά μέχρι τοῦδε λεχθέντα στό ἄρθρο «οἱ δύο ἐκλεκτές ἀδελφές», ὁρισμένες ὑποδείξεις τοῦ Ἰωάννου, οἱ ὁποῖες, ἐκτός ἀπό τήν ἀξία τους αὐτές καθ' ἑαυτές, ἐνισχύουν καί τίς προαναφερθεῖσες διαπιστώσεις.

Καί κατά πρῶτον εἴδαμε ὅτι ἔχουμε γενικῶς νά κάνουμε μέ δύο ἀδελφές, μιά δηλ. ἰδιότητα μόνιμη καί ἀνεξάλειπτη. Εἶναι καί οἱ δύο Ἐκκλησίες, ἀδελφές Ἐκκλησίες, καί ὄχι αἱρέσεις. Καί εἶναι ἀδελφές συνεχῶς, διαχρονικῶς ἀπό τή στιγμή τῆς ἱδρύσεώς τους μέχρι σήμερα. Καί ἐφ' ὅσον μάλιστα εἶναι ἀδελφές «ἐκλεκτές», δηλ. ἐκλεγμένες ἀπό Θεοῦ (πρβλ. τό Ἰω. 15,16) ὡς σύνολο φυσικά δέν εἶναι οὔτε ὑπῆρξαν ποτέ «συναγωγή τοῦ Σατανᾶ». Καί χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιά νά μή φθάσουμε σέ βλασφημία (καί δή κατά τοῦ Θεοῦ). Πάντως ὁ Ἰωάννης ἀποδοκιμάζει μέ τόν τρόπο του τίς παλαιές ἀντιλήψεις περί αἱρέσεων ἤ συναγωγῶν τοῦ Σατανᾶ τῶν ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Καί συγχρόνως μᾶς ἐφιστᾶ τήν προσοχή γιά τίς βεβιασμένες ἀπόψεις ἐπάνω στά θέματα αὐτά.

Περαιτέρω πρέπει νά προσέξουμε τό γεγονός ὅτι τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία τή χαρακτηρίζει «κυρία» (στίχ. 1). Νά προσέξουμε ὅτι αὐτός ὁ χαρακτηρισμός ὡς «κυρίας» τῆς φορτώνει ὁρισμένα βάρη, ὅτι εἶναι συνδεδεμένος καί μέ ὁρισμένες εὐθῦνες καί ὑποχρεώσεις της.

Ἴσως τοῦτο ὑποδηλώνει καί τό γεγονός ὅτι ἐπαναλαμβάνεται μέ κάποια ἴσως ἐπίταση τό «κυρία» στό στίχ. 5, ὅπου λέει: «Καί νῦν ἐρωτῶ σε, κυρία, οὐχ ὡς ἐντολήν καινήν γράφων σοι ἀλλά ἥν εἴχομεν ἀπ' ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους». Ὁ λόγος αὐτός δέν στερεῖται κάποιας ἔντονης ὑπομνήσεως στή Δυτική Ἐκκλησία τῆς καινῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης. Δέν ἀποκλείεται νά σημαίνει καί κάποια «περιοδική» (κατά περιόδους) ὑποβάθμιση τῆς ἀγάπης της. Δέν ἀποκλείεται ἀκόμη νά ὑπονοεῖται καί κάποια προηγηθεῖσα ἀποστασιοποίηση ἤ διάσταση μέ εὐθύνη της μεταξύ τῶν ἀδελφῶν. Εἶναι σάν νά τῆς λέει «καί τώρα («καί νῦν») σέ παρακαλῶ, ὦ κυρία, νά ἀγαπᾶμε ἀλλήλους».

Καί τό νά «ἀγαπᾶμε ἀλλήλους» δέν σημαίνει γενικῶς τήν ἀγάπη πρός τούς ἄλλους, ἀλλά ἐδῶ σημαίνει μιά ἀγάπη καί εἰδικῶς μεταξύ μας. Καί ἐπίσης δέν σημαίνει μία ἀγάπη ἀφηρημένη ἤ γενική καί ἀόριστη, ἀλλά συγκεκριμένη καί βασιζόμενη στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό καί ὁ Ἰωάννης στή συνέχεια ἐπεξηγεῖ ποιά ἀγάπη ἐννοεῖ λέγοντας (στ. 6α): «Καί αὕτη ἐστίν ἡ ἀγάπη, ἵνα περιπατῶμεν κατά τάς ἐντολάς αὐτοῦ». Ἔτσι ὁριοθετεῖ καί τήν ἀληθινή ἀγάπη.

Καί τό ἐπαναλαμβάνει καί τό τονίζει (στό στίχο 6β) ἀπευθυνόμενος ἰδιαιτέρως πρός τήν «κυρία καί τά τέκνα της»: «Αὕτη ἡ ἐντολή ἐστιν, καθώς ἠκούσατε (ὅλοι) ἀπ' ἀρχῆς, ἵνα ἐν αὐτῇ περιπατῆτε», γράφει. Ἐδῶ μάλιστα βλέπουμε μέ κάποια ἔκπληξη, ὅτι ἐνῶ κατ' ἀρχάς (στίχος 6α) περιελάμβανε στήν προτροπή καί τόν ἑαυτό του καί τήν ὑπερτοπική ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀντιπροσώπευε («περιπατῶμεν»), ἐν συνεχείᾳ (στίχος 6β) μέ εὔσχημο τρόπο ἀπευθύνεται μόνο πρός τήν ἄλλη ὑπέρτοπική Ἐκκλησία καί τά τέκνα της («περιπατῆτε»).

Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἔχουμε μιά ἔντονη προτροπή περί ὑπάρξεως μεταξύ τους τῆς ἀγάπης καί μάλιστα τοῦ συνδέσμου ἀγάπης καί ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Σ' αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ καί ἡ ἀλλεπάλληλη σύνδεση τῶν προτάσεων τῶν στίχων 56 μέ τό σύνδεσμο «ἵνα»:

5. «Καί νῦν ἐρωτῶ σε, κυρία, οὐχ ὡς ἐντολήν καινήν γράφων σοι ἀλλά ἥν εἴχομεν ἀπ' ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους.

6. Καί αὕτη ἐστίν ἡ ἀγάπη, ἵνα περιπατῶμεν κατά τάς ἐντολάς αὐτοῦ· αὕτη ἡ ἐντολή ἐστίν, καθώς ἠκούσατε ἀπ' ἀρχῆς, ἵνα ἐν αὐτῇ περιπατῆτε».

Αὐτά τά λόγια μᾶς θυμίζουν καί τό λεγόμενο ὑπό τοῦ Κυρίου στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο: «Ἐάν ἀγαπᾶτε με, τάς ἐντολάς τάς ἐμᾶς τηρήσετε (ἤ ἄλλη γραφή· «τηρήσατε») · κἀγώ ἐρωτήσω τόν πατέρα καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν ἵνα μεθ' ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα ᾖ, τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας . . . » (Ἰω. 14,1517). Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό, ἡ τήρησή τῶν ἐντολῶν του καί ὁ ἐρχομός σέ μᾶς τοῦ Παρακλήτου, τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας, εἶναι στενῶς συνδεδεμένα.

Ἀλλά ὁ σύνδεσμος αὐτός ἔχει καί ἄλλα ἐπακόλουθα. Ἡ ἔντονη δηλαδή ὑπόμνηση καί προτροπή περί τῆς ἐφαρμογῆς τῆς καινῆς ἐντολῆς στούς στίχους 56 ἐν συνδυασμῷ καί πρός τόν σύνδεσμο «ὅτι» τοῦ ἀμέσως ἑπομένου στίχου 7 μᾶς ὑποδεικνύει καί τά ἑξῆς: Ὅτι πρέπει νά ἀγαπᾶμε ἀλλήλους, γιά νά ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ μας. Καί πρέπει νά ὑπάρχει ἑνότητα, γιά νά πιστεύει ὁ κόσμος ὅτι ὁ Θεός Πατήρ ἀπέστειλε τόν Υἱό του στόν κόσμο. Πρβλ. τό Ἰω. 17,2021.

Καί ἀκριβῶς ἕνεκα καί τῆς «ἐκλείψεως» αὐτῆς πολλοί ἔγιναν καί πλάνοι καί ἐξῆλθαν στόν κόσμο. Ξεστράτισαν αὐτοί καί ξεστρατίζουν καί ἄλλους. Ἴσως αὐτό θέλει νά τονίσει ὁ στίχος 7 ἀρχίζοντας μέ τό ὅτι καί λέγοντας: «Ὅτι πολλοί πλάνοι ἐξῆλθον εἰς τόν κόσμον, οἱ μή ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστόν ἐρχόμενον ἐν σαρκί». Πλάνοι, «πλανῶντες καί πλανόμενοι» (Β΄ Τιμ. 3,13). Πρβλ. τά Α΄ Ἰω. 1,8 καί 2,26.

Ὁ σύνδεσμος δηλαδή «ὅτι» τοῦ στίχου 7 δέν εἶναι μόνο εἰσαγωγική αἰτιολόγηση τοῦ ἑπόμενου στίχου 8 («Βλέπετε ἑαυτούς . . . »), ἀλλά εἶναι καί αἰτιολόγηση τῶν λεγομένων στούς προηγούμενους στίχους 56. Τήν ἄποψη αὐτή ἐνισχύει καί τό γεγονός ὅτι ὑπάρχουν πολλές ἐκδοχές περί τῆς ἐννοίας τοῦ «ὅτι» στούς ἑρμηνευτές, ὅπως αὐτές μεταφέρει ὁ καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας στό Ὑπόμνημά του (4). Σχετικῶς δέ ὁ ἴδιος σημειώνει τό ἑξῆς: «Ἄνευ τῆς ἀγάπης ταύτης, ἥτις συνῆπτεν αὐτούς, εἰς ἕν, αἱ δυνάμεις τῆς πλάνης θά ἐκυριάρχουν καί εὑρίσκουσαι αὐτούς διεσπαρμένους καί μεμονωμένους θά τούς κατελάμβανον» (5).

Καί ἐρχόμαστε στό στίχο 8. Σέ προηγούμενη παράγραφο «Χρονικός προσδιορισμός τῆς συγγραφῆς καί τῆς ἀποστολῆς τῆς ἐπιστολῆς», στηριζόμενοι στό στίχο αὐτό, τόν 8, ὅπου ὑπάρχει καί ὁ παράδοξος σύνθετος ρηματικός τύπος «εἰργασάμεθα», ὑποστηρίξαμε ὅτι ἡ ἐπιστολή αὐτή ἀποστέλλεται ἰδιαιτέρως στή σημερινή ἐποχή.

Ἐπαναλαμβάνουμε κι ἐδῶ τό στίχο αὐτό γιά τή διευκόλυνση τοῦ ἀναγνώστη: «Βλέπετε ἑαυτούς, ἵνα μή ἀπολέσητε ἅ εἰργασάμεθα ἀλλά μισθόν πλήρη ἀπολάβητε». Ἄξια ἰδιαίτερης προσοχῆς εἶναι ἐδῶ ἡ ἀντίθεση μεταξύ τοῦ «νά μή χάσετε» ἐσεῖς καί τοῦ «εἰργασάμεθα» ἐμεῖς καί σεῖς, ὅλοι μαζί. Σά νά λέει ὅτι ἐμεῖς δέν διατρέχουμε τόν κίνδυνο. Ἐμεῖς τά διατηροῦμε καί τώρα ἐκεῖνα πού δημιουργήσαμε στήν Α΄ καί Β΄ περίοδο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας.

Ἀλλά καί ἡ ἄλλη προτροπή «ἵνα . . . μισθόν πλήρη ἀπολάβητε», μοιάζει σά νά λέει ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε τό μισθό καί ὅτι ἐσεῖς πρέπει νά προσέξετε, ὥστε καί ἐσεῖς νά ἀπολάβετε τόν πλήρη μισθό. Νά ἀπολαύσετε ἐκεῖνα τά ὁποῖα δημιουργήσαμε τίς Α΄ καί Β΄ περιόδους καί νά μήν τά στερηθεῖτε. Νά τά ἀπολάβετε τώρα μέ τήν ἔναρξη τῆς Γ΄ Περιόδου. Νά τά ἀπολάβετε ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς. Αὐτό ἀποδεικνύει τήν ὕπαρξη ἐνδιαφέροντος ἀδελφικοῦ, καί ἀδελφικῆς ἀγάπης.

Φυσικά φαίνεται ὅτι κάποιο μισθό ἀπολάμβαναν ἤ καί ἀπολαμβάνουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί μέχρι τώρα, ἀλλά δέν ἦταν, δέν εἶναι, πλήρης. Αὐτά μᾶς ὑπενθυμίζουν τά λεγόμενα πρός τόν ἐπίσκοπο τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (Σάρδεων καί Λαοδικείας) κατά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου: «Οὐ γάρ εὕρηκά σου τά ἔργα πεπληρωμένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου» (Ἀποκ. 3,2). Δέν τά βρῆκε πεπληρωμένα καί ὁλοκληρωμένα, ἀλλά ὄχι καί παντελῶς ἀνυπόστατα. Γι' αὐτό καί τοῦ ὑποδεικνύει τά ἑξῆς: «Συμβουλεύω σοι ἀγοράσαι παρ' ἐμοῦ χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρός ἵνα πλουτήσῃς» (Ἀποκ. 3,18). Ὄχι ἁπλῶς νά ἀμειφθεῖς, ἀλλά καί νά πλουτήσεις, ἀφοῦ πάρεις «πλήρη» μισθό.

Αὐτά πρέπει νά ἔχουν ὑπ' ὄψη τους καί οἱ Ἀνατολικοί. Πάντως ἀπό τούς στίχους αὐτούς διαπιστώνουμε καί τήν ἀντικειμενικότητα (ἕνεκα καί τῆς ἀγάπης) τοῦ Ἰωάννου πρός τή Δυτική Ἐκκλησία. Πρβλ. τό τοῦ στίχου 1: «Οὕς ἐγώ ἀγαπῶ ἐν ἀληθείᾳ».

Ἀκολούθως ἐρχόμαστε σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο διαφωτιστικῆς ὑποδείξεως τοῦ Ἰωάννου. Πρέπει δηλ. νά παρατηρήσουμε ὅτι δέν ἀποκλείει «τόν ἀσπασμό» τῶν τέκνων τῆς μιᾶς, συγκεκριμένως τῆς Ἀνατολικῆς, πρός τήν ἄλλη, τή Δυτική, Ἐκκλησία. Ἀντιθέτως μέ τό ὅτι μεταφέρει ὁ ἴδιος τόν ἀσπασμό τῆς μιᾶς μεριᾶς πρός τήν ἄλλη φαίνεται ὅτι δέν παύει νά τίς ἀναγνωρίζει καί ὡς ἀδελφές ἐκλεκτές.

Ὡστόσο φαίνεται ὅτι συγχρόνως τίς ἀντιδιαστέλλει ἀπό τούς περιπατοῦντες πεπλανημένως, εἴτε αὐτοί εἶναι παράγοντες τοπικῶν ἐκκλησιῶν, εἴτε ἄλλες ὁμάδες Χριστιανῶν. Ἐντύπωση δηλ. κάνει τό γεγονός ὅτι ὁ ἀσπασμός τῶν τέκνων (τοπικῶν Ἐκκλησιῶν – χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς) δέν ἀπευθύνεται καί πρός ὅλα ἀδιακρίτως τά τέκνα (τοπικές ἐκκλησίες καί τά μέλη τους) τῆς Δύσεως, τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά συνοπτικῶς πρός τήν Ἐκκλησία αὐτή.

Ἐδῶ θά ἔλεγε κανείς ὅτι δέν ἀποκλείει καί τόν ἀσπασμό, τ. ἔ. τήν ἐπικοινωνία, τῆς κάθε μιᾶς Ὀρθόδοξης τοπικῆς Ἐκκλησίας χωριστά πρός τή Δυτική Ἐκκλησία ὅλη μαζί. Πλήν ὅμως αὐτό δέν μποροῦμε νά τό ὑποστηρίξουμε μετά βεβαιότητος, ἀπολύτως, γιατί στήν Ἐπιστολή πού στέλνει ὁ Ἰωάννης ἐμφανίζεται αὐτός ὡς ἔχων τή σχετική πρωτοβουλία. Καί ὡς συντονιστής, ὡς ἐκπρόσωπος, στέλνει τούς ἀσπασμούς καί ἐκ μέρους τῶν τέκνων, τῶν τοπικῶν τ. ἔ. ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πρός τή Δυτική Ἐκκλησία. Φαίνεται ὅτι παρ' ὅλη τή φιλελεύθερη καί πολυδιάστατη διάρθρωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σέ τοπικές Ἐκκλησίες, ἀπαιτεῖται, ἐπωφελής εἶναι, καί μία συνεννόηση καί συμφωνία μεταξύ τους στήν ἐπικοινωνία μέ τή Δυτική Ἐκκλησία, καί κατ' ἐπέκταση πρός ἄλλους ὀργανισμούς μέ ἐπικεφαλῆς κάποιο συντονιστή.

Καί τό τεκμήριο αὐτό τοῦ ἀσπασμοῦ εἶναι πολύ διαφωτιστικό καί γιά τόν προσδιορισμό τῶν δύο ἀδελφῶν ὡς αἱρέσεων ἤ μή. Αὐτός φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι πρός τούς πεπλανημένους αἱρετικούς ὁ Ἰωάννης ἀπαγορεύει τό χαιρετισμό καί κάθε μέ αὐτούς συσχηματισμό (π.χ. ὅτι εἶναι ἀδελφοί). Συγκεκριμένως λέει (στίχ. 10): «Εἴτις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν (τοῦ Χριστοῦ «ἐρχομένου ἐν σαρκί», στίχ. 79) οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε». Καί εἶναι αὐτό διαφωτιστικό καί ἐντυπωσιακό, γιατί αὐτά ὑπαγορεύει ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης καί ὁ ὁποῖος μάλιστα λίγο προηγουμένως στό στίχο 5 μιλάει περί τῆς ἀγάπης «εἰς ἀλλήλους». Βεβαίως δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι μιλάει περί τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀπό τό «ἵνα περιπατῶμεν κατά τάς ἐντολάς αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ Πατρός)» (στίχ. 6). Ἡ ἀγάπη, ἡ γνήσια χριστιανική ἀγάπη, ὅπως προϋποδεικνύεται πρέπει νά ἔχει ὡς γνώμονα, ὡς γνώρισμα, ὡς σκοπό καί ὡς κατάληξη τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

Ἄς ἐπιμείνουμε ἐπ' αὐτῶν λίγο ἀκόμη. Στό στίχο 10 λέει: «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν . . . ». Πρέπει δηλ. ἐδῶ νά διερωτηθοῦμε τό ἑξῆς: Ἐφ' ὅσον μιλᾶμε περί Ἐκκλησιῶν («ἐκλεκτές ἀδελφές») μήπως τό «οἰκία» σημαίνει (καί) κάτι τό γενικότερο καί ὄχι τό σπίτι μόνο, τό ὁποῖο ἐπισκέπτεται ὁ αἱρετικός; Μήπως δηλ. σημαίνει καί τήν Ἐκκλησίαναό, τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ; Σ' αὐτό συμβάλλει καί τό γεγονός ὅτι λέει γενικῶς «εἰς οἰκίαν» καί ὄχι συγκεκριμένως «εἰς τήν οἰκίαν». Δηλ. νά μή τόν προσλαμβάνουν οἱ ἐκκλησίεςναοί στή σύναξή τους καί στίς λειτουργικές ἀκολουθίες τους. Νά μή συλλειτουργοῦν μαζί τους οὔτε νά συνεορτάζουν καί νά συμπανηγυρίζουν.

Αὐτό τό τελευταῖο τονίζεται ἰδιαιτέρως καί στήν ἑπόμενη φράση «καί χαίρειν αὐτό μή λέγετε». Δέν μποροῦμε δηλ. νά λέμε σέ κάποιον νά χαίρει, ἐφ' ὅσον δέν περπατεῖ ἐν ἀληθείᾳ, τ. ἔ. δέν ἀκολουθεῖ τήν ἀλήθεια, τό Χριστό. Δέν μποροῦμε νά συνεορτάζουμε μέ κάποιον ἤ νά τοῦ στέλνουμε ἑορταστικά γράμματα, ἐφ' ὅσον δέν ἀκολουθεῖ τήν ἀλήθεια, ἐφ' ὅσον δέν πορεύεται «ἐν ἀληθείᾳ», ἡ ὁποία εἶναι τό ὑπόβαθρο τῆς χαρᾶς (6). Φυσικά ὁ λόγος εἶναι γιά ἑορταστικά γράμματα καί ὄχι γιά ἄλλα κοινωνικά γράμματα.

Ἀλλά αὐτά, ὅπως εἴδαμε, δέν ἰσχύουν γιά τήν ἀδελφή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἐφ' ὅσον ὁ Ἰωάννης ὁ ἴδιος μεταφέρει ἀσπασμούς πρός αὐτήν ἀπό τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία.

 

3. Συμμόρφωση καί ἀμοιβαία ἀναγνώριση τῶν δύο «ἐκλεκτῶν» ἀδελφῶν (Τό χρέος τους)

Συνεχίζουμε: Βλέπουμε σ' αὐτήν τή Β΄ Ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου ὅτι ἔχουμε ἀσπασμούς ἐκ μέρους τῶν τέκνων τῆς ἀδελφῆς (στίχ. 13) καί ὄχι ἀπό τήν ἴδια τήν ἀδελφή. Ἐπαναλαμβάνουμε, λοιπόν, ὅτι μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Ἰωάννης δέν ἀποδοκιμάζει τό γεγονός ὅτι οἱ διάφορες τοπικέςἐθνικές Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα στέλνουν «ἀσπασμό» στήν Ἐκκλησία τῆς Δύσεως, μόνο πού ὑποδεικνύει μία προηγούμενη συμφωνία μεταξύ τους. Καί πάντως δέν φαίνεται ὅτι ἀποδοκιμάζει τό ὅτι συνυπάρχουν διάφορες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες στήν Ἀνατολική Ἰωάννειο Ἐκκλησία.

Ἀλλά φαίνεται ὅτι δέν ἀποδοκιμάζει καί τό γεγονός ὅτι οἱ τοπικές Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως ἀντιπροσωπεύονται συγκεντρωτικῶς ἀπό τήν «ἐκλεκτή κυρία». Ἀλλιῶς πῶς θά δεχόταν νά στείλει τόν ἀσπασμό τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τήν μία ἀδελφή (= ὑπερτοπική καί ἀντιπροσωπευτική) ἐκκλησία τῆς Δύσεως;

Ἐδῶ θά ὑπενθυμίζαμε καί θά σημειώναμε καί τό ἑξῆς: Ἐφ' ὅσον οἱ τοπικές Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως ἐνέκριναν καί ἔδωσαν αὐτήν τήν ἁρμοδιότηταἐξουσία στό κέντρο τῆς Δυτικορωμαϊκῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα μέ γενικές συνόδους τους, γιατί ὁ Ἰωάννης νά μήν τό ἀποτυπώσει ἀλλά νά τό ἀποσιωπήσει; Καί κατ' ἐπέκταση, γιατί νά μήν τό δεχτεῖ; Ἀκολούθως θά λέγαμε, γιατί καί ἡ Ἀνατολική Ἰωάννειος Ἐκκλησία νά μήν τό ἀναγνωρίζει, ἀλλά νά τό παραθεωρεῖ;

Ἐδῶ ἀκολούθως πρέπει νά ξανατονίσουμε τό ἑξῆς: Τό ὅτι ὁ Ἰωάννης τήν ὅλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τήν προσδιορίζει μέ τό «τῆς ἀδελφῆς σου» καί μάλιστα καί αὐτῆς «ἐκλεκτῆς» καί αὐτῆς μέ τέκνα, σημαίνει ὅτι ὁ Ἰωάννης ἐξομοιώνει, παραλληλίζει καί συγχρονίζει τίς ἀδελφές Ἐκκλησίες, Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς. Εἶναι καί οἱ δύο ἀδελφές καί ὄχι ἡ μία μητέρα καί ἡ ἄλλη κόρη. Ἄν ἦταν ἡ μία μητέρα καί ἡ ἄλλη κόρη, τότε, ἐπειδή ἡ κόρη ἔχει καί τέκνα ἡ μητέρα θά ἦταν, θά λεγόταν (στά κατ' ἄνθρωπον) καί «γιαγιά». Ἀλλά τότε μήπως θά ἴσχυε κι ἐδῶ: «Τό παλαιούμενον καί γηράσκον ἐγγύς ἀφανισμοῦ» (Ἑβρ. 8,13); Συνυπάρχουν, λοιπόν, ὡς ἀδελφές, καί πρέπει νά συμπορεύονται καί νά συνοδοιποροῦν πρός τό μέλλον ὡς ἐκλεκτές ἀδελφές. Ὀφείλουν καί συμφέρον ἔχουν νά ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν ἄλλη ὡς ἰσότιμη ἀδελφή καί ὄχι ὡς μάνα πρός κόρη.

Περαιτέρω ὀφείλει ἡ κάθε μία νά ἀναγνωρίσει, νά ἀναγνωρίζει καί νά δέχεται τήν ἀδελφή της μέ τά τέκνα της, τ. ἔ. νά δέχεται τήν παράλληλη ὕπαρξη τῆς ἀδελφῆς της καί τῶν τέκνων της. Καί ἀκόμη νά δέχεται τή διατήρηση τῆς ἀδελφῆς της καί τῶν τέκνων της. Καί ἐπί πλέον νά ἐνδιαφέρεται καί νά φροντίζει γι' αὐτό. Ἑπομένως δέν πρέπει ἡ μία νά προσπαθεῖ νά ἀπορροφήσει τήν ἄλλη, νά ἐνσωματώσει τήν ἄλλη στό δικό της ὀργανισμό.

Στή συνάφεια καί κατεύθυνση αὐτή πρέπει νά ἀξιολογήσουμε καί τό ἑξῆς φαινόμενο ἀναλύοντες καί ἐξειδικεύοντες τά πράγματα περισσότερο: Ὁ Ἰωάννης ἀπευθύνει τήν ἐπιστολή σέ κάποια ἐκλεκτή κυρία ἀόριστα κατ' ἀρχήν. Λέει «ἐκλεκτῇ κυρίᾳ», χωρίς νά θέτει τό ὁριστικό ἄρθρο «τῇ». Χωρίς νά λέει «τῇ ἐκλεκτῇ κυρίᾳ». Θά λέγαμε ὅτι γράφει σέ κάποια κυρία, ἐκλεκτή κυρία μέν, ἀλλά ἄγνωστη, ἤ ἄγνωστης διαμονῆς, ἤ καί ἀναζητούμενης. Καί τίθεται τό ἐρώτημα: Γιατί μιλάει ἔτσι ἀόριστα; Γιά νά τήν ἀναζητήσουμε καί νά τή βροῦμε ἐμεῖς οἱ θεολόγοι ἤ γιά νά παρουσιαστεῖ καί νά συμβάλει στόν προσδιορισμό της καί αὐτή ἡ ἴδια; Ἴσως καί τά δύο.

Ἤδη ὁ Ἰωάννης βοήθησε καί βοηθάει στήν ἀναζήτηση καί τόν προσδιορισμό της ἱκανοποιητικῶς, ὑποδεικνύοντας καί λέγοντας ὅτι αὐτή ἡ κυρία ἔχει καί μία ἀδελφή, ἐκλεκτή καί αὐτή, καθώς καί τέκνα κ.τ.λ. Ἑπομένως δέν ἀφήνει τελικῶς ὁ Ἰωάννης τά πράγματα σέ μία πλήρη ἀπροσδιοριστία, σέ μία διαρκή ἀοριστία, σέ μιά ἀνωνυμία καί «ἀφάνεια».

Ἀπό τά παρεχόμενα στοιχεῖα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωάννου ἡ «ἐκλεκτή κυρία» μπορεῖ νά (αὐτο)προσδιοριστεῖ, νά (αὐτο)προβληθεῖ καί νά (αὐτο)συστηθεῖ κατ' ἀντιπαραβολή καί ἀντιστοιχία καί πρός τήν ἀδελφή της τήν ἐκλεκτή, πού ἔχει καί «τέκνα». Ἔτσι γίνεται ἐφικτή, πιό εὔκολη, ἡ ἀναγνώρισή της καί ἀπό τούς ἄλλους. Ἀλλιῶς χωρίς τήν ὕπαρξη καί τῆς ἀδελφῆς της μήπως θά ἦταν μία ἀπό τίς πολλές ἐκλεκτές κυρίες, χωρίς τή δυνατότητα ἀναγνωρίσεως τῆς ἰδιαίτερης ὑπάρξεως καί παρουσίας της ἀπό τούς ἄλλους (χριστιανούς καί μή); Πάντως ὁ Ἰωάννης δίνει ἕνα εἶδος συστατικῆς ἐπιστολῆς ἤ ἐκδίδει ἕνα εἶδος ληξιαρχικῆς πράξεως, τήν ὁποία συμφέρον ἔχει νά ζητᾶ καί νά δέχεται καί ἡ ἐν λόγῳ «ἐκλεκτή κυρία». Ἄν δέν τήν δέχεται, τότε μήπως χάνει καί αὐτή τόν προσδιορισμό της, χάνει τήν ταυτότητά της;

Θά λέγαμε, λοιπόν, ἐδῶ ἐπιγραμματικῶς: Ἄν ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καί δέχεται τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία ὡς ἀδελφή της, ὅπως συμβαίνει κατά τούς τελευταίους χρόνους, τότε δικαιωματικῶς καταλαμβάνει τή θέση τῆς κάποιας ἐκλεκτῆς κυρίας (πρβλ. τό ἀόριστο «ἐκλεκτῇ κυρίᾳ»). Τότε παίρνει τή θέση τῆς συγκεκριμένης ἀδελφῆς («τῆς ἐκλεκτῆς κυρίας»).

Μιά τέτοια υἱοθέτηση τῆς ἔμμεσης πλήν σημαντικῆς ὑποδείξεως τοῦ Ἰωάννου ὀφείλει ἡ Δυτική Ἐκκλησία. Συμφέρον ἔχει νά ἀναγνωρίζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἀδελφή της καί μάλιστα ὡς τήν ἐκλεκτή. Ἔτσι ἀποκτᾶ καί ἡ ἴδια ἀναγνώριση γιά τήν ὕπαρξή της ἀκόμη καί γιά τήν ἐκλογή της (ὡς «ἐκλεκτῆς») καί γιά τήν ἀποστολή της. Ἀλλιῶς παραμένει «ἀπροσδιόριστη». Κινδυνεύει νά καταστεῖ προβληματική ἡ ἀναγνώρισή της ὡς Ἐκκλησίας καί μάλιστα ὡς ἐκλεκτῆς.

Καί ἀκόμη περισσότερο: Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ διατήρηση τῆς Ὀρθόδοξης ἀδελφῆς Ἐκκλησίας γιά νά προσδιορίζεται καί αὐτή. Θά λέγαμε μάλιστα ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά βοηθεῖ ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία τή διατήρηση τῆς ἀδελφῆς της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιά νά διατηρεῖται καί αὐτή. Καί νά μήν ἀφήνεται ἤ δέχεται νά τήν ἀπορροφήσει, νά τήν ἐνσωματώσει. Ἄρα καί ἡ οὐνία δέν προσφέρει καλό. Μᾶλλον ἐμπόδιο προβάλλει στήν ὕπαρξη τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, στήν ταυτότητά της καί στήν ἀναγνώρισή της ἀπό τούς ἄλλους.

Δέν φαίνεται ὅμως νά εἶναι τό ἴδιο ἀπαραίτητο τό νά ἀναγνωρίζει καί ἡ «ἄλλη» ἀδελφή, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν «κυρία», τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, γιά νά ἔχει ἡ ἴδια τήν ὀντότητά της, γιά νά εἶναι ὁρισμένη, συγκεκριμένη, ὑπαρκτή. Γιατί σ' αὐτήν τήν ἀδελφή (τήν «ἄλλη», τήν Ὀρθόδοξη) ἔχουμε τό ὁριστικό ἄρθρο «τῆς». Δέν λέει «τά τέκνα μιᾶς, κάποιας ἀδελφῆς σου ἐκλεκτῆς». Ἀλλά λέει στό στίχο 13 ὁ Ἰωάννης: «Τά τέκνα τῆς (τό τονίζει) ἀδελφῆς σου» καί τό ἐπαναλαμβάνει « τῆς ἐκλεκτῆς». Εἶναι πολύ συγκεκριμένη. Ἡ ὕπαρξή της ἀναμφισβήτητη, ὁριστική. Θά ἔλεγε κάποιος ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη νά τήν προσδιορίζει, ἔστω ἐμμέσως, καί κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Εἶναι ἀπό μόνη της ὁρισμένη καί προσδιορισμένη. Καί ἡ ἐντύπωση αὐτή τοῦ ἀναμφισβήτητου τῆς ὑπάρξεώς της ἐνισχύεται καί ἀπό τό ὅτι ὁ Ἰωάννης στόν προσδιορισμό τῶν τέκνων της χρησιμοποιεῖ ἐπίσης τό ὁριστικό ἄρθρο «τά». «Τά τέκνα», λέει.

Ἐκτός αὐτῶν ὅμως ὁ Ἰωάννης θεωρεῖ δεδομένη τήν ἀναγνώριση αὐτή τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Ἀνατολική. Ἀφοῦ τά τέκνα αὐτά τῆς ἐκλεκτῆς ἀδελφῆς της τήν ἀσπάζονται σημαίνει ὅτι ἤδη τήν γνωρίζουν καί τήν ἀναγνωρίζουν. Ὅτι ἀναγνωρίζουν τήν ὕπαρξή της. Λέει «ἀσπάζεταί σε τά τέκνα τῆς ἀδελφῆς σου». Καί αὐτή ἀκόμη ἡ ὕπαρξη τοῦ «σέ» καί τοῦ «σοῦ» μαρτυροῦν περί τῆς ἀποδοχῆς ἐκ μέρους τους αὐτῆς τῆς συγκεκριμένης ὑπάρξεως καί ὀντότητάς της. Ἑπομένως καί ἡ προϋπόθεση αὐτή τῆς, ἔστω μή ἀπαραίτητης, ἀναγνωρίσεως τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀναγνώριση τῆς δικῆς της (τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας) ὑποστάσεως ὑφίσταται, ὑπάρχει.

Τίθεται ὅμως τό ἐρώτημα: Ἡ ὕπαρξη τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζεται ἀπό ὅλη τήν Ἀνατολική; Καί πάντοτε; Θέτουμε αὐτό τό ἐρώτημα, γιατί ὁ ἀσπασμός προέρχεται ἀπό τά τέκνα τῆς ἐκλεκτῆς ἀδελφῆς καί δέν φαίνεται ὅτι προέρχεται ἀπό τήν ἴδια τήν ἀδελφή. Βεβαίως μπορεῖ νά παρατηρηθεῖ ὅτι ὑπονοεῖται καί αὐτή, γιατί λέει: «ἀσπάζεταί (ἑνικός) σε καί ὄχι "ἀσπάζονται" (πληθυντικός) τά τέκνα». Καί μπορεῖ κάποιος νά δικαιολογήσει τό φαινόμενο αὐτό λέγοντας ὅτι ἔχουμε τήν ἀττική σύνταξη (7) (ὅπως «τά παιδία παίζει»). Ὡστόσο ὅμως μπορεῖ νά διατυπωθεῖ καί ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Ἰωάννης ἀπέφυγε νά καταγράψει ρητῶς τόν ἀσπασμό ἐκ μέρους τῆς ἀδελφῆς, θέλοντας νά ὑποτυπώσει καί νά ὑποδηλώσει: 1) Τήν ἐποχή τῆς Β΄ χιλιετηρίδας ὅταν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς δέν εἶχε διακλαδωθεῖ τόσο πολύ σέ αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. 2) Ὅτι πράγματι αὐτήν τήν ἐποχή, δέν ἤθελε ἡ ἀνατολική ἐκκλησία ὡς σύνολο νά τήν θεωρεῖ ἀδελφή ἐκλεκτή τή Δυτική, καί 3) Γι' αὐτό καί μεταπηδᾶ στή σημερινή Γ΄ Περίοδο, ὁπότε οἱ αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες («τά τέκνα») τῆς Ἀνατολικῆς ἡ μία μετά τήν ἄλλη τή θεωροῦν ὡς ἀδελφή, καί γι' αὐτό καί τήν ἀσπάζονται «ἀκολουθοῦσαι» τόν Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος καί τό προτυπώνει.

Ἑπομένως νομίζουμε ὅτι θά θέλουν καί οἱ δύο ἀδελφές Ἐκκλησίες νά ἀκολουθήσουν τίς ὑποδείξεις τοῦ Ἰωάννου καί νά συμμορφωθοῦν πρός αὐτές, ἰδίως κατά τή σημερινή ἐποχή καί περίοδο. Ἤ μᾶλλον θά θελήσουν νά συνεχίσουν αὐτό πού διεπίστωσε ὁ Ἰωάννης. Ἔτσι θά συνεχίσουν νά εἶναι καί ἐκλεκτές. Ἤ ἀλλιῶς, ἔτσι θά συνεχίσουν νά ἐπαληθεύουν τούς προφητικούς συμβολισμούς τοῦ Ἰωάννου, τήν ἀποκαλυπτική Β΄ Ἐπιστολή του.

 

4. Ἐναρμόνιση (εις) ἐπαλήθευση (εις) τῶν μαρτυριῶν

Ἐπανειλημμένως ἀναφερθήκαμε στά τέκνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κατά τή Γ΄ Περίοδο. Ἡ ὕπαρξη αὐτῶν ἔδωσε σέ μᾶς τήν ἀπάντηση σέ ἕνα ἐρώτημα, τό ὁποῖο μᾶς δημιουργήθηκε, ὅταν ἀσχοληθήκαμε μέ τήν ἑρμηνεία τῶν ἑπτά ἐπιστολῶν τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ ἴδιου τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννου. Ὡς ὑποδείχθηκε ἐκεῖ οἱ ἑπτά αὐτές ἐπιστολές ἀναφέρονται στήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στήν Ἱστορία καί μάλιστα στήν πορεία τῶν δύο τμημάτων αὐτῆς, τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία μέ ἐπί κεφαλῆς τή Ρώμη καί τήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ κέντρο τήν Κωνσταντινούπολη (8).

Ἐκεῖ, λοιπόν, παρατηρήσαμε ὅτι ἡ ἱστορία τῆς πορείας αὐτῶν τῶν δύο τμημάτων, ἡ ὁποία περιγράφεται ἐναλλάξ καί προοδευτικῶς, κλείνει ἤ καταλήγει μέ τή Δυτική Ἐκκλησία (ἕβδομη ἐπιστολή), ἐνῶ θά ἦταν φυσικόφυσιολογικό ἐφ' ὅσον ἀρχίζει μέ τή Δύση (πρώτη ἐπιστολή) νά κλείνει μέ τήν Ἀνατολή μέ μία ὄγδοη ἐπιστολή. Θά ἔπρεπε δηλαδή γιά λόγους ἴσης μεταχείρισης νά ἔχουμε 4 ἐπιστολές γιά τή Δύση (1,3,5,7) καί 4 γιά τήν Ἀνατολή (2,4,6,8) καί ὄχι, ὅπως τώρα συμβαίνει, 4 γιά τή Δύση καί 3 γιά τήν Ἀνατολή.

Ἐμφανίζεται δηλαδή σάν νά συνεχίζεται ἡ πορεία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐφ' ὅσον μάλιστα τηρεῖ ἤ τηρήσει τά ὑπό τῶν 5ης7ης ἐπιστολῶν ὑποδεικνυόμενα. Ἀντιθέτως ἡ πορεία τῆς Ἀνατολῆς φαίνεται ὅτι διακόπτεται. Ἐμφανίζεται σά νά ἐξαφανίζεται ἡ Ἀνατολή.

Μετά ὅμως τά ἀνωτέρω περί τῶν τέκνων τῆς ἀδελφῆς τῆς ἐκλεκτῆς λεγόμενα, νομίζουμε ὅτι μᾶς παρέχεται μιά ἀπάντηση πολύ ἱκανοποιητική. Ὅτι δηλαδή στήν Ἀνατολή κατά τούς τελευταίους χρόνους (καί αἰῶνες) ἔχουμε μία ἀλλαγή. Μία ἀποκέντρωση ἴσως μία ἀποδυνάμωση τοῦ κέντρου «Κωνσταντινούπολις», πού ἐπῆλθε μέ τίς αὐτοκεφαλίες καί τίς αὐτονομίες πού παραχώρησε ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως αὐτό τό ἴδιο τό ἐκκλησιαστικό κέντρο. Ἔτσι ἔχουμε τήν ἴδια Ἐκκλησία, ἀλλά μέ μία διαφορετική μορφή, ἡ ὁποία δέν συνεχίζει νά ἐκπροσωπεῖται ὅπως μέχρι τώρα μέ ἕναν «ἄγγελο» συνοπτικῶς, ὅπως ἀρχίζουν οἱ 7 ἐπιστολές τῆς Ἀποκαλύψεως.

Αὐτή ἡ ἑρμηνεία (ὅτι ἰδίως σήμερα ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Ἰωάννειος) ὑπάρχει καί ἐκπροσωπεῖται ἀπό πολλές αὐτοκέφαλες τοπικές Ἐκκλησίες συμφωνεῖ καί μέ (τά) ἄλλα παρεχόμενα στοιχεῖα ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη. Συγκεκριμένως, ὅπως ἔχουμε ἀναφέρει πιό πάνω, τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο στό 21 κεφάλαιο δείχνει τόν Κύριο νά λέει πρός τόν Πέτρο: «Ἐάν αὐτόν (τόν Ἰωάννην) θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρός σέ». Καί εἴπαμε καί λέμε ὅτι προφανῶς ἐννοεῖ ὅτι ὁ Κύριος θέλει νά μείνει, νά διατηρηθεῖ ἡ Ἰωάννειος Ἐκκλησία, τό σύνολο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέχρις ἐσχάτων. Νά διατηρηθεῖ ὡς σύνολο, ἀσχέτως τῆς διατηρήσεως τῆς ἐξωτερικῆς μορφῆς της, ὡς ἑνιαίας ἤ ὡς διακλαδωμένης σέ αὐτόνομες τοπικές Ἐκκλησίες. Καί νά διατηρηθεῖ ὡς συνεχιστής τῆς παρουσίας καί τῆς ἀποστολῆς τοῦ Ἰωάννου (9).

Γενικότερα γιά ἕνα σχηματικό ἐναρμονισμό τῶν Ἰωαννείων κειμένων θά παρατηρούσαμε ὅτι ὁ Ἰωάννης:

1) Στό μέν 21 κεφ. τοῦ Εὐαγγελίου, τό καί παράρτημα ἤ προσθήκη στό Εὐαγγέλιό του, μιλάει ἀπό τό τότε, ἀπό τούς χρόνους του, πρός τούς μεταγενέστερους χρόνους, πρός τούς δικούς μας.

2) Τό ἴδιο πράττει καί στήν Ἀποκάλυψη, ὅπου προφητεύεται ἐναλλάξ ἡ ἱστορική πορεία τῶν δύο Ἐκκλησιῶν Δύσεως καί Ἀνατολῆς μέσα ἀπό τίς ἑπτά ἐπιστολές τῶν 3 πρώτων κεφαλαίων.

3) Ἐνῶ στή Β΄ Ἐπιστολή του, ἡ ὁποία πρέπει νά γράφτηκε μετά τήν Ἀποκάλυψη, ἐμφανίζεται νά μιλάει ἀπό τό σήμερα πρός τούς προγενέστερους χρόνους, καί

4) Μοιάζει δηλαδή σά νά γράφει τήν ἐπιστολή σήμερα ἔχοντας ὑπ' ὄψη του τίς σύγχρονες συνθῆκες καί ἐξελίξεις, ἀνατρέχοντας ὅμως καί κάνοντας ἀναφορά καί σέ προηγούμενες καταστάσεις.

Στό σημεῖο αὐτό καί μιμούμενοι τό ἀνωτέρω σχῆμα τῆς Β΄ Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωάννου ἴσως δέν εἶναι ἄσκοπο ἤ περιττό νά ἀναφέρουμε ἕνα ἐκ πρώτης ὄψεως παράδοξο γεγονός, τό ὁποῖο μᾶς δίνει ἀφορμή νά προσθέσουμε ἀναδρομικῶς μερικά ἀκόμη σχόλια χρονολογικῆς φύσεως. Ὁ καθηγητής Παν. Τρεμπέλας στό σχετικό Ὑπόμνημά του καί στό στίχ. 7, ὅπου ὁ Ἰωάννης αἰτιολογεῖ, γιατί πρέπει νά «περιπατῶμεν ἐν ἀγάπῃ» (στ. 6) παραθέτει τά ἑξῆς: «Πρέπει δέ νά βαδίζετε τόν δρόμον τῆς ἀγάπης καί νά μήν εἶσθε διεσπασμένοι, διότι ἀνεφάνησαν εἰς τόν κόσμον πολλοί πού διδάσκουν πλάνας . . . ».

Αὐτά γράφει ἑρμηνεύοντας τόν ἐν λόγῳ στίχο, ὅπου ὁ Ἰωάννης, λέει: «Ὅτι πολλοί πλάνοι ἐξῆλθον εἰς τόν κόσμον . . . ». Τό ἐρώτημα εἶναι πού βρῆκε τήν πρόταση «καί νά μήν εἶσθε διεσπασμένοι»; Γιατί τήν πρόσθεσε καί γιατί τήν παρέθεσε χωρίς νά ὑπάρχει στό πρωτότυπο κείμενο; Καί αὐτήν ἐπανέλαβε καί «στή Σύντομη ἑρμηνεία» του. Καί τήν ἴδια πρόταση παρέλαβε καί μετέφερε καί ἡ ὁμάδα τῆς ἀδελφότητας Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ» σέ νεότερη ἔκδοση στή δημοτική γλῶσσα τῆς «Σύντομης Ἑρμηνείας» τοῦ Παν. Τρεμπέλα.

Ἀκριβῶς, γιατί τό ἔπραξε (ἔπραξαν) αὐτό, δέν μποροῦμε νά τό ἐξακριβώσουμε (10). Ἡ πρόταση πάντως αὐτή ἀνταποκρίνεται ἐπιτυχῶς στή σημερινή ἐποχή, γενικῶς στή σημερινή κατάσταση τῶν χριστιανῶν, καί αὐτή (μπορεῖ νά) ἀντιπροσωπεύει. Καί ἡ ἐπιτυχής αὐτή ἐπισήμανση τῆς διασπάσεως τῶν σημερινῶν χριστιανῶν ἐν συνδυασμῷ μάλιστα μέ τό ἐν συνεχείᾳ στόν ἴδιο στίχο 7 λεγόμενο: «Οἱ (πολλοί πλάνοι) μή ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστόν ἐρχόμενον ἐν σαρκί· οὗτός ἐστιν ὁ πλάνος καί ὁ ἀντίχριστος», μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι βρισκόμασε πράγματι σ' αὐτήν τήν ἐποχή.

Πάντως καί ἀσχέτως πρός τόν ἐπιτυχημένο (ἤ μή) χαρακτηρισμό καί προσδιορισμό τῆς ἐποχῆς, γιά τήν ὁποία γράφτηκε, προφανῶς μᾶς προσφέρεται μέ τό στίχο 7 ἕνα σπουδαῖο στοιχεῖο ἀντιδιαστολῆς, ὅτι δηλαδή ἄλλο εἶναι ἡ ἀδελφή Ἐκκλησία καί τά τέκνα της καί ἄλλο ὁ ἀντίχριστος.

Θά παραμείνουμε λίγο ἀκόμη στό πολυσήμαντο στίχο 7: «Ὅτι πολλοί πλάνοι ἐξῆλθον εἰς τόν κόσμον οἱ μή ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστόν ἐρχόμενον ἐν σαρκί». Ἐάν ἔχει «ἐξῆλθον» (ὅπως ἡ αὐθεντική γραφή καί ὄχι ὅπως ἡ δεύτερη γραφή «εἰσῆλθον»), τό ἐρώτημα εἶναι ἀπό ποῦ ἐξῆλθον; Ἀπό τήν Ἐκκλησία; ἤ ἀπό κάπου ἀλλοῦ; ἤ εἶναι τρόπος τοῦ λέγειν; Καί ποιοί εἶναι αὐτοί; Μήπως εἶναι ἐκεῖνοι πού κοσμικοποιήθηκαν, ἄν λάβουμε πρός τοῦτο ἀφορμή ἀπό τήν ἔκφραση «εἰς τόν κόσμον»; Μήπως ἐκεῖνοι πού συνέπηξαν διάφορες ὁμολογίες, ἄν λάβουμε ὑπ' ὄψη ὅτι λέει «οἱ μή ὁμολογοῦντες»; Δέν λέει δηλ. ἁπλῶς ὅτι δέν πιστεύουν, ἀλλά εἰδικῶς ὅτι δέν «ὁμολογοῦν», πρᾶγμα πού εἶναι πιό χαρακτηριστικό καί ἐνδεικτικό. Μήπως ἐννοεῖ αἱρετικές παραφυάδες;

Ἐπίσης στό στίχο αὐτό (7) ὑπάρχει καί ἕνα ἄλλο στοιχεῖο πού δίνει ἀφορμή γιά σοβαρούς καί σημαντικούς χαρακτηρισμούς καί προσδιορισμούς. Τό στοιχεῖο αὐτό προσδιορίζει τούς «πλάνους» ὡς «μή ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστόν ἐρχόμενον ἐν σαρκί». Ὁ ἐνεστώς διαρκείας δηλαδή τό «ἐρχόμενον» ἀντί τοῦ «ἐληλυθότα» (= ἔχει ἔλθει) πού ἔχει ὁ Ἰωάννης στήν Α΄ Ἰω. 4,2 Ἐπιστολή του μᾶς δίνει λαβή νά θεωρήσουμε ἕνα διαρκή, ἕνα ἐπαναλαμβανόμενο ἐρχομό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ὁ ἐρχομός προφανῶς ὁπωσδήποτε λαμβάνει χώρα στή Θ. Εὐχαριστία, ἡ ὁποία τελεῖται φυσικά μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι φυσικά Μία. Αὐτό ὅμως δέν ἀποκλείει νά ἀποτελεῖται ἀπό διάφορες ὑπερτοπικές καί τοπικές Ἐκκλησίες ἤ καί ἐνορίες ἀκόμη.

Ἐξ ἄλλου ἀπό τό συνδυασμό καί συνύπαρξη τοῦ «ἐληλυθότα» καί «ἐρχόμενον ἐν σαρκί», μήπως ὑποδεικνύεται ὅτι δέν εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρχει «ἐν σαρκί» καί ἄλλος πού νά τόν ἀντιπροσωπεύει ( Vicatius ) ἐπί τῆς γῆς; Εἶναι παρών ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Πάντως μέ τή διατύπωση αὐτή «ἐν σαρκί ἐρχόμενον» (ἐνεστώς διαρκείας), σημαίνει ὅτι διατηρεῖται ἀκόμη ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὑφίσταται ἀκόμη καί σήμερα καί δέν ἀπορροφήθηκε ἀπό τή θεία Του φύση. Ἔτσι ἐφ' ὅσον ὁ Ἰωάννης μᾶς λέει στό Α΄ Ἰω. 4,2 «ἐν σαρκί ἐληλυθότα» καί ἐδῶ (στό Β΄ Ἰω. 7) «ἐν σαρκί ἐρχόμενον», σημαίνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι καί σήμερα καί ἐκ δύο φύσεων καί ἐν δύο φύσεσιν. Αὐτά ἄς τά ἔχουν ὑπ' ὄψη τους καί οἱ συμπαθεῖς φιλορθόδοξοι μονοφυσίτες καί οἱ φίλα προσκείμενοι πρός αὐτούς ὀρθόδοξοι καί ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι κατά τίς συναντήσεις τους καί τίς συζητήσεις τους γιά μιά ὀρθή προσέγγιση καί ἕνωση (11) μέ τήν Ἐκκλησία.

 

5. Ἐπίμετρον Ἐπιμαρτυρία

Ἴσως μερικοί νά ἀμφισβητήσουν τά ἀνωτέρω δεδομένα ἤ καί νά τά καταπολεμήσουν, ἤ παραθεωρήσουν. Ὅμως ἐφ' ὅσον εἶναι ἔτσι τά πράγματα ἀναλογίζονται, ποιά εὐθύνη ἔχουν, ἐάν φέρουν προσκόμματα στήν ἀλληλοκατανόηση τῶν χριστιανῶν καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας;

Ἐμεῖς πάντως δέν μπορούσαμε νά μήν τά φέρουμε «εἰς φῶς», ὅταν μάλιστα:

1) Ὁ προφήτης Ἠσαΐας γράφει: «Παρακαλεῖτε παρακαλεῖτε τόν λαόν μου, λέγει ὁ Θεός» (Ἠσ. 40,1).

2) Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ προειδοποιεῖ: «Καί ὁ σκοπός ἐάν ἴδῃ τήν ρομφαίαν ἐρχομένην καί μή σημάνῃ τῇ σάλπιγγι, καί ὁ λαός μή φυλάξηται, . . . τό αἷμα ἐκ τῆς χειρός τοῦ σκοποῦ ἐκζητήσεως» (Ἰεζ. 33,6).

3) Ὅταν διαπιστώνουμε τή συμφωνία καί τῶν τριῶν θεοπνεύστων κειμένων (τέσσερα μέ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου) γιά τή μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, γιά τή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Τά δημοσιεύουμε, λοιπόν, γιά νά καταστοῦν γνωστά στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας κάι στή θεολογική κοινωνία. Καί ἐπαφίεται γιά τήν ὀρθότητα τῆς ἑρμηνείας στούς ἀνωτέρω παράγοντες, ἀφοῦ τά μελετήσουν μέ προσευχή καί προσοχή καί ἀποφανθοῦν, ὅπως ἀποφάνθηκε γιά τό κείμενο τοῦ Ἰωάννου στό Εὐαγγέλιό του ἡ τότε ἐκκλησιαστική κοινότητα: «Οἴδαμεν ὅτι ἀληθής αὐτοῦ ἡ μαρτυρία ἐστίν» (Ἰω. 21,24).

Στό χωρίο αὐτό μάλιστα πρέπει νά προσέξουμε ὅτι λέει «οἴδαμεν». Γιατί λέει ὅτι γνωρίζουμε, ὅτι διαπιστώνουμε, ὅτι εἶναι ἀληθινή ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ἐάν μάλιστα λάβουμε ὑπ' ὄψη ὅτι τά συμβολιζόμενα δέν εἶχαν πραγματοποιηθεῖ ἀκόμη; Μήπως τό «οἴδαμεν» προελέχθη, γιά νά ἀποτελέσει μία ὑπόδειξη καί πρός τούς σημερινούς χριστιανούς; Μήπως δηλαδή οἱ σημερινοί χριστιανοί εἶναι κατ' ἐξοχήν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά ποῦν τό «οἴδαμεν ὅτι ἀληθής αὐτοῦ (τοῦ Ἰωάννου) ἡ μαρτυρία ἐστίν» καί τά συμβολιζόμεναπροφητευόμενα ἀπό αὐτήν; Μή λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα, ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐκείνη πού ἐπιβεβαιώνει καί μία παραδιδόμενη διδασκαλία ὅτι εἶναι γνήσια καί ὀρθή, ἀκόμη καί ἄν ἔχει θεσπισθεῖ ἀπό μία ὡς Οἰκουμενική συγκληθεῖσα Σύνοδο.

Τέλος ἴσως μερικοί μᾶς κατηγορήσουν ὅτι «λέμε πολλά» γιά μιά τόσο μικρή ἐπιστολή. Ἐπ' αὐτοῦ ὅμως μᾶς καθησυχάζει καί ὁ στίχος 12 τῆς Β΄ ἐπιστολῆς, ὅπου λέει ὁ Ἰωάννης: «Πολλά ἔχων ὑμῖν γράφειν οὐκ ἐβουλήθην διά χάρτου καί μέλανος, ἀλλά ἐλπίζω γενέσθαι πρός ὑμᾶς καί στόμα πρός στόμα λαλῆσαι, ἵνα ἡ χαρά ἡμῶν (ἄλλη γραφή· ὑμῶν) πεπληρωμένη ᾖ».

Ἐπί πλέον μᾶς ἐνισχύει καί ἡ ὕπαρξη τοῦ γενέσθαι ἀντί τοῦ ἐλθεῖν, πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο ὁ Παν. Τρεμπέλας μετά τοῦ A . Brooke σημειώνει: «Ἐάν ὑπάρχει διαφορά τις ἐννοίας μεταξύ τοῦ γενέσθαι κάι ἐλθεῖν, αὕτη συνίσταται εἰς τό ὅτι τό γενέσθαι φαίνεται μᾶλλον νά σημαίνει ποιεῖσθαι ἐπίσκεψιν». Καί συνεχίζουν: «Τονίζεται δι' αὐτῆς μᾶλλον ἡ ἐπικοινωνία, ἥν ἡ ἔλευσις καθιστᾶ δυνατήν παρά τό γεγονός τῆς ἐλεύσεως» (12).

Ἐμεῖς μάλιστα θά συμπληρώναμε ὅτι τό γενέσθαι εἶναι εὐρύτερον τοῦ ἐλθεῖν καί μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν συνίσταται, δέν περιλαμβάνει μόνο μία προσωπικήσωματική παρουσία, ἀλλά καί μία πνευματική (διά γραπτοῦ ἤ προφορικοῦ λόγου) «στόμα πρός στόμα» συζήτηση.

Νομίζουμε, λοιπόν, ὅτι αὐτή ἡ ἐκτενής ἀνάλυση τῆς Β΄ ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωάννου ἀνταποκρίνεται πρός τήν ἐνδόμυχο ἐπιθυμία του νά πεῖ καί ἄλλα «πολλά», πέραν ἐκείνων πού καταγράφει στήν ἐπιστολή. Αὐτά τά ὁποῖα (ἀπό τά «πολλά») ἐλπίζουμε ὅτι παραθέτουμε κι ἐμεῖς ἀνωτέρω. Καί αὐτά ἴσως βοηθοῦν καί γιά τίς «στόμα πρός στόμα» συζητήσεις καί διαλόγους μέ τούς ἐνδιαφερομένους χριστιανούς, κληρικούς καί λαϊκούς τῶν δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν. Καί κλείνουμε μέ τό ἐρώτημα: Μήπως δηλαδή τελικῶς ἔχουμε μία πραγματοποίηση τοῦ «γενέσθαι», τῆς ἐπισκέψεως καί ἐπικοινωνίας, τοῦ Ἰωάννου; *

 

Συμπεράσματα

Δυνάμει τῶν δεδομένων τῆς Β΄ Καθολικῆς (= πρός ὅλους) Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἔχουμε τά ἑξῆς βασικά συμπεράσματα:

1) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική ἤ Ἰωάννειος Ἐκκλησία καί ἡ Ρωμαιοκαθολική ἤ Πέτρειος Ἐκκλησία εἶναι δύο ἀδελφές Ἐκκλησίες.

2) Δέν εἶναι μόνο δύο ἀδελφές εἰς τό διηνεκές, ἀλλά καί «ἐκλεκτές ἀδελφές», ἀπό τό γεγονός ὅτι ἔχουν ἐκλεγεῖ ἀπό τόν Θεό (πρβλ. τό Ἰω. 15,16).

3) Ὡς ἀδελφές ἔχουν τήν ἴδια μητέρα, τή Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία (θριαμβεύουσα καί στρατευόμενη), τῆς ὁποίας νυμφίος καί κεφαλή εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

4) Ὡς ἀδελφές, ἀφοῦ μάλιστα δέν καθορίζεται στήν ἐπιστολή σειρά προτεραιότητας, κάτι τό ἰδιαίτερο, εἶναι ἰσότιμες.

5) Ἀδιάφορον εἶναι, ἐάν ἡ μία ἔχει συγκεντρωτική δομή (ἡ Ρωμαιοκαθολική) καί ἡ ἄλλη (ἡ Ὀρθόδοξη) πιό ἀποκεντρωτική, τ. ἔ. εἶναι διακλαδωμένη σέ αὐτοκέφαλες ἤ αὐτόνομες Ἐκκλησίες.

6) Ὀρθῶς στέλνει ἡ μία καί τά τέκνα της στήν ἄλλη ἀδελφικό ἀσπασμό, καί ὀρθῶς ἀποστέλλουν ἐπιστολές καί ἔχουν ἀδελφικές ἐπικοινωνίες.

7) Καμμιά δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς Συναγωγή τοῦ Σατανᾶ, ἤ ὡς αἵρεση, ἤ νά θεωρηθεῖ ὅτι ἐκπροσωπεῖ τόν Ἀντίχριστο.

8) Ὡστόσο φαίνεται ὅτι πολλά ἀπό τά μέλη τους ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί κοσμικοποιήθηκαν («ἐξῆλθον εἰς τόν κόσμον»).

9) Πιθανῶς καί πολλά ἀπό τά μέλη τους συνέπηξαν ὁμάδες ἤ ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες δέν δέχονται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πάντοτε παρών («ἔρχεται ἐν σαρκί») μέ τή Θ. Εὐχαριστία.

10) Παρ' ὅλη τήν κατά καιρούς διάσταση τῶν δύο ἀδελφῶν ἡ ἑνότητά τους, ἔστω χαλαρά, μυστικά, διατηρήθηκε στήν πορεία τους, τ. ἔ. δέν ἔχασαν τήν ἀδελφοσύνη τους (ἰδιότητα μόνιμη).

11) Αὐτό ἔρχεται νά ἐπικυρώσει καί σ' αὐτό ἔρχεται νά συμβάλει ἀποφασιστικῶς καί ἡ προφητική φωνή τῆς Β΄ Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωάννου, ὅπως καί τό 21ο κεφ. τοῦ Εὐαγγελίου του καί τῶν ἑπτά ἐπιστολῶν τῆς Ἀποκαλύψεως.

12) Ἄν, λοιπόν, φαίνεται ἱστορικῶς ὅτι κάποια περίοδο (ὅπως τήν Β΄ περίοδο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας) ἔχασαν τό στενό σύνδεσμό τους, αὐτός ἀποκαθίσταται βαθμηδόν σήμερα, ἐπαληθεύοντας τόν Ἰωάννη.

Ὡς παρεπόμενα συμπεράσματαπορίσματα θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε τά ἑξῆς:

13) Ἀφοῦ εἶναι ἀδελφές, δέν μπορεῖ ἡ μία νά συγκαλέσει Οἰκουμενική τῆς καθόλου Ἐκκλησίας Σύνοδο, χωρίς τήν ἄλλη.

14) Ἑπομένως ὅ,τι ἔχει θεσπισθεῖ μονομερῶς δέν μπορεῖ νά ἀπαιτήσει τό ἀλάθητο Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Αὐτό ὡς πρός τά δογματικά θέματα (ὅπως τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα).

15) Στά κανονικάδιοικητικά ζητήματα ὅμως (ὅπως τό παπικό πρωτεῖο ἐξουσίας) μπορεῖ νά ὑπάρξει κάποια ἐλευθερία ἀποδόσεώς του ἤ καί ἄρσεώς του. Γιατί τό νά ἐξουσιοδοτεῖς κάποιον δέν θεσπίζεις δόγμα (ἀλήθεια), ἀλλά ἀποδίδεις ἤ παραχωρεῖς ἐξουσία, τήν ὁποία μάλιστα μπορεῖς ἀργότερα νά τήν ἄρεις.

Σημείωση : Ἐπειδή κάνουμε λόγο περί παπικῶν προνομίων, πρέπει ὡστόσο νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Ἰωάννης στήν παροῦσα ἐπιστολή καί στήν ἀρχή ἀπευθύνεται ὡς σύνολο στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί ὄχι ἰδιαιτέρως ἤ καί ἀντιπροσωπευτικῶς στόν Πρῶτο αὐτῆς, ὅπως στό 21ο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του ἤ τήν Ἀποκάλυψη. Λέει συνολικῶς «ἐκλεκτῇ κυρίᾳ καί τοῖς τέκνοις αὐτῆς» (στίχ. 1). Καί ὄχι μόνο στήν ἀρχή (στό στίχο 1), ἀλλά καί στό τέλος (στίχο 13) γράφει: «Ἀσπάζεταί σε (= ἐσένα τήν κυρία) ὡς σύνολο, ἐπειδή ἀντιπροσωπεύεις καί ὅλα τά τέκνα σου, τίς τοπικές Ἐκκλησίες. Δέν κάνει ἰδιαίτερη μνεία «πρώτου» σ' αὐτήν. Ἴσως ἔχει τό λόγο του. Καί μήπως πρέπει νά τόν ἀναζητήσουμε;


* Δημοσιεύεται στό περιοδικό «Ἐπίσκεψις», ἀρ. τεῦχ. 782, 31012016, σελ. 2540.

1). Τή Διασάφηση αὐτή ζήτησε «ἡ Α. Α. ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ κατά τόν λόγον, τόν ὁποῖον ἐξεφώνησε τήν 29ην Ἰουνίου 1995 εἰς τήν Βασιλικήν Ἁγίου Πέτρου ἐνώπιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου Α΄». Αὐτή «συνετάγη μέ τήν ἐπιμέλειαν τοῦ Ποντιφικικοῦ Συμβουλίου διά τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν» καί «ἐδημοσιεύθη εἰς τόν "Ρωμαῖον Παρατηρητήν" τήν 13ην Σεπτεμβρίου». Ἀκολούθως ἐπανεκδόθηκε αὐτοτελῶς σέ τέσσερεις γλῶσσες τό 1996 (ἔκδ. Typis Vaticanis ) καί μέ τόν τίτλο «Τό "προϊέναι" τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τήν Ἑλληνικήν καί τήν Λατινικήν παράδοσιν».

2). Παν. Μπούμη, Τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός (καί τοῦ Υἱοῦ). Γνωμοδότηση περί τοῦ Filioque , Ἀθήνα 2013, σ. 76 (Ἀνάτυπο ἀπό τό περιοδικό Ἐκκλησία , τόμ. ΠΗ΄ (2011) 775 ἑξ.).

3). Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ἡ Οἰκουμενική ἀποστολή τῆς Ὀρθοδοξίας , Ἀθῆναι 1970 (Ἔκδ. «Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων»), σσ. 2122. Πρβλ. Παν. Μπούμη, Συνέπειαι τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων ΡώμηςΚωνσταντινουπόλεως , Ἀθῆναι 1976, σσ. 139140.

4). Παν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα , σελ. 531532.

5). Ὅπ. παρ ., σελ. 531.

6). Περισσότερα βλ. Παν. Μπούμη, Περί τήν ἐπικοινωνίαν ἡμῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων. Συμβολή εἰς τήν ἑρμηνείαν τοῦ χωρίου "καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε (Β΄ Ἰω. 10) », Ἀθῆναι 1972 (Ἀνάτυπο ἀπό τό περιοδικό «Ἐκκλησία»).

7). Παν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα , σελ. 535.

8). Παν. Μπούμη, Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, ὅπ. παρ.

9). Πρβλ. καί τά ἀνωτέρω λεχθέντα.

10). Ἴσως πῆρε ἀφορμή ἀπό τόν Οἰκουμένιο Τρίκκης πού λέει: «Διά μέ τῆς ἀγάπης τό ἀδιάσπαστον αὐτοῖς προμηθούμενος» ( PG 119,692 A).

11). Πρβλ. Παν. Μπούμη, Ἡ ἕνωση (ὄχι σύνθεση) μέ τούς Μονοφυσίτες , Ἐκδ. «Ἁρμός», Ἀθήνα 2007.

12). Παν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα , σελ. 535.

* Ἕπεται τό ἄρθρο: Δύοτρεῖς διαφορετικοί «Πρῶτοι» (Γ΄ Ἐπιστολή Ἰωάννου).

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.