ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Η υποτίμηση του Αγίου Πνεύματος στη διδασκαλία του Filioque

Μιχαήλ Βασ. Γαλενιανός
Πελοποννησιακά Γράμματα Β
(Αφιέρωμα εις Μεθόδιον Γ. Φούγιαν, 1924-2006),
Αθήνα 2017, σελ. 715-723.

Ένα από τα κύρια αίτια αντιπαράθεσης μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής χριστιανοσύνης, «πάνω στα οποία δίνονταν πάντοτε οι σκληρές και ατέλειωτες μάχες» (1), αποτελεί το περιβόητο Filioque , η διδασκαλία δηλαδή των δυτικών ότι το ΄Αγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα αλλά και από τον Υιό.

Οι ορθόδοξοι κατηγορούν τους δυτικούς ότι με τη διδασκαλία αυτή υπέπεσαν σε σωρεία σφαλμάτων , όπως την παραδοχή δύο αρχών στη θεότητα , τη σύγχυση μεταξύ φυσικών και υποστατικών ιδιωμάτων στον Θεό , τη σύγχυση μεταξύ εκπόρευσης και πέμψης του Αγίου Πνεύματος ( ιδιαίτερα με την παρεμηνεία της έννοιας των προθέσεων « εκ » και « δια », καθώς και των λατινικών προθέσεων a και ex, όπως επισημάνθηκε τελευταία ) (2) κ. α., αλλοιώνοντας έτσι το τριαδικό δόγμα.

Μία από τις σοβαρότερες συνέπειες της διδασκαλίας του Filioque , αλληλένδετη με τις υπόλοιπες, είναι η υποτίμηση του Αγίου Πνεύματος. Με το Filioque υποβαθμίζεται και το πρόσωπο και το έργο του Αγίου Πνεύματος. Τις διάφορες παραμέτρους αυτής της υποτίμησης εξετάζουμε στη συνέχεια.

Η προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως έγινε, όπως είναι γνωστό, στην τοπική σύνοδο του Τολέδου της Ισπανίας το 589 (3). Σκοπός της προσθήκης αυτής ήταν η απόδειξη της ομοουσιότητας και της ισότητας του Υιού προς τον Πατέρα, δεδομένου ότι τότε βρισκόταν σε έξαρση η αίρεση του αρειανισμού, που είχε εισαχθεί στην Ισπανία από τους κατακτητές Βησιγότθους (4). Αποδόθηκε δηλαδή στον Υιό το ιδίωμα του να εκπορεύει το ΄Αγιο Πνεύμα, προκειμένου να φανεί ότι ο Υιός δεν υπολείπεται σε τίποτα από τον Πατέρα, άρα δεν είναι κατώτερος από Αυτόν, όπως υποστήριζαν οι αρειανοί.

Η καινοτομία αυτή όμως δημιουργεί πολλά και μεγάλα δογματικά προβλήματα. Πρώτ' απ' όλα εισάγει δυαρχία στη θεότητα και, όπως έχει επισημάνει ο Μέγας Βασίλειος, «ο μεν αρχάς εισάγων δύο, δύο κηρύττει θεούς» (5). Κατ' αυτόν τον τρόπο αίρεται η ενότητα του Θεού και η ομοουσιότητα μεταξύ των θείων προσώπων (6). Το Filioque λοιπόν δεν αποτελεί ικανοποιητική απάντηση στην αίρεση του αρειανισμού.

΄Αλλωστε κάποιες διαφορές μεταξύ Πατρός και Υιού, οι οποίες, κατά τη λογική του ίδιου του Filioque , μπορούν να εκληφθούν ως ενδεικτικές της κατωτερότητας του Υιού, παραμένουν. Για παράδειγμα, ο Πατήρ είναι αναίτια αρχή στην Τριάδα, ενώ ο Υιός είναι αιτιατή αρχή, αρχή εξαρτώμενη από άλλη αρχή, άρα υποδεέστερη από αυτή. Επιπλέον ο Πατήρ είναι αίτιος δύο προσώπων (Υιού και Αγίου Πνεύματος) κατά δύο μάλιστα τρόπους (γέννηση και εκπόρευση), ενώ ο Υιός αίτιος ενός μόνο προσώπου (Αγίου Πνεύματος) κατά ένα και μόνο τρόπο (εκπόρευση). Ο Υιός δηλαδή δεν γεννά άλλον υιό, άρα ως προς αυτό το στοιχείο εξακολουθεί να υπολείπεται του Πατρός (7).

Αλλά, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η διδασκαλία του Filioque αντικρούει κατά κάποιο τρόπο τον αρειανισμό ως προς την άποψη ότι ο Υιός είναι κατώτερος του Πατρός, δεν τον αντικρούει ως προς την άποψη ότι το ΄Αγιο Πνεύμα είναι κατώτερο του Υιού. Δεδομένου ότι ο Υιός αναγορεύτηκε συναίτιος του Πατρός στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, ώστε να μην υπολείπεται σε τίποτα από Αυτόν, το γεγονός ότι το ΄Αγιο Πνεύμα αναγνωρίζεται μόνο ως αιτιατό και όχι ως αίτιο, αρχή, Το καθιστά εκ των πραγμάτων κατώτερο από τα άλλα δύο θεία πρόσωπα (8).

Κατώτερο επίσης, σε σχέση ειδικά προς τον Υιό, Το καθιστά και το ότι εξαρτάται από δύο αρχές, ενώ ο Υιός από μία μόνο. Δηλαδή, «αν το Πνεύμα το ΄Αγιο δεν εξαρτάται από την ίδια πηγή (τον Πατέρα) όπως και ο Υιός, κατά διαφορετικό φυσικά τρόπο, αλλ' εξαρτάται και από δεύτερο παράγοντα (τον Υιό), τότε είναι υποδεέστερο του Υιού» (9) και δεν έχει «το αυτοτελές εκείνο και προς τον Υιόν ομόλογον, όπερ θα είχεν εκ του Πατρός μόνον προϊόν» (10).

Το μοιραίο λάθος, επομένως, στη διδασκαλία του Filioque είναι η σύγχυση μεταξύ φυσικών και υποστατικών ιδιωμάτων στον Θεό. Κατά την ορθόδοξη θεολογία, τα υποστατικά ιδιώματα των τριών θείων προσώπων «ουκ ουσίας εισί δηλωτικά, αλλά της προς άλληλα σχέσεως, και του της υπάρξεως τρόπου» (11), δηλαδή «δεν είναι δηλωτικά ουσίας, αλλά μόνον του αϊδίου τρόπου της υπάρξεως και της σχέσεως προς άλληλα των τριών προσώπων» (12). Από τη στιγμή όμως που άρχισαν στη Δύση να εκλαμβάνονται και αυτά ως φυσικά προσόντα στον Θεό (13), δηλωτικά της θείας δύναμης και αξίας, επόμενο είναι να προκύπτει ποιοτική διαφορά ανάμεσα στα θεία πρόσωπα, από την οποία βγαίνει ζημιωμένο κυρίως το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος.

Ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός επισημαίνει σχετικά ότι με το να μην αποδίδουμε εμείς οι ορθόδοξοι το ιδίωμα του αιτίου στον Υιό, με αναφορά στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, δεν Τον μειώνουμε έναντι της αξίας του Θεού και Πατρός, ούτε και με το να λέμε ότι το αίτιο της θεότητας είναι αμετάδοτο, όπως το αναίτιο του Πατρός και η πατρότητά Του. Οι Λατίνοι αντίθετα, με το να θεωρούν μεταδοτό το αίτιο της θεότητας και ύστερα να λένε ότι λείπει αυτό από το ΄Αγιο Πνεύμα, κατ' ανάγκη υποβιβάζουν το ΄Αγιο Πνεύμα έναντι της θεότητας και αξίας του Πατρός και του Υιού (14).

Την υποτίμηση του Αγίου Πνεύματος για τον ίδιο λόγο καταγγέλλει και ο Μέγας Φώτιος. Συγκεκριμένα παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Filioque , ενώ ο Υιός έλαβε από τον Πατέρα το να είναι αίτιος της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, το ίδιο το ΄Αγιο Πνεύμα στερείται ενός τέτοιου προνομίου (15). Παρατηρεί επίσης ότι ο Υιός δεν μετέδωσε στο ΄Αγιο Πνεύμα τη δύναμη και τιμή να «προάγει το ομοφυές», προνόμιο που έλαβε ο Ίδιος από τον Πατέρα (16). Επιπλέον σημειώνει ότι, αν το ΄Αγιο Πνεύμα διαστέλλεται από τον Πατέρα με περισσότερες διαφορές απ' ότι ο Υιός, τότε ο Υιός βρίσκεται εγγύτερα στην πατρική ουσία, ενώ το ΄Αγιο Πνεύμα υποβιβάζεται σε σχέση προς τον Υιό από την ομοφυή προς τον Πατέρα συγγένεια κι έτσι επανέρχεται η αίρεση του Μακεδόνιου (17).

Είναι λοιπόν φανερό ότι στη διδασκαλία του Filioque το ΄Αγιο Πνεύμα υποβιβάζεται σε κατώτερης ποιότητας-τάξης Θεό, λόγω του ότι παρουσιάζεται στερούμενο ενός ιδιώματος που διαθέτουν τα άλλα δύο θεία πρόσωπα, δηλαδή του ιδιώματος του αιτίου, το οποίο εκλαμβάνεται ως στοιχείο ισότητας και ομοουσιότητας μεταξύ Πατρός και Υιού (18). Αν πάλι υποτεθεί ότι και το ΄Αγιο Πνεύμα έχει αυτό το ιδίωμα και εκπορεύει άλλη υπόσταση (άλλο πνεύμα), τότε η Αγία Τριάδα γίνεται τετράδα. Αν κατ' επέκταση η τέταρτη υπόσταση εκπορεύει άλλη κι εκείνη με τη σειρά της άλλη κ.ο.κ., οι θείες υποστάσεις είναι άπειρες, ώστε ξεπερνιέται και η πολυθεΐα των αρχαίων Ελλήνων (19).

΄Αλλες διαστάσεις αποκτά η υποτίμηση του Αγίου Πνεύματος στη διδασκαλία του Filioque με τον ισχυρισμό των Λατίνων ότι το ΄Αγιο Πνεύμα προέρχεται όχι από δύο αρχές αλλά «ως εκ μιας αρχής» (ως από μία αρχή) (20), κοινής Πατρός και Υιού, κατά τρόπο αντίστοιχο προς την προέλευση του κόσμου από μία δημιουργική αρχή, κοινή των τριών θείων προσώπων. Υποστηρίζουν δηλαδή ότι, εφόσον η κτίση, προερχόμενη από τον Πατέρα και τον Υιό και το ΄Αγιο Πνεύμα δια της δημιουργικής Τους δύναμης, είναι από ένα Θεό και δημιουργό, τι εμποδίζει να λέμε ότι και το ΄Αγιο Πνεύμα, προερχόμενο από τον Πατέρα και τον Υιό, είναι από ένα Θεό και προβολέα, και έχει μία αρχή τον Πατέρα και τον Υιό (21);

Η σύγκριση αυτή μεταξύ της δημιουργίας της κτίσης και της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος όχι μόνο μειώνει το ΄Αγιο Πνεύμα έναντι του Πατρός και του Υιού, αλλά Το υποβιβάζει στην κατηγορία των κτισμάτων (22). Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός παρατηρεί σχετικά: «Ει γαρ τον αυτόν τρόπον η τε κτίσις εκ Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος, και το Πνεύμα εκ του Πατρός και Υιού, τι γε άλλο η κτίσμα το Πνεύμα το άγιον;» (23). Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς επίσης ξεκαθαρίζει ότι με το να θεωρείται ο Πατήρ προκαταρκτικό αίτιο του Αγίου Πνεύματος, όπως είναι προκαταρκτικό αίτιο στη δημιουργία του κόσμου, και ο Υιός συναίτιος της ύπαρξης του Αγίου Πνεύματος, όπως είναι συναίτιος στη δημιουργία του κόσμου, τότε το ΄Αγιο Πνεύμα «ουκ ον αίτιον θεότητος εναρίθμιον έσται τοις κτιστοίς» (24).

Με τη διδασκαλία περί εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος από Πατέρα και Υιό ως από μία αρχή τίθεται εξάλλου ζήτημα συναλοιφής των δύο αυτών θείων προσώπων (Πατρός και Υιού), έτσι ώστε να ανακύπτει η αίρεση του Σαβελλίου, «μάλλον δε τι τέρας έτερον ημισαβέλλειον», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μέγας Φώτιος (25). Αν ο Υιός είναι συναίτιος στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, τότε «δύο τινά συμβαίνουν: η περιπίπτομεν εις την διαρχίαν, αποδεχόμενοι δύο αρχάς, η περιπίπτομεν εις τον "σαβελλισμόν", καθιστώντες τον Υιόν συμμέτοχον της ακοινωνήτου ιδιότητος του Πατρός, ήτοι του αιτίου του, και συγχέοντες ούτω τας υποστάσεις» (26).

Προς τη δεύτερη εκδοχή φαίνεται να οδηγεί η δυτική θεολογία με την απόπειρα να στηρίξει το Filioque στο κοινό της ουσίας Πατρός και Υιού. Ο κορυφαίος των σχολαστικών θεολόγων της Δύσης, ο Θωμάς ο Ακινάτης, στο επιχείρημα των ορθόδοξων ότι η ιδιότητα του Πατρός να αποτελεί αρχή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι προσωπική και δεν μεταδίδεται, απαντά ότι μία ιδιότητα μπορεί να ανήκει σε δύο πρόσωπα, αν αυτά είναι της ίδιας φύσης, όπως συμβαίνει με τον Πατέρα και τον Υιό που διαθέτουν από κοινού την ιδιότητα να εκπορεύουν το ΄Αγιο Πνεύμα. Η εξήγηση αυτή ωστόσο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί έτσι κι αλλιώς στη θεολογία του Θωμά του Ακινάτη τα υποστατικά ιδιώματα των θείων προσώπων ταυτίζονται με τη θεία ουσία (27). ΄Αρα η διδασκαλία του Filioque συγγενεύει με την αίρεση του Σαβελλίου, παρά το ότι στη δυτική θεολογία γίνεται λόγος για πραγματική διάκριση των θείων υποστάσεων.

Σε σχέση τώρα με το ΄Αγιο Πνεύμα εδώ προκύπτει άλλο πρόβλημα. Αν το ιδίωμα του αιτίου είναι κοινό σε Πατέρα και Υιό λόγω της κοινής ουσίας Τους, τότε θα πρέπει να είναι κοινό και στο ΄Αγιο Πνεύμα, εφόσον Αυτό κηρύσσεται ομοούσιο με τα άλλα δύο θεία πρόσωπα. Έτσι όμως καταλήγουμε στο παράδοξο συμπέρασμα ότι το ΄Αγιο Πνεύμα εκπορεύει τον εαυτό Του, είναι αίτιο του εαυτού Του (28), καθώς και αίτιο του Υιού (29). Αν πάλι δεν ισχύει αυτό, τότε κατ' ανάγκη το ΄Αγιο Πνεύμα δεν θεωρείται ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό. Αυτό άλλωστε καταγγέλλει και ο Μ. Φώτιος ότι συμβαίνει με τη διδασκαλία του Filioque , δηλαδή ότι το ΄Αγιο Πνεύμα εξορίζεται από την κατ' ουσία πατρική συγγένεια (30). Εκλαμβάνεται, επομένως, ως κατώτερο από τον Πατέρα και τον Υιό.

Υποτίμηση του Αγίου Πνεύματος παρατηρείται και σε άλλη πτυχή της διδασκαλίας του Filioque , σύμφωνα με την οποία το ΄Αγιο Πνεύμα είναι ο σύνδεσμος της αγάπης μεταξύ Πατρός και Υιού (31). Εδώ το ΄Αγιο Πνεύμα φαίνεται να εκλαμβάνεται μάλλον ως απρόσωπη δύναμη παρά ως πρόσωπο (32). Η αγάπη είναι ενέργεια και όχι υπόσταση, άρα, αν το ΄Αγιο Πνεύμα προβάλλεται μόνο ως δεσμός της αγάπης μεταξύ Πατρός και Υιού, υποβιβάζεται από πρόσωπο (υπόσταση) σε απλή ενέργεια (33).

Η υποτίμηση του προσώπου του Αγίου Πνεύματος έχει, όπως είναι φυσικό, αντίκτυπο στο αγιαστικό έργο Του. Ο Α. Θεοδώρου γράφει σχετικά: «Με τη διδασκαλία αυτή [του Filioque ] το Πνεύμα παρουσιάζεται ως δεύτερος (κατώτερος Θεός), κάτι που έχει αντίκτυπο στο αγιαστικό έργο του. Είναι άραγε συμπτωματικό ότι στη Δύση το έργο του αγ. Πνεύματος είναι γενικά υποβαθμισμένο, επικρατεί δε σ' αυτήν ένας έντονος "χριστομονισμός"; Αν όμως αυτό μπορεί να συμβαίνει στη Δύση με την ιδιαίτερη θεολογική φυσιογνωμία της, για την ορθόδοξη Ανατολή, στην οποία το Πνεύμα το άγιο αποτελεί την ψυχή της Εκκλησίας και το κέντρο του αγιαστικού και αναγεννητικού έργου της, παρόμοια διδάγματα είναι ανήκουστα και απορριπτέα. Το Filioque ανοίγει ευρύ θεολογικό χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως που δύσκολα μπορεί να γεφυρωθεί, δημιουργεί κορυφαία δογματικήν αποπλάνηση, την οποίαν η Ορθοδοξία ανέκαθεν απεδοκίμασε» (34).

Ο Χ. Σωτηρόπουλος επίσης, παραπέμποντας και σε κείμενο του Αλεξίου Κνιάζεφφ, γράφει πως «παραδεχόμενοι "ότι το ΄Αγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού ως εκ μιας αρχής" μεταβάλλονται "τα Πρόσωπα του Θεού Πατρός και του Θεού Υιού εις μίαν άμορφον ενότητα" και "αφαιρείται από το ΄Αγιον Πνεύμα" ο χαρακτήρ του ανεξαρτήτου Προσώπου, το οποίον ενεργεί "ελευθέρως εν τη Εκκλησία, εν πλήρει συμφωνία μετά του Πατρός και του Υιού"» (35).

Η υποτίμηση λοιπόν του Αγίου Πνεύματος στη διδασκαλία του Filioque είναι μεγάλη και πολλαπλή. Ανακεφαλαιώνοντας τους διάφορους τρόπους, με τους οποίους μειώνεται το ΄Αγιο Πνεύμα στο πλαίσιο της διδασκαλίας αυτής, παρατηρούμε ότι άλλοτε υποβαθμίζεται σε δεύτερης η τρίτης τάξης Θεό, άλλοτε υποβιβάζεται στην κατηγορία των κτισμάτων, άλλοτε υποβιβάζεται από πρόσωπο σε απλή ενέργεια και γενικά παρουσιάζεται ως κατώτερο έναντι του Πατρός και του Υιού, κάτι που έχει ως συνέπεια να μειώνεται και η σημασία του έργου Του στην Εκκλησία.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό και με τις άλλες παραμέτρους της διδασκαλίας του Filioque , αποτελούν αλλοίωση του τριαδικού δόγματος (36), άρα οι διαμάχες Ανατολής-Δύσης για το Filioque «δεν ήσαν ούτε είναι "περί όνου σκιας"» (37). Πρόκειται για πολύ σοβαρό θέμα. Όπως επεσήμανε σε σχετική μελέτη-ομιλία του το 1980 ο τότε αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μεγάλης Βρεταννίας Μεθόδιος (Φούγιας), ο όρος Filioque άπτεται της πίστης μας στον Θεό και αυτό δεν είναι απλά ένα διανοητικό ζήτημα, αλλά είναι ζήτημα ζωής, της ζωής που απολαμβάνουμε μέσα στην Εκκλησία (38).

Όσο για την επίλυσή του, δεδομένου ότι οι ορθόδοξοι έχουν διπλό δίκιο, όπως διαπιστώνει, θεολογικό και εκκλησιολογικό (39), προτείνει την απάλειψη του Filioque από το Σύμβολο της Πίστεως (40).

Η απάλειψη αυτή βέβαια, για να είναι ουσιαστική, θα πρέπει να συνοδεύεται από την παραδοχή του εσφαλμένου της διδασκαλίας του Filioque , γιατί μία διδασκαλία, η οποία, εκτός των άλλων, υποτιμά το ΄Αγιο Πνεύμα, δεν μπορεί να έχει καμμία θέση στην αυθεντική πίστη της Εκκλησίας.

 


Υποσημειώσεις

(1) Αρχιεπισκόπου πρ. Θυατείρων και Μεγάλης Βρεταννίας Μεθοδίου ( Φούγια), Η Εκκλησιαστική αντιπαράθεσις Ελλήνων και Λατίνων από της εποχής του Μεγάλου Φωτίου μέχρι της συνόδου της Φλωρεντίας, 858-1439. Ιστορική και θεολογική Μελέτη αναφερομένη στις ποικίλες φάσεις των εκκλησιαστικών σχέσεων των δύο λαών, Αθήναι 1990, σ. 23.

(2) Βλ. Π. Μπούμη, «Το Πνεύμα του Πατρός (και του Υιού). Συμπληρωματικά – νέα στοιχεία στη Γνωμοδότηση περί το Filioque », Εκκλησία ϞΑ (2014) 561-568. Πρβλ. του ίδιου, Για μία λύση στο πρόβλημα του Filioque , άρθρο, το οποίο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα «Ρομφαία» στις 24 Νοεμβρίου 2014 ( http://archive.romfea.gr/arthra-apopseis/28254-lisi-provlima-filioque).

(3) Σ. Λώλη, «Πνεύμα, ΄Αγιον», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία (στο εξής Θ.Η.Ε.) 10 (1967) 463. Πρβλ. Β. Στεφανίδου ( αρχιμανδρίτου), Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 19905, σ. 344: «Η προσθήκη της φράσεως ταύτης [«και εκ του Υιού» ( Filioque )] εις σύμβολα έγινε πρώτην φοράν εν Ισπανία, εν δύο συνόδοις του Τολέδου. Εν μεν τη συνόδω του έτους 547 έγινεν η προσθήκη εις το σύμβολον της συνόδου ταύτης, εν δε τη του έτους 589, εις το σύμβολον της Κων/πόλεως, ήτοι το παρ' ημίν εν χρήσει ον». Για μία σύντομη αναδρομή στην ιστορική εξέλιξη του Filioque βλ. Αρχιεπισκόπου πρ. Θυατείρων και Μεγάλης Βρεταννίας Μεθοδίου ( Φούγια), Οπ. π., σ. 164-175.

(4) Χ. Σωτηρόπουλου, Θέματα Θεολογίας του ΙΑ αἰῶνος, Αθήναι 1986, σ. 143.

(5) Ομιλία ΚΔ (Κατά Σαβελλιανών, και Αρείου, και των Ανομοίων), Δ , Patrologiae cursus completus , series graeca (στο εξής PG ), υπό J.- P. Migne , Parisiis 1886 εξ., 31,605 C.

(6) Ο Ν. Ξεξάκης παρατηρεί σχετικά: «Η κατάλυσις δε της μοναρχίας και η ανάδειξις της διθεΐας συνεπάγονται, πλην των άλλων αρνητικών, ως π.χ. του συνθέτου κ.α., και την προσβολήν και άρσιν του ομοουσίου της αγίας Τριάδος, την ανατροπήν της ομοουσιότητος και φυσικής ταυτότητος του Πατρός προς τα άλλα δύο θεία πρόσωπα» [Ορθόδοξος Δογματική, τομ. Β (Η Θεολογία του Ομοουσίου), Αθήνα 2006, σσ. 139-140].

(7) Με αναφορά στην κριτική που άσκησε ο Κάλλιστος Αγγελικούδης στη θεολογία του Θωμά του Ακινάτη σε ο,τι αφορά την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, ο Στ. Παπαδόπουλος σημειώνει: «Δια τον Θωμάν η θέσις ότι Πατήρ και Υιός κέκτηνται την αυτήν δύναμιν είναι όλως ιδιαιτέρας σημασίας, διότι ούτως εξηγείται κατ' αυτόν η και εκ του Υιού εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος, ως ήρχισε να γίνεται δεκτόν σποραδικώς από του στ αἰῶνος εν τη Δύσει. Ότι όμως ο Υιός, έχων κατά Θωμάν δύναμιν ομοίαν του Πατρός, δεν εγέννησεν ως ο Πατήρ υιόν, δεικνύει ότι ο Υιός δεν έχει την ην ο Πατήρ κέκτηται δύναμιν. Δοθέντος δ' ότι "ουδεμία δύναμις ενεργείας εστέρηται", έπεται ότι ο Υιός, αφού δεν ανήχθη εις το γεννάν, δεν έχει την δύναμιν του Πατρός» (Ορθόδοξη και σχολαστική θεολογία, Αθήναι χ.χ., σ. 100).

(8) Ο Χ. Σωτηρόπουλος παρατηρεί πως «είναι αληθές ότι αυτή η προσθήκη του Filioque υπό των Ισπανών δεν έλυσε το πρόβλημα, καθόσον οι αρειανίζοντες Βησιγότθοι δεν εθεώρουν μόνον τον Υιόν ήσσονα του Πατρός, αλλά εθεώρουν και το ΄Αγιον Πνεύμα ήσσον του Υιού. Εάν λοιπόν υποθέσωμεν ότι οι Ισπανοί "κατέρριψαν" την πρώτην κακοδοξίαν των Βησιγότθων, δεν "κατέρριψαν" την δευτέραν, καθότι με την προσθήκην του Filioque εθεώρουν και αυτοί το Πνεύμα ήσσον του Υιού» (Οπ. π.).

(9) Α. Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά, Αθήνα 20062, σσ. 41-42.

(10) Χρ. Ανδρούτσου, Συμβολική εξ επόψεως ορθοδόξου, Θεσσαλονίκη 19633, σσ. 152-153.

(11) Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Ι , PG 94,837 C.

(12) Ι. Καρμίρη, Δογματική ( εκδ. Φοιτητικού Θεολογικού Συνδέσμου), Αθήναι 1964, σ. 135. Πρβλ. Ν. Ξεξάκη, Οπ. π. σ. 125: «Βεβαίως αι "ιδιότητες" [οι υποστατικές], αι οποίαι υπάρχουν επί της ουσίας ως "χαρακτήρες", γνωρίσματα και " μορφαί", διαφοροποιούν και διακρίνουν το κοινόν δια των ιδιαζόντων γνωρισμάτων, δεν διακόπτουν όμως και δεν χωρίζουν το " ομοφυές της ουσίας" και το συνεχές αυτής».

(13) Ο Θωμάς ο Ακινάτης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η πατρότης η η υιότης, ει και συμβεβηκός εστίν εν τοις ανθρώποις, αλλ' εν τω Θεώ η θεία εστίν ουσία» (Παρά Στ. Παπαδόπουλου, Οπ. π., σ. 279).

(14) Κεφάλαια συλλογιστικά προς Λατίνους , Δ (2), PG 161,36 B : «Ημείς μεν τον Υιόν αφαιρούντες της αιτίας του Πνεύματος, ουδέν αυτόν ελαττούμεν της του Θεού και Πατρός αξίας· ουδέ γαρ όλως μεταδοτόν το της θεότητος αίτιον λέγομεν, ώσπερ ουδέ το αναίτιον του Πατρός, ουδ' αυτήν την πατρότητα. Λατίνοι δε μεταδοτόν τούτο φρονούντες, είτα το Πνεύμα τούτου λείπεσθαι λέγοντες, πάσαις ανάγκαις έλαττον αυτό ποιούσι της του Πατρός και Υιού θεότητος και αξίας, και κατά τούτο βλασφημείν εις το Πνεύμα το άγιον, ώσπερ και κατ' άλλα πολλαχώς αναγκάζονται».

(15) Λόγος περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας , λη , PG 102,317 B : «Ει πάντα όσα πρόσεστι τω Υιώ, του Πατρός λαμβάνων έχει, εκείθεν αν είη λαβών και το αίτιον είναι της του Πνεύματος εκπορεύσεως· πόθεν ουν η ετεροκλινής αύτη φιλοτιμία, δι' ης οράται μεν ο Υιός της του Πνεύματος εκπορεύσεως αίτιος, το δε Πνεύμα, καίτοι το ισότιμον έχον και εκ της αυτής ομοταγώς τε και ομοτίμως προεληλυθός ουσίας των ίσων γερών αποστέρηται;».

(16) Οπ. π., μ , PG 102,320 A - B : «Τι λέγεις; Έλαβεν παρά του Πατρός ο Υιός εξ αυτού δια γεννήσεως προελθών και προάγειν έτερον ομοφυές; Πως ουν και αυτός ο Υιός προάγων ομοφυές το Πνεύμα ου μετέδωκεν, ως μετέλαβεν, της ομοίας δυνάμεως και τιμής, ίνα κακείνο πάλιν ομοφυούς έχη προόδω και υποστάσει εναγλαΐζεσθαι; Καίτοι γε εχρήν τον Υιόν, ει και μη δι' έτερόν τι, αλλ' ουν γε προς την του Πατρός αναγόμενον μίμησιν εφ' ομοίαις ενεργείαις συνδιασώζειν το όμοιον».

(17) Οπ. π., λβ , PG 102,313 A-B. Πρβλ. του ίδιου, Επιστολή ΙΓ (Εγκύκλιος επιστολή προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους... ), ια , PG 102,728 A - B. Συνοψίζοντας τα λεγόμενα του Μ. Φωτίου για την υποτίμηση του Αγίου Πνεύματος στη διδασκαλία του Filioque ο Ν. Ορφανός γράφει: «Η καινοτομία του Filioque , επισημαίνει ο άγιος Φώτιος, επαναφέρει και πάλιν την αίρεσιν του Μακεδονίου και καθιστά το άγιον Πνεύμα υποδεέστερον του Υιού και του Πατρός, διότι τούτο στερούμενον της εκπορευτικής ιδιότητος, την οποίαν έχουν τα δύο άλλα πρόσωπα, δεν δύναται να είναι ισότιμον προς αυτά. Ο δε Υιός υπερτερεί του αγίου Πνεύματος, διότι κεκτημένος την προβλητικήν ιδιότητα, δεν μετέδωκεν ταύτην και εις το άγιον Πνεύμα» [«Η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος κατά τον ιερόν Φώτιον», Θεολογία Ν (1979) 63].

(18) Πρβλ. Σπ. Μπιλάλη ( αρχιμανδρίτου), Η αίρεσις του Filioque , τομ. Α (Ιστορική και κριτική θεώρησις του Filioque ), Αθήναι 1972, σ. 349: «Το Filioque , εισάγον μεγάλας και ποικίλας αιρέσεις, συγχρόνως υποτιμά το ΄Αγιον Πνεύμα έναντι του Πατρός και του Υιού, διότι εμφανίζει τον Πατέρα πρώτον αίτιον, τον Υιόν δεύτερον αίτιον, το δε ΄Αγιον Πνεύμα μόνον αιτιατόν. Το ΄Αγιον Πνεύμα μειούται δια του Filioque , διότι δεν είναι αιτία και αρχή εν τη θεότητι ως ο Πατήρ και ο Υιός και επομένως υστερεί έναντι αυτών».

(19) Μ. Φωτίου, Λόγος περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας, λη , PG 102,317 A - B. Πρβλ. του ίδιου, Επιστολή ΙΓ , ιθ , PG 102,729 B - C.

(20) Αυτό αποφάνθηκε και η σύνοδος της Λυών το 1274. Ο Π. Τρεμπέλας αναφέρει σχετικά: «Και ως η εν Λυώνι σύνοδος (1274) απεφάνθη: Το Πνεύμα το ΄Αγιον αιωνίως εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού ουχί ως εκ δύο αρχών, αλλ' ως εκ μιας αρχής, ουχί δια δύο προβολών, αλλά δια μιας και μόνης προβολής. Οσονδήποτε όμως και αν μετριάζηται δια της εκδοχής ταύτης η περί εκπορεύσεως του Πνεύματος και εκ του Υιού ρωμαιοκαθολική καινοτομία, δεν παύει να αποτελή δίδαγμα ασύστατον και ουδαμού της Γραφής και της γνησίας Παραδόσεως έχον έρεισμα ασφαλές» (Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. 1, Αθήναι 19782, σ. 281).

(21) Βησσαρίωνος, Απόκρισις προς τα του Εφέσου Κεφάλαια, Εφέσου (ΙΗ ) Α (7), PG 161,144 B. Πρβλ. Σπ. Μπιλάλη ( αρχιμ.), Οπ. π., σσ. 326-327: «Οι Λατίνοι, υπέρ του Filioque και της μίας εκπορευτικής αρχής, επικαλούνται το ότι, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα ομού, συνιστούν μίαν δημιουργικήν αρχήν. Συγχέοντες, προφανώς, ενδοτριαδικάς και εξωτριαδικάς σχέσεις των θείων Προσώπων οι αιρετικοί Λατίνοι, ομιλούν περί Πατρός και Υιού, ως μιας προβλητικής αρχής του Πνεύματος».

(22) Πρβλ. Ιω. Ρωμανίδου ( πρωτοπρ.), Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Α , Θεσσαλονίκη 19994, σ. 346: «Ο ισχυρισμός ούτος εις την Πατερικήν γλώσσαν σημαίνει ότι η το ΄Αγιον Πνεύμα είναι κτίσμα, η κάτι μεταξύ κτιστού και ακτίστου (πάντως κάτι κατώτερον του Πατρός και του Υιού εξάπαντος), η υπάρχει όχι Τριας αλλά Μυριάς, εφόσον το Πνεύμα έχον και αυτό ο,τι κοινόν του Πατρός και του Υιού πρέπει να είναι και Αυτό παρακτικόν συναίτιον ακτίστου προσώπου, οπότε και αυτό το τέταρτον πρόσωπον γίνεται συναίτιον άλλου και ούτω καθεξής, επ' άπειρον».

(23) Βησσαρίωνος, Οπ. π., PG 161,144 C.

(24) Λόγος δεύτερος περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος , 33-35, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα (Επιμέλεια: Π. Χρήστου), τομ. Α (19882) 107-109.

(25) Λόγος περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας , θ , PG 102,289 A - B.

(26) Μ. Φαράντου, Η περί Θεού ορθόδοξος διδασκαλία, Αθήναι 1985, σ. 367. Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός διατυπώνει αυτό το δίλημμα ως εξής: «Ο Πατήρ και ο Υιός εν αίτιον του αγίου Πνεύματος, οι Λατίνοί φασιν· Ερωτήσωμεν ουν αυτούς, ώσπερ ο Πατήρ μόνος εν αίτιον του αγίου Πνεύματος, ούτω και ο Πατήρ και ο Υιός εν αίτιον, η άλλως. Ει μεν ουν ούτω φήσουσιν, ο δε Πατήρ μόνος εν πρόσωπον, έσται και ο Πατήρ και ο Υιός εν πρόσωπον, και συναλοιφή Σαβέλλειος επεισήλθεν. Ει δε άλλως μεν, ο Πατήρ μόνος εν αίτιον, άλλως δε ο Πατήρ και ο Υιός, μη λανθανέτωσαν εαυτούς δύο αίτια και αρχάς δύο, καν μη θέλωσιν επεισάγοντες» [Βησσαρίωνος, Απόκρισις... , Εφέσου ς (ΚΓ ) (5), PG 161,188 C - D ].

(27) Στ. Παπαδόπουλου, Οπ. π., σ. 98.

(28) Ο Μέγας Φώτιος σημειώνει σχετικά: «Η τοίνυν του πνεύματος προβολή, ει μεν κοινή των τριών είναι δοθείη, είη αν και αυτού του πνεύματος, και εξ αυτού άρα εκπορευθήσεται το πνεύμα, και αρχή έσται αυτό εαυτού, και αίτιον άμα και αιτιατόν (όπερ ουδ' οι των Ελλήνων ανεπλάσαντο μύθοι) και άμα ουδέ σύνθετον είναι διαφεύξεται, ει το μεν αυτού αίτιον είη, το δε αιτιατόν» (Λόγος περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας, PG 102,316 D. Πρβλ. του ίδιου, Επιστολή ΙΓ , PG 102,728 B - C ).

(29) Πρβλ. Μ. Φαράντου, Οπ. π., σ. 367: «Εάν δε τα αίτια είναι εν, λόγω ενότητος και ταυτότητος της θείας ουσίας, πως δεν συμμετέχει και το Πνεύμα εις την εκπόρευσίν του αλλά και εις την αΐδιον γέννησιν του Υιού;».

(30) Λόγος περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας , λδ , PG 102,313 B - C : «Έτι δε ει εν οις Πατρί και Υιώ κοινωνίαν οι πάντα θρασείς εκαινούργησαν, το Πνεύμα τούτοις αποτειχίζουσι· Πατήρ δε κατ' ουσίαν Υιώ, αλλ' ου κατά τι των ιδιωμάτων εις κονωνίαν συνάπτεται, της κατ' ουσίαν άρα πατρικής συγγενείας το ομοούσιον Πνεύμα υπερορίζουσι». Πρβλ. του ίδιου, Επιστολή ΙΓ , ιδ , PG 102,728 B - C.

(31) Η πτυχή αυτή, όπως όλη γενικά η διδασκαλία του Filioque , πηγάζει από τη σκέψη του ιερού Αυγουστίνου. Ο αρχιμανδρίτης Σπ. Μπιλάλης σημειώνει: «Κατά τον Αυγουστίνον, το ΄Αγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού, διότι είναι ο "έρως", η "φιλία", η "αγάπη" του Πατρός και του Υιού» (Οπ. π., σ. 40. Πρβλ. σ. 163: «Είναι ήδη γνωστόν, ότι το ΄Αγιον Πνεύμα, κατά τον Αυγουστίνον, εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού, ως αμοιβαία αγάπη αμφοτέρων»).

(32) Αναφερόμενος στην πτυχή αυτή της διδασκαλίας του Filioque ο π. Δημήτριος Στανιλοάε παρατηρεί ότι «οι περί Αγίου Πνεύματος εκφράσεις κάποιων ρωμαιοκαθολικών θεολόγων είναι τόσο διφορούμενες, ώστε είναι δύσκολο να ειπωθεί αν Το θεωρούν πρόσωπο η όχι» [Η περί Θεού ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία (μτφ. π. Κωνσταντίνος Coman – Γιώργος Παπαευθυμίου), Αθήνα 2011, σ. 320].

(33) Προσθέτοντας άλλον ένα λόγο, για τον οποίο η συγκεκριμένη διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου είναι λανθασμένη, ο Μ. Φαράντος γράφει ότι «αποκλείεται το Πνεύμα να είναι ο δεσμός η το προϊόν της αγάπης μεταξύ Πατρός και Υιού, όπως πρεσβεύει ο ιερός Αυγουστίνος, όχι μόνον διότι η αγάπη είναι "ενέργεια" και ουχί " υπόστασις", αλλά και διότι τοιαύτη σκέψις άγει εις την δοξασίαν των " Μαρκίωνος και Ουαλεντίνου", ήτις εκλαμβάνει ότι ο "Θεός (είναι) αρρενόθηλυς"» (Οπ. π., σ. 365).

(34) Πιστεύω εις ένα Θεόν. Ματιές στο ορθόδοξο δόγμα με βάση το ιερό Σύμβολο της Πίστεως , Αθήνα 20072, σσ. 147-148. Για το αλληλένδετο της υποτίμησης του προσώπου και του έργου του Αγίου Πνεύματος στη διδασκαλία του Filioque με την συγκεντρωτικής φιλοσοφίας δομή του ρωμαιοκαθολικισμού βλ. και Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τομ. Β (Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη), Θεσσαλονίκη 19902 (Β ἀνατύπωση), σ. 135 εξ. Σπ. Μπιλάλη ( αρχιμανδρίτου), Ορθοδοξία και Παπισμός, τομ. Β (Η ένωσις των Εκκλησιών), Αθήναι 1969, σσ. 135-137 (αναφορά στη σχέση του Filioque με το παπικό πρωτείο).

(35) Οπ. π., σ. 137.

(36) Όπως σημειώνει ο Ι. Καρμίρης αναφερόμενος στο Filioque , «πρόκειται περί μεταβολής του θεμελιωδεστάτου χριστιανικού δόγματος της Αγίας Τριάδος και περί κιβδηλεύσεως του ιερού Συμβόλου της Εκκλησίας» [«Εκκλησία», Θ.Η.Ε. 5 (1964) 502]. Πρβλ. Ιω. Ρωμανίδου ( πρωτοπρ.), Οπ. π., σ. 315: «Το FILIOQUE το διδάσκον την συμμετοχήν του Υιού υπό οιανδήποτε μορφήν εις την αιτίαν του ύπαρξιν έχειν του Πνεύματος, είναι αίρεσις οδηγούσα εις την κατάλυσιν των εν τη Τριάδι κοινών και ακοινωνήτων».

(37) Α. Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά, σ. 42.

(38) «The Filioque in Ecumenical Perspective (A paper read at the Llandaff Conference of the Anglican Orthodox Joint Doctrinal Commission, July 1980, revised and updated by Protopresbyter George D. Dragas )», στου ίδιου, Θεολογικαί και Ιστορικαί Μελέται. Συλλογή δημοσιευμάτων, τομ. Γ , Αθήναι 1983, σ. 267: «The " Filioque" clause touches upon our faith in God and this is not just an intellectual matter, but a matter of life, the life which we enjoy in the Church of the blessed Trinity and into which we are called to grow».

(39) Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «θεολογικά οι ορθόδοξοι είναι σύμφωνοι με τη διδασκαλία των καθολικών επτά οικουμενικών συνόδων και λογικά με την έννοια της μιας πηγής της Θεότητας, την οποία κάθε τόσο επικαλούνται οι Λατίνοι. Εκκλησιολογικά οι ορθόδοξοι υπέφεραν από τους Λατίνους καταπιεζόμενοι και εκβιαζόμενοι, σε δύσκολες γι' αυτούς στιγμές, να δεχθούν μία παρανομία που σχετίζεται με την αυθεντία της Εκκλησίας» (Η Εκκλησιαστική αντιπαράθεσις Ελλήνων και Λατίνων, σ. 175).

(40) Για την ακρίβεια γράφει: «Τώρα το θέμα κατέστη άλυτο και θεωρώ ευκολώτερο να αναγνωρίσουν οι Λατίνοι την ελευθερία, όχι μόνον στους ουνίτες αλλά και στους ρωμαιοκαθολικούς, να απαγγέλλουν το Σύμβολο της Πίστεως χωρίς το Filioque , παρά να συμφωνήσουν οι ορθόδοξοι μ' οποιαδήποτε ερμηνεία δοθή, για να νομιμοποιηθή η προσθήκη. Και τούτο, γιατί οι λόγοι που επέβαλαν την υιοθέτηση της προσθήκης από τους Λατίνους δεν υφίστανται σήμερα, ενώ οι λόγοι που έκαμαν τους Έλληνες ν' απορρίψουν την προσθήκη ήταν εκβιασμός και θεολογική αλλοίωσις του Συμβόλου της Πίστεως... Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεως έχει η αλύγιστη Ρώμη, η οποία μπορεί να αποκαταστήσει το Σύμβολο στην αρχική του μορφή χρησιμοποιώντας το κύρος της, που αναμφισβήτητα έχει μεταξύ των πιστών της» (Η Εκκλησιαστική αντιπαράθεσις Ελλήνων και Λατίνων, σ. 175).

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.