ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


Αλήθεια είναι και Ιστορία

H προοπτική του λόγου

Η ευχαριστιακή προοπτική

Η Τριαδολογική προοπτική

Αποφατική προοπτική

Η Χριστολογική προοπτική

Η προοπτική της εικόνος

Αλήθεια και Σωτηρία

Η αλήθεια και η κατάσταση της πεπτωκυϊας ύπαρξης

Αλήθεια και πρόσωπο

Η αλήθεια και ο Λυτρωτής

Η αλήθεια και η Εκκλησία

Το σώμα του Χριστού θεμελιώνεται στο νου

Η ευχαριστία ως τόπος της αλήθειας

IV . Η αλήθεια και η Εκκλησία- Εκκλησιολογικές συνέπειες από τη σύνθεση των Ελλήνων Πατέρων

1. Το σώμα του Χριστού θεμελιώνεται στο νου

Η χριστολογική αφετηρία για να κατανοήσουμε την αλήθεια ή πολύ περισσότερο η ταύτιση της έννοιας που έχουμε για την αλήθεια με το Χριστό, θέτει το ερώτημα για το είδος της Χριστολογίας, που εμείς είχαμε στο νου μας όταν κάναμε αυτή την ταύτιση. Δύο είδη Χριστολογίας μπορεί να λάβει κανείς υπόψη του. Αφ΄ ενός μπορούμε να κατανοήσουμε το Χριστό ως άτομο, αντικειμενικά και ιστορικά κατανοούμενο, το οποίο παρουσιάζεται σε μας ως η αλήθεια. Αν κατανοήσουμε το Χριστό έτσι, ξεπερνιέται η απόσταση που υπάρχει μεταξύ μας με τη βοήθεια συγκεκριμένων μέσων , τα οποία χρησιμεύουν ως μεσολαβητές ανάμεσα στην αλήθεια και σε μας, π.χ. οι λόγοι Του στη Γραφή και ίσως η Παράδοση μεταβιβασμένη, επεξηγημένη και ερμηνευμένη μέσω ενός συγκεκριμένου τρόπου διδασκαλίας- κι όλα αυτά συμβαίνουν με τη βοήθεια και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος.

Αφ΄ ετέρου, μπορεί κανείς να φανταστεί ένα είδος Χριστολογίας, στην οποία ο Χριστός είναι ένα ιδιαίτερο πρόσωπο, χωρίς Αυτός να αυτοαποκαλύπτεται. Όταν εμείς ισχυριστούμε, ότι Αυτός είναι η αλήθεια, κατανοούμε τότε, σ΄ αυτόν τον δεύτερο τύπο της Χριστολογίας, τη συνολική προσωπική του ύπαρξη , δηλαδή τη σχέση Του με το σώμα Του, την Εκκλησία, εμάς τους ίδιους. Με άλλα λόγια, όταν σ΄ αυτήν την περίπτωση λέμε «Χριστός», χαρακτηρίζουμε ένα πρόσωπο κι όχι ένα άτομο. Χαρακτηρίζουμε μια πραγματικότητα σχέσης, η οποία υπάρχει «για μένα» ή «για μας» 107 . Το ?γιο Πνεύμα δεν είναι εδώ μόνο ένας βοηθός για να ξεπεραστεί η απόσταση ανάμεσα στο Χριστό κι εμάς τους ίδιους· είναι πολύ περισσότερο το πρόσωπο της Τριάδας, το οποίο πραγματοποιεί τώρα στη ιστορία αυτό που ονομάζουμε Χριστός, δηλαδή αυτό το προσωπικό ον στη σχέση του σωτήρα μας. Σ΄ αυτή την περίπτωση θεμελιώνεται η χριστολογία μας ουσιαστικά- κι όχι μόνο δευτερευόντως, όπως στην πρώτη περίπτωση- μέσω της πνευμονολογίας. Πρόκειται για μια πνευματολογική θεμελίωση της Χριστολογίας. Ανάμεσα στο Χριστό, την αλήθεια, κι εμάς τους ίδιους δεν υπάρχει απόσταση για να γεφυρωθεί δια των μέσων της χάριτος. Το ?γιο Πνεύμα, το οποίο ενεργοποίησε στην ιστορία το γεγονός του Χριστού, πραγματοποιεί συγχρόνως την προσωπική Του ύπαρξη ως σώμα ή κοινότητα. Ο Χριστός δεν υπάρχει πρώτα ως αλήθεια και μετά ως κοινωνία. Είναι και τα δύο συγχρόνως. Στο ?γιο Πνεύμα καταργείται ο διαχωρισμός μεταξύ Χριστολογίας και Εκκλησιολογίας.

Μια τέτοια ως Χριστολογία διαμορφωμένη Πνευματολογία είναι αναμφισβήτητα βιβλική. Στη Βίβλο γίνεται ο Χριστός ένα ιστορικό πρόσωπο μόνο εν Αγίω Πνεύματι ( Ματθ. 1, 18-20, Λουκ. 1, 35). Η Χριστολογία είναι εδώ σαφώς πνευματολογικά θεμελιωμένη. Το ?γιο Πνεύμα δεν εισέρχεται εκ των υστέρων στα πλαίσια της Χριστολογίας, ως κάποια βοήθεια, για να γεφυρώσει την αντικειμενική απόσταση ανάμεσα στο Χριστό και σε μας τους ίδιους. Είναι αυτό που προκαλεί τη γέννηση του Χριστού και το συνολικό έργο της σωτηρίας με το να τον χρίει και να τον κάνει Χριστό (Λουκ. 4, 18). Μόνο μέσω του Αγίου Πνεύματος μπορεί ο Χριστός να ομολογηθεί ως αλήθεια (Κορ. Α΄ 12, 3). Αν κανείς εξετάσει προσεκτικά το Κορ. Α΄.12, φαίνεται πως το σώμα του Χριστού για τον Παύλο συνίσταται κυριολεκτικά από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (το να είναι κανείς μέλος στο σώμα είναι χάρισμα) 108 . Χωρίς υπερβολή μπορούμε λοιπόν να πούμε, ότι ο Χριστός δεν υπάρχει στον εαυτό Του αλλά μόνο με πνευματολογικό τρόπο κι αυτό αναφέρεται τόσο στην ιδιαιτερότητα Του προσώπου όσο και στην ικανότητά Του ως σώματος της Εκκλησίας και ανακεφαλαίωσης όλων των πραγμάτων. Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο της Χριστολογίας, ότι το γεγονός του Χριστού δεν αυτοπροσδιορίζεται- ούτε καθαρώς θεωρητικά μπορεί να το κάνει αυτό- αλλά είναι ένα ενσωματωμένο συστατικό στοιχείο στη Οικονομία της Αγίας Τριάδας . Όποιος μιλά για το Χριστό, μιλά συγχρόνως για τον Πατέρα και το ?γιο Πνεύμα 109 ,κι αυτή η αλήθεια δε θα έπρεπε να καλυφτεί από το γεγονός, ότι μόνο ο Χριστός σαρκώθηκε κι όχι ο Πατέρας και το ?γιο Πνεύμα. Διότι η ενσάρκωση, όπως είδαμε, είναι θεμελιωμένη στο έργο του Αγίου Πνεύματος. Το θέλημα το Πατέρα εκφράζεται και πραγματοποιείται σ΄ αυτήν. Έτσι το μυστήριο της Εκκλησίας προκύπτει από την ακεραιότητα της θείας Οικονομίας και την πνευματολογικά θεμελιωμένη Χριστολογία. Το ?γιο Πνεύμα ως «δύναμις» ή «χορηγός ζωής» ανοίγει το είναι μας για τη σχέση, στην οποία αυτό το ίδιο είναι «κοινωνία» (Κορ. Β΄13, 13). Στην ουσία του το μυστήριο της Εκκλησίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το «ένα» και τα «πολλά» συγχρόνως ? δεν είναι το «ένα», το οποίο το ακολουθούν τα «πολλά», αλλά το «ένα», που είναι συγχρόνως τα «πολλά» 110 .

Στη συνάφεια μιας τέτοιας πνευματολογικά θεμελιωμένης Χριστολογίας ταυτίζονται και πάλι αλήθεια και κοινωνία. Αυτό γίνεται στο επίπεδο της ιστορίας, όπως και στο επίπεδο της ανθρωπολογίας. Ο Χριστός ως αλήθεια υπάρχει στο ?γιο Πνεύμα. Αυτό βέβαια δε μπορεί να κατανοηθεί με ατομικό τρόπο και η αλήθεια πραγματοποιείται πολύ περισσότερο στο ?γιο Πνεύμα αναπόφευκτα και μόνιμα, δηλαδή σε ένα γεγονός Πεντηκοστής. Στην περιγραφή της Πεντηκοστής στο Πραξ. 2, αυτό το γεγονός έχει και ιστορική και ανθρωπολογική σημασία. Μέσω της εκχύσεως του Αγίου Πνεύματος αρχίζουν στη ιστορία οι «έσχατες ημέρες»· συγχρόνως επικυρώνεται η ενότητα της ανθρωπότητας ως ποικιλία χαρισμάτων. Η βαθύτερη σημασία φαίνεται στο ότι το γεγονός του Χριστού πραγματοποιείται από την άποψη της ιστορίας και της ανθρωπολογίας εδώ και τώρα. Η αντικειμενικοποίηση και εξατομίκευση της ιστορικής ύπαρξης, η οποία περιλαμβάνει την απόσταση, το εφήμερο και το θάνατο, μεταφέρεται στην ύπαρξη της κοινωνίας και φέρνει αιώνια ζωή για τον άνθρωπο και τη δημιουργία. Κατά παρόμοιο τρόπο η εξατομίκευση της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία οδηγεί στη διαίρεση και την αντίθεση, μεταφέρεται τώρα στην ύπαρξη της κοινωνίας, όπου η διαφορετικότητα των προσώπων («στον καθένα ξεχωριστά απ΄ αυτούς» Πρ.2,3) ταυτίζεται με την κοινωνία στο σώμα. Η ύπαρξη του Χριστού, όπως περιγράφθηκε προηγουμένως, ιστορικοποιείται και προσωποποιείται μέσω αυτή της κίνησης του Πνεύματος του Θεού, η οποία από τον ίδιο το Χριστό δημιούργησε ένα ιστορικό ον . Η αλήθεια ως Χριστός και η αλήθεια ως ?γιο Πνεύμα ταυτίζονται κι έτσι καλείται το ?γιο Πνεύμα, επίσης «Πνεύμα της αληθείας» (Ιω. 14, 17· 15,26· 16,13). Μόνο ο τρόπος της ενέργειας διαφέρει, δηλαδή αυτός του Χριστού κι αυτός του Αγίου Πνεύματος, ως αλήθειας, κατά τον τρόπο, ότι η μία θεϊκή αγάπη στη θεία Οικονομία προσαρμόζεται στις δικές μας ανάγκες και τα δικά μας όρια.

Η περιγραφή του γεγονότος της Πεντηκοστής στο Πράξεων 2 συνεχίζει να δείχνει το ίδιο πράγμα ακόμα πιο συγκεκριμένα. Η ύπαρξη του Χριστού δε μεταφέρεται στη δική μας ιστορική ύπαρξη in abstracto ή με έναν εξατομικευμένο τρόπο, αλλά στην κοινότητα και μέσω αυτής. Αυτή η κοινότητα δημιουργείται από την συνηθισμένη ύπαρξη μέσω μιας ριζικής μεταστροφής του ατομικισμού σε πρόσωπο κατά το βάπτισμα. Το βάπτισμα ως θάνατος και ανάσταση στο Χριστό χαρακτηρίζει την αποφασιστική μετάβαση από την ύπαρξη της «αλήθειας» του εξατομικευμένου είναι στην αλήθεια του προσωπικού είναι 111 . Η διάσταση της ανάστασης στο βάπτισμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ένταξη στο σώμα της κοινότητας . Η υπαρξιακή αλήθεια που προέρχεται απ΄ το βάπτισμα, είναι ακριβώς η αλήθεια του προσώπου, η αλήθεια της κοινωνίας. Γι΄ αυτό το λόγο είναι απαραίτητη μια αναγέννηση , ακριβώς επειδή στο συνηθισμένο τρόπο αναπαραγωγής η γέννηση- όπως τονίσαμε προηγουμένως ? είναι μια αιτία για την εξατομίκευση ως μια γέννηση των προς θάνατο προορισμένων όντων. Η αιώνια ζωή απαιτεί την αναγέννηση από το βάπτισμα ως γέννηση «του Αγίου Πνεύματος», ακριβώς όπως η γέννηση του ίδιου του Χριστού ήταν «εκ του Αγίου Πνεύματος», για να μπορεί να γίνει κάθε βαπτισμένος ο ίδιος ο «Χριστός» 112 , δηλαδή ένα ον της κοινωνίας κι έτσι της αληθινής ζωής 113 .

Η μεταβίβαση της ύπαρξης του Χριστού στη δική μας ύπαρξη δεν οδηγεί κατά συνέπεια σε τίποτε άλλο, παρά στην πραγματοποίηση της εκκλησιαστικής κοινότητας. Αυτή η κοινότητα γεννιέται ως σώμα Χριστού και ζει την ίδια την κοινωνία, την οποία εμείς ψάχνουμε στην ιστορική ύπαρξη του Χριστού. Η «αληθής ζωή » της ταυτίζεται με την αιώνια ζωή του Τριαδικού Θεού· έτσι γίνεται η ίδια ο « στύλος της αληθείας » με έννοια υπαρξιακή. Όλα όσα έχει η αλήθεια του στα έσχατα, του έχουν τώρα δοθεί ως μια εικόνα 114 με τρόπο μυστηριακό. Έτσι μπορεί να πραγματοποιηθεί σ΄ αυτήν η αλήθεια του Χριστού με την μορφή της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης, ως πρόγευση της αιώνιας ζωής κι έτσι επιδιώκει την μεταμόρφωση του κόσμου σ΄ αυτή την κοινωνία, η οποία τη βιώνει στον εαυτό της. Αυτή η εμπειρία της αλήθειας στην ύπαρξη της Εκκλησίας πραγματοποιείται στη ζωή της Εκκλησίας περισσότερο στην Ευχαριστία. Η ευχαριστιακή κοινότητα είναι το σώμα του Χριστού par excellence , διότι σ΄ αυτή συνδέονται μεταξύ τους η κοινωνία μας στη ζωή και η τριαδολογική κοινωνία με έναν τρόπο, που διατηρεί τον εσχατολογικό χαρακτήρα της αλήθειας και συγχρόνως δημιουργεί ένα συστατικό στοιχείο που ενσωματώνεται στη ιστορία της. Αν θέλουμε επίσης να δούμε, πώς ο Χριστός, η αλήθεια, συνδέεται με την Εκκλησία, τότε πρέπει να εξετάσουμε πρώτα τη Θεία Ευχαριστία.

107 πρβλ. την χριστολογία του D . Bonhoeffer , Gesammelte Schriften III , Muenchen 1960, 166-242, όπου αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται ως κλειδί. Αυτός ο τρόπος θεώρησης του Bonhoeffer είναι πολύ σημαντικός καθ? όσον παίρνει απόσταση ως προς τις σωτηριολογικές θεωρίες της θεολογίας μετά τη Μεταρρύθμιση, η οποία στηρίχτηκε περισσότερο στην πράξη του Χριστού παρά στο πρόσωπό Του. Η πνευματολογική κατεύθυνση λείπει βεβαίως τελείως από το έργο του Bonhoeffer κι αυτό δημιουργεί από την ιδέα του « pro - me » ένα σχήμα χωρίς οντολογικό περιεχόμενο.

108 πρβλ. Ι . Δ . Ζηζιούλα , Ordination et communion, στο : Istina 16,1971,5-12.

109 Η ενότητα της θείας δράσης ad extra τονίζεται από τους Πατέρες έντονα. Βλ. π.χ. Αθανασίου , Προς Σερ. Ι,20 . Βασιλείου , Περί Αγίου Πνεύμ. 19,49 . Κυρίλλου Αλεξανδρείας , Στον Ιω. 10,κ.ά. Αυτό είναι σωστό και για τους δυτικούς Πατέρες. Πρβλ . Y. Congar , Pneumatologie ou « Christomonisme » dans la tradition latine ?, στο : Ε cclesia a Spiritu Sancto edocta (Melanges G.Philips), 1970, 41-63.

110 Αυτό αναπτύσσεται εκτενέστερα στο Ι . Ζηζιούλα , Die pneumatologische Dimension der Kirche, στο : Communio 2, 1973, 133-147.

111 πρβλ. πιο πάνω, Μέρος ΙΙΙ,1.

112 πρβλ . Κυρίλλου Ιεροσολύμων , Κατηχήσεις 21,1 . Τερτυλλιανού , Περί Βαπτ. 7-8 . Διδ. Αποστ. ΙΙΙ,16.

113 Όλη αυτή η «άρση της εξατομίκευσης» του Χριστού, η ταύτισή του με ένα πνευματικό «σώμα», μπορεί να έχει κάποιο νόημα, μόνο αν εισάγει κανείς τις εσχατολογικές πραγματικότητες στην ιστορία. Το ?γιο Πνεύμα συνδέεται με τις «έσχατες ημέρες» (Πρ.2,17) και μια πνευματική χριστολογία παίρνει την «αλήθεια» της μόνο από το γεγονός του αναστημένου Χριστού, δηλαδή από την ιστορική «επαλήθευση» αυτής της εσχατολογικής αλήθειας. Αν κανείς δεχτεί τον αναστημένο Χριστό, τότε δεν είναι πια δυνατό να εκπροσωπήσει μια εξατομικευμένη χριστολογία. Κάθε αναφορά στο πρόσωπο του Χριστού περιλαμβάνει αναγκαστικά αυτό, το οποίο ονομάσαμε «άρση της εξατομίκευσης», δηλαδή ότι ο Χριστός παρουσιάζεται ως πρόσωπο (όχι ως άτομο), ως ον, του οποίου η ταυτότητα θεμελιώνεται στην κοινωνία και δι? αυτής. Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε από ανθρώπους, οι οποίοι αποδέχονταν την ανάσταση του Χριστού ως ιστορικό γεγονός και γι? αυτό το λόγο η ταυτότητα του Χριστού εκφράζεται πάντα στην Καινή Διαθήκη με πνευματολογικούς όρους (για κάποιους Ευαγγελιστές, όπως ο Ματθαίος και ο Λουκάς, ακόμα και βιολογική σύλληψη του Χριστού). Εξ? αιτίας αυτού δεν ήταν πλέον δυνατό στην Εκκλησία να μιλήσει για το Χριστό διαφορετικά, παρά μόνο με τους όρους της κοινωνίας, δηλαδή με το να Τον ταυτίζει με την «κοινότητα των αγίων». Και η εσχατολογική και η πνευματολογική προσέγγιση του Χριστού δηλώνουν την κοινότητά Του. Ο αναστημένος Χριστός είναι αδιανόητος ως άτομο . είναι ο «πρωτότοκος εν πολλοίς αδερφοίς», ο οποίος θεμελιώνει την ιστορική του ταυτότητα στο γεγονός της κοινωνίας και δι? αυτού, το οποίο είναι η Εκλλησία.

114 πρβλ. πιο πάνω, Μέρος ΙΙ,6.

115 Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές στον Ιππόλυτο , Αποστ. Παραδ. 3 (προσευχή χειροτονίας του επισκόπου).

116 Έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός, ότι η αρχαία Εκκλησία εξέφραζε την πίστη της επίσημα μέσω των συνόδων των επισκόπων, δηλαδή των αρχηγών των ευχαριστιακών κοινοτήτων και όχι των θεολόγων.

117 πρβλ. T.F.Torrance , Space, Time and Incarnation, London, New York, Oxford 1969.

118 όπ.π.

11 9 πρβλ. Αθανασίου , Προς Σερ. Ι,23.

120 Λεπτομερέστερα για το σημείο αυτό βλ. J.D.Zizioulas , La communaute eucharistique et la catholicite de l? Eglise, στο : Istina 14, 1969, 67-88.

121 Στη σκέψη των Ελλήνων Πατέρων, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε σ? αυτή την πραγματεία, η αλήθεια τοποθετείται πάνω απ? αυτό, το οποίο εμείς χαρακτηρίζουμε ως ηθική αλήθεια . Η δυνατότητα επιλογής, την οποία ορίζει η ηθική αλήθεια, προέρχεται από την εξατομίκευση, όπως αυτή συνδέεται με την πτώση (βλ. πιο πάνω, ΙΙΙ,1). Στο σημείο αυτό βρίσκεται πραγματικά ένας περιορισμός της αλήθειας, επειδή η επιλογή αναφέρεται σε δεδομένες και κατά συνέπεια σε εξαναγκαστικές δυνατότητες. Αν ο Θεός τοποθετείται πάνω από τη θέληση (Αθανάσιος) ή πέρα από την κατάφαση και την άρνηση (Μάξιμος) (βλ. πιο πάνω, ΙΙ, 3 και 4), οι Έλληνες Πατέρες ήθελαν συγχρόνως να τοποθετήσουν την ελευθερία πάνω από τον περιορισμό της επιλογής και του δεδομένου: ο Θεός είναι πραγματικά ελεύθερος, διότι δεν έχει τίποτα, το οποίο θα του ήταν «δεδομένο» κι έτσι υπάρχει πέρα από την κατάφαση και την άρνηση. Αυτό όμως δεν πρέπει να είναι μόνο μια αρνητική δήλωση. Ο Θεός είναι τελείως ελεύθερος με θετική πολύ περισσότερο έννοια και μάλιστα στην αιωνιότητά Του, δηλαδή δε συγκρίνεται με τίποτα, το οποίο, όπως κάθε άλλο ον, έχει μια αρχή. Ορίζει θετικά την ύπαρξή Του μέσω ενός γεγονότος κοινωνίας: είναι ο Πατέρας, διότι έχει αιώνια έναν Υιό, μέσω του οποίου αυτοπροσδιορίζεται ως Πατέρας (βλ. πιο πάνω, υποσ. 77). Έτσι παρουσιάζεται η ύπαρξη του Θεού πραγματικά ελεύθερη έναντι ενός «δεδομένου» και με μια διαφορετικότητα, η οποία δεν υπόκειται στην εξατομίκευση. Μια ελευθερία αυτού του είδους προσφέρεται στον άνθρωπο εν Χριστώ ως η εσχατολογική δόξα των παιδιών του Θεού. Το ?γιο Πνεύμα χαρίζει ήδη μια πρόγευση καθ΄ όσον κατευθύνει την κοινότητα της Εκκλησίας στην ιστορία. Μ? αυτή την έννοια η ευχαριστιακή κοινωνία, ως το εντελώς ιδιαίτερο εσχατολογικό γεγονός της Εκκλησίας, είναι μια κατάφαση (επιβεβαίωση), ένα «αμήν». Αποκαλύπτει μια κατάσταση της ύπαρξης χωρίς άρνηση, όντας η ίδια ελεύθερη έναντι κάθε άρνησης του είναι και της ζωής, δηλαδή του θανάτου. Η ελευθερία, η οποία έγκειται στην κατάφαση μέσω της κοινωνίας, είναι μια ελευθερία από την εξατομίκευση και το θάνατο, μια κατάφαση του είναι . Βεβαίως αυτή δεν είναι μια ηθική, αλλά μια οντολογική ελευθερία, η οποία προέρχεται από την ταύτιση του είναι και της αλήθειας με την κοινωνία.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.