ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα


ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

 

 

Η εξέλιξη του Συνοδικού Θεσμού στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος

Ευσταθίου Χιώλου

1. Ο Συνοδικός θεσμός καί η Ελληνική Επανάσταση

Ο Συνοδικός Θεσμός είναι η απόλυτη διαχρονική έκφραση της εκκλησιολογικής ταυτότητας και της σωτηριολογικής αποστολής της Εκκλησίας, γι ᾿ αυτό ο Συνοδικός θεσμός καθιερώθηκε ήδη από την αποστολική παράδοση στη ζωή της Εκκλησίας, με εξαιρετικό μάλιστα υπόδειγμα την Αποστολική σύνοδο (49 μ.Χ.) και τις οδηγίες των αποστόλων. Ωστόσο, η ορθή λειτουργία του προϋποθέτει απαραιτήτως αφ᾿ενός μεν την αδιάκοπη συνέχεια της αποστολικής διαδοχής των επισκόπων σε κάθε τοπική εκκλησία, αφ᾿ετέρου δε την άρρηκτη σχέση της λειτουργίας του με τα συγκεκριμένα εδαφικά όρια κάθε εκκλησιαστικής διοικήσεως. Βεβαίως, στους τρείς πρώτους αιώνες δεν υπήρχε μία υποχρεωτική διοικητική σχέση ἀλληλεξάρτησης μεταξύ των τοπικών εκκλησιών, αλλ᾿ όμως η αλληλέγγυα σχέση τους υπήρχε στη λειτουργία της αδιάκοπης αποστολικής διαδοχής των επισκόπων σε κάθε τοπική εκκλησία.

Συνεπώς όλες οι τοπικές εκκλησίες είχαν την αδιάκοπη αποστολική διαδοχή με τη χειροτονία των επισκόπων τους από τους προθύμως ανταποκρινόμενους πλησιόχωρους επισκόπους και αντιμετώπιζαν τα εσωτερικά ή και τα γενικότερα προβλήματά τους με τα εδαφικά συνήθως κριτήρια της εδαφικής γειτνιάσεως. Τα κριτήρια αυτά οδήγησαν τελικώς από την καθιερωμένη εθιμική πράξη για τη χειροτονία των επισκόπων στις τοπικές συνόδους των τριών πρώτων αιώνων για την κοινή αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων πίστεως ή κανονικής τάξεως όχι μόνο από τη βιαιότητα των διωγμών, αλλά και από τη δράση των αιρετικών ομάδων του Γνωστικισμού, του Μοναρχιανισμού, του Μοντανισμού κ.α.

Η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν η πρώτη αποστολική Εκκλησία στην Ευρώπη (1), γι' αυτό ο συνοδικός θεσμός αναπτύχθηκε και λειτούργησε από τα μέσα ήδη του Β ΄ αιώνα στον ελλαδικό χώρο τόσο με τα εθιμικώς καθιερωμένα εδαφικά κριτήρια γειτνιάσεως, όσο καί με την άμεση πρωτοβουλία από τις σημαντικότερες αποστολικές εκκλησίες των ρωμαϊκών επαρχιών (Κόρινθος, Θεσσαλονίκη, Φίλιπποι κ.ἄ.). Οι εκκλήσεις ανέλαβαν και την αποστολική δράση για τη διάδοση του Ευαγγελίου σε όλες τις ρωμαϊκές επαρχίες του ελλαδικού χώρου, ήτοι στις 6 επαρχίες, ήτοι: Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Παλαιάς και Νέας Ηπείρου, Αχαΐας καί Κρήτης .

Έτσι, η λειτουργία του συνοδικού θεσμού από τον Β ΄ αιώνα ήταν εντυπωσιακή στη μεγάλη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας, λόγω κυρίως του μεγάλου κύρους της τοπικής εκκλησίας της Κορίνθου όχι μόνο για την ίδρυσή της από τον απόστολο των εθνών Παύλο, αλλά και για την ταχύτατη ανάπτυξή της με την προσωπική υποστήριξή του, ανάλογη όμως ήταν η ακτινοβολία όλων των τοπικών εκκλησιών στις έξι ρωμαϊκές. Συνεπώς, η λειτουργία του συνοδικού θεσμού συστηματοποιήθηκε και εφαρμόστηκε πληρέστερα, με σταθερό πάντοτε πλαίσιο τις ρωμαϊκές επαρχίες, μετά την εισαγωγή του Μητροπολιτικού συστήματος (καν. 4,5,6 και 7) στη διοίκηση της Εκκλησίας από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325), γι ᾿ αυτό από τις τοπικές συνόδους των τριών πρώτων αιώνων περάσαμε στις κανονικώς και θεσμικώς καθιερωμένες Επαρχιακές συνόδους (2) .

Ωστόσο, οι σοβαρές θεολογικές έριδες του Δ΄ αιώνα από την αίρεση του αρειανισμού επιβαρύνθηκαν από τις αυθαίρετες και προκλητικές ενέργειες των αρειανοφρόνων κυρίως μητροπολιτών, γι ᾿ αυτό ήταν αναγκαίος ο άμεσος εκκλησιαστικός έλεγχός τους. Έτσι, αποφασίσθηκε τελικώς η εισαγωγή του Εξαρχικού συστήματος (καν. 2 και 6) από τη Β΄ Οικουμενική σύνοδο (381) σε μία ευρύτερη περιφέρεια, ήτοι των ρωμαϊκών Διοικήσεων, στις οποίες υπήρχαν πολλές επαρχίες, όπως λ.χ. οι έξι επαρχίες της Διοικήσεως του Ανατολικού Ιλλυρικού στον ελλαδικό χώρο.

Ωστόσο, η οξύτατη αντίδραση των πανίσχυρων μητροπολιτών δεν επέτρεψε τη λειτουργία των Μειζόνων συνόδων των Διοικήσεων, γι ᾿ αυτό διευκολύνθηκε και η παράλληλη προβολή του Πατριαρχικού συστήματος (καν. 9,17 και 28) από την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο (451) στην εκκλησιαστική διοίκηση. Συνεπώς, οι έξι Επαρχιακές σύνοδοι του ελλαδικού χώρου (3) υπάχθηκαν στην εποπτεία του Οικουμενικού πατριαρχείου, με μόνη εξαίρεση την περίοδο της υπαγωγής τους στην πνευματική εποπτεία του παπικού θρόνου (4) (535-732), με σχετικό Διάταγμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527-565), χωρίς όμως να διακόψουν την παραδοσιακή επικοινωνία τους και με το Οικουμενικό πατριαρχείο (5) .

Οι επαρχίες λοιπόν του ελλαδικού χώρου μετά την επιστροφή τους στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού πατριαρχείου (732/33), με απόφαση μάλιστα του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα Γ ΄ (717-741), προσέφεραν πολλές, σημαντικές, γενναίες και πολύτιμες υπηρεσίες σε όλους σχεδόν τους τομείς του εκκλησιαστικού βίου τόσο στην απρόσκοπτη συνοδική λειτουργία, όσο και στην πανορθόδοξη αποστολή του Οικουμενικού πατριαρχείου. Η συμβολή τους αυτή αποδείχθηκε πράγματι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα δε στους χαλεπούς καιρούς τόσο της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας, μετά την κατάλυση δηλαδή της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τη Δ΄ Σταυροφορία (1204), όσο και της Τουρκοκρατίας, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους (1453) και μέχρι την ίδρυση του νεώτερου Ελληνικού κράτους (1828-1830).

Πράγματι, κατά τους χαλεπούς αυτούς καιρούς της Τουρκοκρατίας, η δύσκολη και πολυδιάστατη εκκλησιαστική και εθναρχική αποστολή του Οικουμενικού πατριαρχείου υποστηρίχθηκε, με εντυπωσιακό μάλιστα ή και καθοριστικό τρόπο, από τις εμπερίστατες Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές του ελλαδικού χώρου όχι μόνο γιά τη στελέχωση της Ιεραρχίας, του ιερού κλήρου και της παιδείας του Οικουμενικού πατριαρχείου, αλλά και για την αντιμετώπιση των επαχθών οικονομικών, λειτουργικών και πρακτικών ζητημάτων του δούλου Γένους.

Συνεπώς, η Εκκλησία της Ελλάδος στο νεώτερο Ελληνικό κράτος, καίτοι υπαγόταν στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού πατριαρχείου μετά την κρίσιμη περίοδο της Επαναστάσεως (1821-1828) και μέχρι την επίσημη και οριστική ίδρυση του Ελληνικού κράτους (1829-1830), εν τούτοις δεν ήταν πλέον δυνατή η άμεση σχέση ή επικοινωνία της με το Οικουμενικό πατριαρχείο. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορούσε να συγκροτήσει αυθαίρετα μία κανονική σύνοδο, ήτοι χωρίς την κανονική έγκριση του Οικουμενικού πατριαρχείου, γι ᾿ αυτό η άμεση συνοδική λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν κανονικώς και πρακτικώς αδύνατη, για προφανώς ευνόητους όχι μόνο εκκλησιαστικούς, αλλά και εθνικούς λόγους ( επανάσταση, απαγχονισμός πατριάρχη κ.α.)

Το ζήτημα λοιπόν της συνοδικής λειτουργίας της Εκκλησίας στο νεώτερο Ελληνικό κράτος παρέμενε ένα ανοικτό δυσεπίλυτο πρόβλημα, αλλ ᾿ όμως έγινε δυσκολώτερο ή και πολυπλοκώτερο κατά την κρίσιμη περίοδο της αυταρχικής Βαυαροκρατίας (1832-1862), λόγω κυρίως της αυθαίρετης Διακηρύξεως (6) της Αντιβασιλείας (1833) για την αντικανονική ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πράγματι, η Διακήρυξη αυτή επηρέασε, με ιδιαίτερα αρνητικό μάλιστα τρόπο, την κανονική συνοδική συγκρότηση και λειτουργία της όχι μόνο μετά την αντικανονική απόφαση της Αντιβασιλείας (1833), αλλά και μετά την άμεση επικύρωσή της από την Κυβέρνηση, με την έκδοση μάλιστα και σχετικού Βασιλικού Διατάγματος.

Ωστόσο, η κανονική συγκρότηση της Συνόδου δεν ήταν δυνατή και μετά την επίσημη κανονική ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της από το Οικουμενικό πατριαρχείο, ήτοι με την έκδοση του καθιερωμένου Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου (1850), αφού, και μετά την έκδοσή του, οι αρχές της αντικανονικής Διακηρύξεως (1833) επικυρώθηκαν, όπως θα δούμε, αυθαιρέτως και αντικανονικώς από την Κυβέρνηση της Βαυαροκρατίας με τους επαχθείς μάλιστα και αντικανονικούς δυναστικούς Νόμους Σ ΄ (200) και ΣΑ ΄ (201) του 1852 (7) .

Στο πλαίσιο μάλιστα αυτό, η αντιφατική και δυναστική εκκοσμικευμένη ιδεολογία για την οργάνωση και τη λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδας μετά το 1821 και εισήγαγε τελικώς μία αυταρχική πολιτειοκρατία, η οποία γεννήθηκε ήδη κατά την περίοδο του απελευθερωτικού αγώνα, αλλ ᾿ όμως επιβαρύνθηκε από την καταπιεστική πολιτική της Βαυαροκρατίας . Ωστόσο, μετά την απελευθέρωση από τη Βαυαροκρατία επιβλήθηκε και επικράτησε τελικώς το καθεστώς της Διακηρύξεως (1833) με τους Νόμους Σ΄ και ΣΑ΄ (1852) μέχρι το 1923, αλλά κατά διαστήματα και από 1936-41 και από το 1964-67, γι ᾿ αυτό έβλαψε με καίριο τρόπο τόσο την Εκκλησία, όσο και το Έθνος. Στο πλαίσιο όμως αυτό, η ολιγομελής διοικούσα Ιερά Σύνοδος έλαβε πολλές και ποικίλες μορφές, με τις αυθαίρετες μάλιστα επεμβάσεις των δυναστικών Κυβερνήσεων, σε μία περίοδο κρίσεων και συγχύσεων, ήταν άλλοτε μεν κανονικές και άλλοτε αντικανονικές, ανάλογα με τη θέληση της εκάστοτε Κυβέρνησης (8) .

Βεβαίως, η άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα (1828) σήμαινε την αρχή μιας περιόδου καλυτέρευσης τόσο της κρίσιμης ή και αβέβαιης πορείας του απελευθερωτικού αγώνα μετά τις παλινωδίες των λεγομένων Μεγάλων Δυνάμεων, όσο και των εκκλησιαστικών πραγμάτων, μετά την αντικανονική απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό πατριαρχείο. Έτσι, ο νέος Κυβερνήτης προσπάθησε να ρυθμίσει, με συναινετικό μάλιστα τρόπο, τόσο τις σχέσεις της Ελληνικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό πατριαρχείο, όσο και την τήρηση των ιερών κανόνων. Ωστόσο, μετά την τραγική δολοφονία του (1831) και την ανάθεση της εξουσίας στον ανήλικο Όθωνα, ο αρμόδιος για τα εκκλησιαστικά πράγματα Γ. Μάουερ, μέλος της Αντιβασιλείας και διαπρεπής νομομαθής, επέβαλε με τη Διακήρυξη (1833) τα αυταρχικά πολιτειοκρατικά και εθνοκρατικά πρότυπα τόσο του γαλλικού Διαφωτισμού, όσο και της προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως του ΙΣΤ΄ αιώνα, αφού οι ηγεμόνες όριζαν πλέον και την πίστη των υπηκόων τους ( cuius regio , eius religio ).

Η δολοφονία λοιπόν του Ιω. Καποδίστρια έθεσε τέρμα στα συναινετικά σχέδιά του και η ελλαδική Εκκλησία έμελλε να εισέλθει σε οδυνηρές περιπέτειες με την βεβιασμένη, αυθαίρετη και αντικανονική ανακήρυξή της από την Αντιβασιλεία σε Αυτοκέφαλη Εκκλησία (1833). Δυστυχώς, οι αρχιερείς των ελευθερωμένων περιοχών της Ελλάδος υπέκυψαν στην αφόρητη πίεση της Αντιβασιλείας όχι μόνο για να αποδεχθούν, αλλά και για να υπογράψουν την προφανώς αντικανονική Διακήρυξη, παρά τις πιέσεις μάλιστα του αποσταλέντος στο Ναύπλιο πρεσβευτή της Ρωσίας Κατακάζη γιά να αποτρέψη την απόσχιση της Εκκλησίας του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους από το Οικουμενικό πατριαρχείο, τη Μητέρα Εκκλησία του, αλλ ᾿ όμως οι αρχιερείς δίσταζαν να συγκρουσθούν με την πανίσχυρη και αυταρχική Αντιβασιλεία (9) .

Η αυθαίρετη όμως και αντικανονική ανακήρυξη, προμελετημένο έργο του μέλους της Αντιβασιλείας Μάουερ και του συνεργού του Θ. Φαρμακίδη (10), είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την άμεση διακοπή των κανονικών σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος όχι μόνο με το Οικουμενικό πατριαρχείο και τον Μείζονα Ελληνισμό, αλλά και με όλες τις άλλες ελληνόφωνες ή και σλαβόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες, η οποία προκάλεσε την πλήρη και καταλυτική απομόνωσή της τόσο στις διορθόδοξες, όσο και στις διεκκλησιαστικές της σχέσεις.

Πράγματι, ο Γ. Μάουερ, διαπρεπής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και λουθηρανός στο θρήσκευμα, ήταν επηρεασμένος από τα προτεσταντικά πολιτειοκρατικά πρότυπα και από τις εθνοκρατικές ιδέες του γαλλικού Διαφωτισμού, ενώ αγνοούσε το εσωτερικό Κανονικό δίκαιο και την μακρόχρονη παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι, επιδίωξε και πέτυχε τόσο την επιβολή της αυτοτέλειας και της ανεξαρτησίας της ελλαδικής Εκκλησίας, όσο και την πλήρη εξάρτησή της από την αυταρχική πολιτειακή εξουσία. Συνεπώς, η Διακήρυξη του 1833 απετέλεσε τον πρώτο Καταστατικό νόμο της αντικανονικώς ανακηρυχθείσας αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλ ᾿ όμως η Διακήρυξη αυτή ήταν πράγματι ένα πιστό αντίγραφο του οργανωτικού νόμου του προτεσταντικού Βαυαρικού Κονσιστορίου (1818) και αποτελείτο από 25 άρθρα, τα οποία διέπονταν από ένα σαφές έντονο προτεσταντικό πνεύμα και από τον απόλυτο κρατισμό του Διαφωτισμού.

 

2. Η αθέτηση του Συνοδικού θεσμού και η Εκκλησιαστική Διοίκηση.

Στο νέο λοιπόν αυτό θεσμικό πλαίσιο, αρχηγός λοιπόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος κατά το διοικητικό μέρος ήταν πλέον ο ρωμαιοκαθολικός Βασιλεύς, η δέ Εκκλησία έπρεπε να διοικείται από μια πενταμελή Διαρκή Σύνοδο και να φέρει τον αμφίσημο τίτλο « Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος » (11) . Η διαρκής όμως Σύνοδος έπρεπε να αποτελείται από τρεις τουλάχιστον αρχιερείς, εκ των οποίων ο ένας να είναι Πρόεδρος και οι άλλοι δύο μέλη της. Βεβαίως, η διαρκής Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος είχε ως ένα προσχηματικό πρότυπο τη συσταθείσα από το Μ. Πέτρο Διοικούσα Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας (1720), αλλ᾿ όμως με τη σημαντική διαφορά ότι η Διοικούσα Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας υπαγόταν σε ένα ορθόδοξο μονάρχη, ενώ η διαρκής Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος υπαγόταν σε ένα ρωμαιοκαθολικό μονάρχη. Έτσι, δημιουργήθηκε ένας αντικανονικός και επικίνδυνος θεσμός που ήταν απαράδεκτος, αφού δεν ήταν σύμφωνος με τους κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας (12) .

Η Ορθόδοξη λοιπόν Εκκλησία ήταν πλέον υποτελής ή δέσμια του αυταρχικού αυτού πολιτειοκρατικού νομοθετικού πλέγματος, αλλ᾿ όμως δεν μπορούσε πλέον να αντιδράσει ή να αναπτύξει μία αντίθετη πρωτοβουλία, αφού δεν μπορούσε να ελπίζει σε μια άμεση υποστηρικτική παρέμβαση του Οικουμενικού πατριαρχείου. Ωστόσο, οι ελλαδικές περιοχές, που είχαν απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες όχι μόνο για την άμεση επικοινωνία με την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, στην οποία αναφερόταν ο Οικουμενικός Ελληνισμός, αλλά και για τις μεγάλες και ανυπέρβλητες δυσκολίες στελέχωσης της ιεραρχίας των μητροπόλεων, αρχιεπισκοπών και επισκοπών των ελευθερωμένων περιοχών (13) .

Βεβαίως, η προφανής αντικανονική κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε με τη Διακήρυξη του 1833, ανατράπηκε τελικώς με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, ο οποίος προέκυψε από τις δύσκολες διαβουλεύσεις της πολιτικής και της εκκλησιαστικής ηγεσίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό πατριαρχείο τόσο για την κανονική ανακήρυξη τόσο του αυτοκεφάλου της εν Ελλάδι Εκκλησίας, όσο και τον σεβασμό της στους ιερούς κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι, ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος όρισε μία νέα μορφή Διαρκούς Συνόδου, στην οποία συμμετείχαν διαδοχικά όλοι οι αρχιερείς του Βασιλείου της Ελλάδος, εκ περιτροπής καλούμενοι κατά τα πρεσβεία χειροτονίας, ονομαζόταν δε « Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος », αφού κανένας αρχιερεύς δεν θα πλέον αποκλειόταν από τη συνοδική διοίκηση. Πράγματι, αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό κανονικό βήμα σε σχέση με την αντικανονική πενταμελή διαρκή Σύνοδο της Διακηρύξεως του 1833, τα μέλη της οποίας επιλέγονταν από την Κυβέρνηση με καθαρώς πολιτειοκρατικά κριτήρια.

Πράγματι, με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο (1850) καθιερώθηκε ένας νέος κανονικός τύπος Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ριζικά διαφορετικός από τον αντικανονικό προηγούμενο (14) . Άλλωστε, η Διαρκής αυτή Σύνοδος έπρεπε να διοικεί την Εκκλησία σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και χωρίς τις αυθαίρετες πολιτικές επεμβάσεις από εσωτερικά της ζητήματα, ήτοι ως μία κανονική Σύνοδος, όπως την ήθελε η Εκκλησία της Ελλάδος (15) . Καταλήγουμε λοιπόν στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο Γ. Μάουερ συνεργάσθηκε με τον σύμβουλό του Θ. Φαρμακίδη για την αντικανονική Διακήρυξη του 1833, αφού ήθελαν να καταστήσουν την Εκκλησία της Ελλάδος υποτελή στην αυταρχική μοναρχική εξουσία του ρωμαιοκαθολικού Βασιλιά. Αντιθέτως, με τον Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο κατοχυρώθηκε πλήρως η κανονική αυτονομία τόσο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, όσο και των Μητροπόλεων, οι οποίες βρίσκονταν στα όρια του νεοσύστατου τότε Ελληνικού Κράτους.

Υπό το πνεύμα αυτό, σύμφωνα με τον καθηγητή Εμ. Κωνσταντινίδη, η έκδοση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 ήταν ένα σαφώς απαραίτητο και βαρυσήμαντο εκκλησιαστικό γεγονός από απόψεως ιστορικοκανονικής, γιατί αποκατέστησε την κανονική τάξη όχι μόνο στην κανονική οργάνωση, αλλά και στην ελεύθερη λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος (16) . Έτσι, φάνηκε ότι στο σώμα της νεοσύστατης Εκκλησίας της Ελλάδος επήλθε η αναγκαία ηρεμία, αλλ᾿ όμως μετά από δύο έτη, δημοσιεύθηκαν από την Κυβέρνηση δύο επαχθείς αντικανονικοί Νόμοι, οι Σ ΄ (200) και ΣΑ ΄ (201) του 1852. Ο νόμος Σ ΄ αφορούσε κυρίως στα « περί Επισκόπων και Επισκοπών » της εκκλησιαστικής διοικήσεως, ενώ ο νόμος ΣΑ ΄ ήταν ο νέος Καταστατικός νόμος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλ᾿ όμως εφάρμοζαν σκοπίμως τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο (1850) με ένα σαφώς αυθαίρετο και αντικανονικό τρόπο.

Πράγματι, καίτοι φαινόταν ότι οι διατάξεις του νέου αυτού Καταστατικού θα ήταν σύμφωνες με τις διατάξεις του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου, όπως θα έπρεπε κανονικώς, εν τούτοις στην πραγματικότητα οι διατάξεις κυρίως του νόμου ΣΑ ΄ ήταν σχεδόν ίδιες με τις αντικανονικές διατάξεις της Διακήρυξης του 1833. Έτσι, παραβιάστηκε αυθαιρέτως με αυτόν τον τρόπο η θεμελιώδης αρχή του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου να μην επεμβαίνει η Κυβέρνηση του κράτους στη συγκρότηση ή τη λειτουργία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Πράγματι, με τον νόμο ΣΑ΄ η Κυβέρνηση του κράτους και ο βασιλιάς αποκτούσαν το αντικανονικό δικαίωμα να διατηρήσουν επ' αόριστον δύο από τα συνοδικά μέλη μέσα στην πενταμελή Διαρκή Ιερά Σύνοδο (17), ενώ συγχρόνως διατήρησαν και τον επαχθή θεσμό του « Βασιλικού Επιτρόπου » για τον δυναστικό έλεγχο των αποφάσεών της.

3. Η αποκατάσταση του Συνοδικού θεσμού και η νομοκρατούσα Πολιτεία.

Είναι λοιπόν προφανές ότι, μετά την καθιερωμένη έκδοση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου (1850) από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αναγνωρίσθηκε κανονικώς η ανεξαρτησία της εν Ελλάδι Εκκλησίας, τα όρια της οποίας ταυτίσθηκαν με τα εδαφικά όρια του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Ωστόσο, το επόμενο σημαντικό πρόβλημα, που απασχόλησε την Εκκλησία της Ελλάδος, ήταν η κανονική ενσωμάτωση των νεοαποκτηθεισών περιοχών των Νήσων του Ιουνίου Πελάγους, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας στο εκκλησιαστικό της σώμα. Έτσι, μετά από αρκετές και μακρές διαπραγματεύσεις, έγινε τελικώς η κανονική παραχώρηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο προς στην Εκκλησία της Ελλάδος των μητροπόλεων της Επτανήσου Πολιτείας, με σχετική μάλιστα Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη (1866), ενώ τον Μάιο του 1882 ακολούθησε η προσάρτηση μητροπόλεων ορισμένων επαρχιών της Ηπείρου και των επαρχιών της Θεσσαλίας, με την έκδοση νέας αντίστοιχης Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αφομοίωσή τους στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.

Βεβαίως, δεν συνέβη το ίδιο και με τις μητροπόλεις της Μακεδονίας, της Θράκης, της υπόλοιπης Ηπείρου και των Νήσων του Βορείου Αιγαίου, οι οποίες με τον νόμο 3615/1928 και την υπ᾽ αρίθμ. 2231/1928 σχετική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1928) ανατέθηκαν επιτροπικώς μόνο διοικητικά στην Εκκλησία της Ελλάδος, χαρακτηριζόμενες μάλιστα ως Νέες Χώρες, πνευματικά όμως παρέμειναν στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Άλλωστε, στίς περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης κατέφυγε το μεγαλύτερο μέρος τους σώματος τους Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά την τραγική απόφαση της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) για την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Συνεπώς, καθορίσθηκαν σαφείς όροι και ειδικές ρυθμίσεις, όπως ορίζει η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη (1928), οι αρχιερείς των λεγομένων Νέων Χωρών θα πρέπει να συμμετέχουν εκ περιτροπής « κατ᾽ ίσον αριθμό » με τους Ιεράρχες της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος σε όλα τα συνοδικά όργανα της διοίκησής της. Έτσι, με την ίδια Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη καθορίσθηκε και η διαφύλαξη του ημιαυτόνομου καθεστώς της Κρήτης, η οποία αποτελείται από την Αρχιεπισκοπή Κρήτης και άλλες επτά μητροπόλεις, διοικείται δέ από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδό της (18) . Τέλος, οι μητροπόλεις της Δωδεκανήσου υπάγονται αμέσως στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, όπως και το Άγιο Όρος, το οποίο υπαγόταν πάντοτε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (19) .

Οι πολιτειοκρατικές λοιπόν διατάξεις των αντικανονικών νόμων Σ ΄ και ΣΑ ΄ (1852) ίσχυσαν, με μικρές μόνο και ασήμαντες τροποποιήσεις, μέχρι το 1923, αφού με τη επανάσταση Πλαστήρα (1922-1923), και τις τραγικές συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής (1922) παρά τις παλινωδίες της Κυβερνήσεως, προετοιμάσθηκε επειγόντως και δημοσιεύτηκε τελικώς ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (1923). Οι θεμελιώδεις όμως σημαντικές αλλαγές στο νέο Καταστατικό νόμο της Ελληνικής Εκκλησίας ήσαν αφ᾿ενός μεν η κατάργηση των αντικανονικών νόμων Σ ΄ και ΣΑ ΄ , αφ᾿ετέρου δε ότι ο όρος « Ιερά Σύνοδος », μετά από 90 περίπου χρόνια, δήλωνε όχι μόνο μία ολιγομελή Διαρκή Σύνοδο, αλλά και την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, ήτοι τη Σύνοδο όλων των αρχιερέων « τῶν ἐχόντων Ἐπισκοπὰς » της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος (20) . Πράγματι, οι συντάκτες όλων των ελληνικών Συνταγμάτων του 1844, 1864 και του 1911 είχαν υπ όψη τους μία ολιγομελή Διαρκή Σύνοδο, που επικρατούσε εκείνη την εποχή, αλλ ᾿ όμως ο Καταστατικός νόμος του 1923 αναφερόταν σε μία Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, ήτοι όλων των αρχιερέων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ουσιώδεις λοιπόν τροποποιήσεις έγιναν με την καθιέρωση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας ως ανώτατου διοικητικού οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δίνοντας έτσι σε αυτή την κανονική δυνατότητα να εκλέγει απευθείας όλους τους Επισκόπους της και να συνέρχεται τακτικώς για να αποφασίζει η ίδια για όλα τα εσωτερικά της θέματα. Πράγματι, με τις διατάξεις του Καταστατικού νόμου του 1923 θεσπίστηκε επιτέλους ο κανονικός θεσμός της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία συγκέντρωνε πλέον όλες τις κανονικές εξουσίες, αφού καταργήθηκε συγχρόνως και ο αντικανονικός θεσμός της ολιγομελούς Διαρκούς Συνόδου, που διοικούσε την Εκκλησία της Ελλάδος από το 1833. Ωστόσο, μια άλλη σημαντική αλλαγή για την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν τόσο η ανύψωση της Μητρόπολης Αθηνών σε Αρχιεπισκοπή, όσο και η απόδοση τελικώς στον Μητροπολίτη Αθηνών του τίτλου: « Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος ».

Συνεπώς, ο Καταστατικός νόμος της 31 Δεκεμβρίου 1923 αποτέλεσε ένα πολύ σημαντικό σταθμό στη νεώτερη ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αφού ήταν μία αποκατάσταση της κανονικής τάξης ως προς την οργάνωση, τη διοίκηση και τη λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας ήταν πλεόν η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, σύμφωνα με την αρχαία κανονική και συνοδική παράδοση. Ο Καταστατικός αυτός νόμος, αφού κατάργησε τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, έκρινε δε αναγκαία και την ανάθεση της εκτελεστικής εξουσίας μόνο στον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ήτοι κατά το διάστημα μεταξύ των δυο τακτικών συνελεύσεων της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (11 μήνες). Το νέο όμως διοικητικό σύστημα άφηνε και ορισμένα κενά, γι ᾿ αυτό δημιουργήθηκε άμεσα η ανάγκη ενός διοικητικού οργάνου για να καλύψει το διάστημα μεταξύ των δύο διαδοχικών τακτικών συνελεύσεων της Ιεραρχίας.

Βέβαια, το κενό αυτό είχε ήδη καλυφθεί κατά τη δικτατορία του Θ. Παγκάλου με ένα νέο Ν.Δ. το 1925, που επανέφερε την Διαρκή Ιερά Σύνοδο, η οποία όμως αυτή την φορά αποτελείτο από επτά μέλη, ήτοι ένα πρόεδρο και έξι συνέδρους, εκπροσωπούσε δε την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, δηλαδή την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, επαναφέροντας όμως και ορισμένες διατάξεις των νόμων Σ΄ και ΣΑ΄, όπως λ.χ. τον θεσμό του « Βασιλικού Επιτρόπου ». Ωστόσο, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος συγκέντρωσε πλέον όλες τις εξουσίες και υποκατέστησε την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, η οποία όμως ήταν πάντοτε η μόνη κανονική Σύνοδος. Συνεπώς, δεν μπορούσε να υποκατασταθεί κανονικώς από οποιοδήποτε άλλο συνοδικό όργανο σε όλες σχεδόν τις αρμοδιότητές της, απογυμνώνοντας έτσι την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας από κάθε εξουσία, ιδιαίτερα δε μετά τη συναινετική ρύθμιση του εκκλησιαστικού καθεστώτος των Νέων Χωρών με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη (1928).

Ωστόσο, το Κράτος επιζητούσε πάντοτε να έχει ένα καθοριστικό ρόλο ή λόγο για να επιβληθεί στα εσωτερικά θέματα της Εκκλησίας της Ελλάδος γι αυτό παρενέβαινε με κάθε θεμιτό ή και αθέμιτο τρόπο, στους βασικούς μηχανισμούς λειτουργίας της. Άλλωστε, όπως είδαμε, σε όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής, όλα τα πολιτεύματα επενέβαιναν αυθαιρέτως στην διοίκηση της Εκκλησίας, με ολιγομελή συνήθως συνοδικά σχήματα, τα οποία μπορούσαν να τα ελέγχουν εύκολα, όπως οι ολιγομελείς « Αριστίνδην » (21) σύνοδοι και οι Διαρκείς Σύνοδοι, παραγκωνίζοντας αυθαίρετα ή και εσκεμμένα την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, που ήταν ένας δύσκολα χειραγωγήσιμος, από την Κυβέρνηση του Κράτους εκκλησιαστικός θεσμός. Έτσι, η αντίδραση των Ιεραρχών, όπως είδαμε, στο αντικανονικό Ν.Δ. του 1925 επέφερε την ψήφιση των νόμων 5137/1931 και 5438/1932, οι διατάξεις των οποίων επανέφεραν σε ισχύ αρκετά άρθρα του Καταστατικού νόμου του 1923.

Υπό το πνεύμα αυτό, όρισαν, για πρώτη μάλιστα φορά, ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος θα αποτελείται εφεξής από ίσο αριθμό των μητροπολιτών της Παλαιάς Ελλάδος και των Νέων Χωρών, κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, εφαρμόζοντας έτσι και τον σχετικό Όρο της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης (1928). Συνεπώς, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας επανήλθε κανονικώς σε πλήρη ισχύ, ήτοι ως η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή με όλες τις αρμοδιότητές της, αλλ ᾿ όμως χωρίς να έχει και μία πλήρη λειτουργική κανονικότητα, αφού συνερχόταν μόνο ανά τριετία και εξέλεγε τους μητροπολίτες της, με την ανάμειξη μάλιστα και της Πολιτείας (22) . Έτσι, οι νομοί 5137/1931 και 5438/1932 αποτελούν ένα σημαντικό σημείο καμπής στην πορεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αφού καθιέρωναν την αναγκαία νόμιμη λειτουργική συνύπαρξη των δύο κανονικών συνοδικών θεσμών, ήτοι της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου στην από κοινού άσκηση της διοίκησης της εν Ελλάδι Εκκλησίας.

Κατά την περίοδο όμως της δικτατορίας του Ι. Μεταξά (1936-1940) επανήλθε στο προσκήνιο, για άλλη μια φορά, η αντικανονική παρέμβαση της ελληνικής Πολιτείας στην Εκκλησιαστική διοίκηση, η οποία αφαίρεσε με απόφασή της σε Νομοθετικό Διάταγμα το δικαίωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος να εκλέγει την ηγεσία της και επανέφερε το δικαίωμα αυτό στην κρατική εξουσία, να επιλέγει δηλαδή μεταξύ των τριών προτεινομένων, αυτόν που εκείνη επιθυμούσε. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο απομάκρυνε τον κανονικώς εκλεγμένο (1936) ως αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό Παπανδρέου (1941-1949) από τον θρόνο του και επέβαλε τον σχολάζοντα μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο Φιλιππίδη (1938-1941), ο οποίος με την έκδοση Αναγκαστικού Νόμου 1493/1938 αφαίρεσε το δικαίωμα από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας να εκλέγει τον αρχιεπίσκοπο και τους μητροπολίτες, το οποίο ανέθεσε στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, η οποία αποτελείτο από 13 μέλη και ήταν εύκολα χειραγωγήσιμη από την Κυβέρνηση (23) .

Ωστόσο, μετά από δύο χρόνια, ο δημοσιευθείς Αναγκαστικός Νόμος 2170/1940 χειροτέρευσε την κατάσταση, αφού η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας αποφασίσθηκε να συνέρχεται τακτικώς μόνο ανά πενταετία, παρέμεινε δε απλώς μία εποπτεύουσα αρχή και έχασε κάθε σχέση με την κανονική εξουσία της. Έτσι, ονομάσθηκε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ως η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, αποτελούμενη από έξι συνέδρους μητροπολίτες, οι οποίοι εκαλούντο κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης. Άλλωστε, η δικτατορία του Ι. Μεταξά, όπως και η δικτατορία του Θ. Παγκάλου, δεν επιθυμούσαν να αποδεχθούν την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, γι᾽ αυτό την παραγκώνισαν εμμέσως, με την αυθαίρετη μάλιστα νομοθετική ρύθμιση να συνέρχεται ανά 3 ή 5 έτη αντιστοίχως.

 

4. Ο Συνοδικός θεσμός και η σύγχρονη Καταστατική νομοθεσία

Βεβαίως, ο Καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος του 1943, κατά την αρχιεπισκοπική περίοδο του μεγαλόπνοου Δαμασκηνού Παπανδρέου (1941-1949), ήτοι με τον Νόμο 671/1943, έθεσε σε ισχύ τις διατάξεις του κωδικοποιημένου νόμου 5438/1932. Σύμφωνα λοιπόν με τον νόμο 671/1943 η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας είναι και παραμένει η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, αποφαίνεται δε περί παντός εκκλησιαστικού ζητήματος και εκλέγει όλους τους αρχιερείς, αλλ ᾿ όμως θα συγκαλείτο περιοδικώς ανά τρία έτη. Έτσι, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος παρέμεινε ένα διαρκές διοικητικό όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος και αποτελείτο από 12 μέλη, έπρεπε όμως να περιορίζεται μόνο στα καθιερωμένα καθήκοντά της. Βεβαίως, το κανονικό θα ήταν να συγκαλείται η Ιεραρχία κάθε χρόνο, σύμφωνα με τους ι. κανόνες, αλλ ᾿ αυτό δεν ήταν επιθυμητό από τις Κυβερνήσεις.

Πράγματι, ο Καταστατικός Νόμος 671/1943, παρά τις αναπόφευκτες ατέλειές του, οι οποίες διορθώθηκαν με μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, εντάσσεται στους σημαντικότερους Καταστατικούς χάρτες, αφού είχε πολλά και σημαντικά πλεονεκτήματα, γι ᾿ αυτό παρέμεινε σε ισχύ για αρκετά χρόνια (1943-1967 και 1974-1977). Ωστόσο, πολλές φορές η διάσταση των απόψεων των αρχιερέων κατά την αντιμετώπιση σοβαρών εκκλησιαστικών, διοικητικών και οικονομικών προβλημάτων της Εκκλησίας, την έφερναν αντιμέτωπη με την εκάστοτε Κυβέρνηση. Πράγματι, η εκκλησιαστική ηγεσία αντιδρούσε και ήταν πάντοτε έτοιμη να συγκρουστεί με το Κράτος, όταν αυτό παρενέβαινε αυθαίρετα στα εσωτερικά ζητήματά της, υπερασπιζόμενη τόσο τα κανονικά δικαιώματά της, όσο και τις καθιερωμένες ελευθερίες της, αλλ ᾿ όμως τις περισσότερες φορές υποχωρούσε, όταν οι συσχετισμοί των δυνάμεων ή αντιθέσεων ήταν δυσμενείς για την Εκκλησία.

Συνεπώς, η Εκκλησία επιδίωκε πάντοτε την αναγκαία νομοθετική κατοχύρωσή της από την Ελληνική Πολιτεία για την διασφάλιση όλων των νομίμων και κανονικών δικαιωμάτων της, που ήσαν αναγκαία για την απρόσκοπτη λειτουργία του εκκλησιαστικού της σώματος, ενώ ταυτόχρονα αγωνιζόταν για να έχει την αναγκαία νομοθετική εξουσία, ώστε να χειρίζεται με αυτοτέλεια και αυτοδυναμία τα εσωτερικά της ζητήματα. Έτσι, προσπάθησε πολλές φορές να αναμιχθεί στα πολιτικά πράγματα (24) για να έχει λόγο τόσο στους σχετικούς με αυτή Νόμους, όσο και στους Καταστατικούς χάρτες, όπως επίσης και στα Νομοθετικά και Προεδρικά Διατάγματα, τα οποία την αφορούσαν αμέσως ή εμμέσως, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη μονομερή ενέργεια της Πολιτείας, η οποία αφορούσε άμεσα ή έμμεσα την Εκκλησία.

Είναι λοιπόν ευνόητο ότι η Δικτατορία του 1967-1974 έφερε, όπως συνήθως κάθε Δικτατορία, πολλές και επαχθείς μεταβολές όχι μόνο στη λειτουργία του κράτους, αλλά και στις δομές της Εκκλησίας της Ελλάδος, με κυριότερη μάλιστα παρέμβαση τόσο την κατάργηση του Καταστατικού νόμου 671/1943, όσο και με τη συγκρότηση μιας αντικανονικής « Ἀριστίνδην Συνόδου » για την αυθαίρετη επιβολή ενός νέου Καταστατικού χάρτη στην Εκκλησία, ήτοι με το Νομοθετικό Διάταγμα 126/1969 και με πλασματικό πρόσχημα την αποκατάσταση δήθεν της κανονικής τάξης. Ωστόσο, με το Διάταγμα αυτό, η Δικτατορία αναγνώρισε μεν την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας ως την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και ως το μείζον εκκλησιαστικό όργανο, αλλ᾿ όμως με άμεσο εκπρόσωπό της και κύριο εκτελεστικό της όργανο μία, ως συνήθως με δικτατορικά καθεστώτα, Αριστίνδην Διαρκή Ιερά Σύνοδο . Υπό το πνεύμα αυτό, παραχωρήθηκαν αυθαίρετες καί ανεξέλεγκτες ιδιαίτερες αρμοδιότητες τόσο στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, όσο και στην αριστίνδην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, για να είναι ευκολώτερος ο έλεγχος των αποφάσεών τους, με την ενίσχυση μάλιστα των καθοριστικών και αποφασιστικών ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του οριζομένου από αυτή Κυβερνητικού εκπροσώπου στην όλη λειτουργία τους.

Η σημαντικότερη όμως αλλαγή (25), που επέφερε αυτό το Διάταγμα, εκφράζεται στην αυθαίρετη και μονομερή πρόταση τόσο για τη σύνθεση, όσο και για τη συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, τα μέλη της οποίας θα έπρεπε πλέον να επιλέγονται και να μην καλούνται κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, ήτοι όπως είχε συμβεί πριν από την έκδοση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου (1850)! Πράγματι, με τις διατάξεις του νέου αυτού Καταστατικού νόμου (26), τα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου δεν θα εκλέγονταν κατά τα καθιερωμένα με ίσο αριθμό μελών αντιστοίχως από της Μητροπόλεις της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και των Νέων Χωρών, όπως όριζε η σχετική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, αλλ ᾿ όμως θα επιλέγονταν από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας οι Πρόεδροι των Μονίμων Συνοδικών Επιτροπών, που ήταν όμως ένας νέος θεσμός για την Εκκλησία της Ελλάδος (27) . Άλλωστε, ιδρύθηκαν αυθαιρέτως και άλλα παράλληλα όργανα, όπως η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση και το Κεντρικό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, για την υποβάθμιση του κανονικού ρόλου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και τον έλεγχο της Εκκλησίας από τη Δικτατορική Κυβέρνηση.

Βεβαίως, με το Νομοθετικό Διάταγμα 126/1969, η Δικτατορία διατήρησε μεν την τακτική συνέλευση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας μία φορά κάθε έτος, αλλ᾿ όμως παρέδωσε αυθαιρέτως και αντικανονικώς την εξουσία της εκλογής των αρχιερέων, συμπεριλαμβανομένου και του Αρχιεπισκόπου, στην αρμοδιότητα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου . Οι αντικανονικές αυτές καινοτομίες διατάραξαν την εσωτερική ειρήνη και ενότητα της Εκκλησίας, αφού προκάλεσαν την εύλογη και έντονη αντίδραση όχι μόνο της παραγκωνισμένης από τη Δικτατορία παλαιάς Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και του σοβαρώς θιγόμενου Οικουμενικού πατριαρχείου από την αυθαίρετη και αντικανονική αθέτηση των Όρων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, ήτοι για την αθέτηση της καθιερωμένης ίσης εκπροσωπήσεώς του στη συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.

Συνεπώς, δημιουργήθηκε μια πρωτοφανής ανωμαλία από νομική και κανονική άποψη στο όλο εκκλησιαστικό σώμα όχι μόνο με την άμεση και εύλογη αντίδραση του Οικουμενικού πατριαρχείου, αλλά και με το ζήτημα της οξύτατης αντιπαραθέσεως των λεγόμενων « ιερωνυμικών » αρχιερέων και των προ της Δικτατορίας εκλεγμένων παλαιών αρχιερέων της χαρακτηρισθείσας ως « Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας », η οποία επικράτησε τόσο μετά την παραίτηση του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, όσο και μετά την παράλληλη αλλαγή του καθεστώτος της Δικτατορίας (1973). Ωστόσο, οι αποφάσεις της « Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας » για την εκθρόνιση των αντικανονικώς εκλεγέντων ιερωνυμικών αρχιερέων, με τις Συντακτικές Πράξεις 3 και 7 του 1974, έκανε οξύτερες τις αντιθέσεις τους, οι οποίες προβλημάτισαν τον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο τόσο πριν, όσο και μετά τη Μεταπολίτευση (1974-1975), ιδιαίτερα δε κατά την περίοδο της « Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας » (Ιούλιος-Νοέμβριος 1974). Στο φορτισμένο αυτό πλαίσιο μετά τις εκλογές (Νοεμβ. 1974) η νέα προκύψασα Κυβέρνηση ανέλαβε την πρωτοβουλία για την άμεση αποκατάσταση της κανονικής τάξης και της ειρήνης στην Εκκλησία της Ελλάδος.

 

5. Ο Συνοδικός θεσμός στον ισχύοντα Καταστατικό νόμο ( 590/1977 ).

Συνεπώς, μετά την πτώση της Δικτατορίας και μετά τις εκλογές του 1974 επήλθαν άμεσες και σοβαρές ανακατατάξεις στο όλο σώμα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έτσι, ο επιλεγείς από τον Υπουργό του Υπουργείου Παιδείας διαπρεπή καθηγητή Παν. Ζέπο ως Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων καθηγητής Βλάσιος Φειδάς (1974-1980), μετά από σχετική πρόταση του Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητού Ανδρέα φυτράκη, εισηγήθηκε στην Κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, την άμεση κατάργηση του Καταστατικού νόμου της Δικτατορίας με το Ν.Δ. 87/1974 και επανέφερε σε ισχύ τον νόμο 671/1943, ως το πρώτον εδημοσιεύθη . Η Εκκλησία λοιπόν, μετά από πολύμοχθους αγώνες τόσων χρόνων και σε μία αυτονόητη συνεργασία με την Πολιτεία, προσπάθησε, με την καθοριστική μάλιστα συμβολή του Γενικού Διευθυντή Θρησκευμάτων, αφ᾿ενός μεν να προτείνει μία συναινετική κανονική λύση του εκκλησιαστικού προβλήματος, αφ᾿ετέρου δε να εισηγηθεί στα περί θρησκείας άρθρα του σχεδίου Συντάγματος το αναγκαίο συνταγματικό πλαίσιο (1975) για ένα νέο σχέδιο Καταστατικού Νόμου, με το οποίο μάλιστα η Εκκλησία θα αποκτούσε την εσωτερική αυτονομία της για να μπορεί να διοικεί τα εσωτερικά της χωρίς τις αυθαίρετες παρεμβάσεις της Πολιτείας (28) .

Πράγματι, το 1975 ψηφίσθηκε από την Ε΄ Συντακτική Βουλή (1974-1977) το νέο Σύνταγμα, το οποίο έδωσε σαφώς μία πολύ σημαντική προοπτική για την Εκκλησία της Ελλάδος, αφ᾿ενός μεν για να ρυθμίσει οριστικώς τις αμοιβαίες σχέσεις της με την Ελληνική Πολιτεία, αφ᾿ετέρου δε να αποκτήσει την εσωτερική της διοικητική ανεξαρτησία και λειτουργική αυτοτέλεια. Άλλωστε, σε ορισμένα άρθρα του Συντάγματος (3, 8, 13, 16 και 119) έγιναν δεκτές από τον Υπουργό Παιδείας Παν. Ζέπο οι προτάσεις του Γενικού Διευθυντή Θρησκευμάτων, οι οποίες ήσαν αναγκαίες όχι μόνο για την αντιμετώπιση του σοβαρού εκκλησιαστικού ζητήματος (άρθρο 119), αλλά και για να ρυθμίσουν συνταγματικά τις αρμονικές σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους (άρθρο 3), γι ᾿ αυτό υποστηρίχθηκαν με ισχυρά επιχειρήματα οι συγκεκριμένες, προτάσεις και ψηφίσθηκαν με τη συντριπτική πλειονοψηφία της Συντακτικής Βουλής .

Το νέο λοιπόν Σύνταγμα του 1975 αφ ᾿ ενός μεν κατοχύρωσε για πρώτη φορά τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο (1850) και την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη (1928), αφ ᾿ ετέρου δε καθιέρωσε επίσης για πρώτη φορά το δυαδικό συνοδικό σύστημα διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, αφού καθιστά πλέον υποχρεωτική στην Εκκλησία της Ελλάδος την παράλληλη και αλληλέγγυα λειτουργία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου . Στο συνταγματικό αυτό πλαίσιο, οι δύο ιεραρχημένες αυτές Σύνοδοι αναγνωρίζονται και κατοχυρώνονται τόσο από την Πολιτεία, όσο και από την Εκκλησία ως κεντρικά συλλογικά διοικητικά όργανα και χαρακτηρίζονται Ν.Π.Δ.Δ (29) .

Υπό την προοπτική λοιπόν αυτή, η σημαντικότερη προσφορά του Συντάγματος του 1975 είναι ότι κατοχυρώθηκαν και συνταγματικά, για πρώτη μάλιστα φορά, όχι μόνο ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος (1850), αλλά και η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη (1928), αφού είναι ρητή η κοινή συνταγματική κατοχύρωσή τους στο άρθρο 3 παραγρ.1 . Πράγματι, το συνταγματικό αυτό πλαίσιο αφ᾿ενός μεν απέκλειε πλέον οριστικά οποιαδήποτε αυθαίρετη ή μονομερή παρέμβαση των Κυβερνήσεων του Κράτους στα εσωτερικά θέματα οργανώσεως, διοικήσεως και λειτουργίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αφ᾿ετέρου δε κατοχύρωνε, στα άρθρα 3 και 13, την εσωτερική διοικητική της αυτοδυναμία και λειτουργική της αυτοτέλεια, τα οποία αποτελούσαν τον εύλογο και διακαή πάντοτε πόθο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 3 παραγρ. 1 του Συντάγματος, η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι η « Ιερά Σύνοδος των εν ενεργεία Αρχιερέων », ήτοι όχι πλέον η ασαφής, αμφίσημη και αόριστη διατύπωση « Ιερά Σύνοδος Αρχιερέων », όπως ανέφεραν όλα τα παλαιότερα Συντάγματα, η οποία έδινε την δυνατότητα στην εκτελεστική εξουσία της Πολιτείας να επεμβαίνει νομοθετικώς και αυθαιρέτως στα εκκλησιαστικά πράγματα με τον αντικανονικό διορισμό των λεγομένων Αριστίνδην Συνόδων . Επίσης, το Σύνταγμα ορίζει ρητώς ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος προέρχεται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και ότι έπρεπε να τηρεί όλους τους Όρους του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου (1850) και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης (1928). Άλλωστε, με αυτόν τον τρόπο ακυρώνονται όχι μόνο τα όποια προβλήματα υπήρχαν σε παλαιότερους Καταστατικούς χάρτες, αλλά και όποια θα μπορούσαν να προκύψουν στο μέλλον ως προς την συγκρότησή της ή την λειτουργία της.

Συνεπώς, με βάση το πράγματι σπουδαίο αυτό συνταγματικό πλαίσιο προετοιμάσθηκε από μία ειδική Επιτροπή της Γενικής Διευθύνσεως Θρησκευμάτων το σχέδιο ενός νέου Καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την πρόθυμη μάλιστα αποδοχή από τον μεγαλόπνοο τότε Υπουργό Παιδείας Γεώργιο Ράλλη τόσο όλων των κανονικών προτάσεων του Γεν. Διευθυντή Θρησκευμάτων, καθηγητή Βλασ. Φειδά, όσο και με την αδιάλλακτη υποστήριξή τους στη Συντακτική Βουλή. Πράγματι, μετά από έντονες συζητήσεις, ψηφίσθηκε, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος μάλιστα, από την ίδια Συνταγματική Βουλή των Ελλήνων, ως νόμος 590/1977, ο νέος Καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας, ο οποίος κατάργησε τον ν. 671/1943 και εξασφάλισε την κανονική λειτουργία και των δύο Συνοδικών οργάνων (30) .

6. Ο Συνοδικός θεσμός και η Εκκλησαιστική Διοίκηση

Ο νέος λοιπόν Καταστατικός χάρτης (ν. 590/1977), ο οποίος βασίστηκε στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο (1850) και στην Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη (1928), είναι σύμφωνος με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος του 1975, καθιερώνει δε ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, συγκροτούμενη από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως Πρόεδρο και από όλους τους διαποιμαίνοντες Μητροπόλεις αρχιερείς και ως ένα διαρκές διοικητικό όργανο αυτής την προερχομένη πάντοτε από αυτή Διαρκή Ιερά Σύνοδο . Έτσι, σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου Καταστατικού νόμου (ν. 590/1977), την αυθεντία του « Πρώτου » της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, η ύπαρξη του οποίου θεωρείται απαραίτητη από τους ιερούς κανόνες, την αναλαμβάνει ο καθιερωμένος κανονικός δικαιούχος, δηλαδή η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, όπως ορίζει ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος (1850) (31) .

Συνεπώς, παρατηρούμε ότι στους μεν παλαιότερους Καταστατικούς νόμους των ετών 1925, 1931, 1932 και 1943 η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αποκαλείται « εκπρόσωπος » ή « αντιπρόσωπος » της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, ενώ στον ισχύοντα Καταστατικό χάρτη (ν. 590/1977) αποκαλείται επισήμως και σαφώς ως το « διαρκές διοικητικό όργανό » της, αφού, κατά το άρθρο 3 παράγρ. 1 του Συντάγματος του 1975, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος προέρχεται πάντοτε από αυτή και αναφέρεται πάντοτε σε αυτή. Έτσι, η εκλογή όχι μόνο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, αλλά και όλων των Μητροπολιτών της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι τόσο των παλαιών, όσο και των λεγομένων Νέων Χωρών, διενεργείται από την ίδια την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, χωρίς καμία μάλιστα παρέμβαση της Πολιτείας, ενώ διατηρείται τόσο ο θεσμός, όσο και ο αριθμός των Συνοδικών Επιτροπών, ο οποίος όμως αυξήθηκε σε 12, για να καλύπτονται όλοι οι τομείς της ποιμαντικής αποστολής της Εκκλησίας.

Πράγματι, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας με τις διατάξεις του νέου Καταστατικού νόμου (590/1977) είναι πλέον ελεύθερη, όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της, να αντιμετωπίζει αυτοτελώς με τα καθιερωμένα συνοδικά της όργανα όλα τα εσωτερικά της ζητήματα, αλλ ᾿ όμως μέσα στο πλαίσιο των σχετικών διατάξεών του και με τον οφειλόμενο σεβασμό στη διαχρονική κανονική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως ορίζει το άρθρο 3 παραγρ. 3 του ισχύοντος Συντάγματος (1975). Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, ο μόνος κίνδυνος που υπάρχει είναι τόσο η κατάχρηση της ελευθερίας, όσο και η αυθαίρετη παραβίαση των ιερών κανόνων από τους ίδιους τους αρχιερείς. Συνεπώς, στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, χωρίς οποιαδήποτε κρατική επέμβαση, μετέχουν αυτοδικαίως και εκ περιτροπής όλοι οι αρχιερείς, γι ᾿ αυτό καθίσταται συνεχώς ζωτικό και ανανεούμενο μέρος του σώματος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, από την οποία προέρχεται, με ένα σαφώς καθορισμένο μάλιστα σύστημα αρχών και δίνει ίσα δικαιώματα συμμετοχής σε όλους.

Συνεπώς, όπως διαπιστώσαμε στην πορεία της ερευνητικής αυτής προσπάθειας, η ύπαρξη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, καίτοι αμφισβητήθηκε ευλόγως η κανονική της υπόσταση, λόγω της αυθαίρετης, καταχρηστικής και απαράδεκτης χρησιμοποιήσεώς της από τις δικτατορικές ή ακόμη και στις δημοκρατικές Κυβερνήσεις τόσο για την απόλυτη υποταγή της Εκκλησίας, όπως είδαμε στην αυταρχική βούληση της Πολιτείας, όσο και για την αποδυνάμωση της πνευματικής της επιρροής στην κοινωνία. Εν τούτοις η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ήταν πάντοτε προφανώς ένας αναγκαίος ή και χρήσιμος θεσμός για την απρόσκοπτη συνέχιση της διοικητικής λειτουργίας και της ποιμαντικής αποστολής της Εκκλησίας της Ελλάδος μεταξύ δύο συνελεύσεων της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, αλλ ᾿ όχι και για την ακύρωσή της.

Πράγματι, η χρησιμοποίηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου από τις Κυβερνήσεις κυμαινόταν, όπως είδαμε, άλλοτε μεν σε περισσότερο ή λιγότερο αντικανονικές μορφές και άλλοτε εξαρτιόταν από τους εκάστοτε Καταστατικούς νόμους της νομοκρατούσας Πολιτείας, οι οποίοι διαμόρφωναν ανάλογα και την αυθαίρετη αξιολόγηση της σχέσης της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας με την ολιγομελή Διαρκή Ιερά Σύνοδο . Ωστόσο, με τον ισχύοντα νέο Καταστατικό νόμο (590/1977), τόσο η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, όσο και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος έχουν πλήρη αδιαμφησβήτητη κανονικότητα, η οποία μάλιστα ενισχύεται όχι μόνο από τα άρθρα 3 και 13 του Συντάγματος, αλλά και από τον Καταστατικό νόμο (590/1977) της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Είναι λοιπόν ευνόητο, ότι ο Καταστατικός χάρτης (ν. 590/1977) αξιοποιεί με αυστηρή ευαισθησία και την οφειλόμενη συνέπεια στις συνταγματικές διατάξεις του σημαντικού άρθρου 3 του Συντάγματος του 1975, οι οποίες όριζαν τη σύσταση, τη συγκρότηση, τη λειτουργία και την αμοιβαία σχέση των δύο βασικών και απαραιτήτων συνοδικών Οργάνων για την κανονική άσκηση της εκκλησιαστικής διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ωστόσο, οι ίδιες διατάξεις ήσαν απολύτως αναγκαίες και για τον καθορισμό των αρχών και των ορίων του συνταγματικού πλαισίου για τη θεσμική ανάπτυξη και λειτουργία των αμοιβαίων πλέον σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας για την αποφυγή των αυθαιρέτων ή μονομερών ενεργειών του ιστορικού παρελθόντος, οι οποίες ήσαν επικίνδυνες όχι μόνο για την Εκκλησία, αλλά και για την Πολιτεία.

Υπό την προοπτική αυτή, στον Καταστατικό χάρτη αξιοποιήθηκαν και οι σημαντικές αρχές του άρθρου 13 του Συντάγματος για την απαραίτητη προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας όλων των επισήμως αναγνωρισμένων στο Ελληνικό Κράτος θρησκειών. Η επιλογή αυτή διευκόλυνε την αξιοποίησή τους στον Καταστατικό χάρτη τόσο για την εσωτερική αυτοτέλεια των συνοδικών οργάνων της Εκκλησίας στην αντιμετώπιση των εσωτερικών ζητημάτων διοικήσεως και λειτουργίας της Εκκλησίας με Κανονισμούς, χωρίς μάλιστα τον έλεγχο της Πολιτείας, όσο και για τα όρια των διαφορετικών ρόλων τους σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, ώστε να αποφευχθούν ανεπιθύμητες ή ανεξέλεγκτες συγχύσεις, οι οποίες είναι επιζήμιες όχι μόνο για την Εκκλησία, αλλά και για την Πολιτεία.

Συνεπώς, ο Καταστατικός χάρτης κάλυψε πλήρως, με κύριο μάλιστα γνώμονα, τον απεριόριστο σεβασμό στις θεμελιώδεις αρχές του εσωτερικού Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας, όπως διακήρυξε ρητώς ο εισηγητής του Καταστατικού χάρτη Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Γεώργιος Ράλλης στην Εισηγητική Έκθεσή του προς τη Συντακτική Βουλή των Ελλήνων, στην οποία τονίζεται, με έξοχο μάλιστα τρόπο, όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και το πνεύμα όλων των διατάξεων του Καταστατικού χάρτη. Πράγματι, στην Εισηγητική έκθεση ορίζεται ρητώς, ότι « Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ διά τῶν ἄρθρων 3 καί 13 τοῦ ἐν ἰσχύι Συντάγματος κατοχυρούμενοι ἱεροί Κανόνες. Ἀλλ ᾿ αἱ διά τῶν περί θρησκείας ἄρθρων τοῦ Συντάγματος καθοριζόμεναι σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείαςεἰς τήν Ἑλλάδα καθιστοῦν ἀναγκαίαν τήν θέσπισην των πλαισίων εντός τῶν ὁποίων αἱ σχέσεις αὗται διαμορφοῦνται. Οἱ ὑπό τῆς Βουλῆς ψηφιζόμενοι καταστατικοί νόμοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος χαράσσουν ἀκριβῶς τά πλαίσια αὐτά, χωρίς νά θίγουν τήν κατά συνταγματικήν ἐπιταγήν τήρησιν τῶν ἱερῶν κανόνων ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διό καί ἀποτελοῦν βασικά κείμενα διά τήν ἀπρόσκοπτον συνεργασίαν μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας » (32) .

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2151

Πρός

Τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

«Περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».

Εὐχαρίστως ἀvακοινοῦμεv ὑμῖv ὅτι κατόπιν πολυμήνου καί ἐπιπόνου προπαρασκευαστικῆς ἐργασίας ἤχθη ἐπί τέλους, θεία συνάρσει, εἰς αἴσιον πέρας τό πολλάκις ἀνακινηθέv κατά τά τελευταῖα ἔτη θέμα τῆς καταρτίσεως τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, διά τῆς δημοσιεύσεως τοῦ Νόμου 590/1977 ἐv τῷ ὑπ᾿ ἀριθ. 146 τ. Α΄ 31-5-1977 φύλλῳ τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως.

Το ὡς ἄνω γεγονός ἀποτελεῖ ὄντως σταθμόν εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἰστορίαν τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, καθ᾿ ὅσοv ὁ ἐσχάτως ψηφισθείς ὑπό τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων καί δημοσιευθείς Καταστατικός Χάρτης εἶναι, κατά κοινήν ὁμολογίαν, τελειότερος τῶν προϋπαρξάντων, τό μέν ἀνταποκρινόμενος εἰς τάς ἀπαιτήσεις τῆς συγχρόνου ἐποχῆς, τό δέ σύμφωνος πρός τήν ἀείποτε ἐν τῇ Ἐκκλησία ἰσχύσασαν κανονικήν τάξιν καί παράδοσιν. Βεβαίως καί ὁ Χάρτης οὗτος, ὡς ἀνθρώπινον δημιούργημα, ἔχει τάς ἀτελείας του, ὁπωσδήποτε ὅμως ὀλιγωτέρας ἀπό ἐκείνας τῶν προϊσχυσάντων καταστατικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ἀπό τῆς ἀνακηρύξεώς της ὡς αὐτοκεφάλου καί ἐντεῦθεν. Βασικόν πάντως χαρακτηριστικόν αὐτοῦ γνώρισμα εἶναι τό γεγονός, ὅτι ὁ Καταστατικός οὗτος Νόμος παρεχωρήθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἔπειτα ἀπό ἐπιμελεστάτην ἐπεξεργασίαν, τήν ὁποίαν ὑπέστη ἐκ μέρους τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων.

Εἰδικώτερον ἐv τῷ περί οὗ πρόκειται Καταστατικῷ Χάρτῃ διά πρώτην φοράν ἐμπεριέχονται διατάξεις διά τῶν ὁποῖων:

α) Αἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας τοποθετοῦνται ἐπί βάσεως συναλληλίας καί ἀτοvεῖ ἡ ἀρχή τῆς «νόμῳ κρατούσης Πολιτείας» (ἄρθρα 1ον καί 2ον).

β) Περιβάλλονται διά νομοθετικης ἰσχύος ὁ Πατριαρχικός καί Συνοδικός Τόμος τῆς 29-6-1850 καί αἱ Πατριαρχικαί καί Συνοδικαί Πράξεις τοῦ Ἰουλίου 1866, Μαΐου 1882 και Σεπτεμβρίου 1928.

γ) Τό βάρος τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πίπτει εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας, ἥτις ἀποκτᾷ κυριαρχικάς τρόπον τινά ἀρμοδιότητας ἔναντι τῆς Διαρκοῦς Ἱεράς Συνόδου, ἔχουσα τό δικαίωμα νά νομοθετῇ διά τῆς ἐκδόσεως κανονιστικῶν ἀποφάσεων περί τῆς ὀργανώσεως καί ἐσωτερικῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐκλέγουσα τόν Ἀρχιεπίσκοπον καί τούς Μητροπολίτας, καταρτίζουσα τόν Κατάλογον τῶν δι᾿ Ἀρχιερατείαv ἐκλογίμωv, ἐκδικάζουσα, οἱοvεί ὡς Ἄρειος Πάγος της Ἐκκλησίας, αἰτήσεις ἀvαθεωρήσεως κατά τελεσιδίκωv ἀποφάσεωv ἐκδοθεισῶν ὑπό τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίωv ἐναντιοv Πρεσβυτέρων, Διακόνων ἤ Μοναχῶν, ψηφίζουσα τόν κανονισμόν ἐργασιῶv τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, κ.λ.π. (ἄρθρα 3ov και 4ον).

δ) Καταργεῖται ὁ θεσμός τοῦ Κυβερνητικοῦ Ἐπιτρόπου παρά τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ.

ε) Νομοθετεῖται τό «ἔκκλητον» πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην οὐ μόνον διά τούς Μητροπολίτας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου (Νέων Χωρῶν), ἀλλά καί διά τούς Μητροπολίτας τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Παλαιῶν Χωρῶν) (ἄρθpοv 44oν παρ. 2).

στ) Ρυθμίζεται νομοθετικῶς τό θέμα τῆς ἰατροφαρμακευτικῆς καί Νοσοκομειακῆς περιθάλψεως ἁπάντων τῶν ἀρχιερέων, ἐν ἐνεργείᾳ καί μή, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ἄρθρον 32ον παρ. 2 και 3).

ζ) Τά τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων (προσόντα, διαδικασία διορισμοῦ, προαγωγῆς, μεταθέσεως, μετατάξεως, χορηγήσεως ἀδειῶν, πειθαρχική δίωξις, χορήγησις ἠθικῶν ἀμοιβῶν κ.λ.π.) ρυθμίζονται δι᾿ ἀποφάσεων τῆς Δ.Ι.Σ. κατ᾿ ἀναλογίαν τῶν διατάξεων τοῦ Κώδικος περί δημοσίωv ὑπαλλήλων (ἄρθρον 42 παρ. 2).

η) Ἐμπεριέχονται εὐεργετικαί διά τούς ἐφημερίους διατάξεις καί κατοχυροῦνται vομοθετικῶς πλεῖστα δικαιώματα τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου (ἄρθρον 37ov).

θ) Εἰς τό Μητροπολιτικόν Συμβούλιον ἐκάστης Μητροπόλεως μετέχουν δύο ἐφημέριοι καί εἰς ἐκκλησιαστικός σύμβουλος, ὀριζόμενοι διά κληρώσεως ὑπό τῶν λοιπῶv μελῶν τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου ἐκ τῶν ἐφημερίων καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν συμβούλων τῶν ἱερῶν ναῶv τῆς ἕδρας τῆς Μητροπόλεως (άρθρον 35ον).

ι) Ἡ διοίκησις τοῦ ΤΑΚΕ περιέρχεται κατά πλειονοψηφίαν εἰς τούς ἐφημερίους, καθ᾿ ὅσον ἐκ τῶν ἑπτά μελῶν τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου αὐτοῦ τά τέσσαρα εἶναι τακτικοί ἐφημέριοι, ὁριζόμενοι μετά τῶν ἀναπληρωτῶν αὐτῶν ὑπό τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου Κληρικῶν Ἑλλάδος (ἄρθρον 63ον).

ια) Ἱδρύεται ὡς φορεύς, τελῶν ὑπό τήν ἐποπτείαν καί τόν ἔλεγχον τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, διά τήν προαγωγήν τῶν διορθοδόξων καί τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί διά τήν ἐν τῷ Ἐξωτερικῷ ἄσκησιν τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως Αὐτῆς, ἤτοι τό Διορθόδοξον Kέντρov τῆς Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, τό ὁποῖον καί θα λειτουργῇ ὡς Ν.Π.Δ.Δ. (ἄρθρον 41ον).

ιβ) Παρέχεται καί νομοθετικῶς πλέον ἡ δυνατότης εἰς τάς Ἱεράς Μητροπόλεις ἱδρύσεως ἐκκλησιαστικῶν Μουσείων πρός καταγραφήν, φύλαξιν καί συντήρησιν κειμηλίων, ἱερῶν εἰκόνῶν καί λοιπῶν ἔργων ἐκκλησιαστικῆς τέχνης (ἄρθρον 45ον παρ. 5).

ιγ) Ἁπλουστεύεται ἡ διαδικασία ἐκδόσεως διαβαατηρίων εἰς τοῦς κληρικοῦς παντός βαθμοῦ (ἄρθρον 56ον παραγρ. 1, 2 καί 3).

ιδ) Τά δωρεάν καί ἄνευ συναλλαγματικῶν διατυπώσεων ἐκ τοῦ Ἐξωτερικοῦ ἀποστελλόμενα ἤ παραχωρούμενα πάσης φύσεως εἴδη εἰς τά ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ἀπαλλάσσονται παντός δασμοῦ.

ιε) Λαμβάνεται πρόνοια διά τήν ἐπίλυσιν τοῦ λεγομένου «ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος», ἤτοι διά τήν ἀποκατάστασιν τῶν καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον ἀπομακρυνθέντων τοῦ θρόνου των κατά τό ἀπό 21-4-1967 ἕως 24- 7-1974 χρονικόν διάστημα Ἱεραρχῶν (ἄρθρον 71ον).

ιστ) Πραγματοποιεῖται ἕν μικρόν βῆμα πρός ἀντιμετώπισιν τοῦ Παλαιοημερολογητικοῦ προβλήματος καί διά τῆς παραγρ. 9 τοῦ ἄρθρου 39 γίνεται μία παραχώρησις καλῆς θελήσεως πρός τοῦς ἀκολουθοῦντας τό παλαιόν ἡμερολόγιον, διότι διανοίγεται πρός αὐτοῦς μία θύρα ἐντάξεως τῶν εἰς τούς κόλπους τῆς μητρός Ἐκκλησίας.

ιζ) Διασφαλίζεταιἡ ἐκκλησιαστική ἀκίνητος περιουσία ἔναντι τῶν καταπατητῶν αὐτῆς διά τῆς ἐπεκτάσεως τῶν διατάξεωv «περί προστασίας τῶν Δημοσίων Κτημάτων» τῶν ἄρθρων 4 και 23 τοῦ Α.Ν. 1539/38 καί ἐπί τῶν κτημάτων τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἱδρυμάτων καί Ὀργανισμῶν.

Εὐχαριστοῦντες, ὅθεν, τόv Ἀρχιποίμενα Χριστόν,τόν τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας Δομήτορα, διότι ἐν τῷ ἀπείρῳ αὐτοῦ ἐλέει καί τῇ πανσθενεῖ χάριτι, εἰς αἰσίαν ἔκβασιν ἤγαγεν ἔργοv δυσχερές καί ἐπίπονον, εὐελπιστοῦμεv ὅτι ὁ νέος Καταστατικός Χάρτης θά παράσχῃ εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἡμῶν ἀσφαλές νομικόν πλαίσιον διά τήν εὔδιοv πλεῦσιν τῆς ὀλκάδος Αὐτῆς ἐν μέσῳ τῶν ποικίλων συγχρόνων ἰδεολογικῶν ρευμάτων καί τῶν ἐξ αὐτῶν ἀπορρεουσῶν ἀντιξοοτήτων, καί θά βοηθήςῃ Αὐτήν εἰς τήν ἐκπλήρωσιν τῆς λυτρωτικῆς Αὐτῆς ἀποστολῆς εἰς καιρούς λίαν κρισίμους διά τό εὐσεβές ἡμῶν Ἔθνος καί τήν καθόλου ἀνθρωπότητα.

Ταῦτα ὑμῖν ἀγγέλλοντες καί διαπέμποντες ὑμῖν συνημμένως τό ὑπ ᾿ ἀριθμ. 146 τ. Α΄) 31-5-77 ΦΕΚ παρακαλοῦμεν διά τήν πιστήν τήρησιν καί ἐφαρμογήν τοῦ ἐν αὐτῷ δημοσιευομένου Νόμου 590/1977 «περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».

 

+ Ὁ Ἀθηνῶν Σεραφείμ, Πρόεδρος

+ Ὁ Ναυπακτίας και Εὐρυτανίας Δαμασκηνος

+ Ὁ Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Στυλιανός

+Ὁ Ξάνθης Ἀντώνιος

+Ὁ Κασσανδρείας Σύνέσιος

+Ὁ Παροvαξίας Ἐπιφάνιος

+ Ὁ Νικαίας Γεώργιος

+ Ὁ Περιστερίου Ἀλέξανδρος

+ Ὁ Σύρου, Τήνου κλπ. Δωρόθεος

+ Ὁ Αἰτωλοακαρνανίας Θεόκλητος

+ Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωvιανῆς καί Κονίτσης Σεβαστιανός

+ Ὁ Χίου Χρυσόστομος

+ Ὁ Ἐδέσσης,Πέλλης καί Ἀλμωπίας Καλλίνικος

Ὁ Ἀρχιγραμματεύς

+ Ὁ Ταλαντίου Ἀμβρόσιος


Υποσημειωσεις

(1) Ξεκίνησε περί το 50μ.Χ. με το όραμα του Αποστόλου Παύλου να κηρύξει στην Μακεδονία. Βλ. Πράξεις 16, 9.

(2) Φειδά Ι. Βλάσιου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σελ. 805-810.

(3) Οι επαρχίες αυτές ήταν οι: α ) Αχαΐας, με πρωτεύουσα την Κόρινθο, β ) Κρήτη, με πρωτεύουσα τη Γόρτυνα, γ ) Μακεδονία, με πρωτεύουσα τούς Φιλίππους ή τη Θεσσαλονίκη, δ ) Παλαιάς Ηπείρου, με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, ε ) Νέας Ηπείρου, με πρωτεύουσα το Δυρράχιο, στ ) Θεσσαλίας, με πρωτεύουσα τη Λάρισα. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι κάθε μία Επαρχιακή σύνοδος από αυτές περιλάμβανε στα μέσα του Δ΄ αιώνα από 20 έως 30 περίπου επισκόπους, ανάλογα προς τον αριθμό των τοπικών εκκλησιών σε κάθε επαρχία.

(4) Σχετικά με το ζήτημα των επαρχιών του Ανατολικού Ιλλυρικού και τα κανονικά προβλήματα αυτών, τα οποία προέκυψαν βλ. Φειδάς Ι. Βλάσιος, Ο Θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, τ. ΙΙ, σελ. 75-80.

(5) Φειδάς Ι. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σελ. 814-830.

(6) Τζωρτάτου Δ. Βαρνάβα, Η καταστατική νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 75-84

(7) Άλλωστε, οι Νόμοι Σ΄ και ΣΑ΄ παρείχαν τη δυνατότητα στις νόμιμες ή στις δικτατορικές Κυβερνήσεις να επιβάλλουν αυθαιρέτως ή αυταρχικώς τις λεγόμενες Ἀριστίνδην Συνόδους, όπως αυτές που προέκυψαν τόσο μετά τον Διχασμό από το Ἀνάθεμα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου (1917), όσο και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922).

(8) Κονιδάρη Ι. Γεράσιμου, Σταθμοί Εκκλησιαστικής Πολιτικής, σελ. 135

(9) Φειδά Ι. Βλασίου, Ἡ ρωσική πολιτική καί τό Αὐτοκέφαλον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στά Πρακτικά Συνεδρίου για τον Κων. Οἰκονόμου, Τσαριτσάνη, 1996, 19-31.

(10) Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784-1860), ήταν ένας κληρικός με σπουδές στο εξωτερικό ( Πατριαρχική Σχολή Κων/πόλεως, Ιάσιο, Βουκουρέστι, Ιταλία, Βιέννη και Γερμανία ) και μεγάλες θεολογικές γνώσεις. Ήταν άνδρας με ευρεία μόρφωση, πολλά χαρίσματα, αλλά με περισσότερα ελαττώματα και υπέρμετρο εγωισμό που τον εμπόδιζε να βλέπει την αλήθεια. Πίστευε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν αυτόνομη και δεν είχε ανάγκη την συγκατάθεση και την αναγνώριση του τετελεσμένου γεγονότος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο Φαρμακίδης είχε σαν παράδειγμα τον τσάρο Μ. Πέτρο, ο οποίος θέλοντας να υποτάξει την Εκκλησία υπό την απολυταρχική του εξουσία κατήργησε το Πατριαρχείο και κατά τα προτεσταντικά υποδείγματα των κονσιστορίων και ίδρυσε την διοικούσα Ιερά Σύνοδο, μεταβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την διοίκηση της εκκλησίας στην Ρωσία. Βεβαίως, αγνοούσε το γεγονός ότι ο Μ. Πέτρος είχε πάρει την συγκατάθεση του Οικουμενικού πατριαρχείου. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Παπαδόπουλου Χρυσόστομου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 55-66.

(11) Εμμανουήλ Ιω. Κωνσταντινίδη, « Σταθμοί της ιστορικής πορείας της εν Ελλάδι Εκκλησίας », Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκδ. Αποστολική Διακονία

(12) Τσαγκάρη, Η Ιστορία και το Νομικό πλαίσιο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, σελ. 117-119

(13) Κονιδάρη, Σταθμοί, σελ. 50-55.

(14) Τσαγκάρη, Η Ιστορία και το Νομικό πλαίσιο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, σελ. 137-138

(15) Κονιδάρη Ι. Γεράσιμου, Η Εκκλησία της Ελλάδος εν τη ιστορία και τω παρόντι, σελ. 28

(16) Κωνσταντινίδη Ι. Εμμανουηλ, « Σταθμοί της ιστορικής πορείας της εν Ελλάδι Εκκλησίας», Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2000.

(17) Τζωρτζάτος, Καταστατική Νομοθεσία, σελ. 106-107. Παπαδόπουλος, Ιστορία, σελ. 414-415. Τσαγκάρη, Η Ιστορία και το Νομικό πλαίσιο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, 220.

(18) Φειδά Ι. Βλάσιου, Σχεδίασμα Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος, Νέα Σιών, 73, 1981, σ. 85-106. Επίσης βλ. http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=90522.

(19) Τζωρτζάτου, Η Καταστατική νομοθεσία, σελ. 53

(20) Τσαγκάρη, Η Ιστορία και το Νομικό πλαίσιο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, σελ. 280

(21) Με τον όρο « Αριστίνδην Σύνοδο », εννοούμε τη Σύνοδο, η οποία συγκροτείται εξ ορισμένων μόνον αρχιερέων τους οποίους διορίζει η Κυβέρνηση και έχει ως αποστολή την εκτέλεση ορισμένου και εκ των προτέρων καθορισμένου έργου (όπως η εκλογή Προκαθημένου) και είναι προδήλως αντισυνταγματική.

(22) Η εκλογή του Αρχιεπισκόπου γινόταν από την Ιεραρχία, ενώ για την εκλογή Επισκόπου, η Ιεραρχία επέλεγε 3 υποψηφίους και διάλεγε τον ένα ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Τζωρτάτου, Καταστατική νομοθεσία, σελ. 172-174, 195-197.

(23) Ιωάννη Χρ. Θεοδωρίδη, Η Εκλογή των Επισκόπων κατά τους καταστατικούς χάρτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, κρίσεις και σχόλια με βάση την κανονική παράδοση της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 66

(24) Μια εντελώς άγνωστη πτυχή στην ιστορία, αποτελεί λ.χ. η έμμεση προσπάθεια της Εκκλησίας της Ελλάδος να αντιπροσωπευθεί στην Γερουσία, όπως όριζε το Σύνταγμα του 1927. Ο αρχιμ. Χρυσόστομος Δημητρίου, Α΄ γραμματέας της Δ.Ι.Σ, προέτεινε στην Σύνοδο (18 Δεκ. 1925) την παραχώρηση στην Εκκλησία δέκα θέσεων γερουσιαστών, οι οποίες θα κατανέμονται στους επτά μητροπολίτες της Δ.Ι.Σ. και σε τρεις κατώτερους κληρικούς της « Παγκληρικής Ενώσεως ». Η Εκκλησία λοιπόν ζητούσε να συμμετέχει και στην πολιτική ζωή, αφ' ενός μεν για να εξισορροπηθούν οι σχέσεις της με την Πολιτεία, αφ' ετέρου δέ για να προβλέπουν την ψήφιση των εκκλησιαστικών νόμων πάνω στους οποίους είχαν διαφορετικές αντιλήψεις πολλές φορές. Ωστόσο, η σθεναρή αντίδραση του πολιτικού κόσμου να εντάξει την Ιεραρχία στην πολιτική λειτουργία σταμάτησε κάθε προσπάθεια της Εκκλησίας προς αυτή την κατεύθυνση. Βλ. Τσιρώνη, Εκκλησία Πολιτευόμενη, σελ. 432-433.

(25) Σημαντικό γεγονός σε αυτό τον νόμο (Α.Ν. 3/1967) είναι η για πρώτη φορά από το 1833 κατάργηση του « Κυβερνητικού Επιτρόπου », του οποίου τα καθήκοντα ανατέθηκαν στον εκάστοτε Γενικό Διευθυντή Θρησκευμάτων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Βέβαια στον Ν.Δ. 126/1969, στο άρθρο 11, καλείται ο Υπουργός Παιδείας για να συμμετάσχει στις συνεδρίες τις Δ.Ι.Σ και της Ι.Σ.Ι., αντί του Κυβερνητικού Εκπροσώπου.

(26) Σχετικά με περισσότερες πληροφορίες για τον Καταστατικό Χάρτη 126/1969 βλ. Παρασκευαϊδης, Θεσμός και έργο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου εν τη Εκκλησία της Ελλάδος, σελ. 66-76.

(27) Ανδρεόπουλος Μιχ. Χαράλαμπος, Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα κατά την Επταετία (1967-1974), Διδακτορική διατριβή, σελ. 242-247.

(28) Φειδά Ι. Βλάσιου, Κριτήρια Ερμηνευτικής του Καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 531-534.

(29) Φειδά Ι. Βλασίου, Ο.π., σελ. 534.

(30) Ο.π., σελ. 540-542.

(31) Ο 39 ος Αποστολικός κανόνας και ο 9 ος της Αντιοχείας. Βλ. Φειδάς Ι. Βλάσιος, Ιεροί Κανόνες, σελ. 194, 209.

(32) Φειδά Ι. Βλάσιου, Κριτήρια Ερμηνευτικής του Καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 539

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.