ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Προσκυνηματικές περιηγήσεις:
Ιστορική εξέλιξη και σύγχρονες προοπτικές

Βλασίου Φειδά, Εκκλησία ΠΖ΄, Ιανουάριος 2010, σελ. 19-25
(Α' Πανελλήνιο Συνέδριο Προσκυνηματικών Περιηγήσεων,
Ζάκυνθος, 13- 15.11.2009 )

1. Η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον προσδιορίσθηκε πάντοτε από την ερμηνεία της σχέσεως του με τον Θεό και με τον κόσμο. Η θρησκεία ερμήνευσε πάντοτε τη σχέση αυτή με αφετηρία τον Θεό, στον οποίο αναφέρεται η ύπαρξη του ανθρώπου και του κόσμου, ενώ η φιλοσοφία ερμήνευσε πάντοτε τη σχέση αυτή με αφετηρία τον άνθρωπο και τον κόσμο, χωρίς να αμφισβήτηση πάντοτε την αναφορικότητα της υπάρξεως τους προς μία υπέρτατη εξωκοσμική δύναμη, προσωπική ή μη, η οποία διέπει τη ζωή τους. Κοινός τόπος των δύο ετερόκεντρων ερμηνειών υπήρξε και παραμένει πάντοτε ο άνθρωπος, αλλά με τις διαφορετικές προσεγγίσεις της σχέσεως του με τον Θεό από τη θρησκεία (θεοκεντρική) και από τη φιλοσοφία (ανθρωποκεντρική). Βεβαίως, τόσο η θρησκεία, όσο και η φιλοσοφία προέβαλλαν πάντοτε την ενότητα της υπερβατικής θείας δυνάμεως, προσωπικής ή μη, στην οποία αναφερόταν η ενότητα του ανθρωπίνου γένους και του κόσμου, γι' αυτό η διαλεκτική αυτή μεταξύ της θρησκείας και της φιλοσοφίας καθιέρωσε την άρρηκτη συζυγία τους όχι μόνο στις μεγάλες πολιτισμικές παραδόσεις, αλλά και στη ζωή των λαών.

Υπό την έννοια αυτή, όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του ανθρώπου ήδη από το λυκαυγές της ιστορίας εξέφραζαν πάντοτε την άρρηκτη συζυγία θρησκείας και πολιτιστικών παραδόσεων, έστω και αν διαφοροποιείται κατά περίπτωση η έμφαση στα θρησκευτικά ή στα πολιτιστικά στοιχεία της συζυγίας, με γνώμονα όμως πάντοτε την αναφορικότητα του ανθρώπου προς τον Θεό και την ενότητα του ανθρωπίνου γένους. Η έμφυτη λοιπόν επιθυμία του ανθρώπου να γνωρίση το οικοσύστημα του και τους άλλους ενοίκους σε αυτό εκφράσθηκε με ποικίλους τρόπους και με διαφορετικά κριτήρια (μεταναστεύσεις λαών, κατακτητικές διεκδικήσεις, εμπορικές σχέσεις, συμμαχίες κ.λπ.), α λλά πάντοτε κατέληγε σε μία γόνιμη συνάντηση λαών, θρησκειών και πολιτιστικών παραδόσεων.

Είναι όμως ευνόητον ότι η κινητικότητα ανθρώπων και λαών προσδιορίσθηκε στην αρχαιότητα από τις πολιτικές θεωρίες για την ταυτότητα του κράτους, από τη συνύπαρξη τους στην ίδια ευρύτερη περιοχή, από τα οικονομικά κίνητρα των εμπορικών τους σχέσεων και από την περιορισμένη ικανότητα των μεταφορικών μέσων σε κάθε εποχή. Πράγματι, διαφορετική είναι η κινητικότητα των Ελλήνων κατά τους κλασικούς χρόνους για την ανάπτυξη των εμπορικών δραστηριοτήτων κάθε πόλεως-κράτους με την ίδρυση αποικιών στις παράκτιες ζώνες της Μεσογείου και του Εύξεινου πόντου, όπως ήταν διαφορετική η κινητικότητα τους κατά τους ελληνιστικούς χρόνους στα πλαίσια της αχανούς αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου και των επιγόνων του. Εν τούτοις, τόσο στους κλασικούς, όσο και στους ελληνιστικούς χρόνους διατηρήθηκε αλώβητη η συζυγία θρησκείας και πολιτιστικών παραδόσεων, καίτοι εκφράσθηκε με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι, οι αφιερωμένοι στους θεούς πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες συνδύαζαν τις λατρευτικές εκδηλώσεις με τα αθλητικά αγωνίσματα των αθλητών από τις ελληνικές πόλεις και τις αποικίες τους, τους οποίους συνόδευαν και φιλοθεάμονες πολίτες τους. Η σταδιακή παρακμή τους κατά τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους δεν αποδυνάμωσε τις λατρευτικές επισκέψεις στα μεγάλα ιερά της απολλώνειας κυρίως λατρείας, (όπως λ.χ. στα ιερά των Δελφών, της Ηλείας, της Αντιοχείας κ.λπ.).

Η εμφάνιση και η διάδοση του Χριστιανισμού στον ελληνορωμαϊκό κόσμο διαφοροποίησαν τον λόγο και τον τρόπο εκφράσεως της προσκυνηματικής κινητικότητας των χριστιανών. Το ιερό πλέον κέντρο της θρησκευτικής ευλάβειας των χριστιανών ρωμαίων πολιτών μετατοπίσθηκε στην ευρύτερη περιοχή των Ιεροσολύμων, όπου γεννήθηκε, έδρασε και σταυρώθηκε ο ιδρυτής της Εκκλησίας, ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού. Στην ανθρωπότητα του Χριστού αποκαταστάθηκε η ενότητα Θεού, ανθρώπου και κόσμου, ενώ το λυτρωτικό μήνυμα του Ευαγγελίου απευθυνόταν σε όλα τα έθνη της γης για να υπερβαθούν οι συγχύσεις του ανθρώπου για τη σχέση του με τον Θεό και με τον κόσμο. Υπό την έννοια αυτή, οι απόστολοι και οι συνεργοί τους ανέλαβαν συνεχείς και επίπονες περιοδείες σε ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο και στον ευρύτερο περίγυρο για να κηρύξουν το ευαγγέλιο και ίδρυσαν τις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες στις σημαντικότερες πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες συνέχισαν το ιεραποστολικό τους έργο παρά τους απηνείς διωγμούς των ρωμαϊκών αρχών.

Βεβαίως, οι απόστολοι και οι διάδοχοι τους υποστήριζαν τις νεοσύστατες τοπικές εκκλησίες με επισκέψεις, αποστολές και επιστολές, ενώ το πρόσωπο και το έργο του Χριστού, τα οποία ήσαν στο επίκεντρο του αποστολικού κηρύγματος, ερέθιζαν την ευλάβεια των χριστιανών για προσκυνηματικές επισκέψεις στους θεοβάδιστους ιερούς τόπους της Παλαιστίνης. Η πραγματοποίηση όμως της ευλαβούς αυτής επιθυμίας ήταν δυνατή μόνο για όσους χριστιανούς ανήκαν σε πλησιόχωρες τοπικές εκκλησίες ή είχαν την ευχέρεια χρόνου και χρημάτων για να το αποφασίσουν. Όσοι πραγματοποιούσαν την επιθυμία τους συνδύαζαν τις προσκυνηματικές επισκέψεις των ιερών τόπων με τη συμμετοχή τους και στις ιδιαίτερες ακολουθίες της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, οι οποίες ανεφέροντο στη σχέση των ιερών τόπων με τα γεγονότα της ζωής του Χρίστου. Όσοι αδυνατούσαν να αναλάβουν μία τόσο δαπανηρή προσκυνηματική επίσκεψη εξέφραζαν την ευλάβεια τους με την επίσκεψη των τάφων των μαρτύρων της πίστεως αποστόλων, επισκόπων, λοιπών κληρικών και λαϊκών, στους οποίους συνέρρεαν οι πιστοί της ευρύτερης περιοχής για να τιμήσουν τους μάρτυρες και να ενισχυθούν στην πίστη τους.

2. Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού και το τέλος των διωγμών η ευλάβεια των πιστών αναζήτησε πνευματικά ερείσματα στον υποδειγματικό βίο των σκληρών πνευματικών αγωνισμάτων των ασκητών, τα οποία ο Μ. Αθανάσιος παραλληλίζει προς τον αγώνα των μαρτύρων της πίστεως (Ρ G . 26, 1173) και ο Ιερώνυμος τα χαρακτηρίζει ως «καθημερινό μαρτύριο» ( cotidianum martyrium , Epist . 108, 31). Βεβαίως, στη συνείδηση της Εκκλησίας ήταν σαφής η υπεροχή του μαρτυρίου του αίματος έναντι του «μαρτυρίου των δακρύων της μετανοίας», αλλά ήταν γενική η αναγνώριση ότι το δεύτερο ήταν μία αυθεντική συνέχεια του πρώτου. Υπό την έννοια αυτή εξηγείται όχι μόνον ο εύλογος θαυμασμός των πιστών για τα ασκητικά κατορθώματα των μεγάλων ασκητών της ερήμου, αλλά και η σφοδρή επιθυμία τους να αποκτήσουν προσωπική εμπειρία της ασκητικής πνευματικότητας, γι' αυτό πραγματοποιούσαν προσκυνηματικές επισκέψεις στα μεγάλα μοναστικά κέντρα της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας, ακόμη και σε όσα είχαν αναπτυχθή στα βάθη της ερήμου (Νιτρίας, Σινά, Λαύρα του αγίου Σάββα κ.α.).

Η ίδρυση μεγάλων μονών στην ευρύτερη περιοχή της Κπόλεως από τις αρχές του Ε' αιώνα λειτουργούσε ως συνεχής πρόσκληση ή και ως πρόκληση προς τους πιστούς της ευρύτερης περιοχής για προσκυνηματικές επισκέψεις. Ο συνδυασμός της αδιάλειπτης προσευχής των μοναχών με την αδιάκοπη εικοσιτετράωρη θεία λατρεία στις μονές των Ακοίμητων, καίτοι ήταν καινοτομία στις ασκητικές παραδόσεις, αύξησε με εντυπωσιακό τρόπο όχι μόνο τον αριθμό των ευλαβών προσκυνητών από την Κπόλη και την ευρύτερη περιοχή, αλλά και την πνευματική ακτινοβολία της μονής. Ο εισηγητής της πρακτικής αυτής ηγούμενος Αλέξανδρος κατένειμε τους μοναχούς σε έξι χορούς για την κάλυψη της συνεχούς εικοσιτετράωρης θείας λατρείας, γι' αυτό και εγκωμιάζεται ότι «νόμον εἰσάγει καινόν μέν, ἀλλά τόν ἀπανταχοῦ κάλλιστον, μηδέποτε τῶν εἰς Θεόν ὕμνων τό συνεχές διακόπτεσθαι, ἀλλά, τῇ κατά διαδοχήν τῶν λειτουργούντων ὑπαλλαγῇ, τήν ἀσίγητον ταύτην καί ἄπαυτον τῷ Δεσπότῃ περιποιεῖσθαι δοξολογίαν» (Ρ G 116, 705-746). Ανάλογη ήταν η ακτινοβολία και των εκκεντρικών μορφών ασκήσεως, όπως του αγίου Συμεών του Στυλίτη στη Β. Συρία, ο Στύλος του οποίου προσείλκυε προσκυνητές από ολόκληρη την Ανατολή και επηρέαζε με την ακτινοβολία του όχι μόνο την πνευματική, αλλά και την πολιτική ζωή της Συρίας κ.λπ.

Βεβαίως, ο μοναχισμός καθιερώθηκε στην εκκλησιαστική συνείδηση ως μία υπεροχική έκφραση της ασκητικής πνευματικότητας του όλου εκκλησιαστικού σώματος όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση, όπου διαδόθηκε από τον Μ. Αθανάσιο και τους άλλους ορθοδόξους επισκόπους της Ανατολής, οι οποίοι εξορίσθηκαν στη Δύση από τους αρειανόφρονες αυτοκράτορες. Ο Βίος του Μ. Αντωνίου, οι ασκητικοί Όροι του Μ. Βασιλείου και ο ζήλος του Ιερωνύμου και του Ρουφίνου για τη μεταφορά του μοναχισμού στη Δύση απέδωσαν καρπούς. Ο Ρουφίνος ίδρυσε μία αξιόλογη γυναικεία μονή στα Ιεροσόλυμα (374) με την οικονομική υποστήριξη της πλούσιας ρωμαίας Μελανίας, η οποία έγινε μοναχή, ενώ ο Ιερώνυμος ίδρυσε με την οικονομική υποστήριξη της επίσης πλούσιας ρωμαίας χήρας Παύλας τρεις γυναικείες και μία ανδρική μονή στα Ιεροσόλυμα (389), όπου συνέρρεαν πολλοί προσκυνητές από τη Δύση. Έτσι, ο μοναχισμός διαδόθηκε στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Β. Αφρική, αλλά η ακμή του άρχισε με την ίδρυση από τον καταφυγόντα στη Δύση διάκονο του ι. Χρυσοστόμου Κασσιανό στην περιοχή της Μασσαλίας δύο μονών, μιας γυναικείας και μιας ανδρικής.

Οι μονές αυτές έγιναν υπόδειγμα όχι μόνο για την ίδρυση και άλλων μονών στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και για την ανάπτυξη του μοναχισμού στην Αγγλία, την Ιρλανδία και τη Σκωτία, από τον οποίο αναδείχθηκαν οι περίφημοι για το ιεραποστολικό τους έργο στον κόσμο των Φράγκων ιρλανδοσκώτοι μοναχοί. Η ίδρυση από τον άγιο Βενέδικτο της περίφημης κοινοβιακής μονής στο Μόντε Κασσίνο της Καμπανίας (529) επηρέασε την εξέλιξη του μοναχισμού της Δύσεως. Ο Κανόνας του αγίου Βενεδίκτου συντάχθηκε με βάση τους Όρους του Μ. Βασιλείου και έγινε η κύρια πηγή για την αναδιοργάνωση των κοινοβιακών μονών της Δύσεως, ενώ το τάγμα των Βενεδικτίνων έγινε υπόδειγμα για τη λειτουργία τους. Ωστόσο, ο δυτικός μοναχισμός ενισχύθηκε από αθρόα μετακίνηση προς τη Δύση πολλών μοναχών της Ανατολής, οι οποίοι ίδρυσαν ακμαίες μονές στην Ιταλία και τη Β. Αφρική από τα μέσα ήδη του ΣΤ' αιώνα και επηρέασαν με την ακτινοβολία τους όλες τις πτυχές του εκκλησιαστικού βίου της Δύσεως, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της εικονομαχίας (727-843).

Είναι λοιπόν προφανές ότι ο μοναχισμός δημιούργησε για τους ευλαβείς πιστούς νέα πνευματικά κέντρα προσκυνηματικών επισκέψεων, οι οποίες προσέφεραν και οικονομική υποστήριξη όχι μόνο για τη λειτουργία τους, αλλά και για τους αγώνες τους υπέρ της πίστεως. Εν τούτοις, η οικονομική αυτή προοπτική των προσκυνηματικών επισκέψεων δεν παραβίαζε τα όρια της ακτημοσύνης των μοναχών, γι' αυτό και κατά την πρώτη χιλιετία του ιστορικού βίου της Εκκλησίας δεν εκδηλώθηκαν ακραίες πλουτομανείς τάσεις από τους μοναχούς ή τις μονές με καθαρώς οικονομικά κίνητρα, παρά τις αυθαιρεσίες ορισμένων μοναχών στις περιοδείες τους για την «ἱερή ζητεία» υπέρ των αναγκών της μονής. Οι αυθαιρεσίες αυτές, καίτοι αποδοκιμάσθηκαν επισήμως από την Εκκλησία, δεν αποδυνάμωσαν την ιδιαίτερη πνευματική ευαισθησία των πιστών για την ασκητική εμπειρία των μοναχών. Άλλωστε, οι σκληροί διωγμοί των εικονομάχων αυτοκρατόρων εναντίον των υπερασπιστών της τιμής των ιερών εικόνων μοναχών συνοδεύθηκαν με το κλείσιμο πολλών μονών και τη δήμευση των περιουσιών τους, τα οποία ιεροποιούσαν όχι μόνο τους αγώνες τους, αλλά και τις οποιεσδήποτε υπερβολές στις «ἱερές ζητεῖες».

Οι σκληρές όμως δοκιμασίες του μοναχισμού κατά την περίοδο της εικονομαχίας (727-843) κατέστησαν αναγκαία τη δημιουργία σε απομακρυσμένες από τις πόλεις δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές μεγάλων μοναστικών πολιτειών, στις οποίες κατέφευγαν όλοι οι διωκόμενοι μοναχοί για να επιδοθούν στα ασκητικά αγωνίσματα της προσωπικής τους επιλογής (Ό λυμπος Βιθυνίας, Λάτρος κ.λπ.). Η παράλληλη ανάπτυξη στις μοναστικές αυτές πολιτείες όλων των μορφών της ασκητικής πνευματικότητας (Κοινόβια, Λαύρες, Σκήτες, Ερημίτες, Στυλίτες, Σπηλαιώτες κ.λπ.) και οι κοινοί αγώνες εναντίον της εικονομαχίας ανέδειξαν τα νέα μοναστικά κέντρα ως τους αυθεντικούς εκφραστές της βαθυτέρας σχέσεως της ασκητικής πνευματικότητας προς την ορθοδοξία της πίστεως, γι' αυτό συνέρρεαν σε αυτά ευλαβείς πιστοί, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, για να ενισχυθούν στη δική τους πνευματική ζωή από τα αγωνίσματα των ασκητών. Η ίδρυση της μοναστικής πολιτείας του Αγίου Όρους στη χερσόνησο του Άθω καθιέρωσε τη νέα αυτή προοπτική του ορθοδόξου μοναχισμού όχι μόνο με τη σταδιακή ίδρυση των είκοσι μεγάλων κοινοβιακών μονών, αλλά και με την πολλαπλή υποστήριξη της αναπτύξεως του μοναχισμού στις νεοσύστατες Εκκλησίες των σλαβικών λαών, οι οποίες ιδρύθηκαν από την εντυπωσιακή δράση της βυζαντινής ιεραποστολής κατά τους Θ' και Ι' αιώνες. Υπό την έννοια αυτή, η πανορθόδοξη ακτινοβολία του αγιορείτικου μοναχισμού λειτούργησε κατά τη δεύτερη χιλιετία του ιστορικού βίου της Εκκλησίας ως εγγύηση τόσο για την πνευματική ενότητα του ορθοδόξου μοναχισμού, όσο και για την πιστότητα του στις παραδοσιακές αρχές της ασκητικής πνευματικότητας, γι' αυτό καθιερώθηκε ως κέντρο προσκυνηματικών επισκέψεων όχι μόνο για τους ορθοδόξους, αλλά και για όλους τους χριστιανούς.

3. Αντιθέτως, ο μοναχισμός της Δύσεως αποσυνδέθηκε σταδιακά μέσα τον ΙΑ' αιώνα από τις παραδοσιακές αρχές του Κανόνα του αγίου Βενεδίκτου και εισήγαγε νέες αρχές στην οργάνωση και στη διοίκηση των μοναστικών ταγμάτων, τα οποία είχαν ως κέντρο τη μητέρα μονή και ανέπτυξαν θυγατρικές μονές σε πολλές χώρες της Δύσεως με τη δωρεά μεγάλων εκτάσεων γης από τους τοπικούς ηγεμόνες (τάγμα Κλουνιακών) ή και χωρίς την αποδοχή δωρεών (τάγμα Κιστερσιανών). Η εσωτερική ενότητα της μητέρας και των θυγατέρων μονών κατοχυρωνόταν από τον ιδιαίτερο Κανόνα κάθε τάγματος και βεβαιωνόταν από την εξαιρετική αυθεντία του ηγουμένου της μητέρας μονής στις τακτικές ετήσιες συνελεύσεις των ηγουμένων όλων των θυγατρικών μονών, αφού όλες οι μονές του τάγματος είχαν την αναφορά τους δια του ηγουμένου της μητέρας μονής κατ' ευθείαν στον πάπα και όχι στους επιχωρίους επισκόπους.

Η σημαντική εκκλησιαστική, εκπαιδευτική και κοινωνική προσφορά των μοναστικών ταγμάτων αύξησε όχι μόνο τον πλούτο του τάγματος με την αποδοχή γαιών και οικονομικών προνομίων από τους τοπικούς ηγεμόνες ή φεουδάρχες, αλλά και την αποδοκιμασία από τους πιστούς τόσο της ακόρεστης πλουτομανίας των μοναχών, όσο και της εξαρτήσεως των ηγουμένων από τους κοσμικούς άρχοντες. Η παρακμή του πανίσχυρου τάγματος των Κλουνιακών κατά τον ΙΒ' αιώνα και η εντυπωσιακή απήχηση της αιρέσεως των Καθαρών ή Αλβιγίων εξηγούν τις επιλογές των λεγομένων «επαιτικών» μοναστικών ταγμάτων (Δομινικανών, Φραγκισκανών) α φ' ενός μεν να μιμηθούν την απόλυτη πτωχεία του Χριστού και των αποστόλων, αφ' ετέρου δε να αφιερωθούν με αποστολικό ζήλο για το κήρυγμα Ευαγγελίου. Ωστόσο, η τήρηση των επιλογών αυτών ατόνησε με την πάροδο του χρόνου με τον πλασματικό μάλιστα συλλογισμό ότι η ακτημοσύνη αναφέρεται στους μοναχούς και όχι στο τάγμα, γι' αυτό ενέταξαν στα οικονομικά τους κίνητρα ακόμη και τις προσκυνηματικές επισκέψεις των χριστιανών της Δύσεως στους ελεγχόμενους από τους Σταυροφόρους Αγίους Τόπους.

Στον αντίποδα όμως της πτωχείας των «επαιτικών» ταγμάτων αναπτύχθηκαν τα καθαρώς οικονομικά κίνητρα των λεγομένων «ιπποτικών» ταγμάτων (Ιωαννιτών, Ναϊτών), τα οποία συνδύαζαν τις μοναστικές υποσχέσεις (αγαμία, ακτημοσύνη, υπακοή) και άρτια στρατιωτική οργάνωση με το πρόσχημα ότι έτσι μπορούσαν να προσφέρουν πολυτιμότερη προστασία τόσο στους δυτικούς προσκυνητές, όσο και στους λατίνους ηγεμόνες των Ιεροσολύμων. Τα «ιπποτικά» τάγματα αξιοποίησαν τη συρροή δυτικών προσκυνητών στους Αγίους Τόπους και πλούτισαν όχι μόνο από τα έσοδα για τη φιλοξενία και την προστασία τους, αλλά και από τις οικονομικές συμφωνίες τους με όσους αναλάμβαναν τη μεταφορά των προσκυνητών. Έτσι, απέκτησαν τεράστια περιουσία τόσο στην Παλαιστίνη, όσο και στα σημαντικότερα κέντρα της εμπορικής οδού από τη Δύση προς την Παλαιστίνη. Βεβαίως, η συρροή πλούτου προκάλεσε τη χαλάρωση των μοναστικών υποσχέσεων και την τόνωση των οικονομικών τους δραστηριοτήτων στα μεγάλα κράτη της Δύσεως (Γαλλία, Ισπανία, Αγγλία κ.α.), οι βασιλείς των οποίων είχαν δεχθή την οικονομική υποστήριξη του πολύπλοκου τραπεζικού συστήματος των δύο «ιπποτικών ταγμάτων» με επαχθή μάλιστα ανταλλάγματα (δωρεές γαιών, ευνοϊκές οικονομικές ρυθμίσεις κ.α.).

Μετά την εκδίωξη των Σταυροφόρων από την Παλαιστίνη (1291) τα «ιπποτικά» τάγματα μετέφεραν την έδρα τους στην Κύπρο, αλλά το μεν τάγμα των Ναϊτών καταδικάσθηκε ως αιρετικό υπό την πίεση του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Δ' του Ωραίου και διαλύθηκε (1307) για την αρπαγή της μεγάλης περιουσίας του στη Γαλλία, ενώ το τάγμα των Ιωαννιτών εγκαταστάθηκε τελικώς στη Ρόδο μέχρι την άλωση της νήσου από τους Τούρκους (1309-1522) και μετά στη Μάλτα μέχρι την κατάληψη της νήσου από τον Ναπολέοντα (1722-1798) και τη διάλυση του τάγματος για τη δήμευση της περιουσίας του. Συνεπώς, ούτε τα ε παιτικά τάγματα άντεξαν στη μόνιμη τήρηση της πτώχειας του Χριστού και των αποστόλων, ούτε τα ιπποτικά τάγματα άντεξαν στην πρόκληση του εύκολου πλουτισμού από την καταχρηστική οικονομική εκμετάλλευση του προσκυνηματικού ζήλου των ευλαβών χριστιανών της Δύσεως, όπως και το τάγμα των Ιησουϊτών δεν άντεξε στην ορθή χρήση του εύκολου πλουτισμού από την εκμετάλλευση των αποικιοκρατικών καθεστώτων της Ν. Αμερικής, γι' αυτό διαλύθηκε σε όλα τα κράτη της Δύσεως κατά τον ΙΗ' αιώνα.

Εν τούτοις, ο εύκολος πλουτισμός των «ιπποτικών» ταγμάτων και η εντυπωσιακή ανάπτυξη των «επαιτικών» ταγμάτων αποτέλεσαν σημαντικά κίνητρα για τον εμπερίστατο παπικό θρόνο κατά την περίοδο της «βαβυλώνιας αιχμαλωσίας» του στην Αβινιόν της Γαλλίας (1309-1378) να αναζητήση την κάλυψη των πιεστικών οικονομικών του δυσκολιών με την επίσημη καθιέρωση ομαδικών προσκυνηματικών οδοιποριών των ρωμαιοκαθολικών πιστών προς τη Ρώμη. Έτσι, ο πάπας Βονιφάτιος Η' (1294-1303) συνέδεσε τον θεσμό των «Ιωβηλαίων ετών» με τις περίφημες «αφέσεις», ήτοι τα συγχωροχάρτια ( indulgentiae ), για να επιτύχη την ομαδική συμμετοχή των πιστών στις προσκυνηματικές οδοιπορίες προς τη Ρώμη, τις οποίες υποστήριζαν με υπερβάλλοντα ζήλο τα «επαιτικά» τάγματα, ιδιαίτερα όμως οι Δομινικανοί. Ο θεσμός είχε τις ρίζες του στην ιουδαϊκή παράδοση (Λευιτ, 25, 8 κ.εξ.), η οποία αφιέρωνε κάθε πεντηκοστό έτος στον Θεό με σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις (επιστροφή πωληθέντων κτημάτων, απελευθέρωση δούλων κ..λπ.), η έναρξη δε του ιωβηλαίου έτους κηρυσσόταν υπό τον ήχο σάλπιγγας (Εβρ. γιομπέλ=σάλπιγγα). Ο Βονιφάτιος όρισε τον εορτασμό των ιωβηλαίων ετών κάθε εκατό έτη (1300), αλλά οι διογκούμενες οικονομικές ανάγκες του παπικού θρόνου κατέστησαν αναγκαία και τη συντόμευση του ενδιάμεσου χρόνου μεταξύ των ιωβηλαίων ετών. Έτσι, ο πάπας Βενέδικτος Β' περιόρισε τον ενδιάμεσο χρόνο στα πενήντα έτη (1340), ο Ουρβανός ΣΤ' στα τριάντα έτη (1389) και ο Παύλος Β' στα εικοσιπέντε έτη (1470).

Η πρόθυμη υποστήριξη των προσκυνηματικών οδοιποριών από τα «επαιτικά» τάγματα, τα οποία επενέδυαν σε αυτές και δικά τους οικονομικά κίνητρα (φιλοξενείες κ.λπ.), εξηγεί όχι μόνο τη συρροή προσκυνητών στη Ρώμη, αλλά και τα σημαντικά οικονομικά έσοδα όλων των εμπλεκομένων σε αυτές εκκλησιαστικών φορέων. Οι συμμετέχοντες στις προσκυνηματικές οδοιπορίες του ιωβηλαίου έτους πιστοί από όλα σχεδόν τα κράτη της Δύσεως όφειλαν να παραμείνουν 15 τουλάχιστον ημέρες στη Ρώμη, όπου συμμετείχαν σε ειδικές λατρευτικές τελετές, εξομολογούντο στους πνευματικούς και λάμβαναν «αφέσεις» (συγχωροχάρτια) αμαρτιών και τιμωριών. Όσοι πιστοί αδυνατούσαν για διάφορους λόγους να πραγματοποιήσουν την προσκυνηματική επίσκεψη στη Ρώμη μπορούσαν να αποστείλουν το ανάλογο χρηματικό ποσό για να λάβουν τα συγχωροχάρτια. Η αποσύνδεση όμως αυτή επιβάρυνε περισσότερο την ήδη επικίνδυνη σύγχυση πνευματικών και οικονομικών κινήτρων, καίτοι προβαλλόταν πάντοτε ως πρόσχημα κάποιος συγκεκριμένος ιερός σκοπός για την πώληση των συγχωροχαρτίων. Έτσι, οι γνωστές καταχρηστικές ενέργειες του παπικού θρόνου και των επαιτικών ταγμάτων για την πώληση συγχωροχαρτίων με πρόσχημα την ανέγερση της περικαλλούς Βασιλικής του Αποστόλου Πέτρου στη Ρώμη, είχαν ως αναπόφευκτες συνέπειες όχι μόνο την κατάργηση του θεσμού των ιωβηλαίων ετών, αλλά και την τραγική διάσπαση της Εκκλησίας της Δύσεως κατά τον ΙΣΤ' αιώνα, χωρίς μάλιστα να καταστήσουν πλουσιότερο τον παπικό θρόνο.

4. Είναι λοιπόν προφανές το συμπέρασμα ότι τα οργανωμένα προσκυνηματικά προγράμματα εμπεριείχαν πάντοτε τον πειρασμό μιας επικίνδυνης συγχύσεως μεταξύ των πνευματικών και των υλικών στοιχείων, τα οποία είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση τους. Ο πειρασμός αυτός παρενοχλεί τη σκέψη όλων των παραγόντων, οι οποίοι εμπλέκονται σε ένα προσκυνηματικό πρόγραμμα, ήτοι τους διαχειριστές των ιερών τόπων υποδοχής ή και φιλοξενίας των προσκυνητών, τους αναλαμβάνοντες τη διακίνηση ή και τη διαμονή των προσκυνητών, την τοπική κοινωνία των ιερών τόπων και, τέλος, τους ίδιους τους προσκυνητές. Η απόκρουση του πειρασμού ή έστω των επικινδύνων συγχύσεων είναι ανέφικτη ακόμη και με την αξιοποίηση της παραδοσιακής σε τέτοιες περιπτώσεις «ευλαβούς υποκρισίας», α φού η οποιαδήποτε σύγχυση κινήτρων όχι μόνο δεν είναι δυνατόν να συγκαλυφθή, αλλ' αντιθέτως προκαλεί τελικώς και τον σκανδαλισμό των προσκυνητών με ευνόητες αρνητικές συνέπειες για τον συγκεκριμένο τουλάχιστον προσκυνηματικό προορισμό.

Προφανώς, η ορθή διαχείριση του τρόπου, του τόπου και του χρόνου των προσκυνηματικών επισκέψεων στους ιερούς τόπους λατρείας ή ασκήσεως προϋποθέτει απαραιτήτως αφ' ενός μεν την πρόθυμη υποδοχή των ευλαβών προσκυνητών, αφ' ετέρου δε τον σεβασμό των προσκυνητών προς την ιερότητα των σκοπών και της λειτουργίας του τόπου, τα οποία είναι αναγκαία για τη μη αλλοτρίωση του πνευματικού χαρακτήρα των προσκυνηματικών επισκέψεων. Ο κίνδυνος αυτός είναι σήμερον μεγαλύτερος, αφού οι προσκυνηματικές επισκέψεις εντάσσονται πλέον στα ευρύτερα πλαίσια οργανωμένων τουριστικών προγραμμάτων και προορισμών ως προτάσεις των οργανωτών και όχι ως επιλογές των συμμετεχόντων, γι' αυτό υφέρπει πάντοτε ο κίνδυνος εμπορευματικής εκμεταλλεύσεως και των προγραμματισμένων επισκέψεων σε ιερούς τόπους.

Οι κίνδυνοι αυτοί είναι μεγαλύτεροι για τους ιερούς τόπους των καθιερωμένων γνωστών τουριστικών προορισμών, στους οποίους εξέχουσα θέση κατέχουν τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους και η Κρήτη, αφ' ενός μεν γιατί οι επισκέπτες είναι συνήθως πολλοί και με διαφορετικές πνευματικές αναζητήσεις, αφ' ετέρου δε γιατί οι ιεροί τόποι αντιμετωπίζονται απλώς ως αξιοθέατα στοιχεία της περιοχής. Αν λοιπόν οι προσκυνηματικές επισκέψεις αντιγράψουν τα τουριστικά προγράμματα, τότε δεν είναι αναγκαίες όχι μόνο γιατί οι επισκέπτες των ιερών τόπων είναι ήδη πολλοί, αλλά και γιατί η αύξηση τους θα πολλαπλασιάση τα προβλήματα για την κατάλληλη πνευματική αξιοποίηση των επισκέψεων. Αν όμως αποσυνδεθούν από τα τουριστικά προγράμματα, τότε θα πρέπει να συνδεθούν με κατάλληλες λατρευτικές εκδηλώσεις για να είναι οι επισκέψεις πράγματι προσκυνηματικές.

Τα Επτάνησα διαθέτουν όλα τα ελκυστικά στοιχεία φυσικού κάλλους και ευλαβών παραδόσεων, τα οποία επιτρέπουν μία εποικοδομητική σύνθεση προσκυνηματικών και τουριστικών επισκέψεων με επίκεντρο τις καθιερωμένες στην ορθόδοξη παράδοση ακολουθίες (σύντομο εσπερινό, παράκληση κ.λπ.). Η προοπτική της συνθέσεως είναι εποικοδομητική, γιατί έτσι καθορίζονται αφ' ενός μεν ο κατάλληλος χρόνος προγραμματισμού των επισκέψεων, αφ' ετέρου δε ο κατάλληλος τρόπος εκκλησιαστικής υποδοχής των επισκεπτών, οι οποίοι θα πλουτίσουν τη φυσιοκρατική περιέργεια του τουρισμού με την πνευματική εμπειρία μιας προσκυνηματικής επισκέψεως. Τα Επτάνησα υπήρξαν πάντοτε σταθερή γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, η οποία αξιοποιήθηκε με εντυπωσιακή συνέχεια από τους κλασικούς ήδη χρόνους για την επικοινωνία των ελληνικών πόλεων με τις αποικίες τους στην Ιταλία, έγινε πυκνότερη κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και κορυφώθηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο με κύριο άξονα την ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Όλες αυτές οι εποχές έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη τους όχι μόνο στα εδάφη των νήσων του Ιονίου πελάγους, αλλά και στην ιστορική μνήμη των λαών, οι οποίοι έχουν πρόσθετους λόγους να εντάσσουν τα Επτάνησα στις κύριες επιλογές των τουριστικών τους επισκέψεων.

Πράγματι, η επικράτηση του χριστιανισμού στον ελληνορωμαϊκό κόσμο προσέθεσε ιδιαίτερα στοιχεία στον φυσικό και ιστορικό πλούτο των Επτανήσων όχι μόνο με την ενότητα της πνευματικής ακτινοβολίας, αλλά και με τις τραγικές συνέπειες του σχίσματος των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054). Έτσι, τα Επτάνησα απέκτησαν κατά την δεύτερη χιλιετία της χριστιανικής περιόδου καθοριστική στρατηγική αξία όχι μόνο για τις εμπορικές δραστηριότητες της ναυτικής δημοκρατίας της Βενετίας, αλλά και για τα γενικότερα συμφέροντα των χριστιανικών κρατών της Δύσεως τόσο πριν, όσο και μετά την πτώση του Βυζαντίου. Κατά τη μακρά περίοδο της βενετοκρατίας τα Επτάνησα, καίτοι γνώρισαν την οικονομική και την ομολογιακή καταπίεση των κρατούντων, διατήρησαν σημαντικά προνόμια κοινοτικής οργανώσεως και οικονομικών δραστηριοτήτων, γιατί οι Βενετοί θεωρούσαν αναγκαία τη συμπαράσταση των Επτανησίων όχι μόνο στις εμπορικές τους δραστηριότητες, αλλά και στους αλλεπάλληλους πολέμους εναντίον των Τούρκων.

Η αλληλέγγυα όμως ανοχή σε ένα αναπόφευκτο ιστορικό συμβιβασμό υπήρξε επωφελής και για τις δύο πλευρές, αφού οι μεν Βενετοί κέρδισαν τη συμπαράσταση των Επτανησίων σε κάθε εξωτερική απειλή, οι δε Επτανήσιοι κέρδισαν την ελεγχόμενη έστω συμμετοχή τους στην οικονομική ευμάρεια της Βενετίας. Η ιδιότυπη αυτή αλληλέγγυα ανοχή παρήγαγε μία επίσης ιδιότυπη πολιτιστική συνάντηση Ανατολής και Δύσεως, η οποία αποτυπώθηκε με ποικίλους τρόπους όχι μόνο στο χώρο, αλλά και στον τρόπο όλων σχεδόν των εκφράσεων της κοινοτικής, της εκκλησιαστικής και της ιδιωτικής ζωής των Επτανησίων. Είναι λοιπόν ευνόητος ο λόγος, για τον οποίο τα Επτάνησα παρέμειναν ανοικτή γέφυρα για την αμφίδρομη κίνηση ανθρώπων και ιδεών μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, η οποία ήταν ποικιλοτρόπως ευεργετική για τους εμπερίστατους Έλληνες όχι μόνο των βενετοκρατούμενων, αλλά και των τουρκοκρατούμενων περιοχών, ιδιαίτερα δε για την αναδιοργάνωση της παιδείας του Γένους κατά τους χαλεπούς καιρούς της τουρκοκρατίας.

Συνεπώς, τα μνημεία και οι μνήμες των ιστορικών εμπειριών των Επτανήσων εκφράζουν όχι βεβαίως μουσειακά στοιχεία μιας ιδιότυπης συγκυρίας του παρελθόντος, αλλά μιας ιδιοφυούς ή και ιδιότροπης αντιμετωπίσεως των προκλήσεων των καιρών, γι' αυτό αποτελούν ζωντανά στοιχεία στην πολιτιστική παράδοση και στη ζωή των Επτανησίων μέχρι σήμερον. Άλλωστε, ένας αλληλέγγυος συμβιβασμός μεταξύ Βενετσάνων και Επτανησίων δεν μπορούσε να είναι παρά μόνο ιδιοφυής στη σύλληψη του και ιδιότροπος στην εφαρμογή του, γι' αυτό στα Επτάνησα οι ζωντανές πολιτιστικές και εκκλησιαστικές παραδόσεις είναι το αυθεντικότερο υπόμνημα για την ερμηνεία των μνημείων της τέχνης και της πίστεως. Υπό την έννοια αυτή, τα Επτάνησα είναι ήδη στον υψηλότερο δείκτη των τουριστικών επιλογών και προσφέρονται για ένα συνετό προγραμματισμό των προσκυνηματικών επισκέψεων, αφού η ιδιοτροπία των πολιτιστικών τους παραδόσεων εκφράζεται με την ίδια ευαισθησία και στον ιερό χώρο της λατρείας.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.