ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Βυζάντιο και Ρωσσία

D. Obolensky, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία,
Η Ανατολική Ευρώπη, 500-1453,
Β΄ τόμος, Θεσσαλονίκη 1991,
εκδ. Βάνιας, σελ. 424-442.

Στα τελευταία μεσαιωνικά χρόνια η Ρωσσία είχε πιθανώς μεγαλύτερη σημασία για το Βυζάντιο απ' ότι σ' οποιαδήποτε άλλη εποχή απ' το 10 ο αιώνα και μετά. Υπήρχαν τρεις κύριοι λόγοι γι' αυτό. Τώρα που οι Βυζαντινοί, αντιμέτωποι με την οικονομική καταστροφή του κράτους τους, οδηγούταν όλο και περισσότερο στην εξάρτηση απ' τη ξένη βοήθεια, οι πρώτες ύλες κι οι χρηματικές συνεισφορές απ' τη Ρωσσία θεωρούταν απαραίτητες για την οικονομία της αυτοκρατορίας. Κατά δεύτερον, η διατήρηση φιλικών πολιτικών σχέσεων με τους Ρώσσους, σ' ένα κόσμο στον οποίο η ακρωτηριασμένη αυτοκρατορία, περιστοιχισμένη από εχθρούς στα Βαλκάνια, πολεμούσε για τη ζωή της, πρέπει ν' αντιμετωπίστηκε απ' τους πολιτικούς ιθύνοντες στη Κωνσταντινούπολη ως ένα θέμα κοινής λογικής. Τέλος, το Βυζαντινό Πατριαρχείο, που πάσχιζε ν' αντισταθμίσει τη πολιτική αδυναμία της αυτοκρατορίας επεκτείνοντας τη διεθνή δικαιοδοσία του, δεν ήταν δυνατό να μη θεωρήσει τη Ρωσσική Εκκλησία με το πολυάριθμο ποίμνιο της ως το κύριο μοχλό της εκκλησιαστικής πολιτικής του στην Ανατολική Ευρώπη. Οι Ρώσσοι, απ' τη μεριά τους, παρά τις αρκετές κρίσεις που απείλησαν να υπονομεύσουν τη πίστη τους προς το Βυζάντιο, προσέβλεπαν ακόμη στη Κωνσταντινούπολη ως το πνευματικό και διοικητικό κέντρο του Ορθόδοξου Χριστιανικού κόσμου. Αυτή η σύγκλιση αμοιβαίων συμφερόντων, όπως επίσης και μια κοινή προσκόλληση στην ίδια θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση, συνέχισαν κατά το 14ο και στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα να καθιστούν βέβαιη τη παραμονή της Ρωσσίας μεσ ' τη Βυζαντινή Κοινοπολιτεία.

Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της αυτοκρατορίας και της Ρωσσίας, μετά από μια προσωρινή ύφεση που οφειλόταν στη Μογγολική εισβολή και στη κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης απ' τους Λατίνους, αναζωογονήθηκαν το 14ο αιώνα. Έχει ήδη σημειωθεί ο ρόλος που έπαιξαν σ' αυτή την αναζωογόνηση οι Γενουατικές αποικίες της Κάφφας και της Σολδαίας στη Νότια Κριμαϊκή παραλία. Μέσω αυτών διαπεραιώνοταν στη Κωνσταντινούπολη γούνες απ' τη Κεντρική και τη Βόρεια Ρωσσία, και πιθανώς και κερί και μέλι, κι εξαγόταν στη Μόσχοβα βυζαντινά ενδύματα, μαζί με όπλα και χαρτί απ' την Ιταλία. Η βασική εμπορική οδός απ' τη Μόσχα στη Κωνσταντινούπολη αυτή τη περίοδο ακολουθούσε το Ντον ως το λιμάνι Τάνα (Αζόφ) στις εκβολές του, διέσχιζε την Αζοφική Θάλασσα ως τη Κάφφα ή τη Σολδαία και μετά τη Μαύρη Θάλασσα ως τη Σινώπη κι από ‘κει συνέχιζε ως το Βόσπορο. Το 1379 μια Μοσχοβίτικη πρεσβεία έκανε αυτό το ταξίδι σε δυόμισυ μήνες. Μια εναλλακτική διαδρομή οδηγούσε απ' το Νόβγκοροντ κι άλλες πόλεις της βορειοδυτικής Ρωσσίας, διαμέσου των Λιθουανικών εδαφών, στο Άκκερμαν κι από ‘κει δια θαλάσσης στο Βυζάντιο. Αυτές οι οδοί χρησιμοποιούταν πολύ όχι μόνο από εμπόρους και διπλωματικές αποστολές, αλλά επίσης από Ρώσσους προσκυνητές στο δρόμο τους προς τη Κωνσταντινούπολη κι άλλους ιερούς τόπους που βρίσκονται πέρα απ' αυτή, όπως το Άγιο Όρος κι η Ιερουσαλήμ. Σε μια εποχή που το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο δεν περιείχε τίποτε άλλο από «αέρα, σκόνη κι Επικούρεια άτομα» (1), όπως παρατήρησε με εύστοχο σαρκασμό ένας Βυζαντινός λόγιος του 14ου αιώνα, το ρώσσικο χρήμα ήταν σαφώς τόσο απαραίτητο για το Βυζάντιο όσο και οι ρώσσικες πρώτες ύλες. Το 1346 μέρος του οικοδομήματος της Αγίας Σοφίας, εξασθενημένο από πρόσφατους σεισμούς, κατέρρευσε. Ο ηγεμόνας της Μόσχοβας έστειλε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για την επιδιόρθωση του κτιρίου (2). Ένα άλλο ποσό που στάλθηκε το 1398 προς βοήθεια της Κωνσταντινούπολης, μπλοκαρίστηκε εκείνη την εποχή απ' τους Τούρκους: ήταν μια δωρεά που προοριζόταν, σύμφωνα με τα λόγια ενός σύγχρονου Ρώσσου χρονικογράφου, ως «ελεημοσύνη για ‘κείνους που βρίσκονται σε τέτοια δυστυχία» (3). Και οι δυο αυτές δωρεές αποκτήθηκαν μέσω των καλών υπηρεσιών του πριμάτου της Ρωσσικής Εκκλησίας. Το 1400 ο ιεράρχης αυτός έλαβε μια επείγουσα παράκληση απ' τον ανώτερο του, το Βυζαντινό Πατριάρχη, ν' αρχίσει άλλη μια εκστρατεία συγκέντρωσης χρημάτων· έπρεπε να διαβεβαιώσει το ρώσσικο ποίμνιο του ότι ήταν πιο αξιέπαινο να συνεισφέρουν χρήματα για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης απ' το να χτίζουν εκκλησίες, να δίνουν ελεημοσύνη στους φτωχούς, ή ν' απελευθερώνουν αιχμαλώτους: «γιατί αυτή η Αγία Πόλη», έγραφε ο Πατριάρχης, «είναι η περηφάνεια, το στήριγμα, η καθαγίαση κι η δόξα των Χριστιανών σ' ολόκληρη την οικουμένη» (4).

Οι προσπάθειες της αυτοκρατορικής κυβέρνησης να εξασφαλίσει την υποστήριξη αν και μόνο οικονομική των Ρώσσων χρησιμοποιώντας το κύριο εκκλησιαστικό πράκτορα της στη χώρα βρισκόταν, φυσικά, σε πλήρη ακολουθία με τις παραδόσεις της Βυζαντινής διπλωματίας. Το 14ο αιώνα, ωστόσο, η νέα και σύνθετη πολιτική κατάσταση στη Ρωσσία έθεσε στους πολιτικούς άνδρες της αυτοκρατορίας ένα άβολο δίλημμα. Στις Ρώσσικες χώρες, στις οποίες γύρω στο 1300 είχε σχηματισθεί ένα σύμπλεγμα ασήμαντων πριγκηπάτων ουσιαστικά ανεξάρτητων μεταξύ τους και υποταγμένων στη φοβερή δύναμη της Χρυσής Ορδής, είχαν τώρα αναδυθεί δύο πολιτικοί σχηματισμοί, που ανταγωνιζόταν για την υποταγή των Ανατολικών Σλάβων: το μεγάλο δουκάτο της Λιθουανίας και το πριγκηπάτο της Μόσχας. Το πρώτο είχε επεκταθεί απ' τον αρχικό του πυρήνα γύρω στη Βίλνα και στο μέσο Νιέμεν προς τ' ανατολικά και νοτιοανατολικά, απορροφώντας βαθμιαία τα πρώην εδάφη της Δυτικής Ρωσσίας. Ως το 1362 περίπου οι μεγάλοι δούκες της Λιθουανίας είχαν αντικαταστήσει τους Τατάρους ως επικυρίαρχοι της κοιλάδας του μέσου Δνείπερου· ως το τέλος του αιώνα είχαν προωθήσει τα σύνορα τους ως τη Μαύρη Θάλασσα και, στ' ανατολικά, σ' απόσταση εκατό μιλίων απ' τη Μόσχα. Η Μόσχοβα, το μικρότερο ακόμη απ' τα δύο κράτη, πρόβαλλε ως ο αναμφισβήτητος ηγέτης των πριγκηπάτων της κεντρικής Ρωσσίας και διεκδικούσε με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση να ενσωματώσει τις πολιτικές και πολιτιστικές παραδόσεις της Κιεβικής Ρωσσίας. Ο μητροπολίτης πριμάτος ήταν ένα ισχυρό σύμβολο αυτής της συνέχειας. Ειν ' αλήθεια ότι η έδρα του είχε μετακινηθεί απ' το Κίεβο στο Βλαδιμίρ (1300), κι από ‘κει στη Μόσχα (1328)· αλλ ' αυτές οι διαδοχικές μετακινήσεις δεν είχαν ακόμη καμμιά νομική σημασία, κι αυτός ο ιεράρχης διατήρησε ως τα μέσα του 15ου αιώνα το παραδοσιακό τίτλο του «μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσσίας ». Στη πράξη οι μητροπολίτες του 14ου αιώνα, είτε ήταν αυτόχθονες Ρώσσοι είτε Βυζαντινοί πολίτες, έτειναν να ταυτίζονται με τη πολιτική και τις βλέψεις των πριγκήπων της Μόσχας. Αφού τους παραχωρήθηκαν εκτεταμένα προνόμια απ' τους χάνους της Χρυσής Ορδής οι οποίοι έδειξαν κάποια θρησκευτική ανοχή απαλλάσοντας τη Ρώσσικη Εκκλησία απ' τη φορολογία και προστατεύοντας τη περιουσία της, οι μητροπολίτες έθεσαν τη σημαντική ηθική εξουσία τους στη διάθεση των Μοσχοβιτών ηγεμόνων στις προσπάθειες τους να πετύχουν πολιτική κυριαρχία στη Κεντρική και Βορειοανατολική Ρωσσία. Λιγότερο καθαρά πιστοποιημένος είναι ο ρόλος της Εκκλησίας στην υποστήριξη της αυξανόμενης πεποίθησης ότι ο πρίγκηπας της Μόσχας ήταν αρκετά ισχυρός για ν' αντισταθεί μόνος του στους Τατάρους και να πετύχει μια μέρα την απελευθέρωση της χώρας. Αυτή η πεποίθηση φαίνεται πως δικαιώθηκε το 1380, όταν τα Ρώσσικα στρατεύματα διοικούμενα απ' το Δημήτριο, ηγεμόνα της Μόσχας, νίκησαν μια μεγάλη Ταταρική στρατιά στο Κουλίκοβο · και μολονότι ο ρόλος που έπαιξε η Εκκλησία στη προετοιμασία του ψυχολογικού υπόβαθρου γι' αυτή τη πρώτη σημαντική Ρώσσικη νίκη επί των Ασιατών επικυριάρχων τους μπορεί να υπερτονίστηκε απ' τους ρήτορες πανηγυρικών λόγων του 15ου αιώνα, οι οποίοι τη χαιρέτησαν ως ένα περηφανή θρίαμβο για τη Μόσχοβα και τη Χριστιανική πίστη, είναι πιθανόν ότι μερικοί εκκλησιαστικοί ηγέτες έδωσαν την ευλογία τους σ' αυτή τη νέα πολιτική της εθνικής αντίστασης.

Η Βυζαντινή κυβέρνηση αντιλήφθηκε πλήρως αυτές τις αλλαγές που επηρέαζαν την ισορροπία ισχύος στη περιοχή μεταξύ του άνω Βόλγα, της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας. Ειδικότερα, είχε γίνει σαφές απ' τις αρχές του 14ου αιώνα ότι οι μεγάλοι δούκες της Λιθουανίας, οι αντίπαλοι της Μόσχας για τη πολιτική ηγεμονία στη Ρωσσία, ήλπιζαν να στερήσουν τους αντιπάλους τους απ' τα σημαντικά πλεονεκτήματα που αυτοί αντλούσαν απ' τη παρουσία μεσ ' τη πόλη τους του πρώτου επισκόπου της Ρώσσικης Εκκλησίας· κι ότι η πιο βάσιμη ελπίδα τους ήταν να πείσουν τις Βυζαντινές αρχές είτε να μεταφέρουν την έδρα του μητροπολίτη στη Λιθουανία, ή τουλάχιστον να ιδρύσουν μια ιδιαίτερη αρχιεπισκοπή στη χώρα τους. Το δίλημμα που αντιμετώπισαν οι Βυζαντινοί ήταν το ακόλουθο: ήταν δυνατό να διατηρηθεί κατά το καλύτερο τρόπο η εξουσία του Πατριαρχείου με τη παραδοσιακή πολιτική της διατήρησης της Ρώσσικης Εκκλησίας υπό τη διοίκηση ενός και μοναδικού ιεράρχη, διορισμένου απ' τη Κωνσταντινούπολη; Κι αν ναι, θα ‘πρεπε αυτός να εδρεύει στην ιστορική έδρα του Κιέβου, η οποία απ' το 1362 περίπου βρισκόταν στη Λιθουανική επικράτεια, ή στη Μόσχα; Ή, εκτιμώντας ρεαλιστικά τη διάρθρωση της ισχύος στην Ανατολική Ευρώπη, θα ‘πρεπε τώρα να υπάρχουν δύο ξεχωριστές αρχιεπισκοπές, μία στη Μόσχα, και η άλλη στο Κίεβο; Η εκλογή μεταξύ αυτών των εναλλακτικών λύσεων δεν ήταν εύκολη. Η παράδοση, η διοικητική ευκολία, κι η εκτίμηση της δύναμης και των οικονομικών πόρων των πριγκήπων της Μόσχας συνέτειναν προς μια φιλομοσχοβίτικη λύση. Όμως πειστικά επιχειρήματα υπήρχαν κι απ' την αντίθετη πλευρά. Το 14ο αιώνα οι ανώτερες τάξεις της Λιθουανίας ήταν ακόμη κατά κύριο λόγο ειδωλολατρικές· αλλά είχαν την ενοχλητική συνήθεια να προσπαθούν να εκβιάσουν τους Βυζαντινούς με την απειλή της μεταπήδησης στην Εκκλησία της Ρώμης. Αν ήταν δυνατό να κερδηθούν αυτοί για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό οι αρχές της Κωνσταντινούπολης μπορούσαν να ελπίζουν στο ξαναζωντάνεμα των μεγάλων ιεραποστολικών παραδόσεων του Πατριαρχείου και στην ενσωμάτωση μιας μεγάλης νέας περιοχής της Ανατολικής Ευρώπης στη Βυζαντινή Κοινοπολιτεία. Ο αγώνας μεταξύ της φιλολιθουανικής και της φιλομοσχοβίτικης παράταξης στη Κωνσταντινούπολη, καθεμιά απ' τις οποίες προπαγανδίζοταν απ' τους προστατευόμενους της με υποσχέσεις, απειλές ή δωροδοκίες, διάρκεσε στο μεγαλύτερο μέρος του αιώνα· και με συχνότητα που προκαλούσε σύγχυση και πρόδιδε ηθική κατάπτωση οι Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης ίδρυαν ξεχωριστές αρχιεπισκοπές για τη Λιθουανία (και συχνά και για τη Γαλικία) για να τις καταργήσουν λίγες δεκαετίες, ή χρόνια, αργότερα. Τα πράγματα έφθασαν σε κρίσιμο σημείο το 1354: τον Ιούλιο εκείνου του έτους ο Μοσχοβίτης υποψήφιος Αλέξιος διορίστηκε «μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσσίας » απ' τον Αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό και το Πατριάρχη Φιλόθεο· λίγους μήνες αργότερα, μετά την εκθρόνιση του Καντακουζηνού, ο νέος Πατριάρχης Κάλλιστος χειροτόνησε ως μητροπολίτη το Ρωμανό, τον υποψήφιο του Λιθουανού ηγεμόνα Ολγκέρντ, με αρκετά διφορούμενους όρους για να μπορέσει αυτός κι ο κοσμικός προστάτης του να διεκδικήσουν δικαιοδοσία επί ολόκληρης της Ρωσσίας. Ένα ή δύο χρόνια αργότερα φαίνεται ότι έλαβε χώρα στη Κωνσταντινούπολη ένας αληθινός πλειστηριασμός μεταξύ των δύο αντίζηλων ιεραρχών, στον οποίο η Μόσχα κέρδισε μια μερική νίκη: η δικαιοδοσία του Ρωμανού περιορίστηκε στη Λιθουανία, κι ο Αλέξιος διατήρησε το τίτλο του «μητροπολίτης Κιέβου και Πάσης Ρωσσίας ». Αυτή η αμφιταλαντευόμενη πολιτική, που έλαβε τέλος μόνο το 1408 όταν οι Λιθουανικές επισκοπές τέθηκαν τελικά υπό τον έλεγχο της Μόσχας, δεν προοριζόταν ν' αυξήσει τη δημοτικότητα των Βυζαντινών αρχών ούτε στη Λιθουανία, ούτε στη Μόσχοβα. Λέγεται ότι ο ειδωλολάτρης Ολγκέρντ δήλωσε με κατανοητή πικρία ότι προτιμούσε τη λατρεία του ήλιου από ‘κείνη του δαίμονα της απληστίας, στον οποίο είχαν παραδοθεί οι πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης, κι ότι είχε εγκαταλείψει τη πρόθεση του να προσηλυτίσει το έθνος του στο Βυζαντινό Χριστιανισμό (5). Όποιες ελπίδες μπορεί να έτρεφαν ακόμη οι Βυζαντινοί για τη προσκόλληση της Λιθουανίας στη Κοινοπολιτεία τσακίστηκαν το 1386, όταν ο γιος του Ολγκέρντ, ο Γιαγκάελλο, βαπτίστηκε στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και παντρεύτηκε τη βασίλισσα της Πολωνίας. Μέσω αυτού του γάμου η Λιθουανία ενώθηκε με το Πολωνικό βασίλειο, και, μολονότι περιλάμβανε μεσ ' τα σύνορα της ένα μεγάλο Ρώσσικο Ορθόδοξο πληθυσμό, κινήθηκε έξω απ' τη τροχιά του Βυζαντίου.

Ούτε οι Μοσχοβίτες, παρ' ότι αποδείχθηκαν νικητές τελικά, δεν ήταν πια ικανοποιημένοι απ' αυτούς τους ύποπτους ελιγμούς. Το 1375 ο Πατριάρχης Φιλόθεος, με την ίδια έλλειψη κανονικής ευπρέπειας που είχε επιδείξει κι ο προκάτοχος του, Κάλλιστος, το 1354, και σεβόμενος ξανά τις επιθυμίες του Ολγκέρν τ, χειροτόνησε τον υποψήφιο του τελευταίου, το Κυπριανό, ως «μητροπολίτη Κιέβου, Λιθουανίας και Ρωσσίας » ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή ο Αλέξιος, ο νόμιμος κάτοχος των δύο απ' αυτές τις τρεις έδρες. Οι Ρώσσοι ένιωσαν βαθιά ταπεινωμένοι απ' αυτή τη προσβολή προς το λαοφιλή μητροπολίτη τους· κι ακόμη κι οι Βυζαντινοί εντυπωσιάσθηκαν απ' τη «μεγάλη αναταραχή» και τη «στάση εξέγερσης» που προκάλεσε αυτό το γεγονός σ' ολόκληρη τη Ρωσσία (6). Η αγανάκτηση δυνάμωσε περισσότερο μετά το θάνατο του Αλεξίου το 1378, όταν το Πατριαρχείο, βαρειά δωροδοκημένο απ' τους Ρώσσους απεσταλμένους οι οποίοι είχαν προχωρήσει πέρα απ' τις οδηγίες τους, διόρισε ως διάδοχο του έναν απ' αυτούς τους απεσταλμένους, το όνομα του οποίου αντικατέστησε δολίως πάνω στο έγγραφο απονομής τ' όνομα του πραγματικού υποψηφίου που είχε πεθάνει το δρόμο. Η σύγχυση που προκάλεσε αυτή η άθλια συμφωνία στα ζητήματα της Ρώσσικης Εκκλησίας έληξε μόνο το 1390, όταν οι Μοσχοβίτες αποδέχθηκαν το Κυπριανό ως μητροπολίτη της Ρωσσίας.

Οι ηγεμόνες της Μόσχας, που σ' αρκετές περιπτώσεις στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα έπεσαν θύματα αυτών των μηχανορραφιών της Βυζαντινής διπλωματίας, δύσκολα θα μπορούσαν να τρέφουν αισθήματα καλής θέλησης προς τις αρχές της Κωνσταντινούπολης, κι ιδιαίτερα προς τον αυτοκράτορα, του οποίου η επιρροή στο διορισμό των Ρώσσων μητροπολιτών ήταν συνήθως πολύ φανερή. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η πίστη τους προς το Βυζάντιο εξασθένησε κατά καιρούς σ' επικίνδυνο σημείο. Κάπου μεταξύ του 1394 και του 1397 ο Αντώνιος Δ', Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, έστειλε μια επιστολή στο πρίγκηπα Βασίλειο Α' της Μόσχας, επιπλήττοντάς τον γιατί είχε αναγκάσει το μητροπολίτη του να παραλείψει τ' όνομα του αυτοκράτορα απ' τα μνημονευτικά δίπτυχα της Ρώσσικη ς Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης επίσης επέπληξε το Μοσχοβίτη ηγεμόνα γιατί είχε κάνει μειωτικά σχόλια για το «βασιλέα». Φαίνεται ότι πήρε πολύ βαριά τη δήλωση του Βασιλείου: «Έχουμε την Εκκλησία, αλλά όχι τον αυτοκράτορα». Η αναγνώριση της εξουσίας του Πατριάρχη επί της Ρωσσίας αλλά όχι του αυτοκράτορα είναι μια αντίφαση στους όρους, τονίζει ο Αντώνιος: γιατί «δεν είναι δυνατό για τους Χριστιανούς να έχουν την Εκκλησία και να μην έχουν την αυτοκρατορία. Γιατί Εκκλησία και αυτοκρατορία έχουν μια μεγάλη ενότητα και ταυτίζονται· ούτε είναι δυνατό να χωρισθούν η μια απ' την άλλη». Και, σε μια προσπάθεια να κάνει το Ρώσσο να δει το θλιβερό λάθος στο φέρσιμο του, και σ' εφαρμογή του καθήκοντος του ως «οικουμενικός διδάσκαλος όλων των Χριστιανών», ο Πατριάρχης επανέλαβε επίσημα τη βασική αρχή της Βυζαντινής πολιτικής φιλοσοφίας. «Ο άγιος αυτοκράτορας», γράφει, «δεν είναι όπως οι άλλοι ηγεμόνες και κυβερνήτες άλλων περιοχών... Έχει χρησθεί με το άγιο μύρο, κι έχει χειροτονηθεί «βασιλεύς» και «αυτοκράτωρ» των Ρωμαίων - τουτέστιν, όλων των Χριστιανών». Αυτοί οι άλλοι ηγεμόνες, «που ονομάζονται βασιλιάδες αδιακρίτως μεταξύ των εθνών» ασκούν μια καθαρά τοπική εξουσία· ο «βασιλεύς» και μόνο αυτός είναι «ο αφέντης και κύριος της οικουμένης», ο «οικουμενικός αυτοκράτορας» «ο φυσικός βασιλιάς» που οι νόμοι και τα διατάγματα του γίνονται αποδεκτά σ' ολόκληρο το κόσμο. Η οικουμενική του επικυριαρχία γίνεται πρόδηλη απ' τη λειτουργική μνημόνευση του ονόματος του στις εκκλησίες της Χριστιανοσύνης· και, όπως απροκάλυπτα υποδηλώνει η επιστολή του Πατριάρχη, ο πρίγκηπας της Μόσχας σταματώντας αυτή τη πρακτική στο βασίλειο του είχε εσκεμμένα απορρίψει τα ίδια τα θεμέλια του Χριστιανικού νόμου και της διακυβέρνησης (7).

Λίγα έγγραφα υπάρχουν που να εκφράζουν τόσο δυναμικά και καθαρά τη βασική θεωρία της μεσαιωνικής Βυζαντινής Κοινοπολιτείας. Η επιστολή του πατριάρχη Αντωνίου είναι μια κλασσική έκθεση της θεωρίας της οικουμενικής Ανατολικορωμαϊκής αυτοκρατορίας, που κυβερνιέται απ' το «βασιλέα», το διάδοχο του Κωνσταντίνου και αντιπρόσωπο του Θεού, την ανώτερη πηγή του νόμου στη Χριστιανοσύνη, η εξουσία του οποίου θεωρούταν ότι εκτείνεται, τουλάχιστον υπό μια πνευματική και «μεταπολιτική» έννοια, επί όλων των Χριστιανών ηγεμόνων και των χριστιανικών λαών. Το γεγονός ότι αυτή η επίσημη και προκλητική ομολογία πίστεως έγινε από τη πρωτεύουσα ενός κράτους που αντιμετώπιζε τη πολιτική και στρατιωτική κατάρρευση, τονίζει ακόμη περισσότερο την εκπληκτική δύναμη και συνέχεια αυτού του πολιτικού οράματος που διαποτίζε ι ολόκληρη την ιστορία του Βυζαντίου και μέχρι τούδε είχε γίνει κατηγορηματικά αποδεκτό απ' τα έθνη της Ανατολικής Ευρώπης. «Η θεωρία του ενός οικουμενικού αυτοκράτορα», έγραψε ένα διακεκριμένος Βυζαντινολόγος, «ποτέ δεν είχε παρουσιασθεί πιο δυναμικά ή με περισσότερη πύρινη ευγλωττία απ' ότι σ' αυτή την επιστολή που έστειλε ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης στη Μόσχα από μια πόλη περικυκλωμένη απ' τους Τούρκους» (8).

Τι σημασία θα ‘πρεπε να προσδώσουμε στην άρνηση ενός Μοσχοβίτη ηγεμόνα ν' αναγνωρίσει, στα τέλη του 14ου αιώνα, τις οικουμενικές αξιώσεις του αυτοκράτορα; Αυτό το ερώτημα μπορεί ν' απαντηθεί κατά το καλύτερο τρόπο αν εξετάσουμε κατά πόσο, και υπό ποια έννοια, αναγνωριζόταν αυτές οι αξιώσεις στη Ρωσσία πριν και μετά τη λήψη της πατριαρχικής επιστολής απ' το Βασίλειο Α'. Οι μαρτυρίες που μας παρέχουν τα μεσαιωνικά Ρώσσικα βιβλία της λειτουργίας είναι δυστυχώς ανεπαρκείς για να καθορίσουν το εάν τ' όνομα του αυτοκράτορα μνημονευόταν με συνέπεια. Ωστόσο, έχουν ήδη παρατεθεί κάποιοι βάσιμοι λόγοι που στηρίζουν τη πεποίθηση ότι οι Ρώσσοι πρίγκηπες του πρώιμου Μεσαίωνα αποδεχόταν την ανώτατη θέση του αυτοκράτορα στην Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη. Οι άμεσες μαρτυρίες πάνω σ' αυτό το θέμα δεν είναι άφθονες, κι αυτό για ένα βασικό λόγο : αυτοί οι ηγεμόνες, όσο γνήσιο σεβασμό κι αν έτρεφαν για τη πόλη της Κωνσταντινούπολης και για τις ανώτατες αρχές της, πρόσεχαν πάντοτε να διαφυλάττουν τα δικά τους πολιτικά δικαιώματα, κι επιθυμούσαν ζωηρά, μεσ ' τα όρια που τους επέτρεπαν οι Μογγόλοι επικυρίαρχοί τους κατά το 13ο και το 14ο αιώνα, να φαίνονται ότι ασκούν την εθνική τους κυριαρχία. Κάποιες ενδείξεις της στάσης τους προς τον αυτοκράτορα έχουν παρ ' ολ ' αυτά διασωθεί στα έγγραφα του ύστερου Μεσαίωνα. Δηλώνεται ότι στο τέλος του 13ου αιώνα ένας Ρώσσος ηγεμόνας έφερε το Βυζαντινό αυλικό τίτλο «επιμελητής της αυτοκρατορικής τραπέζης», ένα σημάδι τουλάχιστον της εκ μέρους του αναγνώρισης του δικαιώματος του αυτοκράτορα ν' απονέμει τέτοιους τίτλους σε πελατειακούς πρίγκηπες · και λέγεται ότι ο ίδιος ηγεμόνας απέδωσε τα «ταπεινά του σέβη» προς τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' (9). Αν και η δουλοπρέπεια αυτού του τρόπου προσφώνησης μπορεί ν' αντικατοπτρίζει τους ευσεβείς πόθους του Βυζαντινού συγγραφέα που καταγράφει αυτό το γεγονός, δεν πρέπει ίσως ν' αμφισβητηθεί η γνησιότητα του τίτλου. Η επόμενη μαρτυρία μας προέρχεται απ' τα μέσα του 14ου αιώνα. Σε μια επιστολή προς το Συμεών, το μεγάλο ηγεμόνα της Μόσχας, που χρονολογείται το Σεπτέμβριο του 1347, ο Αυτοκράτορας ΙωάννηςΚαντακουζηνός έγραφε: «Ναι, η αυτοκρατορία των Ρωμαία, όπως και η αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία του Θεού (δηλαδή το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης) είναι όπως και ‘συ ίδιος έχεις γράψει η πηγή κάθε ευσέβειας κι ο διδάσκαλος του νόμου και της καθαγίασης» (10). Αυτό υποδηλώνει καθαρά την ύπαρξη μιας προγενέστερης, μη σωζόμενης, επιστολής γραμμένης απ' το Ρώσσο ηγεμόνα προς τις Βυζαντινές αρχές στην οποία αναγνώριζε κατηγορηματικά τη νομοθετική εξουσία του αυτοκράτορα επί της Ρωσσίας. Και το 1452, μια χρονιά πριν τη πτώση της Κωνσταντινούπολης, ο μεγάλος ηγεμόνας της Μόσχας, Βασίλειος Β', έγραφε προς το τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου, το Κωνταντίνο ΙΑ', μ' αυτά τα λόγια: «Έλαβες το μεγάλο αυτοκρατορικό σκήπτρο σου, τη πατρική κληρονομιά σου, για να διασφαλίσεις όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς του βασιλείου σου και για να προσφέρεις μεγάλη βοήθεια στη Ρώσσικη επικράτεια μας και σ' ολόκληρη τη θρησκεία μας» (11). Η ιδέα ότι ο αυτοκράτορας απολαμβάνει ορισμένα προνόμια στη Ρωσσία, αν και συγκαλυμμένη με διπλωματική γλώσσα, είναι ολοφάνερη σ' αυτά τα δύο κείμενα. Η φύση αυτών των προνομίων δεν καθορίστηκε σε καμμιά συνθήκη ή συμφωνία. Αλλά η ουσία τους προσδιορίστηκε στις Βυζαντινές συλλογές κανονικού και αυτοκρατορικού δικαίου που απολάμβαναν μεγάλο κύρος στη Ρωσσία, και βέβαια σ' ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, κατά το Μεσαίωνα· κι οι πριμάτοι της Ρώσσικης Εκκλησίας, που ήταν οι περιφρουρητές κι ερμηνευτές αυτού του δικαίου, έπρεπε ν' αναμένεται, ιδιαίτερα όταν αυτοί ήταν Βυζαντινοί πολίτες, ότι θα ενστάλλαζαν στο ποίμνιο τους όχι μόνον ένα σεβασμό για την «οικουμενική Εκκλησία» (όπως οι Ρώσσοι της εποχής αποκαλούσαν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης) (12) αλλά επίσης και σεβασμό για την υπέρτατη θέση του αυτοκράτορα στη Χριστιανοσύνη. Έχει ήδη επισημανθεί ότι οι ακριβείς πολιτειολογικές έννοιες δεν μπορούν να βοηθήσουν αρκετά στο προσδιορισμό των πολιτικών σχέσεων των διαφόρων τμημάτων της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας με το κέντρο της στη Κωνσταντινούπολη. Στη πράξη οι Ρώσσοι ηγεμόνες ποτέ δεν θ' ανεχόταν βέβαια κάποια άμεση παρέμβαση του αυτοκράτορα στα εσωτερικά ζητήματα των πριγκηπάτων τους, εκτός απ' τα εκκλησιαστικά θέματα· κι η σχέση τους με το «βασιλέα» ήταν κάτι διαφορετικό απ' τη πολύ χειροπιαστή υποταγή τους στους χάνους της Χρυσής Ορδής οι οποίοι, μεταξύ του 1240 και του 1480, επέβαλλαν φόρο υποτέλειας κι απένεμαν αξιώματα σ' αυτούς. Ταυτόχρονα υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστέψουμε ότι απ' την εποχή της μεταστροφής της Ρωσσίας στο Χριστιανισμό ως τη πτώση του Βυζαντίου, οι Ρώσσικες αρχές, με τη μοναδική εξαίρεση του Βασιλείου Α' της Μόσχοβας, αναγνώριζαν, τουλάχιστον σιωπηρά, ότι ο αυτοκράτορας ήταν η κεφαλή της Χριστιανικής Κοινοπολιτείας, ότι σαν τέτοιος κατείχε ελέω Θεού ένα βαθμό δικαιοδοσίας επί της Ρωσσίας, κι ότι, σύμφωνα με τα λόγια του Πατριάρχη Αντωνίου, «δεν είναι δυνατό για τους Χριστιανούς να έχουν την Εκκλησία και να μην έχουν την αυτοκρατορία».

Δεν γνωρίζουμε άμεσα την επίδραση που είχε η πατριαρχική επιστολή στο Βασίλειο Α'. Είναι πιθανόν ότι τ' όνομα του αυτοκράτορα αποκαταστάθηκε σύντομα στα δίπτυχα της Ρωσσικής Εκκλησίας· γιατί ήδη το 1398 η Μοσχοβίτικη κυβέρνηση έστειλε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στον Αυτοκράτορα Μανουήλ Β' για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Κι ο σεβασμός με τον οποίο απευθύνθηκε, όπως έχουμε δει, ο διάδοχος του Βασιλείου Α' στο «βασιλέα» δείχνει ότι, για όσο καιρό παρέμενε η Κωνσταντινούπολη σε Χριστιανικά χέρια, οι Ρώσσοι ποτέ ξανά δεν επαναστάτησαν κατά της καθιερωμένης ιεραρχίας της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας.

Θα ‘χει γίνει φανερό απ' αυτή την επισκόπηση των Ρωσσο -Βυζαντινών σχέσεων κατά τα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια ότι η στάση των Ρώσσων προς το Βυζάντιο ήταν αυτή τη περίοδο έντονα διφορούμενη: η αγανάκτηση τους για τις επονείδιστες μεθόδους στις οποίες κατέφυγαν οι Βυζαντινές αρχές για το διορισμό των Ρώσσων μητροπολιτών δεν τους εμπόδισε να συνεισφέρουν γενναιόδωρα χρηματικά ποσά για τις αρχιτεκτονικές και στρατιωτικές ανάγκες της Κωνσταντινούπολης· κι η κακοπροαίρετη χειρονομία παληκαρισμού του Βασιλείου Α' κατά της δικαιοδοσίας του αυτοκράτορα δεν θα ‘πρεπε να σκιάσει το γεγονός ότι οι προκάτοχοι του κι ο διάδοχος του να γνώρισαν την οικουμενική δικαιοδοσία του «βασιλέως» Αυτή η πόλωση συναισθημάτων στη Ρωσσική εικόνα των «Ελλήνων», αυτό το σύνθετο αμάλγαμα έλξης και απώθησης, μπορεί ν' ανιχνευθεί σ' ολόκληρη την ιστορία των σχέσεων της Ρωσσίας με την αυτοκρατορία. Μερικά απ' τα προγενέστερα συμπτώματα της έχουν ήδη περιγραφεί. Ένα παράξενο μεταγενέστερο παράδειγμα μας παρέχει ένα δίγλωσσο γλωσσάριο που συντάχθηκε το 15ο αιώνα από έναν ανώνυμο Ρώσσο ταξιδιώτη ο οποίος κατέγραψε μερικές απ' τις εντυπώσεις του για το παράξενο Βυζαντινό περιβάλλον. Έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τη «σοφή Ελληνική γλώσσα» την οποία προσπαθούσε τόσο σκληρά να μάθει· αλλά γενικά, σημείωνε, οι Έλληνες «είναι δύσκολοι άνθρωποι, ψυχροί και άστοργοι» (13).

Όμως στη Ρωσσία, όπως και στις άλλες χώρες της κοινοπολιτείας, η συσσωρευμένη κληρονομιά πολιτικής δυσπιστίας κι η προσωπική αντιπάθεια που τόσο συχνά ενέπνεαν οι Βυζαντινοί ωχριούσαν μπροστά στο όραμα αυτών που το Βυζάντιο αντιπροσώπευε στα ζητήματα της σκέψης και του πνεύματος. Η απεραντοσύνη του χρέους που όφειλαν αυτές οι χώρες στο πολιτισμό του ήταν παντού ολοφάνερη. Η θρησκεία και το δίκαιο, η λογοτεχνία κι η τέχνη, αποδεικνύουν το γεγονός ότι τα ανατολικοευρωπαϊκά έθνη υπήρξαν και συνέχιζαν να είναι μαθητές της Ανατολικής Ρώμης. Πουθενά έξω απ' την αυτοκρατορία ο σεβασμός για τη πόλη της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν πιο βαθύς και πλατιά διαδεδομένος απ' ότι στη μεσαιωνική Ρωσσία. Πουθενά δεν αποκαλυπτόταν πιο συγκινητικά η πεποίθηση ότι αυτή η πόλη ήταν η πηγή της αληθινής πίστης απ' ότι στα γραπτά των Ρώσσων προσκυνητών που ταξίδεψαν εκεί στα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια (14).

Αυτό το όραμα της Κωνσταντινούπολης ως Νέας Ιερουσαλήμ αμαυρώθηκε κι εν μέρει επισκιάσθηκε στη Ρωσσία ως αποτέλεσμα της Συνόδου της Φλωρεντίας, η οποία αποτελεί μια καμπή στις σχέσεις μεταξύ Μόσχοβας και Βυζαντίου. Στις 6 Ιουλίου του 1439 αυτή η σύνοδος ανακήρυξε την ένωση μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Υπογράφοντας με την εξαίρεση ενός διαφωνούντα τη Πράξη της Ένωσης, η Ελληνική αντιπροσωπεία, μ' επικεφαλής τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η' και συμπεριλαμβάνοντας αρκετούς διακεκριμένους θεολόγους, δέσμευσε επίσημα τη Βυζαντινή Εκκλησία στην αποδοχή εκείνων των Ρωμαιοκαθολικών δογμάτων, συμπεριλαμβανομένης της παπικής πρωτοκαθεδρίας, που τα είχε απορρίψει μέχρι τούδε η Ανατολική Χριστιανοσύνη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ετοιμότητα τους να προσυπογράψουν στην αποδοχή τους είχε εν μέρει ως κίνητρο την ελπίδα για την εξασφάλιση στρατιωτικής βοήθειας στη Δύση εναντίον της επιτεινόμενης Τουρκικής απειλής προς τη Κωνσταντινούπολη. Τη Σύνοδο της Φλωρεντίας τη παρακολούθησε επίσης μια Ρωσσικ ή αντιπροσωπεία, μ' επικεφαλής τον Ισίδωρο, μητροπολίτη Κιέβου και Πάσης Ρωσσίας, ο οποίος τρία χρόνια νωρίτερα είχε διορισθεί απ' το Πατριάρχη στη Μοσχοβίτικη έδρα. Το 1441 ο Ισίδωρος, ενθουσιώδης υποστηρικτής της ένωσης και τώρα πια καρδινάλιος κι αποστολικός πρέσβυς, επέστρεψε στη Μόσχα. Η εκ μέρους του μνημόνευση στη λειτουργία του Πάπα Ευγενίου Δ' ερέθισε ακόμη περισσότερο την οργή των Μοσχοβιτών για τη συμπεριφορά του μητροπολίτη τους στη σύνοδο, που τη καταδίκασαν ως προδοσία της Ορθόδοξης πίστης. Με διαταγή του Μεγάλου Ηγεμόνα Βασιλείου Β', ο Ισίδωρος συνελήφθ η και φυλακίσθηκε. Ένα χρόνο αργότερα δραπέτευσε στο εξωτερικό, σε συνεννόηση ίσως με τη Ρωσσική κυβέρνηση. Έτσι η Μόσχοβα απέρριψε ανοιχτά την Ένωση της Φλωρεντίας. Η αποδοχή της Φλωρεντιανής Ένωσης απ' τις υψηλότερα ιστάμενες αρχές του Βυζαντίου αποτέλεσε ένα σφοδρό πλήγμα για τους Μοσχοβίτες, οι οποίοι αντιτίθεντο με συνέπεια στη δογματική συμφωνία με τη Λατινική Εκκλησία. Τεσσεράμισι αιώνες ακλόνητης πίστης στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης τούς είχαν αφήσει απροετοίμαστους για τη ξαφνική ανακάλυψη ότι «ο αυτοκράτορας δεν είναι ο σωστός, κι ο Πατριάρχης δεν είναι ο κατάλληλος» (15) σύμφωνα με τη λακωνική έκφραση του Ρώσσου πριμάτου το 1451. Η αμηχανία τους αυξήθηκε απ' την άμεση αναγκαιότητα να βρουν ένα διάδοχο του εκθρονισμένου Ισιδώρου· κι έτσι, για μια ακόμη φορά, το ζήτημα της μητροπολιτικής έδρας «Πάσης Ρωσσίας » έγινε το κρίσιμο πρόβλημα στις σχέσεις μεταξύ Ρωσσίας και Βυζαντίου.

Μετά τη φυγή του Ισιδώρου απ' τη Μόσχα τρεις δρόμοι δράσης ανοιγόταν στους Ρώσσους : μπορούσαν να διακόψουν τις κανονικές σχέσεις με το Πατριάρχη, επί τη βάσει ότι αποδεχόμενος την Ένωση της Φλωρεντίας είχε γίνει αιρετικός, και να προχωρήσουν μόνοι τους στην εκλογή ενός νέου πριμάτου· ή μπορούσαν να προβούν στη δεύτερη ενέργεια χωρίς ν' απορρίψουν τη δικαιοδοσία του Πατριάρχη, με την ελπίδα ότι ήταν τελικά δυνατό να πειστούν οι Βυζαντινές αρχές να επικυρώσουν την εκλογή· ή αλλιώς μπορούσαν να προσπαθήσουν να κερδίσουν χρόνο, προσποιούμενοι ότι αδιαφορούσαν για την ένωση μεταξύ της Ελληνικής και της Λατινικής Εκκλησίας, κι εν τω μεταξύ να ζητήσουν άδεια απ' τη Κωνσταντινούπολη να εκλέξουν και να χειροτονήσουν το μητροπολίτη τους στη Ρωσσία, με την ελπίδα ότι η ανθενωτική μερίδα στο Βυζάντιο, που ήταν γνωστό ότι βρισκόταν σε άνοδο, θα εξασφάλιζε σύντομα τον έλεγχο της κυβέρνησης. Ο πρώτος δρόμος ήταν πολύ επαναστατικός για τους συντηρητικούς και νομοταγείς Μοσχοβίτες εκκλησιαστικούς ιθύνοντες, και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι οι Ρώσσοι το 1441 σκέπτονταν σοβαρά μια κίνηση η οποία θα τους αποξένωνε απ' τη μητρική τους Εκκλησία. Στη πραγματικότητα κατέφυγαν στο τρίτο, κι αργότερα στο δεύτερο, τρόπο δράσης. Το 1441 ο Βασίλειος Β' έγραψε μια επιστολή στο Πατριάρχη, χαιρετίζοντας τον ως την ανώτατη κεφαλή των Ορθοδόξων Χριστιανών και ζητώντας, μ' ευγένεια και διστακτικότητα, μια γραπτή εξουσιοδότηση για να εκλεγεί ένας μητροπολίτης στη Ρωσσία από μια εθνική σύνοδο επισκόπων. Και στο τέλος της επιδέξια τεκμηριωμένης επιστολής του ο Ρώσσος ηγεμόνας δήλωνε τη πρόθεση του να διατηρήσει τις στενές σχέσεις που πάντοτε υπήρχαν μεταξύ της Χριστιανικής Ρωσσίας και του «αγίου αυτοκράτορα» και να συνεχίσει ν' αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του Πατριάρχη (16).

Η τύχη της επιστολής του είναι άγνωστη· στη πραγματικότητα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι στάλθηκε ποτέ. Για τα επόμενα επτά χρόνια η Ρωσσία παρέμεινε χωρίς μητροπολίτη. Για το Βασίλειο αυτά ήταν δύσκολα χρόνια: αντιμετώπιζε εμφύλιο πόλεμο εν εξελίξει, και για μερικούς μήνες το 1445 ήταν αιχμάλωτος των Τατάρων. Η επόμενη κίνηση για να τεθεί τέρμα στο αδιέξοδο έγινε το Δεκέμβριο του 1448, όταν μια σύνοδος Ρώσσων επισκόπων, που συγκλήθηκε απ' το Βασίλειο Β', εξέλεξε τον αυτόχθονα Επίσκοπο Ιωνά ως μητροπολίτη Πάσης Ρωσσία ς.

Ο κύβος είχε ριφθεί · η χειροτονία του Ιωνά ήταν μια άμεση πρόκληση στην εξουσία του Πατριάρχη. Φαίνεται ότι οι Ρώσσο ι, ακόμη και αυτή την ύστατη ώρα, ήταν ιδιαίτερα ανήσυχοι για τις συνέπειες της θρασύτητας τους. Στη Μόσχοβα μια μειοψηφία που όμως διέθετε επιρροή θεώρησε ότι ο διορισμός του Ιωνά ήταν αντικανονικός. Για πάνω από τρία χρόνια οι Ρώσσο ι περίμεναν σε αγωνιώδη σιωπή τη Βυζαντινή απάντηση. Τελικά, το 1452 ο Βασίλειος Β' έγραψε μια τελευταία επιστολή προς τη Κωνσταντινούπολη, απευθυνόμενος στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ'. Ο τόνος της έδειχνε τον ίδιο σεβασμό όπως και η επιστολή του 1441: πράγματι, προχώρησε ως το σημείο ν' αναγνωρίζει ότι ο αυτοκράτορας διέθετε λόγω του αξιώματος του ένα βαθμό εξουσίας επί της Ρωσσίας. Αλλά, πίσω απ' την επιδέξια φρασεολογία της Μοσχοβίτικης διπλωματίας, ηχούν δύο νέες νότες σ' αυτή την επιστολή: αυτοδικαιολόγηση για εκείνο που θεωρούταν ότι είναι, ακόμη και στη Ρωσσία, μια πράξη εκκλησιαστικής απείθειας· και μια αναφορά, συγκαλυμμένη αλλά αιχμηρή, στο γεγονός ότι ένα σημαντικό τμήμα της Βυζαντινής κοινωνίας συνέχιζε ν' αντιτίθεται έντονα στην ενωτική πολιτική της κυβέρνησης:

«Ικετεύουμε την Ιερή Μεγαλειότητα σου να μη σκεφτείς ότι ό,τι κάναμε το κάναμε από αλαζονεία, ούτε να μας κατηγορήσεις ότι δεν γράψαμε εκ των προτέρων στη Μεγαλειότητα σου· το κάναμε αυτό από έσχατη ανάγκη, κι όχι από έπαρση ή αλαζονεία. Σ' όλα τα πράγματα εμμένουμε στην αρχαία Ορθόδοξη πίστη που μεταδόθηκε σ' εμάς, κι έτσι θα συνεχίσουμε να κάνουμε... ως το τέλος του Αιώνα. Κι η Ρώσσικη Εκκλησία μας, η αγία μητρόπολη της Ρωσσίας, εκλιπαρεί και ζητεί την ευλογία της αγίας, οικουμενικής, καθολικής, και αποστολικής Εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, της Σοφίας του Θεού, και πειθαρχεί καθ' όλα σ' αυτή σύμφωνα με την αρχαία πίστη· κι ο πατήρ μας, ο Κύρης Ιωνάς, μητροπολίτης Κιέβου και Πάσης Ρωσσίας, παρομοίως ζητά απ' αυτή κάθε είδους ευλογία και ένωση, εκτός απ' τις τωρινές πρόσφατα εμφανισθείσες διαφωνίες» (17).

Αυτή η τελευταία προσπάθεια των Ρώσσων να τετραγωνίσουν το κύκλο συμβιβάζοντας τη παραδοσιακή τους πίστη προς την Εκκλησία και τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου με την απροθυμία τους να παραμείνουν εξαρτημένοι από ένα ενωτικό πατριάρχη, έχασε σύντομα το αντικείμενο της απ' τα γρήγορα διαδραματισθέντα γεγονότα. Στις 5 Απριλίου 14 53 ο Μωάμεθ Β' άρχισε τη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, και στις 29 Μαΐου η πόλη έπεσε. Η Ένωση της Φλωρεντίας, που ποτέ δεν ήταν δημοφιλής στη πλειοψηφία των κατοίκων της, κατέρρευσε μαζί με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κι η Ελληνική Εκκλησία επανήλθε στην Ορθοδοξία. Η επιστολή του Βασιλείου Β' δεν στάλθηκε και παρέμεινε στα κρατικά αρχεία της Μόσχας. Το θεολογικό εμπόδιο για την εξάρτηση της Ρωσσίας απ' την έδρα της Κωνσταντινούπολης είχε εκλείψει, για ν' αντικατασταθε ί όμως από ένα πολιτικό, το οποίο στα μάτια των Μοσχοβιτών ηγεμόνων, που συναισθανόταν τη δύναμη τους, αποδείχθηκε το πιο ανυπέρβλητο απ' τα δύο: η Εκκλησία της βρισκόταν τώρα υπό την εξουσία ενός Μουσουλμανικού κράτους, κι ο πατριάρχης της λάμβανε το αξίωμα του απ' τον Οθωμανό σουλτάνο. Κι έτσι η Ρώσσικη Εκκλησία διατήρησε το αυτόνομο καθεστώς που είχε de facto αποκτήσει το 1448, ένα καθεστώς που το 1589 μετατράπηκε σε καθεστώς αυτοκέφαλου πατριαρχείου με κοινή συναίνεση των άλλων Ορθόδοξων Εκκλησιών.

Σ' αυτό το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας των Ρωσσο -Βυζαντινών σχέσεων, που καλύπτει τα δώδεκα χρόνια που προηγήθηκαν της πτώσης της αυτοκρατορίας, θα ‘χει ασφαλώς καταδειχθεί η αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα τους. Απ' όλους τους Ανατολικοευρωπαϊκούς λαούς που όφειλαν πίστη στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, οι Μοσχοβίτες ήταν με μεγάλη διαφορά οι πιο εχθρικοί προς το Λατινικό Χριστιανισμό· ποτέ δεν θα επιδοκίμαζαν εκείνες τις διπλωματικές ερωτοτροπίες με τη Ρώμη στις οποίες κατέφευγαν περιοδικά οι Βούλγαροι κι οι Σέρβοι ηγεμόνες. Οι Έλληνες, υπογράφοντας την Ένωση της Φλωρεντίας, είχαν κατά την άποψη τους προδώσει την Ορθοδοξία. Όμως ακόμα και τότε, οι Ρώσσοι έκαναν ότι μπορούσαν για ν' αποφύγουν τη διακοπή της κανονικής τους εξάρτησης απ' το Πατριαρχείο και συνέχισαν ν' αποδίδουν ακόμη και σ' έναν ενωτικό αυτοκράτορα τη πιο ξεχωριστή θέση στη Χριστιανοσύνη. Οι Βυζαντινοί είχαν επιτελέσει τέλεια το έργο τους στη Ρωσσία : καθ' όλη τη διάρκεια των δοκιμασιών και των εντάσεων που έθεσαν σε κίνδυνο τις σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Κωνσταντινούπολης, οι Ρώσσοι διατήρησαν, για όσο καιρό υπήρχε η αυτοκρατορία, τη πίστη τους προς τη κοινοπολιτεία.

Όμως χρειάζεται κάποια επιφύλαξη γι' αυτή την εικόνα. Αναμφίβολα κάτι άλλαξε μετά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας στη παραδοσιακή στάση των Ρώσσων προς το Βυζάντιο. Στα επόμενα είκοσι χρόνια αναπτύχθηκε σιγά σιγά στη Μόσχα μια νέα ερμηνεία της σχέσης της Ρωσσίας προς την αυτοκρατορία. Το ακριβές παρελθόν της είναι σκοτεινό, και διατυπώθηκε συνειδητά μόνο μετά τη πτώση της Κωνσταντινούπολης· όμως ο ιστορικός μύθος που τη στήριξε φαίνεται ότι απέκτησε σάρκα και οστά μεταξύ του 1441 και του 1453. Οι συλλογισμοί αυτού του μύθου ήταν στο έπακρο απλοϊκοί: οι Έλληνες, υπογράφοντας τη Πράξη της Φλωρεντίας με όρους που είχε επιβάλλει ο Πάπας, πρόδωσαν την Ορθόδοξη πίστη, κι ο αυτοκράτορας κι ο Πατριάρχης έπεσαν σε αίρεση· η κύρια αιτία γι' αυτό το θλιβερό ολίσθημα ήταν το πάθος των Ελλήνων για χρήματα, γιατί δωροδοκήθηκαν ξεδιάντροπα απ' το Πάπα· αντιθέτως, η Ορθόδοξη πίστη διασώζεται στη Ρωσσία, χάρη στο Βασίλειο Β', ο οποίος ξεσκέπασε το προδότη Ισίδωρο και στερέωσε την αληθινή θρησκεία των προγόνων του. Η αντίθεση μεταξύ της τραγικής αστάθειας των Βυζαντινών και της εμπνευσμένης πίστης των Ρώσσων έδωσε τη δυνατότητα στον ιστορικό μύθο να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα: γιατί ήταν πολύ δελεαστικό να θεωρηθεί ότι η Μόσχα κι όχι η Κωνσταντινούπολη ήταν τώρα το κέντρο της αληθινής Χριστιανικής πίστης όπως το είχε ορίσει η Θεία Πρόνοια. Δεν γνωρίζουμε πότε πρωτοέγινε αυτό το βήμα, και πότε ανέπτυξαν οι Μοσχοβίτες αυτή τη νέα αντίληψη της Ρωσσίας, όχι πια στη περιφέρεια της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας, αλλά τώρα στο ίδιο το κέντρο και τη καρδιά της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης. Όπως θα δούμε αργότερα, αυτή η άποψη, που ήταν στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του μετά μεσαιωνικού Ρωσσικού εθνικισμού, επρόκειτο να παρέχει την ιδεολογική θεμελίωση της θεωρίας «Μόσχα, η Τρίτη Ρώμη». Αλλά πρέπει να τονίσουμε ότι οι Μοσχοβίτες διανοητές του Βασιλείου Β' δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να εξάγουν αυτά τα συμπεράσματα απ' την ερμηνεία που έδιναν στην ελληνική προδοσία στη Φλωρεντία κι απ' τη πίστη τους στο ιστορικό πεπρωμένο του έθνους τους.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Νικηφόρος Γρηγοράς, Hist. Byz. Xv, II, v. ii, 790.

(2) Γρηγοράς, Hist. Byz., xxviii, 34- 36, v. iii, 198- 200.

(3) Polnoe Sobranie Russkikh Letopisey, xi (Μόσχα, 1965), 168.

(4) Acta Patriarchatus Constantinopolitani, ed. F. Miklosich & I. Müller, ii ( Βιέννη, 1862), σελ. 361.

(5) Γρηγοράς, Hist. Byz. Xxxvi, 41, vol. iii, 521.

(6) Acta Patriarchatus Constantinopolitani, ii, 14.

(7) Στο ίδιο, σελ. 188-192 · Αγγλική μετάφραση E. Barker, Social and Political Thought in Byzantium ( Οξφόρδη, 1957 ), σελ. 194- 196.

(8) Ostrogorsky, History of the Byzantinew State, 554.

(9) H. Haupt, «  Neue Beiträge zu den Fragmenten des Dio Cassius», Hermes xiv (1879), 445.

(10) Acta Patriarchatus Constantinopolitani, i, 263.

(11) Russkaya Istoricheskaya Biblioteka, vi (Αγία Πετρούπολη, 1880), στήλη 577.

(12) Για την ἐκφραση «Οικουμενική Εκκλησία» βλ. F. von Lilienfeld, « Russland und Byzanz im 14 und 15. Jahrhundert », Proceedings of the XIIIth International Congress of Byzantine Studies, 110.

(13) M. Vasmer, Ein russisch - byzantinisches Gesprächbuch (Λειψία, 1922), σελ. 25 · L. S. Kovtum, Russkaya leksikografiya epokhi srednevekov ' ya ( Μόσχα - Λένινγκραντ, 1963 ), σελ. 226- 289.

(14) Itinéraires russes en Orient, Γαλλική μετάφραση B. de Khitrowo, I, i, (Γενεύη, 1889).

(15) Russkaya Istoricheskaya Biblioteka, vi, col. 559.

(16) Στο ίδιο, στήλες 525-536.

(17) Στο ίδιο, στήλες 583-584.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.