ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Περσία

Ν. Γρ. Ζαχαρόπουλου, Εκκλησία-Οικουμένη-Πολιτική,
Χαριστήρια στον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Δαμασκηνό,
Αθήνα 2007, σελ. 231-248.

 

Δεδομένου ότι ο οτρηρός μητροπολίτης Ελβετίας κ. Δαμασκηνός υπήρξε ένας από τους αρχιερείς που κατ' εξοχήν δραστήρια έδρασε, με βάση το υψηλού επιπέδου επιστημονικό κύρος του και την άκρως αναπτυγμένη συνείδηση της αποστολής του ως αρχιερέας του Οικουμενικού θρόνου, στον τομέα του διαλόγου εκκλησιών και θρησκειών, οι γραμμές που ακολουθούν αποτελούν τιμητική προς αυτόν προσφορά, με την σκέψη ότι η αναδρομή στις απαρχές της διάδοσης του Χριστιανισμού στις διάφορες εθνότητες και η καλή γνώση των ιστορικών δεδομένων τους μπορεί να συμβάλει στο υπέροχο και με άριστα αποτελέσματα έργο του ιεράρχη.

Αν και δεν έχουμε μια πλήρη και ολοκληρωμένη ιστορία της Εκκλησίας των Περσών, εν τούτοις δεν θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχουν οι πηγές εκείνες που παρέχουν κάποια ικανοποιητική εικόνα σχετική με τα γεγονότα αυτά, κατά τον G. Bardy (1), παραμένει πάντοτε το Χρονικό του Mari Ibn Sulayman. Οι Abn ibn Mattai και Sliba ibn Yuhanna έκαναν χρήση του Χρονικού του Mari, σε αρκετές περιπτώσεις με περιλήψεις του, αλλά κάποτε και με αξιόλογες προσθήκες. Οι αξιόλογες αυτές πηγές εκδόθηκαν και μεταφράστηκαν από τον H. Gismondi, Maris, Amri et Slibae de patriarchis nestorianorum commentaria, Rome 1896- 1899. Άξιο μνεία είναι και το χρονικό του Seert, το οποίο αναφέρεται στην ιστορία του νεστοριανισμού, συνταγμένο μετά το έτος 1036, χωρίς όμως να είναι πλήρες. Αυτό έχιε μεταφραστεί και εκδοθεί από τον επίσκοπο Adai Scher στην Patrologia Orientalis, τομ. IV, φυλλ. 3 · τομ. V, φυλλ. 2 · τόμ. XIII, φυλλ. 4, Paris 1908- 1919. Σημαντικές πληροφορίες ακόμη αρυόμαστε από τη Νεστοριανή Κανονική Συλλογή που περιλαμβάνει στα Πρακτικά των συνόδων των Περσών των ετών 420-790. Αυτή η συλλογή μεταφράστηκε και εκδόθηκε από τον J. B. Chabot, Synodicon Orientale, στο Notices et extraits des manuscrits de la Biblioth èque nationale et d'autres bibliothèques, XXXVII, Paris 1902. Στα τρία βασικά αυτά έργα πρέπει να προστεθεί το Χρονικό του Arbela, που είχε συνταχθεί μετά τά μέσα του 5 ου αι. Έχει εκδοθεί από τον E. Schau, Die Chronik von Arbela, Ein Beitrag zur Kenntnis des ä ltesten Christendums im Orient, Abhandlungen der kgl . Preuss . Akademie der Wissenschaften, Phil. Hist. Klasse, 1915, vi. Το έργο μεταφράστηκε στα Λατινικά από τον P. Zoreli, Chronica ecclesiae Arbelensi, Orientalia Christiana, XIII, φυλ. 4, Rome 1927. Έχουν γίνει και άλλες εκδόσεις του έργου. Το έργο Χρονικό της Εδέσσης έχει εκδοθεί από τον Hallier, στο Texte und Untersuchungen, IX, φυλλ. 1, Leipzing 1894 και από τον J. Guidi στο Corpus scriptoriumn ecclesiasticorum orientalium, Paris 1903, ενώ τα Πάθη των Περσών μαρτύρων, έχουν εκδοθεί από τον S. E. Assemani, Acta ss . Martyrumorientalium et occidentalium, Rome, part. I, 1748 και από τον P. Bjan, Acta sanctorum et martyrum, Paris - Leipzing 1891. Πολλά κείμενα έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά και έχουν εκδοθεί από τον H. Delehaye, Les versions grecques des actes des martyrs persans sous Sapor II, Patrologia Orientalis, II, φυλλ. 4, Paris 1905. Επιπλέον διάσπαρτες πληροφορίες παρέχουν στο έργο τους κυρίως οι ιστορικοί Σωκράτης, Σωζομενός, Ευάγριος, Αμιανός και Θεοφάνης.

Η δράση των αποστόλων, εκτός κυρίως του Πέτρου και Παύλου, Ιωάννη και των δύο Ιακώβων, σχετικά με τη διάδοση και εδραίωση του Χριστιανισμού, δεν παραδίδεται, όπως είναι φανερό, από την Καινή Διαθήκη. Η έλλειψη όμως αυτή αναπληρώθηκε από ορισμένες κατά την παράδοση πληροφορίες και από τα απόκρυφα (2) συγγράμματα των πρώτων κυρίως χριστιανικών αιώνων. Σύμφωνα με αυτές, ο απόστολος Θαδδαίος (3) κήρυξε την πίστη στο κράτος της Εδέσσης (4).Είναι γνωστό ότι στην περιοχή μεταξύ της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του περσικού βασιλείου εκτεινόταν το ανεξάρτητο κράτος των Οσροηνών μέχρι τον 3 ο αι. με πρωτεύουσα την Έδεσσα, το οποίο τελικά καταλύθηκε από το περσικό κράτος και ενσωματώθηκε σ' αυτό.

Στο περσικό κράτος με τη στέψη του Αρταξάρη (Αρταξέρξη Δ΄) το 226 ως βασιλέα των βασιλέων των Αριανών, του ιδρυτή της δυναστείας των Σασσανιδών, γεννήθηκε η νέα αυτοκρατορία των Περσών, διάδοχος όμως της παλιάς και ένδοξης παράδοσης (5). Οι μεταρρυθμίσεις που επέβαλε ο Αρταξάρτης υπήρξαν πολλές και κάλυψαν αξιόλογους τομείς ζωής και δράσεις των υπηκόων του κράτους του. Το διοικητικό σύστημα άρδην άλλαξε, εφόσον από φεουδαλικό μετατράπηκε σε άκρως συγκεντρωτικό, απολυταρχικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μελέτη μας παρουσιάζει οπωσδήποτε ό,τι είχε απομείνει στον θρησκευτικό τομέα αλλά και ό,τι αποφασίστηκε και δρομολογήθηκε από τον Αρταξάρη. Με την ανάρρησή του στον θρόνο ως επίσημη γλώσσα του κράτους επιβλήθηκε η περσική και δόθηκε εντολή να συγκεντρωθούν τα σκόρπια κείμενα του ιερού βιβλίου των Περσών, της Αβέστα, ώστε να απαρτισθεί ενιαίο επίσημο κείμενο (6), ύστερα από την έγκριση των θρησκευτικών ηγετικών στελεχών του Ζωροαστρισμού (7), το οποίο και διαιρέθηκε σε είκοσι ένα βιβλία. Σε αυτό περιλαμβανόταν όλη η σοφία, την οποία από αυτό αντλούσαν προστρέχοντας ιερείς, αστρονόμοι, γιατροί, φυσιολόγοι, νομικοί. Ο Αρταξάρης ακόμη κατένειμε τα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα στους συγγενείς του και έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην παρακολούθησή της από μέρους όλων αυτών εκτέλεσης των υψηλών καθηκόντων τους. Το ιερατείο του Ζωροαστρισμού, οι Μάγοι, απέβησαν ιδιαίτερα δραστήριοι στην εκτέλεση των αμέτρητων τυπικών και ουσιαστικών καθηκόντων τους, τα οποία επιβάλλονταν από την πλούσια παράδοσή τους, αλλά και κατά την ανάμιξή τους σε όλες τις υποθέσεις του κράτους, σύμφωνα με την σοφία, τις γνώσεις, τις προφητικές και μαντικές ικανότητες που όλοι, άρχοντες και λαός, αναγνώριζαν στο πρόσωπό τους. Οι βασικές αρχές του Ζωροαστρισμού, ο μονοθεϊσμός, ο προφητισμός και η δυαρχία, με τονισμό της υπερβατικότητας του θείου και απόδοσης σ' αυτό ηθικών ιδιοτήτων, δεν άφηναν πολλά περιθώρια στη διείσδυση ξένων ιδεών.

Οι αρχικές αναφορές στον εκχριστιανισμό των Περσών γίνονται συνδυασμένες κυρίως με θαυματουργικές ενέργειες, με την αρχική προσέλευση στην πίστη κάποιου άρχοντα και στη συνέχεια με την ομαδική του πλήθους μύηση στη νέα πίστη. Οι ιστορικοί Ευσέβιος (8) και Ευάγριος (9) αναφέρονται στον κατόπιν θαυματουργικής ενέργειας εκχριστιανισμό των κατοίκων της Εδέσσης, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, προκειμένου να αντιληφθούμε πόσο μεγάλος υπήρξε ο πόθος των πρώτων χριστιανών να δείξουν, ακόμη και με απόκρυφες μυθικές πληροφορίες, τη σύσταση των εκκλησιών τους με ενέργειες αυτού του Ιησού και των μαθητών του.

Ο Ευσέβιος διηγείται στην «ιστορία περί του των Εδεσσηνών δυνάστου », αναφερόμενος στο τοπάρχη Άγβαρο ή Άβγαρο ή Άκβαρο. Ο Άγβαρος, ένας τοπάρχης της Οσροηνής, παρουσιάζεται από την παράδοση ότι βασίλευε σε σύγχρονη εποχή με την εμφάνιση και τον σταυρικό θάνατο του Ιησού. Αναφορά στον Άγβαρο κάνει και ο Ευάγριος παρουσιάζοντας στο έργο του Ιστορία Εκκλησιαστική, τα «περί της εις Έδεσσαν εκστρατείας Χοσρόου ». Η πληροφορία του προέρχεται, όπως ο ίδιος δηλώνει, από τον ιστορικό Προκόπιο. Σύμφωνα με αυτή ο Ευσέβιος Παμφίλου βρήκε στα αρχεία της Εδέσσης δύο επιστολές (10) στη συριακή γλώσσα, τις οποίες μετέφρασε στα ελληνικά και εκ των οποίων η μία είχε συντάκτη της τον τοπάρχη Άγβαρο και αποδέκτη τον Ιησού, η δε άλλη συντάκτη τον Ιησού και αποδέκτη τον Άγβαρο. Η φήμη του Ιησού ως σπουδαίου θεραπευτή είχε διαδοθεί παντού, οπότε και ο Άγβαρος έστειλε με άνθρωπό του προς τον Ιησού επιστολή, ικετεύοντας τον να μεταβεί στην χώρα του και να τον θεραπεύσει. Ο Ιησούς δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή, αλλά απάντησε στην επιστολή που παρέλαβε ο απεσταλμένος του βασιλιά Άγβαρου. Η επιστολή, όπως παραδίδεται από τον Ευσέβιο, είναι σύντομη και έχει ως εξής: « Άγβαρε, μακάριος ει πιστεύσας εν εμοί, μη εωρακώς με. Γέγραπτε γαρ περί εμού, τους εωρακότας με μη πιστεύσειν μοι, ίνα οι μη εωρακότες, αυτοί πιστεύσωσι και ζήσωνται. Περί δε ου έγραψάς μοι ελθείν προς σε, δέον εστί πάντα δι ' α απεστάλην, ενταύθα πληρώσαι με, και μετά το πληρώσαι, ούτως αναληφθείναι προς τον αποστείλαντα με. Και επειδάν αναληφθώ, αποστελώ σοι τινά των μαθητών μου, ίνα ιασήταί σου το πάθος, και ζωήν σοι και τοις συν σοι παράσχηται ».

Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι το κείμενο της επιστολής είναι συνταγμένο με λόγους, που παραδίδει η παράδοση μέσω των γνήσιων πηγών, της Καινής δηλαδή Διαθήκης, τους οποίους χρησιμοποίησε πράγματι ο Ιησούς σε άλλες όμως περιστάσεις. Φυσικά η επιστήμη λαμβάνει ως δεδομένο ότι τίποτε γραπτό δεν έχουμε ως κατάλοιπο του Ιησού, για τον οποίο μάλιστα πιστεύεται ότι δεν είχε την κατά κόσμο μόρφωση (11).

Η περιλαμβανομένη στην επιστολή υπόσχεση, λέγεται, εκπληρώθηκε μετά την Ανάσταση του Ιησού. Σύμφωνα με θεία παρακίνηση ο Θωμάς, που συγκαταλεγόταν μεταξύ των δώδεκα μαθητών του Ιησού, ήλθε στην Έδεσσα ως «κήρυκας της περί του Χριστού διδασκαλίας». Η σχετική μαρτυρία δόθηκε μέσω των « γραμματοφυλακείων » της Εδέσσης. Ο ιστορικός Ευσέβιος επιμένει ότι οι μάρτυρες για τα γεγονότα αυτά βρίσκονταν μεταξύ των επισήμων εγγράφων που αφορούσαν στα σχετικά με τον Άγβαρο και που ήταν, όπως είπαμε, γραμμένα στη συριακή γλώσσα.

Η διήγηση σχετικά με τον εκχριστιανισμό του τοπάρχη και των κατοίκων που υπάγονταν στη διοίκηση του δίνεται από τον Ευσέβιο (12) με τις εξής λεπτομέρειες. Μετά την ανάληψη του Ιησού με προτροπή του Ιούδα-Θωμά πήγε στην χώρα του Άγβαρου ο Θαδδαίος- Αδδαίος, οπότε έφθασε μήνυμα στον Άγβαρο σχετικό με την άφιξη του μαθητή του Ιησού, σύμφωνα με την περιλαμβανομένη στην επιστολή του Ιησού υπόσχεση, και την εκεί διαμονή του στην οικία κάποιου Τωβία. Ακόμη γινόταν στον Άγβαρο γνωστό ότι ο Θαδδαίος «εν δυνάμει Θεού» θεράπευε « πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, ώστε πάντας θαυμάζειν ». Τότε αντιλήφθηκε ο Άγβαρος ότι πράγματι ο Θαδδαίος ήταν εκείνος που είχε υποσχεθεί ο Ιησούς ότι θα του έστελνε για να τον θεραπεύσει. Κάλεσε, λοιπόν, τον Τωβία, από τον οποίο, αφού επιβεβαιώθηκαν όσα είχε πληροφορηθεί για τον απόστολο, του ζήτησε να οδηγήσει ενώπιόν του τον φιλοξενούμενό του. Ο Θαδδαίος αμέσως ανταποκρίθηκε, γιατί αυτή ήταν η κύρια εκ των άνωθεν αποστολή του. Ο Άγβαρος έλαβε την πιστοποίηση από τον Θαδδαίο ότι ήταν μαθητής του Ιησού και ύστερα από διάλογο που διαμείφθηκε μεταξύ των δύο ανδρών, ενώπιον και όλων των αρχόντων του τόπου, ο Θαδδαίος έχοντας δεχθεί την ομολογία της πίστης του τοπάρχη έθεσε τα χέρια του πάνω σ' αυτόν, επικαλέστηκε το όνομα του Ιησού και τον θεράπευσε. Επακολούθησαν και άλλες θεραπείες, μεταξύ των οποίων αναφέρεται και η ίαση του Άβδου, που έπασχε από ποδάγρα. Ο Άγβαρος δεν περιορίστηκε στον θαυμασμό των θεραπευτικών έργων του Θαδδαίου, αλλά ζήτησε από αυτόν να παρουσιάσει τα καθέκαστα γεγονότα της ζωής του Ιησού, για χάρη του οποίου θα είχε εκστρατεύσει κατά των Ιουδαίων, αν δεν εμποδιζόταν από τους Ρωμαίους.

Όλες οι παραπάνω λεπτομέρειες και άλλες ακόμη, που παρέχονται από τους ιστορικούς, αλλά και από τα απόκρυφα, ασφαλώς διαφυλάσσουν έναν πυρήνα ιστορικότητας σχετικά με το αναμφισβήτητο γεγονός της ύπαρξης πολύ νωρίς χριστιανικού πλέον πληθυσμού στις περιοχές επικρατείας του περσικού κράτους. Άξιο παρατήρησης τυγχάνει ότι οι πληροφορίες πάντοτε επικεντρώνονται στα θαυμαστά γεγονότα που προηγούνται του εκχριστιανισμού των Περσών, όπως και άλλων φύλων και λαών, αλλά πάντοτε έπεται η μύησή τους στη νέα πίστη με συστηματική, κατά κάποιο τρόπο, σχετική κατήχηση.

Η δια θαυμαστών έργων προσέλευση στη νέα πίστη δεν ήταν, φυσικά, ο μοναδικός τρόπος εκχριστιανισμού, μια που υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες η ημέρα της Πεντηκοστής με το κήρυγμα των Αποστόλων έφερε ασφαλώς σε πολλά έθνη την πίστη, με την επιστροφή στις πατρίδες τους των προσκυνητών στα Ιεροσόλυμα για τις γιορτές του Πάσχα. Αναμφισβήτητη παραμένει η πληροφορία των Πράξεων των Αποστόλων (13) ότι κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν οι Απόστολοι απεύθυναν το κήρυγμά τους προς τα πλήθη που είχαν συρρεύσει στα Ιεροσόλυμα κατά τις γιορτές του Πάσχα, ότι βρίσκονταν ανάμεσα σε αυτά Πάρθοι και Μήδοι. Η πληροφορία αυτή των Πράξεων, εξάλλου, και η υπόθεση ότι πολύ ενωρίς ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στους Πάρθους, έρχεται να επιβεβαιωθεί από τον Ευσέβιο (14), που διασώζει παράδοση κατά τον Ωριγένη, κατά την οποία ο Θωμάς (15) ήταν εκείνος που κήρυξε τον Χριστιανισμό στους Πάρθους. Είναι γνωστό βεβαίως ότι το κράτος των Πάρθων (16), που βρισκόταν στο Ιράν, αποτέλεσε τελικά μέρος του περσικού κράτους.

Η περίπτωση του εκχριστιανισμού των Περσών είναι ιδιαίτερα ιδιάζουσα, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Ζωροαστρισμός (17), με τις ποικίλες μορφές του, ήταν βαθιά ριζωμένος στους υπηκόους της μεγάλης αυτής αυτοκρατορίας, συνδυασμένος με τις παραδόσεις και τον πολιτισμό των υπηκόων της. ΟΙ βασιλείς των βασιλέων που τη διοικούσαν βρίσκονταν σε συνεχή αγώνα κατά των Βυζαντινών, οι οποίοι προασπίζονταν τον Χριστιανισμό και διεκδικούσαν και τον ρόλο του προστάτη των χριστιανών (18) που ζούσαν σε εκτός της επικράτειάς τους χώρους. Αναμενόμενο, επομένως, ήταν να συμπεριφερθούν εχθρικά προς τους υπηκόους τους που είχαν προσχωρήσει στον Χριστιανισμό, τους οποίους θεωρούσαν κατασκόπους των Βυζαντινών στην χώρα τους. Η γενικά εφαρμοζόμενη όμως πολιτική τους για τις πόλεις των εχθρών τους που κατακτούσαν, ήταν ύστερα από τις λεηλασίες και τη σφαγή μέρους των κατοίκων τους, το υπολειπόμενο μέρος του λαού να μεταφέρεται σε απομεμακρυσμένα εδάφη της επικράτειάς τους και εκεί να υποχρεώνεται να εγκατασταθεί και να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε ώστε μέρος των υπηκόων του κράτους τους να ανήκει στη χριστιανική πίστη. Όπως ήταν όμως φυσικό, αυτοί και όσοι άλλοι προσελκύονταν στη χριστιανική πίστη αντιμετώπιζαν δυσμενή γι' αυτούς μεταχείριση, κατά κανόνα, από πλευρά της πολιτείας.

Είναι επιβεβαιωμένο ότι ο Χριστιανισμός πολύ νωρίς είχε πια ριζώσει και σε περιοχές που βρίσκονταν εκτός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως στην Περσία (19) και στην Αρμενία. Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν για διατήρηση των Εκκλησιών αυτών υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές, σε περιόδους μάλιστα κατά τις οποίες ξεσπούσαν άγριοι εναντίον των χριστιανών διωγμοί. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ η Βυζαντινή αυτοκρατορία συνταρασσόταν από τις διαμάχες σχετικά με τον Νεστοριανισμό και τον Μονοφυσιτισμό, η Περσία βρισκόταν σε μία περίοδο κατά την οποία οι πιστοί της είχαν υποστεί φοβερό διωγμό και επί 40 και πλέον μάλιστα χρόνια (340-483) οπότε, φυσικά, είχαν αποδεκατιστεί. Στα 383 όμως επήλθε ο θάνατος του βασιλιά Ardashir και στον θρόνο ανέβηκε ο πρίγκηπας Sapor III (Σαπώρ Γ΄, 333-388), ο οποίος έδειξε φιλειρηνικές διαθέσεις. Με την έναρξη της βασιλείας του στράφηκε προς το Βυζάντιο και επιζήτησε σύναψη σχέσεων (20) με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, στέλνοντας πρεσβευτές του με δώρα, μαργαριτάρια, μεταξωτά υφάσματα και ζώα για την αυτοκρατορική άμαξα του θριάμβου. Όταν στο βασίλειο των Περσών ανήλθε στον θρόνο ο Yazdegerd (Ισδιγέρδης) ο αυτοκράτορας Αρκάδιος έστειλε τον επίσκοπο Mar Abha (Μαρούτα ή Μαρουθά) της Μαϊφερκάρτ (Μαρτυροπόλεως) της Μεσοποταμίας, για να τον συγχαρεί εκ μέρους του. Η επιρροή του επισκόπου στα εξελισσόμενα πράγματα της εκεί Εκκλησίας υπήρξε μεγάλη. Η μόρφωσή του- ήταν και φημισμένος γιατρός-και η σοφία του αξιοποιήθηκαν από τον βασιλιά. Ο διάδοχός του Yazdegerd, Bahram IV Kermanshash, σύσφιξε ακόμη περισσότερο τους δεσμούς με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, κλείνοντας συνθήκη ειρήνης δέκα ετών. Όπως ήταν φυσικό η Εκκλησία είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή αυτή συγκυρία να προβεί στην ανασυγκρότησή της. Η επισκοπική έδρα της Σελευκείας, που είχε μείνει επί 40 χρόνια (348-388) χωρίς ποιμενάρχη, ύστερα από την εξόντωση τριών διαδοχικά ιεραρχών της, απέκτησε επίσκοπο στο πρόσωπο του Tomarsa, τον οποίο διαδέχθηκε ο γηραιός Qayuma. Ο Tomarsa επιδόθηκε κυρίως στην ανέγερση των καταστραμμένων ναών κατά τους διωγμούς, ενώ ο Qayuma υπέβαλλε την παραίτησή του για χάρη του διαδόχου του, του Ισαάκ, ο οποίος αναδιοργάνωσε την Εκκλησία, έχοντας τον τίτλο του Καθολικού.

Σε σύνοδο που συγκλήθηκε με τη φροντίδα του Marouta (21), του επισκόπου της Μαϊφερκάτ της Μεσοποταμίας, παραιτήθηκε υπέρ του διαδόχου του Ισαάκ. Ο Ισαάκ συνάντησε αρχικά σοβαρές δυσκολίες. Προκειμένου να διοργανώσει την ταλαιπωρημένη από τους διωγμούς Εκκλησίας της Περσίας. Πίστεψε ότι για να το πετύχει αυτό ήταν απαραίτητη η συνεργασία του με την λοιπή Εκκλησίας της Ανατολής και της Δύσης. Ενδιαφέρον για την Εκκλησίας της Περσίας έδειξαν οι επίσκοποι Αντιοχείας Πορφύριος, της Βεροίας Ακάκιος, της Τέλλα Ευσέβιος, της Αμίδης Ακάκιος, οι οποίοι έδωσαν οδηγίες στον Μαρούτα, προκειμένου να φροντίσει καταλλήλως για την ενότητα της πίστης και την τήρηση της εκκλησιαστικής τάξης. Έτσι ο Μαρούτα εμφανίστηκε ενώπιον του βασιλιά για να ζητήσει τη βοήθειά του στα νέα του σχέδια. Παρακινημένος ο βασιλιάς από τις επιστολές που έλαβε από τους επισκόπους, αποφάσισε να καλέσει μεγάλη σύνοδο στη Σελεύκεια, στην οποία να λάβουν μέρος οι επίσκοποι όλων των επαρχιών. Η σύνοδος άρχισε τις εργασίες της την 1 η Φεβρουαρίου του 410. Σαράντα Πέρσες επίσκοποι έλαβαν μέρος στη σύνοδο που διατελούσε υπό την προεδρία του Ισαάκ. Μετά την ανάγνωση των αποφάσεων και των Κανόνων της Νικαίας, αποφάσισαν την επικύρωση των κειμένων αυτών με την υπογραφή τους. Στη συνέχεια τακτοποίησαν κάποιες πολύ σημαντικές υποθέσεις τους. Απ οφάσισαν στην κάθε πόλη να υφίσταται μόνο ένας επίσκοπος, ο οποίος έπρεπε να καταστεί επίσκοπος με -χειροτονία του από τρεις άλλους επισκόπους, τους οποίους θα όριζε ο μητροπολίτης, ακόμη κι αν οι επισκοπές απείχαν πολύ μεταξύ τους. Ακόμη κατέληξαν στην απόφαση να γιορτάζονται οι γιορτές συγχρόνως από όλους και η νηστεία της Τεσσαρακοστής να συμπίπτει παντού. Μεταξύ άλλων, τέλος, λήφθηκαν και σημαντικά διοικητικά μέτρα, ώστε να μην υπάρξουν διαταραχές ως προς την τάξη η οποία έπρεπε να επικρατεί στην Εκκλησία. Το έργο της συνόδου επικυρώθηκε από τον βασιλιά, ο οποίος μάλιστα, σαν άλλος Κωνσταντίνος, καταστάθηκε ο προστάτης της Εκκλησίας. Τότε αποφασίστηκε η εκλογή των επισκόπων να εγκρίνεται από τον βασιλιά, εκείνος να προστατεύει την Εκκλησία από εκείνους που την επιβουλεύονται, ενώ οι ιεράρχες να προσεύχονται γι' αυτόν στον Θεό.

Μετά τη σύνοδο της Σελευκείας (410) και τις σημαντικές για την οργάνωση της Εκκλησίας της Περσίας αποφάσεις, όλα έδειχναν ότι τα πράγματα βρίσκονταν επιτέλους σε ομαλή εξέλιξη και πρόοδο. Ο Ισαάκ είχε πεθάνει στα 410 και τον διαδέχθηκε ο μοναχός Ahai, που ήταν μαθητής του Μ ar -Α bda, ο οποίος έχαιρε της εκτιμήσεως του βασιλιά. Τον Α hai διαδέχθηκε ο Υ ahballaha το 414. Η εκλογή του έγινε με εντολή του βασιλιά Υ azdegerd, από τον οποίο έλαβε τη διαταγή να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να μεσολαβήσει για σύναψη ειρηνικών σχέσεων των δύο χωρών. Στα τέλη του έτους 419 για τον ίδιο σκοπό ήρθε στην Περσία ο επίσκοπος Αμίδης Ακάκιος, οπότε δόθηκε η ευκαιρία σύγκλησης συνόδου, στην οποία έλαβαν μέρος 11 επίσκοποι ή μητροπολίτες. Αυτή η σύνοδος εξέτασε λεπτομερώς τα θ έματα της Εκκλησίας της Περσίας, όπως της επικράτησης ειρήνης και αποφυγής των διενέξεων μεταξύ των ιεραρχών καθώς και περαιτέρω ανάπτυξης του έργου του ευαγγελισμού. Σημαντική υπήρξε η απόφαση της συνόδου να αποδεχτεί, πέρα από τους Κανόνες της Νικαία ς, εκείνους των συνόδων Αγκύρας, Νεοκαισαρείας, Γάγγρας και Λαοδικείας (22).

Μετά τον θάνατο του επισκόπου της Σελευκείας Υ ahballaha το 420 η γαλήνη που είχε επικρατήσει στην Περσία φάνηκε να διαταράσσεται. Λέγεται ότι αυτό υπήρξε συνέπεια του υπέρμετρου ζήλου που επέδειξαν ορισμένοι κληρικοί και μοναχοί, οι οποίοι με ενέργειες τους, όπως την καταστροφή ιερών των ειδωλολατρών, προκάλεσαν τους Μάγους της Περσίας. Αυτοί επηρέασαν τον βασιλιά Yazdegerd, ο οποίος, παρά την προηγούμενη εύνοια που έδειξε προς τους χριστιανούς, τώρα επέτρεψε, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη δίωξη τους. Κατά την περίοδο αυτή έχουμε και ορισμένα μαρτύρια (23), τα οποία εκτελέστηκαν με ιδιαίτερα βίαιο και σκληρό τρόπο (24). Μεταξύ αυτών γίνεται αναφορά σε ιερέα, με το όνομα Hasu, που είχε καταστρέψει ιερό των ειδωλολατρών (25). Τότε δόθηκε εντολή στον επίσκοπο Α bda (Αύδας), ο οποίος, κατά τον Θεοδώρητο (26), ήταν « πολλοίς κοσμούμενος αρετής», να προβούν οι χριστιανοί στην αποκατάσταση του ιερού. Εκείνοι αρνήθηκαν, και έτσι επέσυρε ο επίσκοπος την καταδίκη και την εκτέλεση του, και όχι μόνο, γιατί δόθηκε περαιτέρω διαταγή να καταστραφούν οι χριστιανικοί ναοί. Τα γεγονότα, βεβαίως, αυτά είχαν συμβεί σε περίοδο ανώμαλης εκκλησιαστικά κατάστασης, όταν εκκρεμούσε η εκλογή Καθολικού της Εκκλησίας της Περσίας. Η εκλογή αυτή έγινε με προώθηση στον θρόνο του Μ a ' na, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του βασιλιά, αλλά με την ισχυρή μεσολάβηση του αρχηγού του στρατού, που είχε για τον λόγο αυτό πάρει μεγάλο χρηματικό ποσό. Η στιγμή της εξορίας στην Περσίδα του Μ a ' na δεν άργησε βέβαια να έρθει. Ο γιος του Υ asdegerd, Β ahram V (Ουαραράνης ή Βαραράνης), συνέχισε τις διώξεις των χριστιανών με βίαιο τρόπο και σκληρότητα. Πολυάριθμα υπήρξαν τα θύματα επισκόπων και κληρικών. Ο διωγμός αυτός στράφηκε εναντίον ανώτερων υπαλλήλων που είχαν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό και γόνων ευγενών οικογενειών. Ορισμένοι για να αποφύγουν τον θάνατο απαρνήθηκαν την πίστη τους, ενώ άλλοι πήραν το δρόμο προς τη «Δύση». Ο πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ των δυο κρατών, Βυζαντίου και Περσών, είχε την απόληξη του με την ειρήνη του 422 και την υποχρέωση του Β ahram V να δώσει την ελευθερία στους υπηκόους του να λατρεύουν τον Θεό που πίστευαν, ενώ υπήρξε απαίτηση να ασκούν επίσης ελεύθερα τη λατρεία τους εκείνοι που διέμεναν στην Καππαδοκία και ανήκαν στο περσικό θρήσκευμα (27).

Τον Καθολικό Μ a ' na, διαδέχθηκε ο Farabokt, ο οποίος όμως αντικαταστάθηκε από τον Dadiso (422). Ας σημειωθεί ότι οι δύο προκάτοχοι του Dadiso δεν περιλαμβάνονται στα δίπτυχα της Εκκλησίας των Περσών, ίσως γιατί ο τρόπος της χειροτονίας και της ανόδου τους στον θρόνο του Καθολικού δεν έγινε κατά τους ενδεικνυόμενους εκκλησιαστικούς όρους. Η εκλογή, εξάλλου, και αυτού του Dadiso δεν έγινε αποδεκτή αρχικώς από όλους τους επισκόπους. Ο Dadiso ενοχλημένος από τις δόλιες πράξεις αντιθέτων προς αυτόν, εγκατέλειψε τον θρόνο και αποσύρθηκε στο μοναστήρι της Αραβίας Deir - Qabout. Αυτό δυσαρέστησε πολλούς επισκόπους, οι οποίοι επιθυμούσαν στην καίρια καμπή των εκκλησιαστικών ζητημάτων τους να έχουν τη συμπαράσταση του επικεφαλής της Εκκλησίας τους. Πολλοί από αυτούς συγκεντρώθηκαν κατά το 424 στη Markabta της Tayyaye, επικύρωσαν την εκλογή του Καθολικού τους και έλαβαν ιδιαίτερα σοβαρές αποφάσεις για την Εκκλησία τους. Αρχικώς καθόρισαν ότι δεν θα έπρεπε να έχει ο Καθολικός τους την αναφορά του στην Αντιόχεια και φυσικά ότι τελικά δεν ήταν ορθό να κρίνεται από τα τέκνα του, αλλά από τον ίδιο τον Θεό για τις ενέργειες του. Η αναφορά στις χαλαρές σχέσεις με τη λοιπή Εκκλησία δεν έδειχνε παρά την αναπτυσσόμενη διάθεση για απόκτηση πλήρους και σαφούς αυτονομίας και ανεξαρτησίας, προπαντός έναντι της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία δεν ήταν ανεκτό να παρεμβαίνει στις υποθέσεις της Περσικής Εκκλησίας. Έτσι ο Καθολικός τους θα αποκτούσε κύρος και αυτονομία. Πάντως τα μέτρα που λήφθηκαν έδειχναν σαφώς ότι επερχόταν η απομόνωση της Εκκλησίας των Περσών (28).

Η Σχολή της Εδέσσης, που πιστεύεται ότι ιδρύθηκε από τον άγιο Εφραίμ (29), όταν η Νίσιβη κατακτήθηκε από τους Πέρσες και οι καθηγητές, που εκεί δίδασκαν, ζήτησαν άσυλο σε χώρο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (363), έπαιζε σημαντικό ρόλο στη μόρφωση καταρχήν αξιόλογων στελεχών της Εκκλησίας που κατάγονταν από τη Συρία. Εκεί μπορούσαν οι νέοι, που είχαν έφεση για μόρφωση, να αποκτήσουν εξαίρετες θεολογικές και ειδικότερα ερμηνευτικές γνώσεις. Σε αυτήν προσέρχονταν, εξάλλου, και οι ευγενείς και φιλομαθείς νέοι από την Περσία για τους ίδιους λόγους. Ανάμεσα σε όλους αυτούς, μετά το 430, ήταν εκείνοι που παρακολούθησαν τα μαθήματα του Ίβα, όπως ο Ακάκιος του Beit Arama y é, ο Μ a ' na του Beit Ardashir, ο Ιωάννης του Beit - Garmai, ο λεπρός Ναρσής και ένας που θα απέβαινε μεγάλο όνομα, ο Βαρσουμάς της Νισίβης. Στην Έδεσσα συνεχίστηκε η παράδοση της Σχολής της Αντιοχείας. Ο Διόδωρος της Ταρσού και ο Θεόδωρος Μουψουεστίας, οι μεγάλοι αυτοί ερμηνευτές, θα αποτελέσουν τους στύλους της προσέγγισης των θεολογικών ζητημάτων. Στα 457, με τον θάνατο του Ίβα, βίαιη κίνηση των Μονοφυσιτών ανέτρεψε τα πράγματα. Ο Συμεών της Β eit - Arsam δίνει την πληροφορία, κατά τον G. Β ardy (30), ότι εκδιώχθηκαν οι Πέρσες από την Έδεσσα με τους εναπομείναντες διδασκάλους του γένους τους. Πολλοί από αυτούς κατέλαβαν θέσεις επισκόπων, όπως ο Βαρσουμάς στη Νισίβη, ο Ακάκιος στην Beit - Aramay é, ο Μ a ' na στην Β eit - Α drashir.

Μετά τον θάνατο του Badowa ϊ, ο Βαρσουμάς εισηγήθηκε στον βασιλιά P é roz να ευνοήσει με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του τη διάδοση του Νεστοριανισμού σε όλη την επικράτεια του. Η προσπάθεια του αυτή θα είχε σοβαρό αντίκτυπο στην αντίσταση όλου του λαού του κατά των Βυζαντινών, τη στιγμή μάλιστα που ο Ζήνωνας υποχρέωνε τους πάντες να υπογράψουν το Ενωτικόν . Το Χρονικόν του Μιχαήλ του Σύρου (31), δίνει σχετικές λεπτομέρειες. «Αν δεν ακολουθήσουμε στην Ανατολή», έλεγε ο Καθολικός της Σελευκείας, Β abowa ϊ, στον βασιλιά, «ένα δόγμα διαφορετικό από εκείνο των Ρωμαίων, ποτέ οι χριστιανοί υπήκοοι σου δε θα αποκτήσουν στενούς και ειλικρινείς δεσμούς μαζί σου. Δώσε μου στρατιωτικές δυνάμεις και εγώ θα μεταστρέψω όλους τους χριστιανούς του βασιλείου σου σε Νεστοριανούς.

Αυτό θα έχει ως συνέπεια να μισήσουν τους Ρωμαίους και εκείνοι με τη σειρά τους θα τους σιχαθούν». Φαίνεται ότι ο Ρé roz πείστηκε και ο Βαρσουμάς επικεφαλής στρατευμάτων περιήλθε όλες τις επαρχίες και επιδόθηκε στην προπαγάνδα για τη διάδοση του Νεστοριανισμού. Η ορμή της εξόρμησης του ήταν τόσο μεγάλη που δε θα σταματούν την εκστρατεία του, αν, φθάνοντας στα σύνορα της Αρμενίας, δεν δεχόταν σθεναρή αντίσταση.

Περί τα τέλη του 5ου αι. όμως στην Περσία φάνηκε να ενισχύεται κάπως ο Μονοφυσιτισμός. Ο Συμεών της Beit - Arsam, πολίχνης στα περίχωρα της Σελευκείας, υπήρξε ο εμψυχωτής, αυτής της κίνησης. Ο Συμεών κατόρθωσε να έχει παρέμβαση του αυτοκράτορα Αναστάσιου υπέρ αυτού και των οπαδών του. Στα 497 δύο επίσκοποι, οι papa της Β ei ί- Lapat και Υ azdad της Rewardashir, προσχώρησαν στον Μονοφυσιτισμό. Εναντίον τους ξεσηκώθηκαν 39 επίσκοποι, οι οποίοι δήλωσαν την σταθερή προσήλωση τους στον Νεστοριανισμό. Φυσικά αυτός ο αριθμός δείχνει ποια κατεύθυνση έπαιρναν τα εκκλησιαστικά πράγματα στην Περσία. Ο βασιλιάς Qawad έδωσε κύρος στην κοινή πίστη των υπηκόων του, ενώ συνέλαβε όλους τους επισκόπους και τους ηγουμένους των μονών που ανήκα ν στον Μονοφυσιτισμό. Οι τελευταίες κατά του Νεστοριανισμού αντιστάσεις είχαν πια εξαλειφθεί.

Για τα πολλά και ποικίλα ζητήματα, που προέκυψαν στην Εκκλησία της Περσίας, είχε αποφασιστεί, στη σύνοδο του Β eit - Adra ϊ του 485, να συγκληθεί μεγάλη σύνοδος για την επίλυση τους. Η σύνοδος αυτή πραγματικά συγκλήθηκε στα 486, απαρτίσθηκε όμως μόνο από 12 επισκόπους, ύστερα από την αποχή του Βαρσουμά και των επισκόπων της περιφέρειας του Beit - Arbay é, Πρόεδρος της συνόδου ήταν ο Καθολικός Ακάκιος. Πρώτο μέλημα της συνόδου υπήρξε ο καθορισμός της πίστης της Εκκλησίας της Περσίας. Στο Synodicon orientale (32) σημειώνεται: «Η πίστη μας σχετικά με την ενανθρώπηση του Χριστού δεν μπορεί να είναι άλλη παρά εκείνη της αποδοχής των δύο φύσεων, της ανθρώπινης και της θείας. Κανείς δεν πρέπει να αναμιγνύει και να συγχέει τις δύο φύσεις...». Τέλος δόθηκε η κατάληξη με τον αναθεματισμό όσων πίστευαν ή δίδασκαν ότι το πάθος ή η μεταβολή είναι συμφυής με τη θεότητα του Κυρίου μας και δε διαφύλασσαν την ενότητα του προσώπου, την πίστη σε έναν τέλειο Θεό και άνθρωπο. Αξιόλογη ακόμη ήταν η απόφαση της συνόδου για την ψήφιση Κανόνων. Μεταξύ αυτών κυρίως καθορίστηκε η μη διακίνηση των μοναχών στις πόλεις και στους λοιπούς κατοικημένους τόπους, όπου υπήρχαν κληρικοί, αλλά η παραμονή τους στα μοναστήρια και στις έρημους. Εποπτεία στους μοναχούς έπρεπε να ασκεί ο επίσκοπος. Το θέμα της αγαμίας επίσης αντιμετωπίστηκε. Η αγαμία είναι γι' αυτούς που εγκαταβιούν σε μονές. Οι διάκονοι έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να παντρευτούν και η χειροτονία διακόνων έπρεπε να γίνεται από εγγάμους, οι οποίοι μάλιστα μπορούσαν να έχουν και τέκνα. Η δυνατότητα δεύτερου γάμου δόθηκε όχι μόνο στους λαϊκούς αλλά και στους κληρικούς.

Με βάση τα ανωτέρω αντιλαμβανόμαστε ότι η διάδοση του Χριστιανισμού έγινε και εκτός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σχετικά ενωρίς και με αξιόλογα αποτελέσματα. Παρά το γεγονός ότι στην Περσία μέρος του κλήρου, επηρεασμένο ίσως και από το ιερατείο των Μάγων, δεν στάθηκε στο ανάλογο ύψος του με βάση τη χριστιανική ηθική, εντούτοις αναδείχθηκαν μεταξύ των κληρικών αξιόλογες εκκλησιαστικές προσωπικότητες καθώς και πλήθος μαρτύρων. Οι ανηλεείς πόλεμοι που για μακρό χρονικό διάστημα είχαν διεξαχθεί μεταξύ Βυζαντινών και Περσών, οι δηώσεις, αιχμαλωσίες, ανδραποδισμοί, οι καταστροφές εκ θεμελίων ναών και πόλεων καθώς και οι δογματικές διαμάχες, μαζί με το διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο και το γλωσσικό ιδίωμα των λαών, δημιούργησε όχι απλώς χάσμα αλλά μόνιμη εχθρότητα, η οποία παγίωσε ανεπίτρεπτες καταστάσεις για τη συνύπαρξη λαών, δογμάτων και θρησκειών. Στη σύγχρονη εποχή με την πρωτοβουλία κυρίως του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εμποτισμένων από τις ευαγγελικές αρχές ιεραρχών, έγινε αντιληπτό ότι ο μοναδικός δρόμος προς την κατεύθυνση της καταλλαγής και της συνεργασίας λαών, δογμάτων και θρησκειών απομένει ο διάλογος. Η προτροπή της Γραφής «Δεύτε διαλεχθώμεν » (Ησ. 1, 18) είναι μια ελπιδοφόρα πραγματικότητα, που προσφέρεται από μέρους της Εκκλησίας στην ανθρωπότητα με γνήσια ανθρωπιστική διάθεση.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. G. Burdy, « Les Eglises Perse d'Arménie au Ve siècle », στο A. Fliche - V. Martin, Histoire de l 'Eglise, v. 4, Paris 1937, σελ. 321.

2. Βασική έκδοση των Αποκρύφων των Αποστόλων είναι εκείνη του W. Wright, Apocryphal Acts of the Apostles, London 1871. Πρόσφατη έκδοση Απόκρυφων Πράξεων έχουμε από τον Ιω. Καραβιδόπουλο, Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα, Β΄ Απόκρυφες Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, Θεσσαλονίκη 2004, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

3. Ο Θαδδαίος (Ματθ. 10,3 και Μαρκ. 3,18) φέρεται σε ορισμένους κώδικες της Καινής Διαθήκης και με το όνομα Λεββαίος, που και το πρώτο και το δεύτερο όνομα θεωρείται ως το επίθετο του Ιούδα-όχι φυσικά του Ισκαριώτη-του μαθητή του Κυρίου. Εδώ όμως η αναφορά γίνεται στον Θαδδαίο ή Αδδαίο, που ανήκε στους εβδομήντα δύο μαθητές του Ιησού, σύμφωνα με τον Ευσέβιο και τους Σύρους συγγραφείς. Πρβλ. Α. Γκλαβίνα, Οι δώδεκα απόστολοι, Κατερίνη, χ.χρ. σσ. 97 και 125.

4. Το απόκρυφο κείμενο που αναφέρεται στο γεγονός αυτό έχει και την επιγραφή Εδεσσηναί Πράξεις .

5. Πρβλ. Πολ. Αθανασιάδη- Fowden, «Από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (324-642)», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, τομ. Ζ΄, 43 κ.ε.

6. Ως επίσημο κείμενο της Αβέστα θεωρήθηκε αργότερα επί Σαπώρ Β΄, εκείνο που ενέκρινε σύνοδος υπό την προεδρία του ιερέα Ατουρπάτ, γιου του Μαχρασπάντ. Βλ . Οι Θρησκείες, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1992, σελ. 11.

7. Για τον Ζωροαστρισμό βλ. τη μελέτη του G. Widengen, Die religionen Irans, Stuttgart, 1965. Εκτός από τον ορθόδοξο κανόνα της αντιμετώπισης του Ζωροαστρισμού, είχαμε και αποκλίσεις του, όπως τον Ζερβανισμό, Μανιχαϊσμό, Μασδακισμό.

8. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Ι, ΙΓ΄, PG 20, 120B κ.ε.

9. Ευαγρίου, Ιστορ. Εκκλ. IV, ΚΖ΄, PG 86 B, 2745 C.

10. Το κείμενο των ψευδεπιγράφων επιστολών παρατίθεται στο έργο που μνημονεύσαμε του Ευσεβίου, οπ.π. 21Β (η πρώτη) και στ. 124Α (η δεύτερη).

11. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, όπου τονίζεται ότι οι συμπατριώτες του ένιωσαν έκπληξη ακούοντας τον «υιό του τέκτονος» να διδάσκει και εξέφραζαν την απορία, λέγοντας « πόθεν τούτω η σοφία αύτη;» (Ματθ. 13, 54-55) και «πώς ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς ;» (Ιω. 7,15).

12. Ευσεβίου, οπ.π.. Ι, ΙΓ΄, PG 125 B.

13. Πραξ. 2,9.

14. Ευσεβίου, οπ. π. ΙΙΙ, Α΄, PG 20, 213D- 216A.

15. Για τη δράση και το έργο του Θωμά βλ. Α. Γκλαβίνα, οπ.π. σελ. 93 κ.ε.

16. Οι Πάρθοι ήταν σκυθικής καταγωγής, νομαδικός λαός, συγγενικός των Περσών, που εγκαταστάθηκε από την Κεντρική Ασία στην Περσία. Είχαν ιδρύσει δικό τους κράτος που καταλύθηκε από τους Πέρσες στα 226 π.Χ.

17. Για τον Ζωροαστρισμό βλ. M. Boyce, A History of Zoroastrism, v. 1-2, Leiden, 1975- 1982.

18. Επιστολή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου προς τον Σαπώρ Β΄, την οποία αναφέρει ο Ευσέβιος, Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου του βασιλέως IV, Θ΄, PG 20, 1157 B κ.ε. αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μεσολάβησης του βυζαντινού αυτοκράτορα για επίδειξη από πλευράς της περσικής εξουσίας «αγάπης» και «φιλανθρωπίας» προς τους χριστιανούς.

19. Βλ. τα σχετικά στο J. Labourt, Le christianisme dans l'empire perse sous la dynastie sassanide (224- 632), Paris 1904.

20. Πρβλ. Αθανασιάδη - Fowden, οπ. π.. σελ. 83.

21. Βλ. J. Labourt, οπ. π. σελ. 96.

22. Synodicon Orientale, ed. Chabot, σελ. 280 κ. ε.

23. Για τα μαρτύρια αυτά κάνει λόγο ο Θεοδώρητος, Ιστορία Εκκλησιαστική, V, ΛΗ΄, PG 82, 1272 A.

24. Ο Θεοδώρητος, οπ.π. στ. 1272 D κ.ε., σημειώνει χαρακτηριστικά «τας δε των τιμωριών ιδέας και των κολαστηρίων τας επίνοιας, ας τοις ευσεβέσει προσήνεγκαν, ου ράδιον φράσαι » και δίνει ανατριχιαστική περιγραφή των μαρτυρίων. Αναφέρει ονομαστί ορισμένους από τους μάρτυρες, δίνοντας λεπτομέρειες των φρικτών μαρτυρίων τους, όπως τον Αύδα, τον Ορμίσδη, τον Σουήνη και τον διάκονο Βενιαμίν.

25. Τα ιερά αυτά αποκαλούνται Πυρεία, γιατί σε αυτά ως θεό λάτρευαν το πυρ.

26. Θεοδωρήτου, ό.π ., στ. 1272Α.

27. Βλ Ρ. Β edjan, Α cta martyrum et sanctorum, Leipzing 1895, τόμ. IV, σσ. 170-181 και J . Labourt, ό . π ., σσ. 109-118.

28. Synodicon Orientale, ed. Chabot, σελ. 285 κ. ε.

29. Η διαθήκη του Αγ. Εφραίμ μεταφράστηκε και εκδόθηκε από τον R. Duval. Journal Asiatique, s. 9, v. XVIII, 1901, 234- 319. Τις αρετές και τις ικανότητες του Εφραίμ εξαίρει ο Σωζομενός, Ιστορία Εκκλησιαστική ΙΙΙ, ΙΣΤ΄, PG 67, 1085 C κ.ε.

30. G. Burdy, εργ. Μνημ. Σελ. 327.

31. Βλ . Χρονικόν του Μιχαήλ του Σύρου, ed. Chabot, σελ. 427.

32. 5ynodicon Orientale, ed. Chabot, σελ. 302 κ. ε.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.