ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Η Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1686) και η Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας (1686)

Βλασίου Ι.Φειδά
Ομ. Καθηγητού Πανεπ. Αθηνών

Η απόφαση της Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας για τη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο προβάλλει ως ένα πλασματικό έρεισμα την αυθαίρετη ερμηνεία των επισήμων κειμένων περί της Συνοδικής Πράξεως του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ' (1686), την οποία ερμηνεύουν ακριτως με την εσφαλμένη μέθοδο της «λήψεως του ζητουμένου» (petitio principii), για να υποστηρίξουν προφανώς την επιθυμητή πρόταση, ήτοι ότι δήθεν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ' με τη Συνοδική Πράξη του υπήγαγε πλήρως και οριστικώς την Μητρόπολη Κιέβου της Ουκρανίας στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας.

Βεβαίως, το Πατριαρχείο Μόσχας γνωρίζει καλώς ότι το «ζητούμενον» δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα τόσο στη συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη , όσο και στις σχετικές Επιστολές του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τους τσάρους Ιβάν και Πέτρο, προς τον Πατριάρχη Μόσχας Ιωακείμ (1674-90), προς τον Ετμάνο των Κοζάκων της Κριμαίας Σαμοΐλοβιτς, προς την Ιεραρχία και τον ιερό Κλήρο και προς τον λαό της Ουκρανίας. Άλλωστε, γνωρίζει επίσης καλώς ότι μέχρι το 1686 ο μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσσίας, με την αχανή δικαιοδοσία στη Λιθουανία, τη Λευκορωσσία και την Ουκρανία, υπαγόταν ως «Πατριαρχική Εξαρχία» στην άμεση και πλήρη κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Β. Ι. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία, ΙΙΙ , 613-614).

Πράγματι, η κανονική δικαιοδοσία του Πατριάρχη Μόσχας περιοριζόταν ρητώς μόνο στα εδαφικά όρια του «Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας και των υπερβορείων μερών» και όχι βεβαίως στις νοτίως του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας χώρες, ήτοι στην Ουκρανία η Μικρή Ρωσσία . Ωστόσο, με την επέκταση της κυριαρχίας του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας προσαρτήθηκαν στην κυριαρχία του οι ανατολικές επαρχίες τόσο της Λευκορωσσίας , όσο και της Ουκρανίας . Υπό το πνεύμα αυτό, ο τσάρος Μ. Πέτρος ανταποκρίθηκε στο επίμονο αίτημα του Πατριάρχη Μόσχας Ιωακείμ (1674-90) να ζητήση από τον Οικουμενικό Πατριάρχη την υπαγωγή και στην εκκλησιαστική του δικαιοδοσία των προσαρτηθεισών στη κυριαρχία του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας ανατολικών επαρχιών της Ουκρανίας.

Βεβαίως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης απέρριψε το αίτημα του τσάρου και με Συνοδική Πράξη (1686) παραχώρησε κατ' οικονομίαν στον Πατριάρχη Μόσχας μόνο «την άδειαν» να χειροτονή η να ενθρονίζη τον εκλεγμένο από την Κληρικολαϊκή συνέλευση της Μητροπόλεως Κιέβου υποψήφιο Μητροπολίτη Κιέβου, υπό τον απόλυτο όμως και απαραιτητο όρο, ότι ο Μητροπολίτης Κιέβου θα μνημονεύη σε κάθε θεία Λειτουργία το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη , ήτοι παρέμεινε πάντοτε ως «έξαρχος» στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Πράγματι, η Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ' (1686), η οποία κοινοποιήθηκε με σχετικές Επιστολές στους τσάρους Ιβάν και Πέτρο, στον πατριάρχη Μόσχας Ιωακείμ, στον Έτμάνο των Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, στην Ιεραρχία και τον ι. Κλήρο και στον λαό της Μητροπόλεως Κιέβου, όριζε με εντυπωσιακή σαφήνεια τα ακόλουθα:

«Ο εν αγίω Πνεύματι αγαπητός και περιπόθητος αδελφός και συλλειτουργός της ημών μετριότητος (=πατριάρχης Μόσχας) έχη επ' αδείας χειροτονείν Κιέβου Μητροπολίτην κατά την εκκλησιαστικήν διατύπωσιν,... ενός μόνου φυλαττομένου, δηλαδή ηνίκα ο Μητροπολίτης Κιέβου ιερουργών είη την αναίμακτον θείαν μυσταγωγίαν εν τη παροικία ταύτη, μνημονεύοι εν πρώτοις του σεβασμίου ονόματος του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου, ως όντος πηγή και αρχή, υπερκειμένου πάντων των πανταχού παροικιών τε και επαρχιών, έπειτα του Πατριάρχου Μοσκοβίας...».

Είναι λοιπόν αυτονόητο, κατά την ομόφωνη κανονική παράδοση , ότι τόσο η «επ' αδείας» του Οικουμενικού Πατριάρχη κατ'οικονομίαν χειροτονία η ενθρόνιση από τον Πατριάρχη Μόσχας του εκλεγομένου από την Κληρικολαϊκή συνέλευση της Μητροπόλεως Κιέβου μητροπολίτη, μετά την προσάρτηση των ανατολικών επαρχιών της Ουκρανίας και της Λευκορωσσίας στην κυριαρχία του «Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας και των υπερβορείων μερών», όσο και η απαραίτητη κανονική υποχρέωση του εκάστοτε Μητροπολίτη Κιέβου να μνημονεύη πάντοτε στο «εν πρώτοις…» του «σεβασμίου ονόματος» του εκάστοτε Οικουμενικού πατριάρχη, επιβεβαιώνουν πλήρως, παρά τα αντιθέτως και θορυβωδώς προβαλλόμενα πλασματικά και αβάσιμα επιχειρήματα , τη διατήρηση απαραβίαστης της εξαρχικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Μητρόπολη Κιέβου, αφού η κατ' οικονομίαν γενομένη παραχώρηση στον Πατριάρχη Μόσχας ίσχυε μέχρι την πιθανή ανάκλησή της.

Συνεπώς, με τη συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1686) όχι μόνο δεν παραχωρήθηκαν πλήρως η οριστικώς στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας οι ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας και της Λευκορωσσίας, όπως ισχυρίζονται ακρίτως οι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας αλλ'αντιθέτως διακηρύχθηκε το απαραβίαστο της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε ολόκληρη την έκταση της Μητροπόλεως του Κιέβου. Η διαπίστωση αυτή πλήρως θεμελιωμένη στις σχετικές Επιστολές του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ' προς τον προστάτη της Μητροπόλεως Κιέβου Ετμάνο των Κοζάκων της Κριμαίας Σαμοΐλοβιτς, προς την Ιεραρχία και τον ι. Κλήρο και προς τον ευλαβή λαό της Μητροπόλεως Κιέβου, αφού επιβεβαιώνουν ρητώς το κανονικό καθεστώς της Μητροπόλεως Κιέβου ως «εξαρχίας» του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη .

Η κοινή αυτή διαπίστωση εξηγεί τη μετάθεση της αποφάσεως της Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας για τη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε άσχετα προς το κύριο θέμα της Αυτοκεφαλίας κανονικά ζητήματα, όπως λ.χ. με τις άβάσιμες και άκριτες, όπως θα δούμε, αμφισβητήσεις του κανονικού δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου να δέχεται το Έκκλητον από άλλα Πατριαρχεία η αν έχη το κανονικό δικαίωμα κατά την εφαρμογή του Εκκλήτου να δεχθή σε κοινωνία καταδικασθέντες σχισματικούς από άλλα Πατριαρχεία η αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Βεβαίως, η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσσίας, πριν λάβη την απόφαση αυτή με αβάσιμα και πλασματικά επιχειρήματα, θα έπρεπε να λάβη υπ'όψη της τουλάχιστον τον Τόμον , των Πατριαρχών των πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής (1663), ο οποίος, όπως θα δούμε, ζητήθηκε από τον τσάρο για την κρίση του Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα και περιέχει την ομόφωνη και σαφή Απόκρισιν των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής τόσο για το Έκκλητον στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όσο και για τα όρια της κανονικής δικαιοδοσίας του ως προς την αποδοχή η την απόρριψη της εκκλήτου προσφυγής.

Συνεπώς, το καίριο ζήτημα στη συγκεκριμένη εκκλησιαστική διαφωνία είναι η απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα, αν οι ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας και της Λευκορωσσίας, οι οποίες εντάχθηκαν στην κυριαρχία του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας , περιήλθαν οριστικώς η όχι στην πλήρη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας με τη συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη του 1686. Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική από την ίδια τη Συνοδική Πράξη , η οποία παρέχει κατ' οικονομίαν απλώς και μόνο «την άδειαν» να χειροτονή η να ενθρονίζη ο Πατριάρχης Μόσχας τον εκλεγόμενο από την Κληρικολαϊκή συνέλευση της Μητροπόλεως Κιέβου υποψήφιο, υπό τον απαραίτητο όμως όρο, ότι ο χειροτονούμενος από τον Πατριάρχη Μόσχας Μητροπολίτης Κιέβου θα μνημονεύη πάντοτε και απαραιτήτως στο «εν πρώτοις…» του «σεβασμίου ονόματος» του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχη, προς συνεχή βεβαίωση της εξαρτήσεώς του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

 

Α'. ΤΟ ΚΥΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ

Είναι λοιπόν προφανές τόσο από το Ανακοινωθέν της αποφάσεως της Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας, όσο και από τα προβαλλόμενα ως δήθεν κανονικά σχόλια των θεολογικών συμβούλων του, τα οποία συνάπτονται στην Εγκύκλια Επιστολή του Πατριάρχη Μόσχας προς όλους τους Προκαθημένους των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ότι τα προβαλλόμενα επιχειρήματα ως προς την αμφισβήτηση του κανονικού δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου να κινήση τη διαδικασία για την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της δοκιμαζομένης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας είναι όχι μόνο παντελώς αβάσιμα, αλλά και προφανώς πλασματικά, αφού τα ερμηνεύουν εσφαλμένως και τα προβάλλουν αφελώς, με την προκλητική μάλιστα μέθοδο «της λήψεως του ζητουμένου», ήτοι ως προς:

 

α'. Το κύρος της Συνοδικής αποφάσεως .

Οι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας υποστηρίζουν, ότι δήθεν η Συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ' να παραχωρήση κατ'οικονομίαν στον Πατριάρχη Μόσχας Ιωακείμ (1674-90) «την άδειαν» να χειροτονή η να ενθρονίζη τον εκλεγόμενο από την Κληρικολαϊκή συνέλευση της Μητροπόλεως Κιέβου Μητροπολίτη δηλώνει δήθεν την οριστική και πλήρη παραχώρηση της Μητροπόλεως Κιέβου στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, καίτοι έγινε υπό τον ρητό, κατηγορηματικό και σαφώς απαραίτητο όρο, ότι ο εκάστοτε Μητροπολίτης Κιέβου θα μνημονεύη πάντοτε και σε κάθε θεία Λειτουργία «του σεβασμίου ονόματος» του εκάστοτε Οικουμενικού πατριάρχη (1686). Είναι όμως επίσης πολύ σημαντικό, ότι και η κατ'οικονομίαν δοθείσα «άδεια» στον Πατριάρχη Μόσχας να χειροτονή η να ενθρονίζη τον Μητροπολίτη Κιέβου προκάλεσε τις οξύτατες αντιδράσεις της Ιεραρχίας της Μητροπόλεως Κιέβου, γι' αυτό οι εκλεγόμενοι μητροπολίτες δεν μετέβαιναν στη Μόσχα για την χειροτονία τους και δεν συμμετείχαν στη Σύνοδο του Πατριαρχείου Μόσχας.

Ωστόσο, το « Ανακοινωθέν » της Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας, όπως και τα εκτενή σχόλια των θολογικών του συμβούλων στην Εγκύκλια Επιστολή του Πατριάρχη Μόσχας προς τους Προκαθημένους των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ερμηνεύουν αυθαιρέτως και εσφαλμένως εξ αγνοίας η σκοπίμως τόσο «την άδειαν» του Οικουμενικού Πατριάρχη στον Πατριάρχη Μόσχας να χειροτονή η να ενθρονίζη τον Μητροπολίτη Κιέβου, όσο και το απαραίτητο κανονικό «Μνημόσυνον» του Οικουμενικού Πατριάρχη από τους μητροπολίτες Κιέβου. Ωστόσο, υποστηρίζουν ένα επιθυμητό, πλασματικό και παντελώς αβάσιμο συμπέρασμα, ήτοι ότι δήθεν «ο Οικουμενικός Πατριάρχης παρέδωσε πλήρως και οριστικώς την Μητρόπολη Κιέβου στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας και ότι δήθεν μετά το 1686 Μητέρα Εκκλησία της Μητροπόλεως Κιέβου κατέστη το Πατριαρχείο Μόσχας», στη δικαιοδοσία του οποίου εντάχθηκε δήθεν οριστικώς η Μητρόπολη Κιέβου, με την υποτιθέμενη δήθεν συναίνεση και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Προφανώς, οι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας αγνοούν πλήρως η επιθυμούν να αγνοούν σκοπίμως το εκκλησιολογικό βάθος του κανονικού θεσμού του «Μνημοσύνου» όχι μόνο για τη σαφή και οριστική κανονική περιγραφή όλων των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών προς αποφυγήν ανεπιθυμήτων και οπωσδήποτε επικινδύνων για την ενότητα της Εκκλησίας δικαιοδοσιακών συγχύσεων, αλλά και για την ίδια την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην κοινωνία της πίστεως και στον σύνδεσμο της αγάπης. Πράγματι, το «Μνημόσυνον» καθιερώθηκε ως ένα απολύτως αναγκαίο και οπωσδήποτε απαραίτητο κανονικό κριτήριο για όλες τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες τόσο για τον ορισμό των κανονικών εδαφικών ορίων της εκκλησιαστικής τους δικαιοδοσιακής ταυτότητας και της όλης εσωτερικής λειτουργίας κάθε αυτοκέφαλης Ορθοδόξου Εκκλησίας, όσο και για τη βεβαίωση της ενότητας και της κοινωνίας της με όλες τις άλλες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Συνεπώς, η αδιάλλακτη αξίωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να διαφυλαχθή απαραβίαστο το κανονικό δικαίωμα της Μητρός Εκκλησίας για το «Μνημόσυνον» του «σεβασμίου ονόματος» του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχη από τον εκάστοτε Μητροπολίτη Κιέβου σε κάθε θεία Λειτουργία ήταν μία αυτονόητη και οπωσδήποτε απαραίτητη, αφ'ενός μεν γιατί δηλώνει σαφώς τη διατήρηση της πλήρους κανονικής δικαιοδοσίας του στη Μητρόπολη Κιέβου, η οποία εκφράζεται και με το κανονικό δικαίωμα παραχωρήσεως στον Πατριάρχη Μόσχας «της αδείας» να χειροτονή η να ενθρονίζη κατ' οικονομίαν μόνο τον εκλεγόμενο Μητροπολίτη από την Κληρικολαϊκή συνέλευση της Μητροπόλεως Κιέβου, λόγω της προσαρτήσεως μόνο των ανατολικών επαρχιών της Ουκρανίας και της Λευκορωσσίας στην κυριαρχία του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας .

Αντιθέτως, οι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας υποστηρίζουν αφελώς η σκοπίμως, ότι δήθεν ο τεθείς απαραίτητος όρος της «μνημονεύσεως» του «σεβασμίου ονόματος» του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου για τη συμβατική παραχώρηση «της αδείας» στον Πατριάρχη Μόσχας να χειροτονή η να ενθρονίζη κατ' οικονομίαν τον Μητροπολίτη Κιέβου, καλύφθηκε δήθεν με το άσχετο προς το συγκεκριμένο θέμα κανονικό «Μνημόσυνον» στις Πατριαρχικές θείες Λειτουργίες των τεσσάρων Πατριαρχών των πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής. Προφανώς, το πλασματικό αυτό επιχείρημα προβλήθηκε για να αποσυνδέσουν αυθαιρέτως στο «εν πρώτοις…» το αποκλειστικό «Μνημόσυνον» του Οικουμενικού Πατριάρχη από την κανονική δικαιοδοσία του στη Μητρόπολη Κιέβου, γιατί γνωρίζουν καλώς ότι η «μνημόνευση» δηλώνει σαφώς την κανονική του δικαιοδοσία.

Υπό το πνεύμα αυτό, προέβαλαν αφελώς τον επίσης πλασματικό και παντελώς αβάσιμο συλλογισμό, ότι δήθεν «το αίτημα του Πατριάρχη Διονυσίου Δ' να μνημονεύεται ο Κωνσταντινουπόλεως από τον Μητροπολίτη Κιέβου κατά τις θείες Ακολουθίες, στα πλαίσια της ρωσσικής παραδόσεως, ήταν αδύνατον να δηλώνη την αποδοχή της ιεραρχικής σχέσεως του Κιέβου με την Κωνσταντινούπολη, εφ'όσον μετά τη μεταρρύθμιση του Νίκωνα οι Πατριάρχες της Ανατολής εμνημονεύοντο σε κάθε ναό». Η επίκληση όμως από τους θεολογικούς συμβούλους του Πατριαρχείου Μόσχας του γενικού κανονικού «Μνημοσύνου» των τεσσάρων Πατριαρχών των πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής στις Πατριαρχικές θείες Λειτουργίες είναι παντελώς άσχετη προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Άλλωστε, το «Μνημόσυνον» των τεσσάρων Ορθοδόξων Πατριαρχών αναφέρεται μόνο στις αναγκαίες αμοιβαίες κανονικές σχέσεις των Προκαθημένων των ομοταγών Πατριαρχικών θρόνων και των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενώ το «Μνημόσυνον» του Οικουμενικού Πατριάρχη στη Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ' (1686) αναφέρεται ρητώς στην εσωτερική λειτουργία της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού θρόνου. Βεβαίως, το «Μνημόσυνον» των τεσσάρων Πατριαρχών δεν αναφέρεται και στην καθιερωμένη ειδικότερη εσωτερική δικαιοδοσιακή αναφορά του Μνημοσύνου μιας αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτοι στη σχέση της με την πραγματική Μητέρα Εκκλησία , όπως στην περίπτωση της Μητροπόλεως Κιέβου, η οποία ταυτίζεται πλήρως και αδιαμφισβητήτως με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Είναι λοιπόν ευνόητο ότι η παντελώς αβάσιμη και σαφώς πλασματική προβολή της αξιώσεως του Πατριαρχείου Μόσχας να χαρακτηρισθή ως Μητέρα Εκκλησία της Μητροπόλεως Κιέβου, με μόνο μάλιστα έρεισμα την επέκταση της κυριαρχίας του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας σε ορισμένες μόνο επαρχίες της Λευκής και της Μικρής Ρωσσίας , αφού οι επαρχίες αυτές ανήκαν στη Μητρόπολη Κιέβου της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπό το πνεύμα αυτό, η παραχώρηση από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στον Πατριάρχη Μόσχας «της αδείας» να χειροτονή η να ενθρονίζη τον Μητροπολίτη Κιεβου κατ'οικονομίαν και υπό συγκεκριμένους κανονικούς όρους, γι'αυτό δεν ήταν δυνατόν να υποκαταστήση η να ακυρώση τη μακραίωνη κανονική σχέση της Μητροπόλεως Κιέβου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Άλλωστε, η εκκλησιαστική Ιεραρχία της Ουκρανίας απέρριπτε αδιαλλάκτως και αυτήν ακόμη «την άδειαν» του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ενθρόνιση του Μητροπολίτη Κιέβου από τον Πατριάρχη Μόσχας, γι' αυτό οι εκλεγόμενοι Μητροπολίτες δεν μετέβαιναν στη Μόσχα για τη χειροτονία η την ενθρόνισή τους και δεν συμμετείχαν στη Σύνοδο του Πατριαρχείου Μόσχας (Β. Ι. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία , ΙΙΙ, 613 κεξ.).

 

β'. Το εξαρχικό καθεστώς της Μητροπόλεως Κιέβου .

Οι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας ισχυρίζονται ότι δήθεν ο Μητροπολίτης Κιέβου δεν ήταν «έξαρχος» του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ', καίτοι ειδικότερα στις Επιστολές του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τον Ετμάνο των Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, προς την Ιεραρχία και τον ι. Κλήρο και προς τους πιστούς της Μητροπόλεως Κιέβου ο Μητροπολίτης Κιέβου προσαγορευόταν με τον καθιερωμένο στην παράδοση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτοι ως « ιερώτατος και υπέρτιμος Μητροπολίτης Κιέβου, έξαρχος πάσης Ρωσσίας », αφού ο τίτλος αυτός δήλωνε σαφώς την άμεση εξαρχική εξάρτησή του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ωστόσο, οι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας προσπαθούν να αποκλείσουν την κανονική «εξαρχική σχέση» του Μητροπολίτη Κιέβου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, γι'αυτό προβάλλουν αφελώς ως αναγκαία πλασματικά επιχειρήματα , αφ'ενός μεν τον αδιανόητο και αυθαίρετο χαρακτηρισμό των σημαντικών αυτών επισήμων Πατριαρχικών Επιστολών για το κανονικό καθεστώς της Μητροπόλεως Κιέβου ως δήθεν «επουσιωδών Πατριαρχικών Γραμμάτων», αφ'ετέρου δε το επίσης παντελώς αβάσιμο και προφανώς πλασματικό συμπέρασμα, ότι δήθεν η έκφραση «έξαρχος πάσης Ρωσσίας» για τον Μητροπολίτη Κιέβου «δεν δηλώνει την ιδιότητά του ως εξάρχου του Κωνσταντινουπόλεως, διότι η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιήθηκε ως ιστορικός τιμητικός τίτλος».

Εν τούτοις, οι ίδιοι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας δεν μπορούσαν να αποκρύψουν ότι, ένα χρόνο πριν από τη Συνοδική Πράξη (1686) του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την παραχώρηση κατ' οικονομίαν «της αδείας» για τη χειροτονία η την ενθρόνιση του Μητροπολίτη Κιέβου από τον Πατριάρχη Μόσχας Ιωακείμ, ο προστάτης της Μητροπόλεως Κιέβου Ετμάνος των Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, με Επιστολή του προς τους τσάρους Ιβάν και Πέτρο (1685), υποστήριξε το κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη, ώστε ο ενθρονιζόμενος από τον Πατριάρχη Μόσχας Μητροπολίτης Κιέβου να φέρη τον τίτλο «έξαρχος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως». Υπό την έννοια αυτή, η κατ'οικονομίαν παραχώρηση «της αδείας» στον Πατριάρχη Μόσχας να χειροτονή η να ενθρονίζη τον Μητροπολίτη Κιέβου, έγινε υπό τον ρητό και απαράβατο όρο, ότι ο Μητροπολίτης Κιέβου θα μνημονεύη πάντοτε και απαραιτήτως σε κάθε θεία Λειτουργία «του σεβασμίου ονόματος» του Οικουμενικού Πατριάρχου.

Είναι λοιπόν πολύ χρακτηριστική και η αιτιολόγηση της συγκεκριμένης Επιστολής του Ετμάνου των Κοζάκων στους τσάρους της Ρωσσίας Ιβάν και Πέτρο (1685), ότι ο Μητροπολίτης Κιέβου, ως «έξαρχος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως», θα μπορούσε να επεκτείνη την εξουσία τους και στην εκτός του Βασιλείου της Μοσκοβίας Ιεραρχία της Δυτικής Ουκρανίας. Συνεπώς, είναι προφανώς εσφαλμένο το αυθαίρετο και πλασματικό συμπέρασμα των θεολογικών συμβούλων του Πατριαρχείου Μόσχας, ότι δήθεν «η χρήση του όρου έξαρχος αδυνατεί να δηλώνη κατά τρόπο σαφή, ότι ο Κωνστατινουπόλεως εξακολουθούσε να θεωρή τον Μητροπολίτη Κιέβου ως υπαγόμενο υπό τη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως ...».

 

γ'. Τα όρια της κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας.

Οι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας προβάλλουν την αυθαίρετη, πλασματική και παντελώς αβάσιμη ερμηνεία της ταυτόσημης περιγραφής στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο (1590) για την ανακήρυξη της Μητροπόλεως Μόσχας σε Πατριαρχείο των εδαφικών ορίων τόσο του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας και των υπερβορείων μερών , όσο και της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας . Βεβαίως, τα εδαφικά αυτά όρια καθορίσθηκαν με το «επιτοπίως» επιδοθέν «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμίου Β' (1589) και με τον «Τόμον» της Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1590). Ο «Τόμος» αυτός επισφραγίσθηκε με τη σύγκληση και της δεύτερης Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1593 για την αποδοχή του και από τον νεοεκλεγέντα Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιο Πηγά.

Υπό την προοπτική αυτή, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας δήλωσε ρητώς: «Δίκαιον ουν κρίνω... τον θρόνον της ευσεβεστάτης και ορθοδόξου πόλεως Μοσκόβου είναί τε και λέγεσθαι Πατριαρχείον, δια το βασιλείας αξιωθήναι παρά Θεού την χώραν ταύτην, πάσάν τε την Ρωσσίαν (=Μεγάλην) και τα υπερβόρεια μέρη υποτάσσεσθαι τω Πατριαρχικώ θρόνω Μοσκόβου και πάσης Ρωσσίας και των υπερβορείων μερών, κεφαλήν είναι και επιγινώσκεσθαι κατά τον λδ' (=κανόνα) των αγίων και πανευφήμων αποστόλων... Αδελφόν είναι και λέγεσθαι των ορθοδόξων Πατριαρχών... και υπογράφεσθαι...: Πατριάρχης Μοσκόβου και πάσης Ρωσσίας και των υπερβορείων μερών» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Έγγραφα ., ΙΙΙ, 10-17).

Είναι λοιπόν προφανές, ότι τα όρια της κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας καθορίσθηκαν σαφώς και οριστικώς με κύριο κανονικό γνώμονα τα εδαφικά όρια του «Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας και των υπερβορείων μερών», στα οποία δεν ανήκαν βεβαίως οι επαρχίες της Μητροπόλεως Κιέβου στη Λιθουανία , τη Λευκορωσσία και στην Ουκρανία . Η επισήμανση αυτή είναι αδιαμφισβήτητη, αφού επιβεβαιώνεται πλήρως ήδη και από τις πολλές εκλησιαστικές πράξεις του Οικουμενικού πατριάρχη Ιερεμίου Β' ήδη κατά την επιστροφή του από τη Μόσχα στην Κωνσταντινούπολη (1589) για τη ριζική αναδιοργάνωση της λατινόφιλης η διεφθαρμένης Ιεραρχίας της Μητροπόλεως Κιέβου, γι'αυτό όρισε αυτοδικαίως πατριαρχικό έξαρχο για την εποπτεία της κανονικής λειτουργίας της (Β. Ι. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία, ΙΙΙ, 608 κεξ.).

Το καθεστώς λοιπόν αυτό διατηρήθηκε αμετάβλητο και μετά τη Συνοδική Πράξη του 1686, όπως συνάγεται και από τις προαναφερθείσες σχετικές Επιστολές του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ' προς τον προστάτη της Μητροπόλεως Κιέβου Ετμάνο των Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, προς την Ιεραρχία και τον ι. Κλήρο της Μητροπόλεως Κιέβου και προς τον ευλαβή λαό της Ουκρανίας. Προφανώς, οι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας αναζήτησαν άλλα πλασματικά η και ουτοπικά επιχειρήματα για την αμφισβήτηση του εξαρχικού καθεστώτος της Μητροπόλεως Κιέβου υπό την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπό το πνεύμα αυτό, κατέφυγαν σε μία προφανώς πλασματική και σαφώς εσφαλμένη ερμηνεία του ασαφούς εδαφικού όρου « υπερβορείων μερών » στο τίτλο του Πατριάρχη Μόσχας («Πατριάρχης Μοσκόβου και πάσης Ρωσσίας και των υπερβορείων μερών»), ο οποίος δήλωνε σαφώς τα βορειότερα μέρη από το Βασίλειο της Μεγάλης Ρωσσίας .

Βεβαίως, οι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας, καίτοι γνωρίζουν καλώς την αληθή γεωγραφική αναφορά του εδαφικού όρου «υπερβόρεια μέρη» κατ'αναφοράν προς το Βασίλειο της Μεγάλης Ρωσσίας , εν τούτοις ισχυρίζονται αφελώς, ότι δήθεν «αυτή η διατύπωση δεν καθορίζει επακριβώς τα όρια». Η προβαλλομένη όμως ασάφεια του όρου αυτού χρησιμοποιήθηκε σκοπίμως για να υποστηριχθή η δική τους σαφώς πλασματική και προφανώς εσφαλμένη ερμηνεία, ήτοι ότι δήθεν, ήδη κατά την ανακήρυξη του Πατριαρχείου Μόσχας (1589), «υπό τη δικαιοδοσία του υπήχθησαν ουσιαστικά όλες οι βορειότερα του Βυζαντίου ευρισκόμενες χώρες» στο Πατριαρχείο Μόσχας. Υπό το πνεύμα αυτό, υποστηρίχθηκε επίσης αυθαιρέτως το «ζητούμενον», ήτοι ότι δήθεν ο ασαφής αυτός εδαφικός όρος «ουδόλως σημαίνει ότι το κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Μόσχας οφείλει να περιορίζεται εντός των ορίων του Βασιλείου της Μοσχοβίας του τέλους του ΙΣΤ' αιώνα», γι'αυτό αναγκάζονται να ισχυρισθούν επίσης εσφαλμένως, ότι δήθεν ο όρος «πάσης Ρωσσίας» κατά την εποχή εκείνη δήλωνε όχι μόνο την «Μεγάλη», αλλά και την «Μικρή» (Ουκρανία) και τη «Λευκή» (Λευκορωσσία).

Είναι όμως ευνόητο ότι τόσο πριν, όσο και μετά τις αποφάσεις της Συνοδικής Πράξεως του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ' (1686) η «Μικρή» (Ουκρανία) και η «Λευκή» Ρωσσία ανήκαν στην άμεση κανονική δικαιοδοσία της υπαγομένης στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Μητροπόλεως Κιέβου. Επομένως, η οποιαδήποτε πλήρης η μερική επέκταση της κανονικής εδαφικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας στις περιοχές αυτές, ήτοι πέρα των περιγραφομένων στον ιδρυτικό Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο (1590) εδαφικών ορίων του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας και των υπερβορείων μερών , ήταν δυνατή μόνο με την έκδοση αντιστοίχων Πατριαρχικών και Συνοδικών Τόμων η Πατριαρχικών και Συνοδικών Πράξεων . Άλλωστε, η έκδοσή τους ήταν πάντοτε κανονικώς αναγκαία και απαραίτητη για να καταγραφούν οι συγκεκριμένοι λόγοι , οι κανονικοί όροι και οι εκκλησιαστικές συνέπειες για την προσαρτωμένη περιοχή. Οι όροι αυτοί περιγράφονται και στη Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού πατριάρχη Διονυσίου Δ' για το κατ'οικονομίαν ιδιότυπο καθεστώς χειροτονίας η ενθρονίσεως του Μητροπολίτη Κιέβου, λόγω των προσαρτηθεισών στο Βασίλειο της Μεγάλης Ρωσσίας ανατολικών επαρχιών τόσο της Ουκρανίας, όσο και της Λευκορωσσίας (1686), οι οποίες ανήκαν κανονικώς στη Μητρόπολη Κιέβου και παρέμειναν πάντοτε στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό τη μορφή της Πατριαρχικής εξαρχίας .

 

δ'. Ο ανακλητός χαρακτήρας της Συνοδικής Πράξεως (1686)

Η αμφισβήτηση από τους θεολογικούς συμβούλους του Πατριαρχείου Μόσχας τόσο του προσωρινού χαρακτήρα της Συνοδικής Πράξεως του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ' (1686), όσο και της κανονικής δυνατότητας για μία πιθανή μελλοντική αναθεώρηση η ανάκλησή της υποστηρίχθηκε αφελώς με μία σαφώς αυθαίρετη και οπωσδήποτε εσφαλμένη ταύτιση του κανονικού περιεχομένου των σημαντικών κανονικών όρων « Πατριαρχικός Τόμος » και « Συνοδική Πράξις », για να εξουδετερωθή προφανώς η γενομένη σαφής διάκριση από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου του κανονικού περιεχομένου των δύο αυτών όρων.

Υπό το πνεύμα αυτό, οι θεολογικοί του σύμβουλοι ισχυρίζονται εξ αγνοίας η σκοπίμως, ότι δήθεν στις ανωτέρω θέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου «είναι πρόδηλος η έλλειψη επιστημονικότητας και ο τεχνητός χαρακτήρας αυτού του σχήματος, λαμβάνοντας υπ' όψη το γεγονός ότι οι όροι «Τόμος» και «Πράξη» εναλλάσσονται συχνά, μη έχοντας μάλιστα σχέση ούτε με το κύρος, αλλ' ούτε και με τις αποφάσεις, οι οποίες κατοχυρώνονται σε αυτές. Επίσης, σφάλλει κανείς ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο ενός «Τόμου» οφείλει οπωσδήποτε να έχη σχέση με τήνεκκλησιαστική και τη δικαιοδοσιακή θεματολογία... Ακόμη, δεν ευσταθεί η γνώμη ότι οι αποφάσεις εκκλησιαστικού δικαιοδοσιακού περιεχομένου (αυτοκέφαλον, μεταβίβαση επαρχιών στη δικαιοδοσία μιας άλλης τοπικής Εκκλησίαςκ.λπ.) είναι αμετάβλητες μόνο όταν αποκαλούνται «Τόμος». Η απόφαση π.χ. της Συνόδου του 1593 περί ιδρύσεως του Πατριαρχείου Μόσχας δεν αποκαλείται «Τόμος», αλλά «Πράξις», κάτι το οποίο όμως δεν καθιστά μεταβλητή την απόφαση αυτή».

Προφανώς, οι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας αγνοούν αφελώς η επιλέγουν σκοπίμως να αγνοούν, ότι το Πατριαρχείο Μόσχας ιδρύθηκε «επιτοπίως» από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Β' με το σχετικό «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» (1589), το οποίο επικυρώθηκε ρητώς με τον «Τόμον» της Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1590). Επομένως, η «Πράξις» της άλλης Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1593) εξέφραζε απλώς τη συναίνεση και του νεοεκλεγέντος Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά στον «Τόμον» της προηγουμένης σχετικής Μείζονος Συνόδου (1590), όπως συνάγεται και από τα Πρακτικά των εργασιών της (Β. Ι. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία της Ρωσσίας , Αθήναι 20055, 295-304. Του αυτού, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών ., ΙΙΙ, Αθήναι 2012, 342-356).

Είναι όμως ευνόητο ότι ο «Τόμος» της ανακηρύξεως του Πατριαρχείου Μόσχας (1590) δεν ήταν οριστικός και αμετάβλητος, ήτοι μέχρι την επικύρωσή του από μία Οικουμενική σύνοδο, γι'αυτό καταργήθηκε, με την επίμονη μάλιστα αξίωση του τσάρου Μ. Πέτρου . Η αξίωση αυτη κρινόταν αναγκαία τόσο για την κατάργηση του Πατριαρχείου Μόσχας, όσο και για την επιβολή με Διάταγμά του (1720) μιας επταμελούς «Ιεράς Διοικούσας Συνόδου» (Πρόεδρος και δύο αντιπρόεδροι επίσκοποι και τέσσαρα κληρικά η λαϊκά μέλη), η οποία θα λειτουργούσε υπό τον απόλυτο έλεγχο του «Επιτρόπου» του τσάρου ( oberprocuror ). Συνεπώς, ο τσάρος απευθύνθηκε οφειλετικώς με Επιστολή του (30 Σεπτ. 1721) προς τον Οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία Γ' (1716-26, 1732-33) και ζήτησε την κανονικώς απαραίτητη άλλωστε Πατριαρχική έγκριση , αφ'ενός μεν για την κατάργηση του Πατριαρχείου Μόσχας, αφ'ετέρου δε για τη σύσταση της «Ιεράς Διοικούσης Συνόδου». Υπό το πνεύμα αυτό, έγραφε στην Επιστολή του:

«Ως ευπειθής υιός της περιποθήτου ημών Μητρός Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, διατηρών πάντοτε την ευλάβειαν προς την Υμετέραν Παναγιότητα, ως Πρώτον αυτής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Αρχιποιμένα και κατά πνεύμα ημών Πατέρα...Όθεν, ... μετά πολλήν ορθήν κρίσιν και βουλήν μετά τε του Ιερατείου και του των λαϊκών τάγματος του ημετέρου Βασιλείου, ενεκρίναμεν του συστήσαι πνευματικήν Σύνοδον, ισοδυναμούσαν τοις Πατριάρχαις,... προς κυβέρνησιν της Ρωσσικής Εκκλησίας...Πεποίθαμεν ουν ότι και η Υμετέρα Παναγιότης, ως Πρώτος Αρχιερεύς της Ορθοδόξου Καθολικής και Ανατολικής Εκκλησίας, το ημέτερον τούτο Διάταγμα και την συστηθείσαν Πνευματικήν Σύνοδον ευδοκήσαντες ομολογήσητε δίκαιον, και περί τούτου διακοινώσητε τοις λοιποίς μακαριωτάτοις Πατριάρχαις, τω τε της Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Επειδή δε ημείς πανευμενώς προσετάξαμεν ταύτη τη αγιωτάτη Πνευματική Συνόδω έχειν μετά της Υμετέρας Παναγιότητος αναφοράν και αλληλογραφίαν εν πάσαις ταις εκκλησιαστικαίς υποθέσεσιν, αξιούμεν και την Υμετέραν Παναγιότητα, όπως ευδοκήσαντες διατηρήτε μετά της Συνόδου ταύτης αλληλογραφίαν και αναφοράν περί τας πνευματικάς υποθέσεις, όσαι συντελούσιν εις το συμφέρον της Εκκλησίας, ώσπερ και πρότερον τούτο διετηρείτο μετά των Πατριαρχών πάσης Ρωσσίας. Ει δε ποτε εξαιτήσονται παρά της Υμετέρας Παναγιότητος οποιανδήποτε καλήν συμβουλήν προς όφελος και κρείττονα οικονομίαν της Εκκλησίας (=Εκκλητον), παρακαλούμεν εν τοιαύτη περιστάσει μη απαξιώσαι αυτούς τούτου δια το κοινόν συμφέρον των Ορθοδόξων...». (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Έγγραφα , ΙΙΙ, 231-234).

Βεβαίως, η περιεκτική απάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμίου Γ' ήταν θετική (23 Σεπτ. 1723), όπως ήταν θετική και η απάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμίου Β' στον τσάρο Βασίλειο για την ίδρυση του Πατριαρχείου Μόσχας , γι'αυτό ενέκρινε την απόφαση του τσάρου με μία σύντομη και λιτή διατύπωση: «Η μετριότης ημών... επικυροί, βεβαιοί και αποφαίνει την παρά του ευσεβεστάτου και γαληνοτάτου αυτοκράτορος... διορισθείσαν εν τη ρωσσική αγία και μεγάλη βασιλεία είναι και λέγεσθαι εν Χριστώ αδελφή Αγία και Ιερά Σύνοδος παρά πάντων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών... και έχει άδειαν τελείν και επιτελείν όσα οι τέσσαρες αποστολικοί αγιωτάτοι Πατριαρχικοί θρόνοι. Νουθετεί, παραινεί και επιτάττει αυτήν, ίνα διαφυλάττη και κρατή απαρασάλευτα έθη και κανόνας Οικουμενικών αγίων επτά Συνόδων και άλλα, όσα η Ανατολική αγία Εκκλησία διακρατεί και διαμένει εις αιώνα τον άπαντα απαρασάλευτος» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Έγγραφα ., ΙΙΙ, 234-235).

Είναι λοιπόν προφανές ότι, εάν είναι δυνατή η ανάκληση ενός Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου , ο οποίος έγινε δεκτός ομοφώνως από τους τέσσαρες Πατριάρχες των πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής, επειδή δεν είχε επικυρωθή με απόφαση μιας Οικουμενικής Συνόδου , τότε είναι προφανώς περισσότερο δυνατή η ανάκληση μιας Συνοδικής Πράξεως . Άλλωστε, η Πράξις αυτή υπογράφηκε υπό ρητούς και κανονικούς όρους από τον Οικουμενικό πατριάρχη Διονύσιο Δ' και από τα μέλη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού θρόνου (1686), υπό την πίεση του τσάρου του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας , με κύριο μάλιστα επιχείρημα την επέκταση της κυριαρχίας του στις ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας και της Λευκορωσσίας. Συνεπώς, η Πράξις είναι ανακλητή, κυρίως μάλιστα όταν αθετούνται αύθαιρέτως η περιφρονούνται ακρίτως , όπως είδαμε, βασικοί όροι κατά την εφαρμογή της «κατ'οικονομίαν» συμβατικής ρυθμίσεως των σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας με τη Μητρόπολη Κιέβου.

Βεβαίως, οι ανακλήσεις σχετικών Συνοδικών Πράξεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως άλλωστε και η έκδοσή τους, ήσαν πάντοτε ευεργετικές για τις εμπερίστατες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως λ.χ. η πρόθυμη απόδοση του πατριαρχικού του δικαιώματος στη μεγάλη Επαρχία Ελλησπόντου της Μ. Ασίας στον Αρχιεπίσκοπο, την Ιεραρχία, τον ι. Κλήρο και τον λαό της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου για να μην αποδυναμωθή η αμφισβητηθή η αυτοκεφαλία της, η οποία όμως ανακλήθηκε τελικώς, όταν κατέστη δυνατή η επιστροφή τους στην Κύπρο (καν. 39 της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου, 691). Υπό το πνεύμα αυτό, η Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού πατριάρχη Διονυσίου Δ' στην πρώτη πατριαρχία του (1671-73), για την παραχώρηση στον αρχιεπίσκοπο Σινά όλων των προνομίων των αυτοκεφάλων αρχιεπισκόπων Κύπρου και Αχρίδος (Μίτρα, Μακαριώτατος κ.α.), ανακλήθηκε ως αντικανονική από τον διάδοχό του Ιάκωβο στην τρίτη Πατριαρχία του (1687-88) με μία νέα Συνοδική Πράξη (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Έγγραφα., ΙΙΙ, 194-195).

Ανάλογη είναι και η περίπτωση του αιτήματος του εμπεριστάτου από την αθέμιτη δράση της παπικής Ουνίας Πατριάρχη Αντιοχείας Σιλβέστρου (1724-66) προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Σαμουήλ Χαντζερή να εντάξη προσωρινώς τη μεγάλη Μητρόπολη Χαλεπίου της Συρίας στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου για να εξουδετερωθή η επιρροή του λατινοφίλου ιατρού του Σουλτάνου υπέρ της παπικής Ουνίας. Βεβαίως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, παρά τις εύλογες αρχικές κανονικές επιφυλάξεις του, αποδέχθηκε με Συνοδική Πράξη προς καιρόν το αίτημα, χειροτόνησε δε μητροπολίτη Χαλεπίου τον πρωτοσύγκελλό του Φιλήμονα, ο οποίος διαδέχθηκε τον Σίλβεστρο στον Πατριαρχικό θρόνο της Αντιοχείας (1766-67) και επανέφερε την μητρόπολη Χαλεπίου στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αντιοχείας, αλλ'όμως διατήρησε στην μητρόπολη το «Μνημόσυνον» του Οικουμενικού Πατριάρχη, ώστε να έχη το κανονικό δικαίωμα να παρεμβαίνη στην Υψηλή Πύλη για την εξουδετέρωση της προκλητικής δράσεως της παπικής Ουνίας (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Έγγραφα , ΙΙ, 207-210. Β. Ι. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία , ΙΙΙ, 164).

Είναι λοιπόν προφανές ότι τα μεν καθοριζόμενα με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του Οικουμενικού Πατριαρχείου κανονικά εδαφικά όρια της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας των νεωτέρων Πατριαρχείων και των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, με τη συναίνεση μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής , είναι δυνατόν να μεταβληθούν η και να επεκταθούν μόνο με την έκδοση ενός σχετικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου η μιας σαφούς Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως , ήτοι χωρίς ρητούς περιοριστικούς κανονικούς η συμβατικούς όρους για τον ανακαθορισμό των νέων κανονικών ορίων του συγκεκριμένου Πατριαρχείου η αυτοκεφάλου Εκκλησίας.

Αντιθέτως, οι υπό συγκεκριμένους πάντοτε όρους καθοριζόμενες σε μία Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου περιστασιακές δικαιοδοσιακές η ποιμαντικές ρυθμίσεις, οι οποίες περιγράφονται σαφώς στη Συνοδική Πράξη , όπως στη Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ' για τη Μητρόπολη Κιέβου (1686), είναι δυνατόν να ανακληθούν με μία νέα Συνοδική Πράξη από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτοι αφ'ενός μεν αν δεν τηρήθηκαν οι αναφερόμενοι σε αυτή συμβατικοί όροι από την ευνοούμενη με τις περιστασιακές αυτές ρυθμίσεις αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία, αφ'ετέρου δε αν εξέλειπαν πλέον οι προκαλέσαντες τις προσωρινές αυτές ρυθμίσεις λόγοι , όπως λ.χ. στο σύγχρονο ζήτημα της αυτοκεφαλίας της μεγάλης Ορθοδόξου Εκκλησίας της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Ουκρανίας.

Άλλωστε, όλα τα νεώτερα Πατριαρχεία και οι αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αποσπάσθηκαν από την κανονική δικαιοδοσία της κοινής Μητρός Εκκλησίας , ήτοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με αντιστοίχους Πατριαρχικούς και Συνοδικούς Τόμους και με σαφή πάντοτε την περιγραφή των εδαφικών ορίων και των καθιερωμένων όρων της κανονικής τους δικαιοδοσίας στα εδαφικά όρια της κυριαρχίας των νεοσυστάτων κρατών των ορθοδόξων λαών κατά τους νεωτέρους χρόνους. Στο νέο αυτό πλαίσιο, οποιαδήποτε μεταβολή της εδαφικής κυριαρχίας των νεοσυστάτων κρατών προκαλούσε και προκαλεί πάντοτε σοβαρές δικαιοδοσιακές αξιώσεις η συγχύσεις, οι οποίες αντιμετωπίσθηκαν κανονικώς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο όχι μόνο με Πατριαρχικές και Συνοδικές Πράξεις , αλλά και με σαφώς ευεργετική πάντοτε διάθεση προς τις νέες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και υπό συγκεκριμένους πάντοτε όρους για την άρρηκτη πνευματική σχέση τους με τη Μητέρα Εκκλησία.

Βεβαίως οι ευεργετικές Συνοδικές Πράξεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήσαν πάντοτε όχι μόνο ανιδιοτελείς, αλλά και με μία πρόθυμη θυσία των δικαιοδοσιακών του δικαιωμάτων, όπως λ.χ. α) στην ορθή αντιμετώπιση της υπαγωγής των επαρχιών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878), οι οποίες, καίτοι είχαν παραχωρηθή στην κυριαρχία της Αυστρίας, υπήχθησαν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο στον συνταχθέντα Κανονισμόν (1880) τις χαρακτήρισε Σερβική Εκκλησία και επέβαλε σε αυτές τη σερβική σημαία ως το κοινό σύμβολο της ενότητας του σερβικού έθνους υπό τον μητροπολίτη Βελιγραδίου, αφού ήταν αναγκαία για την ενίσχυση και της ενότητας της Εκκλησίας της Σερβίας, β) στην άνευ κανονικώς όρων πλήρη και οριστική παραχώρηση των επαρχιών των Ιονίων Νήσων (1866) και των επαρχιών Ηπείρου και Θεσσαλίας (1882) για την ενίσχυση της εσωτερικής ενότητας της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, γ) στην υπό συγκεκριμένους κανονικούς και συμβατικούς όρους συνοδική απόφαση αναθέσεως της επιτροπικής διοικήσεως των προσαρτηθεισών στην κυριαρχία του ελληνικού κράτους επαρχιών της Θράκης, της Μακεδονίας και των Νήσων του Β. Αιγαίου, των λεγομένων «Νέων Χωρών», για την κάλυψη των πολλαπλών διοικητικών και ποιμαντικών αναγκών (1928) κ.α.

Συνεπώς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο οφείλει να εφαρμόση και στο Ουκρανικό ζήτημα τα καθιερωμένα αυτά διαχρονικά κανονικά κριτήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας όχι μόνο για την πρόληψη, αλλά και για τη θεραπεία των απειλουσών και αυτή ακόμη την υπόσταση της σημαντικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δικαιοδοσιακών συγχύσεων η αξιώσεων του Πατριαρχείου Μόσχας. Υπό το πνεύμα αυτό, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέλαβε οφειλετικώς, ως διαχρονικός φύλακας και εγγυητής της κανονικής τάξεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία , να αντιμετωπίση ανιδιοτελώς και με αμιγώς εκκλησιαστικά κριτήρια το χρονίζον ζήτημα της δεινώς δοκιμαζομένης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, «ίνα μη το κακόν χείρον γένηται». Άλλωστε, είναι κανονικώς και εκκλησιαστικώς αδιανόητο να ανακηρύσσονται προθύμως αυτοκέφαλες Εκκλησίιες με μέλη μόνο ορισμένες χιλιάδες πιστών και να μην ανακηρύσσεται αυτοκέφαλη η μεγάλη Εκκλησία της Ουκρανίας, με 40 περίπου εκατομμύρια ευλαβών πιστών , επειδή αντιδρά το Πατριαρχείο Μόσχας δι'οικείαν φιλονικίαν η ιδιοτέλειαν .

Βεβαίως, το Πατριαρχείο Μόσχας αγωνίζεται επί πέντε αιώνες να επιβάλη βιαίως και με καθαρώς πολιτικά η εθνοφυλετικά κριτήρια την αντικανονική αξίωσή του για την υπαγωγή της Εκκλησίας της Ουκρανίας στη δυναστική δικαιοδοσία του, γι' αυτό η εκκλησιαστική Ιεραρχία, ο ι. Κλήρος και ο ευλαβής λαός της Ουκρανίας αρνήθηκαν πάντοτε να δεχθούν την εξάρτηση αυτή. Άλλωστε, οι Ουκρανοί γνωρίζουν «πως» και «γιατί» οι ανατολικές έπαρχίες της Ουκρανίας αναγκάσθηκαν να γίνουν ρωσσόφωνοι και απειλούν σήμερα την εσωτερική ενότητα της Ουκρανίας, όπως συνέβη και με τη βίαιη προσπάθεια εκρωσσισμού του ευλαβούς λαού της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Γεωργίας για να καταστή δυνατή η προσάρτησή της στη ρωσσική αυτοκρατορία (1811), γι' αυτό, αμέσως μετά την επιβολή του σοβιετικού καθεστώτος, αποκατέστησε αυτοδικαίως την εκκλησιαστική της ανεξαρτησία από το Πατριαρχείο Μόσχας (1917). Το αυτό συνέβη όχι μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας κατά την περίοδο της δυναστικής προστασίας της τσαρικής Ρωσσίας με τους τρεις διαμελισμούς της Πολωνίας (1772, 1793, 1795) και με την υπαγωγή της σε ρώσσους αρχιερείς, μέχρι την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της με «Τόμον» του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1924), αλλά και στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας μετά την προσάρτηση στη Σ. Ένωση της ηγεμονίας της Μολδαβίας (1945) κ.α. .

Υπό την προοπτική αυτή, η Ορθόδοξη Εκκλησία Ουκρανίας έχει δήθεν σήμερον, όπως δηλώνουν και οι θεολογικοί σύμβουλοι του Πατριαρχείου Μόσχας, μία εκκλησιαστική αυτονομία και μία εσωτερική διοικητική ανεξαρτησία , κατ'αναφοράν όμως προς το Πατριαρχείο Μόσχας, για να ισχυρισθούν αφελώς ότι δήθεν δεν είναι αναγκαία η ανακήρυξη της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας Ουκρανίας. Βεβαίως, η ιδιότυπη αυτή επαχθής ανεξαρτησία κατοχυρώνεται με τον Καταστατικό Χάρτη της, αφού η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ουκρανίας εκλέγει και χειροτονεί όχι μόνο όλους τους αρχιερείς της Ουκρανίας, αλλά και τον Προκαθήμενό της Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας. Εν τούτοις, το αυτό καθεστώς της επαχθούς ανεξαρτησίας της Εκκλησίας Ουκρανίας σχετικοποιείται και αποδυναμώνεται από την αντικανονική αξίωση του Πατριαρχείου Μόσχας να είναι ο Μητροπολίτης Κιέβου τακτικό μέλος και της Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας, για να εκφράζεται προφανώς η αυθαίρετη αξίωση της πλήρους υπαγωγής της στην κανονική του δικαιοδοσία.

Υπό το πνεύμα αυτό, το Πατριαρχείο Μόσχας αντιτίθεται αυθαιρέτως και με προφανώς πλασματικά προσχήματα στο κανονικό δικαίωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας να αποκτήση την εκκλησιαστιική της αυτοκεφαλία, καίτοι η αντίθεση αυτή καθιστά οξύτερες τις ήδη επικίνδυνες αντιθέσεις στις σχέσεις των δύο αδελφών Εκκλησιών. Συνεπώς, η μόνη πλέον κανονική οδός για την οριστική εκτόνωση των μακραιώνων και αδιαλλάκτων οξυτάτων αντιθέσεών τους είναι η άμεση ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας Ουκρανίας, η οποία θα ικανοποιήση ένα επίμονο και δίκαιο αίτημα της μεγάλης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας. Άλλωστε, η λύση αυτή θα είναι επωφελής και για το Πατριαρχείο Μόσχας, αφού η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας θα επιστεφθή τελικώς με την άμεση ενίσχυση τόσο της εσωτερικής ενότητας του διεσπασμένου σώματος της Εκκλησίας της Ουκρανίας, όσο και των διμερών αδελφικών εκκλησιαστικών τους σχέσεων.

 

 

Β'. ΤΟ ΕΚΚΛΗΤΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΘΡΟΝΟΝ

 

α'. Η καθιέρωση του κανονικού θεσμού του Εκκλήτου

Η αυθαίρετη, αβασιμη και προφανώς εσφαλμένη αμφισβήτηση από τους θεολογικούς συμβούλους του Πατριαρχείου Μόσχας τόσο στη σύνταξη του « Ανακοινωθέντος » της Ρωσσικής Συνόδου για τη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με το Οικουμενικό πατριαρχείο στηρίχθηκε αφελώς η σκοπίμως σε μία προφανή διπλή σύγχυση κανονικών αρχών και κριτηρίων για να πλήξη το κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να δεχθή το Έκκλητον του καθαιρεθέντος από το Πατριαρχείο Μόσχας Μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο και να τον αποκαταστήση στην εκκλησιαστική κοινωνία. Η σύγχυση όμως αυτή είναι διπλή, αφ'ενός μεν γιατί υποστηρίζεται αυθαιρέτως η ακρίτως, ότι δήθεν «ο Οικουμενικός πατριάρχης ουδέποτε είχε η άσκησε το δικαίωμα να δέχεται το Έκκλησον και από τα άλλα Πατριαρχεία», ήτοι και από το Πατριαρχείο Μόσχας, αφ'ετέρου δε γιατί ισχυρίζονται εσφαλμένως, με την πλασματική μάλιστα μέθοδο της λήψεως του ζητουμένου , ότι δήθεν με τη Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ' (1686) «η Εκκλησία Ουκρανίας εντάχθηκε πλήρως και οριστικώς» στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, καίτοι η Μητρόπολη Κιέβου και πάσης Ρωσίας παρέμεινε πάντοτε, όπως είδαμε, εξαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Β.Ι.Φειδά, Εκκλ. Ιστορία, ΙΙΙ , 613-614).

Υπό οποιαδήποτε όμως από τις δύο αυτές προσεγγίσεις, η αμφισβήτηση του κανονικού δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι προφανώς αβάσιμη και οπωσδήποτε εσφαλμένη, καίτοι, όπως θα δούμε, χρησιμοποιείται ακρίτως για την υποστήριξή τηςμία μεμονωμένη και ασαφής η αμφίσημη μαρτυρία του εγκρίτου βυζαντινού κανονολόγου Ιω. Ζωναρά (ΙΒ' αι.). Πράγματι, η μαρτυρία αυτή του Ιω. Ζωναρά θεωρήθηκε ότι δήθεν απαγορεύει στον Οικουμενικό θρόνο την αποδοχή Εκκλήτου από άλλο Πατριαρχικό θρόνο, με βάση τους σχετικούς κανόνες 9 και 17 της Δ' Οικουμενικής συνόδου (451), καίτοι ο έγκριτος κανονολόγος γνώριζε καλώς τόσο την ισχύουσα αντίθετη κανονική παράδοση και εκκλησιαστική πράξη, όσο και τη νομοθετική κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού στον συνταχθέντα από τον ι. Φώτιο τρίτο Τίτλο της Επαναγωγής (παρ. 9-10). Ωστόσο, η μαρτυρία αυτή του Ιω. Ζωναρά περιορίζεται σε μία μονοσήμαντη γραμματική ερμηνεία του όρου «έξαρχος της διοικήσεως» των δύο κανόνων κατά τον Δ' αιώνα, ήτοι πριν από την εισαγωγή του πατριαρχικού συστήματος με τον κανόνα 28 της αυτής Συνόδου , ο οποίος προσέδωσε μία ειδικότερη προοπτική στα εξαιρετικά «πρεσβεία τιμής» του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως στο πλαίσιο του κανονικού θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών.

Βεβαίως, ο Ιω. Ζωναράς στον σχολιασμό του κανόνα 9 περιγράφει απλώς τις ήδη υφιστάμενες γνωστές διαφωνίες μεταξύ των κανονολόγων ως προς την έννοια του όρου « έξαρχος της Διοικήσεως », στην κρίση του οποίου τίθεται οποιαδήποτε αντιδικία επισκόπου με τον μητροπολίτη της επαρχίας, σε περίπτωση δε παραπομπής της αντιδικίας στη Μείζονα Σύνοδο της Διοικήσεως , τότε δύνανται να προσφεύγουν και στον «της Κωνσταντινουπόλεως αρχιεπίσκοπον». Άλλωστε, ο Ιω. Ζωναράς γνώριζε τις υφιστάμενες διαφωνίες, ήτοι ότι «εξάρχους δε των διοικήσεων τους πατριάρχας είναι φασίν, άλλοι δε μητροπολίτας», γι' αυτό υποσχέθηκε μία σαφέστερη ανάλυση στον κανόνα 17 της αυτής Συνόδου (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα , ΙΙ, 237-238). Ωστόσο, στον σχολιασμό του κανόνα 17 αναπτύσσει εκτενέστερα τις διαφωνίες του για τον τίτλο του « εξάρχου », αλλά δεν δίνει μία σαφή κανονική απάντηση στο ζήτημα της ασκήσεως του Εκκλήτου στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως από τους άλλους Πατριαρχικούς θρόνους. Πράγματι, ενώ τόνιζε ρητώς, ότι «ότε επίσκοπος κατά μητροπολίτου αυτού δίκην έχει, τότε τω Κωνσταντινουπόλεως επιτρέπει το δικαστήριον. Ου πάντων δε των μητροπολιτών πάντως ο Κωνσταντινουπόλεως καθιείται δικαστής, αλλά των υποκειμένων αυτώ. Ου γαρ δη και τους της Συρίας μητροπολίτας, η τους της Παλαιστίνης και Φοινίκης, η τους της Αιγύπτου άκοντας ελκύσει δικάσασθαι παρ' αυτώ...» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, ΙΙ, 259-260).

Η ερμηνεία όμως αυτή του Ιω. Ζωναρά , την οποία απορρίπτουν όλοι οι άλλοι έγκριτοι βυζαντινοί κανονολόγοι, ήτοι ο Πατρτιάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών και ο διαπρεπής νομομαθής Αλέξιος Αριστηνός , χρησιμοποιήθηκε από τους θεολογικούς συμβούλους του Πατριαρχείου Μόσχας για να υποστηριχθή ακρίτως, ότι ο Ιω. Ζωναράς απέρριπτε δήθεν ρητώς και κατηγορηματικώς το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να δέχεται προσφυγές Εκκλήτου από αρχιερείς των άλλων Πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής. Ωστόσο, στο παρατεθέν κείμενο αποκλείεται σαφώς η κρίση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μόνο για τους « άκοντας » αρχιερείς, ήτοι για τους μη προσφεύγοντες σε αυτό με την άσκηση Εκκλήτου αρχιερείς άλλου Πατριαρχικού θρόνου . Συνεπώς, όταν ασκηθή προσφυγή Εκκλήτου στον Οικουμενικό θρόνο από « εκόντας » αρχιερείς άλλου Πατριαρχικού θρόνου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως έχων το πρωτείον τιμής μεταξύ των άλλων πατριαρχών της Ανατολής , έχει αυτονόητη την κανονική υποχρέωση να επιληφθή της υποθέσεως.

Υπό το πνεύμα αυτό, οι έγκριτοι βυζαντινοί κανονολόγοι του ΙΒ' αιώνα Θεόδωρος Βαλσαμών και Αλέξιος Αριστηνός δεν συμφωνούσαν, όπως θα δούμε, με την αντίθετη προς την καθιερωμένη εκκλησιαστική πράξη ασαφή η αμφίσημη μαρτυρία του Ιω. Ζωναρά. Άλλωστε, η προβαλλόμενη στους κανόνες 9 και 17 της Δ' Οικουμενικής συνόδου κανονική δυνατότητα ασκήσεως Έκκλήτου στον «έξαρχο της Διοικήσεως» η στον «της βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον» δεν εισάγεται με τους κανόνες αυτούς, αφού απορρέει από τον ήδη κατοχυρούντα τα εξαιρετικά «πρεσβεία τιμής» του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, αμέσως μετά τον θρόνο της Ρώμης, κανόνα 3 της Β' Οικουμενικής συνόδου (381) και όχι βεβαίως από τους κανόνες 9 και 17 της Δ' Οικουμενικής συνόδου (451).

Πράγματι, αμέσως μετά τη Β' Οικουμενική σύνοδο (381) ο πρόεδρος αυτής αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, καίτοι δεν είχε δική του Σύνοδο επισκόπων, αποδέχθηκε το Έκκλητον των επισκόπων Αγαπίου και Βαγαδίου της επισκοπής Βόστρων της Αραβίας για την καθαίρεση του Βαγαδίου μόνο υπό δύο επισκόπων. Επομένως, συγκάλεσε σε μία μεγάλη Ενδημούσα σύνοδο (394) όλους τους εξέχοντες αρχιεπισκόπους της Ανατολής (Θεόφιλο Αλεξανδρείας, Φλαβιανό Αντιοχείας, Ελλάδιο Καισαρείας της Καππαδοκίας και πολλούς άλλους εγκρίτους Μητροπολίτες) για τη λήψη μιας κοινής και οριστικής για το θέμα κανονικής αποφάσεως.

Υπό το αυτό πνεύμα, ο διάδοχός του Ιωάννης ο Χρυσόστομος αποδεχόταν όχι μόνο το Έκκλητον των διωκομένων από τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας μοναχών («Μακρών αδελφών»), αλλά και πλήθος προσφυγών από τις Μητροπόλεις των διοικήσεων Ασίας και Θράκης για τις στασιαζόμενες εκλογές, χειροτονίες η κρίσεις αρχιερέων. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β' (408-450), με το περιληφθέν στον Θεοδοσιανό Κώδικα (Codex Theodosianus) Διάταγμά του προς τον Έπαρχο του Ιλλυρικού (Praefectus Praetorio per Illyricum , 421), όρισε, ότι όλες οι διαμφισβητούμενες εκκλησιαστικές υποθέσεις στις επαρχίες των Διοικήσεων του Ιλλυρικού θα υπόκεινται στον έλεγχο και την κρίση του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.

Συνεπώς, η αναγνώριση από την Δ' Οικουμενική σύνοδο (451) με τον κανόνα 28 τόσο των «ίσων πρεσβείων» των θρόνων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης , όσο και ευρυτάτης δικαιοδοσίας της Νέας Ρώμης στις ρωμαϊκές Διοικήσεις Ασίας, Πόντου και Θράκης , με την επέκτασή της και στα λεγόμενα «βαρβαρικά μέρη η έθνη», κατέστη πλέον αδιαμφισβήτητο το ήδη ασκούμενο κανονικό δικαίωμα να δέχεται το Έκκλητον όχι μόνο από αρχιερείς των άλλων Πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής, όπως λ.χ. για την καταδίκη του ήδη καθηρημένου Πατριάρχη Αντιοχείας Σεβήρου και των ομοφρόνων του από τη συγκληθείσα, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, μεγάλη Ενδημούσα Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (536), αλλά και από τους ιδίους τους Πατριάρχες της Ανατολής, όπως λ.χ. το Έκκλητον του Πατριάρχη Αντιοχείας Γρηγορίου Α' (570-596) στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωάννη Δ' τον Νηστευτή (582-595) για να συγκαλέση μία μεγάλη Ενδημούσα Σύνοδο και να ελέγξη τις εναντίον του αβάσιμες κατηγορίες για αντικανονικές η εγκληματικές πράξεις (588).

Είναι λοιπόν ευνόητο ότι ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης , επειδή είχε συνοδικώς κατοχυρωμένα «ίσα πρεσβεία» με τον Πάπα της Πρεσβυτέρας Ρώμης , προσεφωνείτο, αμέσως μετά τη Δ' Οικουμενική σύνοδο (451), ως «Οικουμενικός», ήτοι όπως και ο Πάπας Ρώμης. Συνεπώς, είχε όλα τα κανονικά προνόμια του Πρώτου θρόνου (Prima sedes) στις σχέσεις τους τόσο με τον Παπικό θρόνο, όσο και με τους άλλους Πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, οι οποίοι ήσαν εμπερίστατοι υπό την επαχθή αραβική κυριαρχία και δεν είχαν την ελευθερία για μία ενεργότερη συμμετοχή στη συνοδική αντιμετώπιση σοβαρών εκκλησιαστικών κρίσεων. Υπό την έννοια αυτή, η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος (787) αποφάσισε, ότι μία Μεγάλη Σύνοδος για να είναι Οικουμενική πρέπει να έχη απαραιτήτως ως «συνεργούς», παρόντες η εκπροσωπουμένους, τους Πατριάρχες Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως και «συμφρονούντας» τους εμπεριστάτους Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων ( Mansi , XIII , 208- 209).

Υπό το πνεύμα αυτό, έγινε ομοφώνως αποδεκτή, στη συγκληθείσα υπό την προεδρία του ι. Φωτίου Μείζονα Σύνοδο της Αγίας Σοφίας (879-880), η πρόταση των παπικών αντιπροσώπων για τον κανόνα 1 της Συνόδου, κατά τον οποίο οποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση του Πάπα στη Δύση να γίνεται αμέσως δεκτή και από τον Οικουμενικό πατριάρχη, όπως και οποιαδήποτε δική του καταδικαστική απόφαση στην Ανατολή να γίνεται δεκτή και από τον Πάπα Ρώμης (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, ΙΙ, 705). Υπό το αυτό πνεύμα, ο πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών, στον σχολιασμό του κανόνα 3 της Συνόδου (343) για το έκκλητον στον Πάπα Ρώμης, τονίζει ορθώς, ότι «τα μέντοι ορισθέντα περί του Πάπα εκληπτέον και εις τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, δια το επί πάσιν ομοίως και τούτον τω Πάπα τιμηθήναι από διαφόρων κανόνων» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα , ΙΙΙ, 237).

Ο ι. Φώτιος, συντάκτης των Τίτλων ΙΙ και ΙΙΙ «Περί Βασιλέως και Περί Πατριάρχου» της «Επαναγωγής» η «Εισαγωγής του Νόμου», τονίζει ιδαιτέρως στον τρίτο Τίτλο το ήδη καθιερωμένο στην κανονική παράδοση και στην εκκλησιαστική πράξη αποκλειστικό κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη να δέχεται το Έκκλητον και από τους άλλους Πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής. Πράγματι, κατά τον τρίτο Τίτλο της Επαγωγής, «ο Κωνσταντινουπόλεως θρόνος , επικυρωθείς ταις Συνοδικαίς ψήφοις, Πρώτος ανερρήθη, αις οι θείοι κατακολουθούντες νόμοι και τας υπό τους ετέρους θρόνους (=Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) γινομένας αμφισβητήσεις υπό την εκείνου (Κωνσταντινουπόλεως) προστάττουσιν αναφέρεσθαι διάγνωσιν και κρίσιν», γι' αυτό «τω Κωνσταντινουπόλεως Προέδρω έξεστι και εν ταις των άλλων (=Πατριαρχικών) θρόνων ενορίαις...Σταυροπήγια διδόναι...» (Περί Πατριάρχου ΙΙΙ, 9-10).

Υπό το πνεύμα αυτό, ο έγκριτος νομομαθής και κανονολόγος του ΙΒ' αιώνα Αλέξιος Αριστηνός, στον σχολιασμό του κανόνα 9 της Δ' Οικουμενικής συνόδου (451), τονίζει σαφώς, ότι «επίσκοπος η κληρικός , ει κατά μητροπολίτου έχει τινά υπόθεσιν, η παρά τω Εξάρχω της διοικήσεως, ήτοι τω Πατριάρχη, υφ' ον τελούσιν οι των επαρχιών εκείνων μητροπολίται, δικάζεσθαι, η παρά τω Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, όπερ προνόμιον ουδενί των άλλων Πατριαρχών εδόθη, ούτε από των κανόνων, ούτε από των νόμων, το δικάζεσθαι μητροπολίτην τελούντα υφ' έτερον Πατριάρχην, παρά Πατριάρχη ετέρω, ει μη μόνω τω Κωνσταντινουπόλεως» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, ΙΙ, 240).

Συνεπώς, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, επειδή είχε το δικαίωμα να δέχεται το Έκκλητον και από τους άλλους Πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, είχε και το δικαίωμα να ιδρύη Σταυροπήγια και στους άλλους Πατριαρχικούς θρόνους. Άλλωστε, μετά το σχίσμα του ΙΑ' αιώνα (1054), οι παρεπιδημούντες στην Κωνσταντινούπολη εμπερίστατοι Πατριάρχες της Ανατολής προσεκαλούντο και συμμετείχαν στις Μείζονες Ενδημούσες Συνόδους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όταν έπρεπε να αντιμετωπισθούν σοβαρά ζητήματα πίστεως η κανονικής τάξεως. Υπό την έννοια αυτή, ο έγκριτος κανονολόγος και Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών (1185-1199), στον σχολιασμό του κανόνα 6 της Β' Οικουμενικής συνόδου (381), αντικρούει τους αμφισβητούντες το οικουμενικό κύρος της Πατριαρχικής συνόδου του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, τονίζει δε ρητώς, «ότι η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος, καν Οικουμενική Σύνοδος ουκ εστίν, ως μη παρρησιαζόντων και των άλλων Πατριαρχών, αλλά μείζων εστί πασών των Συνόδων, και ο Αρχιεπίσκοπος ταύτης Οικουμενικός Πατριάρχης καλείται» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα , ΙΙ, 186).

Βεβαίως, στην Πατριαρχική σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην οποία παρίσταντο η εξεπροσωπούντο οι προσκαλούμενοι η παρεπιδημούντες στην Κωνσταντινούπολη εμπερίστατοι Πατριάρχες της Ανατολής ήταν αυξημένο η αδιαμφισβήτητο το κύρος των αποφάσεών της, αφού έγιναν δεκτές η είχαν τη συναίνεση της «τετρακτύος» των ορθοδόξων Πατριαρχών. Η καθιερωμένη αυτή κανονική παράδοση εφαρμόσθηκε γενικώς κατά τους χαλεπούς καιρούς της μεταβυζαντικής περιόδου, υπό την Προεδρία πάντοτε του Οικουμενικού Πατριάρχη, για τη συνοδική αντιμετώπιση των απειλούντων την ενότητα της Εκκλησίας σοβαρών ζητημάτων πίστεως η κανονικής τάξεως. Πράγματι, Μείζονες Ενδημούσες Σύνοδοι συγκλήθηκαν λ.χ. για την αποκήρυξη της ενωτικής Συνόδου της Φλωρεντίας (1484), για την επικύρωση της αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμίου Β' να ανακηρύξη με «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» τη Μητρόπολη Μόσχας σε Πατριαρχείο (1590, 1593), για την καταδίκη της αποδιδομένης στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι καλβινικής Ομολογίας πίστεως (1638, 1642, 1672, 1691), για την αντιμετώπιση του πολυπλόκου Συναϊτικού ζητήματος (1575, 1615, 1645, 1648, 1670), για την αξιολόγηση του ζητήματος των αγγλικανών Ανωμότων (1718, 1723, 1727), για την καταδίκη των εθνοφυλετικών παροξυσμών της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1872) κ.α.

Συνεπώς, η άσκηση Εκκλήτου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο από αρχιερείς των πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής ήταν πλέον ένα αυτονόητο κανονικό δικαίωμα, το οποίο μπορούσε να κριθή τόσο από την Πατριαρχική Σύνοδο , όσο και από μία Μείζονα Ενδημούσα Σύνοδο , αναλόγως προς τη σοβαρότητα του παραπεμπομένου ζητήματος η των πιθανών ανεπιθυμήτων προεκτάσεων η συνεπειών για την ενότητα της Εκκλησίας. Άλλωστε, σε όλους τους Πατριαρχικούς και Συνοδικούς Τόμους για την απόδοση της Αυτοκεφαλίας η της Πατριαρχικής αξίας σε μία αυτοκέφαλη Εκκλησία τονίζεται με ιδιαίτερη έμφαση όχι μόνο η άρρηκτη πνευματική σχέση τους με τη Μητέρα Εκκλησία, αλλά και η αυτονόητη μέριμνα η συνδρομή της Μητρός Εκκλησίας για την αντιμετώπιση των εσωτερικών θεολογικών, κανονικών η ποιμαντικών προβλημάτων τους μετά από σχετική αίτησή τους.

 

β‘. Η εφαρμογή του Εκκλήτου από την Εκκλησία της Ρωσσίας

Υπό το πνεύμα αυτό, ο Οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Β' στο «επιτοπίως» επιδοθέν «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» (1589), όπως και στο «Συνοδικόν Γράμμα» η «Τόμον» της Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1590), με τη συναίνεση μάλιστα και των άλλων ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής, ο Πατριάρχης Μόσχας όφειλε, «ίνα ως κεφαλήν και αρχήν έχη αυτός τον αποστολικόν Θρόνον της του Κωνσταντίνου πόλεως, ως και οι άλλοι Πατριάρχαι». Η σοβαρή λοιπόν κρίση στις σχέσεις του τσάρου Αλεξίου με τον Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα (1652-1666) προκάλεσε την υποβολή μιας σειράς κανονικών «Ερωτήσεων» στον Οικουμενικό Πατριάρχη για να έχη στις «Αποκρίσεις» του την κοινή γνώμη των τεσσάρων ορθοδόξων Πατριαρχών, η οποία εκφράσθηκε ομοφώνως στον περίφημο «Τόμον ζητημάτων τινών αναγκαίων...» (1663).

Σημαντικότερη για το θέμα αυτό ήταν η ογδόη «Ερώτησις»: «Ει τω Κωνσταντινουπόλει θρόνω εφείται πάσα κρίσις άλλων Εκκλησιών και παρ'αυτού λαμβάνει εκάστη υπόθεσις εκκλησιαστική πέρας». Η ομόφωνη «Απόκρισις» των τεσσάρων Πατριαρχών ήταν σαφής: «Το προνόμιον τούτο τω πάπα Ρώμης ην προ του διαραγήναι της Καθολικής Εκκλησίας υπό αλαζονίας και εθελοκακίας, ήδη δε διαρραγέντος, αι υποθέσεις αύται των Εκκλησιών εις τον της Κωνσταντινουπόλεως θρόνον αναφέρονται και παρ'αυτού τας αποφάσεις λαμβάνουσιν, ως τα ίσα πρωτεία, κατά τους κανόνας (=καν. 4 Σαρδικής), έχοντος της Παλαιάς Ρώμης...». Και εκ του Βαλσαμώνος: «Μη είναι τα περί του πάπα ορισθέντα ιδικά τούτου και μόνου προνόμια, αλλ'εξακούεσθαι και εις τον Κωνσταντινουπόλεως, ήδη δε απορραγέντος του επισκόπου Ρώμης από της Καθολικής Εκκλησίας, μόνον εις τον Οικουμενικόν αναφέρονται θρόνον. Ει δε συναινούσι και οι λοιποί Πατριάρχαι, ει τυχόν είη μείζων υπόθεσις αμετάβλητος έστι η εξενεχθείσα απόφασις ...» ( Κ. Δελικάνη, Πατρ. Έγγραφα, ΙΙΙ, 102-103).

Είναι λοιπόν προφανές ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως ο Πρώτος μεταξύ των ορθοδόξων Πατριαρχών, είχε πάντοτε και έχει συνεχώς το αποκλειστικό και απαράγραπτο κανονικό δικαίωμα να δέχεται προσφυγές Εκκλήτου από όλους τους Πατριαρχικούς θρόνους, αν όμως είναι μία «μείζων εκκλησιαστική υπόθεσις», όπως λ.χ. η κρίση ενός Πατριάρχη, είναι κανονικώς ορθό να συναινούν και οι άλλοι Πατριάρχες. Είναι λοιπόν ευνόητο το αίτημα του τσάρου, με Επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη (Σεπτ. 1664), η συνοδική κρίση του παραιτηθέντος Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα να γίνη με τη συναίνεση των τεσσάρων Πατριαρχών στη Μόσχα από μία Μείζονα Σύνοδο (1666) με τη συμμετοχή των εξουσιοδοτημένων από τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων Πατριαρχών Αλεξανδρείας Παϊσίου και Αντιοχείας Μακαρίου, των παρόντων ρωμαίων επισκόπων, των μητροπολιτών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσσίας , παρισταμένων δε 130 αρχιμανδριτών, ηγουμένων και πολλών κληρικών, γι'αυτό και η ληφθείσα απόφαση καθαιρέσεως του πατριάρχη Νίκωνα ήταν οριστική και αμετάκλητη.

Σημαντική όμως είναι η άσκηση Εκκλήτου και από τον Πατριάρχη Μόσχας Αδριανό (1690-1700), ο οποίος πιεζόταν από τον τσάρο Μ. Πέτρο, από την ηγεσία της Λιθουανίας και από τον μητροπολίτη Κιέβου Βαρλαάμ να χειροτονήση κατ' οικονομίαν τον λατινόφρονα Διονύσιο στην επισκοπή Λούτσκ. Ωστόσο, φοβούμενος την προσχώρησή του στα αθέμιτα σχέδια της παπικής Ουνίας, αρνήθηκε να συναινέση και έκρινε αναγκαία την άμεση παρέμβαση του Οικουμενικού πατριάρχη για την αποτροπή της. Συνεπώς, ο Πατριάρχης Μόσχας απευθύνθηκε: «τω Παναγιωτάτω και Παμμακαριωτάτω αυθέντη και δεσπότη, αδελφώ και συλλειτουργώ της ημών μετριότητος κυρίω Καλλινίκω, αρχιεπισκόπω της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και Οικουμενικώ Πατριάρχη», για να ασκήση το Εκκλητον και να ζητήση την άμεση παρέμβασή του.

Υπό το πνεύμα αυτό, τόνιζε ότι «υπό τοιαύτης ανάγκης ημείς έχομεν, βιαζόμεθα και συμπάσχομεν, αλλά συγγνώμην και βουλήν επί τοιούτον έργον, ως νεοφανές και μηδέποτε γενόμενον, εν υποδείγματι περί άλλου ομοίου μη ευρεθέν, αφ' εαυτού δούναι ουκ ετολμήσαμεν. Και γαρ γνωστός ημίν ο της Εκκλησίας ημών όρος, λέγων ούτως: άνευ Οικουμενικής συνόδου ουδείς δύναται τι θρόνος νεωστί αναβλαστηθέν απόρως έχειν αποτελέσαι. Δια τούτο, ίνα μη πλέον ενοχληθώμεν, έχοντες την των μεγάλων ημών μοναρχών, των της Εκκλησίας υπερασπιστών, συνευδόκησιν, επέμψαμεν προς την Υμετέραν Παναγιότητα, ίνα, συνοδικώς και ευλόγως ανακρίνοντες περί του έργου, δικαίαν διάκρισιν η λύσιν, κοινής χάριν ωφελείας και της Εκκλησίας βεβαιότητος, ποιήσητε και εγγράφως αποπέμψητε, ει δυνατόν εστι το τον άνδρα μοναχόν γενέσθαι επίσκοπον. Όθεν και παρακαλούντες την Υμετέραν πνευματικήν εύνοιαν, προσδοκώμεν δια τάχους πληροφορίαν...» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Έγγραφα , ΙΙΙ, 200-203).

Βεβαίως, ανάλογη ήταν η αντίδραση του Πατριάρχη Μόσχας Αδριανού (1690-1700) και στην επίμονη αξίωση του τσάρου Μ. Πέτρου να επιβάλη τη χειροτονία του λατινοφίλου αποφοίτου της Ακαδημίας του Κιέβου Στεφάνου Ιαβόρσκυ στην επισκοπή Ριαζάν, ώστε να είναι ο διάδοχος του Αδριανού στο Πατριαρχείο της Μόσχας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης συζήτησε το θέμα αυτό με το ενδημούντα στην Κωνσταντινούπολη Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο και με τα μέλη της Πατριαρχικής συνόδου για τον χρόνο και τον τρόπο παρεμβάσεως προς αποτροπή των σχεδίων του τσάρου, ώστε να μην επιτραπή η διείσδυση της παπικής Ουνίας και στο Βασίλειο της Μεγάλης Ρωσσίας .

Είναι λοιπόν πολύ σημαντική και πολύτιμη η επίσημη θέση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων όχι μόνο για την κανονικώς κατοχυρωμένη υπερέχουσα αυθεντία του Οικουμενικού Πατριάρχη να παρεμβαίνη στα εκκλησιαστικά πράγματα του Πατριαρχείου Μόσχας, όταν μάλιστα προκύπτουν δυσεπίλυτα προβλήματα, αλλά και για την ιδιαίτερη κανονική σχέση του Οικουμενικού θρόνου τόσο με το Πατριαρχείο Μόσχας, όσο και με τη μεγάλη Μητρόπολη Κιέβου. Υπό την προοπτική αυτή, ο Δοσίθεος προέτρεπε επιμόνως τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αναλάβη αμέσως τις δέουσες πρωτοβουλίες για να αποτρέψη οφειλετικώς τη διείσδυση της παπικής Ουνίας και στο Πατριαρχείο Μόσχας. Συνεπώς, υποστήριζε, με χαρακτηριστική μάλιστα έμφαση, ότι η «η αρχή και το θεμέλιον και τέως ειπείν παν της διορθώσεως δει γενέσθαι παρά της Υμετέρας Παναγιότητος και της περί Αυτήν Ιεράς και Αγίας Συνόδου και δια το αξίωμα του θρόνου (=πρωτείον τιμής) και διότι η Μοσκοβία (είναι) Υμετέρα Επαρχία...» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Έγγραφα, ΙΙΙ, 211-215).

Βεβαίως, ο Στέφανος Ιαβόρσκυ δεν διαδέχθηκε τον αποθανόντα Αδριανό (1700), αφού ο Μ. Πέτρος είχε ήδη αποφασίσει την κατάργηση του Πατριαρχείου Μόσχας, γι' αυτό άφησε κενό τον Πατριαρχικό θρόνο της Μόσχας (1700-1720) μέχρι την εξασφάλιση της εγκρίσεως του Οικουμενικού Πατριάρχη και της συναινέσεως των άλλων τριών Ορθοδόξων Πατριαρχών για την επίσημη κατάργησή του (1721). Ωστόσο, Πρόεδρος της συσταθείσας «Ιεράς Διοικούσας Συνόδου» ορίσθηκε ο επίσκοπος Ριαζάν Στέφανος Ιαβόρσκυ , χωρίς όμως ουσιαστικές εξουσίες στην άσκηση της εκκλησιαστικής διοιήσεως, αφού δεσπόζουσα αυθεντία στη λειτουργία της ήταν ο «Επίτροπος του τσάρου» στη Σύνοδο (oberprocuror). Υπό το πνεύμα αυτό, στη Συνοδική περίοδο της Εκκλησίας της Ρωσσίας (1721-1917) ενισχύθηκαν οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ρωσσίας τόσο με το Οικουμενικό πατριαρχείο, όσο και με τα άλλα πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Ανατολής.

Συνεπώς, κατά την ομόφωνη κανονική παράδοση και τη διαχρονική εκκλησιαστική πράξη είναι προφανώς αβάσιμη και παντελώς εσφαλμένη η άποψη των θεολογικών συμβούλων του Πατριαρχείου Μόσχας, ότι δήθεν το Οικουμενικό Πατριαρχείο ουδέποτε είχε το κανονικό δικαίωμα να δέχεται και ότι ουδέποτε δέχθηκε προσφυγές Εκκλήτου και από τους άλλους Πατριαρχικούς θρόνους . Άλλωστε, η διαπίστωση αυτή δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθή, όπως είδαμε, με μόνη την επίκληση της ασαφούς και προφανώς αμφίσημης μαρτυρίας του διαπρεπούς βυζαντινού κανονολόγου Ιω. Ζωναρά στον σχολιασμό των σχετικών κανόνων 9 και 17 της Δ' Οικουμενικής συνόδου (451).

Η οποιαδήποτε λοιπόν επίκληση της μαρτυρίας αυτής είναι πλέον παντελώς αβάσιμη και οπωσδήποτε εσφαλμένη, γιατί ο σχολιασμός των δύο αυτών κανόνων από τον Ιω. Ζωναρά αποκλείει την κρίση από τον Οικουμενικό Πατριάρχη μόνο « ακόντων » αρχιερέων από τους άλλους Πατριαρχικούς θρόνους, ήτοι των μη ασκησάντων το δικαίωμα του Εκκλήτου , αλλ'όμως όχι και των « εκόντων » αρχιερέων, ήτοι των ασκησάντων το Έκκλητον. Υπό το πνεύμα αυτό, δεν αποδέχθηκαν την αμφίσημη αυτή θέση οι άλλοι έγκριτοι βυζαντινοί κανονολόγοι (Θεόδωρος Βαλσαμών, Αλέξιος Αριστηνός κ.α.), γιατί γνώριζαν καλώς ότι το δικαίωμα του Εκκλήτου στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης απέρρεε από «τα πρεσβεία τιμής» του θρόνου, όπως αυτά κατοχυρώθηκαν στον κανόνα 3 της Β' Οικουμενικής συνόδου (381) και στον κανόνα 28 της Δ' Οικουμενικής συνόδου (451), αλλ'όχι βεβαίως από τους κανόνες 9 και 17 της αυτής Οικουμενικής συνόδου, οι οποίοι απλώς κατοχυρώνουν την καθιερωμένη εκκλησιαστική πράξη.

 

γ‘. Το Πρωτείον τιμής και το Έκκλητον στον Οικουμενικό θρόνο

Είναι λοιπόν ευνόητο, ότι το δικαίωμα του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως να δέχεται το Έκκλητον και από τους άλλους Πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής συνδέεται αρρήκτως προς τα αυτονόητα κανονικά προνόμια του Πρώτου θρόνου σε επαρχιακή, περιφερειακή και οικουμενική προοπτική, γι'αυτό υποστηρίζεται πάντοτε με την επίκληση των προνομίων του Παπικού θρόνου, ως του Πρώτου θρόνου ( Prima sedes) της Εκκλησίας της Δύσεως. Άλλωστε, οι θρόνοι της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης είχαν «τα ίσα πρεσβεία» στην πρωτοκαθεδρία των Πατριαρχικών θρόνων, συμφώνως προς τον κανόνα 28 της Δ' Οικουμενικής συνόδου (451), γι'αυτό η αλληλέγγυα και ισότιμη συνεργασία τους ήταν αναγκαία για την ενότητα της Εκκλησίας, όπως διακηρύχθηκε ήδη από τους Παπικούς αντιπροσώπους στη Δ' Οικουμενική σύνοδο για την άσκηση της Προεδρίας της Συνόδου από τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιο και όπως εκφράσθηκε στον κανόνα 1 της Μείζονος Συνόδου της Αγίας Σοφίας (879-880), με πρόταση επίσης των εκπροσώπων του παπικού θρόνου στη Σύνοδο.

Συνεπώς, ο κανονικός θεσμός του Πρώτου σε όλα τα κανονικά συστήματα διοικητικής οργανώσεως της Εκκλησίας σε τοπική, περιφερειακή και οικουμενική προοπτική δεν είναι μία απλή τιμητική διάκριση, αφού έχει αδιαμφισβήτητο εκκλησιολογικό έρεισμα και συνδέεται αρρήτως με την όλη συνοδική λειτουργία της Εκκλησίας για την αποτελεσματική υπεράσπιση της ενότητας του όλου εκκλησιαστικού σώματος στην κοινωνία της πίστεως και στον σύνδεσμο της αγάπης. Υπό το πνεύμα αυτό διαμορφώθηκε η όλη κανονική παράδοση για την απόλυτη αναγκαιότητα του Πρώτου (sine qua non) τόσο για τη διοικητική οργάνωση , όσο και για τη συνοδική λειτουργία του μητροπολιτικού, του εξαρχικού και του πατριαρχικού συστήματος (καν. 4, 5, 6 και 7 της Α', 2 και 6 της Β', 8 της Γ', 9, 17, 28 και 30 της 30 της Δ', 36 και 39 της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου, 9, 12, 14, 15, 16, 17, 19 και 20 Αντιοχείας, 3, 4 και 5 της Σαρδικής, 49 και 50 Καρθαγένης, 13, 14 και 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως).

Το πνεύμα αυτό εκφράζει με έξοχο τρόπο ο κανόνας 34 των Αποστόλων, ο οποίος τονίζει, ότι «τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς Πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως Κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης. Εκείνα δε μόνα πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει και ταις υπ' αυτήν χωραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της των πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται και δοξασθήσεται ο Θεός δια Κυρίου εν αγίω Πνεύματι∙ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα». Ο σχολιασμός του κανόνα από τον έγκριτο κανονολόγο Ιω. Ζωναρά προβάλλει με επίσης έξοχο τρόπο το εκκλησιολογικό βάθος του εξαιρετικού ρόλου του Πρώτου για την αρμονική λειτουργία του όλου εκκλησιαστικού σώματος.

Πράγματι, τονίζει σαφώς ότι «ώσπερ τα σώματα, μη την οικείαν ενέργειαν σωζούσης της κεφαλής, πλημμελώς κινούνται η και άχρηστα εισι παντςλώς, ούτω και το σώμα της Εκκλησίας, ει μη ο Πρωτεύων τούτου και τάξιν πληρών Κεφαλής, επί της οικείας διατηροίτο τιμής, ατάκτως και πλημμελώς κινηθήσεται. Δια τούτο ο παρών κανών τους εκάστης επαρχίας Πρώτους επισκόπους, τους των μητροπόλεων δηλονότι αρχιερείς, Κεφαλήν ηγείσθαι υπό των άλλων επισκόπων της αυτής επαρχίας κελεύει, και χωρίς εκείνων (=Πρώτων) μηδέν ποιείν, ο εις κοινήν αφορά της Εκκλησίας κατάστασιν...» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα , ΙΙ, 45).

Συνεπώς, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν πάντοτε Πρώτος όχι μόνο στην πατριαρχική του δικαιοδοσία, αλλά και στον κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των πατριαρχών, αφού έχει «τα ίσα πρεσβεία» με τον θρόνο της Πρεσβυτέρας Ρώμης , καίτοι είχε τη δεύτερη θέση στην τάξη προκαθεδρίας των πέντε Πατριαρχικών θρόνων, συμφώνως προς τη σχετική διατύπωση του κανόνα 3 της Β' Οικουμενικής συνόδου (381), ήτοι ότι ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έχει «τα πρεσβεία τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον». Βεβαίως, η πρωτοκαθεδρία του θρόνου της Ρώμης δεν ήταν μόνο «Πρωτείον τιμής», αφού συνεπαγόταν την προταξη του Πάπα Ρώμης έναντι του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τόσο στην ενεργοποίηση, όσο και στη λειτουργία του Συνοδικού συστήματος για την αντιμετώπιση σοβαρών ζητημάτων πίστεως η κανονικής τάξεως, τα οποία υπερέβαιναν τις αρμοδιότητες ενός Πατριαρχείου.

Βεβαίως, ο Ιω. Ζωναράς , στον σχολιασμό του κανόνα 3 της Β' Οικουμενικής συνόδου (381), δίνει μεγάλη έμφαση στην πρόθεση « μετά », η οποία δεν είναι συμβατή με « τα ίσα πρεσβεία » των δύο θρόνων στον κανόνα 28 της Δ' Οικουμενικής συνόδου (451). Υπό το πνεύμα αυτό, ο έγκριτος βυζαντινός κανονολόγος τονίζει, ότι «την πρόθεσιν την μετά , ένιοι του χρόνου δηλωτικήν έφασαν είναι και ουχ υποβιβασμόν της τιμής προς την πρεσβυτέραν Ρώμην...Φασίν ουν ότι, επεί των ίσων αξιούσιν αυτήν τιμών, πως η μετά πρόθεσις υποπτώσεως δηλωτική...Εντεύθεν ουν εναργώς δείκνυται (=Νεαρά 131 του Ιουστινιανού) η μετά πρόθεσις υποβιβασμόν δηλούσα και ελάττωσιν. Και άλλως δε αδύνατος αν είη το ταυτόν της τιμής και αμφοτέροις τοις θρόνοις φυλάττεσθαι (=στην εκκλησιαστική πράξη). Ανάγκη γαρ εν ταις αναφοραίς των ονομάτων ( Μνημόσυνον) των προϊσταμένων αυτών τον μεν προτερεύειν, τον δε δευτερεύειν, και εν ταις καθέδραις, ότε συνέλθοιεν, και ει ταις υπογραφαίς, ότε τούτων δεήσει (= συνόδους). Η γουν του μετά εξήγησις η λέγουσα του χρόνου δηλωτικήν είναι πρόθεσιν και ουχ υποβιβασμού, βεβιασμένη εστι, και διανοίας ουκ ευθείας, ουδ' αγάπης...» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, ΙΙ, 173-174).

Αντιθέτως, ο επίσης έγκριτος βυζαντινός νομομαθής και κανονολόγος Αλέξιος Αριστηνός υποστήριζε, με κύριο γνώμονα τον κανόνα 28 της Δ' Οικουμενικής συνόδου για «τα ίσα πρεσβεία» των θρόνων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης , ότι «το γαρ μετά ενταύθα ου της τιμής, αλλά του χρόνου εστί δηλωτικόν, ως αν είποι τις, ότι μετά πολλούς χρόνους της ίσης τιμής τω Ρώμης μετέσχε και ο Κωνσταντινουπόλεως» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα , ΙΙ, 176). Συνεπώς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως ο Πρώτος θρόνος στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής, ήταν πάντοτε ex officio ο διαχρονικός φύλακας και εγγυητής όχι μόνο της κανονικής τάξεως , αλλά και της αυθεντικής λειτουργίας του συνοδικού συστήματος γι'αυτό είχε πάντοτε και έχει συνεχώς αδιαμφισβήτητο το κανονικό δικαίωμα να δέχεται το Έκκλητον αρχιερέων από τους άλλους Πατριαρχικούς θρόνους, πολύ δε περισσότερο από την υπαγομένη στην κανονική εξαρχική δικαιοδοσία του Μητρόπολη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας.

 

δ‘. Η εφαρμογή του Εκκλήτου στην Εκκλησία της Ουκρανίας

Είναι λοιπόν προφανές από τα ανωτέρω περιεκτικώς εκτεθέντα ότι κατά την ομόφωνη κανονική παράδοση, στην οποία εντάσσεται από τους θεολογικούς συμβούλους του Πατριαρχείου Μόσχας και η ακρίτως παρανοούμενη, όπως είδαμε, μαρτυρία του Ιω. Ζωναρά στον υπομνηματισμό των κανόνων 9 και 17 της Δ' Οικουμενικής συνόδου (451), το μεν Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε πάντοτε το αδιαμφισβήτητο κανονικό δικαίωμα να δέχεται το Έκκλητον αρχιερέων από τους άλλους Πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, αλλ'όμως και οι αρχιερείς των πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής είχαν το κανονικό δικαίωμα να ασκούν το Έκκλητον στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για την αναθεώρηση μιας στασιαζομένης καταδικαστικής αποφάσεως στον δικό τους Πατριαρχικό θρόνο.

Το αμφίδρομο αυτό δικαίωμα του Εκκλήτου , το οποίο απέρρεε από «τα ίσα πρεσβεία τιμής» των θρόνων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης , εκφράσθηκε με την εξαιρετική αυθεντία τους στη διαχρονική εκκλησιαστική πράξη όχι μόνο για την υπεράσπιση της ορθοδοξίας της πίστεως, αλλά και για τον έλεγχο της τηρήσεως της κανονικής παραδόσεως στην εκλογή, τη χειροτονία και την κρίση των επισκόπων. Άλλωστε, ο συνταχθείς μετά από πρόταση των παπικών αντιπροσώπων σημαντικός κανόνας 1 της Μείζονος Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), όριζε ότι ο μεν Πάπας Ρώμης δεν θα δέχεται το Έκκλητον από αρχιερείς της Ανατολής και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν θα δέχεται το Έκκλητον από αρχιερείς της Δύσεως.

Συνεπώς, το Πρωτείον τιμής των θρόνων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης καθιστούσε αυτονόητη την αποδοχή του ασκουμένου Εκκλήτου υπό μητροπολιτών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων όχι μόνο από τη δική τους δικαιοδοσία, αλλά και από τη δικαιοδοσία των άλλων Πατριαρχικών θρόνων. Ώστόσο, μετά το σχίσμα του ΙΑ' αιώνα (1054), ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανέλαβε μόνος όλα τα αποκλειστικά προνόμια του Πρώτου θρόνου όχι μόνο για το Έκκλητον , αλλά και για την όλη συνοδική λειτουργία της «τετρακτύος» των ορθοδόξων Πατριαρχών. Άλλωστε, υπό το πνεύμα αυτό είχαν διατυπωθή όλοι οι ι. κανόνες για την άσκηση του Εκκλήτου στους θρόνους της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης , οι οποίοι αναφέρονται στην αναθεώρηση στασιαζομένων σοβαρών καταδικαστικών αποφάσεων από μία Πατριαρχική η Μείζονα Σύνοδο .

Βεβαίως, ο Οικουμενικός πατριάρχης κατά την εκδίκαση Εκκλήτου είχε και έχει το κανονικό δικαίωμα να αποδεχθή, να μετριάση η να ακυρώση την ποινή μιας πρωτοβάθμιας η μιας δευτεροβάθμιας καταδικαστικής αποφάσεως των πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής, αλλά δεν είχε και δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλη στον καταδικασθέντα μία μεγαλύτερη ποινή (καν. 5 της Α', 6 της Β', 9 και 17 της Δ' Οικουμενικής συνόδου, 14 και 15 της Συνόδου της Αντιοχείας, 3, 4 και 5 της Συνόδου της Σαρδικής κ.α.). Προφανώς, ο Οικουμενικός πατριάρχης δεν έπρεπε και δεν μπορούσε να εμποδίση η να μην αποδεχθή την άσκηση Εκκλήτου από τον ακρίτως καθαιρεθέντα Μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο Ντενισένκο η την κανονική συνοδική αξιολόγηση του υποβληθέντος σχετικού φακέλου. Υπό το πνεύμα αυτό, η Πατριαρχική Σύνοδος ακύρωσε την αντικανονικώς και ακρίτως επιβληθείσα καθαίρεση ως κανονικώς αναιτιολόγητη η και καταχρηστική, όπως συνάγεται και από το σκεπτικό της αποφάσεως της Αγίας κάι Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Είναι όμως ευρύτερα γνωστό, ότι η καθαίρεση του μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου από το Πατριαρχείο Μόσχας έγινε ακρίτως και αντικανονικώς, με προσχηματικές μάλιστα αιτιολογίες, ήτοι αφ'ενός μεν ότι ηγήθηκε στη λήψη της αποφάσεως της Ι. Συνόδου της Μητροπόλεως Κιέβου και πάσης Ουκρανίας για να υποβληθή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το αίτημα ανακηρύξεως της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας Ουκρανίας, το οποίο όμως αγνοήθηκε πλήρως από το Πατριαχείο Μόσχας, για προφανείς η και ευνοήτους λόγους, αφ'ετέρου δε ότι αρνήθηκε να υποκύψη στην αντικανονική και πιεστική αξίωση του Πατριαρχείου Μόσχας να παραιτηθή από τη Μητρόπολη Κιέβου, για να επιβληθή προφανώς σε αυτή ένας φιλορώσσος Μητροπολίτης. Η αξίωση όμως αυτή προκάλεσε τελικώς την τραγική διάσπαση της ενότητας όχι μόνο της Ιεραρχίας της Μητροπόλεως Κιέβου, αλλά και του ευλαβούς ουκρανικού λαού, με επικίνδυνες μάλιστα προεκτάσεις και γι'αυτή ακόμη την υπόσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας.

Υπό την προοπτική αυτή, η άσκηση του Εκκλήτου από τον καθαιρεθέντα μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν ένα ευνόητο κανονικό του δικαίωμα, όπως και η αποδοχή του Εκκλήτου ήταν σαφώς ένα κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού θρόνου. Προφανώς, η αποδοχή του δεν είχε μεν μία άμεση αναφορά στο κανονικό ζήτημα της ανακηρύξεως της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, αλλ'όμως καθιστούσε σαφέστερη την αντικανονική αξίωση του Πατριαρχείου Μόσχας να υποτάξη αντικανονικώς στη δικαιοδοσία του τη διεσπασμένη και εμπερίστατη μεγάλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας. Υπό το πνεύμα αυτό, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ακύρωσε την αντικανονικώς επιβληθείσα ποινή και αποκατέστησε τον ακρίτως καθαιρεθέντα μητροπολίτη Κιέβου στο επισκοπικό του αξίωμα.

Η σημαντική λοιπόν αυτή απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν μία απολύτως αναγκαία και σαφώς κανονική προϋπόθεση για την ανακήρυξη της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας Ουκρανίας, αφού συνδεόταν αυτομάτως με την άμεση αποκατάσταση στην εκκλησιαστική κοινωνία όχι μόνο του καθαιρεθέντος μητροπολίτη Φιλαρέτου και των ομοφρόνων του αρχιερέων, κληρικών και μοναχών, αλλά και πολλών εκατομμυρίων ουκρανών ορθοδόξων, οι οποίοι είχαν μεν αποσχισθή από τον πιστό στο Πατριαρχείο Μόσχας μητροπολίτη Κιέβου, αλλ'όμως απέρριπταν ρητώς και κατηγορηματικώς οποιαδήποτε άμεση η έμμεση εξάρτηση από το Πατριαχείο Μόσχας.

Συνεπώς, η μόνη κανονική οδός για την αποκατάσταση της εσωτερικής ενότητας του διεσπασμένου εκκλησιαστικού σώματος της δεινώς δοκιμαζομένης μεγάλης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας είναι, όπως και σε όλες τις άλλες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες των νεωτέρων χρόνων , η άμεση ανακήρυξη της Αυτοκεφαλίας, η οποια θα αποδειχθή ιδιαιτέρως επωφελής όχι μόνο για την αποκατάσταση της εσωτερικής ενότητας του εκκλησιαστικού της σώματος, αλλά και για την ενίσχυση των αδελφικών σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας με την αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.