ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα


ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

 

Υπομνήματα Παλαιών Πατρών Γερμανού

Ἀπομνημονεύματα Μητροπολίτου Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ,
Εκδ. Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής Δημητσάνης,
Αθήναι, 1975, σελ. 1-5

Το Ελληνικόν έθνος, αφ' ου υπέκυψεν εις τον βάρβαρον και σκληρότατον ζυγόν της Οθωμανικής τυρρανίας υστερήθη όχι μόνον την ελευθερίαν του, αλλά και παν είδος μαθήσεως, και κατήντησε να μην γνωρίζη ουδέ την πάτριόν του γλώσσαν, εκτός ολίγων πεπαιδευμένων, όπου κατά καιρούς ήκμασαν, των οποίων τα Συγγράμματα μαρτυρούσι την εις τας μαθήσεις πρόοδόν τους. Και ήτο ενδεχόμενον να εκλείψη διόλου από το Έθνος η Ελληνική γλώσσα, εάν δεν την διέσωζεν η Εκκλησία, προς ην οφείλεται και κατά του ευγνωμοσύνη.

Προς δε τον ΙΗ΄ Αιώνα άρχισαν οι Έλληνες να ανακύπτωσι και να ανακαλώσι τας προγονικάς Μούσας, ώστε βαθμηδόν εξηπλώθη εις πολλά μέρη της Ελλάδος η παράδοσις των εγκυκλίων μαθημάτων, και τα φώτα της μαθήσεως διεδόθησαν εις πολλούς, ότε οι Έλληνες πεφωτισμένοι οπωσούν ησθάνθησαν βαρύτερον ζυγόν, και ενθυμούμενοι την προπατορικήν ευγένειαν, εστέναζον βαθέως μη δυνάμενοι να τον αποτεινάξωσι. Διότι αι Μοναρχίαι της Ευρώπης, ωφελούμεναι εις τα συμφέροντα τους εκ της βαρβατότητος και αμαθείας της Οθωμανικής Δυναστείας, υπερασπίζοντο την ύπαρξιν του Κράτους του και δεν εσυγχώρουν να ενοχληθή η ακεραιότης του.

Η Πελοπόνησσος επανέστη άπαξ, ελπίζουσα εις την υποσχόμενην υπεράσπισιν της Ρωσσίας, ήτις τότε επολέμει την Οθωμανικήν δύναμιν. Αλλ' αφ' ου τα ίδια συμφέροντα της Ρωσσίας εμορφώθησαν κατά τον σκοπό της, και ειρήνευσε μετά των Οθωμανών, οι Πελοποννήσιοι εγκαταλείφθησαν με τας κενάς ανυπάρκτους λέξεις της αμνηστίας εις την διάκρισιν των Τυρράννων τους, οίτινες, αφ' ου εφόνευσαν και ηχμαλώτισαν πολλούς εξ αυτών, τους λοιπούς καθυπέβαλον εις ζυγόν βαρύτερον του πρώτου, εκτός τινών κατά μέρος Καπιταναίων, οίτινες με ολιγίστους ανθρώπους περιφερόμενοι εις τα όρη ως λησταί, και ακαταπαύστως σχεδόν πολεμούμενοι και πολεμούντες τους Τούτκους, ουδέποτε υπετάγησαν εις την εξουσίαν τους. Τοιούτοι Καπιταναίοι περιεφέροντο και εις τα μέρη της Ηπείρου, της Ακαρνανίας, της Βοιωτίας, της Θεσσαλίας και Μακεδονίας, οίτινες πολλάκις κατά καιρούς έδειξαν αξιέπαινον ανδρείαν ενάντιον των καταδιωκόντων αυτούς Οθωμανών.

Μόλις περί τα τέλη του ΙΗ΄ Αιώνος ανεφάνη εις τολμηρός ανήρ, Ρήγας ονομαζόμενος, από το Βελεστίνον της Θεσσαλίας, όστις εστοχάσθη να ενσπείρη γενικώς εις το Έθνος των Ελλήνων τον ενθουσιασμόν της ελευθερίας, και επέτυχε να εφελκύση πολλούς και εκλεκτούς μεθ ' εαυτού συμφώνους εις το σχέδιον, το οποίον εσύνθεσε περί της κατά του τυράννου επαναστάσεως, και περιφερόμενος εις τα μέρη της Ευρώπης, εφάνταζετο να κατορθώση την εις τούτο υπεράπσισιν μιας Ευρωπαϊκής Δυνάμεως. Αλλά τέλος πάντων, ανακαλύψασα το τοιούτον η Αυστριακή Διοίκησις, παρέδωκεν αυτόν τε και άλλους τινάς οπαδούς του εις τας τυραννικάς χείρας των Οθωμανών, οίτινες τους κατέσφαξαν.

Και αυτοί μεν οι αείμνηστοι απέθανον. Ο δε υπέρ ελευθερίας σπινθήρ δεν εσβέσθη εις τας καρδίας των Ελλήνων, αλλά μετά καιρόν τινα τον ανεζωπύρησαν Έλληνές τινες εις την Ρωσσίαν διατρίβοντες, οίτινες εσύνθεσαν εν είδος Εταιρίας, εις την οποίαν εισήγαγον, όσους εγνώρισαν έχοντας πνεύμα φιλελεύθερον, και δια μέσου Απεσταλμένων εις διάφορα μέρη τηςΕλλάδος ηνήνωσαν εις τον σκοπόν τούτον άπαντας σχεδόν τους προκρίτους και αρίστους των Ελλήνων. Και μάλιστα εις την Πελοπόννησον ουδείς των επισήμων Αρχιερέων, και Προεστώτων και λοιπών Προκρίτων έμεινεν αμύητος.

Η δε περί τούτου κατήχησις ην τοιαύτη. Είχον τεταγμένους τρεις Βαθμούς, τον μεν ονομάζοντες των Συστημένων, τον δε των Ιερέων, τον δε των Ποιμένων. Και έκαστος τούτων είχε ιδιαίτερον τρόπον Κατηχήσεως, εφοδιαστικών Γραμμάτων, και Σημείων, δια τε χειρονομιών και δια λέξεών τινών. Και εις μεν τον πρώτον Βαθμόν εισήγαγον τους χυδαίους και απαιδεύτους. Εις δε τον β΄ τους επισημότερους και πείραν έχοντας πραγμάτων. Εις δε τον γ΄ ολίγοι τινες εισήχθησαν οι εκλεκτότεροι, και οι ανέκαθεν εισχωρήσαντες εις τα της Εταιρείας πράγματα. Είχον δε και δύο άλλους Βαθμούς δια τους Καπιτανέους και υπαλλήλους των. Και οι μεν πρώτοι ωνομάζοντο Αρχηγοί των Αφιερωμένων, οι δε, Αφιερωμένοι. Τα δε σημεία των κατωτέρων Βαθμών εγνώριζον οι των ανωτέρω, ουχί δε και ανάπαλιν. Η δε εισαγωγή εις ένα έκαστον τούτων των Βαθμών εγίνετο δια πολλής εξετάσεως, ώστε εις τον β΄ και γ΄ Βαθμόν ήσαν ικαναί ημέραι διωρισμέναι δια την εξέτασιν και δοκιμήν του εισαγωμένου, όστις μετά την εισαγωγήν εδύνατο να εισάξη και αυτός άλλον κατά τον εφεξής τροπον. Ο Κατηχών, αφού ελάμβανε ένορκον την υπόσχεσιν παρά του Κατηχουμένου περί της διαφυλάξεως του μυστηρίου τούτου, το οποίον ήτο η Ελευθερία της Πατρίδος, έδιδεν εις αυτόν έγγραφον τότε Εφοδιαστικόν, την Κατήχησιν, και τα Σημεία δια χαρακτήρων τινών αγνώστων εις τους αμυήτους, Ιερών λεγομένων, και ελάμβανεν επιστολήν παρά του κατηχουμένου επιγραφόμενην εις εν οποιονδήποτε όνομα, εν η εδηλοποίει την πατρίδα, ηλικίαν και επάγγελμά του, και την χρηματικήν ποσότητα, οπού προαιρείται να συνεισφέρει εις το Έθνος, και εναχάραττεν εις αυτήν και δύο σημεία, οποιαδήποτε εβούλετο, το μεν εις τας αρχάς της επιστολής, το δε εις το τέλος, εξ ων το μεν πρώτον ήτο άγνωστον όλως διόλου εις άλλον τινά, το δε δεύτερο μετεχειρίζετο εις την ανταπόκρισήν του μετά των Αδελφών, και ούτως εσφραγισμένην είχε χρέος ο Κατηχών να την αποστείλη ασφαλώς δια μέσου των εν Κωνσταντινουπόλει διωρισμένων Εφόρων προς την της Αδελφότητος αρχήν, περί ης ουδείς εγίνωσκεν, εκ πόσων και ποίων μελών συνίστατο, και που ευρίσκετο. Και εκεί ελύετο η σφραγίς της επιστολής, και κατεγράφοντο το όνομα και τα σημεία εκάστου. Η δε από μέρους της Αρχής απόκρισις δεν είχεν άλλην υπογραφήν, ει μη το άγνωστον σημείον εκάστου, προς δε και μίαν σφραγίδα εις τας αρχάς της επιστολής με χαρακτήρας τινας στοιχείων κεφαλαιωδών, τα οποία υπεσήμαινον το όνομα των συνιστώντων την Αρχήν. Και ταύτα ήσαν το βέβαιο γνώρισμα των από μέρους της Αρχής επιστολών.

Τοιαύτας επιστολάς έλαβον και άλλοι πολλοί, μάλιστα δε οι της Πελοποννήσου Πρόκριτοι κατά το ᾳωκ΄ έτος περί τον Φεβρουάριον, ότε διωρίζοντο παρά της Αρχής να εμβάσωσιν εις την Κωνσταντινούπολιν την ποσότητα, οπού έκαστος υπεσχέθη δια της επιστολής του. Αλλά προτροπή του Π. Πατρών Γερμανού, μη εγκρίνοντος τοιούτον, οι Πελοποννήσιοι, επειδή η πατρίς των εις κάθεν περίστασιν εδέετο και άλλοθεν χρημάτων συσκεφθέντες απεφάσισαν να γράψωσιν εκ συμφώνου εις την Αρχήν, ζητούντες το να διορισθώσι ρητώς Έφοροι της Αδελφότητος εις την Πελοπόννησον, και Ταμίαι δια την συλλογήν των συνεισφορών, και να εκδοθώσι σφοδραί επιταγαί εις τους Αποστόλους, ότι να υπόκεινται εις τους Εφόρους και να παύσωσι των καταχρήσεων, επειδή τινες των Απεσταλμένων κατήχουν τον παρατυχόντα, δια να λαμβάνουν χρήματα. Μετά τούτων των γραμμάτων ενεκρίθη να αποσταλή επίτηδες ο Ιωάννης Παπαρηγόπουλος, ανήρ πρόθυμος και φιλογενής...

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.