ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Οι Θεολογικές Σχολές Αλεξανδρείας και Αντιοχείας

Μεθόδιος Φούγιας, Μητρ. Πισιδίας
πρώην Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μ. Βρεταννίας,
Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού στις αποφάσεις
των Οικουμενικών συνόδων,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1997, σελ. 67-72

 

Δεν σκοπεύω να γράψω τίποτα περισσότερο εκτός από μια σύντομη παρουσίασι της σπουδαιότητος των δύο ελληνικών θεολογικών Σχολών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, περί των οποίων έγραψα ειδική μελέτη με την κυριώτερη σύγχρονη βιβλιογραφία (θεολογικαί και ιστορικαί Μελέται, τόμος Α', Αθήναι (1979), σελ. 231-243).

Ο έντονος αγώνας περί του προσώπου του Χριστου επικεντρώθηκε σε δύο αντίπαλα κέντρα, στις Σχολές της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας και στη διδασκαλία των πρωταγωνιστών, αφ' ενός μεν του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και των προ αυτου Αθανασίου και Απολλιναρίου και αφ' έτερου των μαθητών του επισκόπου Ταρσού Διόδωρου.

Οι βασικές απόψεις του αγίου Κυρίλλου είναι συνεκτικές και αυθεντικές και έχουν ως αφετηρία τον Θεό, ένώ η Σχολή της Αντιοχείας πάντοτε αρχίζει από τον άνθρωπο ή με τον άνθρωπο. Ο μεταξύ αυτών ανταγωνισμός δύναται να εξηγηθή με όσα γράφει ο Dorner : «ενώ η Σχολή της Αντιοχείας εμπόδιζε μια απολλιναριστική ταύτισι της θεότητος και της ανθρωπότητος στο νου του Χριστου, διέκρινε μεταξύ των δύο απόψεων ως προς τις δύο φύσεις. Η Σχολή της Αλεξανδρείας άρχιζε δίδουσα έμφασι στην ενότητα, ένωσις φυσική, και κατόπιν προχωρούσε να δη τι μπορούσε να λεχθή για τη διττότητα. Αμφότερες δίδασκαν ότι η θεία φύσις, ο Λόγος, είχε μια ουσιώδη ύπαρξι, μια υπόστασι, αλλά ενώ οι Αλεξανδρινοί απέδιδαν την ανθρωπότητα του Χριστου, συμπεριλαμβανομένης της ψυχής και των δυνάμεων της, στη θεία υπόστασι, κάτι περισσότερο από μια δεκτική παθητική ύλη, οι Αντιοχείς προσπαθούσαν ν' αποδείξουν ότι ο ανθρώπινος παράγοντας είχε επίσης μια ανεξαρτησία και εφαίνοντο όχι λίγες φορές ν' αποκλίνουν προς τη χρήσι εκφράσεων που απέδιδαν στην ανθρώπινη άποψι μια ανεξάρτητη υπόστασι ή προσωπικότητα (1). Ο μεγάλος διδάσκαλος Θεόδωρος Μοψουεστίας, που ήταν ο στέφανος και η κορωνίδα της Σχολής της Αντιοχείας, προσέλαβε τον τίτλο του Magister Orientalis (διδάσκαλος της Ανατολής), γιατί συνεδύαζε μάθησι, οξύνοια και ακόμη δύναμι προσωπικού χαρακτήρα» προσθέτει ο Dorner (2). Εργαζόμενος μέχρι του τέλους της ζωής του (427 ή 428) ως διδάσκαλος των Εκκλησιών και νέων ταλαντουχων μαθητών, αναδείχθηκε γόνιμος συγγραφεύς, θεωρούμενος ο πρώτος Ανατολικός θεολόγος της εποχής του. Εκείνο το οποίο αύξησε την επίδρασι της διδασκαλίας του ήταν η αναχαίτισις του Απολλιναρισμού από την Εκκλησία. Ο Θεόδωρος αποδείχθηκε σκληρός αντίπαλος αυτου, χωρίς να επιτρέψη αρειανά στοιχεία, τα οποία μερικώς χρωμάτιζαν το θεολογικό σύστημα του, να τον απομακρύνουν από τη θεότητα του Υιού.

Ένα απαραίτητο στοιχείο για την καθαρή κατανόησι της χριστολογικής εξελίξεως κατά τον Ε' αιώνα, γράφει ο Sullivan, είναι η σύλληψις των ιδεών οι οποίες χαρακτήριζαν τις δύο κύριες σχολές της σκέψεως, που ήταν σε άντίθεσι αγωνιστική, δηλ. της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας. Η διαχωριστική γραμμή των δύο τουτων Σχολών ήταν ο τύπος μία φύσις και παρόμοιες εκφράσεις, ιδιαίτερα όπως εξεφράζοντο στα διαφιλονικούμενα αναθέματα (3).

Προκειμένου να συγκριθούν οι κληρονομιές των δύο τουτων αρχαίων περίφημων Σχολών, πρέπει να ληφθή υπ' όψι ότι υπάρχει το πρόβλημα της απώλειας των πλήρων και εκτενών έργων τους. Επειδή όμως πολλά έργα της Αλεξανδρινής Σχολής, δηλ. των θεολόγων της, διασώθηκαν στο πρωτότυπο, η Σχολή αυτή βρίσκεται σε πλεονεκτική θέσι, ενώ η απώλεια των έργων της Αντιοχειανής Σχολής, γιατί του Ευσταθίου Αντιοχείας και του Διόδωρου Ταρσού μόνο αποσπάσματα διασώθηκαν, και η καταδίκη των έργων του Νεστορίου (4) και του Θεοδώρου Μοψουεστίας φέρει δυσκολίες για μια απροκατάληπτη εκτίμησι (5). Αλλά εν πάση περιπτώσει, η κατάστασις άλλαξε μετά τη δημοσίευσι των προσφάτων έργων περί της Χριστολογίας του Θεοδώρου.

Ο Απολλινάριος λέγει ότι ο Λόγος είναι ένα πρόσωπο-μία φύσις, ε ντεύθεν και ο φημισμένος τύπος. Ο άγιος Κύριλλος προέβαλε τον τύπο αυτόν με τον καθορισμό της ενώσεως του Λόγου μετά της σαρκός ως μιας υποστατικής και φυσικής ενώσεως. Η φύσις του Λόγου ή η υπόστασίς Του είναι ο Λόγος ο ίδιος. Σ' αυτό ο άγιος Κύριλλος χρησιμοποιεί τον όρο υπόστασις με την έννοια του προσώπου. Συνεπώς η ένωσις είναι υποστατική-προσωπική: «η του Θεού φύσις ήγουν υπόστασις δ' έστιν αυτός ο Λόγος, ανθρωπεία φύσει κατά αλήθειαν ενωθείς... εις νοείται και εστι Χριστός, ο αυτός Θεός και άνθρωπος» (Λόγος Απολογητικός προς τον ευσεβέστατον Βασιλέα Θεοδόσιον, Β΄ ). Εάν ο όρος φύσις εκληφθή με την έννοια της ουσίας, ο τύπος προσλαμβάνει έκφρασι ευτυχιανής αιρέσεως, κατά την οποία επέρχεται σύγχυσις των δύο εν Χριστώ φύσεων. Η αλήθεια είναι πως ούτε ο άγιος Κύριλλος ούτε η Εκκλησία χρησιμοποίησαν τον τύπο μ' αυτή τη σημασία, αλλά εννοούσαν «φύσι του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», «εν τω σεσαρκωμένην ειπείν, σύμπας ο Λόγος της μετά σαρκός οικονομίας εισφέρεται» ( Επιστολή προς Σούκενσον Διοκαισαρείας Β', PG. 77, 240 C, 241 C και 244 Α). Η φύσις ως εμπειρικός όρος μπορούσε να χρησιμοποιηθή στις ίδιες δύο έννοιες που απεδίδοντο στην ουσία και την υπόστασι. Με την έννοια του «ατόμου», «του ίδιου του προσώπου», εχρησιμοποιείτο από τον Απολλινάριο και τους Αλεξανδρινούς, ενώ με τη γενετική έννοια εχρησιμοποιείτο από αμφότερες τις Σχολές, τους Αλεξανδρινούς με τη σημασία της μιας υποστάσεως και τους Αντιοχείς με τη σημασία της ουσίας. Για τους Αντιοχειανούς υποστατική και φυσική ένωσις ήταν μια απόδειξις απολλιναριανού σφάλματος. Ο άγιος Κύριλλος ουδέποτε είπε «εν δυσί φύσεσι μετά την ένωσιν». Λέγει «εκ δύο», αλλά μετά την ένωσι δεν χωρίζει τη μία από την άλλη φύσι. Μία φύσις μετά την ένωσι είναι για τον άγιο Κύριλλο ένα πρόσωπο.

Με βαρύτατους χαρακτηρισμούς συνοψίζει τα κύρια χαρακτηριστικά της Χριστολογίας του αγίου Κυρίλλου, όπως κι άλλοι προτεστάντες, ο καθηγητής Hans von Campenhausen. Ενώ γνώριζε, γράφει, ο άγιος Κύριλλος τις θεολογικές επιπτώσεις του Απολλιναρισμού, δεν δίστασε αργότερα, καταπολεμών τους αντιπάλους του Αντιοχειανούς, να χρησιμοποίηση απολλιναρείους τύπους προκειμένου να αναπτύξη λεπτομερειακά τη Χριστολογία του, όπως τον τύπο «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», νομίζοντας, λανθασμένα, ότι ανήκει στον άγιο Αθανάσιο (6).

Ο αείμνηστος καθηγητής Β. Στεφανίδης σύντομα και καθαρά γράφει ότι ο άγιος Κύριλλος έχει ομοιότητες με τον Απολλινάριο, αλλά και διαφορές, απολλιναρίζει, χωρίς να είναι απολλιναριστής και μονοφυσίτης (7).

Από το άλλο μέρος οι Αντιοχειανοί ουδέποτε κήρυξαν τη διδασκαλία των δύο Υιών. Ήταν αυστηροί οπαδοί του Συμβόλου της Νικαίας και της επιστολής του Μεγάλου Αθανασίου προς τον αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Επίκτητο (8). Διέκριναν μεταξύ Λόγος και Χριστός-Λόγος και Χριστός.

Θεότητα και ανθρωπότητα είναι δύο φύσεις ή ουσίες ή υποστάσεις και επειδή θεωροΰσαν ότι δεν υπάρχει υπόστασις χωρίς το πρόσωπό της (Θεόδωρος Μοψουεστίας, Περί ενανθρωπήσεως, VIII), αμφότερες, θεότητα και ανθρωπότητα, εν Χριστώ θεωρούνται έκαστη με το πρόσωπο της (9).

Η αντιοχειανή Χριστολογία χρησιμοποιεί τον όρο ένωσις μάλλον παρά ενότητα και το κλειδί-λέξις αυτής είναι σύζευξις. Ενώ η Αλεξανδρινή Σχολή περιφρουρούσε την ενότητα του Χριστου, η Αντιοχειανή διαφύλαττε την ολότητα της τελείας ανθρωπότητος του Χριστού (10). Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας δηλώνει ότι ο θείος Λόγος είναι από φύσεως ένα πράγμα και εκείνο που έλαβε, ένα άλλο, μολονότι δεν δίδασκε ούτε τη σύγχυσι των φύσεων ούτε τη διαίρεσι των προσώπων. Ο καθηγητής Grillmeier (11) νομίζει ότι ο άγιος Κύριλλος είχε μεγάλο βάθος ιδεών, ακριβώς όπως οι Αντιοχειανοί είχαν τη μεγαλύτερη καθαρότητα του τύπου. Η σύνθεσις της Εκκλησίας πρέπει να συνδυάζη και τα δύο αυτά προσόντα.

Ο Dorner (12) συνοψίζει ως ακολούθως τη σημασία του ανταγωνισμού μεταξύ των Σχολών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Δεν είναι δυνατόν να μη ομολογηθή ότι αυτοί οι ανταγωνισμοί ήταν προωρισμένοι να είναι αμοιβαία αλληλοσυμπληρούμενοι, ότι ουδείς εξ αυτών χωρίς τον άλλο μπορούσε να πραγματοποιήση τον σκοπό προς τον οποίο απέβλεπε. Ο ένας, είναι αλήθεια, εύρισκε εν Χριστώ ένα θαυμαστό έργο του θεού, αλλ' αποτύγχανε να διακρίνη τον ηθικό χαρακτήρα εκ του οποίου προήρχετο η αληθινή αξία του· ο άλλος εύρισκε, είναι αλήθεια, μια ηθική πραγματικότητα, αλλά κάτω από ένα τέτοιο τύπο ώστε θρησκευτική σκέψις (θεωρία) ήταν αδύνατον να κατοικήση σ' αυτή όπως σε μια αληθινή ενέργεια του θεού και μια αληθινή ενότητα. Περαιτέρω ο Dorner εκφράζει τη λύπη του γιατί ξένες επιδράσεις εισέβαλαν στην εξέλιξι της Εκκλησίας και εμπόδισαν την ερμηνεία και την ένωσι των στοιχείων αμφοτέρων των μερών. Ακόμη αποδίδει σ' αυτά τα στοιχεία τις υποκειμενικές αποφάσεις και τα συμπεράσματα των Συνόδων και όχι το αληθινό πνεύμα της Εκκλησίας της αμοιβαίας κατανοήσεως. Το τελευταίο έχει κάποια δόσι αληθείας.

Μετά τη Σύνοδο του 381, η κυριαρχούσα λέξις ουσία δεν σημαίνει φύσι. Μολονότι η φύσις δεν σφετερίζεται τη θέσι της ουσίας στις χριστολογικές συζητήσεις, το πρόβλημα είναι η φύσις, η οποία τείνει να χρησιμοποιηθή μάλλον με την έννοια του προσώπου. Ο άγιος Κύριλλος δεν ομιλεί περί ουσίας αλλά περί υποστάσεως και εννοεί προσωπική ύπαρξι. Διακρίνει την υπόστασι από την ουσία, κάτι που ηρνείτο ο Νεστόριος (13), χρησιμοποιώντας τον όρο ουσία ως ισοδύναμο προς τον της υποστάσεως. «Η ουσία, γράφει, της ομοιότητος του θεού και η ουσία της ομοιότητος του δούλου μένουν στις υποστάσεις τους» (14). Για τους Αλεξανδρινούς δύο ουσίες εν Χριστώ ηχούσαν ως δύο ιδιαίτερες υπάρξεις. Συνήθιζαν να ομιλούν περί δύο φύσεων, αλλ' όχι περί δύο ουσιών.

Η Αντιοχειανή Σχολή προσήγγισε την ανωτάτη διάκρισί της στο πρόσωπο του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του οποίου οι επί της σαρκώσεως απόψεις στηρίζονται, όπως ελέχθη, στον ισχυρό ανταγωνισμό προς την ατελή ανθρωπότητα του Απολλιναρίου. Παρά τη διαφορά μεταξύ φύσεως και προσώπου ο Θεόδωρος αναγνωρίζει τη θεία και ανθρώπινη φύσι εν Χριστώ και την ενότητα του προσώπου του. Επανειλημμένα απορρίπτει την κατηγορία ότι πιστεύει σε δύο Υιούς. «Δεν δεχόμαστε, γράφει, δύο Υιούς ή δύο Κυρίους». Ο μαθητής του Νεστόριος δίδαξε κατά του Απολλιναρίου, που παρέθεσε μια απρόσωπη ανθρώπινη φύσι, «διακρίνουμε τις φύσεις και ενώνουμε την τιμή» (15). Αναγνωρίζεται ένα διπλό πρόσωπο με μια λατρεία ως ένα (16).

Ο μακαρίτης καθηγητής Greenslade γράφει ότι δεν μπορεί να δεχθή τη γνώμη ότι υπήρχε κάτι περισσότερο από μια παρεξήγησι μεταξύ των Σχολών Αντιοχείας και Αλεξανδρείας, ότι ο Χριστός είναι τέλεια θείος και τέλεια ανθρώπινος και ένα πρόσωπο, γιατί οι διαφορές τους στην άποψι, έκφρασι και θεωρία ήταν τόσο μεγάλες, ώστε η αλεξανδρινή παράδοσις μπορούσε εύκολα να ολισθήση στον μονοφυσιτισμό, ενώ η αντιοχειανή, ακόμη και μετά τον Όρο της Χαλκηδόνος και τον Τόμο του Λέοντος, να παραμένη ανικανοποίητη στη δυαδικότητά της (17).

Ο μεγάλος καθηγητής της Δογματικής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και μέλος της Βρεταννικής Ακαδημίας Τ. F. Torrance σε συνεχείς μελέτες του, τις οποίες δημοσίευσα στα περιοδικά μου, ανανεώνει και εκσυγχρονίζει την αθανασιανή διδασκαλία επί των όρων ουσία, υπόστασις και φύσις (18).


1. Div. II, Vol. I, ένθ' αν., σελ. 56. Πρβλ. Kellv, Early Christian Doctrines, ένθ' αν., σελ. 153 κ.εξ. και 301-309.

2. Ένθ' αν., σελ. 50-51.

3.  F. Α. Sullivan, S.J., The Christology of Theodore of Mopsuestia. Analecta Gregoriana. Vol. LXXXII. Series Facultatis Theologicae Sectio Β ( η. 29), Rome (1956), σελ. III. Αναφέρω τον Sullivan, γιατί το έργο του τούτο εμφανίσθηκε μετά από μια σειρά μελετών αφιερωμένων στον Θεόδωρο Μοψουεστίας και εκδοθεισών στον αιώνα τούτον. Είναι το του Α. Mingana το 1932, το του Α. Amann το 1934, το του R. Devreesse το 1948, το του J. L. Makenzie το 1958, το του Κ. Μ. McNamara το 1953 και το του Sullivan το 1960. Βλ. λεπτομέρειες για τη Χριστολογία του Θεοδώρου με αναφορά στις πρόσφατες επ' αυτού μελέτες στο ανωτέρω αναφερθέν έργο μου Χριστολογική Ορολογία, σελ. 430-440. Αλλά για μια πλήρη εξέτασι της διδασκαλίας των Σχολών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας βλ. τη σπουδαία εργασία του R. V. Sellers, Two Ancient Christologies, London, 1953. Πάντως πλήρη βιβλιογραφία περί του Θεοδώρου προσθέτει ο Sullivan, ένθ' αν., σελ. 289-295. θα αναφερθούμε πάλι στον Θεόδωρο, γιατί αυτός αποτελεί τον αντίποδα του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και φυσικά, οπως ελέχθη, τον ανασκευαστή της Χριστολογίας του Απολλιναρίου. Ήταν κατόρθωμα να αναιρεθή ο σοφός ελληνιστής θεολόγος επίσκοπος Λαοδικείας Απολλινάριος. Την υπεροχή της αντιοχειανής θεολογίας, χωρίς να μειώνεται καθόλου η αλεξανδρινή, επισημαίνει και ο Αδαμάντιος Ν. Διαμαντόπουλος στην ενδιαφέρουσα μελέτη του περί της Γ' Οικουμενικής Συνόδου στο περιοδικό θεολογία, ΙΑ' (1933), σελ. 193. Βλ. σελ. 202-209, όπου το αξιόλογο συμπέρασμα του.

4. Για τη ζωή και τη διδασκαλία του Νεστορίου βλ. τα έργα των Loofs, Beth - une - Baker και την έκδοσι των G. R. Driver και L. Hodgson, Bazaar of Heracleides, δηλαδή το σύγγραμμα του Νεστορίου με την επιγραφή «Βιβλίον Ηρακλείδου του εκ Δαμασκού»· βλ. κατωτέρω. Μια νέα προσέγγισι του Νεστορίου έκαμε ο Γ. Σ. Μπεμπής με τη διδακτορική διατριβή του Σύμβολαί εις την περί Νεστορίου έρευναν. (Εξ επόψεως Ορθοδόξου). Αθήναι, 1964. Σ' αυτή προσθέτω τη σχετική βιβλιογραφία του καθηγητού Α. Grillmeier στο αναφερθέν έργο του Christ in Christian Tradition, σελ. 496-505 και τη νέα έκδοσι των μέχρι τούδε ανεκδότων συριακών κειμένων υπό τον τίτλο: A Ne - storian Collection of Christological Texts. Edited and Translated υπό Luise Abramowski και Alan Goodman, Vol. I, Syriac Text, Vol. II, Introduction, Translation and Indices, Cambridge University Press, 1972. Το χριστολογικό δόγμα αναπτύσσει, με τη διακρίνουσα αυτόν σοφία και διακριτικότητα, ο αείμνηστος διδάσκαλός μας Βασίλειος Κ. Στεφανίδης στο μνημειώδες έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι (1948), σελ. 191-227. Πρβλ. και το αξιόλογο έργο του Αθανασίου Κ. Αρβανίτη, Ιστορία της Ασσυριακής Νεστοριανικής Εκκλησίας, Αθήναι 1968.

5.  Η ιδιάζουσα διδασκαλία της Σχολής της Αντιοχείας αναφέρεται στη φύσι και την ενότητα του ανθρώπου. Η αποστολή του Χριστού ήταν να είναι η αληθινή και πραγματική εικόνα του Θεού, την οποία έπρεπε να είχε ο Αδάμ, αλλ' απέτυχε. Γι' αυτόν τον λόγο μια σπουδαία αποστολή απονεμήθηκε στην ανθρωπότητα του Χριστού. Αντίθετα προς τον Θεόδωρο Μοψουεστίας και συμφωνώντας με την Εκκλησία, ο Απολλινάριος αξίωνε για τον Χριστό γνησία ανθρωπίνη ψυχή. Απαντώντας στους αντιπάλους του ο Θεόδωρος έλεγε ότι υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του θείου τύπου και του τύπου του δούλου· μεταξύ του εκλεκτού ναού και Εκείνου που κατοικεί εντός αυτού· μεταξύ Αυτού ο οποίος κατήργησε τον θάνατο και Εκείνου που ανέστησε Αυτόν εκ των νεκρών· μεταξύ Εκείνου ο οποίος έγινε τέλειος δια της ταλαιπωρίας και Εκείνου από τον οποίο έγινε τέλειος· μεταξύ Εκείνου ο οποίος έγινε λίγο κατώτερος των Αγγέλων και Εκείνου από τον οποίο Αυτός ταπεινώθηκε· μεταξύ Εκείνου ο οποίος στεφανώθηκε εν δόξη και τιμή και Εκείνου υπό του οποίου στεφανώθηκε. Αυτή η διάκρισις πρέπει να διαφυλαχθή· εκάστη φύσις παρέμεινε ατρέπτως ό,τι ήταν στη δική του ουσία. Dorner, Div. II, Vol. I, σελ. 46.

6.  The Fathers of the Greek Church, ένθ ' αν., σελ. 148. Περί του αγίου Κυρίλλου θα γίνη λόγος κατωτέρω, όταν θα αναφερθούμε στις αποφάσεις της Γ' Οικουμενικής Συνόδου.

7.  Εκκλησιαστική Ιστορία, ένθ' αν., σελ. 193. Για την περίφημη διατύπωσι του αγίου Κυρίλλου «Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» βλ. R. L. Ottley, The Doctrine of the Incarnation, Vol. II, London (1896), σελ. 89-96. Επίσης V. C. Samuel, One Incarnate Nature of the God and Word, στο G.R., Vol. X (1964-65), σελ. 37-52· I. N. Karmiris, The Problem of the unification of the Non-Chalcedonian Churches of the East with the Orthodox and the basis of Cyril's formula, Μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη, G.R., Vol. Χ, ένθ ' αν., σελ. 61-74- J. S. Romanidis, St. Cyril's "One Physis or Hypostasis of God the Logos Incarnate", G.R., ένθ ' αν., σελ. 81-102. Αναγνωρίζεται ομοφώνως από συγχρόνους συγγραφείς ότι η μονοφυσιτική γλώσσα περί του Χριστού έχει την αφετηρία της στην Αλεξανδρινή Σχολή και κυρίως στον άγιο Κύριλλο. Η αλεξανδρινή σκέψις εκφράζει την ενότητα του Χριστού με καλύτερο τρόπο από την αντιοχειανή ορολογία. Βλ. Sellers, The Council of Chalcedon, ένθ ' αν., σελ. 139 κ. εξ.

8.  Βλ. ανωτέρω την προς Επίκτητο επιστολή του Μεγάλου Αθανασίου. Στις σχέσεις Αθανασίου και Επικτήτου έχω αφιερώσει ένα κεφάλαιο με τον τίτλο: Η μεταξύ του Μεγάλου Αθανασίου και του Επικτήτου αλληλογραφία στο έργο μου: Ιστορία της Αποστολικής Εκκλησίας Κορίνθου. Απ' αρχής μέχρι σήμερον. Αθήναι (1968), σελ. 136-139. Ένα λεπτομερές κεφάλαιο αφιερωμένο στους χριστολογικούς όρους του Μεγάλου Αθανασίου έχω συμπεριλάβει στο προαναφερθέν έργο μου Χριστολογική Ορολογία, σελ. 383-392. Στη συνέχεια ακολουθεί το κεφάλαιο Αι τοπικαί Σύνοδοι 325-381, σελ. 393-405. Αλλ' ούτε εδώ ούτε σ' άλλες σελίδες της παρούσης μελέτης θα συμπεριλάβω οτιδήποτε εκ του έργου εκείνου, τα οποία έγραψα μέσα σε έξι έτη, τρία στην Αιθιοπία και τρία στη Μεγάλη Βρεταννία. Άλλος ήταν ο σκοπός της συγγραφής εκείνης και άλλα τα κίνητρα, και άλλα της παρούσης.

9.  R. V. Sellers, Two Ancient Christologies, ένθ' αν., σελ. 156 κ.εξ. «Στη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου δεν μπορούμε να εννοήσουμε υπόστασι χωρίς πρόσωπο, γράφει ο Dorner, και επιμένει επί της ενότητος της φύσεώς Του. Τούτο οφείλεται στη δυσκολία του να εύρη όρους που να εκφράζουν με ακρίβεια τη διάκρισι μεταξύ των ιδεών ή των λέξεων πρόσωπο και φύσις, τις οποίες χρησιμοποιεί εναλλάξ, όταν ομιλή περί μιας φύσεως σεσαρκωμένης και εννοεί να ομιλή περί του ενός προσώπου. Αλλ' αυτή η εξήγησις είναι κάθε άλλο παρά επαρκής. Όταν χρησιμοποιή τη λέξι υπόστασις, αποκλίνει, είναι αλήθεια, τη μια φορά προς την έννοια της ουσίας ή της φύσεως και την άλλη προς εκείνη του προσώπου. Τούτο δεν ήταν τυχαίο, αλλά προς το συμφέρον των βασικών ιδεών του. Όταν είχε συμφέρον να ενεργήση έτσι, προέβαινε σε μια οξεία και αποφασιστική διάκρισι μεταξύ προσώπου και φύσεως και ουδέποτε λαμβάνει την ανθρώπινη φύσι με την έννοια του προσώπου ή της υποστάσεως, όπως κάνει με τη θεία φύσι. Αποδεικνύεται αρκετά ικανός να δείξη πως, εάν οι δύο φύσεις είναι χωρισμένες απ' αλλήλων, ως δύο πρόσωπα, δεν έχει ένα τέτοιο πράγμα συμβή στην ενσάρκωσι. Αλλά νόμισε πως έπρεπε να καταδικάση τον Νεστοριανισμό ότι πιστεύει στη διττότητα των προσώπων, γιατί διέκρινε τις δύο φύσεις ακόμη και μετά την ενσάρκωσι και γιατί δεν ήταν ικανός να μειώση αυτή τη διττότητα σε μια ενότητα. Στην επιστολή του προς Ακάκιον γράφει ότι προ της ενσαρκώσεως υπήρχαν δύο φύσεις και όχι δύο πρόσωπα. Στην επιστολή του προς τον Νεστόριο γράφει ότι στην ενσάρκωσι δεν ήταν ένωσις των προσώπων αλλά ένωσις καθ' υπόστασιν. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με την επιστολή του προς τους μοναχούς της Αιγύπτου, είναι ενότης φυσική, ενώ σύμφωνα με την επιστολή του προς Ακάκιον είναι μία φύσις. Όταν προσπαθούσε να εκφρασθή με ακρίβεια, προσδιώριζε την ενότητα, η οποία προερχόταν από την ένωσι των δύο φύσεων, όχι πολύ πρόθυμα με τον όρο ο οποίος σε μεταγενέστερη περίοδο επικράτησε ως ένα πρόσωπον, αλλά μάλλον με τον όρο "μία ουσία", "μια αδιάλυτη ουσία ή ύπαρξις" (μία φύσις). Δεν συγχώνευε φύσι και πρόσωπο ούτε χρησιμοποιούσε αυτά ως συνώνυμους όρους, γιατί ήταν χαρακτηριστικό σ' αυτόν να χρησιμοποιή την ενότητα των φύσεων εν Χριστώ ως μια ουσιαστική ενότητα. Περαιτέρω, ιδιαίτερα επειδή αντί να αποδώση στην ανθρώπινη άποψι του προσώπου του Χριστού μια ύπαρξι δική της, θεωρούσε αυτή ως κάτι που προσιδίαζε από τον Λόγο, προς τον Εαυτό του, ενσωματώνοντας έτσι σ' Αυτόν τη φύσι. Ο Χριστός είναι απλά ο Θεός, δηλ. ο Θεός μεθ' ημών, Εμμανουήλ, Θεός φυσικά ενωμένος με ένα μέρος του κόσμου· και εφ' όσον περιλαμβάνεται σ' ένα πρόσωπο του Χρίστου, η ανθρωπότητα είναι κάλλιστα μια ιδιότητα ή δήλωσις του Θεού». Dorner, Div. II, Vol. I, σελ. 56-57.

10.  Βλ. τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των δύο γλωσσών περί του Χριστού στην εισήγησι του καθηγητού P. Schoonenberg, Monophysite and Dyophysite languages about Christ στο W. W., I (1972), σελ. 154-166.

11.  Στην εξαντλητική μελέτη του, Christ in Christian Tradition, ένθ' αν., σελ. 412.

12. Div . II, Vol. I, σελ 74.

13.  Ουσία εν τη εννοία της ιδιαιτέρας ατομικότητος με δυνατή αριστοτελική επίδρασι εχρησιμοποιείτο από τον Μαλχίωνα τον Σοφιστή, τον Απολλινάριο, τον Τιμόθεο Αίλουρο και τον Σεβήρο Αντιοχείας, αλλά οι Αλεξανδρινοί προτιμούσαν τους όρους υπόστασις, φύσις και πρόσωπο όταν ανεφέροντο στο πρόσωπο του Χριστού. Με την έννοια αυτού που είναι κοινό σε μια ομάδα από λεπτομέρειες εχρησιμοποιείτο από αμφοτέρους, Αλεξανδρινούς και Αντιοχείς, όπως είναι εμφανές στο βιβλίο του Νεστορίου Bazaar of Heracleides.

14.  Bazaar of Heracleides, εκδοθέν και μεταφρασθέν από τους G. R. Driver και L. Hodgson, Oxford 1925. Υπόστασις είναι ένας μεταφυσικός όρος που εχρησιμοποιείτο από τον άγιο Κύριλλο με την έννοια ενός ιδιαιτέρου αντικειμένου ή ατόμου, όπως είπαμε ένωσις καθ' υπόστασιν. Οι Αντιοχειανοί ηρνούντο να υιοθετήσουν αυτή τη χριστολογική έκφρασι.

15.  Ως μια περαιτέρω ενημέρωσι περί της αντιοχειανής Χριστολογίας προσθέτω ενταύθα τις πρόσφατες μελέτες, οι οποίες ρίπτουν φως στη σύγχρονη εκτίμησι της Αντιοχειανής Σχολής: J. L. Mckenzie, S. J., A New Study of Theodore of Mopsuestia. Theological Studies, X (1949), σελ. 394-408. R. Devreesse, Essai sur Thèodore de Mopsueste, Sludi e Testi, CXLI, Vatican City, Bibliotheca Apostolica Vaticana, 1948. F. A. Sullivan, S.J., Some Reactions to Devreesse's New Study of the Theodore of Mopsuestia, Theological Studies, XII (1951), σελ. 179-207. J. L. Mckenzie, Notes. The Commentary of Theodore of Mopsuestia on John 1: 46-51. Theological Studies, XIV (1953), σελ. 73-84. J. L. Mckenzie, Annotations on the Christology of Theodore of Mopsuestia, Theological Studies, XIX (1958), σελ. 345-373. F. A. Sullivan, Further Notes on Theodore of Mopsuestia. A Reply to Fr. Mckenzie, Theological Studies, XX (1959), σελ. 264-279. Κ. McNamara, Theodore of Mopsuestia and the Nestorian Heresy, Irish Theological Quarterly, Maynooth, XIX (1952), σελ. 245-278, XX (1953), σελ. 172-191. Η. Chadwick, Eucharist and Christology in the Nestorian Controversy, J.T.S., N.S. II (1951), σελ. 145-164 και J. S. Romanides, Highlights in the Debate over Theodore of Mopsuestia's Christology and some suggestions for a fresh approach, G.R., Vol. V (1959-60), σελ. 140-185. Περί της Αντιοχειανής Σχολής, των θεολογικών τάσεων της, των ερμηνευτικών επίσης τάσεών της, της ηθικολογίας και της θεολογίας της, αλλά και των σχέσεών της μετά των Καππαδοκών με τη σχετική βιβλιογραφία γράφει ο καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος στον μεγάλο Β' κατά σειρά τόμο της Πατρολογίας του, Αθήνα (1990), σελ. 566-574. Αλλ' έδώ νομίζω πως θα χαροποιήσω τον αναγνώστη εάν τον παραπέμψω στο συμπέρασμα του σπουδαίου θεολόγου Αδαμαντίου Ν. Διαμαντοπούλου, στο οποίο καταλήγει στην ενδιαφέρουσα μελέτη του με τον τίτλο: Η Γ' Οικουμενική Σύνοδος εν Εφέσω: «...ο Κύριλλος εθυσίασε πάσαν μνησικακίαν δια τα εν Εφέσω υπό των "Ανατολικών" κατ' αυτού γενόμενα και εις το δογματικόν ζήτημα εδέχθη την υπό του Θεοδωρήτου διατύπωσιν αυτού, ήτις απέδωκεν ακριβέστερον και προ πάντων σαφέστερον και τας ιδίας αυτού του Κυρίλλου πεποιθήσεις περί "Θεοτόκου". Οι δ΄ “ Ανατολικοί ” θυσιάσαντες τον Νεστόριον προσωπικώς επέμειναν εις την καταδίκην των 12 Κεφαλαίων και την a ποδοχήν του a ντιοχειακού τύπου της ομολογίας περί των δύο φύσεων και της εν τω ενί προσώπω του Χριστού ενώσεως και συνυπάρξεως αυτών. Αι "διαλλαγαί" λοιπόν εγένοντο εν Ανατολή και δι' ανατολικών μόνων παραγόντων ο δ' Αντιοχείας δεν "ύπετάχθη", ως λέγουσιν οι καθολικοί, εννοούντες υποταγήν εις την εκ Ρώμης αξίωσιν, αλλά τουναντίον επιβολών την αντιοχειακήν διατύπωσιν της ομολογίας πίστεως ως προς το επίδικον ζήτημα, ανεκοίνωσε ταύτην και εις την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, ήτις μη έχουσα μέχρι τότε σαφή περί τούτου γνώμην, ως απέδειξεν η προσφυγή εις τα θεολογικά φώτα του Κασσιανού της Μασσαλίας και η εν τη επιστολή του Κελεστίνου προς τον Κύριλλον έλλειψις πάσης διατυπώσεως περί του "Θεοτόκος" και η εν λευκώ παραδοχή της περί τούτου εκθέσεως του Κυρίλλου, έπρεπε να γινώσκη και αυτή τις είνε η πάτριος διδασκαλία. Η ομολογία αύτη, έργον της ελληνικής αντιοχειακής θεολογίας, απετέλεσε μετά 15 έτη την ουσίαν και βάσιν του περιλαλήτου "τόμου" η επιστολής του πάπα Λέοντος του α' προς τον Κπόλεως Φλαυϊα νον, συμπληρωθέντος δια των de Incarnatione του Κασσιανού και του ιερού Αμβροσίου. Οι πατέρες της Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου, εις ους οι λεγάτοι του πάπα ηξίωσαν να επιβάλωσιν όλην την επιστολήν εκείνην ως όρον δογματικόν, απέρριψαν τούτο, προτιμήσαντες την γνησίαν ελληνικήν διατύπωσιν του δόγματος, οία εξετέθη εν τη ομολογία των "διαλλαγών" του 433, φέρουσαν το κύρος του σοφού Θεοδωρήτου καιι του μεγάλου Κυρίλ.λου». Θεολογία, ΙΑ' (1933), σελ. 209. Εδώ δεν πρέπει να παραλείψω να μνημονεύσω τη γενική παρατήρησι του καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Βασιλείου Γιαννόπουλου, ότι « Αλλοίωση του περιεχομένου της πίστεως εξ αιτίας επιδράσεων εκ της ελληνικής φι λοσοφίας παρατηρήθηκε σε μεγάλη έκταση στους βασικούς εκπροσώπους της αντιοχειανής και της αλεξανδρινής θεολογίας» στη μελέτη του Ελληνισμός και Ορθοδοξία,. ιστορική πορεία και μελλοντικές προοπτικές, που δημοσιεύθηκε στον τόμο Ορθοδοξία Ελληνισμός. Έκδοσις Ι. Μονής Κουτλουμουσίου, Α' τόμος (1995), σελ. 226. Αλλά το θέμα αυτό το εξετάζω στο β' μέρος του έργου μου Το ελλ.ηνικό υπόβαθρο του Χριστιανισμού.

16.  Οι δύο φύσεις, γράφει ο Θεόδωρος, ενωμένες αποτελούν ένα πρόσωπο, αλλ' αυτή η ένωσις των δύο φύσεων είναι κατά τούτον συνάφεια, και είναι αυτή η χρήσις που προκάλεσε την αντίδρασι των αντιπάλων του. Ο Διόδωρος Ταρσού είπε πως η ένωσις δεν είναι ουσίας, αλλά τιμής... Υπάρχει όμως μία λατρεία προς τον Χριστό... από το άλλο μέρος, η ενότητα της λατρείας δεν εξυπονοεί ενότητα ουσίας. Η ανθρώπινη και η θεία ουσία παραμένουν διακρινόμενες. Βλ. Rowan Α. Greer, The Antiochene Christology of Diodorus of Tarsus, J. T. S., N. S., Vol. XVII (1966), σελ. 337-338. Πρβλ. G. L. Prestige, Fathers and Heretics, ένθ ' αν., σελ. 137. Πρόσωπο σε μια μη τεχνική και μη μεταφυσική έννοια ήταν ένας όρος που χρησιμοποιούσαν οι Αλεξανδρινοί με τεχνική έννοια, ενώ οι Αντιοχειανοί χρησιμοποιούσαν τον όρο χωρίς τεχνική έννοια. Βλ. Sellers, Two Ancient Christologies, ένθ' αν., σελ. 156-158, 187. Πρβλ. του ιδίου, The Council of Chalcedon, ένθ' αν., σελ. 138-139, σημ. 7, όπου σύντομη περίληψις της σημασίας των όρων ουσία, υπόστασις, φύσις και πρόσωπο με μνεία των πηγών.

17.  S. L. Greenslade, Schism in the Early Church, Edward Cadbury Lectures, 1949-1950. London (1953), σελ. 81.

18.  Τ. F. Torrance, Theology in Reconciliation, London (1975), σελ. 243-249. Πρβλ. του ιδίου, Divine Meaning. Studies in Patristic Hermeneutics, Edinburgh (1994), σελ. 179-188.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.