ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ Προσκυνήματος και «Θρησκευτικού Τουρισμού» (1)

Αιδεσιμολ. Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου κ. Γεωργίου Τσέτση
Ορθοδοξία ΙΖ΄, τεύχ. Α-Β, Ιανουάριος- Ιούνιος 2010, σελ. 157-173

Είμαι ιδιαιτέρως ευτυχής, Παναγιώτατε, διότι με τις πατρικές ευχές και ευλογίες Σας, μου δίνεται η ευκαιρία να ευρεθώ απόψε στον Ιερό αυτό χώρο. Στο σπίτι μου θα έλεγα. Σπίτι μου από το 1944, από τότε που δεκάχρονος μαθητής της γειτονικής Μαρασλείου Σχολής, δρασκέλιζα για πρώτη φορά το κατώφλι του Πατριαρχικού Ναού προκειμένου να διακονήσω με τον τρόπο μου τότε την Εκκλησία, ως κανονάρχης παρά τους πόδας των αξέχαστων Πρίγγου και Στανίτσα.

Σας ευχαριστώ, Παναγιώτατε, που μου δώσατε αυτή την ευκαιρία, και που με τιμάτε με την υψηλή παρουσία Σας. Όπως ευχαριστώ και την εκλεκτή αυτή ομήγυρη, τους σεβάσμιους Ιεράρχας του Θρόνου, τον Εξοχώτατο κύριο Γενικό Πρόξενο, τους πεφιλημένους Αυλικούς αδελφούς, τους Άρχοντες της Εκκλησίας μας, τους Εκπαιδευτικούς μας, και τους ουκ ολίγους αγαπητούς φίλους και γνωστούς της νιότης μου, αλλά και των στερνών μου, που ήλθαν και αυτοί να με τιμήσουν. Τέλος, ευχαριστώ τον συντονιστή της εκδηλώσεως αυτής, τον φίλτατο Μ. Αρχιμανδρίτη πατέρα Αθηναγόρα, για όσα καλά είπε δι’ εμέ προ ολίγου, δίκην εισαγωγής.

Καθώς εδηλώθη, ο τίτλος της αποψινής ομιλίας είναι: «Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ Προσκυνήματος και Θρησκευτικού Τουρισμού». Αναφέρεται σ’ ένα άκρως επίκαιρο, «της μόδας» θα έλεγα, πολυδιάστατο και λεπτό, συνάμα, θέμα. Υπό άλλη μορφή, και με ανάλογες προσαρμόσεις, η ομιλία αυτή έγινε και σε δύο συνέδρια, προ έτους και πλέον στην Κρήτη, και τον παρελθόντα Νοέμβριο στη Ζάκυνθο, συνέδρια τα οποία ως κύριο θέμα είχαν τις προοπτικές, αλλά και τα προβλήματα του Προσκυνηματικού Τουρισμού. Εξ ου και η αναφορά σε μερικά κείμενα, σχετικά με την ανάπτυξη του Θρησκευτικού Τουρισμού στην Ελλάδα.

Παναγιώτατε Δέσποτα, Σεβασμία του Θρόνου Ιεραρχία, Εξοχώτατε κύριε Γενικέ Πρόξενε, φίλτατοι πατέρες και αδελφοί, Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες, αγαπητοί φίλοι και φίλες, κυρίες και κύριοι.

Στις 22 Ιουλίου του 2007, ένα τροχαίο δυστύχημα στα περίχωρα της Γρενόβλης, είχε κοστίσει την ζωή 26 ατόμων. Επρόκειτο για μια ομάδα πολωνών Ρωμαιοκαθολικών πιστών που επέστρεφαν από μια επίσκεψη στο περιώνυμο προσκύνημα της Notre Dame de la Salette , κτισμένο το 1846 σε ορεινή περιοχή της Isere , στον τόπο όπου, σύμφωνα με μια παράδοση, είχε φανερωθεί η Παναγία σε δυο γάλλους βοσκούς. Η απειρία του οδηγού αφ’ ενός, και ο ελαττωματικός εξοπλισμός του λεωφορείου αφ’ ετέρου, ήταν οι δυο παράγοντες που προκάλεσαν το μοιραίο, σε μια απότομη κατηφορική στροφή.

Το τραγικό αυτό περιστατικό έγινε για πολλές μέρες πρωτοσέλιδη είδηση στον πολωνικό, γαλλικό και διεθνή ημερήσιο Τύπο. Η Πολωνική Κυβέρνηση εκήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος, η Εκκλησία οργάνωσε νεκρώσιμες ολονυχτίες, ενώ ο Πρόεδρος της Πολωνίας Lech Kaczynski μετέβη στην Γρενόβλη προκειμένου όπως επισκεφθεί και παραμυθήσει τους επιζήσαντες, οι οποίοι θερεπεύονταν σε νοσοκομείο της πόλεως αυτής. Απευθύνοντας δε σ’ αυτούς λόγους παρηγορίας, ο Πρόεδρος Kaczynski δεν παρέλειπε να προσθέσει ότι οι Πολωνικές Αρχές θα προέβαιναν σε έρευνα σχετικά με τα αίτια του δυστυχήματος, ως και σε «εξονυχιστικό έλεγχο της φερεγγυότητος και της μεθόδου εργασίας των εξειδικευμένων σε προσκυνηματικά ταξίδια πρακτορείων τουρισμού» (2).

Η τελευταία αυτή παρατήρηση του Πολωνού Προέδρου δεν ήταν τυχαία. Απεναντίας, διερμήνευε τον φόβο της Κυβερνήσεως και πολλών ταξιδιωτικών γραφείων της χώρας του, μήπως το πολύνεκρο τραγικό αυτό περιστατικό, σε συνάφεια με παρόμοιο τροχαίο δυστύχημα που είχε συμβεί το 2002 στην Ουγγαρία, θα επέφερε καίριο πλήγμα στην ανθούσα και λίαν κερδοφόρο τουριστική βιομηχανία της Πολωνίας.

Αν επέλεξα να ξεκινήσω την ομιλία αυτή αναφερόμενος στο ανωτέρω τραγικό συμβάν και στις αντιδράσεις που ακολούθησαν, είναι για να επισημάνω εξ αρχής ότι επί των ημερών μας ο τουρισμός μετεβλήθη σε ένα πολυδιάστατο παγκόσμιο φαινόμενο, με πολλές παραμέτρους και μεγάλα οικονομικά, αλλά και πολιτικά, συμφέροντα (3). .

Κατά την άποψη του Ρωμαιοκαθολικού Αρχιεπισκόπου Raul Gonsalves , σημαίνοντος μέλους του Ποντιφικού Συμβουλίου Ποιμαντικής Μεταναστών και Αποδήμων, στην σημερινή εποχή της καλπαζουσας παγκοσμιοποιήσεως, ο τουρισμός «αποτελεί μια πολυεθνική και πολυδιάστατη βιομηχανία ( industry ), έ να σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής, πολιτισμικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητος της εποχής μας» (4). Μία βιομηχανία που αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, συγκεκριμένα δε κατά 23% ταχύτερα απο οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Βιομηχανία που απασχολεί, ποικιλοτρόπως και σε διάφορα επίπεδα ένα στους κάθε εννέα κατοίκους της γης, και η οποία αποφέρει τεράστια κέρδη, τα οποία ανέρχονται ετησίως σε περίπου 3 5 τρισεκατομμύρια δολλάρια (5)! Σύμφωνα δε με στοιχεία τα οποία κοινοποιήθηκαν από το «Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ», Uni ted Nations Environment Programme ), σήμερα 950 εκατομμύρια ανθρώπων, σε παγκόσμια κλίμακα, πορίζονται τα προς το ζην από τον τουρισμό, ενώ οι πρόσοδοι από την ενασχόληση αυτή αντιπροσωπεύουν το 15% του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε παγκόσμια πάντοτε κλίμακα (6). .

Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι ο τουρισμός διαδραματίζει πλέον ένα καθοριστικό ρόλο στην όλη οικονομική ανάπτυξη μιας κοινωνίας, δοθέντος ότι εκ των πραγμάτων επιβάλλει την βελτίωση των υποδομών, συντελεί στην άνθηση του εμπορίου, ενθαρρύνει την ποιοτική παραγωγή της τοπικής χειροτεχνίας και, το κυριώτερο, απασχολεί κόσμο και γίνεται αφορμή δημιουργίας νέων θεσεων εργασίας, που συμβάλλουν μεγάλως στην άνοδο του βιωτικού επιπέδου των κατοίκων μιας περιοχής.

Ο όρος tourism - «τουρισμός», (δηλ. αυτό που λέμε «περιήγηση» στην ελληνική γλώσσα), χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1937 από την Κοινωνία των Εθνών, την προκάτοχο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), προκειμένου όπως χαρακτηρισθούν εκείνοι που αποδημούσαν προς ξένους τόπους για ένα διάστημα περισσότερο των 24 ωρών (7). .Ύπό την έννοια αυτή, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι οι πρώτοι «περιηγηταί» «τουρίστες» υπήρξαν αναμφίβολα οι χριστιανοί, δοθέντος ότι η αποδημία για προσκύνημα σε χώρους ιερούς, κυρίως στους Αγίους Τόπους, ήταν σύνηθες φαινόμενο ήδη από τους χρόνους της πρωτογενούς Εκκλησίας. Το «Οδοιπορικό» της μοναχής Αιθέριας που περιγράφει τις διατριβές της στο Σινά, στην Παλαιστίνη και την Αντιόχεια, δίνει μια σαφή ιδέα περί της ευλαβούς αυτής συνήθειας των χριστιανών των πρώτων αιώνων (8). Αλλά και τα «Γεροντικά» και πολλά άλλα αγιοπατερικά βιβλία μιλούν «για τις ευλογημένες περιηγήσεις των Χριστιανών σε Μοναστήρια και ερημητήρια με μοναδικό σκοπό την πνευματική τους κατάρτησι και την σωματική και κυρίως την ψυχική τους υγεία» (9).

Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η «προσκυνηματική αποδημία» δεν είναι ίδιον του Χριστιανισμού μόνον. Διότι και οι πιστοί πολλών άλλων γνωστών, μάλιστα δε και τεραστίων σε αριθμούς, θρησκευμάτων, αναλαμβάνουν κοπιώδεις αποδημίες για να επισκεφθούν τα ιερά προσκυνήματα της θρησκείας τους. Όπως λ.χ. οι Ινδουϊσταί στο Benares των Ινδιών, οι βουδδισταί στο Angkor της Καμπότζης, οι μουσουλμάνοι στην Μέκκα. (Και να μη λησμονείται ότι η «ιερά αποδημία», το γνωστό «χατζιλίκι» στη Μέκκα, είναι ένας από τους πέντε πυλώνες επί του οποίου στηρίζεται ο «Οίκος του Ισλάμ»).

Η αποδημία για λόγους αναψυχής, γι’ αυτό δηλαδή που αποκαλούμε πλέον «τουρισμό», είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο. Άρχισε να εμφανίζεται, κάπως δειλά, περί τα μέσα του 19 ου αιώνος, αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνος με την ναυπήγηση πολυτελών υπερωκεανίων και την ανέλιξη του διεθνούς σιδηροδρομικού δικτύου, και κορυφώθηκε, εκδημοκρατιζόμενο, κατά το δεύτερο ήμισυ του ιδίου αιώνος, με την ανάπτυξη της αεροναυτικής βιομηχανίας και την αεροπορική σύνδεση σχεδόν όλων, ακόμη και των πιο απομακρυσμένων, χωρών της υφηλίου. Και ακριβώς, μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια της παγκόσμιας τουριστικής δραστηριότητος, αναπτύχθηκε τελευταίως, με ταχύτατους μάλιστα ρυθμούς, και ο λεγόμενος «θρησκευτικός τουρισμός».

Σ’ αυτό συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες. Όπως λ.χ. η λογοτεχνία με διάφορα ιστορικού περιεχομένου μυθιστορήματα και ταξιδιωτικές αναμνήσεις· τα ευρείας κυκλοφορίας περιοδικά, εξειδικευμένα στην προβολή αξιοθέατων τόπων και μνημείων, (όπως το GEO , το ΑΝΙΜΑΝ, η το National Geographic Magazine )· η κινηματογραφική βιομηχανία, που όχι σπάνια επιλέγει ιστορικά, χριστιανικά και μη, μνημεία ως σκηνικό για το «γύρισμα» μιας ταινίας· η τηλεόραση με διάφορα documentaires αρχαιολογικού ή πολιτισμικού ενδιαφέροντος· τελευταίως δε και το Διαδίκτυο. Χάρις λοιπόν στους παράγοντας αυτούς, άγνωστα μέχρις εσχάτων μνημεία ή περιοχές του κόσμου, άρχισαν πλέον να μπαίνουν στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη ως προορισμοί μείζονος «θρησκευτικού ενδιαφέροντος».

Παράδειγμα, η Rosslyn Chapel , έ νας κομψός Αγγλικανικός Ναός του ιε' αιώνος στα περίχωρα του Εδιμβούργου, που βρισκόταν στο επίκεντρο της πλοκής του γνωστού και πολύκροτου μυθιστορήματος του Dan Brown « Da Vinci Code » και της ομώνυμης ταινίας. Ο οποίος Ναός, ενώ στερείται πληρώματος οσάκις τελούνται Ι. Ακολουθίες (λόγω της εκκοσμικεύσεως της κοινωνίας), σε εκτός θρησκευτικών εκδηλώσεων ώρες κατακλύζεται από τουρίστες, οι οποίοι τον επισκέπτονται απλώς και μόνο για να δουν τον χώρο (ή αν θέλετε το «σκηνικό ντεκόρ») όπου εκτυλισσόταν η υπόθεση του εν λόγω αμφιλεγόμενου μυθιστορήματος (10). Σήμερα, ο ιστορικός αυτός Ναός απέβη ο δημοφιλέστερος τουριστικός προορισμός της Σκωτίας.

Έτερο παράδειγμα, η Medjugorje . Μία πολίχνη της γειτονικής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, η οποία σε λίγα μόνο χρόνια είχε μια καταπληκτική οικονομική ανάπτυξη, έπειτα από μια πληροφορία που είχε διοχετεύσει μέσω Διαδικτύου ένας Φραγκισκανός Ιερομόναχος, και σύμφωνα με την οποία η Παναγία είχε φανερωθεί τον Ιούνιο του 1981 σε έξι παιδιά του χωριού, δίνοντας, μέσω αυτών, μηνύματα ειρήνης και αγάπης στον κόσμο. Έκτοτε, παρά την απαγόρευση του Βατικανού (11) και τις σοβαρές επιφυλάξεις του τοπικού Επισκόπου Ratko Peric , η μικρή αυτή κωμόπολις, δέχεται μυριάδες «προσκυνητών», που προέρχονται από παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και «χαρισματικά κινήματα», κυρίως της Ιταλίας, της Αυστρίας και της Γερμανίας, και σήμερα τείνει να εξελιχθεί σε μια ανεπίσημη «Λούρδη των Βαλκανίων» (12). Να σημειωθεί παρενθετικά ότι ο εν λόγω Φραγκισκανός Ιερομόναχος καθηρέθη τον παρελθόντα Αύγουστο με απόφαση της Αγίας Έδρας, με την κατηγορία διαβουκολύσεως συνειδήσεων και διαδόσεως ψευδοδιδασκαλιών ( manipulation des consciences et diffusion de doctrine douteuse ) (13).

Αναζητώντας υλικό για την εκπόνηση της ομιλίας αυτής, επεσήμανα στο Διαδίκτυο μεταξύ άλλων και τέσσερα ενδιαφέροντα κείμενα σχετικά με προσπάθειες διαφόρων, επισήμων και μη, φορέων, οι οποίες στόχευαν στην ανάπτυξη του τουρισμού, μάλιστα δε του θρησκευτικού τουρισμού, στην Ελλάδα.

Στο πρώτο από αυτά, αφού πρώτα γινόταν λόγος για το ενδιαφέρον της Πολιτείας και της Εκκλησίας για τον προσκυνηματικό τουρισμό, όπως και για τις προσπάθειες τους να διαμορφωθεί ένα θεσμικό πλαίσιο προωθήσεως του Θρησκευτικού Τουρισμού σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με πληθύν χριστιανικών προσκυνημάτων και ιστορικών Μονών, στην συνέχεια υπογραμμιζόταν, χωρίς περιστροφές, ότι «βασικός στόχος» του εγχειρήματος ήταν να εξελιχθεί η Ελλάδα «σε πόλο έλξης τουριστών», μια και το είδος αυτό του τουρισμού «θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξη της χώρας». Και συναφώς προτεινόταν σειρά όλη πρακτικής φύσεως μέτρων για την ευώδοση του εγχειρήματος. Τα μέτρα αυτά, μεταξύ άλλων, ήταν η «από κατάσταση των προσκυνημάτων και των ιστορικών Μονών στο πλαίσιο της πολιτιστικής και τουριστικής ανάπτυξης», η έκδοση ενός «Προσκυνηματικού Οδηγού» με περιληπτικές πληροφορίες περί όλων των προσκυνημάτων της Ελλάδος, η οργάνωση «εμποροπανηγύρεων», «παζαριών» και «παραδοσιακών γλεντιών» σε πλατείες χωριών, οι προσαρμογές των ξενοδοχειακών μονάδων και εστιατορίων στις «ιδιαίτερες απαιτήσεις του θρησκευτικού τουρισμού», και, τέλος, η ανέγερση ενός Πανελληνίου Ιερού Καθιδρύματος «που θα βοηθούσε πολύ στην ανάπτυξη της χώρας με την αξιοποίηση του Θρησκευτικού και Προσκυνηματικού Περιηγητισμού, του μοναδικού Τουρισμού που ποτέ δεν πρόκειται να εκλείψει, αλλά αντίθετα προς τα άλλα είδη, παρουσιάζει πάντα όλο και περισσότερο ανοδικές τάσεις» (14).

Στο δεύτερο κείμενο παρετίθεντο και πάλι στοιχεία σχετικά με τις ενέργειες της Πολιτείας και των τουριστικών φορέων να διαφοροποιήσουν την τουριστική προσφορά στην Ελλάδα, με την παρατήρηση ότι «ο πολιτιστικός τουρισμός είναι, ίσως, η σπουδαιότερη μορφή εναλλακτικού τουρισμού, ιδίως για την Ελλάδα, χώρα με απαράμιλλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στη βάση των πόρων που στηρίζουν την τουριστική οικονομία» (15). ’Επειτα δε από την γενική αυτή τοποθέτηση, παρουσιαζόταν μια δέσμη «ειδικών μορφών πολιτιστικού τουρισμού», στην οποία συμπεριελαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, οι «αθλητικές αναμετρήσεις», ο «γαστρονομικός τουρισμός», περίπατοι σε «δρόμους κρασιού», επισκέψεις σε μουσεία και εθνικά πάρκα, «φεστιβάλ», «συνάξεις-ανταμώματα», «εκθέσεις», «συνέδρια», δίπλα δε στις ειδικές αυτές κατηγορίες εύρισκε κάποια θέση και ο «θρησκευτικός τουρισμός» (16)!

Το τρίτο κείμενο ήταν μια ομιλία της (τότε) Υπουργού Τουρισμού της Ελλάδος, που είχε γίνει τον Οκτώβριο του 2006 στα πλαίσια του 5ου Συνεδρίου του «Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων», το οποίο ήταν αφιερωμένο στον «Τουρισμό και την Ανάπτυξη». Παρουσιάζοντας το Κυβερνητικό πρόγραμμα όσον αφορά στον εμπλουτισμό της τουριστικής προσφοράς στην Ελλάδα, και αφού παρατηρούσε ότι «η διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος είναι το κλειδί της βιώσιμης, ταχύρυθμης και μακροπρόθεσμης τουριστικής ανάπτυξης», η Υπουργός μιλούσε περί των μέτρων που ελαμβάνοντο αρμοδίως για να προωθηθούν «νέες μορφές εναλλακτικού τουρισμού που δεν καλύπτονται από τον αναπτυξιακό νόμο» της Ελλάδος, και προέβαλλε ως πρότυπα εναλλακτικού τουρισμού την «γαστρονομία», τον «θαλάσσιο», τον «αναρριχητικό», τον «καταδυτικό», τον «αθλητικό» τουρισμό, συν αυτοίς δε και τον «θρησκευτικό τουρισμό» (17). Πράγμα το όποιο επιβεβαίωνε αργότερα και σε συνέντευξή της σ’ ένα ρωσσικό περιοδικό τιτλοφορούμενο «Ελλάδα» , όπου μιλώντας για τις προσπάθειες του Κράτους να εμπλουτισθεϊ το «τουριστικό προϊόν» ( sic ) της Ελλάδος, τόνιζε ότι «στο πλαίσιο αυτό προωθούμε την ανάπτυξη όλων των νέων μορφών τουρισμού: τον ιαματικό, τον πολιτιστικό, τον περιηγητικό, τον χιονοδρομικό, τον θαλάσσιο, τον συνεδριακό, τον προσκυνηματικό, τον γαστρονομικό, τον αθλητικό, τον τουρισμό των πόλεων» (19).

Τέλος, ένα πολύ πρόσφατο δημοσίευμα (τον Ιούλιο τοϋ 2009), αναφερόταν σε πρωτοβουλίες του «Πανελλαδικού Συνεταιρισμού ( Partenariat ) Εκκλησιαστικών Ειδών και Θρησκευτικού Τουρισμού», οι οποίες στόχευαν στην δικτύωση ελληνικών επιχειρήσεων με ανάλογες επιχειρήσεις από ομόδοξες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Και τούτο με το σκεπτικό ότι (και σας μεταφέρω αυτολεξεί τα γραφόμενα), «ο κλάδος των εκκλησιαστικών ειδών και ο θρησκευτικός τουρισμός είναι δύο πολύ αποδοτικά επιχειρηματικά κεφάλαια» (20).

Διεξερχόμενος κάνεις τα ως άνω κείμενα, αλλά και πολλά άλλα σχετικά γραπτά, δεν μπορεί παρά να εκφράσει χαρά και ικανοποίηση για τις προσπάθειες οι οποίες καταβάλλονται προ κειμένου όπως ένας τόπος, προικισμένος με μοναδικές φυσικές καλλονές και ανεκτίμητης αξίας μνημεία, όπως η Ελλάδα, αποκτήσει μια άξια του ονόματός της και της ιστορίας της τουριστική υποδομή, που θα είναι αναπόσπαστο μέρος της προσπάθειας για μια μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Το ίδιο, βέβαια, μπορεί να λεχθεί και για άλλες κατά παράδοση Ορθόδοξες χώρες, όπως η Ρωσσία, η Σερβία, η Κύπρος, η Γεωργία, η Ουκρανία ή η Ρουμανική Μολδαβία, που και αυτές δραστηριοποιούνται στον τομέα προωθήσεως του θρησκευτικού τουρισμού.

Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκρύψει κάνεις και κάποιο ερεθισμό όταν διαπιστώνει πως ένας πανάρχαιος ιερός θεσμός της Εκκλησίας όπως το «προσκύνημα», εκλαμβάνεται απλώς ως ένα «τουριστικό προϊόν», ως ένα «αποδοτικό επιχειρηματικό κεφάλαιο», ως «πραμάτεια», ως ένας από τους παντοειδείς οικονομικούς παράγοντας που αναμένεται να συμβάλει και αυτός στην ανάπτυξη και την ευημερία ενός τόπου. Και βεβαίως ενοχλείται, βλέποντας ότι οι περί τον τουρισμόν ασχολούμενοι, αδυνατούν να διακρίνουν την ειδοποιό διαφορά που υπάρχει μεταξύ «τουρισμού» και «προσκυνήματος». Δηλ. μεταξύ αυτού που κατά κύριο λόγο στοχεύει στην αναψυχή του τουρίστα, και εκείνου που έχει μια πνευματική διάσταση και αποσκοπεί όχι στην «αναψυχή», αλλά στην «ψυχική ανάταση» και την εν Κυρίω αύξηση των προσκυνητών.

Όπως έγινε ήδη λόγος, η ένταξη του «θρησκευτικού τουρισμού», μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της τουριστικής και αναπτυξιακής πολιτικής μιας χώρας, είναι πλέον σύνηθες φαινόμενο σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Δεν είναι δε τυχαίο ότι και εδώ ακόμη, όπου μετά την Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, ήταν αδιανόητο να πραγματοποιηθεί μια Ορθόδοξη λατρευτική Σύναξη στην Ανατολία, σήμερα, επίσημοι κρατικοί φορείς, όπως το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, οι Δημοτικές Αρχές της Καππαδοκίας, της Ιωνίας, της Λυκίας, της Βιθυνίας ή της Ανατολικής Θράκης, ενθαρρύνουν πλέον τα Ορθόδοξα προσκυνηματικά ταξίδια, ανοίγοντας διάπλατα τις πύλες αλειτούργητων μέχρις εσχάτων, και σε πολλές περιπτώσεις ερειπωμένων, Ναών μας. Και τούτο, παρά τις κατά διαστήματα δυναμικές αντιρρήσεις ωρισμένων ακραίων στοιχείων.

Η εξέλιξη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως μια χειρονομία καλής θελήσεως των Αρχών, στην προσπάθεια εξομαλύνσεως των σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Και όντως είναι μια ευπρόσδεκτη χειρονομία, η οποία οπωσδήποτε συντελεί στην προσέγγιση των δύο γειτονικών λαών.

Ωστόσο, πρέπει να ομολογηθεί ότι, σε περιφερειακό τουλάχιστον επίπεδο, τα οικονομικά ωφέλη από τις συχνές επισκέψεις χιλιάδων προσκυνητών/τουριστών από την Ελλάδα και την ελληνική διασπορά στις προγονικές εστίες, στις ρίζες του γένους, δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα. Και δεν χωρεί αμφιβολία ότι η προ ενός και ημίσεως έτους πρωτοβουλία συνάψεως συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος στον τομέα του θρησκευτικού και του πολιτιστικού τουρισμού, όπως και το πιο πρόσφατο διάβημα «επαναπατρισμού», ως τουριστικά αξιοποιήσιμου «προϊόντος», των Τίμιων Λείψανων του Αγ. Νικολάου, του Noel Baba , α πό το Bari της Ιταλίας στα Μύρα, προκειμένου να εκτεθούν στο εκείσε ανεγερθησόμενο Μουσείο, είχαν κάτι παραπάνω από θρησκευτικά ελατήρια!

Πρέπει όμως να υπογραμμισθεί ότι, αν κρατικοί, δημοτικοί και τουριστικοί φορείς, (και τούτο απανταχού της γης), δίνουν έμφαση κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο οικονομικό σκέλος του Θρησκευτικού Τουρισμού, ο Σεπτός μας Προκαθήμενος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, που εδώ και 20 χρόνια ηγείται των προσκυνημάτων ανά την Μικρά Ασία, δίνει μια άλλη έμφαση, και τοποθετεί μέσα στο σωστό εκκλησιαστικό, πνευματικό και ποιμαντικό του πλαίσιο, το επ’ εσχάτων αναβιωθέν πανάρχαιο ευλαβές έθος του «προσκυνηματικώς αποδημείν».

Έτσι, μιλώντας κατά την διάρκεια Εσπερινού στον Ιερό Ναό του Αγίου Θεοδώρου της Μαλακοπής (Καππαδοκίας) τον Ιούλιο του 2005, ο Πατριάρχης μας, απευθυνόμενος σε όμιλο προσκυνητών που τον είχαν συνοδεύσει, ρωτούσε: «Ποιον είναι το κινούν αίτιον των επισκέψεών μας (στην Καππαδοκία); Μία ευλαβής ιδιοτροπία ή έστω μία καλή προσκυνηματική συνήθεια;» Και έδινε την απάντηση: « Ευρισκόμεθα εδώ στην Καππαδοκία», έλεγε, διότι ο τόπος αυτός «εκπέμπει αγιότητα, οσιότητα, μαρτυρικότατα, ευαγγελικότητα». Και συνέχιζε, τονίζοντας με έμφαση, ότι «ερχόμεθα και θα επανερχόμεθα ως πεινώντες και διψώντες να πίνωμεν και τρώγω μεν εν Θείαις Λειτουργίαις το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου έδώ δπου λειτουργικώς ζώντες έβίωσαν οι Καππαδόκαι Ορθόδοξοι..., έρχόμεθα και θα ερχόμεθα δια να επαναβαπτιζό μεθα εις το προσευχητικόν κλίμα το όποιον περιρρέει τον όλον υποβλητικόν χώρον..., ερχόμεθα και θα ερχόμεθα πάλιν, διότι αισθανόμεθα ενταύθα πληρέστερον το μυστήριον της εν Χριστώ αγιότητος και της πραγματικότητος της ενότητος της Εκκλησίας ως ενός μυστικού σώματος του Χριστού, εις το οποίον συμμετέχουν οι προ ημών, οι σύγχρονοι ημών και όσοι μεθ’ ημάς θα έχουν λάβει το χριστοσφράγισμα του Αγίου Βαπτίσματος, ζήσαντες, ζώντες και ζήσοντες επ’ ελπίδι ζωής αιωνίου» .

Ιδού λοιπόν, εκλεκτή ομήγυρις, η πεμπτουσία του βιώματος αυτού που η Εκκλησία αποκαλεί «προσκύνημα», και όχι «τουρισμό», έτσι όπως διατυπώνεται από χείλη Πατριαρχικά.

Παρενθετικώς, θα ήταν ίσως ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι το θέμα του Εκκλησιαστικού τουρισμού το οποίο επ’ εσχάτων αποτελεί αντικείμενο συζητήσεως πολλών ημερίδων και σεμιναρίων στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Ρωσσία, είχε συμπεριληφθεί στο αρχικό πινάκιο θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, που είχε καταστρώσει η Α' Πανορθόδοξος Διάσκεψις της Ρόδου το 1961. Μόνο που τότε δεν γινόταν λόγος περί «θρησκευτικού τουρισμού», αλλά περί «αναπτύξεως του έθους των Ορθοδόξων οδοιποριών προς τα εκασταχού Ιερά Προσκυνήματα» .

Ένα μνημόνιο το όποιο είχε υποβληθεί τον Νοέμβριο του 2005 στο «Παγκόσμιο Φόρουμ Αστικής Κοινωνίας» ( Global Civil Society Forum ), που τελούσε υπό την αιγίδα του προαναφερθέντος αρμοδίου φορέως του ΟΗΕ για το περιβάλλον, αφού πρώτα αναφερόταν στις προβληματικές πτυχές του τουρισμού και τόνιζε την ανάγκη προαγωγής στον κόσμο ενός δικαίου και αειφόρου «οικοτουρισμού», προέβαινε, εν συνεχεία, στην απαρίθμηση σειράς όλης μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να προσδώσουν ένα νέο, πιο «ανθρώπινο» κοινωνικό πρόσωπο στον «τουρισμό μαζών», που άρχισε επ’ εσχάτων να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις, κυρίως στον λεγόμενο «Τρίτο κόσμο». Μαζί δε με την έκκληση να προστατεύονται οι «οικολογικά ευαίσθητες περιοχές» του κόσμου από ένα ανεξέλεγκτα αναπτυσσόμενο τουρισμό, το εν λόγω μνημόνιο προέτρεπε κυβερνήσεις, δήμους και τουριστικές επιχειρήσεις, να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προς τρεις κυρίως κατευθύνσεις: α) της διαφάνειας στις τουριστικές επιχειρήσεις, β) της βελτιώσεως των συνθηκών εργασίας και της διασφαλίσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εργαζομένων στον τομέα του τουρισμού, και γ) της ευαισθητοποιήσεως των τουριστών όσον αφορά στην ιστορία, την πολιτισμική κληρονομιά, την ιδιαιτερότητα και την κοινωνική δομή του τόπου ή της χώρας που επισκέπτονται .

Από την πλευρά του και ο «Οικουμενικός Συνασπισμός Τουρισμού» ( Ecumenical Coalition on Tourism ECOT ), ένας διαχριστιανικός οργανισμός που από το 1982 εδρεύει στο Hong Kong και δραστηριοποιείται στον τομέα της καταπολεμήσεως των αρνητικών πλευρών του τουρισμού (παιδοφιλία, πορνεία, εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού, άνιση κατανομή των εισοδημάτων), με κάποια αναφορά του συνηγορούσε και αυτός υπέρ της ευαισθητοποιήσεως των περιηγητών όσον αφορά στις κοινωνικές ανισότητες και τις άθλιες συνθήκες εργασίας στις χώρες που επισκέπτονται . Και, ασφαλώς, προέβαινε στην ενέργεια αυτή με το σκεπτικό ότι, εγκλωβισμένοι μέσα στην πολυτέλεια του ξενοδοχείου μιας παραδεισένιας ακρογιαλιάς της Νοτιοανατολικής Ασίας, της Αφρικής η ορισμένων χωρών της Καραϊβικής, όπου περνούν αμέριμνα τις διακοπές τους, οι τουρίστες σπανίως βλέπουν την κόλαση μέσα στην οποία ο δύσμοιρος αυτόχθων πληθυσμός πασχίζει να βγάλει τον επιούσιον άρτον του.

Αν λοιπόν, Παναγιώτατε Δέσποτα, σεβαστοί Πατέρες και φίλοι ακροαταί, διεθνείς οργανισμοί και παγκόσμια φόρα αισθάνονται σήμερα την ανάγκη να παρέχουν οδηγίες στον κόσμο για ένα κόσμιο, δίκαιο, συνάμα δε και επωφελή «ψυχαγωγικό τουρισμό», τι είδους «κώδικα καλής συμπεριφοράς», τι είδους προτροπή θα μπορούσε να δώσει η Εκκλησία, σε όσους ετοιμάζονται για μια, εντός ή εκτός της χώρας, «προσκυνηματική αποδημία»; Ο λόγος, όχι βέβαια για αποδημίες πιστών που μεταβαίνουν όντως για «προσκύνημα» ή για κάποιο «τάμα» σε ιερούς χώρους, όπως λ.χ. στα Ιεροσόλυμα, στο Σινά, στο Βαλουκλή, στην Τήνο ή την Πάρο. Ο λόγος, για τις «προσφορές-πακέτα» που διαφημίζονται μεν ως «προσκύνημα», αλλά στην πραγματικότητα συνιστούν «εκδρομές» οι οποίες στο πλούσιο και ελκυστικό πρόγραμμά τους συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, και μια επίσκεψη σε κάποιο ξακουστό Μοναστήρι ή σε ένα ιστορικό χριστιανικό μνημείο!

Ο εν λόγω «κώδιξ καλής συμπεριφοράς» πρέπει πρωτίστως να βοηθεί τον υπό μηλωτή «προσκυνητού» περιφερόμενο σύγχρονο «τουρίστα», στο να συλλαμβάνει την βαθύτερη έννοια του εγχειρήματός του. Στο να συνειδητοποιεί την ιερότητα του χώρου τον οποίον επισκέπτεται, είτε είναι αυτός εν λειτουργία ενοριακός ή μοναστηριακός Ναός, είτε ερειπωμένο χριστιανικό μνημείο, ή ακόμη, μουσείο. Στο να έχει συναίσθηση ότι «ο τόπος εν ω ούτος έστηκε, γη αγία εστίν» (’Εξοδος 3, 5), καθώς έλεγε στον Μωϋσή η Θεϊκή φωνή που εκπέμπονταν από την φλεγομένη και κατακαιομένη Βάτο στο όρος Χωρήβ. Να μην έχει δηλαδή την οικεία συμπεριφορά κάποιου νεοέλληνος «προσκυνητού», που ευρισκόμενος προ τίνος στην Αγιασοφιά, «το Παλλάδιο αυτό του ευλογημένου Γένους των Ρωμηών» έπειτα από μια φευγαλέα επίσκεψη στο Φανάρι, και αδιαφορώντας για όσα λέγονταν περί της σημασίας για την Ορθοδοξία και την Ρωμιοσύνη του Ιερού αυτού προσκυνήματος (κι ας είναι σήμερα μουσείο), αδημονούσε, ζητώντας επίμονα από τον ξεναγό να συντομεύει, προκειμένου το «γκρουπ» του να προλάβει την Κλειστή Αγορά, το περιώνυμο «Τσαρσί» της Πόλης, προτού αυτό κλείσει!

Ο προσκυνητής δεν μεταβαίνει σε «Προσκύνημα» για αναψυχή. Ούτε και για να θαυμάσει μόνο ξακουστά αρχιτεκτονικά ή αγιογραφικά αριστουργήματα, που δημιούργησαν κάποτε δεξιοτέχναι μαστόροι. Ούτε δε μεταβαίνει με την νοοτροπία του «ήλθον, είδον, απήλθον»! Όπως παρατηρεί εύστοχα ο πολύ γνωστός και αγαπητός στην Πόλη μας Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Τατάρνης, ο προσκυνητής μεταβαίνει σ’ ένα χώρο Ιερό για να προσκυνήσει, να αγιασθεί, να ιαθεί, να ωφεληθεί πνευματικά (...), να συγκεντρωθεί, να συζητήσει, να χωνέψει αυτά που είδε και άκουσε, κυρίως δε για να μετάσχει στην λειτουργική ζωή μιας Ιεράς Μονής , ή μιας Ενορίας. Και θα προσέθετα ότι μεταβαίνει ο προσκυνητής σ’ ένα τόπο προκειμένου να βρεθεί σε «κοινωνία» με τους ανθρώπους του τόπου αυτού, τους πιστούς που είναι η τοπική έκφραση της «Μιας» Ορθοδόξου Εκκλησίας, και οι οποίοι μαζί με τους ανά την οικουμένη λοιπούς ορθοδόξους, αποτελούν το Σώμα Χριστού και είναι «μέλη εκ μέρους» (Α' Κορ. 12, 27). Αλλά μεταβαίνει ο προσκυνητής σ’ ένα τόπο για να ενδιαφερθεί και για την τύχη αυτών που συνιστούν την τοπική εκκλησιαστική κοινωνία. Ως εκ τούτου, δεν έχει νόημα, νομίζω, να έλθει κανείς στην Πόλη για επίσκεψη στο Φανάρι, την Αγιασοφιά ή την Μονή της Χώρας (εννοείται δε και στην «Κλειστή αγορά» και σε κάποια ψαροταβέρνα του Βοσπόρου!), χωρίς να προβληματισθεί για την τύχη της Πολίτικης Ρωμιοσύνης και της Εκκλησίας της, του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. Όπως δεν αρκεί να επισκεφθεί κανείς ένα Ιστορικό Ναό ή μια Μονή κάποιου συρρικνωμένου ακριτικού χωρίου της Ελλάδας, χωρίς να διερωτηθεί γιατί άραγε ερήμωσε ο τόπος και πως ζουν σήμερα οι εναπομείναντες, γηραιοί κυρίως, κάτοικοί του. Όπως δεν έχει νόημα να επισκεφθεί κανείς «προσκυνηματικά» τα Άγια χώματα της Παλαιστίνης, την Βηθλεέμ, την Ναζαρέτ, το Θαβώρ, τον Ιορδάνη και τα Ιεροσόλυμα, (διακατεχόμενος ίσως και από κάποιο φόβο, μπας και σε λίγο «εξαραβισθεί» το εκείσε Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο), χωρίς ταυτόχρονα να διερωτηθεί για τα αίτια εκείνα που προκάλεσαν την συρρίκνωση του ορθοδόξου, και γενικά του χριστιανικού πληθυσμού, της Αγίας Πόλεως τα τελευταία σαράντα τρία χρόνια, και χωρίς να ενδιαφερθεί για την μοίρα και τις συνθήκες διαβιώσεως στην υπό κατοχή πατρώα τους γη, των εναπομεινάντων λίγων αυτοχθόνων πιστών, που αποτελούν τον κορμό της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, τουτέστι των Παλαιστινίων Ορθοδόξων Χριστιανών, αλλά και των λοιπών κατοίκων της Παλαιστίνης.

Άλλο πράγμα, λοιπόν, σεβασμία και εκλεκτή ομήγυρις, η «Προσκυνηματική αποδημία», και έτερον ο «Θρησκευτικός τουρισμός». Και στην συνειδητοποίηση, εκ μέρους των αποδημούντων, της ουσιώδους διαφοράς που υπάρχει μεταξύ των δύο αυτών μορφών του «αποδημείν», πρέπει να συμβάλλουν αποτελεσματικά τόσο οι διοργανωταί παρομοίων «εξορμήσεων» (Μητροπόλεις, Ενορίες, Σύλλογοι, Ταξιδιωτικά γραφεία), όσο και οι φιλοξενούσες άτομα ή ομάδες προσκυνητών Ιερές Μονές και Ενορίες.

Χωρίς την βασική αυτή ποιμαντική μέριμνα και προϋπόθεση, το «προσκύνημα» καταντά να είναι, απλώς, περιήγηση.


Υποσημειώσεις

(1) Ομιλία γενομένη την 11ην Μαρτίου 2010 στην αίθουσα χειρογράφων της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης, παρουσία της Α.Θ.Π., του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, Ιεραρχών του Θρόνου, του Γενικού Προξένου της Ελλάδος, της Πατριαρχικής Αυλής, Αρχόντων Οφφικιάλων του Θρόνου, Εκπαιδευτικών, Ταγών της Πολίτικης Ρωμηοσύνης και πλήθους κόσμου.

(2) Celia Chauffour, La Pologne prie et s’interroge sur la securité de son tourisme religieux, στην Εφημερίδα Le Monde, 24 Ιουλίου 2007.

(3) Υπάρχουν π.χ. ενδείξεις ότι η ατυχής απόφαση των Ιορδανικών Αρχών να άρουν το 2007, για κάποιο διάστημα, την αναγνώριση του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Θεοφίλου, ωφείλετο στις επιφυλάξεις του Πατριάρχου για τα σχέδια διαφόρων ιορδανικών φορέων όπως δημιουργήσουν, με ρωσσικά κεφάλαια, ένα τεράστιο τουριστικό συγκρότημα και I. Ναό στην ανατολική όχθη του Ιορδάνου, ως αντίπαλο δέος στο γνωστό προσκύνημα της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, που κείται στο κατά παράδοσιν σημείο της Βαπτίσεως του Κυρίου, και το οποίο βρίσκεται στην υπό Ισραηλινή κατοχή δυτική όχθη του Ιορδάνου.

(4) Raul Nikolau Gonsalves, New horizons for the Pastoral Care of Tourism

εν Perspectives in Tourism, Spirituality in Tourism, no. 2, σελ . 22.

(5) Antony Rogers, Bringing People Together for Just Peace-Challenges to Tourism in the 21 Century, όπ . π . σελ . 7.

(6) UNEP Global Civil Society Forum, UNEP/GCSF/5.
(7) Ron O’ Grady , The Threat of Tourism-Challenge to the Church, WCC Publications, Geneva, 2006, p. 75.

(8) Βλ. Αιθερίας, Οδοιπορικόν, εκδ. «Τήνος».

(9) Αρχιμανδρίτου Δοσιθέου, Οδηγός Ορθοδόξου Προσκυνητού, εκδ. Δ', Ι. Μονή Παναγίας Τατάρνης.

(10) Andrew Duff, Churches and Tourism, http://www.churchesand- tourismassociation.info.

(11) Ο Καρδινάλιος Ratzinger, και σήμερα Πάπας Βενέδικτος ις', είχε τότε χαρακτηρίσει το φαινόμενο της Medjugorje ως «απλό εφεύρημα». Βλ. Remi Fontaine, Le cas Medjugorje , Present, 24 juin 2006.

(12) Κατά πληροφορία του κροατικού ιδρύματος “Svetiste Kraljice Mira”- «Προσκύνημα της Βασιλίσσης της Ειρήνης», σε είκοσι εκατομμύρια ανέρχονται εκείνοι που σε μερικά χρόνια επισκέφθηκαν την κωμόπολι αυτή. Βλ . Apparitions de la Vièrge Marie Medjugorje, εν http://

www.kroatien-ferien.com . Πρβλ. και «Σε άνοδο o Θρησκευτικός του­ρισμός», στην εφημερίδα Ναυτεμπορική, 22/6/2007.

(13) Βλ . Echo magazine, 7 janvier 2010, σελ . 7.

(14) http :// www . panagia - galaxa . gr ./ tourismos . html .

(15) Διεθνές Συμπόσιο για τον Πολιτιστικό Τουρισμό 16-19/11/2006, βλ. http://www.helexpo.gr/portal . Event item.

(16) όπ . π .

(17) Βλ . www.seteconferences.com/ 5 th Conferencespeaches.

(18) Το διμηνιαίο αυτό περιοδικό εκδίδεται στη Μόσχα σε συν­εργασία με το «Ελληνο-Ρωσσικό Εμπορικό Επιμελητήριο» και στο­χεύει στην προώθηση στην Ρωσσία των ελληνικών και κυπριακών του­ριστικών υπηρεσιών. Έχει την στήριξη πολλών αρμοδίων φορέων της Ελλάδας (ΥΠΕΞ, EOT) και της Ρωσσίας, του Δημάρχου Μόσχας, όπως είχε την στήριξη και του μακαριστού Πατριάρχου Μόσχας Αλεξίου Β'. Β λ . www. travel daily news, gr/ne w. asp.

(19) http://www.greece.ru/gr/cult.

(20) «Στο επίκεντρο ο προσκυνηματικός τουρισμός», Βλ. Αυριανή, 2 Ιουλίου 2009, σελ. 8.

(21) Βαρθολομαίου Κωνσταντινουπόλεως, Ομιλία κατά τον Εσπερι­νόν εν τω Ιερω Ναώ Αγίου Θεοδώρου Μαλακοπής (02/07/2005), βλ. http://www.ec-patr.org/docdisplay .

(22) Μονογραφηθέντα Πρακτικά της εν Ρόδω Πανορθοδόξου Διασκέψεως (24 Σεπτεμβρίου - 1 Οκτωβρίου 1961), εν Ορθοδοξία, ΛΖ' (1962) σελ. 70.

(23) Background Document on Tourism. EED-Tourism Watch, UNEP/GCSF/5 (01 October 2005) σελ . 8.

(24) An ECOT declaration on World Tourism Day 2006, στο http://www.ecotonline.org.

(25) Αρχιμ. Δοσιθέου, μν. έργ. σελ. 4.

(26) Αυτόθι, σελ. 30 και 62.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.