ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Οι Απόστολοι των Κυριακών- Κυριακή Ιθ'- ( B 'προς Κορινθίους 11, 31-12, 9 )

Συμεών Κούτσα, Μητροπολίτου Ν. Σμύρνης,
Οι Απόστολοι των Κυριακών, κείμενο-μετάφραση-ερμηνευτικά σχόλια,
Τόμ . Β΄, Αθήνα 2002, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 22-35

 

31 ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. 32 ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, 33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.

12.1 Καυχάσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. 2 οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. 5 ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. 7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. 8 ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· 9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

31. Αδελφοί, ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι δοξασμένος στους αιώνες, ξέρει ότι δεν λέω ψέματα.

32. Στη Δαμασκό ο διοικητής, που είχε διοριστεί από τον βασιλιά Αρέτα, έβαλε φρουρούς σε όλη την πόλη, επειδή ήθελε να με συλλάβει.

33.Αλλά από κάποιο παράθυρο του τείχους με κατέβασαν μέσα σε καλάθι και ξέφυγα από τα χέρια του.

1.Παρ’ όλο που δεν με συμφέρει να καυχιέμαι, ωστόσο, θα αναφερθώ σε οπτασίες και αποκαλύψεις, που έλαβα από τον Κύριο.

2. Γνωρίζω έναν άνθρωπο που ανήκει στον Χριστό, ο οποίος πριν από δεκατέσσερα χρόνια ανυψώθηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό- δεν γνωρίζω αν ήταν με το σώμα του ή χωρίς το σώμα, αυτό ο Θεός το γνωρίζει.

3. Και γνωρίζω ότι αυτός ο άνθρωπος -είτε με το σώμα είτε χωρίς το σώμα, δεν το γνωρίζω, ο Θεός το γνωρίζει-

4. ανυψώθηκε και μεταφέρθηκε στον παράδεισο κι άκουσε λόγια, που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος.

5. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ· για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ, παρά μόνο για τις δοκιμασίες μου.

6. Διότι αν θελήσω να καυχηθώ, δεν θα φανώ ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια. Το αποφεύγω όμως, μήπως μου λογαριάσει κανείς κάτι παραπάνω απ’ αυτό που βλέπει ή ακούει από μένα.

7. Και για να μην υπερηφανεύομαι εξαιτίας των πολλών αποκαλύψεων, μου δόθηκε ένα αγκάθι στο σώμα, ένας άγγελος του Σατανά, για να με ραπίζει, ώστε να μην υπερηφανεύομαι.

8. Γι’ αυτόν τον πειρασμό τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να τον απομακρύνει από μένα.

9. Εκείνος όμως μου απάντησε: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια εκεί όπου υπάρχει αδυναμία». Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ για τις αδυναμίες μου, για να κατασκηνώσει σ’ εμένα η δύναμη του Χριστού.

Η Εκκλησία είναι το « γεώργιον του Θεού» ( A ' Κορ . 3, 9), το χωράφι του Θεού. Και όπως στο χωράφι μαζί με το σιτάρι που σπέρνουμε φυτρώνουν και συναυξάνουν και τα διάφορα ζιζάνια, η ήρα π.χ. ή άλλα παρασιτικά φυτά, έτσι και μέσα στην Εκκλησία μαζί με τα ζωντανά και υγιή μέλη υπάρχουν και τα άρρωστα. Υπάρχουν δηλαδή και χριστιανοί που ζουν «ατάκτως» ( B ' Θεσσ . 3, 6), που προκαλούν σκάνδαλα, που διασπούν την εκκλησιαστική ενότητα, που πολεμούν πολλές φορές το καλό και καταστρέφουν το έργο του Θεού.

Αυτό δεν γίνεται μόνο σήμερα. Γινόταν πάντοτε. Σε όλες τις εποχές. Ακόμη και σ’ αυτήν την ένδοξη αποστολική εποχή. Μια τέτοιου είδους κατάσταση μας περιγράφει ο Απόστολος Παύλος στη B ' επιστολή του προς τους χριστιανούς της Κορίνθου, της οποίας απόσπασμα είναι το αποστολικό ανάγνωσμα της σημερινής Κυριακής.

T ι ακριβώς συνέβαινε; Μερικοί χριστιανοί, μέλη της ’Εκκλησίας της Κορίνθου, που παρίσταναν τους αποστόλους και διδασκάλους ο Απόστολος τους ονομάζει «ψευδαποστόλους» και « εργάτας δολίους» ( B ' Κορ . 11, 13), αμφισβητούσαν την αποστολική ιδιότητα του Αποστόλου Παύλου. Έτσι σκανδάλιζαν άλλους και διασπούσαν τη χριστιανική κοινότητα σε διάφορες μερίδες.

Ο Παύλος μαθαίνοντας στην Έφεσο τα λυπηρά αυτά γεγονότα, αναγκάζεται να αμυνθεί. 'Υποχρεώνεται να μιλήσει για τον ίδιο τον εαυτό του, για να μπορέσει να κλείσει τα στόματα των κατηγόρων του και να διαφυλάξει το αποστολικό του έργο. "Έτσι, γράφει και αποστέλλει στην Εκκλησία της Κορίνθου τη B ' επιστολή του. Από την επιστολή αυτή προέρχεται και η παρούσα περικοπή.

Τρία είναι τα βασικά σημεία που θίγει ο Απόστολος. Πρώτον, αναφέρεται στη θαυμαστή διάσωσή του στη Δαμασκό, όταν τον καταδίωκε «ο εθνάρχης Αρέτα του βασιλέως». Δεύτερον, ομιλεί για «οπτασίες και αποκαλύψεις Κυρίου» που αξιώθηκε να λάβει. Και τρίτον, κάνει λόγο για κάποιον «σκόλοπα», που επέτρεψε ο Θεός να τον ταλαιπωρεί, έτσι ώστε να μην υπερηφανεύεται, λόγω των πολλών αποκαλύψεων που του είχε χαρίσει, και για να αποκαλύπτεται η θεία δύναμη μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία και ατέλεια.

 

31. « Αδελφοί, ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οίδεν, ο ων ευλογητός εις τους αιώνας, ότι ου ψεύδομαι ».

Ο Παύλος εδώ επικαλείται τον Θεό ως μάρτυρα για τα όσα πρόκειται να αναφέρει παρακάτω. Τα όσα ήδη εξέθεσε προηγουμένως (βλ. τους στίχους 22-30 του 11ου κεφαλαίου), η φροντίδα του δηλαδή για όλες τις Εκκλησίες, οι πειρασμοί και οι κόποι που είχε δοκιμάσει, ήταν αρκετά γνωστά στους Κορινθίους και δεν υπήρχε ανάγκη να προσφύγει στη μαρτυρία του Θεού και Πατέρα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Για τα όσα όμως μέλλει να μιλήσει, πράγματα εντελώς προσωπικά αποκαλύψεις που έγιναν στον ίδιο, και για τις οποίες μόνο αυτός μπορούσε να μιλήσει, αισθάνεται την ανάγκη να επικαλεσθεί τη θεϊκή μαρτυρία.

32-33. « Εν Δαμασκώ ο εθνάρχης Αρέτα του βασιλέως εφρούρει την Δαμασκηνών πόλιν πιάσαι με θέλων, και δια θυρίδος εν σαργάνη εχαλάσθην δια του τείχους και εξέφυγον τας χείρας αυτού ».

Το πρώτο στοιχείο που προσκομίζει ο Παύλος για να υπερασπιστεί το αποστολικό του αξίωμα, είναι η θαυμαστή φυγάδευσή του από την πόλη της Δαμασκού, όταν ο διοικητής της πόλεως, που εκπροσωπούσε τον βασιλιά Αρέτα, επιδίωξε να τον συλλάβει. Το περιστατικό αναφέρεται και στο βιβλίο των Πράξεων ( 9, 24-25).

Η στάση αυτή του Αποστόλου, η αποφυγή δηλαδή της συλλήψεως και του ενδεχομένου θανάτου με τη βοήθεια των χριστιανών της πόλεως, βρίσκεται σε αρμονία και με ανάλογη σύσταση του Χριστού ( Ματθ. 10, 23) και με το ίδιο το παράδειγμα του Κυρίου ( Ματθ. 4, 12).

Αυτοπροαίρετα δεν πρέπει να ρίχνουμε τους εαυτούς μας στους πειρασμούς. "Όταν οι πειρασμοί είναι αναπόφευκτοι, ασφαλώς θα τους υπομείνουμε, παρακαλώντας τον Θεό είτε να μας λυτρώσει από αυτούς είτε να μας ενδυναμώσει για να μπορέσουμε να τους σηκώσουμε. Αν όμως υπάρχει τρόπος ν’ αποφύγουμε διαφόρους πειρασμούς, τότε βέβαια θα πρέπει να τον χρησιμοποιούμε, αποδίδοντας όμως και πάλι στη βοήθεια του Θεού τη διάσωσή μας, όπωως βλέπουμε να κάνει και ο απόστoλos Παύλος .

1. « Καυχάσθαι δε ου συμφέρει μοι· ελεύσομαι γαρ ειs οπτασίαs και αποκαλύψειs Κυρίου ».

Από τον παρόντα στίχο ο Παύλος έρχεται σε ένα άλλο είδος καυχήσεως, τις αποκαλύψεις που έλαβε από τον Κύριο. Ο Απόστολος βεβαιώνει ότι δεν είναι συμφέρον γι’ αυτόν να καυχιέται. Το κάνει όμως, διότι το επιβάλλουν οι περιστάσεις και για χάρη των παραληπτών τη s επιστoλής του, δηλαδή των χριστιανών της Κορίνθου, των οποίων την εμπιστοσύνη πρ os το πρόσωπό του προσπαθούσαν να κλονίσουν οι διάφοροι «ψευδαπόστολοι» τη s πόλεως ( B ' Κορ . 11, 13).

Η καύχηση βλάπτει πνευματικά τον άνθρωπο, γιατί τον κάνει να επαίρεται. Βέβαια είναι δυνατόν και χωρίς την καύχηση ο άνθρωπος να πέσει στην υπερηφάνεια. Ο κίνδυνος όμωs είναι πολύ μεγαλύτερος, όταν κανείς καθιστά γνωστά τα διάφορα κατορθώματά του. Διότι, όπως παρατηρεί ο αγ. Ιωάννης ο Xρυσόστoμoς, « ουχ ομoίωs επαιρόμεθα αυτοί ειδότεs και εις άλλoυs εκφέρoντεs. Ου γαρ η των κατορθωμάτων φυσις επαίρειν είωθεν, αλλ’ η των πολλών μαρτυρία και γνώσις». Δηλαδή: «Δεν υπερηφανευόμαστε κατά τον ίδιο τρόπο, όταν κάτι το γνωρίζουμε μόνο εμείς και όταν το γνωστοποιούμε και σε άλλoυs. Διότι δεν είναι η φύση των κατορθωμάτων που προκαλεί συvήθως την έπαρση, αλλά η γνώση και η αναφορά σ’ αυτά από τους πoλλoύς».

Ο Απόστoλoς μιλά για «οπτασίες και απoκαλύψειs Κυρίου». Αν και είναι δύσκολο να διακρίνει κανείs ανάμεσα σε τόσο υψηλέs πνευματικές εμπειρίεs, θα μπορούσαμε να πούμε πως η αποκάλυψη είναι κάτι υψηλότερο από την οπτασία. Στην οπτασία ο άνθρωπος απλώς βλέπει στην αποκάλυψη γνωρίζει βαθύτερα και κατανοεί. Όπως λέει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, στην αποκάλυψη «πράγματα μεγάλα και μυστήρια Θεού αποκαλύπτεται τη ψυχή».

2-4. «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ, προ ετών δεκατεσσάρων είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν αρπαγέντα τον τοιούτον έως τρίτου ουρανού. Και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν ότι ηρπάγη εις τον Παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι».

Από τις αποκαλύψεις που είχε, ο Παύλος αναφέρει μόνο μια, δείχνοντας έτσι πως αναγκάζεται να το πράξει. Ομιλεί σε τρίτο πρόσωπο, σαν να επρόκειτο για άλλον και όχι για τον εαυτό του· «οίδα άνθρωπον...». Η στάση του αυτή αποκαλύπτει τη βαθιά ταπείνωσή του. Το ταπεινό φρόνημα του Αποστόλου φανερώνει και το γεγονός ότι για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια είχε αποσιωπήσει τη θαυμαστή αποκάλυψη που του είχε γίνει. Και άσφαλως ούτε και τώρα θα την γνωστοποιούσε, αν δεν υπήρχε η ανάγκη να προασπίσει το αποστολικό του αξίωμα.

«Εν Χριστώ»: Ο Απόστολος κρίνει απαραίτητο να προσδιορίσει ότι ο άνθρωπος για τον οποίο ομιλεί ήταν χριστιανός. Ανήκε στον Ιησού Χριστό και ζούσε σε κοινωνία μαζί του. Ο προσδιορισμός δεν γίνεται τυχαία, αλλά για να μην κατηγορηθεί από τους ψευδαποστόλους ότι «δια δαιμόνων επήρθη».

'Η αρπαγή του Αποστόλου ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός και για τον ίδιο. Ενώ έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος, αδυνατεί να καθορίσει την ακριβή κατάσταση του πνεύματος και του σώματός του κατά τη διάρκεια της αρπαγής. Όντας μια θαυμαστή αποκάλυψη του Θεού η εμπειρία που έζησε ο Απόστολος, είναι πολύ φυσικό να μην μπορούμε να την εξηγήσουμε λογικά. Το θαύμα το προσεγγίζουμε μόνο με τη δύναμη της πίστεως, που σκηνώνει όχι στο μυαλό αλλά στην καρδιά του ανθρώπου, όταν αυτή αγαπά και είναι καθαρή και απερίεργη.

Η αρίθμηση των ουρανών δεν είναι άγνωστη στην Αγία Γραφή. Εν τούτοις είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε την ακριβή έννοιά τους. Οι πραγματικότητες του παρόντος κόσμου αδυνατούν να μας βοηθήσουν, έστω και αναλογικά, να διαμορφώσουμε μια εικόνα για πράγματα που βρίσκονται πέρα από την ανθρώπινη αίσθηση. Εκείνο που μπορούμε να πούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι τρίτος ουρανός και παράδεισος σημαίνει μάλλον το ίδιο πράγμα και δηλώνει, σύμφωνα με τη βιβλική αντίληψη, τον τόπο κατοικίας του Θεού· όχι μια φυσική πραγματικότητα.

Ας αναφέρουμε ακόμη ότι μεταξύ των ερμηνευτών υπήρξαν και μερικοί που υποστήριξαν, ότι πρόκειται για δύο περιστατικά, αφού ο Απόστολος διακρίνει ανάμεσα στον τρίτο ουρανό και τον παράδεισο. Όμως το γεγονός ότι δεν αναφέρει δύο αλλά μόνο μία χρονολογία, ενισχύει περισσότερο την εκδοχή του ενός περιστατικού.

Ο Παύλος στη διάρκεια της αποκαλύψεως του Κυρίου «άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος». Η ανθρώπινη γλώσσα αδυνατεί να εκφράσει τα μυστήρια του Θεού, λόγω του ύψους και της ιερότητας τους. Γιατί όμως λέει και ότι «ούτε επιτρέπεται»; Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μας άπαντα: «Δεν είναι συγκεχωρημένον να λαλήλουν εκείνοι, οπού φρονούν ανθρώπινα και σαρκικά, και δεν έχουν πνευματικόν φρόνημα».

Γεννιέται, ωστόσο, ένα καίριαs σημασίας ερώτημα, που απασχόλησε ήδη τον ιερό Χρυσόστομο: « Τίν os ένεκεν και ηρπάγη;». Δηλαδή: «Για ποιό λόγο ο Παύλos ανυψώθηκε;». Και απαντά ο ίδιos: «Για να μη νομίζει πως είναι κατώτερος από άλλoυs απoστόλoυs. Εκείνοι αναστράφηκαν τον Χριστό, ο ίδιos καθόλου. Για τον λόγο αυτό ανύψωσε και τούτον στη δόξα του παραδείσου». Η αρπαγή του Παύλου ωs σκοπό είχε να ενδυναμώσει τον ίδιο εν όψει του αποστολικού έργου που έμελλε να αναλάβει.

5. « Υπέρ του τοιούτου καυχήσομαι, υπέρ δε εμαυτού ου καυχήσομαι ει μη εν ταις ασθενείαις μου ».

Ο Παύλος επ ανέρχεται στο θέμα της καύχησης με τον ίδιο ταπεινό τρόπο. Ο άνθρωπoς των αποκαλύψεων εμφανίζεται και πάλι σαν κάποιος άλλος, όχι ο ίδιος. Γι’ αυτόν καυχιέται ο Απόστολος , όχι ι για τον εαυτό του. Αν θα ήθελε να καυχηθεί για κάτι δικό του, αυτό θα ήταν οι πειρασμοί, οι θλίψεις και οι διωγμοί τους οποίους δοκίμαζε .

6. « Εάν γαρ θελήσω καυχήσασθαι, ουκ έσομαι άφρων αλήθειαν γαρ έρω· φείδομαι δε μη τις εις εμέ λογίσηται υπέρ ο βλέπειι με, ή ακούει τι εξ εμού».

Η καύχηση είναι αφροσύνη ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος λέει την αλήθεια. Το έχει ήδη τονίσει ο Απόστoλos (Β' Κορ. 11, 1). Καυχιέται όμως, επειδή εξαναγκάστηκε (12, 11). Δεν θα είναι, λοιπόν, άφρων, αν θα ήθελε να καυχηθεί, όχι μόνο διότι θα έλεγε την αλήθεια, αλλά και διότι θα το έκανε «επί σωτηρία και ωφελεία ψυχών και ανάγκης επικειμέvηs»· αποβλέπoντας, δηλαδή, στην ωφέλεια των Κορινθίων και από ανάγκη, η οποία του το επέβαλλε.

Ωστόσο, ο Παύλος διστάζει να καυχηθεί· το αποφεύγει. 'Ο λόγος, να μη σχηματίσουν οι άνθρωποι την εντύπωση ότι ο Απόστολος ξεπερνούσε τα ανθρώπινα μέτρα. Είχε άλλωστε υπόψη του το παράδειγμα των ανθρώπων της Λυκαονίας, οι οποίοι εκλαμβάνοντάς τον για Θεό ήταν έτοιμοι να του προσφέρουν θυσία ( Πραξ. 14, 818).

7.«Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ίνα μη υπεραίρομαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρομαι».

Οι αποκαλύψεις του Παύλου (βλ. Πραξ. 16, 610· 18, 9· 23, 11· 27, 23) ήταν και πολλές και μεγαλειώδεις. Αυτό σημαίνει η λέξη υπερβολή που χρησιμοποιεί ο Απόστολος. "Αν και «σκεύος εκλογής» ( Πραξ. 9, 15), ήταν ενδεχόμενο η «υπερβολή των αποκαλύψεων» να κάνει τον Απόστολο να υπερηφανευτεί. Για τον λόγο αυτό του δόθηκε «σκόλοπας στη σάρκα, άγγελος του σατανά».

Εν πρώτοις, ας διευκρινίσουμε ότι η ορθή έννοια του ρήματος «εδόθη μοι» είναι ότι «παρά του Θεού συνεχωρήθη», δηλαδή επέτρεψε ο Θεός· άφησε απλώς να συμβεί και όχι ότι έστειλε ο ίδιος τη δοκιμασία. Ο Θεός, η πηγή της αγιότητας και της αγάπης, δεν έχει καμιά σχέση ούτε με το ηθικό ούτε με το φυσικό κακό.

Τι άραγε ήταν αυτό που βασάνιζε τον μεγάλο Απόστολο; Πολλοί από τους ερμηνευτές προσπάθησαν να εξηγήσουν το πράγμα, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν θέλησε ούτε εδώ ούτε και άλλου να μας πει τι είδους ακριβώς ήταν αυτός ο σκόλοπας που τον ταλαιπωρούσε. Άλλοι υποστήριξαν ότι ο Απόστολος εννοεί γενικά τους πειρασμούς, τις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες που συναντούσε στο έργο του κηρύγματος και οι οποίες ταλαιπωρούσαν το σώμα του. ΄Αλλοι διάφορα πρόσωπα, όπως ο Αλέξανδρος ο χαλκεύς (Α' Τιμ. 1, 20· B ' Τιμ. 4, 14), ο Ελύμας ο μάγος ( Πραξ. 13, 612), ο ' Υμεναίος (Α' Τιμ. 1, 20· B ' Τιμ. 2, 1718) και ο Φιλητός ( B ' Τιμ. 2, 1718), οι οποίοι αντιστέκονταν στη διδασκαλία του Παύλου, ενεργώντας έτσι ως όργανα («άγγελοι») του σατανά. ’ Αλλοι, τέλος, ισχυρίστηκαν ότι πρόκειται για χρόνια αρρώστια κεφαλαλγία ίσως ή κάποια ασθένεια των ματιών.

8-9. «Υπέρ τούτου τρις τον Κύριον παρεκάλεσα, ίνα αποστή απ’εμού. Και είρηκέ μοι αρκεί σοι η χάρις μου· η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται. Ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείας μου, ίνα επισκηνώση επ’εμέ η δύναμς του Χριστού».

Για την απελευθέρωσή του από τον πειρασμό αυτό ο Απόστολος προσφεύγει στον Κύριο παρακαλώντας τον να τον λυτρώσει. Η προσευχή είναι πράγματι το όπλο του πιστού στην ώρα του πειρασμού και το βάλσαμο της ψυχής, όταν την πολιορκούν οι θλίψεις και οι δοκιμασίες.

Η απάντηση του Κυρίου στο αίτημα του Παύλου είναι αρνητική. Ο Απόστολος έπρεπε να αρκεστεί στη χάρη που του παρείχε, την ενίσχυση δηλαδή να υπερνικά τον σκόλοπα· ή, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «αρκεί σοι ότι νεκρούς εγείρεις, ότι τυφλούς θεραπεύεις, ότι λεπρούς καθαίρεις, ότι τα άλλα θαυματουργείς». Κι εμείς πολλές φορές ζητάμε από τον Θεό να άρει διαφόρους πειρασμούς που μας κυκλώνουν η θλίψεις που μας βασανίζουν. Ο Θεός από αγάπη διότι αποβλέπει στο αιώνιο συμφέρον μας και όχι στην εφήμερη αναψυχή μας αρνείται να ικανοποιήσει το αίτημά μας. 'Ωστόσο, μας αποστέλλει πλούσια τη χάρη του και παρηγορεί την ψυχή μας. Και μας δίνει τη δύναμη «του δύνασθαι ημάs υπενεγκείν» τον πειρασμό (Α' Κορ. 10, 13).

«Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Η παρουσία του πειρασμού στη ζωή του Αποστόλου τον κρατούσε ταπεινό και ανυπερήφανο. Η συνέχισή του, σύμφωνα με την απάντηση του Κυρίου, φανέρωνε τη θεία δύναμη μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία και ατέλεια. Γιατί πράγματι η δύναμη του Θεού λάμπει και φαίνεται τέλεια και αήττητη «εν άσθενεία»· στην ανθρώπινη ασθένεια. «Εκ γαρ των θλίψεων σοι των πολλών και αμυθήτων», παρατηρεί έν as απ ό τους νηπτικούς πατέρες μας, «ο στέφαvos πλέκεται· και εν ταις ασθεvείαιs τελειούται η δύναμη του Χριστού και εν ταις σκυθρωπoτέραιs καταστάσεσι, επανθεόν είωθεν η του πνεύματος χάρις». Δηλαδή: «Από τις πολλές και απερίγραπτεs θλίψειs σου πλέκεται το στεφάνι της νίκης . Τις α δυναμίεs αναδεικνύεται τέλεια η δύναμη του Χριστού· και στις πιο λυπηρέs καταστάσειs συνηθίζει ν’ ανθίζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος».

Οδηγημένος, λοιπόν, από την απάντηση του Κυρίου, είναι πολύ φυσικό να καταλήγει στο συμπέρασμα που τον βλέπουμε να διατυπώνει στη συνέχεια: «Ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταιs ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμη του Χριστού». Επειδή, δηλαδή, η δύναμη του Χριστού αναδεικνύεται τέλεια εκεί όπου υπάρχει αδυναμία, γι’ αυτό κι εγώ θέλω να καυχηθώ περισσότερο για τις α σθένειές μου, ώστε να σκηνώσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.

Όσο περισσότεροι και μεγαλύτεροι είναι πολλές φορές οι πειρασμοί, τόσο πλουσιότερη είναι και η χάρη που μας παρέχει ο Xριστόs· η δύναμή του για να τους υπομείνουμε. Τη μεγάλη τούτη αλήθεια ο αγ. Διάδοχος, επίσκοπος Φωτικής, μας την παρουσιάζει με μια θαυμάσια εικόνα: «Όπως το κερί, που δεν ζεστάθηκε και δεν μαλάχτηκε για πολύ, δεν μπορεί να δεχτεί τη σφραγίδα που θέλουμε να αποτυπώσουμε επάνω του, έτσι ούτε και ο άνθρωπος μπορεί να χωρέσει τη σφραγίδα της αρετής του Θεού, αν δεν δοκιμαστεί με ταλαιπωρίες και πειρασμούς».

Οι πειρασμοί αποτελούν τον κλήρο της εν Χριστώ ζωής. Ο χριστιανός σώζεται μέσα άπό τις διάφορες δοκιμασίες και τις θλίψεις που συχνά τον βρίσκουν. 'Ο αγιασμός και η κατά Χριστόν τελειότπτα έπιτυγχάνεται, όταν ο πιστός άντιμετωπίζει με ύπομονή κι έμπιστοσύνπ στη βοήθεια τοΰ Κυρίου οποιονδήποτε πειρασμό που έπιτρέπει ο Θεός να τον πολιορκήσει. 'Ο λόγος τοΰ Κυρίου παραμένει άδιάψευστος: «’Εν τω κόσμω θλΐψιν εξετε» (’Ιω. 16, 33). Και η έμπειρία των ’ Αποστολων έξακολουθεΐ να είναι ζωντανή και πάντοτε έπίκαιρπ: «Δια πολλών θλίψεων δεΐ ήμας εισελθεΐν εις την βασιλείαν τοΰ Θεοϋ» ( Πραξ. 14, 22).

Την πραγματικότπτα των πειρασμών στη χριστιανική ζωή έπιβεβαιώνει και η ομολογία τοΰ Παύλου στο παρόν άνάγνωσμα: « έδόθπ μοι σκόλοψ τπ σαρκι». 'Ο Θεός έπέτρεψε να δοκιμάζεται ο μεγάλος ’Αποστολος του· να άντιμετωπίζει πειρασμούς και διωγμούς που τον κάνουν να άναφωνεΐ: « Οιους διωγμούς ύπήνεγκα! και εκ πάντων με έρρύσατο ο Κύριος» ( B ' Τιμ. 3, 11).

'Ο Θεός συχνά έπιτρέπει να δοκιμαζόμαστε κι έμεΐς. Πειρασμοί, διωγμοί και διάφορες δοκιμασίες εισβάλλουν άπειλπτικά και άναστατώνουν και τη δική μας ζωή.

Κατά τον άγιο ’ Αντωνιο ο δρόμος που οδηγεί στη βασιλεία τοΰ Θεοϋ είναι στρωμένος με ποικίλους πειρασμούς και δοκιμασίες. «Ουδείς απείραστος», διδάσκει, « δυνήσεται εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών. Έπαρον γαρ φησι τους πειρασμούς και ουδεις ο σωζόμενος».

Γιατί άραγε επιτρέπει ο Θεός τους πειρασμούς; Διότι άπλούστατα, όταν όλα στη ζωή μας πηγαίνουν, όπως εμείς επιθυμούμε, λησμονούμε τον Θεό. Τον εγκαταλείπουμε. Υπερηφανευόμαστε, αποκτώντας την ψευδαίσθηση ότι είμαστε δυνατοί και σπουδαίοι και ότι δεν έχουμε κανέναν ανάγκη. Ακόμη ούτε και τον Θεό τον ίδιο!

Αντίθετα, ο «σκόλοπας», με όποια μορφή κι αν μας επισκέπτεται, μας κάνει να συνειδητοποιούμε την «ασθένειά» μας, το πόσο δηλαδή μικροί και αδύναμοι είμαστε. Μας καθιστά ταπεινούς. Μας πείθει ότι το στήριγμά μας είναι ο ζων και αληθινός Θεός. Και συναισθανόμενοι ότι «η ικανότης ημών εκ του Θεού» ( B ' Κορ . 3, 5), προσφεύγουμε με εμπιστοσύνη στον παντοδύναμο Κύριο και τον παρακαλούμε εκείνος να μας στηρίξει. Εκείνος να μας οπλίσει με την πανσθενουργό χάρη του για να υπομείνουμε τις θλίψεις και ν’ αντιμετωπίσουμε τους πειρασμούς με καρτερία και θάρρος.

Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος όταν γράφει: « Κάμνουσα ψυχή εγγύς εστι Θεού και το χρήζειν επιστρέφει προς τον δούναι δυνάμενον, τω αφθόνω της δωρεάς τυχόν και καταφρονούμενον». Δηλαδή: «Η ψυχή που υποφέρει βρίσκεται κοντά στον Θεό. Και όποιος έχει ανάγκη καταφεύγει σ’ αυτόν που μπορεί να του δώσει αυτό που χρειάζεται, και ο οποίος είναι ενδεχόμενο να καταφρονηθεί εξαιτίας της αφθονίας των δωρεών που παρέχει».

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.