Τελικά κείμενα-αποφάσεις της Γ' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως (28 Οκτωβρίου - 6 Νοεμβρίου 1986 ).
Όπως ανέγραφε η "Επίσκεψις" στο υπ' αριθμ. 366 τεύχος της, η Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις συνήλθε στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου από 28 Οκτωβρίου έως 6 Νοεμβρίου 1986 και ησχολήθη με τα θέματα που είχαν αναγραφή στη ημερησία της διάταξη.
Η Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις κατήρτισε τέσσαρα κείμενα επί των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τα οποία έγιναν ομοφώνως δεκτά ως εισηγητικές αποφάσεις ad referendum προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο. Επίσης, επεκύρωσε τον «Κανονισμό Λειτουργίας των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων» και ώρισε την ημερησία διάταξη της προσεχούς Δ' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως.
Τα κείμενα αυτά, που υπεγράφησαν από όλους τους αρχηγούς των αντιπροσωπειών, εκοινοποιήθησαν από την Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου σε όλους τους Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και, σύμφωνα με σχετική απόφαση της Διασκέψεως, δημοσιεύονται σήμερον, 15η Δεκεμβρίου (πρβλ. Ανακοινωθέν της Διασκέψεως, "Επίσκεψις", Αριθμ. 366, σελ. 21 κ.ε.).
(Α) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΠΡΟΣΥΝΟΔΙΚΩΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΝ
Άρθρον 1. Αι Προσυνοδικαί Πανορθόδοξοι Διασκέψεις είναι έκτακτοι συνελεύσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αι οποίαι συγκροτούνται κατά τα πανορθοδόξως καθιερωμένα υπό των κανονικώς οριζομένων αντιπροσώπων των κατά τόπους Αυτοκέφαλων και Αυτονόμων Ορθοδόξων Εκκλησιών, επί τω τέλει όπως καλύπτωσι την συλλογικήν προπαρασκευήν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Σύγκλησις
Άρθρον 2. Αι Προσυνοδικαί Πανορθόδοξοι Διασκέψεις συγκαλούνται υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου, μετά σύμφωνον γνώμην των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, δια Πατριαρχικών Γραμμάτων απευθυνόμενων προς πάσας τας κατά τόπους Αυτοκέφαλους και Αυτόνομους Εκκλησίας.
Άρθρον 3. Τα Πατριαρχικά Γράμματα αναγγέλλουν την μερίμνη της Γραμματείας επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ολοκλήρωσιν της πανορθοδόξως δια την μελέτην των προς συζήτησιν θεμάτων και την προπαρασκευήν του όλου έργου της Διασκέψεως αποφασισθείσης διαδικασίας, της προβλεπούσης την σύγκλησιν και της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής, πληροφορούν άμα περί της επ' αυτών επαρκούς προετοιμασίας των κατά τόπους Εκκλησιών, ορίζουν τον τόπον και τον χρόνον συνελεύσεως της Διασκέψεως και καλούν τας τοπικάς Εκκλησίας να ορίσουν, κατά τα πανορθοδόξως καθιερωμένα, τους εκπροσώπους αυτών εις την Διάσκεψιν.
Θεματολόγιον
Άρθρον 4. Το θεματολόγιον εκάστης Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως ορίζεται, υ πό της προγενεστέρας Διασκέψεως εκ του καταλόγου των υπό της Α' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως επιλεγέντων θεμάτων. Κατάργησις ή προσθήκη θέματος εις τον ούτω καταρτισθέντα και πανορθοδόξως δεκτόν γενόμενον κατάλογον θεμάτων δεν είναι, δυνατή, μέχρι της εξαντλήσεως της διαδικασίας προπαρασκευής των εν τω καταλόγω τούτω αναγεγραμμένων θεμάτων, μεθ' ην και συνέρχεται η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος.
Σύνθεσις - Πρόεδρος - Γραμματεύς
Άρθρον 5. Τα μέλη των Αντιπροσωπειών των κατά τόπους Εκκλησιών δεν υπερβαίνουν τον αριθμόν θεμάτων της Ημερησίας Διατάξεως της Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως. Αι Αντιπροσωπείαι δύνανται να συνοδεύωνται υπό ειδικών Συμβούλων. Ούτοι, κληρικοί ή λαϊκοί, δεν υπερβαίνουν τον αριθμόν των μελών της οικείας Αντιπροσωπείας, παρίστανται εις τας συνεδριάσεις της Ολομελείας άνευ δικαιώματος ψήφου, έχοντες όμως οσάκις παρίσταται ανάγκη δικαίωμα λόγου, και επικουρούν το έργον της Διασκέψεως δια της ασκήσεως ειδικών καθηκόντων, οριζομένων εκάστοτε υπό της Ολομελείας και υπό των Επιτροπών της Διασκέψεως.
Άρθρον 6. Η Προεδρία των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων ασκείται υπό του εκπροσώπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Άρθρον 7. Ο Πρόεδρος συγκαλεί εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτού προ εκάστης Διασκέψεως εις Σύσκεψιν τους Αρχηγούς των Αντιπροσωπειών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, προς θεώρησιν του ενώπιον αυτών τεθειμένου έργου, καθορισμόν της ακολουθητέας σειράς εν τη εξετάσει των θεμάτων, έ γκρισιν του προγράμματος εργασίας της Διασκέψεως και ει τι άλλο σχετικόν διαδικασιακόν δια τον πληρέστερον και αποτελεσματικώτερον συντονισμόν των εργασιών αυτής. Εις ταύτας μετέχει και ο Γραμματεύς της Διασκέψεως, αι δε ούτω καταρτιζόμεναι προτάσεις εισάγονται υπό του Προέδρου προς έγκρισιν εις την Ολομέλειαν της Διασκέψεως. Ανάλογοι Συσκέψεις των Αρχηγών δύνανται να συγκαλώνται και κατά την διάρκειαν των εργασιών της Διασκέψεως.
Άρθρον 8. Ο Πρόεδρος της Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως κηρύσσει την έναρξιν και την λήξιν των εργασιών, διευθύνει τας συζητήσεις μετά συντόμων κατά περίπτωσιν σχολίων, παρέχει δικαίωμα λόγου, και ασκεί γενικώτερον πάντα τα καθήκοντα δια την ό σον έ νεστι εύρυθμον διεξαγωγήν των εργασιών της Διασκέψεως κατά τον παρόντα κανονισμόν λειτουργίας των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Σ υμφωνούσης της Ολομελείας, ο Πρόεδρος δύναται να περιορίζη την χρονικήν διάρκειαν της παρεμβάσεως των ομιλητών και, εις περίπτωσιν καθ' ην δεν εξαντλείται η προγραμματισθείσα συζήτησις εφ' ενός εκάστου θέματος ή ο κατάλογος των επιθυμούντων να παρέμβουν, ο Πρόεδρος αποφασίζει δια τα περαιτέρω κατ' εφαρμογήν της αρχής ανοικτής ψηφοφορίας.
Άρθρον 9. Γραμματεύς των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων είναι ο Γραμματεύς επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Ο Γραμματεύς έχει την ευθύνην της παρουσιάσεως των εισηγήσεων της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής και γενικώς των φακέλλων των θεμάτων, της τηρήσεως των πρακτικών των εργασιών της Διασκέψεως και της καθ' οιονδήποτε τρόπον επικουρίας του έργου της Ολομελείας και των Επιτροπών. Προς επιτυχή διεξαγωγήν των εργασιών της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής και των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων, η Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου μεριμνά δια την μετάφρασιν συνόλου του επισήμου υλικού εις την ελληνικήν, ρωσσικήν και γαλλικήν γλώσσαν, ως επίσης και δια την διασφάλισιν αυτομάτου διερμηνείας εις τας αυτάς γλώσσας.
Εργασίαι της Διασκέψεως
Άρθρον 10. Η έναρξις και η λήξις των εργασιών εκάστης Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως κηρύσσεται δια της τελέσεως της Θείας Λειτουργίας.
Άρθρον 11. Αι εργασίαι της Διασκέψεως διεξάγονται εν Ολομέλεια και εν Επιτροπαίς. Τα μέλη και η εν γένει συγκρότησις των Επιτροπών προτείνονται υπό του Γραμματέως της Διασκέψεως κατόπιν διαβουλεύσεων μετά των Αρχηγών των Αντιπροσωπειών των κατά τόπους Εκκλησιών και εγκρίνονται υπό της Ολομελείας της Διασκέψεως. Εις τας Επιτροπάς κατανέμονται και οι Σύμβουλοι των Αντιπροσωπειών, οι οποίοι μετέχουν των εργασιών αυτών, έχοντες δικαίωμα λόγου αλλ' ουχί και ψήφου εν τη εγκρίσει των προτεινομένων κειμένων. Ο Πρόεδρος και ο Γραμματεύς εκάστης Επιτροπής εκλέγονται υπό των τακτικών μελών αυτής.
Άρθρον 12. Αι Επιτροπαί της Διασκέψεως εργάζονται, επί τη βάσει των σχετικών εισηγήσεων της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής και των υπό της Ολομελείας της Διασκέψεως δοθεισών ειδικωτέρων εντολών, δια την σύνταξιν κατά θέμα σχεδίου προτάσεων προς την Ολομέλειαν. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής παρουσιάζει το θέμα, προγραμματίζει τας εργασίας, διευθύνει τας συζητήσεις και εισηγείται τελικώς τας εκ ταύτης προτάσεις εις την Ολομέλειαν. Έκαστη Επιτροπή δύναται να συγκροτή Υποεπιτροπάς, μετά πρότασιν του Προέδρου αυτής, δια την αρτιωτέραν επεξεργασίαν ειδικωτέρων σημείων του θέματος. Αι προτάσεις των Υποεπιτροπών, εγκρινόμενοι υπό της Επιτροπής, εντάσσονται εις το σχέδιον προτάσεων αυτής προς την Ολομέλειαν της Διασκέψεως. Αι προτάσεις της Επιτροπής προς την Ολομέλειαν έχουν εισηγητικόν χαρακτήρα δια τας εργασίας της Διασκέψεως.
Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή
Άρθρον 13. Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή συγκαλείται δια Γραμμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχου και συγκροτείται, κατά τα πανορθοδόξως καθιερωμένα, εξ ενός Αντιπροσώπου και ενός θεολογικού Συμβούλου των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Πρόεδρος της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής είναι ο εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Γραμματεύς δε αυτής είναι ο Γραμματεύς επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Άρθρον 14. Αι εργασίαι της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής διεξάγονται εν Ολομέλεια και εν Επιτροπαίς εργασίας. Ε πί της συγκροτήσεως και των εργασιών των Επιτροπών τούτων ισχύουν κατ' αναλογίαν τα άρθρα 11 και 12 του παρόντος κανονισμού.
Άρθρον 15. Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή έχει την αποστολήν και την ευθύνην μελέτης, επεξεργασίας και προπαρασκευής των θεμάτων της επομένης Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως επί τη βάσει της εις το καθ' έκαστον θέμα συμβολής των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και του μερίμνη της Γραμματείας επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου συγκεντρωθέντος γενικωτέρου περί τα θέματα υλικού. Έ ργον της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής είναι η επί εκάστου θέματος, εκ των αναγεγραμμένων εις την Ημερησίαν Διάταξιν της επομένης Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, α ναζήτησις της ενιαίας ορθοδόξου θέσεως και η καταγραφή των κατά θέμα προτάσεων της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής εις κοινόν κείμενον, το οποίον αποτελεί και την επί του καθ' έκαστον θέματος εισήγησιν αυτής προς την επομένην Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν προς αποδοχήν και λήψιν αποφάσεων.
Αποδοχή κειμένων - λήψις αποφάσεων - χαρακτήρ αυτών
Άρθρον 16. Η υπό των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων αποδοχή των κειμένων επί των καθ' έκαστον θεμάτων της Ημερησίας Διατάξεως γίνεται καθ'ομοφωνίαν. Προς απόφανσιν επί διαδικασιακών περιπτώσεων απαιτείται η διασφάλισις των 2/3 των μετεχουσών της Διασκέψεως Αντιπροσωπειών. Αι αποφάσεις των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων επί των καθ'έκαστον θεμάτων της Ημερησίας Διατάξεως. Έχουν εισηγητικόν χαρακτήρα προς την Αγίαν και Μεγάλην Εύνοδον, διο και, καίτοι αποτυπώνουν την επί των συγκεκριμένων θεμάτων ορθόδοξον παράδοσιν, δεν έχουν άμεσον δεσμευτικόν κύρος δια τας κατά τόπους Εκκλησίας, πριν ή αποφανθή η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος.
Άρθρον 17. Η μη επίτευξις ομοφωνίας των Αντιπροσωπειών κατά τας εν Ολομελεία επί τίνος θέματος συζητήσεις συνεπάγεται την αναβολήν λήψεως αποφάσεως και την αναπομπήν του θέματος τούτου προς περαιτέρω μελέτην, ε πεξεργασίαν και προπαρασκευήν κατά την πανορθοδόξως καθιερωμένην διαδικασίαν, μερίμνη της Γραμματείας επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Το ούτω αναπεμπόμενον θέμα αναγράφεται ως πρώτον θέμα της επομένης Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, και ως τοιούτον εξετάζεται υπό της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής. Εν περιπτώσει μη επιτεύξεως και πάλιν ομοφωνίας επί του θέματος, ή και ομοφώνου απορρίψεως υπό πασών των Αντιπροσωπειών των εισηγήσεων της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής επί τίνος συγκεκριμένου θέματος, κατά τε την πρώτην εν Ολομελεία και κατά την μετά την αναπομπήν δευτέραν εν Ολομελεία συζήτησιν αυτού, η Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου συμπληροί τον άχρι της φάσεως εκείνης συγκροτηθέντα φάκελλον, ί να ούτος αναπεμφθή και αύθις κατά την ανωτέρω διαδικασίαν.
Άρθρον 18. Αι αποφάσεις των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων υπογράφονται υπό των Αρχηγών των Αντιπροσωπειών των κατά τόπους Εκκλησιών εις τας επισήμους γλώσσας της Διασκέψεως, ήτοι την ελληνικήν, την ρωσσικήν και την γαλλικήν, και κοινοποιούνται υπό της Γραμματείας επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς πάσας τας κατά τόπους Αυτοκέφαλους και Αυτόνομους Ορθοδόξους Εκκλησίας.
Άρθρον 19. Τα Πρακτικά των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων αποστέλλονται, το ταχύτερον δυνατόν, υ πό της Γραμματείας επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς πάσας τας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας, ήτις και δημοσιεύει τας τε αποφάσεις και τα πρακτικά εκάστης Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως μετά την αποστολήν αυτών εις τας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας.
(Β) Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΗΡΗΣΙΣ ΑΥΤΗΣ ΣΗΜΕΡΟΝ
1. Η νηστεία είναι θεία εντολή (Γεν. 2,16-17). Κατά τον Μ. Βασίλειον, "συνηλικιῶτίς ἐστι της ανθρωπότητας· νηστεία γάρ ἐν τῷ παραδείσῳ ἐνομοθετήθη" (Περί νηστείας, Λόγος 1,3). Είναι, μέγα πνευματικόν αγώνισμα και η κατ' εξοχήν έκφρασις του ασκητικού ιδεώδους της Ορθοδοξίας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία απαρεγκλίτως στοιχούσα εις τε τα αποστολικά θεσπίσματα και τους συνοδικούς κανόνας και εις την καθ' όλου πατερικήν παράδοσιν, διεκήρυξε πάντοτε την υψίστην αξίαν της νηστείας δια τον πνευματικόν βίον του ανθρώπου και την σωτηρίαν αυτού. Εις τον λατρειακόν κύκλον του ενιαυτού του Κυρίου προβάλλεται η όλη περί της νηστείας πατερική παράδοσις και διδασκαλία δια την συνεχή και αδιάπτωτον εγρήγορσιν του ανθρώπου και την επίδοσιν αυτού εις τους πνευματικούς αγώνας. Διο και υμνείται ως χάρις πολύφωτος, ως όπλον ακαταμάχητον, ως πνευματικών αγώνων αρχή, ως καλλίστη τρίβος αρετών, ως τροφή ψυχής, ως πηγή φιλοσοφίας απάσης, ως αφθάρτου διαγωγής και ισαγγέλου πολιτείας το μίμημα, ως μήτηρ των αγαθών απάντων και των αρετών, και ως εικών της μελλούσης ζωής.
2. Η νηστεία ως αρχαιότατος θεσμός απαντά ήδη εις την Παλαιάν Διαθήκην (Δευτ. 9,18. Ησ. 58,4-10. Ιωήλ 2,15. Ιωνάς 3,5-7), βεβαιούται δε υπό της Καινής. Αυτός ο Κύριος ενήστευσεν επί τεσσαράκοντα ημέρας προ της ενάρξεως της δημοσίας δράσεως αυτού (Λουκ.4,1-2) και έδωκεν οδηγίας ως προς τον τρόπον ασκήσεως της νηστείας (Ματθ. 6,16-18). Εις την Καινήν Διαθήκην γενικώτερον συνιστάται η νηστεία ως μέσον εγκράτειας, μετανοίας και πνευματικής ανατάσεως (Μαρκ. 1,6. Πραξ. 13,2. 14,23. Ρωμ. 14,21). Η Εκκλησία από της αποστολικής εποχής διεκήρυξε την υψίστην σημασίαν της νηστείας και ώρισε την Τετάρτην και Παρασκευήν ως ημέρας νηστείας (Διδαχή 8,1), ως επίσης και την προ του Πάσχα νηστείαν (Ειρηναίος Λουγδούνου, εν Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 5,24). Η κρατήσασα ποικιλία ως προς την έκτασιν και το περιεχόμενον των νηστειών τούτων (Διονυσίου Αλεξανδρείας, Επιστολή προς Βασιλείδην , Ρ G 10,1278) αναδεικνύει τον πνευματικόν χαρακτήρα της νηστείας, εις την οποίαν καλούνται άπαντες οι πιστοί να ανταποκριθούν, έκαστος κατά την ιδίαν αυτού δύναμιν και δυνατότητα, χωρίς όμως να παρέχηται και ελευθερία καταφρονήσεως του ιερού τούτου θεσμού: «ὅρα μή τις σέ πλανήσῃ ἀπό ταύτης τῆς ὁδοῦ τῆς διδαχῆς... Εἰ μέν γάρ δύ νασαι βαστάσαι ὅλον τόν ζυγόν τοῦ Κυρίου, τέλειος ἔσει· εἰ δέ οὐ δύνασαι ὁδύνη τοῦτο ποιεῖ. Περί δέ τῆς βρώσεως, ὅ δύνασαι, βάστασον» (Διδαχή, 6,1-3).
3. Η αληθής νηστεία, ως πνευματικόν αγώνισμα, συνδέεται προς την αδιάλειπτον προσευχήν και την ειλικρινή μετάνοιαν. "Μετάνοια χωρίς νηστείας ἀργή" (Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας 1,3), ως επίσης και νηστεία άνευ έργων ευποιΐας είναι νεκρά, ιδία δε κατά την σύγχρονον έποχήν, καθ' ην η άνισος και άδικος κατανομή των αγαθών στερεί και αυτού του επιουσίου άρτου ολόκληρους λαούς. "Νηστεύοντες ἀδελφοί σωματικώς, νηστεύσωμεν και πνευματικῶς. λύσωμεν πάντα σύνδεσμον αδικίας· διαρρήξωμεν στραγγαλιᾶς βιαίων συναλλαγμάτων· πάσαν συγγραφῶν ἄδικον διασπάσωμεν· δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον, καί πτωχούς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους" (Στιχηρόν, Ιδιόμελον Τετάρτης Α' Εβδομάδος νηστειών. Πρβλ. Ησαίου 58,6-7). Η νηστεία δεν εξαντλείται εις απλήν και τυπικήν αποχήν ε κ τίνων μόνον καθωρισμένων τροφών. « Οὐ μέντοι ἐξαρκεῖ καθ' ἑαυτήν ἡ ἀποχή βρωμάτων πρός τήν ἐ παινετῶν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτών, εὐαρεστον τῷ Θεῷ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔ νδεια νηστεία ἀληθής. Ἐν τούτοις μέ ἡ νηστεία καλόν » (Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας 2,7). Η κατά την νηστείαν αποχή εκ τίνων καθωρισμένων τροφών και η κατ' αυτήν ολιγαρκία, ου μόνον κατά το είδος, αλλά και κατά την ποσότητα των μεταλαμβανομένων τροφών, αποτελούν το αισθητόν στοιχείον του πνευματικού αγωνίσματος. «Ἡ νηστεία ἀποχή τροφῆς ἐστι κατά τό σημαινόμενον, τροφή δέ οὐδέν δικαιότερους ἡμᾶς ἤ ἀδικωτέρους ἀπεργάζεται . Κατά δέ τό μυστικόν δηλοῖ ὅτι , ὥ σπερ τοῖς καθ' ἕνα ἐκ τροφῆς ἡ ζωή , ἡ δέ ἀτροφία θανάτου σύμβολον , οὕτω καί ἡμᾶς τῶν κοσμικῶν νηστεύειν χρῆ , ἵ να τῷ κόσμῳ ἀποθάνωμεν καί μετά τοῦτο , τροφῆς θείας μεταλαβόντες , θεῷ ζήσωμεν» ( Κλήμεντος Αλεξ. Ε κλογαί, Ρ G 9,704-705). Ούτως η αληθής νηστεία αναφέρεται, εις την καθ' όλου εν Χριστώ ζωήν των πιστών και κορυφούται δια της συμμετοχής αυτών εις την θείαν λατρείαν και ιδία εις το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας.
4 · Η τεσσαρακονθήμερος νηστεία του Κυρίου κατέστη υπόδειγμα της νηστείας των. πιστών, η οποία ενεργοποιεί την μετοχήν αυτών εις την υπακοήν του Κυρίου, ί να δι' αυτής, "ὅ μή φυλάξαντες ἀποβεβλήκαμεν , φυλάξαντες ἀπολάβωμεν " ( Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος 45, Εις το Άγιον Πάσχα, 28). Η χριστοκεντρική κατανόησις του πνευματικού χαρακτήρος της νηστείας, ιδία της Μ. Τεσσαρακοστής, κανών εις την καθ' όλου πατερικήν παράδοσιν, συγκεφαλαιούται χαρακτηριστικώς υπό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά : "Ἐ άν οὕτω νήστευῃς , οὐ μόνον συμπάσχων ἔσῃ καί συννεκρούμενος , ἀ λλά καί συνανιστάμενος καί συμβασιλεύων Χριστῷ εἰς αἰῶνας τούς ἀπέραντους· σύμφυτος γάρ γεγονώς διά τῆς τοιαύτης νηστείας τῷ ὁμοιώματι τοῦ θ ανάτου αὐτοῦ, καί τῆς ἀναστάσεως κοινωνός ἔσῃ καί τῆς ἐν αὐτῷ ζωῆς κληρονόμος» (Ο μιλία 13, τη πέμπτη Κυριακή των νηστειών, Ρ G 151,161).
5. Κατά την ορθόδοξον παράδοσιν, το ιδεώδες της πνευματικής τελειώσεως ευρίσκεται πολύ υψηλά και έκαστος οφείλει, ίνα θέλη να φθάση εις αυτό, να υψωθή αναλόγως. Ακριβώς δε δια τούτο η άσκησις και ο πνευματικός άγων δεν έχει μέτρον, ό πως και η τελειότης των τελείων. Ελάχιστοι ανταποκρίνονται εις τας επιταγάς του ορθοδόξου υψηλού ιδεώδους, ώστε να θεούνται ζώντες. Και αυτοί, παρ' ότι, πράττουν πάντα τα διατεταγμένα, ουδέποτε υψηλοφρονούν, α λλ' ομολογούν ότι «δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμεν καί ὅ ὁφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» . Ό λοι οι άλλοι έχουν – κατά την ορθόδοξον περί πνευματικής ζωής αντίληψιν - χρέος να μη εγκαταλείπουν τον καλόν της νηστείας αγώνα, α λλ' εν αυτομεμψία και συναισθήσει της ταπεινότητος της καταστάσεως αυτών να επαφίενται δια τας παραλείψεις των εις το έλεος του Θεού, καθ' όσον ορθόδοξος πνευματική ζωή είναι ανεπίτευκτος χωρίς τον πνευματικόν αγώνα της νηστείας.
6. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως φιλόστοργος μήτηρ, ώ ρισε τα εις σωτηρίαν συμφέροντα και προέταξε τους ιερούς καιρούς της νηστείας ως θεοδώρητον " φυλακτήριον " της καινής εν Χριστώ ζωής των πιστών κατά πάσης επιβουλής του αλλότριου. Σ τοιχούσα τοις θείοις Πατράσι, φυλάσσει, ως και πρότερον, τα ιερά αποστολικά θεσπίσματα, τους συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις, προβάλλει πάντοτε τας ιεράς νηστείας ως αρίστην εν τη ασκήσει τρίβον πνευματικής τελειώσεως και σωτηρίας των πιστών και κηρύσσει την ανάγκην τηρήσεως υπ' αυτών των τεταγμένων νηστειών του ενιαυτού του Κυρίου, ήτοι της Μ. Τεσσαρακοστής, της Τετάρτης και της Παρασκευής, αίτινες μαρτυρούνται υπό των Ιερών κανόνων, ως και των νηστειών των Χριστουγέννων, των Αγίων Αποστόλων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και των μονοήμερων της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, της παραμονής των Θεοφανείων και της απότομης της τιμίας κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου, π ρος τούτοις δε και πασών των κατά ποιμαντικήν μέριμναν οριζομένων εκάστοτε νηστειών ή των κατά την προαίρεσιν των πιστών τηρουμένων.
7. Η Εκκλησία όμως, έθετο άμα, κατά ποιμαντικήν διάκρισιν, και όρια φιλάνθρωπου οικονομίας του καθεστώτος της νηστείας. Διο και προέβλεψε την δι' ασθένειαν του σώματος η δι' αδήριτον ανάγκην, ή και δια την χαλεπότητα των καιρών ανάλογον εφαρμογήν της αρχής της εκκλησιαστικής οικονομίας κατά την υπεύθυνον κρίσιν και ποιμαντικήν μέριμναν του σώματος των επισκόπων των κατά τόπους Εκκλησιών.
8. Είναι, γεγονός ό τι σήμερον πολλοί πιστοί δεν τηρούν απάσας τας περί νηστείας διατάξεις, εί τε εξ ολιγωρίας είτε λόγω των υπαρχουσών συνθηκών ζωής, οιαιδήποτε καν ώσιν αύται. Άπασαι όμως αι περιπτώσεις αύται της χαλαρώσεως των περί νηστείας ιερών διατάξεων, είτε είναι γενικώτεραι, είτε ατομικαί δέον όπως τυγχάνουν φιλόστοργου μητρικής μερίμνης εκ μέρους της Εκκλησίας, ή τις ουδέποτε " θέλει τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τό ἐ πιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν ". Ό θεν δια τους έχοντας δυσκολίαν εις την τήρησιν των ισχυουσών περί νηστείας διατάξεων είτε εκ λόγων ατομικών ( ασθένεια, στράτευσις, συνθήκαι εργασίας, διαβίωσις εν τη Διασπορά κ. λπ.) είτε γενικωτέρων ( ειδικαί συνθήκαι επικρατούσαι εις τινας χώρας από πλευράς κλίματος, αδυναμία ευρέσεως νηστίμων τροφών και κοινωνικών δομών ) επαφίεται εις την πνευματικήν διάκρισιν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών να καθορίσουν το μέτρον της φιλάνθρωπου οικονομίας και επιεικείας, α παλύνουσαι, κατά τας ειδικάς ταύτας περιπτώσεις, το τυχόν " στύφον " των ιερών νηστειών. Πάντα δε ταύτα εντός των πλαισίων των ως άνω λεχθέντων και επί τω σκοπώ να μη ατονήση ποσώς ο ιερός θεσμός της νηστείας. Η φιλάνθρωπος αύτη συγκατάβασις πρέπει να ασκηθή υπό της Εκκλησίας μετά πάσης φειδούς, οπωσδήποτε δε επί το επιεικέστερον δια τας νηστείας εκείνας, δι' ας δεν υπάρχει ομοιόμορφος πάντοτε και εις απάσας τας περιπτώσεις παράδοσις και πράξις εν τη Έκκλησία. « ... Καλόν τό νηστεύειν πᾶσαν ἡ μέραν, ἀ λλ' ὁ μή ἐσ θίων τόν ἐσθίοντα μή κρινέτω . Ἐ ν τοῖς τοιούτοις οὐ νομοθετεῖν , οὐ βιάζεσθαι , οὐκ ἀναγκαστικῶς ἄ γειν τό ἐ γχειρισθέν προσήκει ποίμνιον, πειθοῖ δέ μᾶλλον καί ἠ πιότητι καί λόγῳ ἅλατι ἡ ρτυμένῳ ..» ( Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί των αγίων νηστειών, 7).
9. Ωσαύτως πρέπει το σύνολον των πιστών της Εκκλησίας να νηστεύη προ της Θείας Μεταλήψεως, να εθισθή δε να νηστεύη εις ένδειξιν μετανοίας, εις εκπλήρωσιν πνευματικής υποσχέσεως, προς επίτευξιν ιερού τίνος σκοπού, εις καιρούς πειρασμού, εν συνδυασμώ προς αιτήματα αυτού παρά του Θεού, εις θεομηνίας, προ του βαπτίσματος ( δια τους προσερχόμενους εις το βάπτισμα ενηλίκους ), προ της χειροτονίας, εις περιπτώσεις επιτιμίων, κατά τας ιεράς αποδημίας και εις άλλας παρομοίας περιστάσεις.
( Γ ) ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
Η Ορθόδοξος Εκκλησία ανέκαθεν ήτο εύνους και θετικώς διατεθειμένη προς πάντα διάλογον τόσον δια θεολογικούς, ό σον και δια ποιμαντικούς λόγους. Κατά τα τελευταία έτη η Ορθόδοξος Εκκλησία εχώρησε πράγματι εις θεολογικόν διάλογον μετά πλείστων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, εν τη πεποιθήσει ότι δια του διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν των πνευματικών αυτής θησαυρών προς τους εκτός αυτής, με αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα.
Η Ορθόδοξος " Εκκλησία, ως ούσα η Μία, Α γία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, έχει πλήρη συνείδησιν της ευθύνης αυτής δια την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, αναγνωρίζει την πραγματικήν ύπαρξιν όλων των χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, αλλά και πιστεύει ότι αι προς ταύτας σχέσεις αυτής πρέπει να στηρίζωνται επί της υπ' αύτών όσον ένεστι ταχυτέρας και αντικειμενικωτέρας αποσαφηνίσεως του όλου εκκλησιολογικού θέματος και ιδιαιτέρως της γενικωτέρας παρ' αυταίς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ι ερωσύνης και αποστολικής διαδοχής. Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκφράζουν κατά τρόπον αυθεντικόν την συνείδησιν ταύτην της Ορθοδοξίας.
Βεβαίως, η Ορθόδοξος Εκκλησία, διαλεγομένη μετά των λοιπών Χριστιανών, δεν παραγνωρίζει τας δυσκολίας του τοιούτου εγχειρήματος, κατανοεί όμως ταύτας εν τη πορεία προς την κοινήν παράδοσιν της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας και επί τη ελπίδι ότι το Άγιον Πνεύμα, ό περ όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας, θα αναπλήρωση τα ελλείποντα. Εν τη έννοια ταύτη η Ορθόδοξος Εκκλησία εις τους θεολογικούς διάλογους δεν στηρίζεται μόνον εις τας ανθρωπίνας δυνάμεις των διεξαγόντων τους Διάλογους, α λλ' απεκδέχεται και την επιστασίαν του Αγίου Πνεύματος εν τη χάριτι του Κυρίου, ευχηθέντος " ἵ να πάντες ἕν ὧ σιν " ( Ι ω. 17,21).
Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι, κηρυχθέντες υπό Πανορθοδόξων Διασκέψεων, εκφράζουν την ομόθυμον απόφασιν πασών των κατά τόπους αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, αι οποίαι έχουν ύψιστον χρέος να συμμετέχουν ενεργώς και συνεχώς εις την διεξαγωγήν αυτών, ίνα μη παρακωλύηται η ομόφωνος μαρτυρία της Ορθοδοξίας προς δόξαν του εν Τριάδι Θεού. Εν η περιπτώσει Εκκλησία τις ήθελεν αποφασίσει να μη ορίση εκπροσώπους αυτής εις τίνα Διάλογον ή συνέλευσιν Διαλόγου, ε άν η απόφασις αύτη δεν είναι πανορθόδοξος, ο Διάλογος συνεχίζεται. Προ της ενάρξεως του Διαλόγου ή της συνελεύσεως αντιστοίχως η απουσία Εκκλησίας τινός δέον όπως συζητηθή οπωσδήποτε υπό της Ορθοδόξου Επιτροπής του Διαλόγου προς έκφρασιν της αλληλεγγύης και της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Τα προβλήματα, τα οποία ανακύπτουν κατά τας θεολογικός συζητήσεις των Μικτών Θεολογικών Επιτροπών δεν συνιστούν πάντοτε επαρκή αιτιολόγησιν μονομερούς ανακλήσεως των αντιπροσώπων αυτής ή και οριστικής διακοπής της συμμετοχής αυτής υπό τίνος κατά τόπον Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η αποχώρησις εκ του Διαλόγου Εκκλησίας τινός δέον όπως κατά κανόνα αποφεύγηται, καταβαλλομένων των δεουσών διορθοδόξων προσπαθειών δια την αποκατάστασιν της αντιπροσωπευτικής ολοκληρίας της εν τω διαλόγω τούτω ορθοδόξου Θεολογικής Επιτροπής.
Η κατά την διεξαγωγήν των Θεολογικών Διαλόγων ακολουθούμενη μεθοδολογία αποσκοπεί εις τε την λύσιν των παραδεδομένων θεολογικών διαφορών ή των τυχόν νέων διαφοροποιήσεων και εις την αναζήτησιν των κοινών στοιχείων της χριστιανικής πίστεως, προϋποθέτει δε την σχετικήν πληροφόρησιν του πληρώματος της Εκκλησίας επί των διαφόρων εξελίξεων των Διαλόγων. Εν περιπτώσει αδυναμίας υπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικής διαφοράς ο Θεολογικός Διάλογος συνεχίζεται, καταγραφομένης της διαπιστωθείσης επί του συγκεκριμένου θέματος θεολογικής διαφωνίας και ανακοινουμένης της διαφωνίας ταύτης προς πάσας τας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας δια τα εφεξής δέοντα γενέσθαι.
Είναι ευνόητον ότι κατά την διεξαγωγήν των Θεολογικών Διαλόγων κοινός πάντων σκοπός είναι η τελική αποκατάστασις της εν τη ορθή πίστει και τη αγάπη ε νότητος. Οπωσδήποτε όμως αι υφιστάμεναι θεολογικαί και εκκλησιολογικαί διαφοραί επιτρέπουν ποιάν τινα ιεράρχησιν ως προς τας υφισταμένας δυσχερείας δια την πραγμάτωσιν του πανορθοδόξως τεθειμένου σκοπού. Η ετερότης των προβλημάτων εκάστου διμερούς Διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μεν της τηρηθησομένης εν αυτώ μεθοδολογίας, α λλ' ουχί και διαφοροποίησιν σκοπού, διότι ο σκοπός είναι ενιαίος εις πάντας τους Διάλογους.
Εν τούτοις, επιβάλλεται, εν περιπτώσει ανάγκης, ό πως αναληφθή προσπάθεια συντονισμού του έργου των διαφόρων Διορθοδόξων Θεολογικών Επιτροπών, τοσούτω μάλλον όσω η υπάρχουσα άρρηκτος οντολογική ενότης της Ορθοδόξου Εκκλησίας πρέπει να αποκαλύπτηται και εκδηλούται και εν τω χώρω τούτω των Διαλόγων.
Η περάτωσις οιουδήποτε επισήμως κηρυχθέντος θεολογικού Διαλόγου συντελείται δια της ολοκληρώσεως του έργου της αντιστοίχου Μικτής Θεολογικής Επιτροπής, οπότε ο Πρόεδρος της Διορθοδόξου Επιτροπής υποβάλλει έκθεσιν προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, ο οποίος, εν συμφωνία και μετά των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, κηρύσσει την λήξιν του Διαλόγου. Ουδείς διάλογος θεωρείται περατωθείς πριν ή κηρυχθή λήξας δια τοιαύτης πανορθοδόξου αποφάνσεως.
Η μετά την τυχόν επιτυχή ολοκλήρωσιν του έργου θεολογικού τίνος Διαλόγου πανορθόδοξος απόφασις δια την αποκατάστασιν της εκκλησιαστικής κοινωνίας δέον όπως ερείδηται επί της ομοφωνίας πασών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Α . Ο Διάλογος μετά των Αγγλικανών .
Η Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις κρίνει ικανοποιητικόν το μέχρι σήμερον επιτελεσθέν έργον υπό της Μικτής θεολογικής Επιτροπής επί του Διαλόγου μεταξύ των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Αγγλικανικής, παρά τας υπό των Αγγλικανών εκδηλουμένας τάσεις υποβαθμίσεως του Διαλόγου. Σ υνετάχθησαν υπ' αυτής κοινά κείμενα επί θεμάτων τριαδολογικών και εκκλησιολογικών, ως και ζωής, λατρείας και παραδόσεως της Εκκλησίας. Η Διάσκεψις παρατηρεί συνάμα, ό τι η κατά το 1976 υπογραφείσα εν Μόσχα συμφωνία προς πρότασιν απαλείψεως του Filioque εκ του Συμβόλου της Πίστεως δεν έτυχεν εισέτι ευρείας ανταποκρίσεως. Ο μοίως, παρά τας εν Αθήναις (1978) και αλλαχού, γενομένας συζητήσεις και Δηλώσεις των Ορθοδόξων εναντίον της χειροτονίας των γυναικών, Ε κκλησίαι τινές της Αγγλικανικής Κοινωνίας συνέχισαν να προβαίνουν εις τοιαύτας χειροτονίας. Αι τάσεις αύται δύνανται να έχουν αρνητικάς επιπτώσεις εις την περαιτέρω πορείαν του διαλόγου.
Σοβαράν δυσχέρειαν εις την ομαλήν διεξαγωγήν του Διαλόγου τούτου αποτελούν επίσης αι ελαστικαί και ασαφείς εκκλησιολογικαί προϋποθέσεις των Αγγλικανών, αι οποίαι θα ηδύναντο να σχετικοποιήσουν και το περιεχόμενον των συνυπογραφομένων κοινών θεολογικών κειμένων. Ανάλογος είναι και η δυσκολία, η προερχομένη εκ διαφόρων ακραίων διακηρύξεων ηγετικών στελεχών των Αγγλικανών εις θέματα πίστεως.
Περί του θεματολογίου του Διαλόγου ειδικώτερον, η Διάσκεψις συνιστά, όπως τονίζηται η δυναμένη να υπάρχη συμφωνία επί δογματικών θεμάτων χωριζόντων τας δύο Εκκλησίας. Θα ηδύναντο επίσης να ενταχθούν εις το θεματολόγιον και θέματα πνευματικότητος, ποιμαντικής μερίμνης και διακονίας δια τας ανάγκας του συγχρόνου κόσμου.
Β . Ο Διάλογος μετά των Παλαιοκαθολικών
Η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις εκφράζει την ικανοποίησιν αυτής δια την μέχρι τούδε πορείαν του μεταξύ των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Παλαιοκαθολικής Θεολογικού Διαλόγου, ο οποίος βαίνει οσονούπω προς την ολοκλήρωσιν αυτού.
'Εχουν ήδη συνταχθή και γίνει από κοινού δεκτά είκοσιν εν όλω κείμενα επί ισαρίθμων θεολογικών, χριστολογικών, ε κκλησιολογικών, σωτηριολογικών, περί της Θεομήτορος και τίνων μυστηρίων θεμάτων, πρόκειται δε κατά την επομένην συνεδρίαν της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής να εξετασθούν θέματα σχετικά με την μυστηριολογίαν και εσχατολογίαν, ως και αι προϋποθέσεις και αι συνέπειαι της εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Η Διάσκεψις κρίνει, ό τι δια την πληρεστέραν αξιολόγησιν του Διαλόγου τούτου, δεν θα έδει να αγνοηθούν τα εξής : ( α ) η διατήρησις της παλαιάς πράξεως της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας περί την μυστηριακήν κοινωνίαν μετά της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ως επίσης και αι εν Γερμανία αναφανείσαι νεώτεραι τάσεις μυστηριακής κοινωνίας μετά της Ευαγγελικής Εκκλησίας, διότι αύται συρρικνώνουν την σπουδαιότητα των συνυπογραφομένων εν τω Διαλόγω κοινών εκκλησιολογικών κειμένων, και ( β ) αι δυσχέρειαι ενσωματώσεως και αναπτύξεως εις τον καθ' όλου βίον της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας της θεολογίας των συνυπογραφομένων κοινών θεολογικών κειμένων.
Τα δύο ταύτα θέματα δέον να αξιολογηθούν ως προς τας εκκλησιολογικάς και εκκλησιαστικάς συνεπείας αυτών υπό των αρμοδίων οργάνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ούτως ώστε να καθορισθούν, ως οίον τε τάχιον, αι εκκλησιαστικοί προϋποθέσεις αποκαταστάσεως της μετά των Παλαιοκαθολικών εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Η τυχόν επιτυχής περάτωσις του Θεολογικού τούτου Διαλόγου θα έχη ευεργετικά αποτελέσματα δια την πορείαν και των άλλων Διαλόγων, διότι θα ενίσχυση την αξιοπιστίαν αυτών.
Γ . Ο Διάλογος μετά των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών
Η Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις χαιρετίζει μετ' ιδιαιτέρας ικανοποιήσεως την προ τίνος έναρξιν του Διαλόγου τούτου και εξαίρει την επιλογήν της Χριστολογίας ως πρώτου προς εξέτασιν θέματος.
Αι προοπτικαί του εν λόγω Διαλόγου παρέχουν βασίμους ελπίδας ότι θα ευρεθούν από κοινού λύσεις δια τα υφιστάμενα θέματα περί τον όρον της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, εν αρρήκτω ενότητι και προς τας χριστολογικάς αποφάσεις των άλλων Οικουμενικών Συνόδων, τον τρόπον αποδοχής των Δ', Ε', Σ Τ' και Ζ' Οικουμενικών Συνόδων, την άρσιν των εκατέρωθεν επιβληθέντων αναθεμάτων, κ. λπ.
Ο Διάλογος ούτος θα ενισχύετο οπωσδήποτε δια της παραλλήλου μελέτης και αντιμετωπίσεως των υπαρχόντων κοινών ποιμαντικών προβλημάτων, καθότι αμφότεραι αι οικογένειαι Εκκλησιών αφ' ενός μεν ζουν εις κοινόν δι' αυτάς περιβάλλον, α φ' ετέρου δε έχουν κοινάς εκκλησιαστικάς προϋποθέσεις, αι οποίαι δύνανται να συμβάλουν εις την επίλυσιν τούτων.
Δ . Ο Διάλογος μετά των Ρωμαιοκαθολικών
Η Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις χαιρετίζει μεθ' ικανοποιήσεως τα γενόμενα εποικοδομητικά βήματα και διαδηλοί την θέλησιν και απόφασιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί της συνεχίσεως του σπουδαίου τούτου Διαλόγου, όστις ωδήγησεν εις την σύνταξιν κοινού κειμένου επί του θέματος « Το Μυστήριον της Ε κκλη σίας και της Θείας Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Α γίας Τριάδος» και εις την από κοινού μελέτην του θέματος « Πίστις , Μυστήρια και Ενότης της Εκκλησίας» .
Αλλ' η ημετέρα Διάσκεψις επισημαίνει εκ παραλλήλου και την ύπαρξιν ωρισμένων θεματολογικών, μεθοδολογικών και άλλων προβλημάτων, τα οποία δυσχεραίνουν την ταχείαν και αποτελεσματικήν διεξαγωγήν και προώθησιν του Διαλόγου. Προς υπερπήδησιν κατά το δυνατόν των προβλημάτων τούτων και βελτίωσιν γενικώς των συνθηκών διεξαγωγής του Διαλόγου, η Διάσκεψις επιθυμεί να προβή εις ωρισμένας εισηγήσεις. Αυτονόητον είναι, ό τι τα προτεινόμενα θα τύχουν της αποδοχής και της ετέρας πλευράς κατά την καθιερωμένην και από κοινού δεκτήν γενομένην διαδικασίαν διεξαγωγής του Διαλόγου.
Ως προς την θεματολογίαν, η Διάσκεψις εισηγείται την επιλογήν των εφεξής θεμάτων δια τον Διάλογον ουχί απλώς και μόνον εκ των "ε νούντων " τας δύο Εκκλησίας, αλλά και εκ των " χωριζόντων " αυτάς, και ιδίως εκ του χώρου της Εκκλησιολογίας.
Ως προς την μεθοδολογίαν, η Διάσκεψις εισηγείται : ( α ) την ύπαρξιν κεχωρισμένων σχεδίων κειμένων, ενός ορθοδόξου και ενός ρωμαιοκαθολικού, εις την αρχήν και την βάσιν της όλης διεργασίας της υπό των Υποεπιτροπών συντάξεως της πρώτης μορφής των κοινών κειμένων· ( β ) την διεξαγωγήν της ενδορθοδόξου κριτικής επί των υπό της Συντονιστικής Επιτροπής συντασσομένων κοινών κειμένων εντός της Διορθοδόξου Επιτροπής· ( γ ) την καθιέρωσιν δύο, και ουχί ενός, πρωτοτύπων κειμένων, ενός εις την ελληνικήν και ενός εις την γαλλικήν, και την μείζονα χρήσιν εν αυτοίς βιβλικής και πατερικής γλώσσης και ορολογίας και ( δ ) την αποδοχήν των κοινών κειμένων εν εκάστη συνελεύσει της Μικτής Επιτροπής ουχί κατ' άτομα, α λλ' υπό των δύο Επιτροπών, ως επί ίσοις όροις συμβαλλομένων εις τον Διάλογον μερών.
Ειδικώτερον, προκειμένου να προαχθή απροσκόπτως ο Διάλογος ούτος, τυγχάνει απαραίτητον να γίνη συντόμως συζήτησις επί των δυσμενών επιπτώσεων, τας οποίας έχουν εις αυτόν ωρισμένα ακανθώδη θέματα, ως είναι η Ουνία και ο Προσηλυτισμός. Η ύπαρξις και η συνέχισις τοΰ αρνητικού εν τη ζωή των Εκκλησιών ημών γεγονότος της Ουνίας, τόσον υπό τας ιστορικάς αυτής μορφάς, ό σον και υπό τας συγχρόνους αυτής ενεργείας, καθώς και ο υπό οιανδήποτε μορφήν ασκούμενος Προσηλυτισμός, είναι πραγματικότητες απαράδεκτοι δια την Ο ρθοδοξιαν και καθίστανται παράγοντες αρνητικοί, δυσχεραίνοντες την περαιτέρω πορείαν του Διαλόγου.
Εν τη προοπτική ταύτη προτείνομεν, ό πως το γεγονός τούτο της Ουνίας και ο δι' αυτής ή και άλλως διενεργούμενος Προσηλυτισμός εξετασθούν ως μία εκκλησιολογική προτεραιότης του Διαλόγου ημών κατά τινα εκ των αμέσως προσεχών φάσεων αυτού. Ωσαύτως, εν όψει των αρνητικών δια την Ορθοδοξίαν και δια τον Διάλογον αυτής μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ποιμαντικών και άλλων συνεπειών της Ουνίας και του Προσηλυτισμού, προτείνομεν, ό πως αναζητηθούν το ταχύτερον δυνατόν οι κατάλληλοι τρόποι εξευρέσεως των απαραιτήτων πρακτικών λύσεων.
Ε . Ο Διάλογος μετά των Λουθηρανών
Η Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις διαπιστοί μεθ' ικανοποιήσεως το γεγονός, ό τι ο Διάλογος ήρξατο υπό καλούς οιωνούς και ότι οι διεξάγοντες τούτον επέλεξαν ως πρώτον θέμα προς εξέτασιν την Εκκλησιολογίαν, ήτις άπτεται κατά βάσιν των σημαντικωτέρων προβλημάτων και των εκ τούτων θεολογικών διαφορών.
Η Δι άσκεψις ελπίζει, ό τι τόσον κατά τας διμερείς συζητήσεις, ό σον και κατά την επεξεργασίαν των κοινών κειμένων, θα δίδηται ίση έμφασις εις τε το ακαδημαϊκόν στοιχείον και εις το εκκλησιαστικόν τοιούτον. Αν και δυνάμεθα ήδη να προβλέψωμεν μελλοντικάς δυσχερείας εις την διεξαγωγήν του διαλόγου, εν τούτοις ελπίζομεν ότι θα καταστή συν Θεώ καρποφόρος και επωφελής.
ΣΤ . Ο Διάλογος μετά των Μετερρυθμισμένων
Η Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις εύχεται, ό πως ο υπό έναρξιν θεολογικός Διάλογος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των Μετερρυθμισμένων άρξηται επισήμως και εξελιχθή εν πνεύματι θετικώ και δημιουργικώ. Εκφράζεται ωσαύτως η ελπίς, ό τι ο Διάλογος ούτος θα επωφεληθή εκ της κτηθείσης πείρας κατά την διεξαγωγήν των άλλων θεολογικών Διαλόγων, υιοθετών τα εξ αυτών θετικά συμπεράσματα και αποφεύγων την επανάληψιν των αρνητικών τοιούτων.
Η εύλογος ανησυχία ωρισμένων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών δια την άσκησιν προσηλυτισμού υπό τίνων Λουθηρανών και Μετερρυθμισμένων εις βάρος του ορθοδόξου πληρώματος δύναται να δημιουργήση περιπλοκάς και να δυσκολεύση την περαιτέρω πορείαν των διαλόγων τούτων.
Η παρατηρούμενη άλλωστε τάσις παρά τε τοις Λουθηρανοίς και τοις Μετερρυθμισμένοις διευρύνσεως της πράξεως χειροτονίας γυναικών αξιολογείται ως αρνητική εξέλιξις, η οποία σχετικοποιεί την αξιοπιστίαν των αντιστοίχων Διαλόγων. Ειδικώτερον, η Διάσκεψις συνιστά την μελέτην του θέματος της χειροτονίας των γυναικών υπό διορθοδόξου επιτροπής, δια την προβολήν της επ' αυτού ορθοδόξου διδασκαλίας εις πάντας τους διάλογους μετά Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, αι οποίαι προβαίνουν εις την χειροτονίαν γυναικών.
( Δ ) ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ
1. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, εν τη βαθεία πεποιθήσει και εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία ότι αποτελεί τον φορέα και δίδει την μαρτυρίαν της πίστεως και της παραδόσεως της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, α κραδάντως πιστεύει ότι κατέχει κεντρικήν θέσιν εις την υπόθεσιν της προωθήσεως της ενότητος των Χριστιανών εντός του συγχρόνου κόσμου.
2. Η Ορθόδοξος Εκκλησία διαπιστοί ότι κατά τον ρουν της ιστορίας, δια ποικίλους λόγους και κατά διαφόρους τρόπους, ε σημειώθησαν πολλαί και σημαντικαί απομακρύνσεις εκ της παραδόσεως της αδιαιρέτου Εκκλησίας. Ούτως εν τω χριστιανικό κόσμω ενεφανίσθησαν αποκλίνουσαι αντιλήψεις περί της ενότητος και αυτής ταύτης της ουσίας της Εκκλησίας.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία θεμελιοί την ενότητα της Εκκλησίας επί του γεγονότος της ιδρύσεως αυτής υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και επί της κοινωνίας εν τη Αγία Τριάδι και τοις μυστηρίοις. Η ενότης αύτη εκφράζεται δια της αποστολικής διαδοχής και της πατερικής παραδόσεως, και βιούται μέχρι σήμερον εν αυτή. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει την αποστολήν και υποχρέωσιν ίνα μεταδώση πάσαν την εν τη Αγία Τριάδι και τη Ιερά Παραδόσει αλήθειαν ήτις και προσδίδει τη Εκκλησία τον καθολικόν αυτής χαρακτήρα.
Η ευθύνη της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως και η οικουμενική αυτής αποστολή δια την ενότητα της " Εκκλησίας εξεφράσθησαν υπό των Οικουμενικών Συνόδων. Αύται ιδιαιτέρως προέβαλαν τον μεταξύ της ορθής πίστεως και της μυστηριακής κοινωνίας υφιστάμενον άρρηκτον δεσμόν. Η Ορθόδοξος Εκκλησία πάντοτε επεζήτησεν όπως εφελκύση τας διαφόρους χριστιανικός Εκκλησίας και Ομολογίας προς μίαν από κοινού πορείαν αναζητήσεως της απωλεσθείσης ενότητος των Χριστιανών επί τω σκοπώ όπως άπαντες καταλήξουν εις την ενότητα της πίστεως.
3. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, αδιαλείπτως προσευχομένη "ὑ πέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως ", μετέσχε της Οικουμενικής Κινήσεως από της πρώτης εμφανίσεως αυτής και συνετέλεσεν εις την διάπλασιν και περαιτέρω εξέλιξιν αυτής. Άλλωστε η Ορθόδοξος Εκκλησία λόγω του οικουμενικού πνεύματος όπερ την διακρίνει, κατά την διάρκειαν της ιστορίας, α είποτε ηγωνίσθη προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος. Διο και η ορθόδοξος μετοχή εις την Οικουμενικήν Κίνησιν ουδόλως τυγχάνει ξένη προς την φύσιν και την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, α λλ' αποτελεί συνεπή έκφρασιν της αποστολικής πίστεως εντός νέων ιστορικών συνθηκών και προς αντιμετώπισιν νέων υπαρξιακών αιτημάτων.
4. Υ πό το ανωτέρω πνεύμα άπασαι αι κατά τόπους Αγιώταται Ορθόδοξοι Εκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ενεργώς εις διάφορα εθνικά, περιφερειακά και διεθνή όργανα της Οικουμενικής Κινήσεως, ως και εις διαφόρους διμερείς και πολυμερείς διάλογους, παρά τας κατά καιρούς παρουσιαζόμενας δυσκολίας και κρίσεις εις την ομαλήν πορείαν της κινήσεως ταύτης. Η πολυδιάστατος αύτη οικουμενική δραστηριότης πηγάζει εκ του αισθήματος υπευθυνότητος και εκ της πεποιθήσεως ότι η συνύπαρξις, η αμοιβαία κατανόησις, η συνεργασία και αι κοιναί προσπάθειαι προς μίαν χριστιανικήν ενότητα τυγχάνουν ουσιώδεις : "ἵνα μή ἐγ κοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ " ( Α' Κορ. 9,12).
5. Εν εκ των κυρίων οργάνων της συγχρόνου Οικουμενικής Κινήσεως είναι και το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών ( Π.Σ. Ε.)· Παρά το γεγονός ό τι δεν συμπεριλαμβάνει τούτο εις τους κόλπους αυτού απάσας τας Χριστιανικάς Εκκλησίας και Ομολογίας και ότι και άλλοι οικουμενικοί οργανισμοί πληρούν μίαν σημαντικήν άποστολήν εν τη προωθήσει της Οικουμενικής Κινήσεως ευρύτερον, το Π.Σ. Ε. αντιπροσωπεύει σήμερον ένα συγκεκροτημένον οικουμενικόν σώμα. Ορισμέναι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι υπήρξαν ιδρυτικά μέλη αυτού και εν συνεχεία άπασαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι απέβησαν μέλη αυτού. Ω ς έχει ήδη δηλωθή πανορθοδόξως ( Δ' Πανορθόδοξος Διάσκεψις, 1968) η Ορθόδοξος Εκκλησία αποτελεί πλήρες και ισότιμον μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και δι' όλων των εις την διάθεσιν αυτής μέσων, συμβάλλει εις την προαγωγήν και ευόδωσιν του όλου έργου του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.
6. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, παρά ταύτα, πιστή εις την εκκλησιολογίαν αυτής, εις την ταυτότητα της εσωτερικής αυτής δομής, και εις την διδασκαλίαν της αδιαιρέτου Εκκλησίας, συμμετέχουσα εν τω οργανισμώ του Π.Σ. Ε., ουδόλως παραδέχεται την ιδέαν της "ι σότητος των Ομολογιών " και ουδόλως δύναται να δεχθή την ενότητα της Εκκλησίας ω ς τίνα διομολογιακήν προσαρμογήν. Εν τω πνεύματι τούτω, η ενότης η οποία αναζητείται εν τω Π.Σ. Ε. δεν δύναται να είναι προϊόν μόνον θεολογικών συμφωνιών. Ο Θεός καλεί πάντα χριστιανόν εις την εν τω μυστηρίω και τη παραδόσει βιουμένην εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ενότητα της πίστεως.
7. Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι - μέλη του Π.Σ. Ε. αποδέχονται το άρθρον βάσις του Καταστατικού και τους σκοπούς και τας επιδιώξεις αυτού. Έ χουν δε αύται την βαθείαν πεποίθησιν ότι αι εκκλησιολογικαί προϋποθέσεις της Δηλώσεως του Toronto (1950), τιτλοφορουμένης " Η Εκκλησία , αι Εκκλησίαι και το Παγκόσμιον Σνμβούλιον Εκκλησιών ", είναι κεφαλαιώδους σημασίας δια την Ορθόδοξον συμμετοχήν εις το Συμβούλιον. Ό θεν, αυτονόητον, ό τι το Π.Σ. Ε. δεν είναι και εν ουδεμία περιπτώσει επιτρέπεται να καταστή υπέρ - Εκκλησία. "Σ κοπός του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών δεν είναι να διαπραγματεύεται ενώσεις μεταξύ των Ε κκλησιών, ό περ δύναται να γίνη μόνον υ πό των Εκκλησιών , ε νεργουσών εξ ιδίας πρωτοβουλίας , αλλά να φέρη τας Εκκλησίας εις ζώσαν επαφήν προς α λλήλας και να προαγάγη την μελέτην και συζήτησιν των ζητημάτων της χριστιανικής ενότητος ", ( Δήλ ωσις του Toronto, § 2).
8. Θεολογικάί μελέται και άλλαι δραστηριότητες προγραμμάτων του Π.Σ. Ε. αποτελούν μέσα προσεγγίσεως των Εκκλησιών. Ιδιαιτέρως πρέπει να μνημονευθώ η το έργον της «Παγκοσμίου Κινήσεως περί Πίστεως και Τάξεως» συνεχίζουσα Επιτροπή «Πίστις και Τάξις». Επισημαίνεται ότι το κείμενον «Βάπτισμα, Ευχαριστία, Λειτούργημα», καταρτισθέν υπό της Επιτροπής ταύτης τη συμμετοχή και ορθοδόξων θεολόγων, δεν εκφράζει την πίστιν της Ορθοδόξου " Εκκλησίας εις πλείστα σημεία κεφαλαιώδους σημασίας. Εν τούτοις, αποτελεί σημαντικόν βήμα εν τη ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως.
9. Το Π.Σ. Ε. ό μως, ως όργανον των Εκκλησιών- μελών αυτού, δεν ασχολείται μόνον μετά τρϋ εν τω πλαισίω της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις» διεξαγόμενου πολυμερούς διαλόγου. Αι πολύπλευροι δραστηριότητες αυτού εις τους χώρους του Ευαγγελισμού, της Διακονίας, της Υγείας, της Θεολογικής Εκπαιδεύσεως, του Διαθρησκειακού Διαλόγου, της καταπολεμήσεως του Φυλετισμού, της προωθήσεως των ιδεωδών της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, καλύπτουν ειδικάς ανάγκας των Εκκλησιών και του κόσμου σήμερον και παρέχουν ευκαιρίαν κοινής μαρτυρίας και δράσεως. Η Ορθόδοξος Εκκλησία εκτιμά την πολυδιάστατον ταύτην δραστηριότητα του Π.Σ. Ε. και εν τω πλαισίω των δυνατοτήτων αυτής συνεργάζεται πλήρως εις τους προμνημονευθέντας τομείς.
10. Μετά την ΣΤ΄ Γενικήν Συνέλευσιν εν Vancouver δημιουργούνται νέαι προϋποθέσεις δια μίαν περισσότερον σημαίνουσαν ορθόδοξον συμμετοχήν εν τω Συμβουλίω. Η εξισορρόπησις του θεολογικού και κοινωνικού έργου του Συμβουλίου, ήτις επεχειρήθη εν Vancouver, διανοίγει νέας προοπτικάς προς διείσδυσιν της ορθοδόξου θεολογικής σκέψεως εις την ζωήν και τας δραστηριότητας του Π. Σ. Ε.
11. Αποτελεί όμως γεγονός, ό τι μία ουσιαστική Ορθόδοξος μαρτυρία και η ιδιαιτέρα αυτής θεολογική συμβολή θα αποδυναμωθούν, εάν δεν ανευρεθούν εντός του Π.Σ. Ε. αι αναγκαίαι εκείναι προϋποθέσεις, αι οποίαι θα παράσχουν εις τας Ορθοδόξους Εκκλησίας την δυνατότητα να ενεργήσουν ισοτίμως προς τα λοιπά μέλη του Π.Σ. Ε., ε πί τη βάσει της ιδίας αυτών εκκλησιολογικής ταυτότητος, τουθόπερ δεν συμβαίνει πάντοτε, λόγω της τε δομής και των την λειτουργίαν του Π.Σ. Ε. διεπουσών διαδικασιακών άρχων.
Ταύτα ισχύουν και ως προς την συμμετοχήν και συνεργασίαν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών μεθ' ετέρων διαχριστιανικών οργανισμών ως η Διάσκεψις Ευρωπαϊκών Εκκλησιών ( Κ. Ε. Κ.) και ει τι άλλο τοπικόν η περιφερειακόν Συμβούλιον εν οις η Ορθόδοξος Εκκλησία καλείται ωσαύτως όπως συνεργασθή και παράσχη την μαρτυρίαν αυτής·
Αναφορικώς προς τα ως άνω λεχθέντα εκφράζεται ανησυχία ως προς την συνεχιζομένην διόγκωσιν του Π.Σ. Ε. δια της εισδοχής διαφόρων χριστιανικών κοινοτήτων ως νέων μελών αυτού, τουθόπερ θα μείωση μακροπροθέσμως την εις τα διάφορα διοικητικά και συμβουλευτικά σώματα του Π.Σ. Ε. ορθόδοξον παρουσίαν και θα αποβή εις βάρος ενός υγιούς οικουμενικού διαλόγου εντός του Συμβουλίου. Διο και πρέπει να γίνουν νέαι αναγκαίαι ρυθμίσεις, ε πί τω σκοπώ όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία δυνηθή να δώση εντός του Συμβουλίου την μαρτυρίαν και θεολογικήν αυτής συνεισφοράν, την οποίαν αναμένει εξ αυτής το Π.Σ. Ε., κατά τα ήδη μεταξύ αυτού και των ορθοδόξων - μελών αυτού συμπεφωνημένα ( Desiderata Σόφιας ).
12. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει συνείδησιν του γεγονότος, ότι η Οικουμενική Κίνησις λαμβάνει νέας μορφάς, προκειμένου ίνα ανταποκριθή εις τας νέας συνθήκας και αντιμετώπιση τας νέας προκλήσεις του συγχρόνου κόσμου. Εις την πορείαν ταύτην είναι απαραίτητος η δημιουργική συμβολή και μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί τη βάσει της αποστολικής παραδόσεως και πίστεως της.
Δεόμεθα όπως άπασαι αι Χριστιανικαί Εκκλησίαι εργασθώσιν από κοινού όπως αποβή εγγύς η ημέρα, καθ' ην ο Κύριος θα εκπλήρωση την ελπίδα των Εκκλησιών, ό πως γένηται " μία ποίμνη , εἷς ποιμήν " ( Ίω. 10,16).
Σημεία χρήζοντα αμέσου προωθήσεως :
1. Η ανάγκη όπως ανευρεθούν εντός του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, της Διασκέψεως των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών και των λοιπών διαχριστιανικών Οργανισμών, αι αναγκαίαι προϋποθέσεις, αίτινες θα παράσχουν εις τας Ορθοδόξους Εκκλησίας την δυνατότητα να ενεργούν ισοτίμως, προς τα λοιπά μέλη των ως άνω Οργανισμών επί τη βάσει της ιδίας αυτών εκκλησιολογικής ταυτότητος, τουθόπερ συχνάκις δεν συμβαίνει λόγω της δομής και των την λειτουργίαν των ως άνω διεκκλησιαστικών Οργανισμών διεπουσών διαδικασιακών αρχών.
Προς τούτο είναι αναγκαίον όπως, τόσον εν τω Π.Σ. Ε. ό σον και εν τοις λοιποίς οργανισμοίς, γίνουν νέαι αναγκαίαι ρυθμίσεις, ε πί τω σκοπώ όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία δυνηθή ίνα δώση την μαρτυρίαν και την θεολογικήν αυτής προσφοράν ην αναμένουν εξ αυτής οι εν τη Οικουμενική Κινήσει εταίροι αυτής.
Ιδιαιτέρως ως προς τας σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του Π.Σ. Ε. δέον όπως εφαρμοσθούν και τα λοιπά σημεία εκ των desiderata της Σόφιας επί των οποίων δεν ελήφθη ακόμη μέριμνα.
2. Η Ορθόδοξος Εκκλησία συμμετέχουσα εις τον εν τω πλαισίω της Επιτροπής " Πίστις και Τάξις " διεξαγόμενον πολυμερή θεολογικόν διάλογον, δέον όπως εξεύρη τρόπους συντονισμού των προσπαθειών αυτής ιδίως όσον αφορά εις τα έκκλησιολογικά κριτήρια της συμμετοχής αυτής εν τω πολυμερεί τούτω διαλόγω.
(Ε) Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΙΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΙΝ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ, ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΝ ΛΑΩΝ, ΚΑΙ ΑΡΣΙΝ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, έχουσα συνείδησιν των φλεγόντων προβλημάτων, τα οποία απασχολούν σήμερον ολόκληρον την ανθρωπότητα ανέγραψεν αρχήθεν εις την Ημερησίαν Διάταξιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου το θέμα: "Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών, και άρσιν των φυλετικών διακρίσεων". Είναι, βεβαίως, αυτονόητον ότι ο προβληματισμός αυτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έχει άποκλειστικόν χαρακτήρα: απασχολεί όλους τους χριστιανούς, όλας τας θρησκείας και, υπό διαφόρους μορφάς και αποχρώσεις, εναρμονίζεται προς τον προβληματισμόν ολοκλήρου της ανθρωπότητος.
Ποία όμως θα είναι η κοινή βάσις, επί της οποίας οι Ορθόδοξοι, ζώντες υπό διαφόρους συνθήκας, θα πραγματοποιήσουν τα χριστιανικά ιδεώδη της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών; Ποία είναι, ειδικώτερον, η θέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί των ιδεωδών αυτών και ποίας προτάσεις δύναται αυτή να κάμη, εις ποίας συγκεκριμένας ενεργείας να προβή, δια να συμβάλη το κατ' αυτήν εις την πραγματοποίησιν των ιδεωδών τούτων; Επί του σημείου τούτου η Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις κατόπιν επισταμένης κατά στάδια μελέτης του θέματος, εκφράζουσα την ικανοποίησιν αυτής δια τα επιτελεσθέντα και εν πλήρει συνειδήσει των κατά το ανθρώπινον παραλείψεων, αι οποίαι εσημειώθησαν ή σημειούνται εις τον χώρον αυτόν, υποβάλλει εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον τα κάτωθι:
Α. Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου, θεμέλιον δια την ειρήνην
1. Έχει ιδιαιτέραν σημασίαν να τονισθή, εν πρώτοις, ότι η βιβλική έννοια της ειρήνης δεν συμπίπτει προς μίαν ουδετέραν, αρνητικήν αντίληψιν, η οποία θα την εταύτιζεν απλώς προς απουσίαν πολέμου. Η έννοια της ειρήνης ταυτίζεται προς την αποκατάστασιν των πραγμάτων εις την αρχικήν, προπτωτικήν των ακεραιότητα, όταν ο άνθρωπος έζη και ανέπνεεν υπό την ζωογόνον πνοήν της κατ'εικόνα και ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του, δηλαδή την αποκατάστασιν των σχέσεων και την ειρήνην μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
2. Πράγματι δε, καθ' όλην την περίοδον του ιστορικού βίου της η Ορθοδοξία υπηρέτησε με συνέπειαν, συνέχειαν και ζήλον το μεγαλείον αυτό του ανθρωπίνου προσώπου με όλην την απολυτότητα και καθολικότητα με τας οποίας συνεδέθη τούτο εις τα πλαίσια της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος, ως κορύφωσις και συγκεφαλαίωσις της θείας δημιουργίας και ως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν πλασθείς του Δημιουργού του, υπήρξε δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν το καθ' όλου περιεχόμενον της αποστολής της εις τον κόσμον και την ιστορίαν της σωτηρίας. Η αποκατάστασις του ανθρώπου εις το αρχέγονον μεγαλείον και κάλλος του «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» εταυτίσθη απολύτως με την αποστολήν της. Και αύται ακόμη αι καθαρώς θεολογικαί έριδες, αι καταλήξασαι εις την δογματικήν διατύπωσιν της Τριαδολογικής, της Χριστολογικής και της Εκκλησιολογικής διδασκαλίας του Χριστιανισμού, απεσκόπουν, εν τελευταία αναλύσει, εις την διαφύλαξιν της αυθεντικότητος και της πληρότητος της χριστιανικής διδασκαλίας δια τον άνθρωπον και την σωτηρίαν του.
3. Η ιερότης και θειότης του ανθρωπίνου προσώπου υπήρξεν η πηγή εμπνεύσεως δι' όσους Πατέρας της Εκκλησίας ενεβάθυναν εις το μυστήριον της θείας οικονομίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τονίζει, χαρακτηριστικής δια τον άνθρωπον, ό τι ο δημιουργός « οἷόν τινα κόσμον ἕτερον , ἐ ν μικρῷ μέγαν , ἐ πί τῆς γῆς ἵ στησιν , ἄ γγελον ἄλλον , προσκυνητῶν μικτόν , ἐ πόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως , μύστην τῆς νοούμενης , βασιλέα τῶν ἐ πί γῆς ... ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον , καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον , καί πέρας τοῦ μυστηρίου , τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον » ( Ομ. 45,7. Ρ G 36,632). Ο λόγος της δημιουργίας συνεκεφαλαιώθη με την ενανθρώπησιν του Λόγου του Θεού και την θέωσιν του ανθρώπου.»Ὁ Χριστός , νέον τόν παλαιόν ἄνθρωπον ἀποτελῶν " ( Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων, 10,34. Ρ G 16,3454), «σ υναπεθέου γέ τόν ἄνθρωπον , ἀ παρχήν τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» ( Ευσεβίου, Ευαγγελική Απόδειξις, 4,14. Ρ G 22,289). Τούτο διότι, ό πως εις τον παλαιόν Αδάμ ενυπήρχεν ήδη ολόκληρον το ανθρώπινον γένος, ούτω και εις τον νέον Αδάμ συνεκεφαλαιώθη ολόκληρον επίσης το ανθρώπινον γένος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ετόνιζε χαρακτηριστικώς, ό τι " παρ' ἡμῖν ἀνθρωπότης μία , τό γένος ἅπαν " ( Ομ. 31,15. Ρ G 36,149). Η διδασκαλία αυτή του Χριστιανισμού δια την ιερότητα του ανθρωπίνου γένους είναι ανεξάντλητος πηγή κάθε χριστιανικής προσπάθειας δια την περιφρούρησιν της αξίας και του μεγαλείου του ανθρωπίνου προσώπου.
4. Επ' αυτής της βάσεως είναι απαραίτητον να αναπτυχθή προς όλας τας κατευθύνσεις η διαχριστιανική συνεργασία δια την προστασίαν της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου, αυτονοήτως δε και του αγαθού της ειρήνης, ούτως ώστε αι ειρηνευτικοί προσπάθειαι όλων ανεξαιρέτως των Χριστιανών να αποκτούν μεγαλύτερον βάρος και δύναμιν.
5. Ως προϋπόθεσις μιας ευρυτέρας εν προκειμένω συνεργασίας δύναται να χρησιμεύση η κοινή αποδοχή της υψίστης αξίας του ανθρωπίνου προσώπου. Εν προκειμένω, δύναται να αξιοποιηθή και η κτηθείσα πείρα των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Πάντα ταύτα αποτελούν κλήσιν παντός ανθρώπου προς ειρηνικήν και δημιουργικήν εργασίαν. Αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Ε κκλησίαι εν στενή συνεργασία μεθ' όλων των αγαπώντων την είρήνην οπαδών των λοιπών εν τω κόσμω θρησκειών θεωρούν χρέος των να εργάζωνται δια την ειρήνην επί της γης και την επικράτησιν αδελφικών σχέσεων μεταξύ των λαών. Αι Ορθόδοξοι Ε κκλησίαι καλούνται να συμβάλουν εις την διαθρησκειακήν συνεννόησιν και συνεργασίαν, δι' αυτής δε εις την απάλειψιν του φανατισμού από πάσης πλευράς και τοιουτοτρόπως εις την συμφιλίωσιν των λαών και επικράτησιν των αγαθών της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον προς εξυπηρέτησιν του συγχρόνου ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Εννοείται ότι η συνεργασία αύτη αποκλείει τόσον τον συγκρητισμόν, ό σον και την επιδίωξιν επιβολής οποιασδήποτε θρησκείας επί των άλλων.
6. Έχομεν την πεποίθησιν ότι, ως συνεργοί Θεού, δυνάμεθα να προχωρήσωμεν εις την διακονίαν ταύτην από κοινού μεθ' όλων των ανθρώπων καλής θελήσεως, των αγαπώντων την αληθή ειρήνην, ε π' αγαθώ της ανθρώπινης κοινωνίας επί τοπικού, εθνικού και διεθνούς επιπέδου. Η διακονία αυτή είναι εντολή Θεού ( Ματθ. 5,9).
Β . Η αξία της ανθρωπίνης ελευθερίας
1. Επιστέγασμα του ανθρωπίνου προσώπου, τόσον ως μεμονωμένου φορέως της εικόνος του προσωπικού Θεού, ό σον και ως κοινωνίας προσώπων αντανακλώντων δια της ενότητος του ανθρωπίνου γένους την εν τη Αγία Τριάδι ζωήν και κοινωνίαν των θείων προσώπων, αποτελεί το θείον δώρον της ελευθερίας, δια του οποίου ο άνθρωπος, αποκτών συνείδησιν του εαυτού του, αποκτά συγχρόνως την δυνατότητα να εκλέγη μεταξύ του καλού και του κακού ( Γεν. 2,16-17). Η ελευθερία, επομένως, α ποτελεί δια τον άνθρωπον θείον δώρον, τ ο οποίον τον καθιστά μεν ικανόν να προοδεύη συνεχώς κατά ανοδικήν πορείαν προς την πνευματικήν τελειότητα, αλλά το οποίον, συγχρόνως, εμπερικλείει τον κίνδυνον της παρακοής, της έναντι του Θεού αυτονομήσεως και, ο δι' αυτής της πτώσεως. Εξ ου και ο τρομακτικός ρόλος, τον οποίον διαδραματίζει εις τα θέματα ειρήνης και ελευθερίας το εν τω ανθρώπω και εν τω κόσμω κακόν. Σ υνέπεια του κακού τούτου είναι αι επικρατούσαι σήμερον εν τη ζωή ατέλειαι και ελλείψεις : η εκκοσμίκευσις, η βία, η έκλυσις των ηθών, τα παρατηρούμενα αρνητικά φαινόμενα εις μερίδα της συγχρόνου νεότητος, ο φυλετισμός, οι εξοπλισμοί, οι πόλεμοι και τα τούτων απότοκα κοινωνικά κακά, η κατάθλιψις των μαζών, η κοινωνική ανισότης, ο περιορισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εις τον χώρον της ελευθερίας των συνειδήσεων και της θρησκευτικής ειδικώτερον ελευθερίας, ήτις εις τινας γνωστάς περιπτώσεις, καταπιέζεται μέχρι του σημείου παντελούς αφανισμού πάσης θρησκευτικής εκδηλώσεως, η οικονομική αθλιότης, η άνισος κατανομή ή και η παντελής στέρησις των καταναλωτικών αγαθών, ο φυσικός μαρασμός, η πείνα των υποσιτιζομένων εκατομμυρίων ανθρώπων, αι βίαιαι μετακινήσεις, το προσφυγικών χάος και αι μεταναστεύσεις πληθυσμών, η καταστροφή του περιβάλλοντος, τα προβλήματα των εν εξελίξει κοινωνιών εν μέσω μιας ανίσως εκβιομηχανοποιημένης και τεχνοκρατουμένης ανθρωπότητος, αι προσδοκίαι της μελλοντολογίας - πάντα ταύτα υφαίνουν το απέραντον άγχος της αγωνιώδους συγχρόνου ανθρωπότητος. Μιας ανθρωπότητος όμως, η οποία, ακριβώς εν τω μέσω των διαιρέσεων της, α ποκτά εντονώτερον την συνείδησιν, ό τι περικλείει τα σπέρματα της οντολογικής ενότητος του ανθρωπίνου γένους, το οποίον, όπως δια του πρώτου Αδάμ συνάπτεται προς τον Δημιουργόν, ούτω και δια του δευτέρου Αδάμ, τηρείται εν ενότητι μετά του Θεού και Πατρός.
2. Έ ναντι της καταστάσεως αυτής, η οποία ωδήγησεν εις την αποδυνάμωσιν της θεωρήσεως του ανθρωπίνου προσώπου, καθήκον της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι όπως, α ποφεύγουσα τους προβληματισμούς του ορθολογισμού, προβάλη σήμερον, μέσα από το κήρυγμα, την θεολογίαν, την λατρείαν και το ποιμαντικόν έργον της, το πρόσωπον του χριστιανού ανθρώπου ως προσώπου υποκειμένου. Εις το καθήκον τούτο η Ορθόδοξος Εκκλησία καλείται να ανταποκριθή επιτυχώς, διότι ο πυρήν της ανθρωπολογίας της ευρίσκεται εις την ελευθερίαν του ανθρώπου με την οποίαν τον επροίκισεν ο Δημιουργός του και η οποία διασώζεται κατά το μέτρον, κατά το οποίον εκλέγει ούτος να είναι ελεύθερος όχι ανεξαρτήτως του Δημιουργού του αλλ' ελευθέρως υποτασσόμενος εις Αυτόν και εις το σχέδιον το οποίον Ούτος συνέλαβε δι' αυτόν.
Γ . Αποστολή της Ορθοδοξίας εις τον σύγχρονον κόσμον
1. Η Ορθοδοξία δύναται και οφείλει να συμβάλη θετικώς εις την αποκατάστασιν της οργανικής σχέσεως του συγχρόνου διεθνούς διαλόγου προς τα κατ' εξοχήν χριστιανικά ιδεώδη της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης, της αγάπης και της κοινωνικής δικαιοσύνης μεταξύ των λαών, διακηρύττουσα την περί ανθρώπου και κόσμου χριστιανικήν πίστιν, ως έπραξε τούτο εις την καθ' όλου ιστορικήν πορείαν αυτής, δια να επιτύχη την αναμόρφωσιν της πνευματικής και πολιτιστικής ταυτότητος του κόσμου. Η περί θείας προελεύσεως και ενότητος του ανθρωπίνου γένους και του κόσμου χριστιανική πίστις, εν αρρήκτω πάντοτε σχέσει προς την ιερότητα, την αυτοτέλειαν και την υψίστην αξίαν του ανθρωπίνου προσώπου, ευρίσκεται υπολανθανόντως εις την βάσιν του συγχρόνου διεθνούς διαλόγου δια την ειρήνην, την κοινωνικήν δικαιοσύνην και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ιδέα της καθολικότητος των ιδεωδών τούτων, ήτις αποτελεί την βάσιν του συγχρόνου διαλόγου, θα ήτο σχεδόν αδιανόητος άνευ της χριστιανικής διδασκαλίας δια την οντολογικήν ενότητα του ανθρωπίνου γένους.
2. Η αναγωγή της ενότητος του ανθρωπίνου γένους εις το αρχέτυπον ζεύγος της θείας δημιουργίας καθίσταται η συγκεκριμένη πηγή των αγαθών της ελευθερίας, της ισότητος, της αδελφοσύνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η χριστιανική διδασκαλία δια την εν Χριστώ "ανακεφαλαίωσιν" των πάντων (Εφ, 1,10) αποκατέστησε την ιερότητα και το υπέροχον μεγαλείον του ανθρωπίνου προσώπου και κατήργησε τον κόσμον της διασπάσεως, της αλλοτριώσεως, των φυλετικών διακρίσεων και του μίσους. Η εν Χριστώ πρόσληψις ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους και του κόσμου ανασυνέθεσε την οργανικήν ενότητα αυτών εις εν σώμα, διο και διεκηρύχθη ότι "οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔ νι ἄρσεν καί θήλυ· πάντες γάρ εἷς ἐστέ ἐ ν Χριστῷ Ἰησοῦ" (Γαλ. 3,28). Συγχρόνως πιστεύομεν ότι η ενότης αύτη δεν είναι κάτι στατικόν και μονολιθικόν. Έχει απέραντον δυναμισμόν και ποικιλίαν, διότι εκπηγάζει εκ της εν κοινωνία προσώπων επιχυγχανομένης ενότητος, κατά το πρότυπον της ενότητος των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Δ. Περί ειρήνης και δικαιοσύνης
1. Η ανθρωπότης καταβάλλει προσπάθειας, όπως η έχθρα και η δυσπιστία, αι δηλητηριάζουσαι την διεθνή ατμόσφαιραν, παραχωρήσωσι την θέσιν εις την φιλίαν και την αλληλοκατανόησιν, όπως η άμιλλα εις τον εξοπλισμόν αντικατασταθή υπό ολοκληρωτικού και πλήρους αφοπλισμού, όπως ο πόλεμος, ως μέσον επιλύσεως των διεθνών προβλημάτων, αποβληθή δια παντός από την ζωήν της κοινωνίας.
2. Κατά τα ανωτέρω η Ορθόδοξος Εκκλησία αγωνίζεται πάντοτε δια την επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητος, της αδελφοσύνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αγάπης μεταξύ λαών. Αυτή αύτη η εν Χριστώ Αποκάλυψις χαρακτηρίζεται « εὐαγγέλιον τῆς εἰρήνης » (Εφ. 6,15), διότι ο Χριστός, « εἰρηνοποιήσας διά τοῦ αἵματος τοῦ Σταυροῦ» τα πάντα (Κολ. 1,20), « εὐηγγελίσατο εἰρήνην τοῖς μακράν καί τοῖς ἐ γγύς» (Ε φ. 2,17) και κατέσχη "ἡ εἰρήνη ἡ μῶν " ( Εφ. 2,14). Η ειρήνη αύτη, η «πάντα νοῦν ὑπερέχουσα» (Φιλ. 4,7), ως είπεν ο ίδιος ο Κύριος εις τους μαθητάς Του κατά την εσπέραν του Μυστικού Δείπνου, είναι ευρυτέρα και ουσιαστικωτέρα από την ειρήνην, την οποίαν επαγγέλλεται ο κόσμος: "Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθώς ὁ κό σμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν" (Ιω. 14,27). Και τούτο διότι η ειρήνη του Χριστού είναι ο ώριμος καρπός της εν αυτώ ανακεφαλαιώσεως των πάντων της αναδείξεως της ιερότητος και του μεγαλείου του ανθρωπίνου προσώπου ως εικόνος Θεού· της προβολής της οργανικής ενότητος· εν αυτώ του ανθρωπίνου γένους και του κόσμου· της εν τω σώματι του Χριστού καθολικότητος των ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητος και της κοινωνικής δικαιοσύνης και, τέλος, της καρποφορίας της χριστιανικής αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών του κόσμου. Η πραγματική ειρήνη είναι ο καρπός της επικρατήσεως επί της γης όλων αυτών των χριστιανικών ιδεωδών. Είναι η άνωθεν ειρήνη περί της οποίας πάντοτε εύχεται η Ορθόδοξος Εκκλησία εις τας καθημερινάς της δεήσεις, εξαιτουμένη ταύτην παρά του Θεού, του τα πάντα δυναμένου και εισακούοντος τας προσευχάς των μετά πίστεως Αυτώ προσερχόμενων.
3. Εκ των ανωτέρω καθίσταται δήλον διατί η Εκκλησία, ως "Σῶμα Χριστοῦ" (Α'. Κορ. 12, 27), προεβλήθη ως "ἡ ὅρασις τῆς εἰρήνης" του κόσμου (Ωριγένους, Εις Ιερ. 9,2, PG 13,349), ήτοι της πραγματικής και καθολικής ειρήνης, οίαν ευηγγελίσατο ο Χριστός. "Ἡμεῖς", λέγει Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, είμεθα "τό εἰρηνικό γένος" (Παιδαγ. 2,2. Ρ G 8,428), είμεθα οι "εἰρηνικοί στρατιῶται" του Χριστού (Προτρεπτ. 11. Ρ G 8,236). Η ειρήνη, λέγει αλλαχού ο ίδιος, είναι συνώνυμον της δικαιοσύνης (Στρωμ. 4,25. Ρ G 8,1369-72). Ο δε άγιος Βασίλειος πρρσθέτει: «οὐ δύναμαι πεῖσαι ἐμαυτόν, ὅτι ἄνευ τῆς εἰς ἀλλήλους ἀγάπης καί ἄνευ τοῦ, τό εἰς ἐμέ ἦκον, εἰρηνεύειν πρός πάντας δύναμαι ἄξιος κληθῆναι δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ " (Επιστ. 203,2. PG 32,737). Τούτο είναι τόσον αυτονόητον δια τον Χριστιανόν, ώ στε " οὐδέν οὕτως ἵδιό ν ἐ στι Χριστιανοῦ ὡς τό εἰρηνοποιεῖν " (Επιστ. 114. Ρ G 32, 528). Η ειρήνη του Χριστού είναι η μυστική δύναμις, η οποία πηγάζει από την καταλλαγήν του ανθρώπου προς τον ουράνιον Πατέρα του : " κατά πρόνοιαν Ἰησοῦ τοῦ τά πάντα ἐ ν πᾶσιν ἐνεργοῦντος , καί ποιοῦντος εἰρήνην ἄρρητον καί ἐξ αἰῶνος προωρισμένην καί ἀποκαταλλάσσοντος ἡμᾶς ἑαυτῷ καί ἐν ἑαυτῷ τῷ Πατρί " ( Διονυσίου Αρεοπαγίτου, περί θ. ο νομ. 11,2,4. Ρ G 3,953).
4. O φείλομεν συγχρόνως να υπογραμμίσωμεν ότι το πνευματικόν δώρον της ειρήνης εξαρτάται και από την άνθρωπίνην συνεργίαν. Το Άγιον Πνεύμα χορηγεί πνευματικά δώρα όταν υπάρχη ανάβασις της ανθρωπίνης καρδίας προς τον Θεόν, όταν εν μετάνοια επιζητή κανείς την δικαιοσύνην του Θεού. Το θείον δώρον της ειρήνης εμφανίζεται εκεί ένθα οι Χριστιανοί καταβάλλουν προσπαθείας εις το έργον της πίστεως, της αγάπης και της ελπίδος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών ( Α' Θεσ. 1,3).
5. Ο μιλούντες περί της ειρήνης του Χριστού, ως της αληθούς ειρήνης ε ννοούμεν την εν τη Εκκλησία επιτυγχανομένην ειρήνην. Η αμαρτία είναι πνευματική ασθένεια, της οποίας τα εξωτερικά συμπτώματα είναι αι ταραχαί, αι έριδες, οι πόλεμοι με τας τραγικάς των συνεπείας. Η Εκκλησία επιδιώκει να εξάλειψη ό χι μόνον τα εξωτερικά συμπτώματα αυτής της ασθενείας, αλλά και την αιτίαν αυτών, την αμαρτίαν.
6. Ευγχρόνως η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί καθήκον αυτής να επικροτή παν ό, τι εξυπηρετεί πράγματι την ειρήνην ( Ρωμ. 14,19) και ανοίγει την οδόν προς την δικαιοσύνην, την αδελφοσύνην, την αληθή ελευθερίαν και την αμοιβαίαν αγάπην μεταξύ όλων των τέκνων του ενός ουρανίου Πατρός ως και μεταξύ όλων των λαών, των αποτελούντων την ενιαίαν ανθρωπίνην οικογένειαν. Ευμπάσχει δε μεθ' όλων των Χριστιανών, οι οποίοι, εις διάφορα μέρη του κόσμου, στερούνται του αγαθού της ειρήνης και υφίστανται διωγμούς, λόγω της χριστιανικής των πίστεως.
Ε . Η ειρήνη ως αποτροπή του πολέμου .
1. Η Ορθοδοξία καταδικάζει γενικώς τον πόλεμον, τον οποίον θεωρεί ως απόρροιαν του εν τω κόσμω κακού και της αμαρτίας, ε πιτρέψασα κατά συγκατάβασιν πολέμους προς αποκατάστασιν της καταπατηθείσης δικαιοσύνης και ελευθερίας.
2. Δεν έχει δια τούτο κανένα δισταγμόν να διακήρυξη ότι είναι εναντίον πάσης μορφής εξοπλισμών, συμβατικών, πυρηνικών και διαστημικών, ο θενδήποτε προερχομένων, διότι ο πυρηνικός ιδία πόλεμος έχει ως επακόλουθον την καταστροφήν της δημιουργίας, την εξαφάνισιν της ζωής από προσώπου της γης· Αυτό δε οφείλει να το πράξη πολύ περισσότερον σήμερον, ότε γνωρίζομεν καλλίτερον την καταστρεπτικήν δύναμιν των πυρηνικών δπλων. Αι συνέπειαι ενδεχομένου πυρηνικού πολέμου θα είναι τρομακτικαί, ό χι μόνον διότι θα επέλθη ο θάνατος εις απρόβλεπτον αριθμόν ανθρώπων, αλλά και διότι δι' όσους θα επιζήσουν ο βίος θα καταστή αβίωτος. Θα εμφανισθούν ανίατοι ασθένειαι και θα προκληθούν γενετικαί αλλαγαί, αι οποίαι θα επηρεάζουν καταστρεπτικώς και τας επομένας γενεάς, ε άν βεβαίως εναπομείνη κάτι έπί της γης. Σ υμφώνως προς γνώμας ειδικών επιστημόνων άλλη φοβερά συνέπεια ενός πυρηνικού πολέμου θα είναι ο ονομαζόμενος " πυρηνικός χειμών ". Θα προκληθή αλλαγή του κλίματος εις τον πλανήτην μας και θα εκλείψη η ζωή. Εξ αυτών συνάγεται ότι ο πυρηνικός πόλεμος είναι ανεπίτρεπτος από πάσης επόψεως, φυσικής και ηθικής. Είναι έγκλημα κατά της άνθρωπότητος και θανάσιμον αμάρτημα έναντι του Θεού, το έργον του οποίου καταστρέφει. Καθήκον λοιπόν των Ορθοδόξων Εκκλησιών, των άλλων Χριστιανών και όλης της ανθρωπότητος είναι να προλάβουν αυτόν τον κίνδυνον. Εκ π αραλλήλου είμεθα βέβαιοι ότι η έρευνα και η εκμετάλλευσις του κοσμικού χώρου δια ειρηνικούς και εποικοδομητικούς σκοπούς δεν έρχονται εις αντίθεσιν προς την θέλησιν του Θεού.
3. Παρατηρούμεν ότι ο αναφυόμενος εις τας ημέρας μας κίνδυνος της πυρηνικής καταστροφής και το αίσθημα αδυναμίας ενώπιον αυτού οδηγεί χριστιανούς τινας εις την σκέψιν ότι αυτή η παγκόσμιος απειλή είναι σημείον της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου ημών. Ο ίδιος όμως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, καίτοι προλέγει τα πρόδρομα σημεία της εσχάτης ημέρας, εν τούτοις μας προφυλάσσει από το σκάνδαλον διαφόρων λογισμών περί του τέλους του κόσμου λέγων ότι " περί δέ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καί τῆς ὥρας οὐδείς οἶδε " ( Μαρκ.13,32). Αι προσπάθειαι ημών δια την αποτροπήν του πολέμου και την επικράτησιν της ειρήνης ουδόλως αναιρούν την πίστιν των χριστιανών, ό τι το σύμπαν όλον και ο άνθρωπος ευρίσκονται εις τας χείρας του Θεού, ό στις εν σοφία εδημιούργησε τον κόσμον, προνοεί περί αυτού και κυβερνά αυτόν. Ο Θεός κατευθύνει την ιστορίαν εν κραταιά χειρί προς το μέλλον, οι δε χριστιανοί βιούν από τούδε εν τη Εκκλησία την εσχατολογικήν πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού, προσδοκώντες καινήν γην και καινούς ουρανούς. Δια τούτο, μολονότι ανησυχούν δια την έκτασιν του εν τω κόσμω κακού και αγωνίζονται να το περιορίσουν, δεν περιπίπτουν εις απόγνωσιν, διότι βλέπουν τα πάντα υπό το πρίσμα της αίωνιότητος, προσδοκώντες ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αΙώνος.
ΣΤ . Φυλετικαί και λοιπαί διακρίσεις
1. Ο Κύριος, ως Βασιλεύς της δικαιοσύνης ( Έβρ. 7,2-3), αποδοκιμάζει την βίαν και την αδικίαν ( Ψαλμ. 10,5), καταδικάζει την απάνθρωπον στάσιν προς τον συνάνθρωπον ( Μαρκ. 25,41-46. Ι ακ. 2,15-16). Εις την βασιλείαν Αυτού, η οποία αρχίζει ήδη εδώ εις την γην, και έχει κατ' εξοχήν πνευματικόν χαρακτήρα, δεν υπάρχει τόπος ούτε δια τα εθνικά μίση, ούτε δι' οιανδήποτε έχθραν και μισαλλοδοξίαν ( Ησ. 11,6. Ρωμ. 12,10).
2. Ι διαιτέρα μνεία θα πρέπει να γίνη εις το σημείον αυτό δια την θέσιν της Ορθοδοξίας έναντι των φυλετικών διακρίσεων. Η θέσις αύτη είναι, εν προκειμένω σαφής : η Ορθοδοξία πιστεύει ότι ο Θεός "ἐ ποίησέν τε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς Γῆς " ( Πραξ. 17,26) και ότι εν Χριστώ " οὐκ ἔνι Ἰου δαῖος οὐδέ Ἕλλην , οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος , οὐκ ἔ νι ἄ ρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ εἷς ἐστέ ἐ ν Χριστῷ Ἰ ησοῦ" ( Γαλ. 3,28). Σ υνεπής προς την πίστιν αυτήν, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν δέχεται τας φυλετικάς διακρίσεις, οιασδήποτε μορφής, ε φ' όσον αύται προϋποθέτουν αξιολογικήν διαφοράν μεταξύ των ανθρωπίνων φυλών και συνεπάγονται διαβάθμισιν δικαιωμάτων. Διακηρύσσουσα δε την επείγουσαν ανάγκην της πλήρους άρσεως των διακρίσεων και της παροχής δυνατότητος ολόπλευρου αναπτύξεως όλων των κατοίκων της Γης, δεν περιορίζει την υποστήριξιν αυτής εις μόνην την άρσιν των διακρίσεων, αι οποίαι έχουν ως κριτήριον το χρώμα της φυλής και εντοπίζονται μόνον εις ωρισμένας περιοχάς του πλανήτου μας, αλλά επεκτείνει αυτήν και εις την καταπολέμησιν όλων των διακρίσεων εις βάρος διαφόρων μειονοτήτων.
3. Η μειονότης, είτε είναι θρησκευτική είτε γλωσσική είτε εθνική, πρέπει να τυγχάνη σεβασμού της ιδιομορφίας της. Η ελευθερία του ανθρώπου είναι συνδεδεμένη προς την ελευθερίαν της κοινότητος εις την οποίαν ούτος ανήκει. Εκάστη κοινότης πρέπει να εξελίσσεται και να αναπτύσσεται συμφώνως προς τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της. Εν προκειμένω ο πλουραλισμός θα έπρεπε να ρυθμίζη την ζωήν όλων των χωρών. Η ενότης ενός έθνους, μιας χώρας ή ενός κράτους θα έπρεπε να κατανοήται ως το δικαίωμα διαφορότητος των ανθρωπίνων κοινοτήτων.
4. Η Ορθοδοξία χωρίς συμβιβασμούς καταδικάζει το απάνθρωπον σύστημα των φυλετικών διακρίσεων και την ιερόσυλον διακήρυξιν περί δήθεν συμφωνίας αυτού προς τα χριστιανικά ιδεώδη. Εις το ερώτημα « καί τίς ἐστι μου ὁ πλησίον ;» ο Χριστός απήντησε με την παραβολήν του καλού Σαμαρείτου. Και ούτω μας εδίδαξε την κατάλυσιν κάθε μεσοτοίχου έχθρας και προκαταλήψεως. Η Ορθοδοξία ομολογεί ό τι κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φυλής, εθνικότητος, γλώσσης, είναι φορεύς της εικόνος Θεού, αδελφός ή αδελφή μας, ι σότιμον μέλος της ανθρωπίνης οικογενείας.
Ζ . Αδ ελφοσύνη και αλληλεγγύη μεταξύ των λαών
1. Η τελευταία αυτή διαπίστωσις μας οδηγεί αβιάστως εις την βαθυτέραν σύλληψιν της ιδιοτύπου συμβολής της Ορθοδοξίας εις την μεταξύ των λαών αλληλεγγύην και καλλιέργειαν της προς αλλήλους αδελφοσύνης. Πράγματι, αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι έχουν την δυνατότητα να συμβάλουν δια της καλλιεργείας του εκκλησιαστικού πληρώματος και γενικώτερον του λαού καθώς και δια της όλης πνευματικής των δραστηριότητος εις μίαν μεταβολήν προς το ηπιώτερον του γενικού κλίματος και φρονήματος. Ε νταύθα πρόκειται περί ποικίλων πνευματικών δυνατοτήτων διαφερουσών εκείνων των διεθνών οργανισμών και των κρατών. Αι δυνατότητες αύται εκπηγάζουν εκ της φύσεως της Εκκλησίας, αποβλέπουν εις ουσιαστικώτερα και μονιμώτερα αποτελέσματα εις τα ζητήματα ειρήνης και αδελφοσύνης, και πρέπει να αναπτυχθούν εις το μέγιστον δυνατόν. Εδώ διανοίγεται ευρύ στάδιον δια τας Ορθοδόξους Εκκλησίας, δεδομένου ότι αύται ως ουσιαστικόν στοιχείον της εκκλησιολογικής και κοινωνικής διδασκαλίας των προβάλλουν εις τον διεσπασμένον κόσμον το ιδεώδες της λατρευτικής, της ευχαριστιακής κοινωνίας.
2. Ούτω κατανοείται και η τεραστία ευθύνη της Εκκλησίας εις την καταπολέμησιν της πείνης και της απολύτου ενδείας, η οποία μαστίζει σήμερον κατά απαράδεκτον τρόπον μεγάλας μάζας ανθρώπων ή και ολοκλήρων λαών, κυρίως εις τον Τρίτον Κόσμον. Εν τοιούτον φοβερόν φαινόμενον εις την εποχήν μας, κατά την οποίαν αι οικονομικώς προηγμέναι χώραι ζουν υπό καθεστώς αφθονίας και σπατάλης ή και αναλίσκονται εις εξοπλισμούς, υ ποδηλοί σοβαράν κρίσιν ταυτότητος του συγχρόνου κόσμου, τούτο δε δια δύο κυρίως λόγους :
α ) διότι η πείνα ό χι μόνον απειλεί το θείον δώρον της ζωής ολοκλήρων λαών του αναπτυσσομένου κόσμου, αλλά και συντρίβει ολοκληρωτικά το μεγαλείον και την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου, και
β ) διότι αι οικονομικώς ανεπτυγμέναι χώραι, με την άδικον ή και, συχνά, έγκληματικήν κατανομήν και διαχείρισιν των υλικών αγαθών, προσβάλλουν όχι μόνον την εικόνα του Θεού εις το κάθε άνθρώπινον πρόσωπον, αλλά και τον ίδιον τον Θεόν, ο οποίος σαφώς ταυτίζει εαυτόν προς τον πεινώντα και ενδεή άνθρωπον, λέγων " ἐ φ' ὅσον ἐ ποιήσατε ἐνί τούτων τῶν ἀ δελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐ μοί ἐποιήσατε " ( Ματθ. 25,40).
3. Η οιαδήποτε, επομένως, αδράνεια και αδιαφορία του κάθε χριστιανού και της Εκκλησίας γενικώτερον εμπρός εις το τρομακτικόν σύγχρονον φαινόμενον της πείνης ολοκλήρων λαών, θα εταυτίζετο με προδοσίαν του Χριστού και με απουσίαν ενεργού πίστεως. Διότι, αν η μέριμνα δια την ιδικήν μας τροφήν είναι συχνά θέμα υλικόν, η μέριμνα δια την τροφήν τοΰ συνανθρώπου μας είναι θέμα και πνευματικόν (Ι ακ. 2,14-18). Αποτελεί, επομένως, ύψιστον καθήκον όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών να κηρυχθούν αλληλέγγυοι προς τους ενδεείς αδελφούς των και να οργανώσουν αμέσως και αποτελεσματικώς την βοήθειάν των. Επ' αυτ ού αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι. Έχουν ήδη αποκτήσει πείραν εκ των αναληφθεισών μέχρι τούδε σχετικών ενεργειών και πρωτοβουλιών των. Δι' αυτών διανοίγεται, πράγματι, η οδός της συνεργασίας αυτών ως προς το αντικείμενον τούτο όχι μόνον μεταξύ των αλλά και με τας άλλας Χριστιανικάς Εκκλησίας και Ομολογίας, με το Παγκόσμιον Ευμβούλιον Εκκλησιών ως και με τους Διεθνείς Οργανισμούς οι οποίοι ετάχθησαν εις την υπηρεσίαν της καταπολεμήσεως της φοβεράς αυτής μάστιγος. Με τον αφοπλισμόν δεν θα εξουδετερούτο μόνον ο κίνδυνος του πυρηνικού αφανισμού, αλλά και θα εξοικονομούντο άφθονα χρήματα δια την βελτίωσιν της τύχης των πεινώντων και των ενδεών.
4. Ας μη απατώμεθα : η πείνα και η χαίνουσα ανισότης, η οποία μαστίζει σήμερον την ανθρωπίνην κοινότητα καταδικάζει την εποχήν μας τόσον εις τα ιδία εαυτής όμματα όσον και εις τα όμματα του δικαιοκρίτου Θεού. Και τούτο διότι το θέλημα αυτού σήμερον, ταυτιζόμενον προς την λύτρωσιν του συγκεκριμένου ανθρώπου, του εδώ και του τώρα, μας υποχρεώνει να υπηρετήσωμεν τον άνθρωπον εις την αντιμετώπισιν των συγκεκριμένων προβλημάτων του. Η πίστις εις τον Χριστόν χωρίς διακονικήν αποστολήν χάνει την σημασίαν της. Το να είμεθα Χριστιανοί σημαίνει να μιμώμεθα τον Χριστόν και να είμεθα έτοιμοι να τον υπηρετήσωμεν εις το πρόσωπον τοΰ αδυνάτου, του πεινώντος, του καταδυναστευομένου και γενικώς του έχοντος ανάγκην βοηθείας. Πάσα άλλη προσπάθεια να ίδωμεν τον Χριστόν ως πραγματικήν παρουσίαν, χωρίς υπαρξιακήν σχέσιν προς αυτόν, ο οποίος χρειάζεται βοήθειαν, δεν είναι τίποτε άλλο από απλή θεωρία.
Η . Η προφητική αποστολή της Ορθοδοξίας : μαρτυρία αγάπης εν διακονία
1. Εις τα πλαίσια του συγχρόνου κόσμου συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την ειρήνην, την ελευθερίαν, την δικαιοσύνην και την αδελφοσύνην μεταξύ των λαών, θα πρέπει να είναι πρωτίστως μία μαρτυρία αγάπης. Η μαρτυρία δε αυτή θα πρέπει να δίδεται πάντοτε δι' εκλογής των πλέον αποτελεσματικών μέσων, τα οποία αι συνθήκαι παρέχουν εις τας Εκκλησίας. Μαρτυρία αγάπης σημαίνει ότι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι δύνανται να επεμβαίνουν εις εκείνας τας καταστάσεις, αι οποίαι κρίνονται αντίθετοι προς το Ευαγγέλιον και την παράδοσίν των. Εδώ ανακύπτει επιτακτική η προφητική αποστολή της Ορθοδοξίας, το καθήκον της να μαρτυρή " π ερί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος " εις κάθε θέμα απτόμενον της προαγωγής της ειρήνης, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αδελφοσύνης ως και του σεβασμού του ανθρωπίνου προσώπου και της εν αύτω υποτυπουμένης εικόνος Θεού. Κατά την ενάσκησιν της προφητικής αυτής αποστολής των, αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι έχουν την υποχρέωσιν να φροντίζουν δια την γαλήνην του ποιμνίου των, το οποίον ετάχθησαν να κατευθύνουν εις την οδόν του Ευαγγελίου. Πιστεύομεν ότι προς πραγμάτωσιν τούτου η αγάπη είναι εκείνη, η οποία θα γαλβανίση την θέλησιν των Ορθοδόξων Εκκλησιών όπως, εν συνεργασία μετά των αδελφών των των άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, αλλά και μετά των άλλων ανθρώπων, δώσουν σήμερον την μαρτυρίαν των - μαρτυρίαν πίστεως και ελπίδος - εις ένα κόσμον ο οποίος, περισσότερον ίσως από ποτέ άλλοτε, έ χει την ανάγκην αυτής.
2. Ημείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επειδή κατανοούμεν το νόημα της σωτηρίας, αισθανόμεθα το χρέος να αγωνιζώμεθα δια την ανακούφισιν της ασθενείας, της δυστυχίας και της αγωνίας. Ε πειδή βιούμεν την εμπειρίαν της ειρήνης, δεν δυνάμεθα να είμεθα αδιάφοροι δια την απουσίαν της από την σύγχρονον κοινωνίαν. Επειδή ευηργετήθημεν από την θείαν δικαιοσύνην, α γωνιζόμεθα δια μίαν πληρεστέραν δικαιοσύνην εις τον κόσμον και δια την εξουδετέρωσιν πάσης καταπιέσεως. Ε πειδή ζώμεν κάθε ημέραν την θείαν συγκατάβασιν, μαχόμεθα εναντίον κάθε φανατισμού και μισαλλοδοξίας μεταξύ των ανθρώπων και των λαών. Ε πειδή διακηρύσσομεν συνεχώς την ενανθρώπησιν του Θεού και την θέωσιν του ανθρώπου, υ περασπιζόμεθα τα ανθρώπινα δικαιώματα δι' όλουςτους ανθρώπους και όλους τους λαούς. Επειδή βιούμεν την θείαν δωρεάν της ελευθερίας με το απολυτρωτικόν έργον του Χριστού, δυνάμεθα να προβάλωμεν πληρέστερα την καθολικήν αξίαν της δια κάθε άνθρωπον και κάθε λαόν. Επειδή, τρεφόμενοι με το σώμα και το αίμα του Κυρίου εν τη Θεία Ευχαριστία βιούμεν την ανάγκην του μερισμού των δωρεών τοΰ Θεού μετά των αδελφών μας, κατανοούμεν πληρέστερον την πείναν και την στέρησιν και αγωνιζόμεθα δια την υπερνίκήσιν αυτών. Επειδή προσδοκώμεν καινήν γην και καινούς ουρανούς, όπου θα επικρατή η απόλυτος δικαιοσύνη, α γωνιζόμεθα εδώ και τώρα ( hic et nunc ) δια την αναγέννησιν και την ανακαίνισιν του ανθρώπου και της κοινωνίας.
3. Η μαρτυρία μας δε αύτη και η δι' αυτής άρδευσις του αυχμηρού εδάφους της εποχής μας, η οποία, περισσότερον από κάθε άλλην έχει ανάγκην του Θεού, θα άποτελέση ίσως τον καλλίτερον τρόπον συμβολής των Εκκλησιών μας εις την ειρήνην και τα ιδεώδη, τα οποία την συνοδεύουν και την πραγματοποιούν. Αι Ορθόδοξοι Έκκλησίαι απευθύνονται εν αγάπη προς πάσαν κατεύθυνσιν, ώστε όλοι να συνεργήσουν εις την επικράτησιν της αγάπης και της ειρήνης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών.
" Καίτοι η Β' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις ώρισεν ότι αι μέχρι της συγκλήσεως της Α γίας και Μεγάλης Συνόδου λαμβανόμεναι υ πό των Προσυνοδικων Πανορθοδόξων Διασκέψεων αποφάσεις δεν έ χουσι κανονικήν ισχύν προ της επ' αυτών αποφάνσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου· όμως, λόγω της φύσεως του θέματος κρίνεται υπό της παρούσης Διασκέψεως ό τι αι ούτω λαμβανόμεναι εισηγητικαί αποφάσεις δύνανται να έχουν άμεσον εφαρμογήν ".
|