24 Ιανουαρίου
Οσίου Διονυσίου, του εν Ολύμπω
Ο Άγιος Διονύσιος εγννήθηκε περί το 1500 στο χωριό Σκλάταινα της επαρχίας Φαναρίου Καρδίτσης, που σήμερα ονομάζεται Δρακότρυπα, από γονείς πτωχούς αλλά ευσεβείς, το Νικόλαο και τη Θεοδώρα, οι οποίοι τον ανέθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Μετά τον θάνατο των γονέων του και σε νεαρά ηλικία μετέβη στα Μετέωρα, όπου και έγινε μοναχός. Αργότερα κατέφυγε στο Άγιο Όρος και χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Διακατεχόμενος από τον πόθο της ερημικής ζωής ίδρυσε κοντά στη μονή Καρακάλλου ένα μικρό κελλί, στο οποίο μόναζε, και κοντά σε αυτό έκτισε και ένα μικρό ναό αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα.
Στη συνέχεια επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων εξετίμησε τόσο πολύ την πνευματικότητά του Αγίου ασκητού, ώστε τον παρότρυνε να μείνει κοντά του για να τον αναδείξει διάδοχό του. Παρά τις προτροπές όμως και τα δελεάσματα εκείνος επέστρεψε στο ησυχαστήριό του. Εχρημάτισε δε και για λίγο ηγούμενος της μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους, προς ενίσχυση της οποίας δεν εδίστασε να ταξιδέψει μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Κατά την διάρκεια της ηγουμενίας του στη μονή Φιλοθέου άλλαξε την τάξη αυτής από βουλγαρική σε ελληνική. Το γεγονός αυτό δυσαρέστησε κάποιους, οι οποίοι ζητούσαν συνέχεια αφορμές να δημιουργούν ζητήματα και να προκαλούν σκάνδαλα. Γι αυτό ο Άγιος θεώρησε καλό να απέλθει, περί το 1524, σε σκήτη που ήταν κοντά στη Βέροια, όπου και διοργάνωσε τη μοναστική ζωή. Ανακαίνισε το ναό του Τιμίου Προδρόμου και ανέπτυξε πλούσια διδακτική και φιλανθρωπική δράση. Επισκέφθηκε ως προσκυνητής και πάλι τα Ιεροσόλυμα, με αφορμή την εκεί σύναξη των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και, αφού εδέχθηκε τις ευλογίες και παραινέσεις τους, επέστρεψε στη Βέροια.
Κατ' εκείνο τον καιρό εκοιμήθηκε ο Επίσκοπος Βεροίας, οι δε πρόκριτοι και κάτοικοι της περιοχής προσπάθησαν να πείσουν τον Άγιο να γίνει Επίσκοπός τους. Εκείνος, όμως ποθώντας την ησυχία και την έρημο, έφυγε και πήγε σε μια δυσπρόσιτη περιοχή του Ολύμπου, όπου και ίδρυσε τη μονή της Αγίας Τριάδος. Σε κάποιο διωγμό των Τούρκων εγκατέλειψε για λίγο τη μονή και κατέφυγε στο Πήλιο, κοντά στη Ζαγορά. Εκεί έκτισε εκκλησία και κελλιά . Από εκεί, με την παράκληση του λαού για την ανομβρία, που ακολούθησε τη φυγή του. Ο Όσιος επέστρεψε στον Όλυμπο, περί το 1542, γενόμενος δεκτός όχι μόνο από τον λαό αλλά και τον Τούρκο άρχοντα, ο οποίος εγγράφως του έδωσε άδεια να ανεγείρει ναό και κελλιά .
Η αγιότητα του οσίου και τα παρ' αυτού επιτελούμενα θαύματα, διαθρυλούμενα ευρέως σε όλη τη γύρω περιοχή και τη Μακεδονία, οδηγούσαν πολλούς μέχρι την απομακρυσμένη μονή του, για να λάβουν την ευλογία του, να ζητήσουν την συμβουλή του, να θεραπευθούν από ασθένειες και να ωφεληθούν πνευματικά. Και ο Όσιος εστήριζε την πίστη τους, εκράτυνε την υπομονή τους, εθέρμαινε την αγάπη τους, ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις της ψυχής τους αλλά και στις υλικές τους ανάγκες. Εδώ ο Άγιος έζησε σαν επίγειος άγγελος και γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του πλήθος μοναχών, που έκανε τη μονή πραγματική Λαύρα. Ωστόσο, ο ίδιος προτιμούσε να μένει στα σπήλαια της περιοχής και να ασκείται στο γνόφο της νοεράς προσευχής. Κάποιες φορές, ενώ ερχόταν από τα σπήλαια, τον είχαν δει να λάμπει ολόκληρος, λουσμένος μέσα στο αναστάσιμο φως του μέλλοντος αιώνος. Ο Θεός τον προίκισε με έκτακτα και υπερφυσικά χαρίσματα. Υπήρξε προορατικός και θαυματουργός, ενώ ήταν ακόμη εν ζωή.
Ο Άγιος δεν παρέλειπε να περιέρχεται τα γύρω χωριά, για να κηρύξει, να εξομολογήσει και να στηρίξει τους σκλαβωμένους Έλληνες.
Ο Όσιος Διονύσιος εκοιμήθηκε με ειρήνη και ενταφιάσθηκε από τους μοναχούς στο κάτω μέρος της βόρειας πτέρυγος του εσωτερικού καθολικού της μονής. Ο τάφος του απέπνεε ευωδία και χάρη και από τότε απέβη πηγή δυνάμεως και ιαμάτων για τους πιστούς.
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, τ. Ιανουαρίου, σελ. 293-296 |