14 Ιανουρίου
Των αγίων τριάκοντα τριών Πατέρων Αββάδων, των εν τη Ραϊθώ αναιρεθέντων
Έως δύο ημέρες μακριά από το όρος Σινά, προς την Ερυθρά θάλασσα, ήταν η έρημος Ραϊθώ, στο εσωτερικό της οποίας ζούσαν Χριστιανοί Αναχωρητές και Ασκητές. Αυτοί οι μακαριστοί Πατέρες, διένυαν τον ασκητικό αγώνα εκεί που είναι οι δώδεκα πηγές των υδάτων και οι εβδομήντα στέλεχοι των φοινικών. Οι μοναχοί αυτοί πραγματοποιούσαν παράλληλα προς το ασκητικό τους έργο και τη μεγάλη εντολή του κηρύγματος του Ευαγγελίου στους αλλοεθνείς. Αλλά, την ίδια μέρα, κατά την οποία έγινε η σφαγή των Πατέρων στο Σινά, οι βάρβαροι αποφάσισαν να εξολοθρεύσουν και τους Πατέρες της Ραϊθώ.
Οι τριακόσιοι Βλέμμυες πήραν αιχμαλώτους τις γυναίκες και τα παιδιά των Φαρανιτών και πήγαν στο Κάστρο, όπου είχαν την εκκλησία τους οι Αγιοι Πατέρες. Εκεί, μόλις αντελήφθησαν τους βαρβάρους, έκλεισαν την πόρτα του ναού και περίμεναν το θάνατο. Ο προεστώς της μονής Παύλος, ο οποίος εθεωρείτο ότι καταγόταν από την πόλη των Πατρών, θύμισε στους αδελφούς ότι ο σκοπός της ζωής τους είναι ο Χριστός και η βασιλεία Του και ότι υπέρ αυτής ήταν η προσευχή τους, η μελέτη τους, οι πόθοι και τα έργα τους και τώρα παρουσιάζεται λαμπρή ευκαιρία να αποκτήσουν το στέφανο του μαρτυρίου, χύνοντες και αυτό το αίμα τους υπέρ του Κυρίου και μισθαποδότου τους. Τους παρακίνησε δε να ευχηθούν υπέρ των φονέων τους, οι οποίοι ήσαν πραγματικά δυστυχείς και εξέφρασε την ελπίδα ότι η θυσία αυτή θα συντελέσει στην αύξηση του δένδρου της πίστεως. Οι Πατέρες επεκρότησαν τα λόγια αυτά και προσευχήθηκαν. Οι Βλέμμυες τότε έσπασαν την πόρτα, εισήλθαν μέσα και έσπειραν τον θάνατο κατά διαφόρους τρόπους.
Τις σφαγές αυτές και τις αναιρέσεις διηγούνται ο μακάριος Νείλος ο Ασκητής, ο οποίος είχε διατελέσει έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ο Αμμώνιος μοναχός στη Διήγησή του, που έγραψε μεταξύ 373 και 378, καθώς και ο Αναστάσιος μοναχός Σιναΐτης κατά τον 7 ο αιώνα. Αρχικά η μνήμη τους εορταζόταν στις 28 Δεκεμβρίου, επικράτησε όμως να εορτάζεται σήμερα.
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας , Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, τ. Ιανουαρίου, σελ. 168-170.
|