1 Μαΐου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ῾Ιερεμίου, τοῦ Προφήτου.
῾Ο Προφήτης ῾Ιερεμίας ἐγεννήθηκε πιθανῶς κατά τό 650 π.Χ. στή μικρή πόλη τῆς φυλῆς Βενιαμίν ᾿Αναθώθ, βορειοανατολικά τῆς ῾Ιερουσαλήμ. ῾Ο πατέρας του ἦταν ἱερέας καί ὀνομαζόταν Χελκίας. ᾿Ανατράφηκε στήν ἱερατική αὐτή οἰκογένεια μέ αὐστηρότητα. ᾿Εμελετοῦσε τούς πρό αὐτοῦ Προφῆτες ῾Ησαΐα καί ᾿Ωσηέ. Νεότατος στήν λικία, περίπου 23-25 ἐτῶν, περί τό 625-627 π.Χ., καλεῖται ἀπό τόν Θεό στό προφητικό ἀξίωμα. ᾿Ανταποκρίνεται στό θέλημα τοῦ Κυρίου καί ἔτσι τό ὄνομά του (῾Ιερεμίας), πού σημαίνει ὁ Θεός ἀνυψώνει ἤ καθιστᾶ, ἐκφράζει καί τήν ἀποστολή του.
Κατάπληκτος ἀπό τήν τιμή αὐτή ὁ ῾Ιερεμίας ἀρνεῖται τήν ὑψηλή τιμητική κλήση, προβάλλοντας τίς ἀσθενεῖς νεανικές του δυνάμεις. ῾Ο Θεός ὅμως ἐνισχύει αὐτόν ὑποσχόμενος ὄχι ὑλικές ἀμοιβές καί τιμές, ἀλλά τό πολυτιμότερο ὅλων· τή βοήθειά Του. ῾Ο ῾Ιερεμίας ὑπακούει.
῾Ο Προφήτης ῾Ιερεμίας καθαγιάσθηκε πρίν ἀπό τή γέννησή του, ὅπως γράφει ὁ ῞Αγιος ῾Ιερώνυμος1. Πράγματι, στήν ἀρχή τοῦ προφητικοῦ του βιβλίου ὁ ῎Ιδιος ὁ Θεός τοῦ λέγει· «Πρό τοῦ με πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε καί πρό τοῦ σε ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας γίακά σε, προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε»2.
Σέ τέσσερις περιόδους δυνάμεθα νά διαιρέσουμε τή δημόσια δράση του· πρῶτον, ἐπί τοῦ βασιλέως ᾿Ιωσίου πρό τῆς μεταρρυθμίσεως (627-621 π.Χ.)· δεύτερον, ἐπί τοῦ βασιλέως ᾿Ιωακείμ μέχρι τοῦ Σεδεκίου (609-598 π.Χ.)· τρίτον, ἐπί Σεδεκίου (598-586 π.Χ.), καί τέταρτον, μετά τήν ἅλωση τῆς ῾Ιερουσαλήμ καί τήν αἰχμαλωσία τοῦ Σεδεκίου.
Μετά τήν καταστροφή τοῦ βασιλείου τοῦ ᾿Ισραήλ, τό βασίλειο τοῦ ᾿Ιούδα, ὅπου εὑρισκόταν ὁ Προφήτης ῾Ιερεμίας, ἐτελοῦσε ὑπό τήν ἐπίδραση τῶν ᾿Ασσυρίων, ὄχι μόνο πολιτικά ἀλλά καί θρησκευτικά. ῾Η πολυθεΐα τῶν ᾿Ασσυρίων εἶχε εἰσχωρήσει στούς ᾿Ιουδαίους, διότι ὁ βασιλέας Μανασσῆς (693-639 π.Χ.) ἦταν ὑποτελής τῶν ᾿Ασσυρίων καί εἶχε παραδοθεῖ σέ θρησκευτικό συγκρητισμό3 καί σέ εἰδωλολατρία. ῞Οσες πόλεις ὑπῆρχαν στήν ᾿Ιουδαία, τόσοι ἦσαν καί οἱ θεοί, ὅσοι οἱ δρόμοι τῆς ῾Ιερουσαλήμ, τόσα θυσιαστήρια τοῦ Βαάλ4. ῾Υπῆρχε εἰδωλολατρία τοῦ Μολώχ μέ τά ἀνθρώπινα θύματα5. Στίς αὐλές τοῦ ναοῦ ἦσαν θυσιαστήρια τῶν ᾿Ασσυρίων θεῶν6 καί τό εἴδωλο τῆς ᾿Αστάρτης7. ῾Ο ῾Ιερεμίας, ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ ᾿Ιωσίου, ἀπό τοῦ 627 π.Χ., ἐπέρχεται κατά τῆς πολυθεΐας κηρύσσοντας τόν ῞Ενα καί Μόνο ᾿Αληθινό Θεό καί στηλιτεύοντας τή διαφθορά. ᾿Εκτός τῆς εἰδωλολατρίας καί ἀνηθικότητος ὁ ῾Ιερεμίας πολεμεῖ κατά τήν περίοδο αὐτή καί τούς ψευδοπροφῆτες, οἱ ὁποῖοι παραπλανοῦσαν τό λαό μέ ψευδεῖς προφητεῖες8. ῾Ο Προφήτης διαισθάνεται κάποια μεταβολή τοῦ λαοῦ, κάποια μετάνοια, διότι στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ ὁ λαός ἀπαντᾶ· «᾿Ιδού, πρός Σέ ἔρχομαι»9. ῾Η μετάνοια ὅμως αὐτή ἦταν πρόσκαιρη λόγῳ τῆς ἀνομβρίας. ῾Ο Προφήτης πονάει, ὑποφέρει. Περιέρχεται σέ ἀπόγνωση. ῞Ομως μακροθυμία τοῦ Θεοῦ δέν ἐξαντλεῖται. ῾Ο Θεός συμβουλεύει τόν Προφήτη νά ἐρευνήσει τήν ὑπό τοῦ κακοῦ τρυγηθεῖσα ἄμπελο, τό λαό Του, μήπως εὕρει ρώγα σταφυλιοῦ, κάποιον ἄνθρωπο εὐσεβή, ἀτρύγητο ἀπό τό κακό. ῎Ετσι τονίζεται μεγάλη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο Προφήτης δέν εὑρίσκει δυστυχῶς καμία ρώγα σταφυλιοῦ ἀτρύγητη ἀπό τό κακό. Στήν ἄκαρπη αὐτή προσπάθεια τοῦ Προφήτου ὁ Θεός συνιστᾶ σέ αὐτόν καί πάλι νά συνεχίσει τήν ἐργασία του, γιά νά πεισθεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ Προφήτης γιά τό ἀδιόρθωτο τοῦ λαοῦ καί τή δίκαιη τιμωρία του. ῾Ο Θεός παρομοιάζει τόν Προφήτη μέ μεταλλουργό πού δοκιμάζει τά μέταλλα καί φροντίζει ἀπό τό μεῖγμα νά ἐξαγάγει αὐτά πού εἶναι εὐγενή, δηλαδή τό χρυσό καί τόν ἄργυρο. Μάταια, ὅμως.
᾿Εδῶ τερματίζεται πρώτη περίοδος τῆς δράσεως τοῦ Προφήτου ῾Ιερεμίου. Κατόπιν ἔρχεται κατάλυση τοῦ ᾿Ασσυριακοῦ βασιλείου διά τῆς πτώσεως τῆς Νινευΐ τό 621 π.Χ. ῾Ο εὐσεβής βασιλέας ᾿Ιωσίας, ἐπωφελούμενος ἀπό τήν κατάρρευση αὐτή, ἀνέλαβε πολιτική ἐξωτερικῆς ἀνεξαρτησίας καί προέβη σέ ἐσωτερικές μεταρρυθμίσεις, γιά νά ὀρθώσει τήν πίστη στόν Θεό. ῾Ο ῾Ιερεμίας, κατά τό χρονικό διάστημα 621-608 π.Χ., ἀποσύρθηκε πιθανότατα σέ μόνωση. Χαρακτηριστικό τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦταν ὅτι αὐτός «λινοῦν περίζωμα εἶχε μόνον. ῾Ως δέ τά εὐτραφῆ τῶν σωμάτων γυμνούμενα φανερωτέραν δείκνυσι τήν ἀκμήν, οὕτω καί τῶν ἠθῶν τό κάλλος, μή ἐνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαις, τό μεγαλοπρεπές ἐνδείκνυται»10.
Κατά τή δεύτερη περίοδο τῆς δράσεώς του, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ βασιλέως ᾿Ιωακείμ11 (609-598 π.Χ.), ὁ Προφήτης ῾Ιερεμίας στρέφεται κατά τῶν ἀτόπων τῆς ᾿Ισραηλιτικῆς θρησκείας. ῾Ο μαγικός χαρακτήρας, τόν ὁποῖο ἀπέδιδαν οἱ ᾿Ιουδαῖοι στό ναό καί στίς τελετές, τόν ἐνοχλοῦσε. ῎Ελεγε δέ, ὅτι «ναός, ὁ ὁποῖος χρησιμεύει νά καλύπτει τά κακουργήματα, εἶναι ὄχι ναός τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σπήλαιο ληστῶν»12.
Κατά τό πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ ᾿Ιωακείμ, σέ κάποια μεγάλη ἑορτή, ἐμφανίζεται ὁ Προφήτης ῾Ιερεμίας στήν αὐλή τοῦ ναοῦ καί μέσα στό ἐνθουσιῶδες ἀπό τή θέα τοῦ ναοῦ πλῆθος, προσβάλλει τήν ἐσφαλμένη αὐτή πίστη, τήν ὁποία εἶχε ὁ λαός περί τοῦ ναοῦ καί κηρύσσει τήν ἐπερχόμενη καταστροφή τοῦ
ναοῦ13. ῞Ολος ὁ λαός ἐξεγείρεται καί ζητεῖ τό θάνατό του. Σώζεται μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ ᾿Αχικάμ. Μεταβαίνει στό ἐργαστήριο τοῦ κεραμέως καί παρατηρεῖ ὅτι ὁ κεραμέας μεταπλάσσει ὅσα ἀπό τά πήλινα δοχεῖα δέν ἀρέσουν σέ αὐτόν. ῎Ετσι, λέγει ὁ Προφήτης, θά κάνει ὁ Θεός σέ ἔθνη καί ἀνθρώπους, τά ὁποῖα δέν ἀρέσουν εἰς Αὐτόν. Γιά τήν ἀποφυγή τῆς καταστροφῆς συνιστᾶ τήν ἐσωτερική μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου. ῎Αρχοντες καί λαός ἀντιδροῦν. Κουρασμένος ὁ Προφήτης ἀπό τούς ἄκαρπους ἀγῶνες του ζητεῖ τή μόνωση καί προβλέποντας τήν ἀμετανοησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ προλέγει τήν καταστροφή του.
Κάποιοι ἄνθρωποι ἀποφασίζουν νά τόν δηλητηριάσουν στήν ᾿Αναθώθ. Συνωμοτοῦν ἐναντίον του καί συγγενεῖς του. ῾Ο ῾Ιερεμίας ἀποδίδει τή σωτηρία του στόν Θεό. Στρέφεται κατά τῶν ἀρχόντων, τοῦ βασιλέως ᾿Ιωακείμ καί τῶν ἀνακτόρων, τῶν ὁποίων κηρύσσει τήν καταστροφή. ῞Ολος ὁ κόσμος εἶναι ἐναντίον του. Πρός στιγμήν κάμπτεται, διότι νομίζει ὅτι ἔχει ἐγκαταλειφθεῖ ἀπό τόν Θεό καί παραπονεῖται. Συνέρχεται ὅμως καί συνεχίζει τό ἔργο του. Στήν αὐλή τοῦ ναοῦ κηρύσσει καί πάλι τήν καταστροφή τοῦ ναοῦ14. Τό κήρυγμα αὐτό προκαλεῖ ἀναταραχή. Γι᾿ αὐτό ὁ στρατηγός τοῦ ἱεροῦ χώρου τοῦ ναοῦ Πασχώρ τόν ραβδίζει καί τόν ρίχνει στή φυλακή. Τά κηρύγματά του γίνονται δεκτά μέ εἰρωνεῖες. Τοῦ ἀπαγορεύουν νά ἐπισκέπτεται τό ναό. ῾Ο Προφήτης σκέπτεται νά ἐγκαταλείψει τόν ἀγώνα. ῾Η φωτιά ὅμως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μέσα του, δέν τόν ἀφήνει. Κατά τό τέλος τοῦ 605 π.Χ., μετά τήν ἥττα τῶν Αἰγυπτίων στό Χαρκαμύς, ἐπειδή ὁ ἴδιος δέν ἦταν δυνατόν νά εἰσέλθει στήν αὐλή τοῦ ναοῦ, δίδει στό μαθητή του Βαρούχ νά ἀναγνώσει στό μέσον τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ προφητεία, διά τῆς ὁποίας ἐκηρύσσετο καταστροφή τοῦ ναοῦ15. ῞Ολοι τότε ἐπαναστατοῦν ἐναντίον του. ῾Ο ῾Ιερεμίας καί ὁ Βαρούχ κρύβονται, γιά νά μή συλληφθοῦν. ῾Η προλεχθείσα ὅμως καταστροφή ἐπῆλθε.
Οἱ Βαβυλώνιοι κατέστησαν φόρου ὑποτελή τό βασιλέα ᾿Ιωακείμ. Αὐτός, ἐπιθυμώντας τήν ἀνεξαρτησία, καί ἀφοῦ παρακινήθηκε ἀπό ἄκριτους ἀνθρώπους, προκαλεῖ τή Βαβυλώνιο ἐκστρατεία κατά τῆς ῾Ιερουσαλήμ. ῾Ο Ναβουχοδονόσωρ ἐπέρχεται ἐναντίον του καί πολιορκεῖ τήν ῾Ιερουσαλήμ. ῾Ο ῾Ιερεμίας μάταια συνιστᾶ στό βασιλέα ᾿Ιωακείμ ὑποταγή στούς Βαβυλώνιους. ῾Ο ᾿Ιωακείμ πεθαίνει καί πόλη καταλαμβάνεται καί πολιορκεῖται. ῾Ο ναός καταστρέφεται. ῾Ο ἄμεσος διάδοχος τοῦ ᾿Ιωακείμ, ὁ ᾿Ιωαχείμ (᾿Ιεχονίας) πορεύεται σέ αἰχμαλωσία μέ τούς ἀξιωματούχους τῆς χώρας καί δέκα χιλιάδες ἀπό τό λαό. ῾Ο βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ ὁρίζει ὡς διάδοχο τοῦ ᾿Ιεχονίου τόν Σεδεκία.
Κατά τήν τρίτη περίοδο τῆς δράσεως τοῦ Προφήτου ῾Ιερεμίου, τό 594 π.Χ., ἀπεσταλμένοι τῶν ᾿Ιδουμαίων, ᾿Αμμωνιτῶν, Τύρου καί Σιδῶνος, παρεκάλεσαν τόν Σεδεκία νά συμμαχήσουν κατά τῶν Βαβυλωνίων. Οἱ ψευδοπροφῆτες κηρύσσουν ὅτι τά ἱερά σκεύη τοῦ ναοῦ πού εἶχαν κλαπεῖ θά ἐπιστραφοῦν. ῾Ο ῾Ιερεμίας ἀντιτίθεται καί συμβολικά θέτει ζυγό στόν τράχηλό του, γιά νά δηλώσει ὅτι θά εἶναι δοῦλοι τοῦ Ναβουχοδονόσορος. ῾Ο ψευδοπροφήτης ᾿Ανανίας σπάζει τό ζυγό πάνω στόν τράχηλο τοῦ ῾Ιερεμίου, γιά νά τονίσει τήν ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ τῶν Βαβυλωνίων. ῾Ο ῾Ιερεμίας ἀπαντᾶ· «῎Εσπασες ξύλινους ζυγούς; Σιδερένιους θά θέσει ὁ Θεός στόν τράχηλό σας»16.
῾Ο Σεδεκίας ἐτήρησε συνετή πολιτική πρός τούς ἀπεσταλμένους τῶν ἄλλων περιοχῶν καί ἐνέκρινε τή γνώμη τοῦ Προφήτου ῾Ιερεμίου. ῞Ομως, κατά τό 588 π.Χ., ὁ φαραώ τῆς Αἰγύπτου Οὐαφρῆς ἐπαναστατεῖ κατά τῶν Βαβυλωνίων. Τό φρόνημα τῶν ᾿Ιουδαίων ἀναπτερώνεται καί λαμβάνουν καί αὐτοί μέρος στήν ἐπανάσταση αὐτή. ῾Ο ῾Ιερεμίας τούς ἀποτρέπει ἀπό τό νά συμμαχήσουν μέ τούς Αἰγυπτίους κατά τῶν Βαβυλωνίων. Οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ὑπακούουν καί ἐπαναστατοῦν. ῾Ο ῾Ιερεμίας ἐπιμένει ὅτι πόλη τῶν ῾Ιεροσολύμων θά καταστραφεῖ. Οἱ ἄρχοντες τόν ρίχνουν σέ λάκκο βορβορώδη, διότι μέ τόν τρόπο πού ὁ Προφήτης ὁμιλοῦσε παρέλυε τά χέρια τῶν πολεμιστῶν. Μέ τήν ἐπέμβαση ὅμως τοῦ ᾿Αβδεμέλεχ ἀποσύρεται ἀπό τό λάκκο. ῾Η πόλη τῶν ῾Ιεροσολύμων καταλαμβάνεται καί ὁ βασιλέας Σεδεκίας συλλαμβάνεται, τυφλώνεται καί ὁδηγεῖται στή Βαβυλώνα. ῾Η πόλη παραδίδεται στίς φλόγες.
Κατά τήν τέταρτη περίοδο τῆς δράσεώς του ὁ ῾Ιερεμίας, μετά τήν ἅλωση τῆς ῾Ιερουσαλήμ, ἀποφασίζει νά διαμείνει πλησίον τοῦ Γοδολίου. Τόν Γοδολία ὁ βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ ἐγκαθιστᾶ κυβερνήτη τῆς ᾿Ιουδαίας. Μετά ἀπό λίγο ὅμως ὁ Γοδολίας δολοφονεῖται καί ὁ ᾿Ιουδαϊκός λαός, φοβούμενος τήν τιμωρία ἀπό τούς Βαβυλωνίους, ἀποφασίζει νά ἀπέλθει στήν Αἴγυπτο παρά τή γνώμη τοῦ ῾Ιερεμίου καί τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τή θέλησή του παίρνουν μαζί τους καί τόν ῾Ιερεμία, ὁ ὁποῖος κηρύττει καί στήν Αἴγυπτο. Προλέγει τήν εἰσβολή τοῦ Ναβουχοδονόσορος, ὁποία καί ἔγινε. ᾿Εκεῖ οἱ ᾿Ιουδαῖοι περιπίπτουν σέ εἰδωλολατρία. ῾Ο Προφήτης ἐπέρχεται καί πάλι ἐναντίον αὐτῶν. ᾿Εκεῖνοι ὅμως δέν ὑπακούουν καί ὁ Προφήτης προλέγει τήν καταστροφή τους.
῾Ο Προφήτης ῾Ιερεμίας ἐλιθοβολήθηκε ἀπό τούς συμπατριῶτες του στήν πόλη Τάφνα τῆς Αἰγύπτου17 ἤ ἀπήχθη μαζί μέ τόν Βαρούχ αἰχμάλωτος ἀπό τόν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα σέ κάποια εἰσβολή του στήν Αἴγυπτο τό 568 π.Χ., ὡς λέγει κάποια Ραββινική παράδοση.
῾Η Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στό ναό τοῦ ᾿Αποστόλου Πέτρου, πού ἦταν κοντά στή Μεγάλη ᾿Εκκλησία.
Τό βιβλίο τοῦ Προφήτου ῾Ιερεμίου στήν Παλαιά Διαθήκη δέν παρουσιάζει μόνο ὑψηλές θρησκευτικές ἰδέες, ἀλλά κυρίως μία ζωηρή θρησκευτική προσωπικότητα, διότι ὁ ῾Ιερεμίας δέν ἐκήρυττε μόνο, ἀλλά ἐζοῦσε τή διδασκαλία αὐτή μέ τόση ἐπιμονή, ὥστε ὄχι μόνο ὁ θάνατός του ὑπῆρξε μαρτυρικός, ἀλλά καί ὁλόκληρη ζωή του ἦταν ἕνα διαρκές μαρτύριο. ῾Η διδασκαλία τοῦ Προφήτου ῾Ιερεμίου ἀφοροῦσε α) τόν ἄνθρωπο, β) τόν Θεό καί γ) τό λαό τοῦ Θεοῦ. Κέντρο καί τῶν τριῶν αὐτῶν εἶναι καρδιά, βάση τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βατᾶ, τοῦ Πέρσου.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς Βατᾶς καταγόταν ἀπό τήν Περσία καί ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς Χριστιανούς κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. Σέ λικία τριάντα ἐτῶν, ἀφοῦ ἄφησε τούς γονεῖς, τά τέκνα καί τή γυναίκα του, ἀπῆλθε σέ μοναστήρι καί ἔγινε μοναχός ποθώντας τή ζωή τῶν Μαρτύρων. ῎Ετσι, ὅταν ἔγινε διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν στήν Περσία, οἱ μέν ἄλλοι συμμοναστές του ἔφυγαν ἐγκαταλείποντας τό μοναστήρι, αὐτός δέ, ἀφοῦ ἔμεινε, συνελήφθη ἀπό τούς Πέρσες καί παραδόθηκε στόν ἄρχοντα Νισίβεως ᾿Ιασδήχ, ἀδελφό τοῦ Βαρζαβανᾶ, ὁ ὁποῖος τόν διέταξε νά προσκυνήσει τόν ἥλιο. ῾Ο ῞Αγιος ἀρνήθηκε καί ὁμολόγησε μέ πνευματική ἀνδρεία τό ῎Ονομα τοῦ Κυρίου. Τότε ὑπέστη φοβερό μαρτύριο. Τοῦ ἔδεσαν τά χέρια καί τά ἐτέντωσαν τόσο πολύ, ὥστε ἐξαρθρώθηκαν οἱ ὦμοι του. Στή συνέχεια τόν ἔδεσαν καί τόν ἔσυραν, τόν κατέκοψαν μέ μάχαιρα καί τέλος ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή του.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Φιλοσόφου, ἐν ᾿Αλεξανδρείᾳ ἀσκήσαντος.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Φιλόσοφος ἔζησε κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό τήν ᾿Αλεξάνδρεια. Τά σχετικά μέ τό Βίο του ἀφηγήθηκε ὁ Μέγας ᾿Αντώνιος.
῾Ο ῞Αγιος ἦταν κήρυκας τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία διέδιδε μέ πολλή εὐγλωττία καί θερμότητα, ὑποστηρίζοντας καί ἀναπτύσσοντας αὐτήν πειστικά καί ἀκαταμάχητα ἐνώπιον εἰδωλολατρῶν καί ᾿Ιουδαίων. Καί ἀκολουθώντας τά διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου ἐζοῦσε μέ τρόπο σεμνό καί ἄμεμπτο, ἐντελῶς ξένο πρός τά πάθη, μέ νεκρή τή σάρκα του.
Οἱ ἐχθροί τοῦ Σταυροῦ, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά τόν νικήσουν διά λόγου, πολλές φορές ἀποπειράθηκαν νά τόν παγιδεύσουν μέ δολερά δίχτυα. Τοῦ προσέφεραν πολλά χρήματα, ἀλλά αὐτός τά περιφρόνησε. Τοῦ ὑποσχέθηκαν ἀξιώματα, ἀλλά αὐτός ἐπέδειξε τό Εὐαγγέλιο. Τόν ἐκάλεσαν σέ πολυτελή συμπόσια, ἀλλά ὁ Φιλόσοφος ἤ δέν προσῆλθε ἤ περιορίσθηκε στό μέτρο τῆς ἐγκράτειας. Τότε ὁ ἄρχοντας τῆς ᾿Αλεξάνδρειας καί οἱ ἐχθροί του, θέλοντας νά καταισχύνουν καί νά σπιλώσουν τό σώφρονα βίο τοῦ Μάρτυρος, ἐμηχανεύθησαν τό ἑξῆς· τόν συνέλαβαν καί ἀντί ἄλλης τιμωρίας τόν προσέδεσαν ἐπάνω σέ ἕνα κρεβάτι. Στή συνέχεια ἀπέστειλαν πρός αὐτόν γυναίκα ἐλαφρῶν ἠθῶν, ὁποία μέ κάθε τρόπο τόν ἐδελέαζε καί τόν παρακινοῦσε πρός μείξη ἀκόλαστη. ῾Ο Μάρτυρας, μή δυνάμενος νά κινηθεῖ, ἔκλεισε τά μάτια του καί ἀψηφώντας τή δριμύτητα τοῦ πόνου ἐδάγκωσε τή γλώσσα του μέχρις αἵματος καί ἀποκοπῆς της. Τό αἷμα πού ἔτρεξε κατέβρεξε τή μορφή καί τά ἐνδύματα τῆς πόρνης, ὁποία παρέλυσε καί ἐταράχθηκε ἀπό τόν φόβο. Οἱ ἐχθροί τοῦ Μάρτυρος Φιλοσόφου ἐξεπλάγησαν, ἀλλά δέν μετανόησαν. ᾿Αφοῦ ἀπέτυχαν νά τόν παρασύρουν στήν ἀκολασία, ἀπεφάσισαν νά τόν φονεύσουν. ῎Ετσι τόν ἀποκεφάλισαν καί ὁ Μάρτυρας ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σάββα.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Σάββας ἐτελειώθηκε, ἀφοῦ τόν ἐκρέμασαν ἐπάνω σέ ἕνα δένδρο.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος ᾿Ακακίου ἤ ᾿Ασίου.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς ᾿Ακάκιος ἤ ῎Ασιος ἦταν διάκονος καί ἐμαρτύρησε στή Γαλλία τό 303 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Ακέλου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς ῎Ακελος ἦταν ὑποδιάκονος καί ἐμαρτύρησε στή Γαλλία τό 303 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), μαζί μέ τόν ῞Αγιο ῾Ιερομάρτυρα ᾿Ακάκιο ἤ ῎Ασιο.
†Τή αὐτή ἡμέρα, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός Ἰσιδώρας, τῆς διά Χριστόν σαλής
᾿Αναφέρεται στά Γεροντικά ὅτι ὁ ῞Οσιος Πιτυροῦν († 29 Νοεμβρίου) ἐπληροφορήθηκε ἀπό τόν Κύριο γιά τήν ἀρετή τῆς ῾Οσίας ᾿Ισιδώρας καί ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τή μονή αὐτῆς ἐζήτησε νά συγκεντρωθοῦν ὅλες οἱ μοναχές. ῞Οταν ἦλθαν αὐτές, ὁ ῞Οσιος Πιτυροῦν δέν διέκρινε σέ καμία φωτοστέφανο, ὅπως εἶχε ἀπό τό Θεό βεβαιωθεῖ ὅτι θά ἔχει ῾Οσία ᾿Ισιδώρα. Τότε ἐζήτησε νά πληροφορηθεῖ ἐάν ὑπῆρχε ἄλλη μοναχή στή μονή. ᾿Αναφέρθηκε λοιπόν στόν ῞Αγιο ὅτι ὑπῆρχε μία σαλή. ῾Ο ῞Οσιος Πιτυροῦν παρεκάλεσε νά κληθεῖ καί σαλή. Κατά τήν εἴσοδο τῆς ῾Οσίας ᾿Ισιδώρας ὁ ῞Οσιος Πιτυροῦν διέκρινε τό φωτοστέφανο ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς καί ἔτσι ἀποκαλύφθηκε ὅτι ῾Οσία ᾿Ισιδώρα ὑποκρινόταν τή σαλή καί τοῦτο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
῾Η ῾Οσία ᾿Ισιδώρα, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σέ μονή τῆς Αἰγύπτου, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 365 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Μιχαήλ, τοῦ Θαυματουργοῦ.
῾Ο ῞Οσιος Μιχαήλ εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαριστές καί στά Μηναῖα. ᾿Ακολουθία ἀφιερωμένη σέ αὐτόν ὑπάρχει, κατά τήν 1η Μαΐου, στόν Παρισινό Κώδικα18, ὅπου ἐξυμνοῦνται οἱ ἀσκητικές του ἀρετές καί θαυματουργική χάρη πού ἀνέβλυζε ἀπό τόν τάφο του.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν ᾿Αγαπητοῦ, ἐπισκόπου ῾Ωξέρρης.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Αγαπητός καταγόταν ἀπό τή Γαλλία καί ἔζησε μεταξύ τοῦ 4ου καί 5ου αἰῶνος μ.Χ. Μετά ἀπό ἐπιμονή τῶν γονέων του ἐνυμφεύθηκε τή Μάρθα, ἀλλά μετά τό γάμο τους συμφώνησαν νά ζήσουν μέ ἁγνότητα καί παρθενία. ῾Η Μάρθα ἔγινε μοναχή καί ὁ ῞Αγιος ᾿Αγαπητός μοναχός. Τό 388 μ.Χ. ἐξελέγη ᾿Επίσκοπος ῾Ωξέρρης καί ἐποίμανε τήν ἐπισκοπή του θεοφιλῶς. Γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του ὁ Θεός τόν ἐπροίκισε μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Αγαπητός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 418 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν ᾿Ασαφίου, ἐπισκόπου Οὐαλλίας.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ασάφιος ἔζησε κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. καί ἦταν ᾿Επίσκοπος Οὐαλλίας. ᾿Ασκήτεψε σέ μονή πού εὑρισκόταν κοντά στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ ῎Ελγουϊ τῆς βόρειας Οὐαλλίας, ὁποία καί εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τόν ῞Αγιο Κεντιγκέρνο, ᾿Επίσκοπο Γλασκώβης († 13 ᾿Ιανουαρίου). ῾Ο Θεός τόν ἀξίωσε μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας. ῾Ο ῞Αγιος συνέγραψε μοναχικούς κανόνες, τυπικές διατάξεις γιά τήν ᾿Εκκλησία του καί ἄλλα ἔργα καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἐγκαινίων τῆς Νέας ᾿Εκκλησίας.
Τό ναό αὐτό, ἀφιερωμένο στόν Σωτήρα Χριστό, τόν ᾿Αρχάγγελο Μιχαήλ καί τόν Προφήτη ᾿Ηλία, ἔκτισε στά ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Βύ κατά τό ἔνατο ἔτος τῆς βασιλείας αὐτοῦ (876 μ.Χ.), ἀφοῦ περισυνέλεξε μάρμαρα, κίονες καί ψηφίδες ἀπό ἐρειπωμένους ναούς. Τά ἐγκαίνια τῆς Νέας ᾿Εκκλησίας ἔγιναν τήν 1η Μαΐου τοῦ 881 μ.Χ. ἀπό τόν Πατριάρχη Φώτιο.
Στήν ἑορτή τοῦ ναοῦ κατά τό 10ο αἰώνα μ.Χ. συνηθιζόταν προσέλευση τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ δέ Πατριάρχης ἀνέβαινε στό παλάτι καί ἀπό ἐκεῖ κατέβαινε στή Νέα ᾿Εκκλησία, γιά νά λειτουργήσει.
† Τῆ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Συμεών τοῦ Πενταγλώσσου, τοῦ Σιναΐτου.
῾Ο ῞Οσιος Συμεών ὁ Πεντάγλωσσος ἦταν ῞Ελληνας ἀπό τή Σικελία. ᾿Εσπούδασε στήν Κωνσταντινούπολη κατά τίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. καί στή συνέχεια μετέβη στήν Παλαιστίνη, ὅπου ἐμόνασε σέ διάφορα μοναστήρια. Κατόπιν ἦλθε στή μονή τοῦ Σινᾶ καί ἀσκήτεψε ἐκεῖ. ῏Ηταν ἐκεῖνος πού μετέφερε περί τό 1026 λείψανα τῆς ῾Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αἰκατερίνης στίς πόλεις Τρέβς καί Ρουένη τῆς Γαλλίας19, στήν ὁποία ἵδρυσε καί μονή ἀφιερωμένη στήν ῾Αγία Αἰκατερίνη. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1035.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, ἀνάμνησις τοῦ φοβεροῦ καί μετά φιλανθρωπίας γενομένου σεισμοῦ ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ Σινᾷ.
Τό γεγονός τοῦ σεισμοῦ αὐτοῦ ἀπαντᾶ σέ Σιναϊτικούς Κώδικες20 καί συνέβη τό 1201 στή μονή Σινᾶ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Ταμάρας, τῆς βασιλίσσης, τῆς ἐκ Γεωργίας.
῾Η ῾Αγία Ταμάρα Μεγάλη, βασίλισσα τῆς Γεωργίας, ἐγεννήθηκε περί τό 1165 καί καταγόταν ἀπό τήν ἀρχαία γεωργιανή δυναστεία τῶν Μπαγκραντίντ. Τό 1178 συνεβασίλευσε μέ τόν πατέρα της Γεώργιο τόν Γύ. ῾Η βασιλεία τῆς Ταμάρας ἔμεινε γνωστή στή Γεωργιανή ῾Ιστορία ὡς Χρυσή ᾿Εποχή. ῾Η ῾Αγία διακρινόταν γιά τή μεγάλη εὐλάβειά της καί τό ἱεραποστολικό της ἔργο. Συνεχίζοντας τό ἔργο τοῦ παπποῦ της, ῾Αγίου Δαβίδ († 26 ᾿Ιανουαρίου), διέδωσε τόν Χριστιανισμό σέ ὅλη τή Γεωργία, καί ἀνήγειρε ναούς καί μονές. Τό 1204, ὁ κυβερνήτης τοῦ σουλτανάτου Ρούμα, ὁ Ρούκν-ἐν-Ντίν, ἔστειλε μία διαταγή στή βασίλισσα Ταμάρα, σύμφωνα μέ τήν ὁποία Γεωργία ἔπρεπε νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη στόν Χριστό καί νά ἀσπασθεῖ τό Μουσουλμανισμό.
῾Η ῾Αγία Ταμάρα ἀρνήθηκε καί σέ μία ἱστορική μάχη, κοντά στή Βασιανή, ὁ γεωργιανός στρατός ἐνίκησε τούς Μουσουλμάνους. ῾Η σοφή καί δίκαιη βασιλεία τῆς ῾Αγίας Ταμάρας τῆς ἐχάρισε τήν ἀγάπη τοῦ λαοῦ της. ῾Η ῾Αγία διῆλθε τά τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου της στό μοναστήρι τῶν Σπηλαίων τῆς Μπάρζια. Τό κελλί της συνδεόταν μέ τήν ἐκκλησία μέ ἕνα παράθυρο, διά μέσου τοῦ ὁποίου μποροῦσε νά προσεύχεται στόν Θεό κατά τή διάρκεια τῶν ἱερῶν ᾿Ακολουθιῶν. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1213 καί συγκαταριθμήθηκε στή χορεία τῶν ῾Αγίων.
῾Η μνήμη τῆς ῾Αγίας Ταμάρας τιμᾶται, ἐπίσης, καί τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη ὁσίου πατρός ἠμῶν Νικήτα, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Οσιος Νικήτας τοῦ Μπορόβσκ ἔζησε κατά τό 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία, ὅπου ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καί συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν ῞Αγιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ. Οἱ μελετητές τῆς ἁγιογραφίας καί τῆς ἱστορίας τῶν ρωσικῶν μοναστηριῶν ὑπέθεσαν διάφορα γιά τό βίο τοῦ ῾Οσίου Νικήτα, τά ὁποῖα μποροῦν νά ὁμαδοποιηθοῦν σέ τρεῖς κατηγορίες·
1) ῾Ο ῞Οσιος Νικήτας ἦταν ὁ διάδοχος τοῦ ᾿Αθανασίου Βύ τοῦ Νέου, στήν πνευματική καθοδήγηση τῆς μονῆς τοῦ Βυσόσκϊυ στό Σεπρούχωβ, πού εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τό μαθητή τοῦ ῾Αγίου Σεργίου τόν ᾿Αθανάσιο τόν Πρεσβύτερο, κατά τά ἔτη 1373-1374. ῾Ο ῞Οσιος θά πρέπει νά διετέλεσε γούμενος ἀπό τό 1395 μέχρι τό 1444.
2) Μερικοί ἱστορικοί ταυτίζουν τόν ῞Οσιο Νικήτα μέ τόν Νικηφόρο, γούμενο καί ἱδρυτή, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, τῆς μονῆς τῆς Προστασίας τῆς Θεοτόκου στό Μπορόβσκ. ῾Ο ῞Οσιος Νικήτας πρέπει νά ἐγκαταβίωσε σέ αὐτό τόν τόπο ἤδη λικιωμένος, ἀφοῦ εἶχε πρίν διατελέσει ῾Ηγούμενος στό Σεπρούχωβ.
3) Μία τελευταία ὑπόθεση ταυτίζει τόν ῞Οσιο Νικήτα τοῦ Μπορόβσκ μέ τόν ῞Οσιο Νικήτα τῆς Κοστρόμα.
῾Ο ῞Οσιος Νικήτας ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη. ῾Η μνήμη του ἀναφέρεται, ἐπίσης, κατά τήν μέρα τῆς ἑορτῆς τῶν μαθητῶν τοῦ ῾Αγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ († 6 ᾿Ιουλίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Παφνουτίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ.
῾Ο ῞Οσιος Παφνούτιος τοῦ Μπορόβσκ, κατά κόσμον Παρθένιος, ἔζησε κατά τό 13ο καί 14ο αἰώνα μ.Χ. ῾Ο πατέρας του ὀνομαζόταν ᾿Ιωάννης. Σέ λικία εἴκοσι ἐτῶν ὁ Παρθένιος ἔφυγε κρυφά ἀπό τήν πατρική οἰκία καί κατέφυγε σέ μοναστήρι. Τό 1414 κείρεται μοναχός στή μονή Ποκρόβσκι Βισότσκι τῆς πόλεως Μπορόβσκ καί ὀνομάζεται Παφνούτιος. ῞Οταν ἀπέθανε ὁ γούμενος τῆς μονῆς, ὁ ῞Οσιος ἐξελέγη στή θέση του. Τό 1426 χειροτονεῖται πρεσβύτερος ἀπό τόν Μητροπολίτη Κιέβου Φώτιο. Σέ λικία πενήντα ἑνός ἐτῶν ὁ ῞Οσιος Παφνούτιος ἀσθένησε βαριά καί ἀποσύρθηκε ἀπό τήν γουμενία, ἀφοῦ ἔλαβε τό μέγα ἀγγελικό σχῆμα.
Μετά τήν ἀνάρρωσή του, τήν μέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ῾Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, στίς 23 ᾿Απριλίου τοῦ 1444, ἐγκαταλείπει τό μοναστήρι καί καταφεύγει γιά ἄσκηση καί συχία στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πρότβα. Σέ λίγο τόν ἀκολουθοῦν καί ἄλλοι μοναχοί καί ἔτσι δημιουργεῖται μιά νέα μονή. Πρώτιστο μέλημα τοῦ ῾Οσίου ἦταν ἀνοικοδόμηση ἑνός νέου πέτρινου ναοῦ ἀφιερωμένου στό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου.
῾Ο ῞Οσιος ἀποτελοῦσε παράδειγμα ἁπλότητος καί ἐγκράτειας. Εἶχε τό πιό φτωχό κελλί καί τροφή του ἦταν πολύ ἁπλή καί ἐλάχιστη. ᾿Από τά διακονήματα τῆς μονῆς ὁ ῞Οσιος διάλεγε τά πιό βαριά· ἔκοβε καί μετέφερε ξύλα, ἔσκαβε καί ἐπότιζε τόν κῆπο. Αὐτό ὅμως πού τόν διέκρινε ἦταν ἀγάπη του πρός τό λειτουργικό βίο τῆς ᾿Εκκλησίας καί τίς ᾿Ακολουθίες.
῾Ο ῞Οσιος Παφνούτιος προέβλεψε τό θάνατό του. Προσευχήθηκε γιά τελευταία φορά, εὐλόγησε τούς ἀδελφούς του καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1477.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μακαρίου, μητροπολίτου Κιέβου.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς Μακάριος, Μητροπολίτης Κιέβου, ἦταν γούμενος τῆς μονῆς τῆς ῾Αγίας Τριάδος Βιλένκ. Τό 1495, μετά τό θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου ᾿Ιωνᾶ (1488-1494), ὁ ῞Αγιος Μακάριος ἐξελέγη Μητροπολίτης Κιέβου. ᾿Εμαρτύρησε τό 1497, στό χωριό Στριγκόλοβο, στόν ποταμό Βζχιζά, ὅταν οἱ Τάταροι μπῆκαν στή Ρωσία.
Τά ἄφθαρτα ἱερά λείψανα τοῦ ῾Αγίου Μακαρίου φυλάσσονται στόν καθεδρικό ναό τοῦ ῾Αγίου Βλαδιμήρου τοῦ Κιέβου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Ζωσιμᾶ, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
῾Ο ῞Αγιος Ζωσιμᾶς ἔζησε κατά τό 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. στή Γεωργία καί ἦταν ᾿Επίσκοπος τῆς πόλεως Κουμοῦρντο. ᾿Εκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Γερασίμου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Οσιος Γεράσιμος τοῦ Μπολτίνσκ, κατά κόσμον Γρηγόριος, ἐγεννήθηκε τό 1490 στό Πέρεσλαβ-Ζάλεσκ τῆς Ρωσίας. ᾿Από μικρή λικία διακρινόταν γιά τό φιλακόλουθο τοῦ χαρακτήρα του καί τήν εὐσέβειά του. Εἶχε ὡς πρότυπό του τόν ῞Οσιο Δανιήλ τοῦ Περεγιασλάβλ († 7 ᾿Απριλίου) καί γι᾿ αὐτό ἀκολούθησε ἐνωρίς τό μοναχικό βίο. Μετά ἀπό ἕνα σύντομο χρονικό διάστημα δοκιμασίας, ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Γεράσιμος.
῾Ο νέος μοναχός μέ μεγάλο ζῆλο ἐκπλήρωσε τίς ἀρετές τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς καί σύντομα ἔγινε γνωστός στή Μόσχα γιά τήν πνευματικότητα καί τό αὐστηρό τοῦ βίου του. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐκλήθηκε στή Μόσχα, ὅπου ἐγνώρισε τόν τσάρο.
῾Η μεγάλη φήμη του στή χώρα ἦταν ἕνα βάρος γιά τόν ῞Οσιο, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε τήν συχία καί τήν ἄσκηση. ῎Ετσι, μετά ἀπό εἴκοσι ἕξι χρόνια κάτω ἀπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ ῾Αγίου Δανιήλ, ὁ ῞Οσιος Γεράσιμος ἔλαβε τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός του γιά τόν συχαστικό βίο. ᾿Εγκαταστάθηκε κοντά στήν πόλη Ντορογκομπούζα, στή χώρα τῶν Σμόλενκ, σέ ἕνα ἄγριο δάσος, στό ὁποῖο κατοικοῦσαν μόνο φίδια καί ἄγρια ζῶα. Συχνά ὁ ῞Οσιος ἐδεχόταν ἐπιθέσεις ληστῶν, ἀλλά τίς ὑπέμενε μέ ἠρεμία καί συχία προσευχόμενος γιά ἐκείνους πού εὑρίσκονταν μακριά ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. ᾿Εξ αἰτίας ἑνός συγκεκριμένου ὁράματος, πῆγε στό βουνό Μπολντίνα, ὅπου σέ μία πηγή εὑρισκόταν μία τεράστια βελανιδιά. Οἱ γηγενεῖς τόν ἐκτύπησαν μέ ρόπαλα καί ἤθελαν νά τόν πνίξουν, ἀλλά ἐπειδή ἐφοβήθηκαν, τόν παρέδωσαν στόν κυβερνήτη τῆς Ντορογκομπούζα, ὁ ὁποῖος τόν ἔριξε στή φυλακή, ἐπειδή ἦταν ἄστεγος. ῾Ο ῞Οσιος Γεράσιμος μέ ὑπομονή ἄντεξε τόν ἐξευτελισμό, ἔμεινε σιωπηλός καί προσευχόταν.
Κατά τή διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου, ἕνας αὐτοκρατορικός ἀντιπρόσωπος ἦλθε ἀπό τή Μόσχα στόν κυβερνήτη. Βλέποντας τόν ῞Οσιο Γεράσιμο, ὑποκλίθηκε σέ αὐτόν καί ἐζήτησε τήν εὐλογία του. Παλαιότερα εἶχε δεῖ τόν ῞Οσιο Γεράσιμο μαζί μέ τόν ῞Αγιο Δανιήλ ἐνώπιον τοῦ τσάρου. ῾Ο κυβερνήτης ἐτρομοκρατήθηκε καί ἀμέσως ἱκέτευσε γιά τή συγχώρηση τοῦ ῾Οσίου καί ὑποσχέθηκε νά κτίσει ἕνα οἴκημα, γιά νά τόν προστατεύει ἀπό τούς ληστές. ᾿Από αὐτήν τήν περίοδο, ὁ ῞Οσιος Γεράσιμος ἄρχισε νά δέχεται αὐτούς πού διακατέχονταν ἀπό τόν πόθο γιά τό μοναχικό βίο καί ἐζήτησε ἄδεια ἀπό τή Μόσχα, γιά νά κτίσει ἕνα μοναστήρι. Τό 1530 ἔκτισε μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στήν ῾Αγία Τριάδα καί οἰκοδόμησε κελλιά γιά τούς μοναχούς.
᾿Εκτός ἀπό τό μοναστήρι στή Μπολντίνα, ὁ ῞Οσιος Γεράσιμος ἵδρυσε ἀκόμα ἕνα μοναστήρι πρός τιμήν τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου στήν πόλη τῆς Βιάζμα καί ἀργότερα στό δάσος τοῦ Βράιανκ, στόν ποταμό Ζίζντρα, ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. ῾Ο Πέτρος Κοροστέλεβ, ἕνας μαθητής τοῦ ῾Οσίου Γερασίμου, ἔγινε γούμενος σέ αὐτό τό μοναστήρι.
᾿Αρκετοί ἀσκητές ἦταν ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ ῾Οσίου Γερασίμου· ὁ γούμενος ᾿Αντώνιος, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε ᾿Επίσκοπος Βολόγκντα († 26 ᾿Οκτωβρίου) καί ὁ ᾿Αρκάδιος, ὁ ὁποῖος ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης καί ἐνταφιάσθηκε στό μοναστήρι τῆς Μπολντίνα.
Πρίν ἀπό τό θάνατό του, ὁ ῞Οσιος Γεράσιμος ἐκάλεσε ὅλους τούς γουμένους καί τούς μοναχούς ἀπό τά μοναστήρια πού εἶχε ἱδρύσει, τούς εἶπε γιά τό βίο του καί τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες πνευματικές ὑποθῆκες, πού κατεγράφησαν στό βιβλίο «Ζωή», τό ὁποῖο ἔγραψε ὁ ῞Αγιος ᾿Αντώνιος κατ᾿ ἀπαίτηση τῶν γερόντων.
῾Ο ῞Αγιος Γεράσιμος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1554.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Παναρέτου, ἐπισκόπου Πάφου.
῾Ο ῞Αγιος Πανάρετος ἐγεννήθηκε στήν Κύπρο καί συγκεκριμένα στήν Περιστερωνοπηγή ᾿Αμμοχώστου, περί τό 1710. ῾Η ἐποχή ἐκείνη ἦταν δύσκολη. Τό πολύσκλαβο μαρτυρικό νησί ἦταν κάτω ἀπό τή σκλαβιά τῶν Τούρκων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἄνθρωποι εὐλαβεῖς καί εὔποροι. ῾Ο ῞Αγιος ἔμαθε τά πρῶτα γράμματα ἀπό τούς γονεῖς του καί μετά συνέχισε τίς σπουδές του στό ῾Ελληνικό σχολεῖο στή Λευκωσία. Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του ἐπέστρεψε καί ἐγκαταβίωσε στό ἐρειπωμένο μοναστήρι τοῦ ῾Αγίου ᾿Αναστασίου, πού εὑρισκόταν στό χωριό του.
᾿Αργότερα ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καί διετέλεσε γούμενος γιά πολλά χρόνια στό μοναστήρι τῆς Θεοτόκου στήν Παλλουριώτισσα Λευκωσίας. ῾Η περίοδος τῆς γουμενίας του στό μοναστήρι ὑπῆρξε μία περίοδος ἐθνικῶν δοκιμασιῶν καί διωγμῶν τοῦ ῾Ελληνικοῦ στοιχείου. ῞Ενας Τοῦρκος ἐπαναστάτης, ὀνόματι Χαλήλης, μέ δύο χιλιάδες περίπου ὁμοεθνεῖς του, ἠθέλησε νά καταλάβει τή Λευκωσία. ῾Η κατάσταση ἦταν μαρτυρική. Μέ κίνδυνο τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς του ὁ ῞Αγιος Πανάρετος, στίς δύσκολες ἐκεῖνες στιγμές, ἔγινε ὁ παρήγορος ἄγγελος τῶν πονεμένων καί ὁ ὑπερασπιστής καί προστάτης τῶν καταδιωγμένων. ῾Η ζωντανή καί οὐσιαστική συμπαράστασή του στόν πόνο τοῦ λαοῦ ἐκτιμήθηκε τόσο, ὥστε κλῆρος καί λαός συνῆλθε καί τόν ἐξέλεξε Μητροπολίτη Πάφου τό 1767.
᾿Από τή θέση αὐτή τοῦ ἐδόθηκε εὐκαιρία νά ἀναπτύξει ὅλα τά κρυμμένα χαρίσματά του καί ἔγινε τά σκοτεινά ἐκεῖνα χρόνια γιά τούς σκλαβωμένους βακτηρία καί στήριγμα καί φάρος φωτεινός. ᾿Εποίμαινε τό ποίμνιό του μέ αὐταπάρνηση. Μέ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι παραδέχονταν μέ εἰλικρίνεια τά λάθη τους καί ἀγωνίζονταν νά διορθωθοῦν, ἦταν ἐπιεικής. Τούς πονηρούς καί ἀδιόρθωτους τούς ἀντιμετώπιζε μέ τήν ἁρμόζουσα σέ κάθε περίπτωση αὐστηρότητα, προκειμένου νά ἀφυπνήσει συνειδήσεις καί νά προκαλέσει τή μετάνοια καί τή διόρθωση.
Κάποιος ἀπό τούς ἱερεῖς τῆς ἐπαρχίας τοῦ ῾Αγίου καταλήφθηκε ἀπό τό πάθος τῆς αἰσχροκέρδειας, μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἐνορίτες του νά ὑποφέρουν καί νά ἀναγκασθοῦν νά τόν καταγγείλουν στόν ᾿Επίσκοπο. Αὐτός ἐκάλεσε τόν ἱερέα, τοῦ ἔκανε τίς σχετικές παρατηρήσεις, τόν συνεβούλευσε κατάλληλα καί ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε ὅτι θά προσπαθήσει νά διορθωθεῖ. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν ἔκανε καμιά προσπάθεια, ἀντίθετα μάλιστα τά πράγματα ἐχειροτέρεψαν καί οἱ ἐνορίτες ἐζήτησαν τήν ἀπομάκρυνσή του. ῾Ο ᾿Επίσκοπος τόν συμβούλεψε καί γιά δεύτερη καί τρίτη φορά. ῞Οταν ὅμως ἐβεβαιώθηκε γιά τήν ἀμετανοησία του καί γιά τήν προσπάθειά του νά παραπλανήσει τόν ᾿Επίσκοπο μέ ψεύτικους ὅρκους, τόν ἐτιμώρησε μέ ἕναν πρωτότυπο καί ἀσυνήθιστο τρόπο. Τήν ὥρα πού ὁμιλοῦσε μέ θράσος καί ἔλεγε ψέματα τοῦ εἶπε μέ αὐστηρότητα· «νά κλείσεις τό στόμα σου καί νά μήν ὁμιλεῖς, ἀφοῦ καταδέχεσαι νά ψεύδεσαι καί νά ὁρκίζεσαι χωρίς φόβο». Καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἔμεινε ἄλαλος καί δέν μποροῦσε νά ὁμιλήσει. Μετά ἀπό ἀρκετό χρονικό διάστημα καί ἀφοῦ ὁ ἱερέας ἀρρώστησε βαριά, ἐζήτησε νά δεῖ τόν ῞Αγιο καί μέ νεύματα νά ἐξομολογηθεῖ. ᾿Εκεῖνος ἔτρεξε κοντά του καί, ὅταν διέγνωσε τήν ἀληθινή του μετάνοια, τόν συγχώρησε, τόν εὐλόγησε καί τότε ἐλύθηκε γλώσσα του. ᾿Εξομολογήθηκε, ἐκοινώνησε καί ἀπῆλθε τοῦ κόσμου τούτου μέ μετάνοια.
Τόν ῞Αγιο Πανάρετο ἀπασχολοῦσε ἔντονα τό θέμα τῆς σωτηρίας του. Σέ ὅλη του τή ζωή προετοιμαζόταν γιά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου του. Εἶχε τό χάρισμα τῆς μνήμης τοῦ θανάτου καί ἐπιθυμοῦσε τά τέλη τῆς ζωῆς του νά εἶναι χριστιανά, ἀνεπαίσχυντα καί εἰρηνικά. ᾿Αξιώθηκε δέ νά προγνωρίσει τήν ὥρα τῆς κοιμήσεώς του καί ἐφρόντισε νά εἶναι πανέτοιμος. Λίγο πρίν τήν κοίμησή του εἶπε στόν πρωτοσύγκελλό του ὅτι θά ἔλθει ὁ φίλος του ᾿Επίσκοπος πρώην Καρπάθου Παρθένιος, γιά νά τόν ἐξομολογήσει. Μάλιστα τοῦ εἶπε νά πάει στήν προκυμαία νά τόν ὑποδεχθεῖ καί νά τόν φέρει στό ᾿Επισκοπεῖο. ῾Ο πρωτοσύγκελλος ἐνόμισε ὅτι ὁ ῞Αγιος παραμιλοῦσε λόγῳ τῆς ἀρρώστιας του καί παράκουσε. Στή συνέχεια ὅμως, μετά τήν ἐπιμονή τοῦ ῾Αγίου, ὑπάκουσε καί πραγματικά εὑρῆκε στήν προκυμαία ἕνα πλοῖο, τό ὁποῖο λόγῳ τῶν ἰσχυρῶν ἀνέμων πού ἔπνεαν, προσάραξε στήν Πάφο. Μέσα σέ αὐτό εὑρισκόταν ὁ ᾿Επίσκοπος Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε, γεμάτος συγκίνηση καί θαυμασμό, νά συναντήσει τόν ῞Αγιο. ᾿Αφοῦ τόν ἐξομολόγησε, τήν ἑπόμενη μέρα ἐλειτούργησε καί τόν ἐκοινώνησε. ῾Ο ῞Αγιος Πανάρετος τόν παρεκάλεσε νά παραμείνει ἄλλη μία μέρα, γιά νά τελέσει καί τήν ἐξόδιο ᾿Ακολουθία του. ᾿Εκεῖνος παρέμεινε καί ἐκήδευσε τό ἱερό λείψανο τοῦ ῾Αγίου, τό ὁποῖο εὐωδίαζε καί μάλιστα ἐθεράπευσε καί πολλούς ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐπικαλέσθηκαν τίς πρεσβεῖες του.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου, τοῦ ἐκ Δημητσάνης, καί ᾿Ιγνατίου, τοῦ Νέου.
῾Η ᾿Εκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τοῦ ῾Οσιομάρτυρος Εὐθυμίου
(† 22 Μαρτίου) καί τοῦ ῾Οσιομάρτυρος ᾿Ιγνατίου τοῦ Νέου
(† 8 ᾿Οκτωβρίου), συναθλητῶν τοῦ ῾Αγίου ᾿Ακακίου, καί τήν 1η Μαΐου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος ᾿Ακακίου.
῾Ο ῞Αγιος ῾Οσιομάρτυς ᾿Ακάκιος, κατά κόσμον ᾿Αθανάσιος, καταγόταν ἀπό τό Νεοχώρι, σημερινό ᾿Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης, καί ἐγεννήθηκε τό 1792. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἀναγκασθεῖ γιά βιοποριστικούς λόγους νά μετακομίσουν τό 1805 στίς Σέρρες, ὅπου παρέδωσαν τόν ἐννιάχρονο ᾿Αθανάσιο σέ κάποιον ὑποδηματοποιό, γιά νά τοῦ διδάξει τήν τέχνη του. ῞Ομως σκληρή συμπεριφορά του καί κακομεταχείριση ἐξώθησαν τόν ᾿Αθανάσιο σέ ἄρνηση τῆς πίστης του, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά βάσανα. Στήν πράξη του αὐτή τόν προέτρεψαν καί δύο ᾿Οθωμανές, οἱ ὁποῖες παρακολουθοῦσαν τήν ἀπάνθρωπη συμπεριφορά τοῦ ἀφεντικοῦ του, καί ὑποσχόμενες μιά καλύτερη ζωή στό μικρό ᾿Αθανάσιο τόν ἔπεισαν τήν μέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς νά ἀλλαξοπιστήσει. Μωαμεθανός πλέον ὁ ᾿Αθανάσιος, υἱοθετήθηκε ἀπό τόν Τοῦρκο γεμόνα τῆς περιοχῆς ᾿Ισούφ Μπέη, στό σπίτι τοῦ ὁποίου παρέμεινε ἐπί ἐννέα χρόνια. Σέ λικία δέκα ὀκτώ ἐτῶν ὁ ᾿Αθανάσιος ἐδέχθηκε τήν πονηρή ἐπίθεση τῆς μητριᾶς του, ὁποία, καθώς ἔβλεπε τόν ᾿Αθανάσιο νά μεγαλώνει καί νά ἀνδρώνεται, τόν ἐρωτεύθηκε, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη ἐρωτεύθηκε τόν ᾿Ιωσήφ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ. ᾿Επειδή ὅμως αὐτός δέν ὑποχώρησε καί δέν ὑπέκυψε στό πάθος τῆς μητριᾶς του ἐσυκοφαντήθηκε ἀπ᾿ αὐτήν στό θετό πατέρα του, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκδιωχθεῖ ἀπό αὐτόν. ᾿Εκμεταλλευόμενος αὐτή τήν εὐκαιρία κατέφυγε στή Θεσσαλονίκη κοντά στούς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς Σέρρες, μόλις ἐπληροφορήθησαν τήν ἀρνησιθρησκεία του.
Στή συνέχεια, ἀκολουθώντας τίς συμβουλές τῶν γονέων του, μετέβη στό ῞Αγιον ῎Ορος, ὅπου, ἀφοῦ περιπλανήθηκε σέ ἀρκετές μονές, κατέληξε τελικά στή σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στή συνοδεία τοῦ γέροντος Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος τόν παρέδωσε ὡς ὑποτακτικό στό γέροντα ᾿Ακάκιο, γιά νά τόν προετοιμάσει γιά τό μαρτύριο, ὅπως εἶχε κάνει καί προηγουμένως μέ τούς ῾Οσιομάρτυρες Εὐθύμιο καί ᾿Ιγνάτιο.
Μετά ἀπό ἕνα διάστημα συνεχοῦς ἀσκήσεως καί ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ὁ ᾿Αθανάσιος, ὁ ὁποῖος ἐκάρη μοναχός καί μετονομάσθηκε ᾿Ακάκιος, ἔχοντας τίς εὐλογίες τῶν λοιπῶν γερόντων ἐξεκίνησε συνοδευόμενος ἀπό τό μοναχό Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος εἶχε συνοδεύσει ἐνωρίτερα καί τούς δύο παραπάνω ῾Οσιομάρτυρες γιά τήν Κωνσταντινούπολη στίς 10 ᾿Απριλίου. ῾Ο ῞Αγιος ἐβάδιζε μέ χαρά πρός τό μαρτύριο.
Λίγο πρίν τήν ἀναχώρησή του, πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου, ἔγραψε τήν ἀκόλουθη ἐπιστολή πρός τόν γέροντα καί τούς ἀδελφούς του μοναχούς·
Πανοσιώτατέ μοι καί πνευματικέ μου πάτερ δουλικῶς σοῦ προσκυνῶ καί τήν ἁγίαν δεξιάν σου ἀσπάζομαι.
Τό παρόν μου ταπεινόν γράμμα δέν εἶν᾿ εἰς ἄλλο τι εἰ μή εἰς τό νά ζητήσω τήν εὐχήν σας καί διά νά μάθετε καί τό καλό μας κατευώδιο μέ τήν χάριν τοῦ ἁγίου Θεοῦ καί μέ τίς ἐδικές σας ἁγίες εὐχές. Κατευωδωθήκαμεν εἰς τήν βασιλεύουσαν τῇ 24ῃ τοῦ ᾿Απριλίου μηνός [καί ἐμπήκαμεν μαζί μέ τόν γέροντά μου εἰς τά ἐργαστήρια τά χαβιαρτζίδικα, ὅπου καί ἄλλην φοράν ἐμπῆκεν ὁ γέροντάς μου], καί ἐλπίζω μέ τήν χάριν τοῦ ἁγίου Θεοῦ καί τῆς Κυρίας μου βασίλισσας καί μέ τίς ἐδικές σου θερμές δεήσεις πρός τόν Κύριον καί τῶν συναδέλφων μου νά λάβῃ τέλος κι ὑπόθεσίς μας.
Τούς συναδέλφους μου πολύ τούς παρακαλῶ καί τούς χαιρετῶ, νά μή μέ λησμονήσουν καί ἀκούγοντας τό μακάριόν μου τέλος νά εὐχαριστήσετε τόν Κύριον ἠμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν καί τήν Κυρίαν μου Βασίλισσαν καί νά δοξολογήσετε καί νά καταλύσετε ὅλη τήν ἑβδομάδα ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει ψυχῆς. Διά τούς κόπους πού ἐδοκιμάσατε δι᾿ ἐμέ μέχρι σήμερα ἐγώ δέν εἶμαι ἱκανός νά σᾶς εὐχαριστήσω, μόνον ὁ ἐπουράνιος βασιλεύς μου νά σᾶς ἀντιβραβεύσῃ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν καί νά μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος νά συγκατοικήσουμε ὁμοῦ. Καί ὅσοι ἀκόμη συνέδραμαν καί βοήθησαν εἰς αὐτό τό ἔργο ἄς λάβουν τό μισθό τους ἀπό τόν ἐπουράνιον βασιλέα μου.
᾿Ακόμη ὅλους τούς ἁγίους πατέρας τῆς ἱερᾶς σκήτεώς μας εὐλαβῶς τούς προσκυνῶ, τόν διδάσκαλό μου, τόν γέροντα ᾿Ονούφριον τόν ἀσπάζομαι, καί τούς συναδέλφους μου γέροντες, ᾿Ακάκιον, ᾿Ιάκωβον καί Καλλίνικον. Χαιρετίσματα καί εἰς τόν διδάσκαλον Γαβριήλ. Προσκυνήματα καί εἰς τόν παπᾶ ᾿Αγαθάγγελον, ἀσπάζομαι τήν δεξιάν του. Τόν παπᾶ Δοσίθεον μετά τοῦ γέροντός του καί τῆς συνοδίας του προσκυνῶ, ὡς καί τόν γείτονά μας τόν Νεόφυτον μέ τήν συνοδίαν του. ᾿Ασπάζομαι ὁμοίως καί τόν γέροντα Μιχαήλ μέ τήν συνοδίαν του. Ταῦτα γράφω ἐν συντομίᾳ γέροντά μου καί πνευματικέ μου. Αὔριο λοιπόν Παρασκευή 28 ᾿Απριλίου μέλλω νά κινήσω εἰς τόν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καί εἴθε οἱ ἅγιες εὐχές σας νά μέ βοηθήσουν. ᾿Αμήν».
῾Ο πλοίαρχος, ἄνθρωπος εὐλαβής, ὅταν ἔμαθε τό σκοπό τοῦ ταξιδιοῦ τοῦ ᾿Ακακίου, ὑποσχέθηκε στόν Γρηγόριο νά μεριμνήσει γιά τήν ἐξαγορά τοῦ λειψάνου του μετά τό μαρτυρικό του τέλος καί νά τό ἐπανακομίσει ὁ ἴδιος στό ῞Αγιον ῎Ορος. ῞Υστερα ἀπό δεκατρεῖς μέρες ἔφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐφιλοξενήθησαν ἀπό κάποιον παντοπώλη, γνώριμο τοῦ Γρηγορίου. Τό Σάββατο 29 ᾿Απριλίου, ὁ ῞Αγιος ᾿Ακάκιος, ἀφοῦ προετοιμάσθηκε κατάλληλα λαμβάνοντας τά ῎Αχραντα Μυστήρια, ἐνδύθηκε μέ ροῦχα τουρκικά καί μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ καπετάνιου ἔφθασε στό κριτήριο, ὅπου ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων τῶν παρισταμένων τήν ἐπάνοδό του στήν πατρώα πίστη. ᾿Εξ αἰτίας αὐτῆς του τῆς ὁμολογίας ἐκλείσθηκε στή φυλακή. Καθ᾿ ὅλη δέ τή διάρκεια τῆς φυλακίσεώς του προσπάθησαν ἐπανειλημμένα εἴτε μέ κολακεῖες καί ὑποσχέσεις, εἴτε μέ βασανιστήρια καί ἐκφοβισμούς νά τόν μεταπείσουν. ῞Ολα αὐτά ὅμως δέν κατάφεραν νά τόν κλονίσουν. ᾿Ιδιαίτερα μάλιστα ἐνισχύθηκε καί προετοιμάσθηκε, γιά νά ἀντιμετωπίσει τό μαρτύριο, ὅταν ἔλαβε τή Θεία Κοινωνία πού τοῦ μετέφερε κρυφά στή φυλακή ὁ ἀδελφός τοῦ καπετάνιου μέ τήν εὐλογία τοῦ μοναχοῦ Γρηγορίου ἀπό τό ναό τῆς Παναγίας τῆς Καταφιανῆς. Οἱ Τοῦρκοι προύχοντες, βλέποντας τό σταθερό φρόνημα τοῦ ᾿Ακακίου, κατάλαβαν πώς μάταια κοπιάζουν, γι᾿ αὐτό καί ἀπεφάσισαν τή θανάτωσή του.
῎Ετσι, «εἰς τόπον καλούμενον Δακτυλόπορταν», ὁ ῞Αγιος Νεομάρτυρας ᾿Ακάκιος παρέδωσε τό πνεῦμα του διά τοῦ ξίφους τό 1816. Τήν τρίτη μέρα, σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατούσα συνήθεια, ὁ μοναχός Γρηγόριος ἐξαγόρασε τό λείψανο τοῦ Μάρτυρος μέ χρήματα πού συγκέντρωσε ἀπό τούς παντοπῶλες τοῦ Γαλατᾶ καί τό μετέφερε στή νῆσο Πρίγκηπο, ὅπου ἐπιβιβάσθηκαν στό πλοῖο μέ τό ὁποῖο εἶχαν ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη, μέ προορισμό τό ῞Αγιον ῎Ορος. Στίς 9 Μαΐου ἀποβιβάσθηκαν στό λιμενίσκο τῆς μονῆς ᾿Ιβήρων καί ἀπό ἐκεῖ μετέφεραν τό τίμιο λείψανο στήν Καλύβη τοῦ ῾Αγίου Νικολάου, ὅπου τό ἐνταφίασαν στό παρεκκλήσιο τῶν ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου καί ᾿Ιγνατίου μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ῾Οσιομάρτυρος.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Νικηφόρου, τοῦ ἐκ Χίου.
῾Ο ῞Οσιος Νικηφόρος ἐγεννήθηκε στά Καρδάμυλα τῆς Χίου τό 1750 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος. Σέ νεαρή λικία οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στήν ᾿Εκκλησία, γιά νά τόν σώσουν ἀπό τήν ἀρρώστια τοῦ λοιμοῦ. Στή συνέχεια εἰσῆλθε στή Νέα Μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικηφόρος. Διακρίθηκε γιά τούς μοναχικούς τους ἀγῶνες, ἀλλά καί γιά τήν εὐφυΐα καί τή φιλομάθειά του. Γιά τό λόγο αὐτό, οἱ πατέρες της Μονῆς τόν ἔστειλαν στή Χώρα, γιά νά συνεχίσει τίς σπουδές του, ὑπό τήν ἐπίβλεψη καί χειραγωγία τοῦ περίφημου διδασκάλου Νεοφύτου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του ἐδίδαξε ὡς δάσκαλος στή σχολή, ὅταν σχόλαρχος ἦταν ὁ ᾿Αθανάσιος ὁ Πάριος. ᾿Εκεῖ ἐδίδαξε μέχρι τό 1802, ὁπότε ἀνέλαβε τήν γουμενία τῆς μονῆς καί συνέγραψε τήν ἱστορία της. Λόγῳ τῆς ἀκαταστασίας στή μονή καί τῶν ποικίλων ἀντιδράσεων ὁρισμένων πατέρων, ἀπομακρύνθηκε ἀπό αὐτή καί κατέφυγε στό Μεστά, στό μονύδριο τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, ὅπου ἐμόναζε καί ὁ ᾿Ιωσήφ ἀπό τά ῎Αγραφα.
῾Ο ῞Οσιος Νικηφόρος ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1821.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ῾Αγίας Κόρης.
῾Η ῾Αγία Κόρη, σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῶν Χριστιανῶν τῆς περιοχῆς Βροντοῦ Πιερίας, καταγόταν ἀπό ἕνα χωριό τῶν ᾿Ιωαννίνων. Τό ὄνομά της εἶναι ἄγνωστο, γι᾿ αὐτό οἱ πιστοί τήν ὀνόμασαν ῾Αγία Κόρη.
῾Η ῾Αγία ἔζησε τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καί μάλιστα τήν ἐποχή τοῦ τυράννου τῆς ᾿Ηπείρου ᾿Αλῆ Πασᾶ (1788-1822). ῾Η σωματική της ὡραιότητα συνεβάδιζε μέ τήν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς της, ἀφοῦ ἦταν κοσμημένη μέ τίς ἀρετές τῆς σεμνότητος, τῆς εὐσέβειας καί τῆς ἐγκράτειας. Κατά τήν παράδοση, κάποιος ἄνθρωπος τοῦ ᾿Αλῆ Πασᾶ ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπό τήν ὡραιότητά της καί τήν ἐπρόδωσε σ᾿ αὐτόν. ῾Ο Πασᾶς διέταξε ἀμέσως νά τήν συλλάβουν καί νά τήν ὁδηγήσουν σ᾿ ἐκεῖνον. ῞Ομως, κάποιος ἀπό τούς στρατιῶτες, πού ἦταν ῞Ελληνας, εἰδοποίησε τήν ῾Αγία, ὁποία πῆρε μαζί της τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καί τῆς Θεοτόκου καί ἔφυγε. ῾Η ῾Αγία εὑρῆκε καταφύγιο στόν ῎Ολυμπο, στήν περιοχή τῆς παλαιᾶς Βροντοῦ, πού εὑρισκόταν στούς πρόποδες τοῦ ᾿Ολύμπου καί κοντά στό ἐξωκκλήσι τῆς ῾Αγίας Τριάδος. ῞Οταν ἐπληροφορήθηκε ὁ ᾿Αλή Πασᾶς ὅτι ῾Αγία Κόρη ἦταν κρυμμένη στή Βροντοῦ, ἔστειλε Τούρκους νά τή συλλάβουν. Τότε αὐτή κυνηγημένη ἔφυγε στό τελευταῖο καταφύγιο, σέ βαθιά χαράδρα, ὅπου καί ἀπέθανε ἀπό τίς κακουχίες καί τίς στερήσεις. Οἱ Χριστιανοί τήν ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια καί σεβασμό στόν τόπο, ὅπου σήμερα εἶναι τό παρεκκλήσιο καί τό ἁγίασμά της. ᾿Από τότε ἄρχισαν νά ἐπισκέπτονται τό προσκυνητάριό της καί νά ἀνάβουν κεριά. Μέ τόν καιρό αὐτό ἔγινε προσκύνημα καί ῾Αγία Κόρη καθιερώθηκε ὡς ῾Αγία καί στή συνείδηση τῶν Χριστιανῶν. Τό νερό, πού ἀναβλύζει κάτω ἀπό τό ἁγίασμά της, ἔγινε ἁγίασμα θεραπευτικό γιά τούς ἀσθενεῖς καί στήν ῾Αγία ἀποδίδεται πλῆθος θαυμάτων21.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας νεομάρτυρος Μαρίας.
῾Η καλλιπάρθενος Νεομάρτυς τῆς πίστεως Μαρία, ἐπονομαζόμενη Μεθυμοπούλα, ἐγεννήθηκε στήν Κάτω Φουρνῆ Μεραμβέλλου Κρήτης ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλόθεους. Τήν ῾Αγία ἀγάπησε ἕνας Τουρκαλβανός χωροφύλακας, ὁ ὁποῖος κατέβαλε κάθε προσπάθεια νά τήν προσελκύσει στό μιαρό ἔρωτά του. ῞Οσο ὅμως αὐτός προσπαθοῦσε, τόσο μακαρία Μαρία τόν ἀποστρεφόταν. ῎Ετσι ὁ ἀσεβής αὐτός ἄνδρας ἀπεφάσισε νά φονεύσει τήν ῾Αγία. ᾿Αφοῦ τήν εὑρῆκε μία μέρα νά συλλέγει φύλλα γιά τή διατροφή τῶν μεταξοσκωλήκων, ἐπιτέθηκε ἐναντίον της καί τήν ἔπληξε θανάσιμα στήν καρδιά. ῎Ετσι ἔλαβε πάγκαλος νύμφη τοῦ Κυρίου τό στέφανο τῆς ἀθλήσεως.
῾Η ῾Αγία Νεομάρτυς Μαρία φέρεται ὅτι ἐμαρτύρησε κατά τό 182622.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ ᾿Ανδρονίκου, ἐν Ρωσίᾳ.
(Βλ. † 22 ᾿Οκτωβρίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ᾿Απροσδοκήτου Χαρᾶς, ἐν Ρωσίᾳ.
(Βλ. † 9 Δεκεμβρίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Τσαρεβοκοκσάισκ τῆς Ρωσίας.
῾Η ἱερή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Τσαρεβοκοκσάισκ, Μυροβλύζουσα, ἐμφανίσθηκε στόν χωρικό ᾿Ανδρέα ᾿Ιβάνοφ, τήν 1η Μαΐου τοῦ 1647 κοντά στή Μπολσάγια Κουζνέτσα, δέκα πέντε χιλιόμετρα ἀπό τήν πόλη Τσαρεβοκοκσάισκ στήν περιοχή τοῦ Καζάν. Δουλεύοντας στό χωράφι, ὁ ᾿Ανδρέας εὑρῆκε μία εἰκόνα πεσμένη στό ἔδαφος καί προσπάθησε νά τή σηκώσει. ῾Η εἰκόνα ἐξαφανίσθηκε. ῾Ο ἔκπληκτος χωρικός, κοιτάζοντας γύρω του, παρετήρησε ὅτι εἰκόνα μέ μιά ἀόρατη δύναμη εἶχε τοποθετηθεῖ ἐπάνω σέ ἕνα δέντρο. Προσευχήθηκε καί πῆρε τήν εἰκόνα στό σπίτι του, ὅπου ἐδοξάσθηκε μέ θαύματα.
Προσκυνητές ἐμαζεύθηκαν στό σπίτι ἀπό τά γύρω χωριά. Μετέφεραν ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας στήν πόλη Τσαρεβοκοκσάισκ καί ἀργότερα στή Μόσχα. ῞Ενα μοναστήρι ἐκτίσθηκε σ᾿ ἐκεῖνο τό μέρος, πού εἶχε εὑρεθεῖ. Τό ὄνομα «Μυροβλύζουσα» ἐδόθηκε, ἐπειδή Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπεικονίζεται στήν ἁγιογραφία μέ τίς Μυροφόρες Γυναῖκες.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|