22 Μαΐου
† Μνήμη τῆς Βύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Μετά τήν Αύ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας ἀνεφάνησαν στήν ᾿Εκκλησία καί νέοι αἱρετικοί, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι ἤ Μακεδονιανοί, ὑπό τόν αἱρεσιάρχη Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ῾Ημιαρειανοί, ὁ ᾿Απολινάριος Λαοδικείας, ὁ Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ὁ Μάρκελλος ᾿Αγκύρας, ὁ Φωτεινός Σιρμίου, ὁ Εὐνόμιος Κυζίκου μέ τό διδάσκαλό του ᾿Αέτιο, ὁ Εὐδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Παῦλος Σαμοσατεύς καί ἄλλοι πού προσείλκυαν πολλούς ὀπαδούς.
Τό χριστολογικό ζήτημα ἐτέθηκε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ ᾿Απολιναρίου Λαοδικείας. ῾Ο ᾿Απολινάριος (390 μ.Χ.), ὅπως καί λεγομένη ᾿Αλεξανδρινή Σχολή, ἐτόνιζε πρωτίστως τήν ἑνότητα στό Πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, συχνά εἰς βάρος τῆς πληρότητας τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου. ᾿Εδίδασκε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος Θεός καί κατά τήν ᾿Ενανθρώπηση ἔλαβε μόνο σάρκα («Θεός σαρκοφόρος»), δηλαδή ἀνθρώπινο σῶμα καί ἄλογη ψυχή, ὄχι ὅμως καί ἀνθρώπινο νοῦ, γιατί αὐτό θά ἐσήμαινε τήν τελειότητα (ἀκεραιότητα) τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. ῾Ο ᾿Απολινάριος ἐθεωροῦσε πώς ὁ Χριστός γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάγκη νά εἶναι τέλειος Θεός. Γιά νά εἶναι λοιπόν δυνατή πλήρης ἕνωση στόν ῞Ενα Χριστό, ἐδίδασκε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔλαβε κατά τήν ᾿Ενανθρώπηση τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά μόνο τό ἀνθρώπινο σῶμα ἐμψυχωμένο μέ ζωική (ἄλογη) ψυχή καί ὄχι ἀνθρώπινο νοῦ. Προτιμοῦσε νά χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «σάρξ», ὄχι ὅμως μέ τή βιβλική του σημασία. ᾿Επέμενε στή στενή ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στόν Χριστό, ἀλλά ἀνθρώπινη φύση Του δέν ἦταν πλήρης. Τήν ἕνωση Λόγου καί σαρκός σέ μία φύση τήν ἐχαρακτήριζε «ἕνωσιν οὐσιώδη», «ἕνωσιν σύνθετον» καί «ἕνωσιν φυσικήν». ῾Η «κολοβωμένη» ἀνθρώπινη φύση μετά τήν ἕνωση πρέπει νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀπορροφήθηκε καί ἐχάθηκε μέσα στούς κόλπους τοῦ Λόγου, ἔτσι ὥστε ὁ Χριστός νά μήν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλά μόνο τέλειος Θεός.
Οἱ Πνευματομάχοι ἤ Μακεδονιανοί ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, θεωρώντας αὐτό «κτίσμα καί ὄχι Θεό, οὔτε ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό». Κατά τόν Μέγα Βασίλειο οἱ Πνευματομάχοι ἐθεωροῦνταν ὄχι μόνο ὅτι θεομαχοῦσαν κατά τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Υἱοῦ καί ὅτι χριστομαχοῦσαν, ἀλλά καί ὅτι πνευματομαχοῦσαν192.
Στή διδασκαλία τοῦ ᾿Απολιναρίου καί τοῦ Μακεδονίου ἀντέδρασαν ἀπό πολύ νωρίς οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας καί τόν κατεδίκασαν πολλές φορές. ῾Η ὁριστική ὅμως καταδίκη τῆς αἱρετικῆς τους κακοδοξίας ἔγινε ἀπό τή Βύ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 381 μ.Χ.
῾Η Βύ Οἰκουμενική Σύνοδος συνῆλθε ἀπό τό Μάιο μέχρι τό τέλος τοῦ ᾿Ιουλίου τοῦ 381 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου193, πρός ἐπίλυση θεολογικῶν καί διοικητικῶν προβλημάτων. Οἱ ἑκατόν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, πού συμμετεῖχαν σέ αὐτήν, προέρχονταν ἀπό περιοχές, οἱ ὁποῖες πολιτικά ὑπάγονταν στή δικαιοδοσία τοῦ αὐτοκράτορος πού τούς συγκάλεσαν. ᾿Επρόκειτο δηλαδή περί Μεγάλης Συνόδου τῶν ᾿Επισκόπων τοῦ ᾿Ανατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, δέ ἀναγνώρισή της ὡς τῆς Βύ Οἰκουμενικῆς ἔγινε ἀπό τήν Δύ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στή Χαλκηδόνα τό 451 μ.Χ., ὁποία καί ἀποδέχθηκε τό Σύμβολον αὐτῆς ὡς ἰσοδύναμο καί ἰσόκυρο μέ αὐτό τῆς Νικαίας.
῾Η Βύ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπέκτησε μεγάλη σημασία γιά τό Χριστιανισμό πρό πάντων διότι συνεπλήρωσε τό ἱερό Σύμβολον τῆς Πίστεως, ἀφοῦ δογμάτισε ἰδίως τήν Πνευματολογία τῆς Μίας, ῾Αγίας, Καθολικῆς καί ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, ὥς καί ἄλλα ἄρθρα τῆς πίστεως, καί ἔτσι ἀποτέλεσε ὁρόσημο στήν ἱστορία τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας καί μέγα σταθμό ἰδίως στό δογματικό καθορισμό τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. ῾Η σπουδαιότητα τῆς παρούσης Συνόδου καί τοῦ Συμβόλου αὐτῆς ἔγκειται κυρίως στήν ὁλοκλήρωση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος, διά τῆς θεσπίσεως τῆς Θεότητος καί τῆς «ἐκ τοῦ Πατρός» ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει ὅτι παραθεωρεῖται σημασία τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περί ᾿Εκκλησίας, βαπτίσματος, ἀναστάσεως νεκρῶν καί ζωῆς αἰωνίου.
Αὐτή κατά πρῶτο καί κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα καί ἀκριβέστερα τό ἱερό Σύμβολον Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, τό «Πιστεύω», ἐπειδή τά μέν ἑπτά πρῶτα ἄρθρα συνετάχθησαν ὑπό τῆς Αύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 325 μ.Χ., ἐναντίον τῆς μεγάλης αἱρέσεως τοῦ ᾿Αρειανισμοῦ, πού συντάραξε ἐπί μακρόν τήν ᾿Εκκλησία, καί ὁποία αἵρεση ἀρνιόταν τή Θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τά δέ πέντε τελευταῖα ἀπό τή Βύ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐναντίον τῆς Πνευματομαχίας πού ἀρνιόταν τή Θεότητα τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί τῶν ἄλλων ὡς ἄνω αἱρέσεων. Τό ἱερό Σύμβολον τῆς πίστεως, τό «Πιστεύω», ἀπαγγέλλεται καί καθομολογεῖται ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς ὡς ὁμολογία πίστεως, ὡς βαπτιστήριο καί ὡς λειτουργικό κείμενο στή θεία λατρεία τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ὁποία ἀναγνωρίζει καί τιμᾶ αὐτό ὡς ἔργο τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
᾿Εκεῖνο τό ὁποῖο ὑπογραμμίζει ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης στή Σύνοδο εἶναι ὅτι ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος ἐπισυνάπτει τό Πνεῦμα μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, δεδομένου ὅτι ἔχει ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς θείας φύσεως καί εἶναι ζωοποιόν, ἅγιον, ἀΐδιον, σοφόν, εὐθές, γεμονικόν194. Αὐτή κοινότητα τῶν ᾿Ονομάτων ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία διαφορά ὑπάρχει στήν ἐνέργεια μεταξύ Πατρός, Υἱοῦ καί ῾Αγίου Πνεύματος. ῾Η ταυτότητα δέ τῆς ἐνέργειας ἀποδεικνύει τό νωμένον τῆς φύσεως. Οὐδείς ἑπομένως πρέπει νά ἀρνηθεῖ τή μία Θεότητα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος. Γι᾿ αὐτό ὁ ἱερός Πατέρας ἀναγράφει ὅτι «μία ἐστίν ζωή ἠμῶν διά τῆς εἰς τήν ῾Αγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μέν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διά δέ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δέ τῷ ῾Αγίῳ Πνεύματι τελειουμένη». Στήν ἐρώτηση τῶν Πνευματομάχων πῶς εἶναι δυνατόν τό Πνεῦμα νά εἶναι ἰσότιμο πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Πατέρας μέν εἶναι Δημιουργός, δι᾿ Υἱοῦ δέ τά πάντα ἐδημιουργήθησαν, ἀπαντᾶ ὅτι πάντα ἐκτίσθησαν ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι καί ἐξαίρει τό συναΐδιον καί ἀχώριστον τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί ὑπογραμμίζει ὅτι ἐκτός τῆς κατά τάξιν καί ὑπόστασιν διαφορᾶς «ἐν οὐδενί τό παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν»195.
Στό Τυπικό τῆς ῾Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης μνήμη τῆς Συνόδου ἐτελεῖτο μαζί μέ τή μνήμη τῆς ΣΤύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν ῞Υψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ († 14 Σεπτεμβρίου). ῾Ως εἰσηγητής τῆς διπλῆς αὐτῆς ἑορτῆς καί ποιητής τῆς ᾿Ακολουθίας θεωρεῖται ὁ Συμεών Θεσσαλονίκης196.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Αὐσονίου, ἐπισκόπου ᾿Ανγκουλέμης.
῾Ο ῞Αγιος Αὐσόνιος ἔζησε τόν 1ο ἤ τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. στή Γαλλία. ᾿Εξελέγη πρῶτος ᾿Επίσκοπος τῆς ᾿Ανγκουλέμης καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Μαρκιανοῦ ἤ Μαριανοῦ, ἐπισκόπου Ραβέννης.
῾Ο ῞Αγιος Μαρκιανός ἤ Μαριανός ἦταν ᾿Επίσκοπος τῆς Ραβέννης τῆς ᾿Ιταλίας ἀπό τό 112 μέχρι τό 127 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Αἰμιλίου καί Κάστου.
Οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες Κάστος καί Αἰμίλιος ἐμαρτύρησαν τό 250 μ.Χ., στήν Καρχηδόνα ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Τό μαρτύριό τους ἀναφέρεται ἀπό τόν ῞Αγιο Κυπριανό καί τόν ῾Ιερό Αὐγουστίνο197.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Βασιλίσκου.
῾Ο ῞Αγιος Βασιλίσκος, ἀνιψιός τοῦ ῾Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καταγόταν ἀπό τό χωριό Χουμιαλά τῆς ᾿Αμασείας καί ἐμαρτύρησε διά ξίφους ἐπί Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) καί ἄρχοντος ᾿Αγρίππα. Συνελήφθη ἀπό τόν γεμόνα τῆς Καππαδοκίας ᾿Ασκληπιάδη μέ τούς συστρατιῶτες του Εὐτρόπιο καί Κλεόνικο († 3 Μαρτίου), οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή ἀρνήθηκαν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ἐτελειώθησαν διά μαρτυρικοῦ θανάτου.
῾Ο ῞Αγιος Βασιλίσκος ἐρίχθηκε στή φυλακή ἀπό τούς εἰδωλολάτρες μέ τήν ἐλπίδα ὅτι, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί ἀπό τίς στερήσεις καί κακοπαθήσεις, θά ἀρνιόταν τόν Χριστό, ὁπότε ὁ ἀντίκτυπος ἀπό τήν πράξη του αὐτή θά ἦταν μέγας μεταξύ τῶν Χριστιανῶν. Αὐτός ὅμως εἶχε λάβει τήν ἀμετάτρεπτη ἀπόφαση νά ἀποθάνει ὡς Χριστιανός, ἔχοντας ὡς φωτεινό παράδειγμα τόν Μεγαλομάρτυρα θεῖο του, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σταθερός στήν ὁμολογία του, ἀφοῦ ἀπέκρουσε ὅλες τίς ὑποσχέσεις καί τίς ἀπειλές.
Μία μέρα ὁ ῞Αγιος ἐπέτυχε, χάρη στήν εὔνοια τῶν στρατιωτῶν πού τόν ἐφύλασσαν, νά μεταβεῖ στόν οἶκο του, νά παρηγορήσει τούς γονεῖς καί ἀδελφούς του καί νά τούς συστήσει ἐμμονή στή Χριστιανική πίστη.
῞Οταν ἐπληροφορήθηκε τοῦτο ὁ γεμόνας ᾿Αγρίππας διέταξε νά τοῦ φορέσουν σιδερένια ὑποδήματα πού ἔφεραν ἐσωτερικά καρφιά καί νά τόν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του στά Κόμανα. ᾿Ερχόμενος πρός τόν γεμόνα, ὅταν ἔφθασαν στό χωριό τῶν Δακῶν, οἱ στρατιῶτες πού τόν συνόδευαν τόν ἔδεσαν σέ ξερό πλάτανο, γιά νά γευματίσουν. Τότε ὁ Βασιλίσκος, διά τῆς προσευχῆς του, ἐπέτυχε νά ἀναβλαστήσει ὁ πλάτανος καί ἀπό τή ρίζα του νά ἀναβλύσει μικρή πηγή. ᾿Αφοῦ εἶδαν τό θαῦμα αὐτό οἱ στρατιῶτες, ἐθαύμασαν καί ἐπίστευσαν στόν Χριστό.
῞Οταν ἔφθασε στά Κόμανα, προσήχθη ἐνώπιον τοῦ ᾿Αγρίππα, ὁ ὁποῖος ὁδήγησε τόν Βασιλίσκο στόν εἰδωλολατρικό ναό, ἐλπίζοντας ὅτι τό ἐπίσημο περιβάλλον θά τόν ὠθοῦσε νά θυσιάσει στά εἴδωλα. ῾Ο Βασιλίσκος ὅμως μέ θερμή προσευχή ἐπέτυχε τήν πτώση καί συντριβή τῶν εἰδώλων. Τότε ὁ ᾿Αγρίππας διέταξε νά ἀποκεφαλισθεῖ καί τά ἱερά λείψανά του νά ριχθοῦν στόν ποταμό.
Χριστιανοί τῶν Κομάνων ἀνέσυραν τό τίμιο σκήνωμα κρυφά καί τό ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια. ᾿Αργότερα, ἀπό τόν εὐσεβέστατο ἄρχοντα τῶν Κομάνων Μαρίνο ἀνοικοδομήθηκε ναός πρός τιμήν τοῦ Μάρτυρος, στόν ὁποῖο κατετέθησαν καί τά ἱερά αὐτοῦ λείψανα.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Δονάτου, ἐπισκόπου Θμούεως.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς Δονάτος ἐμαρτύρησε τό 316 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Τιμοθέου, Φαυστίνου καί Βενούστου.
Οἱ ῞Αγιοι Τιμόθεος, Φαυστίνος καί Βενοῦστος ἐμαρτύρησαν πιθανῶς τό 362 μ.Χ. στή Ρώμη, ἐπί αὐτοκράτορος ᾿Ιουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Κόδρου ἤ Κοδράτου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Κόδρος ἤ Κοδράτος ἐτελειώθηκε παρασυρόμενος ἀπό ἵππους.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μαρκέλλου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Μάρκελλος ἐτελειώθηκε, ἀφοῦ τόν ἔριξαν σέ κοχλάζοντα μόλυβδο.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Σοφίας, τῆς ᾿Ιατροῦ.
῾Η ῾Αγία Μάρτυς Σοφία ἦταν ἰατρός καί ἐμαρτύρησε δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας ῾Ελένης, τῆς πριγκιπίσσης.
῾Η ῾Αγία ῾Ελένη ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Κλήμεντος Μαξίμου198 (383-388 μ.Χ.). ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας ῾Ελένης, τῆς ῾Ωξέρρης.
῾Η ῾Αγία ῾Ελένη ἀναφέρεται στά συγγράμματα τοῦ ῾Αγίου ᾿Αγαπητοῦ τῆς ῾Ωξέρρης († 1 Μαΐου). ῏Ηταν ἐκείνη πού τόν διακονοῦσε, ὅταν ὁ ῞Αγιος ἦταν ἀσθενής. ᾿Εκοιμήθηκε μετά τό 418 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος ᾿Ιουλίας, τῆς ἐν Κορσικῇ.
῾Η ῾Αγία ᾿Ιουλία καταγόταν ἀπό εὐγενή οἰκογένεια τῆς Καρθαγένης καί ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση ἐπωλήθηκε τό 439 μ.Χ. ὡς σκλάβος σέ ἕνα Σύριο ἔμπορο, πού ὀνομαζόταν Εὐσέβιος. Κατά τή διαδρομή τοῦ κυρίου της σέ ἕνα ταξίδι, τό πλοῖο ἐσταμάτησε στό ἀκρωτήριο Κόρσο στή βόρεια Κορσική. ῾Η ᾿Ιουλία δέν ἀποβιβάσθηκε ἀπό τό πλοῖο, γιά νά μήν συμμετάσχει σέ εἰδωλολατρική τελετή, στήν ὁποία θά συμμετεῖχε ὁ κύριός της. ῾Ο γεμόνας τῆς νήσου Φήλικας τήν διέταξε νά θυσιάσει στά εἴδωλα. ῾Η ῾Αγία ἀρνήθηκε καί μέ πνευματική ἀνδρεία ὁμολόγησε τόν Χριστό. ῎Ετσι τήν ἐκάρφωσαν σέ ἕνα σταυρό καί ἐτελειώθηκε μαρτυρικά.
῾Ορισμένοι μελετητές θεωροῦν ὅτι μπορεῖ ῾Αγία νά ἐμαρτύρησε ἀπό Σαρακηνούς πειρατές.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Κουϊτερίας.
῾Η ῾Αγία Μάρτυς Κουϊτερία ἄθλησε κατά τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν θυγατέρα ἑνός ᾿Ισπανοῦ πρίγκιπος τῆς Γαλικίας.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Ρωμανοῦ, τοῦ ἐν τῷ ὄρει Σουμπιάκο τῆς ᾿Ιταλίας ἀσκήσαντος.
῾Ο ῞Οσιος Ρωμανός ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. ᾿Ασκήτεψε σέ ἕνα μοναστήρι, κοντά στό ὄρος Σουμπιάκο τῆς ᾿Ιταλίας. ᾿Εκεῖ ἀξιώθηκε νά συναντήσει τόν ῞Οσιο Βενέδικτο, ὁ ὁποῖος τόν ἐνίσχυσε στόν πνευματικό του ἀγώνα καί τόν ἐπῆρε μαζί του γιά τρία χρόνια κατά τά ὁποῖα ἔζησε ὡς ἐρημίτης, ἀσκούμενος καί προσευχόμενος καθημερινά. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, μετά τήν εἰσβολή τῶν Βανδάλων στήν ᾿Ιταλία, μετέβη στή Γαλλία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι κοντά στήν ῾Ωξέρρη.
῾Ο ῞Οσιος Ρωμανός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 560 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βοηθιανοῦ.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς Βοηθιανός ἐγεννήθηκε στήν ᾿Ιρλανδία τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. ᾿Από νεαρή λικία ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἀνοικοδόμησε τή μονή τοῦ Πιερρεπόντου στή Γαλλία. ᾿Ετελειώθηκε μαρτυρικά ἀπό ᾿Εθνικούς, τούς ὁποίους ἐπέπληττε γιά τήν ψευδή θρησκεία τῶν εἰδώλων.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Κονάλδου, τοῦ ἐξ ᾿Ιρλανδίας.
῾Ο ῞Οσιος Κονάλδος καταγόταν ἀπό τήν ᾿Ιρλανδία καί ἔζησε τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. ᾿Ασκήτεψε θεοφιλῶς καί ἀναδείχθηκε γούμενος τῆς μονῆς τοῦ ᾿Ιννίσκοελ στή Δονεγάλη τῆς ᾿Ιρλανδίας. ᾿Εκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἠμῶν Καλῆς.
῾Η ῾Οσία Καλή ἔζησε πρίν τό 15ο αἰώνα μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό τήν ᾿Ανατολή, δηλαδή τή Μικρά ᾿Ασία.
῾Η ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος τῆς ῾Αγίας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτός ἀποτελεῖ ποίημα «τοῦ Κρήτης», δηλαδή κάποιου ᾿Αρχιεπισκόπου τῆς Κρήτης. Καί στά δύο χειρόγραφα πού διασώζουν τήν ᾿Ακολουθία τῆς ῾Οσίας199 δέν ἀναγράφεται τό ὀρθόν «Τοῦ», ἀλλά ἑρμηνεία του, δηλαδή τό ὄνομα τοῦ συγκεκριμένου ὑμνογράφου «᾿Ανδρέου Κρήτης». ῎Αρα, σύμφωνα μέ τά χειρόγραφα, ποιητής εἶναι ὁ διάσημος γιά τόν Μέγα Κανόνα του ῞Αγιος ᾿Ανδρέας, ᾿Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. ῎Αν ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾿Ακολουθίας εἶναι ὄντως ὁ ᾿Ανδρέας Κρήτης, τότε καί ῾Οσία πρέπει νά ἔζησε τουλάχιστον πρίν τήν κοίμηση τοῦ ῾Αγίου, δηλαδή πρίν τό 740 μ.Χ. Βέβαια, πίσω ἀπό τή φράση «Τοῦ Κρήτης» μπορεῖ νά κρύβεται κάποιος ἄλλος ᾿Αρχιερεύς τῆς Κρήτης. Γι᾿ αὐτό ἔχει προταθεῖ ὡς ὑμνογράφος τῆς ᾿Ακολουθίας τῆς ῾Οσίας ὁ Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Μητροπολίτης Κρήτης καί «κατ᾿ ἐπίδοσιν» Μηθύμνης καί Πρόεδρος Λακεδαιμονίας. Αὐτός ἔζησε πλησιέστερα στό χρόνο συντάξεως τῶν χειρογράφων (15ος-16ος αἰώνας), δηλαδή τό 13ο αἰώνα μ.Χ. καί στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. (τό 1285 εἶναι ἤδη Μητροπολίτης Κρήτης, ἐνῶ τά τελευταῖα ἴχνη του ἀναφαίνονται κατά τόν ᾿Οκτώβριο τοῦ 1322) καί εἶχε σχέσεις τόσο μέ τή Λέσβο ὅσο καί μέ τό Σινᾶ. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση ῾Οσία θά πρέπει νά ἔζησε τό ἀργότερο μέχρι τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ.
῾Η οἰκογένεια τῆς ῾Οσίας ἦταν πλούσια καί περιουσία της διατέθηκε ἀπό τήν ῾Αγία σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιίας. Δέν πρέπει νά ἦταν μοναχή, διότι αὐτό δέν ἀναφέρεται πουθενά στήν ᾿Ακολουθία200 καί ἐφιλοξενοῦσε τούς ἄστεγους καί ἐνδεεῖς στόν οἶκο της, ἀφοῦ ἦταν ἀφιερωμένη στή διακονία τῶν ἐλαχίστων καί πασχόντων ἀδελφῶν της.
῾Η Καλή ἔζησε μέ σωφροσύνη, παρθενία, ἄσκηση, νηστεῖες καί ἀδιάλειπτη προσευχή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ βίου της εἶναι φιλανθρωπία. Κίνητρό της ἦταν ὁ πόθος της νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, νά μιμεῖται τή θεϊκή εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία καί νά ἐκφράζει μέ κάθε τρόπο τήν ἀγάπη της πρός τούς συνανθρώπους της.
Στήν ᾿Ακολουθία της ἀναφέρονται καί θαύματα τῆς ῾Αγίας. Κάποια φορά πού ἐζύμωσε ψωμί, γιά νά τό μοιράσει στούς φτωχούς, ὁ Θεός ἔκανε ὥστε νά μή λιγοστεύει τό ψωμί πού τῆς ἀπόμενε, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη δέν ἐλαττωνόταν τό ἀλεύρι τῆς χήρας στά Σαρεπτά, παρ᾿ ὅλο πού ἐτρέφονταν μέ αὐτό ὁ Προφήτης ᾿Ηλίας, χήρα καί τά παιδιά της201.
᾿Αλλά καί μετά τήν κοίμησή της ῾Αγία συνέχισε ἀδιάκοπα νά εὐεργετεῖ τούς ἀνθρώπους, χαρίζοντας τή θεραπεία στούς ἀσθενεῖς μέ τίς ἱκεσίες της πρός τόν Κύριο. Εἶναι τόσα πολλά τά θαύματα τῶν ἰάσεων, ὥστε ὁ ὑμνογράφος κάνει λόγο γιά «πέλαγος θαυμάτων» καί τήν ἀποκαλεῖ «θαυματόβρυτον». Θεραπεύει ποικίλα νοσήματα ψυχῶν καί σωμάτων, ἀλλά κυρίως ἀσθένειες ἐπώδυνες, χρόνιες καί δυσίατες, ρευματισμούς καί ἀρθρίτιδες, παραλύσεις τῶν ἀρθρώσεων καί παραμορφώσεις τῶν μελῶν τοῦ σώματος202.
῾Η μνήμη τῆς ῾Οσίας Καλῆς ἀναφέρεται, ἐπίσης, στίς 15 Μαΐου203 καί τό Σάββατο τῆς Διακαινησίμου204.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Θεοτόκου, ἐν Σοφιανοῖς205.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Ιωάννου τοῦ Βλαδιμήρου, βασιλέως τῶν ᾿Αχριδῶν, τοῦ Θαυματουργοῦ.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Ιωάννης τοῦ Βλαδιμήρου ἐγεννήθηκε τό 10ο αἰώνα μ.Χ. στό Βλαδιμίρ τῆς Βουλγαρίας καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Αύ τοῦ Μακεδόνος (867-886 μ.Χ.). ῏Ηταν υἱός τοῦ Νεεμάν, υἱοῦ τοῦ πρώτου βασιλέως τῶν ᾿Αχριδῶν Συμεών καί τῆς ῎Αννης, εὐσεβεστάτων ᾿Ορθοδόξων Χριστιανῶν. ᾿Από τήν παιδική του λικία ἀνατράφηκε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου ἀπό τούς γονεῖς του καί τόν ᾿Επίσκοπο ᾿Αχρίδος Νικόλαο.
῾Ο τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουήλ-Στέφανος (940-1018), θέλοντας νά ὑποτάξει τόν ῞Αγιο, τόν ἐφυλάκισε. Στή φυλακή ῎Αγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στόν ῞Αγιο καί τοῦ ἀπεκάλυψε τό μαρτυρικό τέλος του, τό ὁποῖο δέν θά ἀργοῦσε. Μέσα στά πλαίσια τῶν διπλωματικῶν του ἐνεργειῶν ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας τόν ἐνύμφευσε μέ τή θυγατέρα του Κορσάρα, ὅμως ὁ ῞Αγιος διεφύλαξε τήν παρθενία του.
᾿Αφοῦ κατέστη αὐτεξούσιος βασιλέας τῶν Σέρβων, ἐπιδόθηκε μέ μεγαλύτερο ζῆλο στή διάδοση καί ἑδραίωση τῆς ᾿Ορθοδόξου πίστεως, ἀφοῦ ὅρισε πρός τόν σκοπό αὐτό διδασκάλους καί κήρυκες καί ἵδρυσε ταυτόχρονα μοναστήρια, ἐκκλησίες καί νοσοκομεῖα. Μεταξύ τῶν μονῶν πού ἱδρύθησαν ἀπό αὐτόν ἦταν καί εὐκτήριος οἶκος εὑρισκόμενος μέσα σέ δάσος, στόν ὁποῖο προσερχόταν καθημερινά καί προσευχόταν. ῏Ηταν πράος, δίκαιος, γενναῖος καί εὐσεβής. ᾿Από ἀγάπη πρός τόν Θεό ἐβοήθησε τήν ᾿Εκκλησία στό ἔργο της ἀντιμετωπίζοντας τούς αἱρετικούς καί ἰδιαίτερα τούς Βογομίλους.
῾Η ἀποχή του ἀπό κάθε σαρκική συνάφεια μέ τή βασίλισσα σύζυγό του καί οἱ καθημερινές ἀπουσίες του γιά προσευχή ἐγέννησαν σέ αὐτήν τήν ὑποψία ὅτι εἶχε σχέσεις μέ ξένες γυναῖκες. ᾿Εξ αἰτίας αὐτοῦ τόν διέβαλε στόν ἀδελφό της, ὁ ὁποῖος ἀπεφάσισε νά τόν φονεύσει. ῞Οταν ἀπέθανε ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουήλ-Στέφανος, τσάρος ἐστέφθηκε ὁ υἱός του Ραντομίρ. ῾Ο δίδυμος ἀδελφός τοῦ νέου τσάρου, ᾿Ιωάννης Βλαδισλάβος, παραπλανώντας τόν ῞Αγιο, τόν ἐκάλεσε νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Κατά τήν ἐπίσκεψή του ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ἐδολοφονήθηκε μέ ὕπουλο τρόπο τό 1015. ῾Η σύζυγός του, μετά τό θάνατο τοῦ ῾Αγίου, ἐγκαταβίωσε σέ μοναστήρι, ὅπου ἀνοικοδόμησε ναό.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης καί μετά τό μαρτυρικό θάνατό του ἐξακολούθησε νά εὐεργετεῖ ἐκείνους πού προσέτρεχαν μέ πίστη πρός αὐτόν καί νά θεραπεύει τούς ἀσθενεῖς.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Ιακώβου τοῦ Δικαίου, τοῦ ἐκ Νόβγκοροντ.
Δέν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικές πληροφορίες γιά τόν ῞Αγιο ᾿Ιάκωβο τόν Δίκαιο, πού καταγόταν ἀπό τό Μποροβίτσι τῆς περιοχῆς τοῦ Νόβγκοροντ, ὅπου καί ἐργάσθηκε καί ἔζησε κατά Θεόν. Τά ἱερά λείψανά του εὑρέθησαν τήν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου τό 1540 (βλ. † 23 ᾿Οκτωβρίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ζαχαρίου τοῦ Νέου, τοῦ Προυσαέως.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς Ζαχαρίας ἐγεννήθηκε στήν Προύσα ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἔγινε ἱερέας. Κάποια μέρα ἐμέθυσε καί ὑπό τό κράτος τῆς μέθης ἀρνήθηκε τόν Χριστό τό 1801. ᾿Αφοῦ συνῆλθε ἀπό τήν πλάνη ἐπαρουσιάσθηκε στόν κριτή καί, ἀφοῦ ἀπέρριψε κατά γῆς τό σαρίκι πού ἐφοροῦσε, ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό. ᾿Αμέσως ὁ κριτής διέταξε τόν ἐγκλεισμό του στή φυλακή. ῾Ο ῞Αγιος προσευχόταν διαρκῶς ἐξαιτούμενος τήν ἐξ ὕψους ἐνίσχυση καί θεία βοήθεια. ῞Οταν τόν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ καί τῶν ἀγάδων, ὁ ῾Ιερομάρτυρας ἔμεινε μέ πνευματική ἀνδρεία ἀκλόνητος στήν πίστη του. ῾Ως ἐκ τούτου, τόν ἔριξαν καί πάλι στή φυλακή, ὅπου τόν ἐβασάνισαν ἀνηλεῶς, τόν ἐκτύπησαν καί τοῦ ἔβαλαν στό κεφάλι πυρακτωμένο χάλκινο κάλυμμα.
Μετά τά βασανιστήρια αὐτά ἐτρύπησαν μέ ὀξεῖα καί κοφτερά καλάμια τά νύχια τῶν ποδιῶν καί τῶν χεριῶν τοῦ ῾Αγίου, ἀφοῦ ἐκρίζωσαν καί ἀπέσπασαν τά νύχια αὐτοῦ.
῾Οδηγήθηκε καί πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁμολόγησε μέ μεγάλη παρρησία ἀκλόνητη τήν πίστη του πρός τόν Χριστό καί ἔλεγξε τή μωαμεθανική θρησκεία. ῞Οταν ἐκδόθηκε ἀπόφαση γιά τόν ἀποκεφαλισμό αὐτοῦ, ὁ ῞Αγιος ἐκλείσθηκε καί πάλι στή φυλακή, μήπως, πτοούμενος ἀπό τήν καταδίκη καί τό φόβο τοῦ θανάτου, ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. ᾿Αφοῦ ὁδηγήθηκε καί πάλι στό κριτήριο, διετράνωσε μέ γενναιότητα τό ἀμετάθετο τῆς πίστεώς του. ῎Ετσι ἀποκεφαλίσθηκε τό 1802, σέ λικία τριάντα ὀκτώ ἐτῶν, καί ἔλαβε τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου ὁμολογώντας τόν ἐπί τοῦ Σταυροῦ λυτρώσαντα τόν κόσμο Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Δημητρίου, τοῦ Πελοποννησίου, πολιούχου Τριπόλεως.
(Βλ. † 14 ᾿Απριλίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παύλου, τοῦ ἐν Τριπόλει ἀθλήσαντος.
῾Ο ῞Αγιος ῾Οσιομάρτυς Παῦλος, κατά κόσμον Παναγιώτης, ἐγεννήθηκε στό χωριό Σοπωτό τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν ᾿Ιωάννη καί τήν ᾿Αντώνα. ᾿Αρχικά ὁ ῞Αγιος ἐργάσθηκε ὡς τσαγκάρης γιά μερικά χρόνια. Πλανεμένος ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ διαβόλου, γιά νά διασκεδάζει μέ τούς φίλους του, ἐνδύθηκε μουσουλμάνος, λέγοντας ὅτι εἶναι ᾿Αγαρηνός. Δέν ἀπατήθηκε ὅμως τόσο πολύ, ὥστε νά ὁδηγηθεῖ σέ περιτομή. ᾿Αλλά ἀμέσως κατάλαβε τό ἁμάρτημά του, μετανόησε καί ἔκλαψε πικρά, ὅπως ὁ Πέτρος.
᾿Αφοῦ ἀνεχώρησε ἀπό τήν πατρίδα του, ἐπῆγε στό ῞Αγιον ῎Ορος, στή βασιλική καί σταυροπηγιακή μονή τῆς Λαύρας. ῎Ελαβε τό μοναχικό σχῆμα, μετονομάσθηκε σέ Παῦλος, καί ἀπό ἐκεῖ ἀνεχώρησε γιά τή μονή τοῦ ῾Αγίου Παντελεήμονος, ὅπου παρέμεινε τρία ἔτη μέ νηστεία, ἀγρυπνία καί συχνή κοινωνία τῶν Θείων καί ᾿Αχράντων Μυστηρίων. Τότε ἐγεννήθηκε σέ αὐτόν ἐπιθυμία νά μαρτυρήσει ὑπέρ Χριστοῦ. Τόν πόθο του αὐτό ἐκμυστηρεύθηκε στόν πνευματικό του πατέρα ἱερομόναχο ᾿Ανανία, τῆς Σκήτης τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, ὁ ὁποῖος ἐνῶ κατ᾿ ἀρχάς θέλησε νά τόν ἐμποδίσει, στή συνέχεια τόν ὑπέβαλε στίς δέουσες δοκιμασίες, μετά τίς ὁποῖες τόν ἔστειλε μέ τήν εὐλογία του πρός τήν ὁδό τοῦ μαρτυρίου.
῾Ο Παῦλος, ἀφοῦ ἀνεχώρησε ἀπό τό ῞Αγιον ῎Ορος, μετέβη στή μονή τῆς Θεοτόκου τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, στά Καλάβρυτα, ὅπου παρέμεινε ἐπί σαράντα μέρες νηστεύοντας καί προσευχόμενος πρός τή Θεοτόκο, γιά νά τόν ἐνδυναμώσει κατά τόν ἱερό ἀγώνα του. ᾿Ακολούθως ἐμφανίσθηκε στό μουφτή τῆς Τριπόλεως ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἀπεκήρυξε τό Μωαμεθανισμό καί ὁμολόγησε τόν Χριστό. ῾Ο γεμόνας παρατηρώντας τό ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Παύλου, πρόσταξε νά ἀποκεφαλισθεῖ. Οἱ στρατιῶτες τόν ἀποκεφάλισαν τό 1818, σέ λικία εἴκοσι ὀκτώ ἐτῶν, καί ἔριξαν τό ἅγιο λείψανό του μέσα στό βόθρο τῆς οἰκίας τοῦ γεμόνος, χωρίς αὐτό νά ἀλλοιωθεῖ. Παρά ταῦτα, δύο φιλομάρτυρες Χριστιανοί, εἴκοσι μέρες μετά τή θανάτωση τοῦ ῾Αγίου, ἀνεκάλυψαν αὐτό, τό ἔκλεψαν κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας καί ἀφοῦ τό ἔπλυναν, τό μετέφεραν καί τό ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια στήν ἱερά μονή τοῦ ῾Αγίου Νικολάου Βαρσῶν.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|