ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Περί ισοβιότητας και παύσεως Επισκόπων

Αναστασίου Κ. Βαβούσκου
Θεμελιώδεις Αρχές Εκκλησιαστικής Δικονομίας – Η αρχή της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης,
εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 2003, σ. 76-77 και σ. 94-97.

 

Η ισοβιότητα, δηλαδή η εφ' όρου ζωής υποχρέωση κάθε Μητροπολίτη να διαποιμαίνει την Μητρόπολη, που του έχει εμπιστευθεί η Εκκλησία, προκύπτει από δύο νομοθετικές πηγές. Η μία είναι οι ιεροί κανόνες, οι οποίοι σαφώς προβλέπουν την ισοβιότητα (1), η άλλη είναι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος εμμέσως την αναγνωρίζει, προσδιορίζοντας στις σχετικές διατάξεις του τους λόγους, που κατ' εξαίρεσιν οδηγούν στην απώλεια αυτής (δηλαδή της διαποιμάνσεως της Μητροπόλεως). Αυτό σημαίνει ότι, για όσο διάστημα δεν επέρχεται κάποιος λόγος στερητικός της διαποιμάνσεως της Μητροπόλεως, ο Προκαθήμενος αυτής δεν δύναται να υποστεί οποιαδήποτε μεταβολή, η οποία να επιφέρει περιορισμό ή αφαίρεση της εξουσίας του (2).

Κατά τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως λόγοι, οι οποίοι οδηγούν σε στέρηση της διαποιμάνσεως μιας Μητροπόλεως, αναγνωρίζονται η αμετάκλητη καταδίκη του ποιμαίνοντος Μητροπολίτη είτε στην ποινή της εκπτώσεως από τον θρόνο είτε σε ισόβια αργία, η εκούσια παραίτησή του λόγω γήρατος ή ασθενείας, που εμποδίζει την εκτέλεση των καθηκόντων του ή για οποιοδήποτε άλλον σοβαρό λόγο και η υπηρεσιακή ανεπάρκεια (3). Από τους προαναφερθέντες λόγους, η αμετάκλητη καταδίκη και η υπηρεσιακή ανεπάρκεια συνιστούν λόγους στερήσεως της διαποιμάνσεως μιας Μητροπόλεως ανεξάρτητους της θελήσεως του Μητροπολίτη, ενώ η παραίτηση λόγω γήρατος ή για λόγους υγείας εξαρτάται αποκλειστικώς από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο Μητροπολίτη. Ειδικότερα:

Πρώτο λόγο – εξαίρεση στην αρχή της ισοβιότητας συνιστά η αμετάκλητη καταδίκη από Εκκλησιαστικό Δκαστήριο του Αρχιεπισκόπου ή οποιουδήποτε εν ενεργεία Μητροπολίτη στην ποινή της εκπτώσεως από τον θρόνο ή της ισόβιας αργίας (4). Από την έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως και ένεκα αυτής απόλλυται η διαποίμανση της Μητροπόλεως και αίρεται η ισοβιότητα..

Δεύτερο λόγο – εξαίρεση στην αρχή της ισοβιότητας συνιστά η εκούσια παραίτηση του Μητροπολίτη λόγω γήρατος ή ασθενείας - αιτίες οι οποίες τον εμποδίζουν να εκτελεί τα καθήκοντά του (5) - καθώς και για οποιονδήποτε άλλο σοβαρό λόγο, χωρίς όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση να απαιτείται ως προϋπόθεση η αδυναμία εκπληρώσεως των καθηκόντων του (6). Η άρση της ισοβιότητας δεν επέρχεται αυτοδικαίως με την υποβολή της αιτήσεως παραιτήσεως αλλ' αφού αυτή γίνει δεκτή από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο, η οποία κατά τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι αρμόδια να κρίνει επί της ουσίας (7). Τούτο σημαίνει ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος δύναται και ν' απορρίψει την αίτηση παραιτήσεως και να μην άρει την ισοβιότητα.

Παρά το γεγονός ότι στις σχετικές διατάξεις γίνεται αναφορά μόνο στους Μητροπολίτες και όχι και στον Αρχιεπίσκοπο, σε αντίθεση με την § 1 εδ. α΄ του άρθρου 34, που αφορά στον πρώτο λόγο άρσεως της ισοβιότητας και όπου γίνεται μνεία αμφοτέρων, θα πρέπει για το ενιαίο της ρυθμίσεως να γίνει δεκτό ότι και ο Αρχιεπίσκοπος υπό την ιδιότητα του Μητροπολίτη Αθηνών περιλαμβάνεται στους δικαιούχους να υποβάλλουν την εν λόγω αίτηση παραιτήσεως. Η μη αναφορά του Αρχιεπισκόπου στους δικαιούχους οφείλεται μάλλον σε λάθος εκ παραδρομής και όχι στην βούληση του νομοθέτη να εξαιρεθεί αυτός από τις συγκεκριμένες διατάξεις. Το ίδιο ισχύει και για τον επόμενο λόγο άρσεως της ισοβιότητας, την υπηρεσιακή ανεπάρκεια, όπου επίσης στο κείμενο της σχετικής διατάξεως δεν αναφέρεται ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.

Τρίτο λόγο – εξαίρεση άρσεως της ισοβιότητας συνιστά η απαλλαγή από τα καθήκοντα λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας, μετά από απόφαση ειδικής Επιτροπής που αποτελείται από τον Πρόεδρο του ΣτΕ και δύο Καθηγητές Ιατρικής Σχολής (8).

Από πλευράς Κανονικού Δικαίου, η ισοβιότητα κατοχυρώνεται στον κανόνα ΙΣΤ΄ της Πρωτοδευτέρας, ο οποίος ορίζει : «Δια τας φιλονεικίας τε και ταραχάς, τας εν τη του Θεού εκκλησία συμβαινούσας, και τούτο ορίσαι αναγκαίον εστι· το, μηδενί τρόπω επίσκοπον καταστήναι εν τη εκκλησία, ης έτι ο προεστώς ζη και εν τη ιδία συνίσταται τιμή,…» (9). Από το παρατιθέμενο απόσπασμα της πργφ.1, εδ.α΄ του ως άνω κανόνα προκύπτουν τα συστατικά στοιχεία της ισοβιότητας, τα οποία όσο υπάρχουν συνιστούν ανασταλτικό παράγοντα για οποιαδήποτε μεταβολή στο πρόσωπο του Προκαθημένου μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας. ΄Ετσι, εφ' όσον αυτός βρίσκεται εν ζωή και δεν έχει απωλέσει τον ιερατικό βαθμό, τον οποίο κατέχει, δηλαδή αυτόν του επισκόπου (10), αποκλείεται οποιαδήποτε αντικατάσταση του με οποιοδήποτε τρόπο. Οι δύο προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, άλλως, εάν μία εξ αυτών παύσει να ισχύει, δηλαδή είτε επέλθει ο θάνατος του επισκόπου είτε η διά καθαιρέσεως απώλεια του ιερατικού βαθμού, η ισοβιότητα αίρεται και ο θρόνος της συγκεκριμένης επαρχίας, ως τελών υπό καθεστώς χηρείας, πληρούται από νέο επίσκοπο (11).

΄Ετσι, λοιπόν έχουμε καταρχήν τους δύο πρώτους λόγους, οι οποίοι αίρουν την ισοβιότητα, ήτοι ο θάνατος του επισκόπου ή η καθαίρεση του (12). Αυτοί οι δύο λόγοι δεν αποτελούν και τους μοναδικούς, που οδηγούν σε άρση της ισοβιότητας. Υπάρχουν και άλλοι, που επίσης προβλέπονται στον ίδιο κανόνα και οι οποίοι είτε συνάγονται ευθέως είτε εξ αντιδιαστολής και οδηγούν σε παύση. Τέτοιοι λόγοι είναι η εκούσια παραίτηση του επισκόπου από το θρόνο του και η πέραν του εξαμήνου απομάκρυνση του από την επαρχία του.

Η εκούσια παραίτηση του επισκόπου, ως λόγος άρσεως της ισοβιότητας, προκύπτει απευθείας από το κείμενο του κανόνα (13). Η αποδοχή από τον κανονικό νομοθέτη της εκουσίας παραιτήσεως, ως λόγου άρσεως της ισοβιότητας, φαίνεται καταρχήν να υποδηλώνει μια ασυνέπεια αυτού, σε σχέση με αυτόν τον ίδιο τον θεσμό της ισοβιότητας. Και τούτο διότι η ισοβιότητα είναι δεδομένη για το Κανονικό Δίκαιο, και κατά συνέπεια δεν νοείται αποδέσμευση του επισκόπου από τον δεσμό αυτό και μάλιστα κατόπιν δικής του επιλογής. Την φαινομενική αυτή αντίφαση εξαλείφει ο Θ. Βαλσαμών στο ερμηνευτικό του σχόλιο υπό τον κανόνα υποστηρίζοντας ότι οι παραιτήσεις επισκόπων θα πρέπει να εγκρίνονται δυσχερώς, και μόνο εάν ο λόγος είναι ανάλογης βαρύτητας με την υποχρέωση διαποιμάνσεως της κληρωθείσης σ' αυτούς επισκοπής (14). Η λύση αυτή περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του κανόνα, του οποίου «το γράμμα» όμως σαφώς επιτρέπει την παραίτηση και μάλιστα την εκούσια, αναγνωρίζοντας μ' αυτό τον τρόπο στους επισκόπους δικαίωμα παραιτήσεως. Πρόκειται συνεπώς για μια ερμηνεία ανάγκης, με σκοπό να αποφευχθεί η οποιαδήποτε κατάχρηση του εν λόγω δικαιώματος, γεγονός το οποίο παραδέχεται και ο ίδιος ο Θ. Βαλσαμών στο προαναφερθέν σχόλιό του.

Πέραν των προαναφερθέντων λόγων, ένας άλλος λόγος, ο οποίος αίρει την ισοβιότητα είναι η πέραν του εξαμήνου αναιτιολόγητη απουσία του επισκόπου από την επισκοπή του, εκτός αν αυτή (η απουσία) οφείλεται σε εντολή του ανωτάτου άρχοντα, σε εντολή του οικείου Πατριάρχη ή σε ασθένεια, που προκαλεί ακινησία (15). Εφ' όσον υφίσταται ένας εκ των τριών αυτών λόγων, η απουσία καθίσταται δικαιολογημένη, με αποτέλεσμα να μην αίρεται η ισοβιότητα. Οι τρεις αυτοί λόγοι απαριθμώνται αποκλειστικώς, οπότε δεν υπάρχει δυνατότης διασταλτικής ερμηνείας τους με σκοπό την δι' ερμηνείας προσθήκη και άλλων λόγων, οι οποίοι θα μπορούν να αποτρέψουν μια πιθανή άρση της ισοβιότητας.

Πέραν αυτών, δεν θεωρείται απουσία και κατά συνέπεια δεν συζητείται άρση ισοβιότητας η αδυναμία διαποιμάνσεως επισκοπής, η οποία οφείλεται σε λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεως του ορισθέντος επισκόπου, όπως όταν η επισκοπή τελεί υπό καθεστώς ξένης κατοχής ή οι πιστοί αυτής δεν επιθυμούν τον εκλεγέντα επίσκοπο για ποιμενάρχη τους (16). Επίσης, δεν εξομοιώνεται – κατ' αρχήν – με απουσία η άνευ αιτίας άρνηση αναλήψεως της διαποιμάνσεως μιας επισκοπής. Στην περίπτωση αυτή στον αρνούμενο να αναλάβει επίσκοπο επιβάλλεται η ποινή του αφορισμού, μέχρις ότου αυτός δεχθεί να αναλάβει τα καθήκοντά του ή αποφασίσει εν τω μεταξύ κάτι άλλο η αρμόδια σύνοδος της επαρχίας (17), χωρίς όμως αυτό το χρονικό διάστημα, που μεσολαβεί μεταξύ της επιβολής του αφορισμού και της πιθανής αναλήψεως των καθηκόντων από τον επίσκοπο ή της τυχόν συγκλήσεως της συνόδου και λήψεως αποφάσεως να είναι μικρότερο του εξαμήνου, που προβλέπει ο ΙΣΤ΄ της Πρωτοδευτέρας. Εάν παρέλθει το εξάμηνο και δεν αναλάβει τα καθήκοντά του, τεκμαίρεται το αδικαιολόγητο της απουσίας του κατά τον ΙΣΤ΄ της Πρωτοδευτέρας και αντικαθίσταται από έτερο επίσκοπο κατόπιν συνοδικής αποφάσεως.

Συνεπώς, υπό αυτό το πρίσμα, και συμφώνως προς το «γράμμα» της κανονικής διατάξεως του ΙΣΤ΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας, δεν νοείται παύση του Επισκόπου, εάν η πέραν του εξαμήνου απουσία του οφείλεται σε ασθένεια, που προκαλεί ακινησία.

Και το ερώτημα, που τίθεται, είναι το εξής: Είναι δυνατόν η Εκκλησία μέσω της ως άνω κανονικής διατάξεως να επιθυμούσε την παραμονή στη διοίκηση μιας επαρχίας της Επισκόπου ασθενούς, μη δυναμένου να ασκεί τα καθήκοντά του πέραν του εξαμήνου και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα;

Η απάντηση στο ερώτημα θα είναι αρνητική για τους εξής λόγους:

Όπως είναι γνωστό, ο Επίσκοπος συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τρεις εξουσίες, την Ιερατική, την Διδακτική και την Διοικητική η οποία διασπάται στην Διοικητική υπό στενή εννοία και στην Δικαστική.

Η άσκηση της Ιερατικής Εξουσίας συνεπάγεται για τον Επίσκοπο την τέλεση μυστηρίων και ιεροπραξιών (18).

Η άσκηση της Διδακτικής εξουσίας συνεπάγεται για τον Επίσκοπο την υποχρέωση να διδάσκει το ποίμνιό του (19).

Τέλος, η άσκηση της διοικητικής εξουσίας συνεπάγεται για τον Επίσκοπο τις υποχρεώσεις: α) ενασχολήσεως του με τις υποθέσεις της Επαρχίας του (20), β) της συμμετοχής του στη σύνοδο της Εκκλησίας του (21) και γ) την άσκηση της δικαστικής εξουσίας του είτε ως μονομελές (22) είτε ως πολυμελές δικαιοδοτικό όργανο (23).

Τις εξουσίες αυτές έχει εκ των κανόνων ο Επίσκοπος την αδιαμφισβήτητη υποχρέωση να ασκεί, η μη άσκηση, δε, αυτών συνιστά συμπεριφορά αντικείμενη στους ιερούς κανόνες και προκαλεί την κίνηση των διαδικασιών εκ μέρους της Εκκλησίας προς αποκατάσταση της κανονικότητας, υπό τις προϋποθέσεις του ΙΣΤ΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής συνόδου.

Κατά συνέπεια, γίνεται αποδεκτή – και δεν επέρχεται άρση της ισοβιότητας και παύση – η κατά τον ΙΣΤ΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας αδυναμία ασκήσεως από τον Επίσκοπο των καθηκόντων του πέραν του εξαμήνου, εφόσον η απουσία οφείλεται σε ασθένεια που προκαλεί ακινησία, εκτός αν η ακινησία αυτή μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου διαπιστωθεί ότι οδηγεί σε μόνιμη και πλήρη αδυναμία ασκήσεως των καθηκόντων (π.χ. αδυναμία τελέσεως μυστηρίων και ιεροπραξιών, διδασκαλίας, συμμετοχής στη σύνοδο) και κατά συνέπεια σε αναίρεση αυτής της ίδιας της βάσεως, πάνω στην οποία εδράζεται ο θεσμός του Επισκόπου.

Συμπερασματικώς, οι κανονικές διατάξεις μας παρέχουν τη δυνατότητα εξευρέσεως λύσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον για τη λήψη της σχετικής αποφάσεως προταχθεί των προσωπικών ευαισθησιών το συμφέρον της Εκκλησίας και του ποιμνίου.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Περί αυτού βλ. αμέσως παρακάτω.

(2) Διαφορετικώς είχε ρυθμισθεί το σχετικό ζήτημα υπό την ισχύ του προηγούμενου Καταστατικού Χάρτη (Ν.Δ. 126/1969), ο οποίος με την διάταξη του άρθρου 2 εδ. 2 προέβλεπε την αυτοδίκαιη αποχώρηση τόσον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος όσον και των λοιπών Αρχιερέων της Εκκλησίας της Ελλάδος με την συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας τους.

(3) Στους λόγους αυτούς, οι οποίοι προβλέπονται από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, μπορεί να προστεθεί και η επιλογή του μοναχικού βίου. Έτσι Κ. Βαβούσκος , Εγχειρίδιον Εκκλησιαστικού Δικαίου 5 , εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1989, 302- 303.

(4) ΄Αρθρο 34 § 1εδ. α΄ Κ.Χ.Ε.Ε. : «Ο Αρχιεπίσκοπος και πας εν ενεργεία Μητροπολίτης κανονικώς χειροτονηθεὶς και κατασταθεὶς δεν στερείται της Μητροπόλεως αυτού, εί μη κατόπιν αμετακλήτου καταδίκης εις έκπτωσιν απὸ του θρόνου ή εις ισόβιον αργίαν ».

(5) A ρθρο 34 § 2 εδ. α΄ Κ.Χ.Ε.Ε.: « Μητροπολίτης μη δυνάμενος να εκτελή τα καθήκοντα αυτού διά νόσον ή γήρας δικαιούται να υποβάλῃ κανονικὴν παραίτησιν ».

(6) ΄Αρθρο 34 § 2 εδ. γ' Κ.Χ.Ε.Ε.: « Μητροπολίτης δύναται να παραιτηθή και διὰ πάντα άλλον σοβαρὸν λόγον, ...».

(7) ΄Αρθρο 34 § 2 εδ. β' Κ.Χ.Ε.Ε.: « Η παραίτησις υποβάλλεται εγγράφως εις την Δ.Ι.Σ., ήτις, αποδεχομένη της παραιτήσεως…, και εδ. γ΄(τέλος):.. λόγον, περὶ του οποίου αποφαίνεται η Δ.Ι.Σ. δι᾿ απολύτου πλειονοψηφίας των παρόντων μελών αυτής ». Πρβλ. και τη διάταξη της § 1 του άρθρου 39 (τέλος).

(8) Αρθρο 34 § 3 Κ.Χ.Ε.Ε.: « Μητροπολίτης καταστὰς ανίκανος προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του και μη υποβαλὼν παραίτησιν απαλλάσσεται τούτων κατόπιν αποφάσεως ειδικής Επιτροπής, αποτελουμένης εκ του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ή του νομίμου Αναπληρωτού αυτού, ως Προέδρου και δύο καθηγητών της Ιατρικῆς Σχολής των Πανεπιστημίων της Χώρας ,...».

(9) Bλ. το κείμενο του κανόνα σε Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 696 – 697. Βλ. επίσης και τον ΚΓ΄της Αντιοχείας σε Σύνταγμα Ράλλη -Ποτλή, ΙΙΙ, 165-166, καθώς και Μ. Βλάσταρη (Σύνταγμα Ράλλη -Ποτλή, V Ι, 224): «Τα αυτά και ο ιστ΄ της λεγομένης α΄ και β΄ Συνόδου κανών σαφώς διατάττεται, μη χειροτονείσθαι τινα κελεύων εις Εκκλησίαν, ής ο επίσκοπος έτι περιών, ούπω της ιδίας τελείως απεκινήθη τιμής, ει και προς τινων επί εγκλήμασιν ητιάθη, και μικροψυχίας ίσως παραίτησιν εποιήσατο. Στάσεως γαρ και ταραχής αίτιον τούτο γε». Βλ. έτσι και Πηδάλιον, 359.

(10) Ετσι ερμηνεύει ο Ι. Ζωναράς τον όρο «τιμή» στο σχόλιό του υπό τον εν λόγω κανόνα (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 697): «Διά ταύτα τοίνυν η σύνοδος ώρισε, μη χειροτονείσθαι επίσκοπον εν εκκλησία, ής ο επίσκοπος ζη, και ουκ απεκινήθη της ιδίας τιμής, ήγουν της επισκοπικής αξίας…». Η ίδια άποψις διατυπώνεται και στο Πηδάλιον, 359: «Διορίζει ο παρών κανών, ότι να μην χειροτονήται Επίσκοπος εις επαρχίαν, της οποίας ο Επίσκοπος ακόμη ζη, και εις την Αρχιερατικήν αξίαν ακόμη ευρίσκεται. Η απώλεια αυτή επέρχεται διά της ποινής της καθαιρέσεως, οπότε εμμέσως προσδιορίζεται από τον ερμηνευτή και η ποινή, που, αν επιβληθεί, επιφέρει άρση της ισοβιότητος. Βλ. επίσης και το ερμηνευτικό σχόλιο του Α. Αριστηνού υπό τον αυτό κανόνα (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 701), ο οποίος σαφώς αναφέρεται στην ποινή της καθαιρέσεως: «Κατά μηδένα τρόπον επιβαινέτω τις επισκοπής, ης ο προεστώς έτι ζη. Δει γάρ την αιτίαν πρότερον ζητείσθαι του μέλλοντος εκδιώκεσθαι, και μετά καθαίρεσιν έτερον προβιβάζεσθαι», όπως και ο Μ. Βλάσταρης (Σύνταγμα Ράλλη -Ποτλή, VI , 224): «…και ει κατά λόγον η παραίτησις εγεγόνει, ή κανονικώς διά τα εγκλήματα καθηρέθη, τηνικαύτα έτερον εις την επισκοπήν προχειρίζεσθαι». Πρβλ. και την άποψη του Θ. Βαλσαμώνος (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 698).

(11) Βλ. την Μ΄ κανονική διάταξη του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ, σε Μ. Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, Τ. Α΄, Κωνσταντινούπολις 1888-1889, 113επ., που αφορά στην εκλογή του αντικαταστάτη του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δωσιθέου, η οποία έγινε μετά το θάνατο αυτού, αν και αυτός ζήτησε την αντικατάστασή του ενώ βρισκόταν εν ζωή.

(12) Χαρακτηριστικό είναι το κάτωθι του κανόνος ερμηνευτικό σχόλιο του Ι. Ζωναρά (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 697), ο οποίος εκθέτοντας το δικαιολογητικό λόγο της ψηφίσεως της συγκεκριμένης διατάξεως σημειώνει: «Τινές, ως έοικε, πάλαι, ή αιτιαμάτων απλώς λαληθέντων κατ' επισκόπων, ή παραιτήσεων παρ' αυτών δοθεισών, προ του τα αιτιάματα εξετασθήναι, ή τας αιτίας σκοπηθήναι των παραιτήσεων, ετέρους εις τας εκκλησίας των αιτιασθέντων, ή παραιτησαμένων, εχειροτόνουν, όπερ στάσεις και θορύβους ενεποίει ταις εκκλησίαις. Διά ταύτα τοίνυν ή σύνοδος ώρισε, μη χεριοτονείσθαι επίσκοπον εν εκκλησία ης ο επίσκοπος ζη, και ουκ απεκινήθη της ιδίας τιμής, ήγουν της επισκοπικής αξίας». Βλ. επίσης για το ίδιο θέμα και το ερμηνευτικό σχετικό σχόλιο του Θ. Βαλσαμώνος υπό τον αυτό κανόνα (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 698).

(13) Βλ. σχετ. τον κανόνα ΙΣΤ΄ της Πρωτοδευτέρας, πργφ.1, εδ.α΄(τέλος) (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 696): «.το, μηδενί τρόπω επίσκοπον καταστήναι εν τη εκκλησία, ης έτι ο προεστώς ζη και εν τη ιδία συνίσταται τιμή, ειμή αυτός εκών την επισκοπήν παραιτήσεται…». Βλ. σχετ. και Μ. Βλάσταρη, 224, ο οποίος δεν περιλαμβάνει στην κατά τον ως άνω κανόνα έννοια της παραιτήσεως την παραίτηση, που οφείλεται σε μικροψυχία, δηλαδή δεν είναι έχει αποφασισθεί με ώριμη σκέψη. Βλ. επίσης και το αναλυτικό ερμηνευτικό σχόλιο του ιδίου, 282 – 284.

(14) Βλ. το σχετικό σχόλιο σε Σύναγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 699 – 700: «…εί γάρ δοθή απολυπραγμονήτως παραιτήσεις επισκόπων δέχεσθαι, πλείους των επισκόπων οι αποεπίσκοποι έσονται, διά την των πραγμάτων ανωμαλίαν, όπερ προς μεγάλην ύβριν αφορά της εκκλησιαστικής ευταξίας. Και διά του επιλέξασθαι διαγωγήν μοναδικήν, καθώς και ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος εποίησε, και περί τοιούτων παραιτήσεων λέγει τον κανόνα τούτον διαλαμβάνειν, συντίθεμαι και αυτός». Πρβλ. και την επιστολή της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου προς την σύνοδο της Παμφυλίας (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή , ΙΙ, 206επ.), καθώς και τα κάτωθι αυτής ερμηνευτικά σχόλια των Ι. Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνος και Α. Αριστηνού (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 208 – 213, 213 – 215 και 215 αντιστοίχως).

(15) Βλ. σχετ. την πργφ. 3 του αυτού ΙΣΤ΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας συνόδου: «Ει δε τις των επισκόπων, εν τη ιδία συνιστάμενος τιμή, μήτε παραιτείσθαι βούλοιτο, μήτε τον οικείον εθέλοι ποιμαίνειν λαόν, αλλά της οικείας αποστάς επισκοπής υπέρ το εξάμηνον εν ετέρω διατρίβοι τόπω, μήτε βασιλικώ προστάγματι κατεχόμενος, μήτε ταις του οικείου πατριάρχου λειτουργίαις υπηρετούμενος, μήτε μην υπό νόσου χαλεπής τε και ακινησίαν εμποιούσης παντελή συνεχόμενος, ο τοιούτος ουν, ……, της του επισκόπου τιμής τε και αξίας αλλοτριωθήσεται». Βλ. και Μ. Βλάσταρη, (Σύνταγμα Ράλλη -Ποτλή, V Ι, 81, 225). Bλ. επίσης και Πηδάλιον, 359.

(16) Βλ. σχετ. τον ΛΖ΄ της Πενθέκτης (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 388): «Επειδή κατά διαφόρους καιρούς βαρβαρικαί γεγόνασιν έφοδοι, και πλείσται πόλεις εντεύθεν υποχείριοι τοις ανόμοις κατέστησαν, ως εντεύθεν μη δυνηθήναι τον της τοιαύτης πόλεως πρόεδρον, μετά την επ αὐτῷ χειροτονίαν, τον οικείον θρόνον καταλαβείν, και εν αυτώ ιερατική καταστάσει ενιδρυθήναι, και ούτω κατά το κρατήσαν έθος τας χειροτονίας, και πάντα, α τω επισκόπω ανήκει, πράττειν τε και μεταχειρίζεσθαι·…». Βλ. επίσης με το ίδιο περιεχόμενο και τον ΙΗ΄ της Αντιοχείας (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙΙ, 159): «Ει τις επίσκοπος χειροτονηθείς εις παροικίαν, μη απέλθη εις ην εχειροτονήθη, ου παρά την εαυτού αιτίαν, αλλ᾽ ήτοι δια την του λαού παραίτησιν, η δι᾽ ετέραν αιτίαν ουκ εξ αυτού γενομένην, τούτον μετέχειν της τιμής και της λειτουργίας,…», καθώς και τον ΙΖ΄ της Σαρδικής (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙΙ, 273): «Όσιος επίσκοπος είπεν· Υποβάλλοντος και του αδελφού ημών Ολυμπίου, και τούτο ήρεσεν, ίνα, ει τις επίσκοπος βίαν υπομείνας αδίκως εκβληθείη, η δια την επιστήμην, η δια την ομολογίαν της καθολικής εκκλησίας, η δια την της αληθείας εκδικίαν, και φεύγων τον κίνδυνον, αθώος και καθωσιωμένος ων, εις ετέραν έλθοι πόλιν, μη κωλυέσθω εκεί επί τοσούτον διάγειν, έως αν επανέλθη, η της ύβρεως της γεγενημένης αυτώ απαλλαγήν ευρέσθαι δυνηθή·…».

(17) Βλ. σχετ. τον κανόνα ΙΖ΄ της Αντιοχείας (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙΙ, 158): «Ει τις επίσκοπος χειροθεσίαν επισκόπου λαβών, και ορισθείς προεστάναι λαού, μη καταδέξοιτο την λειτουργίαν, μηδέ πείθοιτο απιέναι εις την εγχειρισθείσαν αυτώ εκκλησίαν, τούτον είναι ακοινώνητον, έως αν αναγκασθείς κατεδέξοιτο, η ορίσοι τι περί αυτού η τελεία σύνοδος των κατά την επαρχίαν επισκόπων», καθώς και τα σύμφωνα ερμηνευτικά σχόλια των Ι. Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνος και Α. Αριστηνού (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙΙ, 158). Έτσι και Πηδάλιον, 415.

(18) Βλ. σχετικώς περί χειροτονίας Α΄ και Β΄ των Αποστόλων (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 1 και 4 αντιστοίχως ), περί βαπτίσματος ΜΖ΄ Αποστόλων (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 62), περί χρίσματος ΣΤ΄ και Ζ΄ της Καρθαγένης (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙΙ, 309 και 313).

(19) Βλ. σχετικώς ΝΗ΄ Αποστόλων (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 75).

(20) Βλ. ΛΔ΄ των Αποστόλων (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 45).

(21) Βλ. ΙΘ΄ της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 265), Η΄ της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 324-325).

(22) Βλ. Η΄ και Θ΄ της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 234 και 237αντιστοίχως).

(23) Βλ. ΣΤ΄ της Β΄ Οικουμενικής συνόδου (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 180-181).

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.