ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα


ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

 

 

Βιβλιοκρισία τοῦ ἔργου «Μεσαιωνικές αἱρέσεις, οἱ Βογόμιλοι-Καθαροί»

Ὁμοτ. Καθηγ. Βλασίου Ι. Φειδᾶ

Ὁ ἔγκριτος θεολόγος Θεοφάνης Λ. Δρακόπουλος, διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Γενεύης ἐκπόνησε ἀκαδημαϊκή ἔρευνα μέ θέμα τό πολύπλοκο θεολογικό ζήτημα τῆς ἐμφανίσεως, τῆς διδασκαλίας καί τῆς ἀπήχησεως τῆς μεσαιωνικῆς αἱρέσεως τῶν Καθαρῶν ἤ Ἀλβιγίων στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Δύσεως, μέ κύριο γνώμονα τά σωζόμενα ἑπτά σχετικά κείμενα τῆς συγκεκριμένης αἱρέσεως τόσο γιά τήν εὐρύτατη δράση της σέ διαφορετικές περιοχές, ὅσο καί γιά τούς διαφορετικούς λόγους ἤ στόχους, σέ ἕνα ἐχθρικό μάλιστα ρωμαιοκαθολικό περιβάλλον. Ἡ πλούσια ὅμως ἔρευνα τοῦ πολύπλοκου αὐτοῦ ζητήματος ἀπό σημαντικούς σύγχρονους ἐρευνητές, ἱστορικούς ἤ θεολόγους, δέν απέδωσε τά ἐπιθυμητά ἤ ἔστω τά εὔλογα συμπεράσματα, ἀφοῦ ἡ ἔρευνά τους εἶχε σαφῶς ἀντιρρητικό ἤ καί πολεμικό χαρακτήρα, ἀναλόγως τῆς στάσεώς τους ἔναντι τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Τό κυριότερο πρόβλημα τῆς ἔρευνας ἔγκειτο στό γεγονός ὅτι οἱ Καθαροί ἀπέκρυπταν τήν πραγματική αἱρετική τους προέλευση ἤ ταυτότητα, ἀφοῦ ἐγνώριζαν τίς τραγικές συνέπειες τῆς παραπομπῆς τῶν ὁποιωνδήποτε αἱρετικῶν ἤ πολεμίων τῆς Ρωμαιοκαθοικῆς Ἐκκλησίας στήν Ἱερά Ἐξέταση, γι’ αὐτό ἀπέφευγαν ὄχι μόνον τήν δημόσια αἱρετική δράση τους, ἀλλά καί τήν πλήρη ἀποκάλυψη τῶν αἱρετικῶν στοιχείων τῆς διδασκαλίας τους.

Βεβαίως, ἡ ἐκτενής ἀντιρρητική ἤ καί πολεμική λατινική γραμματεία τῶν ρωμαιοκαθολικῶν κληρικῶν, μοναχῶν καί θεολόγων ἐναντίον τῆς καινοφανοῦς αἱρέσεως τῶν Καθαρῶν ἤ Ἀλβιγίων δέν ἐπεκτάθηκε στήν ἀναγκαία ἔρευνα τοῦ λόγου, τοῦ χρόνου καί τοῦ τρόπου τῆς ἐμφανίσεως, τῆς δράσεως καί τῆς ἀποστολῆς τους. Ἡ παράλειψη ὅμως αὐτή ὀφειλόταν διότι ἐπικεντρώθηκαν στήν πολεμική κατά τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζοντο αὐθαιρέτως ὅτι ἀκολουθοῦσαν τό ὑπόδειγμα δράσεως τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, συνδέοντας μάλιστα τή δράση τους μέ τήν ἀσκητική παράδοση τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ μοναχισμοῦ, γιά προφανῶς παραπλανητικούς λόγους, ὄχι μόνον ἔναντι τῶν ρωμαιοκαθολικῶν πολεμίων τους, ἀλλά καί ἔναντι τῶν ὀπαδῶν τους.

Βεβαίως, οἱ ρωμαιοκαθολικοί αἱρεσιολόγοι τοῦ μεσαίωνα ἀγνοοῦσαν, ὅπως παρατηρεῖ ὀρθῶς ὁ συγγραφεύς, τήν παρόμοια καί σύγχρονη αἵρεση τῶν Βογομίλων τῆς Ἀνατολῆς στίς σλαβόφωνες κυρίως περιοχές τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, παρά τίς ἐπιμέρους μαρτυρίες ἑπτά βασικῶν καί ἐπισήμων θεσμικῶν κειμένων τῶν Καθαρῶν, ὅπως ἀπέδειξε ὁ συγγραφεύς στή σχετική διαδακτορική του διατριβή, μέ ἐξαντλητική μάλιστα ἀποδεικτική θεμελίωση. Πράγματι, τά σημαντικά αὐτά κείμενα, ἀφ’ ἑνός μέν δήλωναν ρητῶς ἤ ὑποδήλωναν σαφῶς τήν προέλευση, τήν ὀργάνωση, τή διοίκηση καί τή δράση τῶν Καθαρῶν ἤ Ἀλβιγίων στό ἐχθρικό ρωμαιοκαθολικό ἀντιαιρετικό περιβάλλον τῆς Δύσεως, ἀναγάγοντας κατ’ οὐσίαν τήν γέννηση τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσεως στήν παλαιότερη αἵρεση τῶν Βογομίλων τῶν σλαβοφώνων κυρίως περιοχῶν τοῦ Βυζαντίου.

Ὡστόσο, ὁ συγγραφεύς τονίζει ἐπίσης ὀρθῶς, ὅτι γιά τό κίνημα τῶν Βογομίλων τοῦ Βυζαντίου ἤ ἄλλως τῶν Καθαρῶν τῆς Ἀνατολῆς δέν ὑπάρχει μία συστηματική ἐπιστημονική μελέτη στήν ἑλληνική βιβλιογραφία, πολλῷ δέ μᾶλλον γιά τή στενή σχέση τους μέ Ἀλβιγίους ἤ Καθαρούς τῆς Δύσεως. Βεβαίως, ἡ σχέση αὐτή ἀποδείχθηκε στή διδακτορική του διατριβή, μέ τήν κριτική καί συγκριτική ἀξιολόγηση τῶν σχετικῶν λατινικῶν κειμένων ἤ πηγῶν μέ τά ἀντίστοιχα ἀντιβογομιλικά κείμενα τοῦ Βυζαντίου, τά ὁποῖα συντάχθηκαν ἀπό ὀρθοδόξους κληρικούς τουλάχιστον ἕναν αἰώνα πρίν. Στό πλαίσιο αὐτό, ἡ διατριβή του ἐγκωμιάσθηκε ὄχι μόνο ἀπό τούς ἐποπτεύοντες τήν ἔρευνά του καθηγητές τοῦ Παεπιστημίου τῆς Γενεύης, ἀλλά καί ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν τῆς Γαλλίας, ὡς μοναδική σέ πρωτοτυπία, ποιότητα καί πληρότητα ἐπιστημονική ἔρευνα τῆς γαλλόφωνης γραμματείας γιά τό πολύπλοκο ζήτημα τοῦ κινήματος τῶν Καθαρῶν ἤ Ἀλβιγίων, μέ ἐντυπωσιακή μάλιστα ἀξιοποίηση τῶν ἑλληνικῶν ἀντιβογομιλικῶν κειμένων τῆς βυζαντινῆς γραμματείας.

Ὑπό τήν προοπτική λοιπόν αὐτή, ὁ συγγραφεύς στήν νέα σπουδαία ἐπιστημονική του ἔρευνα, ὑπό τόν χαρακτηριστικό τίτλο «Μεσαιωνικές αἱρέσεις: Οἱ Βογόμιλοι-Καθαροί», ἀντιστρέφει τήν ἐπιστημονική ἐπιχειρηματολογία τῶν ἤδη ἀξιόλογων ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν ὄχι μόνο γιά τό κίνημα τῶν Καθαρῶν τῆς Δύσεως, ἀλλά καί γιά τήν ἴδια τή φύση τοῦ ἐντυπωσιακοῦ μεσαιωνικοῦ δυϊσμοῦ. Στήν ἤδη ὑπάρχουσα πλούσια διεθνῆ βιβλιογραφία ὁ συγγραφεύς ἐπιχειρεῖ νά θέση ἕνα νέο ἐρευνητικό πλαίσιο, ἤτοι ἀφ’ ἑνός μέν νά ἐλέγξη τήν ἀξιοπιστία τῶν εἰδικῶν ἱστορικῶν καί τοῦ ἀξιώματός τους περί ἀπολύτου διακρίσεως μεταξύ τῶν δύο αἱρετικῶν κοινοτήτων, ἤτοι τῶν Βογομίλων καί τῶν Καθαρῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά ὑποστηρίξη ὅτι κατ’ οὐσίαν καί οἱ δύο ἀποτελοῦν ἕνα κοινό σύστημα σκέψεως, τό ὁποῖο ὅμως βασίζεται σέ κοινές ἤ καί ἑτερόκλητες δυιστικές ἑρμηνεῖες μεμονωμένων βιβλικῶν χωρίων.

Πράγματι, ἀπό τή διπλῆ αὐτή κριτική καί συγκριτική ἔρευνα τῶν βυζαντινῶν καί τῶν λατινικῶν πηγῶν γιά τούς Βογομίλους καί Καθαρούς ἤ Ἀλβιγίους ἀναδεικνύονται σαφέστερα οἱ ἐντυπωσιακές ὁμοιότητες τῶν δυιστικῶν μεταφυσικῶν θεωριῶν τῶν δύο αἱρετικῶν κλάδων. Ἄλλωστε, οἱ κοινές δυιστικές θεωρίες τῶν δύο αἱρέσεων καί ἡ προκύπτουσα ἐξ αὐτῶν ἀξιακή βάση προέβαλαν ὡς κοινό ὑπόδειγμα τίς διωκώμενες ἡρωικές καί μαρτυρικές χριστιανικές κοινότητες τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, τίς ὁποῖες ἐμιμοῦντο γιά νά παραπλανοῦν ὄχι μόνον τούς ἁπλούς πιστούς, ἀλλά καί τούς χριστιανούς μοναχούς πρός ἀποφυγή τῶν σκληρῶν διωγμῶν τῆς πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά καί τῶν βαρυτάτων ποινῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως.

Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, ὁ συγγραφεύς μετά τήν Εἰσαγωγή στή ἱστορία τῶν μεσαιωνικῶν αἱρέσεων (σελ. 19-36), στήν ὁποία ἀναφέρεται σέ μεθοδολογικά προβλήματα τῆς σύγχρονης ἔρευνας καί στήν ἰδεολογική χροιά πού ἐνέχει ἐκ τῶν πραγμάτων ἡ παρουσίαση τῶν αἱρετικῶν κινημάτων, κατένειμε τό ὑλικό τῆς ἔρευνάς του σέ δύο ἀλληλοσυμπληρούμενα θεματικά Μέρη.

Τό Α΄ μέρος (σελ. 37- 162) ἀναπτύσσεται σέ δύο ἐκτενῆ κεφάλαια, ἤτοι: στό κεφάλαιο Ι (σελ. 37 κἑξ.) προβάλλονται οἱ ἱστορικές καταβολές καί ἡ διδασκαλία τοῦ Βογομιλισμοῦ καί πιό συγκεκριμένα ἡ ὀνομασία του, οἱ ἑτερόκλητες δυιστικές τάσεις, τά αἴτια διαδόσεως τοῦ Βογομιλισμοῦ στό Βυζάντιο καί στή Βουλγαρία, ἡ ἐπίδραση τῶν Παυλικιανῶν καί Μεσσαλιανῶν, ἡ διάσπαση κλήρου καί λαοῦ, ἡ δράση του ὡς μοναστικοῦ κινήματος καί τέλος ἡ βογομιλική διδασκαλία μέ τούς ἀκόλουθους θεματικούς ἄξονες: Θεολογία, Τριαδολογία, Κόσμος-ἄνθρωπος -ἱστορία, Σωτηριολογία καί Ἐσχατολογία, Σχέση μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Ἱεραρχική δομή, λειτουργικός καί κοινωνικός βίος.

Στό Κεφάλαιο ΙΙ (131 κἑξ.) προβάλλεται ἡ ἐντυπωσιακή διάδοση τοῦ Βογομιλισμοῦ κατά τούς ΙΑ΄ καί ΙΒ΄ αἰῶνες στή Μ. Ἀσία, στή Θράκη καί στή Βουλγαρία, ἀλλά καί οἱ βογομιλικές ἐπιδράσεις στούς ἐκκλησιαστικούς καί μοναστικούς κύκλους, ἡ καταδίκη τοῦ αἱρεσιάρχη Βασιλείου καί ὁ ρόλος τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ (1081-1118), οἱ καταδίκες ἐπίσης ἐκκλησιαστικῶν προσώπων καί μοναχῶν γιά βογομιλικές τάσεις, καθώς καί ἡ ἐξάπλωση τοῦ Βογομιλισμοῦ στά Βαλκάνια καί στή Δύση

Στό Β΄ Μέρος (σελ. 163-392) ἀναπτύσσονται καί ἀξιολογοῦνται σέ πέντε κεφάλαια (ΙΙ I , IV , V , VI καί VII ) οἱ ἑρμηνευτικές καί μεθοδολογικές τάσεις στή σύγχρονη ἐπιστήμη (Ἱστορικός Θετικισμός, Ἀποδομισμός, Μαρξιστική μεθοδολογία), γιά τή συστηματική ἐπιστημονική ἀξιολόγηση τῶν σημαντικῶν λατινικῶν πηγῶν, ἀλλά καί τά ἐπιλεχθέντα ἐπί τῇ βάσει τῆς παλαιότητας καί τῆς γεωγραφικῆς προελεύσεως σημαντικά λατινικά κείμενα, πηγές καί μαρτυρίες (ΙΒ΄-ΙΓ΄ αἰ.), τά ἀφορῶντα τήν προέλευση, τήν ἐμφάνιση, τήν ἀνάπτυξη, τήν ὀργάνωση καί τή λειτουργία τῶν κοινοτήτων τῶν Καθαρῶν.

Στό κεφάλαιο ΙΙΙ (165 κἑξ.) ἐξετάζεται ἡ προβληματολογία τῆς σχέσεως Βογομίλων καί Καθαρῶν, ὑπό τήν προοπτική τόσο τῆς Γενεαλογικῆς-Θετικιστικῆς Σχολῆς, ὅσο καί τῆς μεταγενέστερης σχολῆς Ἀποδομισμοῦ καί τῆς συγγενικῆς μαρξιστικῆς σχολῆς γιά τίς ἔρευνες περί Βογομίλων. Ὁ συγγραφέας παραθέτει ἐν συντομίᾳ ὅλες τίς σημαντικές διεθνεῖς μελέτες ἐπί τοῦ ζητήματος τῆς προελεύσεως τοῦ κινήματος τῶν Καθαρῶν, καθώς καί ὅλη τή σχετική διεθνῆ βιβλιογραφία προκειμένου ὁ ἀναγνώστης νά σχηματίση μία σαφῆ εἰκόνα γιά τήν πολυπλοκότητα τοῦ ζητήματος, κρίνοντας μάλιστα ἐμπεριστατωμένα ἐρευνητές-αὐθεντίες στόν χῶρο τῆς Ἱστορίας ὡς πρός τήν μεθοδολογία τους.

Στό κεφάλαιο IV (201 ἑξ.) ἀξιολογεῖται ἐκτενῶς ἡ σπουδαία ἐπιστολή τοῦ Everv i n de Steinfeld , ἀπευθυνόμενη στόν Βερνάδο τοῦ Κλαιρβώ σχετικά μέ τούς Καθαρούς τῆς Ρηνανίας (1143). Πρόκειται γιά τήν πρώτη μαρτυρία περί καταγωγῆς τῶν Καθαρῶν ἀπό τούς ὁμολόγους τους αἱρετικούς τῆς Ἀνατολῆς Βογομίλους, σύμφωνα μάλιστα μέ τά λεγόμενα τῶν ἴδιων τῶν αἱρετικῶν. Ἐπιπλέον, ἡ Ἐπιστολή ἀναφέρεται στήν ἀπόλυτη πενία τῶν Καθαρῶν, στήν ἀπόρριψη τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, στόν ἀσκητικό βίο τους, στή λειτουργική τους ζωή καί στήν βογομιλική καταγωγή τοῦ κινήματος τῶν Καθαρῶν.

Στό κεφάλαιο V (229 ἑξ.) περιγράφεται ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου τῶν Καθαρῶν στό Saint F é lix de Caraman (1167) τῆς Ὀξιτανίας, ὑπό τήν προεδρία τοῦ ἐπικεφαλῆς τοῦ βογομιλικοῦ τάγματος τῆς Δρουγουνθίας πάπα Νικήτα, γιά τήν σύσταση αἱρετικῶν Ἐπισκοπῶν στή εὐρύτερη περιοχή τοῦ Ἀλμπί καί τῆς Νοτιοδυτικῆς Γαλλίας. Τά σωζόμενα Πρακτικά τῆς Συνόδου ἀποτελοῦν ἕνα πολύ σημαντικό κείμενο, ἐπί τοῦ ὁποίου διαφωνεῖ ἡ ἐπιστημονική κοινότητα ὡς πρός τήν αὐθεντικότητα, τήν προέλευση καί τούς σκοπούς τοῦ συντάκτη του. Ὁ συγγραφέας παραθέτει τήν ἐπιχειρηματολογία τόσο τῶν ἀμφισβητούντων, ὅσο καί τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς αὐθεντικότητας τοῦ κειμένου, ἐνῶ ὁ ἴδιος θεωρεῖ δεδομένη τήν αὐθεντικότητά του, στηριζόμενος μάλιστα σέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα (σελ. 279-293).

Στό κεφάλαιο VI (285 ἑξ. ) παρουσιάζεται τό ἀνώνυμο ἔργο De Heresi Catharorum in Lombardia (1210-1215), τό ὁποῖο παραθέτει ἐκτενῶς τίς αἱρετικές παρεκκλίσεις καί τίς προκληθεῖσες ἀποσχίσεις στίς κοινότητες τῶν Καθαρῶν τῆς Λομβαρδίας στά τέλη τοῦ ΙΒ. Αἰ., οἱ ὁποῖες προέκυψαν ἀπό τόν ἀνταγωνισμό τῶν τριῶν βογομιλικῶν ταγμάτων (Δρουγουνθίας, Βουλγαρίας καί Σκλαβονίας) τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου. Οἱ διδασκαλίες αὐτές, οἱ ὁποῖες ἦσαν ἀποδεκτές ἀπό τά ἀντίστοιχα αὐτά βογομιλικά Τάγματα υἱοθετήθηκαν ἀπό ὅλες τίς κοινότητες τῶν Καθαρῶν τῆς Ἰταλίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἀξιολογοῦνται ἐπίσης οἱ μαρτυρίες τοῦ De Heresi Catharorum in Lombardia ὑπό τό πρῖσμα ἑνός μεταγενέστερου κειμένου, τοῦ Tractatus de hereticis (1250), ἐνῶ ὁ συγγραφεύς ὁμαδοποιεῖ τίς ὁμοιότητες καί τίς διαφορές μεταξύ τοῦ μετριοπαθοῦς δυισμοῦ (Βουλγαρία, Σκλαβονία) καί τοῦ ἀκραίου δυισμοῦ τοῦ Τάγματος τῆς Δρουγουνθίας.

Στό κεφάλαιο VI Ι (319 κἑξ.) ἀξιολογοῦνται σημαντικές πτυχές τοῦ ἀποκρύφου βογομιλικοῦ κειμένου Interrogatio Ioahannis , τό ὁποῖο μεταφράσθηκε ἀπό τήν ἑλληνική στήν λατινική καί υἱοθετήθηκε ἀπό πολλές κοινότητες τῶνΚαθαρῶν περί τό 1190. Παρουσιάζεται ἐκτενῶς τό πρόβλημα τοῦ ἀρχικοῦ κειμένου καί τά χειρόγραφά του, καθώς καί τό θεολογικό περιεχόμενο τοῦ ἀποκρύφου αὐτοῦ κειμένου, μέ γνώμονα τίς βογομιλικές διδασκαλίες, ἤτοι: α) Ἡ Τριαδολογία τῶν αἱρετικῶν, β) ἡ φύση τοῦ Σατανᾶ, θεωρούμενος ὡς Υἱός Θεοῦ ἤ Ἀρχάγγελος, γ) ἡ Ἀγγελολογία, ἤτοι ἡ δημιουργία, τά ἐνδύματα, οἱ θρόνοι, οἱ κορῶνες καί ἡ συμμετοχή τῶν ἀγγέλων στή διακυβέρνηση τοῦ κόσμου, δ) ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, οἱ κοσμικές ζῶνες καί ὁ ρόλος τοῦ Σατανᾶ, καί ε) ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία, ἡ σαρκική ἕνωση, ὁ ρόλος τοῦ Σατανᾶ, ἡ ἀποστολή τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐσχατολογική προοπτική. Τά συμπεράσματα τῆς αξιολογήσεως τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ ἀποκρύφου κειμένου συνάγονται σαφῶς ἀπό τή σύγκρισή του μέ τίς παρατιθέμενες στήν Δογματική Πανοπλία τοῦ Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ βογομιλικές διδασκαλίες. Πράγματι, παρουσιάζονται ἐντυπωσιακές ὁμοιότητες μέ τό ἀξιολογούμενο ἀπόκρυφο κείμενο, μέ σημαντικότερη ὅμως διαφορά τήν παράλειψη τῆς πλούσιας ἀγγελολογίας καί ἐσχατολογίας τῶν σχετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ ἀποκρύφου κειμένου (σελ. 385-391).

Ἡ σπουδαία καί σημαντική αὐτή πρωτότυπη ἐπιστημονική ἔρευνα τοῦ ἔμπειρου πλέον εἰδικοῦ αἱρεσιολόγου Δρ Θεοφάνη Δρακόπουλου συνδυάζει, μέ ἐντυπωσιακή ποιότητα καί πληρότητα, ὄχι μόνο τίς ἑλληνικές, σλαβικές καί λατινικές πηγές, ἀλλά καί τήν πλούσια διεθνῆ βιβλιογραφία μέ κριτική μάλιστα διάθεση ἔναντι αὐθεντιῶν τοῦ χώρου, γιά τήν λανθασμένη προσέγγιση αὐτῶν ὡς πρός τήν ἐμφάνιση, τήν ἀνάπτυξη, τήν ἀποστολή, τή διάδοση, τήν ὀργάνωση, τή διδασκαλία καί τήν ἀπήχηση τῆς δυιστικῆς αἱρέσεως στόν χριστιανικό κόσμο τόσο τῆς Ἀνατολῆς, ὅσο καί τῆς Δύσεως. Ὁ συγγραφεύς προκειμένου νά ἀποδείξη τήν πρόδηλη ἑνότητα τῶν ἀξιωματικά θεωρουμένων ὡς δύο κινημάτων (Βογόμιλοι- Καθαροί), ὡς ἄριστος γνώστης τῶν λατινικῶν πηγῶν καί τῆς πλούσιας διεθνοῦς σχετικῆς βιβλιογραφίας ὀργάνωσε την ἐρευνητική του προσπάθεια παρουσιάζοντας στό Α΄ μέρος τούς Βογομίλους τῆς Μ. Ἀσίας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου ἐπί τῇ βάσει τῶν βυζαντινῶν πηγῶν. Ἀντιστρόφως, στό Β΄ μέρος τοῦ ἔργου, τό ἀναφερόμενο στούς Καθαρούς, ἀναζήτησε στά διασωθέντα λατινικά κείμενα ἤ ἄλλες πηγές γιά τούς Καθαρούς τῆς Δύσεως μαρτυρίες περί τῆς σχέσεώς τους μέ τούς αἱρετικούς ὁμολόγους τους στήν Ἀνατολή, ἀξιολογώντας τίς μαρτυρίες αὐτές ὑπό τό φῶς τῶν σωζομένων ἀντιβογομιλικῶν κειμένων τῆς ἑλληνόφωνης καί τῆς σλαβόφωνης γραμματείας (Θ΄ -ΙΒ΄ αἰ.) καί ἀποδεικνύοντας ἔτσι τήν ἑνότητα τῶν δυιστικῶν αἱρέσεων κατά τόν μεσαίωνα σέ Ἀνατολή καί Δύση.

Ἡ διπλή λοιπόν ἀντίστροφη ἐπιστημονική ἔρευνα τῆς σχέσεως τῶν Βογομίλων (=Καθαρῶν τῆς Ἀνατολῆς) μέ τούς Καθαρούς (=Βογόμιλοι τῆς Δύσεως) ἐπί τῇ βάσει συγκρίσεως τῶν ἀντιαιρετικῶν βυζαντινῶν καί λατινικῶν συγγραμμάτων τῆς ἐποχῆς, συγγραφέντα μέ διαφορά ἑνός αἰώνα, ἀφ’ἑνός μέν διηύρυνε τά ὅρια καί τίς προοπτικές τοῦ πολύπλοκου καί ἀσαφοῦς ἐρευνητικοῦ του πεδίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ τοῦ ἄνοιξε νέες προοπτικές γιά τήν κριτική καί συγκριτική ἀξιολόγηση τοῦ θεολογικοῦ, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ, τοῦ κοινωνικοῦ καί τοῦ ἐσχατολογικοῦ βάθους τῶν σχετικῶν δυιστικῶν διδασκαλιῶν. Ἐπιπλέον, οἱ κοινές αἱρετικές διδασκαλίες καί τελετουργίες τῶν Βογομίλων τῆς Ἀνατολῆς καί τῶν Καθαρῶν τῆς Δύσεως ἀποσκοποῦσαν στήν προσομοίωσή τους, μέ ἐπιλεκτικό μάλιστα τρόπο, στό ἐξαίρετο ὑπδειγμα τῶν Ἀποστόλων προκειμένου νά διευκολύνουν τήν προσχηματική ἤ σκόπιμη διείσδυσή τους ὄχι μόνο στίς μοναστικές κοινότητες, ἀλλά καί στίς πλησιόχωρες ἐνορίες.

Συνεπῶς στά Ἐπιλεγόμενα (σελ. 395-404), ὁ συγγραφεύς ἀναφέρεται στό κοινό ὑπόβαθρο τῶν μεσαιωνικῶν δυιστικῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες εἶναι γνωστές μέ διαφορετικές ὀνομασίες, ὀφειλόμενες εἴτε στίς πρακτικές τους (Μεσσαλιανοί, Εὐχίτες, Καθαροί, Βογόμιλοι, Ἐνθουσιαστές, Φουνδαϊτες κ.ἄ.), εἴτε λόγω τῶν περιοχῶν δράσεως αὐτῶν (Παταρινοί, Κουδούγεροι, Ἀλβίγιοι κ.ἄ.). Κατά τόν συγγραφέα, οἱ αἱρετικοί κινήθηκαν ἀπό τή Συρία καί τή Μ. Ἀσία γιά νά φθάσουν στά πλησιέστερα στήν Κωνσταντινούπολη βυζαντινά Θέματα (Θρακησίων, Ὀψικίου καί Κιβυρραιωτῶν) καί νά διεισδύσουν στούς σλαβόφωνους λαούς τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου. Προφανῶς κατά τήν περίοδο τῶν Σταυροφοριῶν (ΙΑ΄ -ΙΓ΄ αἰ.) καί τῆς μεγάλης ἀναπτύξεως τοῦ ἐμπορίου, μέ ἐπίκεντρο μάλιστα τήν Κωνσταντινούπολη καί τῶν συνδεομένων μέ αὐτή ἐμπορικῶν λιμένων τοῦ Βυζαντίου, ἀνέπτυξαν τήν αἱρετική τους δράση στή Λομβαρδία, στό Ἀλμπί, στήν κεντρική Ἰταλία, στήν Ὀξιτανία τῆς Γαλλίας, στή Ρηνανία καί στίς Κάτω χῶρες.

Εἶναι ὅμως σημαντική ἡ ὀρθή παρατήρηση τοῦ συγγραφέα ὅτι ἡ μετάβαση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων ἀπό τήν Ἀνατολή στή Δύση συνεπαγόταν καί τή προσαρμογή τους στά τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα τῶν χριστιανικῶν λαῶν τῆς Δύσεως. Ἄλλωστε, οἱ δυιστικές αἱρετικές διδασκαλίες τους προσέλαβαν καί νέα στοιχεῖα στίς θεολογικές, κοσμολογικές, ἀνθρωπολογικές καί σωτηριολογικές προτάσεις τους, ἀλλ’ ὅμως διαφύλαξαν ἀλώβητες τίς ἀρχικές τελετουργίες γιά τό πνευματικό Βάπτισμα καί τίς «ἀγάπες», ἀλλά καί τή διάκριση τῶν «τελείων» ἀπό τούς «ἁπλούς πιστούς» τῆς αἱρέσως, ὅπως συνάγεται καί ἀπό τήν ἀντιβογομιλική βυζαντινή γραμματεία κ.ἄ.

Συνεπῶς, τά κύρια συμπεράσματα τῆς κριτικῆς καί συγκριτικῆς ἀξιολογήσεως τόσο τῶν ἀνατολικῶν, ὅσο καί τῶν δυτικῶν δυιστικῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν προβάλλονται ἐπίσης μέ κριτική καί συγκριτική ἀξιολόγηση. Ὡστόσο, προβάλλονται πάντοτε κατ’ ἀναφοράν πρός τίς μονοσήμαντες, ἀσαφεῖς καί ἀβάσιμες προσεγγίσεις τῶν ἑτερόκεντρων αὐτῶν βογομιλικῶν διδασκαλιῶν ὄχι μόνο ἀπό τήν ἰσχνή ἑλληνική βιβλιογραφία, ἀλλά καί ἀπό τήν πλούσια διεθνῆ βιβλιογραφία, ἰδιαίτερα δέ τή γαλλική. Τά κριτικά συμπεράσματα τοῦ ἔργου ἀναπτύσσονται σέ δεκαεπτά θεματικές ἑνότητες, στίς πρῶτες ἐκ τῶν ὁποίων (α΄-δ΄) ἀμφισβητοῦνται οἱ κρατοῦσες ἀβάσιμες θεωρίες, ἐνῶ ἀκολουθοῦν οἱ κοινές διδασκαλίες Βογομίλων καί Καθαρῶν:

α΄. Ἡ κρατοῦσα στή διεθνῆ βιβλιογραφία θεωρία, ὅτι δῆθεν ἡ αἵρεση τῶν Βογομίλων ἦταν ἕνα βουλγαρικό κίνημα ἀμφισβητήσεως τῆς βυζαντινῆς πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐπιρροῆς στό βουλγαρικό λαό.

β΄. Ἡ ἀκρίτως προβαλλόμενη κοινωνική θεωρία, ὅτι δῆθεν ἡ αἵρεση τῶν Βογομίλων εἶχε ἕναν ὑποτιθέμενο ἀντιφεουδαρχικό χαρακτήρα.

γ΄. Ἡ προβολή τῶν ὑποτιθέμενων ἐπουσιωδῶν τοπικῶν διαφοροποιήσεων, ὅτι δῆθεν ἡ αἵρεση τῶν Βογομίλων ἔχασε τήν ἐσωτερική της ἑνότητα καί τά βασικά της χαρακτηριστικά ἀπό τή γεωγραφική της ἐπέκταση.

δ΄. Ἡ ἀβάσιμη πλασματική τάση τῆς σχολῆς τῶν προτεσταντῶν ἀποδομιστῶν γιά τήν ἀντιαιρετική ρωμαιοκαθολική γραμματεία, ὅτι δῆθεν ἡ αἵρεση τῶν Βογομίλων ἦταν δημιούργημα τῶν ρωμαιοκαθολικῶν ἱερέων γιά νά προκαλέσουν τήν δίωξή τους ἀπό τήν Ἱερά Ἑξέταση.

ε΄. Ἡ ἄκριτη χρήση ἤ ἑρμηνεία βιβλικῶν χωρίων ἀπό τούς Βογομίλους ἀπέδιδε ἕναν καταλυτικό ρόλο στόν Σατανᾶ, θεωρώντας τον εἴτε ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ εἴτε ὡς πρωτόκτιστο ἐκπεσόντα ἄγγελο.

στ΄. Ἡ πλατωνική καί ὠριγένεια θεωρία περί τῆς προϋπάρξεως τῆ ψυχῆς καί φυλακίσεως αὐτῆς στό ὑλικό σῶμα, ἡ ὁποάι υἱοθετήθηκε ἐξ ἀρχῆς ἀπό τούς Βογομίλους.

ζ΄. Ἡ ἀποδιδομένη ἀπό τούς ἀκραίους δυιστικούς κύκλους τῶν Καθαρῶν- Βογομίλων ( Ordo Drugunthia ) διδασκαλία περί μιᾶς αἰώνιας δυνάμεως τοῦ Κακοῦ ἤ τοῦ Θεοῦ τοῦ Κακοῦ (βλ. Liber de duobus principiis ).

η΄. Ἡ ἀπόδοση ἀπό τούς ρωμαιοκαθολικούς αἱρεσιολόγους τοῦ ΙΓ΄ αἰώνα ὅλων σχεδόν τῶν σχισμάτων τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων τῆς Δύσεως στόν ἀνταγωνισμό μεταξύ τοῦ μετριοπαθοῦς δυισμοῦ τῶν ταγμάτων τῆς Βουλγρίας καί τῆς Σκλαβονίας μέ τόν ἀκραῖο δυισμό τῆς Δρουγουνθίας.

θ΄. Ἡ κοινή ἀσκητική ἠθική τῶν αἱρετικῶν μολονότι προερχόταν ἀπό τίς δυιστικές τάσεις αὐτῶν (πνεῦμα-ὕλη, ψυχή- σῶμα), στούς χριστιανούς καί τούς μοναχούς ἐδίδασκαν ὅτι αἱρετικές κοινότητες ἀκολουθοῦσαν τό ἠθικό πρότυπο τῶν ἀποστόλων ( apostolica vita ).

ι΄. Ἡ σκόπιμη τάση τῶν αἱρετικῶν νά ὑποστηρίζουν ἐπίσημα μέ παρερμηνεία τῶν ἰδίων μάλιστα βιβλικῶν χωρίων, ὅτι δῆθεν ἡ χριστιανική Ἐκκλησία εἶναι «ψευδο- Ἐκκλησία», ἐνῶ οἱ αἱρετικές κοινότητές τους ἀποτελοῦσαν δῆθεν τήν «ἀληθινή Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ» καί τά μέλη τους ἐθεωροῦντο ἀληθινοί χριστιανοί.

ια΄. Ἡ σκόπιμη καί συστηματική προβολή ἀπό τούς αἱρετικούς τῆς δαιμονοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας, ὅτι δῆθεν ἐκφράζουν τήν τυραννία τοῦ Κυρίου τοῦ κόσμου τούτου, ἤτοι τοῦ Σατανᾶ.

ιβ΄. Ἡ ἐπίσης σκόπιμη ἀπόρριψη ἀπό τούς αἱρετικούς ὅλων τῶν διοικητικῶν καί λειοτουργικῶν καινοτομιῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι δῆθεν ἀποτελοῦν παρεκκλίσεις ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν ἀποστολικῶν χρόνων, καί ὅτι δῆθεν οἱ αἱρετικές κοινότητες ἀποτελοῦν τήν πραγματική συνέχειά της.

ιγ΄. Ἡ προφανῶς σκόπιμη ἐσωτερική διάκριση τῶν αἱρετικῶν μεταξύ τῶν «τελείων» καί τῶν «ἁπλῶν» μελῶν τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων ἦταν δῆθεν ἀναγκαία γιά τήν προσομοίωσή τους πρός τίς τάξεις τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας.

ιδ΄. Ἡ πλασματική λειτουργική ὁμοιογένεια τῶν Βογόμιλων τῆς Ἀνατολῆς καί τῶν Καθαρῶν τῆς Δύσεως (Πνευματικό Βάπτισμα, Πάτερ ἡμῶν, ἀγάπες κ.ά.) ἦταν δῆθεν ἡ αὐθεντική μορφή τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τήν ὁποία εἶχαν δῆθεν χάσει οἱ Ἐκκλησίες Κων/πόλεως καί Ρώμης.

ιε΄. Ἡ ἐντυπωσιακή καί προκλητική προσηλυτιστική δράση τους καί ἡ εὐρύτατη διάδοση τῆς αἱρέσεως σέ Ἀνατολή καί Δύση μέ τήν ἵδρυση μάλιστα σημαντικῶν κοινοτήτων Βογομίλων καί Καθαρῶν, ἔγινε μέ τήν ἄκριτη ἀνοχή τῶν χριστιανικῶν μοναστηρίων, ὅπως συνεπάγεται καί ἀπό τίς εὔλογες καταγγελίες τόσο τῶν βυζαντινῶν, οσο καί τῶν λατίνων αἱρεσιολόγων.

ιστ΄. Ἡ συστηματική μυστική ἄσκηση τοῦ προσηλυτισμοῦ ἀπό τούς Βογομίλους στήν Ἀνατολή καί ἀπό τούς Καθαρούς στή Δύση ἦταν σκόπιμη καί προφανῶς ἀναγκαία, ἀφοῦ καταγγέλοντο ἀπό τούς αἱρεσιολόγους τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας τῶν λαῶν καί ὑπέκειντο σέ σκληρούς διωγμούς.

ιζ΄. Οἱ αἱρετικές κοινότητες εἶχαν τή συνείδηση τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως συνάγεται ἀπό τίς σχέσεις τῶν δυτικῶν κοινοτήτων τῶν Καθαρῶν μέ τούς ὁμολόγους τους στήν Ἀνατολή κατά τό β΄ ἥμισυ τοῦ ΙΒ΄ αἰ., ἤτοι κατά τή Σύνοδο στό Saint F é lix , ἀλλά καί κατά τή διάρκεια τῶν σχισμάτων στήν Λομβαρδία, περίοδος κατά τήν ὁποία ὅλοι οἱ ἐπικεφαλής τῶν Καθαρῶν τῆς Ἰταλίας στρέφονται στήν Ἀνατολή προκειμένου νά πάρουν τό χρῖσμα ἀπό τά βογομιλικά Τάγματα (Δρουγουνθίας, Βουλγαρίας, Σκλαβονίας). Ἡ σιγή τῆς σχετικῆς βυζαντινῆς γραμματείας γιά τή διάδοση τοῦ Βογομιλισμοῦ στή Δύση καί τίς σχέσεις του μέ τίς νεοσυσταθεῖσες αἱρετικές κοινότητες τῶν Καθαρῶν τῆς Δύσεως, ὀφειλόταν στήν ἄγνοια τῶν βυζαντινῶν αἱρεσιολόγων ἤ στήν περιστασιακή φύση τῶν σχέσεων τῶν αἱρετικῶν κοινότητων, οἱ ὁποῖες διήρκησαν μέχρι τή δημιουργία τῶν δυτικῶν αἱρετικῶν Κοινοτήτων.

Συνεπῶς, πρόκειται γιά μία σπουδαία, πολύπλοκη, πρωτότυπη καί μοναδική στή σχετική διεθνῆ βιβλιογραφία διπολική καί ἑτερόκεντρη ἐπιστημονική ἔρευνα τοῦ ἐγκρίτου πλέον αἱρεσιολόγου δρ. Θεοφανη Δρακόπουλου γιά τίς Μεσαιωνικές αἱρέσεις τῶν Βογομίλων τῆς Ἀνατολῆς καί τῶν Καθαρῶν τῆς Δύσεως. Ἄλλωστε, ἡ μελέτη αὐτή ἀναγνωρίσθηκε ἤδη μέ τή διδακτορική του διατριβή στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Γενεύης ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Ἀκαδημίας τῶν Ἐπιστημῶν τῆς Γαλλίας, καίτοι ἄσκησε αὐστηρή κριτική στίς πλασματικές θεωρίες τῶν συγχρόνων γάλλων κυρίως ἱστορικῶν καί αἱρεσιολόγων, ἀφοῦ θεωρήθηκε πρωτότυπη ἡ ἐκ παραλληλίας μελέτη τῶν ἀντιαιρετικῶν κειμένων τῶν λατίνων μέ τά προγενέστερα τῶν βυζαντινῶν. Βεβαίως, ἡ ἀναγνώριση τῆς σπουδαίας αὐτῆς ἐπιστημονικῆς προσφορᾶς ἐκάλυψε ἕνα μεγάλο κενό στήν πλούσια σχετική βιβλιογραφία τῶν μεγάλων ἱστορικῶν καί αἱρεσιολόγων καί ἄνοιξε μία νέα προοπτική στή διεθνῆ ἔρυενα.

Ὑπό τήν προοπτική λοιπόν αὐτή, ὁ ἔγκριτος αἱρεσιολόγος προσέφερε μία νέα, πολύτιμη καί πρωτότυπη ἐπιστημονική συμβολή, βασιζόμενος σέ μία ἐντυπωσιακή μεθοδολογική ἀντιστροφή στήν ἱεραρχημένη ἀξιολόγηση τῶν ἑλληνοφώνων καί σλαβοφώνων ἀντιβογομιλικῶν κειμένων ἤ μαρτυριῶν τῆς Ἀνατολῆς, μέ κύριο γνώμονα τόσο τά σχετικά λατινικά κείμενα καί μαρτυρίες γιά τίς αἱρετικές κοινότητες τῶν Ἀλβιγίων ἤ Καθαρῶν τῆς Δύσεως, ὅσο καί τήν πλούσια διεθνῆ σχετική βιβλιογραφία. Προφανῶς, τό νέο σημαντικό καί πρωτότυπο ἔργο του γιά τίς «Μεσαιωνικές αἱρέσεις», ἤτοι τῶν Βογομίλων καί τῶν Καθαρῶν, ἀφ’ ἑνός μέν ὁλοκληρώνει τήν ἐπιστημονική ἔρευνα τοῦ πρώτου σχετικοῦ ἔργου του, ἀφ’ ἑτέρου δέ καλύπτει καί τά σημαντικά κενά τῆς σχετικῆς διεθνοῦς βιβλιογραφίας, μέ τήν ἐξαντλητική μάλιστα ἀξιοποίηση αὐτῆς.

 

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.