ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

H ομαδικοσυνειδησιακή γένεση
και λειτουργικότητα της Θρησκείας

Νικολάου Νησιώτη, «Κοινωνιολογική θεώρηση της Θρησκείας»,
Κοινωνία Ιαν.- Μαρτ. 1984, σελ. 47-52.

Κατά την ερμηνεία αυτή το κύριο αίτιο για την δημιουργία της Θρησκείας και στις πρωτόγονες και τις εξελιγμένες συνολικές μορφές ζωής είναι το γεγονός της συνυπάρξεως «επί το αυτό» μιας ομάδος ανθρώπων. Η ομαδική ζωή έχει, κατά κάποιο αναπόδραστο τρόπο, θρησκευτική χροιά, γιατί παρουσιάζει ταυτόχρονα με την σύμπηξη της την από κοινού αναφορά των ατόμων· ως ιδιαίτερης και διακεκριμένης ομάδος και φυλής στην θεότητα, προσωπική η απρόσωπο (αυτό δεν ενδιαφέρει), που εμπεδώνει βαθύτερα και ακλόνητα τις σχέσεις μεταξύ τους και Θεσμοποιεί την συνύπαρξη τους, ως το ανώτερο ανθρώπινο «Είναι -εν- κοινωνία».

Η ερμηνεία αυτή θεωρεί την προηγούμενη, την ιδεοψυχολογική, ως πολύ αφηρημένη και ανίσχυρη να αποδείξει το γιατί δεν υπάρχει πρωτογονική -ιστορική κοινωνία χωρίς εξουσιαστική Θρησκευτικότητα. Άλλωστε γι' αυτήν ο πρωτόγονος δεν είναι ικανός για λογικές αφαιρέσεις και οργάνωση των ψυχολογικών των καταστάσεων μεταξύ των δύο κόσμων. Για να ερμηνευθεί πληρέστερα η άρρηκτη αυτή σύνδεση Θρησκείας και Κοινωνίας λειτουργικά και πραγματιστικά πρέπει το αίτιο ν' αναζητηθεί σε αμεσώτερες καταστάσεις και ανάγκες, δηλαδή μέσα σ' αυτό το ίδιο πρωταρχικό κοινωνικό γεγονός του «επί το αυτό συνυπάρχειν».

' Ο,τι αποκαλούμε θρησκευτική συνείδηση, κατά τον κύριο εκπρόσωπο της ερμηνείας αυτής Ε. Durkheim αυτό είναι το αυτονόητο αποτέλεσμα της κοινωνικής υποχρεώσεως, που είναι τοπικό άμεσο και επιτακτικό καθήκον αλλά και μέσο ομαδικής ζωής στη συνέχεια και συνοχή της. Έτσι η Θρησκεία, ευθύς εξ αρχής και συγχρόνως με την σύμπηξη κοινωνίας γίνεται το κέντρο., ο άξων γύρω από τον οποίο μια κοινωνία συντάσσεται, αναπτύσσεται και διαρθρώνεται σε θεσμούς.

Δεν είναι, λοιπόν, η ιδέα του Θεού ή του άλλου κόσμου λόγω ψυχολογικών αιτίων ή του φόβου προ του θανάτου, στη βάση της γενέσεως της Θρησκείας, αλλ ' αυτή η ίδια η κοινωνική φύση της ζωής. Για τον λόγο αυτό, δεν έχουμε εξαφάνιση της ποικιλόμορφης θρησκευτικότητος με την εμφάνιση του ορθολογισμού στην αρχαία, ήδη εποχή, αλλ ' αντίθετα ένταση και ανάπτυξη αυτής σε εξελιγμένες μορφές και την θρησκευτική συμβολική μυθολογία. Δεν αληθεύει για τον Ε. Ε. Durkheim η άποψη του H. Spencer ότι η θρησκευτικότητα υποχωρεί λόγω ενός «συναισθήματος ανεξαρτησίας και η πρόκληση από τον ορθό λόγο για ελεύθερη έρευνα». Αντίθετα, η Κοινωνιολογία πρέπει να προσπαθήσει να κατανοήσει πως από τις πρωτογονικές μορφές θρησκείας, των τοτεμιστικών μορφών των clans προχωρούμε στη μονοθεΐα στις εξελιγμένες κοινωνικές διαρθρώσεις και ποια είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο στην προοδευτική ταυτόχρονη εξέλιξη τους.

Επομένως, είναι σφάλμα για την ομαδικοσυνειδησιακή αυτή ερμηνεία η θεωρία ότι το παράλογο αποβάλλεται και η θρησκευτική προκατάληψη περιφρονείται από την πρόοδο του ορθολογιστικού κοινωνικού περιβάλλοντος. Εάν ήταν έτσι, τότε οι θρησκείες θα έπρεπε να είχαν εκλείψει προ πολλού . Αντίθετα, το υπερβατικό ως παράδοξο στοιχείο όχι μόνον επιβιοί σε εξελιγμένες κοινωνίες, αλλά μεταβάλλεται και σε πολλές περιπτώσεις γίνεται πιο έντονο λόγω της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών, δηλαδή του τρόπου συνυπάρξεως, που είναι αποφασιστικός για τις θρησκευτικές δοξασίες, που και οι ίδιες εξασκούν επίσης επίδραση στη μεταβολή των συνθηκών αυτών. Η Κοινωνιολογία πρέπει να μελετά την συσχέτιση και αλληλεπίδραση αυτή και πρέπει να θεωρεί την Θρησκεία προερχόμενη άμεσα, ως το πρώτο και ισχυρότερο στοιχείο (κατόπιν ακολουθούν οι νόμοι, οι θεσμοί και η κεντρική διοίκηση) και κατ' αναπόφευκτη ανάγκη, από την κοινωνική φύση του ανθρώπου και γι' αυτό είναι παλινδρομικά αναγκαία, γι' αυτήν.

Για τον Ε. Durkheim και τους οπαδούς της ερμηνείας αυτής, της Θρησκείας ως της πηγής για την μόρφωση ομαδικής συνειδήσεως και φυλετικής-κοινωνικής ταυτότητος, στο πρότυπο των πρωτογόνων τοτεμιστικών θρησκειών και φυλετικών ομάδων, η Κοινωνιολογία δεν πρέπει ως επιστήμη να κάμει υποθέσεις περί καταγωγής της Θρησκείας λόγω προκαταλήψεων από ψυχολογικά αίτια, ή σε μεταγενέστερες εποχές λόγω μεταφυσικών αναζητήσεων ή αναγωγή στο Απόλυτο Πνεύμα και τις αποκαλύψεις του, αλλά θα προσπαθήσει να την εννοήσει στην λειτουργικότητα της ως συνεπή κοινωνική πειθαρχία και συμμόρφωση σε κοινή βασική αναφορά που επιβάλλει ένα σύνολο κοινωνικής συμπεριφοράς, που έχει προκαθορισθεί από παραδεδεγμένες κοινωνικές διαρθρώσεις και συνήθειες, που η ίδια επίσης επηρεάζει.

Η τεράστια όμως διαφορά και η κοινωνικά ανεπανάληπτη αξία της είναι ότι με την Θρησκεία η κοινωνική αυτή πειθαρχία εδράζεται σε βαθύτατη, αναφαίρετη συνειδησιακή κατάφαση και αφομοιώνεται ως εμπειρία σχέσεως με το Θείο. Γι' αυτό δεν υπαγορεύει ξερές κοινωνικές ενέργειες, αλλά εκφράζει ιδέες και συναισθήματα πέρα από αυτές. Έτσι δημιουργείται αυτό που ονομάζουμε «πίστη», δηλαδή απόφαση της λογικής με εμπειρία χωρίς λογικά επιχειρήματα. Επακολουθούν οι ιδεαλισμοί και οι φιλοσοφίες της θρησκείας που επιτείνουν την αναφορά σ' ένα άλλον κόσμο συναισθημάτων, καλολογικό και συναισθηματικό. Υπάρχουν και άλλες πίστεις που ξεπηδούν από την μεταβαλλόμενη κοινωνική συνθήκη, όπως ο μοντερνισμός και κυρίως ο επιστημονισμός κ αϊ η μελλοντολογία των πολιτικών ιδεολογιών. Μεταξύ όμως όλων αυτών των «πίστεων» ως κοινοτικών παραγόντων απεικονίσεως ομαδικής συνειδήσεως η Κοινωνιολογία θα διακρίνει την θρησκευτική πίστη, γιατί σ' αυτή η ψυχή είναι η βαθύτατα, ενσυνείδητη και θερμή ολοκληρωτική αφοσίωση. Η τάση προς το άπειρο, το αιώνιο, η συσχέτιση ή η ένωση με το ιερό και, τέλος, η υπαρξιακή αγωνία προ του αγνώστου θείου ενώνει τα άτομα ισχυρότερα, θερμαίνει καρδιές και καλεί σ' αυτοθυσία εντός του κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται περί ηθικής «οικείας» ( intime και «οικογενειακής» ( famili è re ) φύσεως ως αμέσου κοινωνικού γεγονότος.

Γι' αυτήν την μέθοδο κοινωνιολογικής θεωρήσεως της Θρησκείας εμφανίζεται αδύνατο ν' αποδειχθεί και ν' αποδεχθεί ότι μια τόσο συγκεχυμένη αντιπροσώπευση του Θείου ως Αγνώστου και Μυστηρίου όπως στην ιδεοψυχολογική ερμηνεία μπορεί να εξασκήσει, αφ' εαυτής τόση ρεαλιστική επίδραση στο κοινωνικό σύνολο ως ρυθμιστικός παράγων ή να προσφέρει την εκκίνηση και βάση για υψηλό ιδεαλισμό και καλολογικά συναισθήματα, να ποδηγετεί κοινωνίες με το φάσμα του αιωνίου και να καθοδηγεί ηθικά τα άτομα ως μέλη συνόλων. Εδώ έχουμε πιο σταθερή γενετική μορφή και λειτουργικότητα, βασισμένη σ' ακλόνητο θεμέλιο. Αυτό είναι ο συνδυασμός του «επί το αυτό είναι» με την σύμπτωση βαθύτατης συνειδησιακής προσαρμογής. Ακλόνητο βάθρο της θρησκείας και παλινδρομικά βαθύτατη και ανώτατη συγχρόνως θεμελιακή καταβολή της κοινωνίας συμπίπτουν. Πρόκειται για δύο ισοδύναμες παλινδρομικές κινήσεις. Η Θρησκεία προέρχεται από το κοινωνικώς είναι - υπάρχειν - ενεργείν και εν συνεχεία δίνει σ' αυτό την βαθύτερη και ανώτερη καταξίωση. Το ιερό είναι και παράγωγο και δημιουργικό, αλλά με προτεραιότητα το πρώτο από την αυστηρή κοινωνιολογική-επιστημονική άποψη. Γι' αυτό η Κοινωνιολογία βλέπει τη Θρησκεία, ως κοινωνικό φαινόμενο. Δηλαδή θεωρεί αυτή στην κοινωνική πράξη και ανάγκη απ' την οποία προέρχεται και την οποία διαμορφώνει αναλόγως με τις εξελικτικές ανάγκες της ως ηθική.

Όλες οι βασικές κατηγορίες της Θρησκείας ως πίστεως μετατρέπονται σε λειτουργικές παραμέτρους της κοινωνίας. Π.χ. το αιώνιο στη Θρησκεία είναι το ότι, μέσω της Θρησκείας κάθε κοινωνία, σ' όλες τις εποχές δημιουργείται και δημιουργεί και επιβεβαιώνεται ως διακεκριμένη κοινωνία ανθρώπων, γιατί η Θρησκεία είναι το ανώτερο, πρώτο και κυριαρχικό φαινόμενο που δημιούργησε συνειδητά η πρώτη σύμπηξη ομάδος ανθρώπων για την ίδια της την σταθερή συνοχή, συνέχεια και πρόοδο.

Ενώπιον αυτής της συγγένειας καταγωγής θρησκείας και κοινωνίας υποχωρεί σε δεύτερη, μοίρα η ιδεοψυχολογική ερμηνεία προελεύσεως και λειτουργίας της. Η κυριαρχία του ορθολογισμού δεν αποβάλλει την θρησκευτικότητα ως κάποια περιττή θρησκοληψία. Ο Durkheim θα παρατηρήσει εναντίον των Compte και Spencer : «μία κοινωνία χωρίς προκαταλήψεις είναι μία κοινωνία νεκρή και αποκλεισμένη στον εαυτό της, είναι ένας οργανισμός χωρίς reflex ένα τέρας που δεν είναι ικανό να ζήσει». Συγχρόνως, όμως, και όλες οι προσπάθειες να ερμηνεύσουν τις θρησκείες μέσω περισυλλογής, ανατάσεως στον μεταφυσικό χώρο, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Μόνον το «επί το αυτό είναι» είναι η πραγματικότητα της καταγωγής της θρησκείας. Στη βάση της κινείται η πρωταρχική δύναμη του συνυπάρχειν.

Η Θρησκεία δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως μια ψυχολογική εμπειρία, αλλά ως λειτουργία που προέρχεται από τις συνθήκες ζωής μέσα στην κοινωνία. Η διαίρεση σε ιερά και κοσμικά πράγματα, η διχοτόμηση σε δύο κόσμους είναι μεταγενέστερη σ' όλες τις θρησκείες που είναι κοινωνικής προελεύσεως. Το περιεχόμενο της Θρησκείας δεν συλλαμβάνεται ούτε εξαντλείται στην συγκινησιακή ευσέβεια του ατόμου. Αυτό είναι μόνον μία όψη της, ενώ κύρια αποτελείται από μία δέσμη ορισμών, ιδεών, δογμάτων και εντολών-πράξεων εντός ενός συστήματος στο οποίο αναγκαστικώς μετέχουν τα άτομα ως μέλη μιας ιερής παραδειγματικής κοινωνίας, δηλαδή της Εκκλησίας. Γι' αυτό δεν υπάρχει θρησκεία χωρίς ιερό καθίδρυμα, ως τύπο ιδανικής κοινωνικής ζωής. Από την άποψη της Κοινωνιολογίας αυτή είναι η ρεαλιστική επιστημονική θεώρηση της Θρησκείας. Εδώ γίνεται μια ακόμη θετικιστική μονιστική θεωρία επί τη βάσει του πανκοινωνισμού, δηλαδή της κοινωνίας ως της πρωτόγονης μορφής ανθρώπινης υπάρξεως που στερεί τον άνθρωπο της βιώσεως του υπερφυσικού ως διακεκριμένου στοιχείου της συνειδήσεως καθαυτού και της υπαρξιακής καταστάσεως του υποκειμένου προ της «επί το αυτό συνυπάρχειν» εμπειρίας, όλα αυτά, δηλαδή, που ανοίγουν την δυνατότητα στην θρησκευτική έκσταση, στον ιερό χορό και την θρησκευτική μυθολογία, ως αυτόνομο ενέργεια ατομικής αφοσιώσεως και ανατάσεως. Στην φιλοσοφία της Θρησκείας φαίνεται η κοινωνιολογική αυτή θεώρηση της Θρησκείας στις ακραίες κατευθύνσεις της, να περιορίζει την θρησκευτικότητα μόνον στον τοτεμιστικό τρόπο εκφράσεως της και να περιφρονεί ουσιώδεις μορφές λατρείας, εξαγνισμού, δοξολογίας και ευχαριστίας. Η λατρεία των πρωτογόνων δεν περιορίζεται όμως μόνον στο από κοινού γεύμα του ιερού ζώου μια φορά τον χρόνο προς κατάφαση της ωρισμένης ομάδος ( clan ) στην οποία τα άτομα ανήκουν. Το θρησκευτικό καθίδρυμα δεν είναι τοτεμικό στη καταγωγή του, ούτε ένα σύστημα δογμάτων και ηθικών διατάξεων που έχουν ανάγκη ιερής βάσεως για να είναι πλέον σεβαστό από οίκους . Προ αυτών των τοτεμικών στοιχείων «υπάρχει η κοινή αναφορά στο ιερό ως το εντελώς άλλο, το κεχωρισμένο και άγνωστο, που πρέπει να είναι πρωταρχική πηγή του θρησκευτικού φαινομένου και από κοινωνιολογικής απόψεως», όπως παρατηρεί ο Α. Goldeneiser.

Για τη θεωρία άλλωστε αυτή όχι μόνον η Θρησκεία αλλά και όλες οι κατηγορίες της σκέψεως είναι αποτελέσματα της ίδιας κοινωνικής ανάγκης. Χωρίς να εγκαθιδρύονται από την κοινωνία, λέγει ο Ε. Durkheim αποτελούν απ' ευθείας διάφορες όψεις της κοινωνίας. «Το γένος» π.χ. είναι η ονοματοθεσία της ομάδος σε ειδική μορφή. «Ο ρυθμός» είναι η κοινωνική αντίληψη του χρόνου. «Ο χώρος» της κοινωνικής ομάδος είναι η αφηρημένη έννοια του χρόνου. «Η έννοια» της δυνάμεως γενικά είναι η δύναμη της ιδικής μας ομάδος ως μέτρου συγκρίσεως με άλλες ομάδες. Η κατηγορία της «Ολότητος» (ποσοτικά στην αρχή και ποιοτικά κατόπιν) είναι καθαρά κοινωνικής προελεύσεως και εμπειρίας.

Η κοινωνία είναι έτσι πρωταρχική στην γένεση των πάντων εν σχέσει με τα άτομα. Κοινωνία, είναι το εξυψωμένο· πλήθος από τις ίδιες τις βαθύτερες πηγές του συνυπάρχειν. Η ομαδικοσυνειδησιακή ερμηνεία της Θρησκείας επομένως είναι ισοπεδωτική των επί μέρους διακριτικών στοιχείων του βιώματος του παραδόξου στην καθ' ημέρα εμπειρία. Και στην περίπτωση, που θα δεχθούμε ότι αυτή είναι κοινωνιολογικά η στενή θεώρηση τις θρησκείας είναι δύσκολο ν' αποδεχθούμε ότι αποκλειστικά και μόνον το social milieu προσδιορίζεται από την εφαρμογή, των αρχών της Θρησκείας, της κατηγορίας της σκέψεως και τις αρχές της ηθικής.

Η οπτική γωνία της θεωρήσεως της Θρησκείας μόνον από αυτήν του κοινωνικού συνόλου και της ομαδικής ζωής ως πρωταρχικού και μόνο γενετικού της αιτίου είναι πολύ περιωρισμένη, όπως και αυτή της ιδεοψυχολογικής προελεύσεως, που η ίδια κατακρίνει επί μονομέρεια ορθολογιστικών και ψυχολογικών καταχρήσεων και αυθαιρεσιών. Είναι κι αυτή μια άμεση, απλή υπόθεση, που δεν αντέχει στο πολύπλοκο γεγονός της θρησκευτικής εμπειρίας. Καλύπτεται όμως πλήρως από την αυστηρή μεθοδολογία της κοινωνιολογίας, που δεν μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση σε βιωματικές καταστάσεις, ή εκστασιακές τάσεις ή ενδοσκοπική ατομική ενέργεια και φιλοσοφική αναφορά στην ουσία των πραγμάτων, αλλά μόνον στο φαινόμενο κι αυτό στην αυστηρή αντικειμενικοποίησή του. Επομένως και εδώ κάθε κριτική είναι περιττή και άτοπη για την Κοινωνιολογία εκείνη που θέλει να μείνει πιστή στις αρχές της φαινομενολογικής μόνον αντικειμενικής ερευνάς του θρησκευτικού φαινομένου. Ο Ε. Durkheim πάντως τελικά απέφυγε τον μονισμό της Θεωρίας αυτής και τον πανκοινωνισμό της με την θεωρία του της «κοινωνικοποιήσεως» των ατόμων ως ενός συνεχούς «γίγνεσθαι» ως μέλους μιας ομάδος όπου η ηθική και επομένως και οι θρησκευτικές ιδέες παίζουν πρωταρχικό ρόλο , έτσι ώστε, όπως ήδη παρατηρήθηκε, η κοινωνία και η Θρησκεία είναι σε συνεχή αλληλεπίδραση προς δημιουργία, των προϋποθέσεων κοινωνικοποιήσεως σε συνεχώς ανώτερο βαθμό. Το «συνυπάρχειν» δημιουργεί την Θρησκεία αλλά και η Θρησκεία, είναι η matrix όπου μορφώνεται η κοινωνία.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.