ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

του Αρχιμ. Πλακίδα Deseille,
Ορθοδοξία και Ελληνισμός στην Τρίτη Χιλιετία, Β΄Τομ.
εκδ. Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, 'Αγιο Όρος 1999, σελ. 181-194.

 

O Ισραήλ και τα έθνη

Χριστιανισμός δεν είναι σοφία ούτε θρησκευτικό δόγμα ανθρώπινης προέλευσης είναι η αποδοχή της σωτηρίας δια της πίστεως στην ελεύθερη επέμβαση του Θεού στην ιστορία των ανθρώπων. Είναι κατ' ουσίαν συνδεδεμένος με μία « ἁγία ἱστορία », η οποία αρχίζει με την υπόσχεση που έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ: «Εγκατάλειψε την χώρα σου, τους συγγενείς σου και την οικία του πατρός σου, για τον τόπο που θα σου υποδείξω. Θα κάνω από εσένα ένα μεγάλο λαό, θα σε ευλογήσω και θα δοξάσω το όνομά σου. Θα είσαι ευλογία, θα ευλογήσω αυτόν που θα σε ευλογήσει και θα καταρασθώ αυτόν που θα σε καταρασθεί και όλες οι γενιές της γης θα είναι ευλογημένες δια σου». (Γεν. ΙΒ', 13). Όλη η Παλαιά Διαθήκη σημαδεύεται από τον δυϊσμό ανάμεσα στον Ισραήλ και τα έθνη. Ο Ισραήλ είναι ο ίδιος ένα έθνος, αλλά ο Θεός το επέλεξε για να κάνει από αυτό τον λαό του. Δεν υπάρχει κανένας ρατσισμός σε αυτό: όλα τα άλλα έθνη κατάγονται όπως αυτό από τον Αδάμ και τον Νώε. Τα προνόμια του Ισραήλ συνδέονται με την ελεύθερη εκλογή του Θεού, ο οποίος τον έκανε συγχρόνως αποδέκτη των υποσχόμενων αγαθών και όργανο που θα εξάπλωνε μία ημέρα την ευεργεσία σε όλα τα έθνη. Διαβλέποντας την εποχή της ύστατης πραγματοποίησης των υποσχέσεων, ο προφήτης διεκήρυσσε απευθυνόμενος στην Ιερουσαλήμ: « Εγέρθητι και λάμψε! Διότι ιδού φαίνεται το φως σου και η δόξα του Κυρίου ανέτειλε επάνω σου... Τα έθνη θα βαδίσουν προς το φως σου και οι βασιλείς προς την λαμπρότητα της ανατολής σου. Φέρε ολόγυρα το βλέμμα σου και δες: όλοι συγκεντρώνονται, έρχονται προς εσένα... Θα το δεις λοιπόν και θα ακτινοβολείς από χαρά, η καρδιά σου θα σκιρτήσει και θα ευφρανθεί· διότι όλος ο πλούτος της θάλασσας θα συρρέει προς τα σε, οι θησαυροί των εθνών θα έρθουν σε σένα... Οι υιοί των ξένων τόπων θα ξαναχτίσουν τα τείχη σου και οι βασιλείς τους θα είναι υπηρέτες σου». (Ησ. Ξ', 110).

Αναμένοντας αύτη την εσχατολογική σύναξη στην αναστηλωμένη Ιερουσαλήμ, η ποικιλομορφία των ειδωλολατρικών εθνών είναι μία πραγματικότητα. Επικαλούμενος την διασπορά των απογόνων του Νώε, η οποία περιγράφεται στο κεφάλαιο Γ΄ της Γενέσεως, ο συγγραφέας του Δευτερονομίου μας λέει ότι σε κάθε ένα από αυτούς τους λαούς εβδομήντα στον αριθμό σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση αντιστοιχούσε ένας άγγελος του Θεού: «Όταν ο Ύψιστος διένειμε τα έθνη και διεσκόρπισε τους υιούς του Αδάμ, καθόρισε τα όρια των εθνών σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων του Θεού. Και ο Ιακώβ, ο λαός του, κατέστη η μερίς του Κυρίου». (Δευτ. ΛΒ', 89).

Ο μερισμός της ανθρωπότητας σε διάφορα έθνη είναι υπόλογος στην πραγματικότητα μίας θείας οικονομίας που στηρίζεται στην εξάρτηση της δημιουργίας από τους αγγέλους, με κάθε ασάφεια που προκύπτει από την πτώση του Εωσφόρου, του « Πρίγκηπα του Σκότους» και των δαιμόνων (1). Κάθε έθνος έχει τον προστάτη άγγελό του, προσωπική αντανάκλαση του ιδίου του θείου πρωτοτύπου και εμπνευστή κάθε τι καλού και αληθινού που επιφέρει ο πολιτισμός, που τον κατευθύνει μυστικά προς τον Χριστό και τον δαίμονα πειρασμό, που τον προτρέπει να εγκλεισθεί μέσα στην μοναδικότητά του και να διαστρέψει σε ειδωλολατρεία το ίδιο του το θρησκευτικό συναίσθημα. Θα πρέπει να ενθυμούμεθα αυτό όταν θα δούμε, υπό την Νέα Συμμαχία, τους χριστιανούς αναγκασμένους να προσαρμόζονται σε μία εθνική οργάνωση των λαών.

Ο ίδιος ο Ισραήλ είχε τον προστάτη άγγελό του, τον Μιχαήλ (Εξ. ΚΓ', 20-23, Δαν., Γ, 13-21, 12-1), και οι άγγελοι είχαν χρησιμεύσει ως μεσολαβητές στην παράδοση του Νόμου στον Μωϋσή. (Πραξ. Ζ', 53, Γαλ. Γ, 19, Εβρ. Β', 2).

 

Ο λαός της Καινής Διαθήκης

Η έλευση του Χριστού φέρει σε πέρας όλη την προσμονή της Παλαιάς Διαθήκης και πραγματοποιεί όλες τις προεικονίσεις. Η μεσσιανική βασιλεία εγκαινιάζεται. Αλλά ταυτόχρονα, αυτή η περάτωση ανατρέπει όλες τις προσδοκίες του Ιουδαϊσμού: Ο Ισραήλ ανέμενε το οριστικό βασίλειο του Θεού, αλλά το φανταζόταν γενικά με την όψη ενός βασιλείου αδιάρρηκτα πνευματικού και εγκόσμιου, που θα εξασκούσε μία κυριαρχία πολιτικοί; χαρακτήρα στους ίδιους τους υπηκόους του και στα έθνη.

Όμως το βασίλειο που ο Χριστός έρχεται να ιδρύσει, η Εκκλησία, «δεν είναι του κόσμου τούτου» (Ιω. ΙΗ', 36). Η Εκκλησία είναι όντως ο «αληθινός Ισραήλ», του οποίου ο λαός της Παλαιάς Διαθήκης δεν ήταν παρά η αναγγελία και η προεικόνιση· όλες οι υποσχέσεις περατώνονται προς χάριν του, αλλά σε ένα επίπεδο εξ' ολοκλήρου πνευματικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο νέος Ισραήλ θα ήταν μία αόρατη πραγματικότητα, κρυμμένη μέσα στα μυστικά της καρδιάς· είναι αντίθετα μία ορατή ανθρώπινη κοινότητα που συγκαλείται για να εορτάσει την Ευχαριστία, που κατέχει μία ορατή ιεραρχία επιφορτισμένη να την διοικεί, να τελεσιουργεί τα μυστήρια της λατρείας, να διακηρύσσει τον Λόγο του Θεού. Αλλά αυτός ο λαός του Θεού δεν είναι ένα γήινο έθνος ούτε μία πολιτική κοινότητα. Οι ποιμένες του δεν αποβλέπουν σε καμμία εξουσία πάνω στις πρόσκαιρες κοσμικές πραγματικότητες· δεν μπορούν λοιπόν να ανταγωνισθούν την πολιτική κοινότητα και τους αρχηγούς της, οι οποίοι κρατούν μέσα στην τάξη τους όλη την υπόστασή τους: « Ἀποδώσατε τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ » (Μτ. ΚΒ', 21).

Όχι μόνο αυτός ο νέος Λαός του Θεού δεν είναι ένα γήινο έθνος, αλλά μέσα από αυτόν όλες οι παλαιές διακρίσεις, όλες οι διαφορές φυλής, κοινωνικής κατάστασης, φύλου, εξαφανίζονται. Η εθνική προέλευση, οι ίδιοι οι σαρκικοί απόγονοι του Αβραάμ δεν απολαμβάνουν πλέον κανενός προνομίου και η εκτέλεση του Νόμου του Μωϋσή δεν αποφέρει κανένα όφελος εφόσον είναι η πίστη στον Χριστό και η συναίνεση στην καινούργια ζωή, η οποία γίνεται μεθεκτή δια μέσου Αυτού, που οδηγεί στην σωτηρία. Και αυτή η καινούργια ζωή, η οποία δεν είναι άλλη από τις άκτιστες θείες ενέργειες που αναβλύζουν από τον αναστημένο Χριστό, ενώνει τους ανθρώπους σε ένα μόνο σώμα του Χριστού: « Είσθε όλοι υιοί του Θεού δια της πίστεως στον Ιησού Χριστό. Όλοι εσείς, που βαπτισθήκατε στον Χριστό, ενδυθήκατε τον Χριστό. Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος ή Έλληνας· δεν υπάρχει πια δούλος ή ελεύθερος δεν υπάρχει πια άνδρας και γυναίκα: Διότι είσθε όλοι ένα μέσα στον Χριστό. Και εάν είσθε στον Χριστό, είσθε απόγονοι του Αβραάμ, κληρονόμοι κατά την υπόσχεση». (Γαλ. Γ, 2629).

 

Η Εκκλησία του Χριστού και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Λόγω της υπεροχής της Εκκλησίας σε σχέση με όλη την εγκόσμια τάξη, ο Χριστιανισμός δεν είναι απολύτως συνδεδεμένος με κανένα καθορισμένο τύπο κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Ο Χριστιανός μπορεί να συμβιβασθεί με κάθε πολίτευμα και να υπακούει εντίμως στους νόμους, οι οποίοι δεν αντίκεινται στις εντολές του Χριστού, με κίνδυνο να αρνηθεί, μέχρι το μαρτύριο, κάθε πράξη και κάθε συμπεριφορά που θα έθιγε την συνείδησή του.

Εντούτοις, επειδή οι Χριστιανοί απαρτίζουν όλοι το μοναδικό Σώμα του Χριστού, το να ανήκουν σε διάφορα έθνη δεν είναι αυτονόητο για αυτούς και δεν θα μπορούσε να τους ικανοποιεί πλήρως. Τα έθνη έχουν στην πραγματικότητα διαφορετικά και συχνά αντιτιθέμενα συμφέροντα, συντηρούν προκαταλήψεις, αισθήματα ανταγωνισμού και συχνά οδηγούνται στο να μάχονται μεταξύ τους για καθαρά επίγεια κίνητρα. Γι' αυτό είναι μέσα στην λογική της πίστεως και της χριστιανικής ζωής το να αποβλέπει στην πραγματοποίηση από αυτόν τον κόσμο μιας πολιτικής ενότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, που θα επέτρεπε στο δίκαιο, στην δικαιοσύνη και στην αμοιβαία αγάπη να εφαρμόζονται με όσο το δυνατόν λιγότερα εμπόδια. Οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν συχνά επισημάνει ότι η έλευση του Χριστού είχε σημαδέψει το τέλος της βασιλείας των αγγέλων πάνω στα έθνη: Ο Χριστός έκτοτε εμψυχώνει χωρίς διαμεσολαβητή την Εκκλησία του, οι άγγελοι δεν είναι παρά υπάκουοι βοηθοί, η νίκη πάνω στους αρχαίους δαίμονες είναι εξασφαλισμένη, ο Χριστιανός είναι δυνάμει απελευθερωμένος από τα «στοιχεία του κόσμου», την παλαιά τάξη της δημιουργίας και τις αγγελικές δυνάμεις που τον κυβερνούν.

Ασφαλώς, μια τέτοια υπερεθνική πολιτική κοινότητα δεν θα μπορούσε να ταυτισθεί με την Εκκλησία και οι αρχηγοί της δεν θα μπορούσαν να αναλάβουν την εποπτεία, η οποία ανήκει κατ' ουσίαν στην εγκόσμια εξουσία. Αλλά μία τέτοια κοινότητα θα μπορούσε να συστήσει επί της γης, το χώρο, όπου οι χριστιανικοί οραματισμοί θα έβρισκαν τις καλύτερες συνθήκες για την πραγματοποίησή τους.

Τα γεγονότα της μη θρησκευτικής ιστορίας, μέσα στα οποία οι Πατέρες της Εκκλησίας αρέσκονται να ατενίζουν την πραγμάτωση ενός θεϊκού σχεδίου, έκαναν ακριβώς, ο κόσμος μέσα στον οποίο ο γεννώμενος Χριστιανισμός θα διεδίδετο να μην είναι ένα σύμπαν πολιτικά και πολιτιστικά διηρημένο. Τρεις αιώνες νωρίτερα, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε συλλάβει το θαυμαστό σχέδιο «να κάνει όλους τους ανθρώπους πολίτες ενός Κράτους και μιας ίδιας κυβέρνησης», «να κάνει να βασιλεύσει η παγκόσμια ειρήνη, η ομόνοια, η ενότητα και να εξασφαλίσει την επικοινωνία όλων των ανθρώπων μεταξύ τους» (2). Από το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε γεννηθεί ο ελληνιστικός πολιτισμός, εκπληκτική χοάνη όπου η συμβολή της Περσίας, της Ινδίας και της Αιγύπτου, που συγκαταλέγοντο μεταξύ των πιο σημαντικών πολιτισμών της Ασίας και της Αφρικής, ενωνόταν με την ευρωπαϊκή κληρονομιά της κλασσικής Ελλάδος. Στο ίδιο το κατώφλι της εποχής μας, η Ρώμη του Καίσαρα και του Αύγουστου είχε δεχθεί την κληρονομιά του Αλέξανδρου, φιλοδοξώντας να παράσχει για πάντα την ειρήνη και την ευημερία στην οικουμένη με την ένωση του ελληνισμού και της ρωμαϊκής τέχνης, να κυβερνήσει τους ανθρώπους με ορθότητα και δικαιοσύνη. Οι τρεις πρώτοι αιώνες της χριστιανικής εποχής θα είναι έτσι τρεις αιώνες ειρήνης, που θα ευνοήσουν μεγαλειωδώς την εξάπλωση της γεννώμενης Εκκλησίας.

Η συνάντηση της Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας ήταν εντούτοις δύσκολη στην πρώτη προσέγγιση. Η λατρεία της Ρώμης και του Αυγούστου και όλες οι πρακτικές της εθνικής θρησκείας εγγύωντο, στα μάτια των Ρωμαίων, την ενότητα και την ηθική συνοχή της Αυτοκρατορίας. Αποφεύγοντας αυτά στο όνομα των απαιτήσεων της πίστης τους, οι Χριστιανοί καθίσταντο ένοχοι ενός θανάσιμου εγκλήματος και για τρεις αιώνες ο διωγμός και το μαρτύριο ήταν μία απειλή που κρεμόταν συνεχώς πάνω από την Εκκλησία. Η Αυτοκρατορία έπαιρνε μερικές φορές γι' αυτήν την όψη του Αντίχριστου.

Η μεταστροφή του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου («Διάταγμα του Μιλάνου», 313) επέφερε μία ολική μεταβολή της κατάστασης. Πριν το τέλος του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός είχε ανακηρυχθεί επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας (380). Η χριστιανική πίστη έγινε, στην θέση της ρωμαϊκής θρησκείας, η βασική αρχή της συνοχής της Αυτοκρατορίας. Η Ρ ax Romana εμφανιζόταν ως καρπός και σύμβολο της ειρήνης της Εκκλησίας και της μεταμόρφωσης των ψυχών από την θεία χάρη. Προοδευτικά, η νομοθεσία της Αυτοκρατορίας εμποτιζόταν με το χριστιανικό πνεύμα· ο ίδιος ο Κωνσταντίνος θέσπισε νόμους για να περιορίσει το διαζύγιο, να απαλύνει την τύχη των δούλων, να προστατεύσει τα παιδιά, τους φτωχούς, τους φυλακισμένους, τους καταδικασμένους, να υποστηρίξει τον καθαγιασμό της Κυριακής (3). Ο Χριστιανισμός απείχε πολύ από το να προσαρμοσθεί σε ένα προϋπάρχοντα πολιτισμό· ο ελληνισμός και ο αρχαίος ρωμαϊκός πολιτισμός δεν είχαν βεβαίως καταστραφεί, αλλά υφίσταντο σταδιακά ένα ολικό ανασχηματισμό και μία μεταμόρφωση που θα γεννούσαν ένα καινούργιο πολιτισμό και παιδεία, επακριβώς χριστιανικούς. Τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, η αρχιτεκτονική της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως, η τέχνη των μωσαϊκών και των εικόνων δεν θα ήταν πραγματοποιήσιμα χωρίς την φιλοσοφία και την λογοτεχνία της Αρχαιότητας, χωρίς την αρχιτεκτονική και την τέχνη της ειδωλολατρικής Ελλάδος και Ρώμης, αλλά είναι εντούτοις κάτι εντελώς διαφορετικό.

Η χριστιανική Αυτοκρατορία δεν ήταν ούτε θεοκρατική, ούτε καισαροπαπική (4) εκτός από τις περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, που έχουν καταμηνυθεί ως τέτοιες. Οι επικεφαλείς της Εκκλησίας δεν προσπαθούσαν να ασκήσουν καμμία εξουσία στα εγκόσμια και οι αυτοκράτορες δεν νομοθετούσαν πάνω σε θρησκευτικά θέματα χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τις αποφάσεις των ποιμένων της Εκκλησίας και τις εντολές του εκκλησιαστικού δικαίου. Αποκλίσεις ερμηνείας ή εκτίμησης μπροστά σε συγκεκριμένες καταστάσεις μπορούσαν προφανώς να προκαλέσουν διαμάχες μεταξύ της αυτοκρατορικής αρχής και των επισκόπων. Ορισμένοι ποιμένες δεν δίσταζαν λοιπόν να εκτίθενται σε κίνδυνο και να αντιστέκονται με μεγάλο θάρρος, ενώ άλλοι εξαγόραζαν με τίμημα την δουλοπρέπεια τους την αυτοκρατορική εύνοια. Αλλά οι σχέσεις ανάμεσα στην Εκκλησία και το Κράτος διέπονταν φυσιολογικά από την αρχή της συμφωνίας, μια και ο αυτοκράτορας είχε ως καθήκον να παρέχει τα εγκόσμια αγαθά του Κράτους και να βοηθά θετικά την Εκκλησία να εκπληρώνει την δική της αποστολή χωρίς να την σφετερίζεται.

Η Εκκλησία της εποχής των Πατέρων ήταν ηθικά ομόφωνη στο να θεωρήσει την Κωνσταντίνειο διαδικασία ως φυσιολογική, καλώς γενομένη και σύμφωνη με τις απαιτήσεις της πίστεως. Μόνος, σχεδόν, ο ιερός Αυγουστίνος, όχι μόνο δεν αναγνωρίζει καμμία πραγματικά θετική άξια στην αρχαία Ρώμη, αλλά επιπλέον απορρίπτει κάθε δυνατότητα συγχώνευσης και συμβίωσης μεταξύ της Αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας και αρνείται στον ανθρώπινο πολιτισμό κάθε ικανότητα να μεταμορφωθεί από τις θείες ενέργειες (των οποίων η ίδια η έννοια παραμένει ξένη στο σύστημα σκέψης του). Ο Αυγουστίνος, βεβαίως, θα φιλοσοφήσει, και οι οπαδοί του, στο μέλλον, θα κάνουν πολιτική, αλλά αυτή η φιλοσοφία και η πολιτική θα είναι πολύ διαφορετικές από την «μεταμορφωμένη» καλλιέργεια των Πατέρων της Εκκλησίας. Όλη η ιστορία της δυτικής Ευρώπης, στον Μεσαίωνα και τους νεώτερους χρόνους, έχει τις ρίζες της σε αυτές τις αντιλήψεις του αγίου Αυγουστίνου, στο πρόσωπο του οποίου θα αναγνωρίσει, λίαν ατυχώς, τον κατ' εξοχήν Πατέρα της Εκκλησίας. Οι αντιλήψεις αυτές θα αφήσουν τελικά άλυτο το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ της εγκόσμιας εξουσίας και της πνευματικής εξουσίας, διαρρηγνύοντας πιθανώς μέσα στον άνθρωπο μία βαθειά ριζωμένη αρμονία. Θα είναι, δια της οδού της αντιδράσεως, μία από τις ρίζες του αντικληρικαλισμού και του αθεϊσμού, των οποίων ένα ορισμένο τμήμα της Δύσης θα γίνει μία ημέρα ο ιεραπόστολος.

Ενότητα μεταξύ πολύ διαφορετικών λαών, συλλογική ζωή εμποτισμένη με χριστιανισμό και κάνοντας τον από αυτό προσιτό στην μάζα του πληθυσμού, τέτοια είναι τα ευεργετήματα που η Αυτοκρατορία προσεκόμιζε σε όλους αυτούς που ετιμώντο με το όνομα «Ρωμαίοι», το οποίο είχε γίνει συνώνυμο με το «Χριστιανοί». Αυτοί οι άνθρωποι γενικά δεν ήταν λιγότερο συνδεδεμένοι εξαιρουμένης κάθε διαχωριστικής απόπειρας με την γη της καταγωγής τους, την μικρή τους πατρίδα· αυτός ο αυθόρμητος και φυσικός πατριωτισμός εμφανιζόταν τότε τέλεια συμβιβάσιμος με το ανήκειν σε μία ενιαία πολιτική κοινότητα και ένα ευρύτερο πολιτιστικό σύμπαν ξεπερνώντας κάθε τοπικισμό.

 

Η Εκκλησία μεταξύ των βαρβάρων Βασιλέων και της Αυτοκρατορίας

Κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα, πολλά βασίλεια βαρβάρων είχαν συσταθεί στα δυτικά εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ερμηνεύουμε γενικά αυτό το γεγονός σαν να είναι το «τέλος της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Δύση». Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη. Η εκθρόνιση του Ρωμύλου Αυγουστύλου το 476 σήμαινε μόνο το τέλος της διαίρεσης της Αυτοκρατορίας μεταξύ δυο τιτλούχων, τον ένα για την Ανατολή, τον άλλο για την Δύση, που είχε αρχίσει με τον θάνατο του Θεοδοσίου (395)· η Δύση επανερχόταν στην εξουσία του αυτοκράτορα, που ήταν μοναδικός πάλι και έδρευε στην Κωνσταντινούπολη.

Τις περισσότερες φορές οι βάρβαροι εγκαθίσταντο στο έδαφος της Αυτοκρατορίας ως «ομόσπονδοι». Οι βάρβαροι βασιλείς ήταν συγχρόνως αρχηγοί των λαών τους και ρωμαίοι στρατηγοί, που αντιπροσώπευαν την αυτοκρατορική εξουσία πάνω στα εδάφη της αρμοδιότητός τους. Τα βασίλεια που προέκυψαν από τις εισβολές των βαρβάρων Φράγκοι, Βουργουνδοί, Γότθοι παρέμειναν έτσι στην τροχιά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας· μία στενή συνέχεια συνδέει έτσι στην Γαλατία την μεροβίγγειο περίοδο με την γαλλορωμαϊκή εποχή. Αυτά τα βασίλεια είναι μία πρώτη πραγματοποίηση αυτού που ο Dimitri Obolensky ονόμασε Βυζαντινή Κοινοπολιτεία (5). Ο ίδιος ιστορικός θεωρεί εξάλλου ότι η ρωμαϊκή ιδέα του faederatio είναι αυτή που εξηγεί καλύτερα το καθεστώς των κρατών που θα περιστραφούν μερικούς αιώνες αργότερα γύρω από την Κωνσταντινούπολη στην ανατολική Ευρώπη. Έτσι μέχρι το τέλος της μεροβίγγειας περιόδου, η Δύση θα παραμείνει, παρά τις πολλές μεταβολές, αναπόσπαστο τμήμα της αχανούς Ρωμανίας, που επεκτείνετο από την ανατολική Μεσόγειο και τον Καύκασο μέχρι τις ακτές του Ατλαντικού.

Δεν πρέπει εντούτοις να συγκαλύπτουμε την μεγάλη φθορά που υφίστατο σε αυτές τις περιοχές η έννοια της Αυτοκρατορίας. Οι γερμανικοί αρχηγοί αποδεικνύοντο ανίκανοι να αφομοιώσουν τις ρωμαϊκές αντιλήψεις του Κράτους και της δημόσιας λειτουργίας, οι οποίες ήταν οι βασικές πράξεις της Ρ ax Romana · τις υποκαθιστούσαν με μία οργάνωση βασισμένη κυρίως στην πίστη των υπηκόων στο πρόσωπο του αρχηγού, που προετοίμαζε την φεουδαρχία. Από την άλλη μεριά, η εξάρτηση των βαρβάρων βασιλέων από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως ήταν πολύ θεωρητική και συχνά την απέρριπταν σαφώς. Το να ανήκουν στην Ρώμη είχε γι' αυτά τα βασίλεια μία σημασία περισσότερο πολιτιστική και θρησκευτική, παρά πολιτική.

 

Από την Αυτοκρατορία στα Έθνη

Οι εισβολές των βαρβάρων ζημίωσαν έτσι αρχικά την παγκοσμιότητα της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πολύ πιο σοβαρό υπήρξε το σχίσμα που προκλήθηκε από την ίδρυση της καρολίγγειας Αυτοκρατορίας. Όταν στις 25 Δεκεμβρίου του έτους 800, ο πάπας Λέων ο Γ' έθεσε το αυτοκρατορικό στέμμα επί της κεφαλής του Καρλομάγνου και τον κατέστησε Ρωμαίο Αυτοκράτορα, με μία πλήρη ανεξαρτησία σε σχέση με το Βυζάντιο, δεν εγκατέστησε έναν αυτοκράτορα της Δύσης, ίσχυε πριν το 476. Η αναφορά σε αυτήν την παλαιά κατάσταση είναι καθαρά τυπική· η νέα Αυτοκρατορία υποστηρίζει και αυτή επίσης την οικουμενικότητα.

Αλλά η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως ήταν η προσήλυτη ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μεταμορφωμένη κατά κάποιον τρόπο· η καρολίγγεια Αυτοκρατορία και η αγία γερμανική Αυτοκρατορία, που θα είναι η αναβίωσή της, δεν συνδέονται με καμμία ιστορική συνέχεια με την Ρώμη του Αυγούστου· μία τέτοια συνέχεια θα στερείτο εξάλλου νοήματος, δεδομένης της αυγουστίνειας αντίληψης που επικρατούσε στην καρολίγγειο Δύση. Η Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου είναι μία νέα Αυτοκρατορία, αποκλειστικά χριστιανική, θεμελιωμένη αναφορικά στην παπική Ρώμη, που απέδιδε τα πρωτεία της στο κύρος των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, των ιδρυτών της και όχι στο γόητρο της αρχαίας Ρώμης.

Μέσα σε αυτήν την νέα Αυτοκρατορία, οι σχέσεις του πνευματικού και του εγκόσμιου δεν θα διέπονται πλέον από την αρχή της συμφωνίας, αλλά από μία αντίληψη που προέρχεται από μία κάποια ανάγνωση της «Πολιτείας του Θεού» του αγίου Αυγουστίνου και θα οδηγήσει σε έναν καισαροπαπισμό, σε μία «βασιλική θεοκρατία», όπου ο αυτοκράτορας ή ο βασιλιάς θέλει να κυβερνήσει την Εκκλησία τόσο καλά όσο και το Κράτος, σχεδόν με μία αρχιερατική θεοκρατία ή έναν κληρικαλισμό, όπου η εκκλησιαστική εξουσία προσπαθεί να διαχειρίζεται ακόμη και τα εγκόσμια. Αυτή την προβληματική θα ξανασυναντήσουμε στα περισσότερα έθνη και Κράτη που θα συσταθούν κατά την διάρκεια των αιώνων πάνω στα ερείπια της καρολογενούς Αυτοκρατορίας.

Τον 11ο αιώνα, η λατινική Δύση θα διαχωρισθεί ως προς την εκκλησιαστική κοινωνία, από την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως και τις Εκκλησίες που την περιέβαλλαν, ολοκληρώνοντας έτσι την πορεία

που είχε ξεκινήσει με την αρχή της καρολίγγειας δυναστείας. Μέσα στο ορθόδοξο τμήμα της Ευρώπης, η ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (η οποία ποτέ δεν αυτοαποκαλέστηκε «Βυζαντινή») θα διατηρηθεί μέχρι την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453. Το έδαφός της δεν είχε πάψει να συρρικνούται, αλλά διάφορα ορθόδοξα Κράτη είχαν σχηματισθεί εκτός των ορίων της, διατηρώντας εντούτοις μαζί της μία στενή πνευματική και πολιτιστική συνταύτιση: Βουλγαρία, Σερβία, Ρωσία. Μετά το 1453, το σύνολο των εδαφικών εκτάσεων της χριστιανικής Αυτοκρατορίας και τα περισσότερα Κράτη της βυζαντινής Κοινοπολιτείας θα καλύπτονται για πολλούς αιώνες από την τουρκική παλίρροια. Η Ρωσία, που είχε πρόσφατα απελευθερωθεί από τον ζυγό των Τατάρων, θα παραμείνει κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου το μόνο μεγάλο, ελεύθερο, ορθόδοξο έθνος, με προορισμό να είναι «το τελευταίο οχυρό της Ορθοδόξιας ».

 

Η Γαλλική Επανάσταση και η αφύπνιση των Εθνικοτήτων

Προετοιμασμένη από την φιλοσοφία των φώτων και σε μικρότερο βαθμό από την προτεσταντική μεταρρύθμιση, η γαλλική επανάσταση θα ανασχημάτιζε εντελώς όχι μόνο την Γαλλία, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των ορθοδόξων χωρών.

Από τον Clovis μέχρι τον Λουδοβίκο XVI, η Γαλλία ήταν ένα κατ' ουσίαν χριστιανικό έθνος. Το πιο βασικό στοιχείο της ταυτότητας της εκφραζόταν στον τίτλο της ως πρωτότοκης θυγατέρας της Εκκλησίας, που της απέδιδε μία ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα ρωμαϊκά καθολικά έθνη. Για αιώνες, η χριστιανική πίστη ήταν, για τους Γάλλους, το βασικό συστατικό της συλλογικής τους οντότητας. Η γαλλική Επανάσταση υπήρξε μία «πολιτιστική επανάσταση» που εννοούσε να διαγράψει το παλαιό μοναρχικό και χριστιανικό Πολίτευμα (6). Οι, πρωταγωνιστές της ήθελαν να αναμορφώσουν την Γαλλία και μέσω αυτής τον κόσμο, υποκαθιστώντας τον χριστιανικό πολιτισμό με μία κουλτούρα βασισμένη στον ορθολογιστικό και αντιχριστιανικό ουμανισμό των φιλοσόφων του 18ου αιώνα.

Όπως το έγραψε πρόσφατα ο R é gis Debray, «Η Δημοκρατία οικοδομήθηκε ενάντια. Σε έναν μανιώδη αγώνα με αντιπάλους που αποκαλούσε με το όνομά τους: οι Βασιλείς αρχικά, η Εκκλησία στην συνέχεια, η ΙΙΙη Δημοκρατία δεν θα είχε θριαμβεύσει χωρίς την καθημερινή μάχη των φώτων να αποσπάσουν την Εκπαίδευση, τον Στρατό, τις Αρχές, την Γνώμη, από την χιλιετή, άγρια επιβολή της ρωμαϊκής και καθολικής Εκκλησίας» (7).

Για να εκτελεσθεί αυτή η ολική μετατροπή της εθνικής ταυτότητας, κινήθηκαν τα πάντα: αντικατάσταση του ημερολογίου και των χριστιανικών ονομάτων με ένα δεκαήμερο ημερολόγιο και «δημοκρατικά» ονόματα· κλείσιμο όλων των μονών και των μοναστηριών και τελικά όλων των τόπων λατρείας, που μετατράπηκαν σε αποθήκες, νοσοκομεία η ναούς της Λογικής· αποποίηση της ιερωσύνης από την τεράστια πλειοψηφία των ιερέων που είχαν δεχθεί την πολιτική σύσταση του κλήρου, εκτέλεση, εξορία η εκτόπιση αυτών που την είχαν αρνηθεί. Μέσα σε μία χρονιά, 1.448 Γάλλοι ιερείς και 8.235 Βέλγοι ιερείς εξορίσθησαν στην Γουιάνα, όπου οι περισσότεροι πέθαναν από τις ασθένειες και τις κακουχίες.

Η πολιτική φιλοσοφία των πρωταγωνιστών της Επανάστασης διατυπώθηκε από αυτούς στην «διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου», σύμφωνα με την οποία η ελευθερία του ατόμου δεν περιορίζεται παρά από αυτή των άλλων ατόμων η εξουσία και ο νόμος δεν απορρέουν παρά από τον άνθρωπο, που αντιμετωπίζεται μαζικά, χωρίς εξάρτηση από καμμιά μεταφυσική Εξουσία. Αλλά όπως ορθώς παρατηρεί πάλι ο R é gis Debray, εάν η «εικόνα της Διακήρυξης του '89 είναι η πιο λαϊκή», «θα ήταν εξίσου άσχημο να αφήσουμε στην σκιά αυτό που έκανε δυνατή την ενσάρκωση των αθανάτων αρχών: το έθνος και την βία. Είναι συνδεδεμένα. Το ιδανικό που διατυπώθηκε στον κόσμο από την γαλλική Επανάσταση, ήταν το έθνος σαν ριζική καινοτομία, περισσότερο από το δικαίωμα σαν υπόσχεση μελλοντική. Είναι το πρώτο που χρησίμευσε σαν προώθηση του δευτέρου» (8).

Η Επανάσταση έδωσε έτσι το σύνθημα για την ανάπτυξη του εθνικισμού, που σημάδεψε όλη την ιστορία του 19ου αιώνα και ο οποίος στο τέλος του 20 ου αιώνα έχει ακόμα μεταπτώσεις από την Λατινική Αμερική μέχρι τις Βαλτικές Χώρες, στην Αρμενία και στην Γεωργία, περνώντας από την μαύρη Αφρική. «Θεωρώντας τον εαυτό της ως εξαγώγιμο απόστολο (η γαλλική επανάσταση) θέλησε να διδάξει την ελευθερία στους λαούς ενάντια στην τυραννία των θρόνων. Αντέταξε την λαϊκή κυριαρχία στο θεϊκό δίκαιο των βασιλέων και έθεσε ως ηθική αρχή το δικαίωμα των λαών να διαθέτουν τον εαυτό τους» (9).

Αυτός ο νέος εθνικισμός είναι τελείως διαφορετικής φύσεως από τον πατριωτισμό που εμψύχωνε τα μέλη των παλαιών χριστιανικών εθνών. Δεν είναι πια θέμα προσήλωσης σε κάποιο τόπο, πίστης σε ένα μονάρχη και αγάπης σε μία κοινή κληρονομιά, αλλά πηγάζει περισσότερο από τον ενθουσιασμό για την ιδέα που μία εθνική η γλωσσική κοινότητα κατασκευάζει για τον εαυτό της και για τους εθνικούς μύθους της έτσι, όπως οι λογοτέχνες της και οι πολιτικοί συγγραφείς της τους διατυπώνουν και τους εξυμνούν. Αυτός ο συλλογικός ατομικισμός είναι εύκολα ξενόφοβος, μια και κάθε έθνος τείνει να αντιτάξει τον τοπικισμό του σε αυτόν των άλλων (10).

Παραδόξως, στην Ευρώπη του 19ου αιώνα αυτός ο επαναστατικός εθνικισμός, του οποίου η προέλευση ήταν αντιχριστιανική, εξυπηρέτησε τον σκοπό των ρωμαιοκαθολικών ή ορθοδόξων εθνών: το Βέλγιο, η Πολωνία, η Ιρλανδία θα απελευθερωθούν από την κυριαρχία των μη καθολικών εθνών, ενώ η Ελλάδα και τα βαλκανικά έθνη θα απαλλαγούν από τον οθωμανικό ζυγό.

 

Ο Εθνικισμός και η Ορθόδοξη Εκκλησία

Το κίνημα εθνικής απελευθέρωσης δεν είχε παρά ευνοϊκές συνέπειες για τις ορθόδοξες χώρες. Κατά πρώτον συνεισέφερε στο να σχηματισθούν έθνη όπου η ορθοδοξία ανακηρύχθηκε θρησκεία του Κράτους. Αλλά έφερε μέσα του, από το ξεκίνημά του, το σπέρμα της αποχριστιανοποιησης που θα αναπτυσσόταν λίγο λίγο και θα κατέληγε μία ημέρα στην ίδρυση άθεων και αντιχριστιανικών κυβερνήσεων. Ο δεσμός που συνδέει τις μαρξιστικές επαναστάσεις με την γαλλική Επανάσταση είναι ολοφάνερος.

Αλλά κυρίως, ο εθνικισμός των δύο τελευταίων αιώνων είναι υπεύθυνος γι' αυτό που αποτελεί μία από τις πιο φοβερές πληγές του σύγχρονου ορθόδοξου κόσμου, τον θρησκευτικό εθνικισμό ή «φυλετισμό». Καταδικάστηκε από την τοπική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872, ενώ οι Βούλγαροι σχεδίαζαν την δημιουργία μιας εθνικής Εκκλησίας χωρίς συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια που θα είχε οικουμενική δικαιοδοσία. Η έκθεση αυτής της Συνόδου καταγγέλλει με αυστηρότητα και σαφήνεια αυτό το κακό, που δεν έπαψε να διαταράσσει την ορθόδοξη Εκκλησία, κυρίως εκεί που τίθεται το πρόβλημα της διασποράς.

«Ο φυλετισμός, δηλαδή η διάκριση που βασίζεται στην διαφορά εθνικής προέλευσης και γλώσσας και η διεκδίκηση ή η άσκηση αποκλειστικών δικαιωμάτων εκ μέρους ατόμων και ομάδων ανθρώπων ιδίας χώρας και ιδίου αίματος, μπορεί να έχει κάποιες βάσεις στα κοσμικά Κράτη, αλλά... στην χριστιανική Εκκλησία, η οποία είναι μία πνευματική κοινότητα προορισμένη από τον αρχηγό και ιδρυτή της να περιλαμβάνει όλα τα έθνη στην ενιαία αδελφότητα του Χριστού, ο φυλετισμός είναι κάτι ξένο και εντελώς ακατανόητο. Ο σχηματισμός στον ίδιο τόπο ιδιαίτερων Εκκλησιών που βασίζονται στην φυλή και δεν δέχονται παρά πιστούς του ίδιου έθνους, αποκλείοντας τους πιστούς των άλλων εθνών και που διευθύνονται μόνο από ποιμένες της ίδιας φυλής, όπως το υποστηρίζουν οι οπαδοί του φυλετισμού, είναι ένα γεγονός άνευ προηγουμένου...(11)

Είναι φυσιολογικό και υγιές σε μία χώρα ορθόδοξης παράδοσης, η Εκκλησία να είναι η ψυχή του έθνους και η πιο βαθιά έκφραση της συλλογικής του ύπαρξης. Ένας υγιής πατριωτισμός, απηλλαγμένος από κάθε μονολιθικότητα και σωβινισμό είναι εντελώς συμβατός με το πνεύμα του χριστιανισμού. Σε περιπτώσεις διασποράς είναι φυσιολογικό οι μετανάστες να διατηρούν ένα σύνδεσμο με την χώρα καταγωγής τους· αλλά ο ρόλος της Εκκλησίας δεν πρέπει να συγχέεται με αυτόν ενός πολιτιστικού συλλόγου ή μιας λαογραφικής ομάδας, ούτε η εθνική ταυτότητα με την χριστιανική ταυτότητα.

Η Εκκλησία του Θεού στην Αθήνα είναι η ίδια με αυτήν στην Μόσχα ή στο Βουκουρέστι· ένας Ρώσος ή ένας Ρουμάνος που διαμένει στην Αθήνα, μπορεί, το πολύ πολύ, να επιθυμεί η τοπική Εκκλησία να θέσει στην διάθεση του ένα τόπο λατρείας όπου η Λειτουργία να γίνεται στην γλώσσα του, αλλά αυτός ο τόπος λατρείας πρέπει να εξαρτάται από την τοπική Εκκλησία και όχι από έναν επίσκοπο που θα αντιπροσώπευε επί τόπου την ρωσική Εκκλησία ή την Εκκλησία της Ρουμανίας. Η πίστη στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας, που δεν είναι παρά η έκφραση βασικών θεολογικών αληθειών, θα απαιτούσε να γίνεται το ίδιο στο Παρίσι ή στο Λονδίνο. Ο σεβασμός της εδαφικής αρχής δεν συνεπάγεται εξ άλλου ουδόλως την ύπαρξη μιας αυτοκέφαλης ή αυτόνομης Εκκλησίας σε κάθε χώρα: η απαίτηση αυτού θα ήταν επίσης ένα είδος φυλετισμού· τίποτα δεν εμποδίζει ο μητροπολίτης του Παρισιού να εξαρτάται από μία αυτοκεφαλία της οποίας η έδρα θα ήταν στο Λονδίνο, για παράδειγμα, ή από τον Οικουμενικό Πατριάρχη· αυτό που έχει σημασία, είναι να μην υπάρχουν στον ίδιο τόπο πολλές εκκλησιαστικές κοινότητες, πολλοί επίσκοποι, πολλοί μητροπολίτες ανεξάρτητοι οι μεν από τους δε.

Δεν μπορούμε παρά να ευχόμεθα μία ταχεία ρύθμιση αυτού του προβλήματος, διότι η παραβίαση της κανονικής τάξεως επιφέρει πάντα δυσάρεστες συνέπειες. Η ζωτικότητα και γονιμότητα της Εκκλησίας εξαρτώνται από αυτό, όπως και η μαρτυρία και η ακτινοβολία της προς τους μη ορθόδοξους.

Στους πειρασμούς που πηγάζουν από τον υπερβολικό εθνικισμό, οι ορθόδοξοι οφείλουν να αντιτείνουν προπαντός μία πιο ένθερμη πίστη στο μυστήριο της Εκκλησίας: «Όλοι, είστε ένα μέσα στον Χριστό». Ένα, επειδή είμαστε το Σώμα του Χριστού, παρόν σε διαφόρους τόπους, αλλά ποτέ διηρημένο. Αλλά σε αυτούς τους πειρασμούς μπορούν να αντιτάξουν επίσης μία πιο ζωντανή συνείδηση της « ρωμαιοσύνης » τους, έτσι όπως η

ορθόδοξη παράδοση επιτρέπει να την κατανοούμε. Αυτό απαιτεί κάποιες εξηγήσεις.

Η καθολική λατινική Εκκλησία είναι «ρωμαϊκή», με αυτήν την έννοια που, σύμφωνα με την αντίληψή της, η εσχάτη αρχή της ορατής της ενότητας είναι η συνταύτιση με τον πάπα της Ρώμης, τον οποίο μία ιστορική διαδοχή συνδέει με τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, ιδρυτές της Εκκλησίας της Ρώμης, την οποία ελαμπρυναν με το μαρτύριό τους. Αλλά η ρωμαϊκή Εκκλησία δεν αισθάνεται συνδεδεμένη με κανένα καθορισμένο πολιτισμό: μπορεί να προσαρμοσθεί με όλους, να τους περιβάλει όλους, στο μέτρο της επέκτασής της, στον χρόνο και στον χώρο και ακόμα να διαφοροποιηθεί σε πολύ διαφορετικούς θεσμούς, σύμφωνα με την ακριβή έννοια που πήρε αυτή η λέξη στην κανονική της παράδοση. Στους κόλπους της ρωμαϊκής καθολικής Εκκλησίας, κάθε τοπική Εκκλησία μπορεί να έχει έτσι μία δική της «ατομικότητα», προικισμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, που δεν έχουν τίποτα αναλλοίωτο και μπορούν να διαφοροποιηθούν σημαντικά ανάλογα με τις χώρες, τις ηπείρους και τις εποχές. Είναι αυτή η αντίληψη της «καθολικότητας» ως ικανότητας να προσαρμόζεται σε όλους τους πολιτισμούς ενώ για την ορθοδοξία, η καθολικότητα σημαίνει μάλλον την ταυτότητα κάθε τοπικής Εκκλησίας με τις άλλες Εκκλησίες και με το πλήρωμα της εκκλησιαστικής κοινότητας που εξηγεί τον ρωμαϊκό καθολικό τρόπο να παρουσιάζει την ορθόδοξη Εκκλησία σαν μία «ανατολική Εκκλησία» ή «τον άλλο πνεύμονα της Εκκλησίας».

Η αυγουστίνεια αντίληψη των σχέσεων που η Εκκλησία διατηρεί με την εγκόσμια πολιτεία είναι αναμφιβόλως η ρίζα αυτού του τρόπου προσαρμογής στους διάφορους πολιτισμούς, σεβόμενη στο μέγιστό τους εξωτερικούς τύπους οτιδήποτε συμβατού έχουν αυτοί με τον χριστιανισμό, αλλά χωρίς να τους «μεταμορφώνει», χωρίς να τους τροποποιεί κατ' ουσίαν και θεωρώντας τους πάντα ως ενδεχόμενους και οφειλόμενους να εγκαταλειφθούν όταν γίνονται αρχαϊκοί και απροσάρμοστοι και εκεί όπου γίνονται αισθητοί ως ξένοι. Το άνοιγμα που πραγματοποιήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση από την Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού φαίνεται να ευρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τον βαθύ προσανατολισμό του ρωμαϊκού καθολικισμού.

Ο ορθόδοξος τρόπος αντίληψης των ανθρωπίνων πραγματικοτήτων είναι διαφορετικός. Δεν είναι αυγουστίνειος, αλλά είναι μάλλον μία εφαρμογή του πατερικού δόγματος (το οποίο διατυπώθηκε κυρίως από τους Καππαδόκες και τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά), της διείσδυσης των άκτιστων ενεργειών στο κτιστό. Όπως το είδαμε, η Εκκλησία αφομοίωσε, κατά την διάρκεια των πρώτων αιώνων της ιστορίας της, τον πολιτισμό της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τον συνέλαβε όχι σαν ένα εξωτερικό και εφήμερο ένδυμα που πετάμε όταν φθαρεί και περάσει η μόδα του, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο η φωτιά δέχεται τον σίδηρο, που κοκκινίζει και μεταμορφώνεται κατά κάποιον τρόπο σε φωτιά, « ασυγχύτως και αδιαιρέτως» εν τούτοις. Η Εκκλησία δημιούργησε έτσι ένα πολιτισμό καθαρά χριστιανικό, οικουμενικό στις πηγές του (η αλεξανδρινή σύνθεση της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής), αλλά πιο οικουμενικό ακόμα στην μεταμορφωμένη του πραγματικότητα. Έτσι, ο χριστιανικός ελληνισμός πολύ διαφορετικός από τον σύγχρονο ελληνισμό του ελληνικού Κράτους, που αναφέρεται κυρίως στην κλασσική Ελλάδα δεν είναι πια μια τυχαία πολιτισμική πραγματικότητα, ιδιαίτερη και εφήμερη. Κάθε ορθόδοξο έθνος, κάθε εποχή, ζει σύμφωνα με την δική του συλλογική προσωπικότητα ελληνική, ρωσική, αγγλοσαξωνική, λατινική, αφρικανική, μεσαιωνική η σύγχρονη, κ.λπ. αλλά αυτός ο προσωπικός τρόπος αφομοίωσης του πολιτισμού δεν εκφυλίζεται σε τοπικισμό και σε συλλογικό ατομικισμό. Ούτε παγώνει σε διάφορα τελετουργικά τυπικά. Για να επαναλάβουμε την ορολογία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάθε ορθόδοξος λαός διαφέρει από τους άλλους χάρις στον δικό του τρόπο, τον τρόπο του να είναι προσωπικός και απροσδιόριστος, αλλά όλοι έχουν τον ίδιο λόγο, διαθέτουν τα ίδια ουσιώδη χαρακτηριστικά, τον ίδιο «ορισμό», ακόμα και στο επίπεδο του πολιτισμού. Έτσι ο χριστιανικός ελληνισμός (που θα ήταν καλύτερα να ονομάζουμε « ρωμανικότητα ») της Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου και των Τσάρων εκλήθη να επιβιώσει της εξαφάνισης των τυχαίων πολιτικών πραγματικοτήτων, οι οποίες υπήρξαν για πολύ καιρό τα στηρίγματά του. Αυτή η « ρωμανικότητα » είναι σαν τον κοσμικό πόλο, η αντανάκλαση της υπερβατικής οικουμενικότητας της Εκκλησίας στην τάξη του πολιτισμού και των συλλογικών συμπεριφορών. Για την ορθόδοξη παράδοση, η aurea lux, το χρυσό φως που λούει τον κόσμο με τις ακτίνες του και αποδίδει στην Ρώμη μία ομορφιά που δεν είναι του κόσμου τούτου (12), είναι το άκτιστο φως που μεταμορφώνει όλα τα πράγματα και τα κάνει αθάνατα. Ο Felix Roma, Roma aeterna !

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Εric Peterson και Jean Daniélou, Το πρόβλημα του εθνικισμού στον Χριστιανισμό των πρώτων αιώνων, στο «Ζωντανός Θεός», ο. 22 (1952-3), σσ. 88-106, ἐπαναλαμβανόμενο στο Jean Dani é lou, Οι άγγελοι και η αποστολή τους, Ch ê vetogne, 1953, σσ. 153-178.

2. Πλούταρχος, «Η Ζωή του Μ. Αλεξάνδρου». Αναφέρεται στο « Μέγας Αλέξανδρος ή το ξεπερασμένο όνειρο» Β enoist - Mechin, Παρίσι, 1976, σσ. 78-79.

3. Περικλής Ιωάννου, «Η αυτοκρατορική νομοθεσία της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (311-476), Ρώμη, 1972.

4. Περικλής Ιωάννου, αυτόθι, σ. 37.

5. Dimitri Obolensky, Τ he Byzantine Commonwealth, Eastern Europe, 500-1453, Λονδίνο, 1974

6. Serge Blanchi, Η πολιτιστική επανάσταση της Τέχνης II, Παρίσι, 1982.

7. Régis Debray, Ζήτω η Δημοκρατία, Παρίσι, 1989, σσ. 2627.

8. Régis Debray, αυτόθι, σ. 59.

9. Ε mile Poulat, Ελευθερία, Κοσμικότης. Ο πόλεμος των δυο Γαλλιών και η αρχή της νεωτερικότητας, Παρίσι, 1987, σσ. 127-128.

10. Μarie - Madeleine Martin, Ιστορία της γαλλικής ενότητας. Η ιδέα της πατρίδας στην Γαλλία απ' αρχής μέχρι τις μέρες μας. Παρίσι, 1949.

11. Βλέπε το σύνολο του κειμένου στο: Μητροπολίτης Μάξιμος Σάρδεων, Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Παρίσι, 1975, σσ. 378-387.

12. Αναφορά στον ύμνο του εσπερινού της εορτής των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στην αρχαία λατινική λειτουργία.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.