ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και
η πρωτοκαθεδρία στην Ανατολή κατά τον Ε΄ αιώνα

Θεοφάνη Λ. Δρακόπουλου,
Δρ. Θεολογίας Πανεπιστημίου Γενεύης
Προδημοσίευση από το περιοδικό «Graecoarabica»

Η εξαιρετική σπουδαιότητα της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας τόσο σε θέματα πίστεως και ορθοδόξου μαρτυρίας, όσο και σε ευρύτερα διοικητικά ζητήματα αναγνωρίσθηκε από σύμπασα την Εκκλησία κατά τούς πρώτους πέντε τουλάχιστον αιώνες. Η γονιμότητα της θεολογικής σκέψης της Αλεξάνδρειας ήταν ήδη γνωστή χάρη στην περίφημη Κατηχητική σχολή 1 και τους διδασκάλους αυτής Πάνταινο (180-202), Κλήμη Αλεξανδρείας (190-202), Ωριγένη (203-231), Ηρακλά (213-232), Διονύσιο (232-248) κ.ά., θα φτάσει όμως στο απόγειό της κατά τον 4ο και στις αρχές του 5ου αιώνα, στο κρίσιμο δηλαδή διάστημα κατά το οποίο η ενότητα του χριστιανικού πληρώματος τέθηκε υπό σκληρή δοκιμασία λόγω της απήχησης του Αρειανισμού, του Νεστοριανισμού και του Μονοφυσιτισμού στις Εκκλησίες της Ανατολής. Σ' αυτές τις μακροχρόνιες εκκλησιαστικές έριδες που έπληξαν την ενότητα του χριστιανισμού, η εκκλησία της Αλεξάνδρειας λειτούργησε ως τηλαυγής φάρος της Ορθοδοξίας, χάρη στο πεφωτισμένο ορθόδοξο φρόνημα και την αυταπάρνηση των επισκόπων της Μ. Αθανασίου και Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Οι εν λόγω ποιμενάρχες σηματοδότησαν την πέραν του ενός αιώνος καταλυτική απήχηση που άσκησε η εκκλησία της Αλεξάνδρειας επί δογματικών ζητημάτων σε όλη την χριστιανική Οικουμένη, επικρατώντας παράλληλα της, ως επί το πλείστον, φίλα προσκείμενης πολιτικής των βυζαντινών αυτοκρατόρων έναντι των δύο αιρέσεων.

Πράγματι, ο Μ. Αθανάσιος χρειάστηκε να συγκρουσθεί επανειλημμένως τόσο με τους φιλοαρειανούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου, όσο και με τους ευνοούμενους μητροπολίτες αυτών, πληρώνοντας την ορθοδοξία του επανειλημμένως με το τίμημα της καθαίρεσης και της πολύχρονης εξορίας (336-337 από τον Μ. Κωνσταντίνο, 340-346 και 357-362 από τον Κωνστάντιο, 362-363 από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, 365 από τον Ουάλη) 2. Η επικράτησή του σ' αυτή την θεολογική διαμάχη, την οποία ενέτειναν και οι πολιτικές σκοπιμότητες, ανέδειξε την υπερίσχυση της ορθοδόξου εκκλησιαστικής συνείδησης έναντι του πολιτειακού παρεμβατισμού, προσδίδοντας έτσι οικουμενική αίγλη στους ποιμενάρχες που τον διαδέχθηκαν στον θρόνο της Αλεξάνδρειας. Το απόγειο του κύρους της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας επί θεολογικών ζητημάτων παρατηρείται κατά την Γ΄ Οικουμενική σύνοδο της Εφέσου (431) με την επικράτηση της θεολογίας του επισκόπου Αλεξανδρείας Κυρίλλου έναντι τόσο του οπαδού της αντιοχειανής θεολογίας πατριάρχη Κπόλεως Νεστορίου, όσο και του προστάτη αυτού βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ 3.

Ο σημαντικός ρόλος της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας είχε από νωρίς καθιερωθεί και από διοικητικής απόψεως ήδη κατά τις τρεις πρώτες Οικουμενικές συνόδους (Νίκαιας 325, Κπόλεως 381 και Εφέσου 431). Πράγματι, η Α΄ Οικουμενική σύνοδος της Νίκαιας (325) με τον 6 ο κανόνα παραχώρησε στην εκκλησία της Αλεξάνδρειας τις πολιτικές επαρχίες της Αιγύπτου, της Θηβαίδος, της Λιβύης και της Κυρηναϊκής 4. Με τον 2 ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής συνόδου της Κπόλεως (381) επικυρώθηκε εκ νέου η ευρύτατη δικαιοδοσία του επισκόπου Αλεξάνδρειας αποκλειστικά και μόνο στις ανωτέρω επαρχίες, οι οποίες συμπεριελάμβαναν πάνω από ενενήντα μητροπολίτες και επισκόπους 5. Ο συγκεντρωτισμός της διοικητικής οργάνωσης της Εκκλησίας της Αιγύπτου σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς προσιδίαζε σε απολυταρχική μοναρχία 6, καθώς με εξαίρεση τα διαστήματα των σχισμάτων (ζήτημα «πεπτωκότων », μελιτιανό σχίσμα, αρειανισμός), οι ευρισκόμενοι υπό τη δικαιοδοσία του επισκόπου Αλεξάνδρειας επισκόποι ακολουθούσαν πιστά τις επιλογές του σε πάσης φύσεως ζητήματα, γεγονός που εξηγεί γιατί αποκαλούταν επίσης και «πάπας » ή «Φαραώ » 7. Η πολιτική μάλιστα πολυδιάσπαση των ανωτέρω περιοχών και η δημιουργία περισσότερων επαρχιών ανέδειξαν επί πλέον τ o ν αποκλειστικό θεσμικό ρόλο του επισκόπου Αλεξάνδρειας για την ευρύτερη περιοχή. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Σωκράτης, τον Ε΄ αιώνα το πατριαρχείο Αλεξάνδρειας είχε από καιρό ξεπεράσει τα όρια της απλής εκκλησιαστικής διοίκησης και είχε περάσει στην κοσμικής μορφής διοίκηση 8. Πράγματι, η εξουσία αυτή αυξανόταν χάρη στα υλικά αγαθά της Αιγύπτου που συγκέντρωνε με το μονοπωλιακό εμπόριο σίτου, νίτρου, αλατιού, αλλά και παπύρου. Πάνω από δέκα εμπορικά πλοία βρίσκονταν στην διάθεση της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας για εμπορικούς λόγους, ενώ μεγάλη ήταν και η ακίνητη περιουσία της, καθώς πολλά δημόσια κτίρια της πόλης που ανήκαν σε ειδωλολάτρες περιήλθαν στα χέρια των χριστιανών στα τέλη του 4 ου αιώνα, ειδικά μάλιστα επί πατριαρχίας Θεοφίλου (385-412) 9.

Οι διάδοχοι του Μ. Αθανασίου στον αλεξανδρινό θρόνο προέρχονταν από δύο οικογένειες: τον διάδοχο του αγίου Πέτρο Β΄ (373-381) διαδέχθηκε ο αδελφός του Τιμόθεος Α΄ ο Ακτήμων (381-385), ενώ τον διάδοχο αυτού Θεόφιλο (385-412) διαδέχθηκε ο ανιψιός του Κύριλλος (412-444). Συνεπώς για μεγάλο χρονικό διάστημα ο θρόνος της Αλεξάνδρειας αποτελούσε υπόθεση δύο οικογενειών, εξαιρουμένου του διαστήματος κατάληψης του θρόνου από τον αρειανό Λούκιο, από το 373 μέχρι το 378, έτος θανάτου του αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλεντος. Φαίνεται μάλιστα ότι η διοικητική αυτή παντοδυναμία της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας ακόμη και πέρα των ορίων της δικαιοδοσίας της στην Ανατολή ανάγκασε τα μέλη της Β΄ Οικουμενικής συνόδου (381) με τον 2 ο κανόνα να ορίσουν το εύρος επιρροής της, αφού προέβλεπε ότι «κατ ὰ το ὺ ς κανόνας, τ ὸ ν μ ὲ ν Ἀ λεξανδρείας ἐ πίσκοπον, τ ὰ ἐ ν Α ἰ γύπτ ῳ μόνον ο ἰ κονομε ῖ ν ».

Αξίζει να σημειωθεί ότι μολονότι με την αποκατάσταση του Πέτρου Β΄ στον θρόνο της Αλεξάνδρειας και τον νόμο που εξέδωσε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄ το 380 δικαιώθηκαν οι ορθόδοξοι επίσκοποι, ενώ οι αρειανοί θεωρήθηκαν αιρετικοί 10, οι σχέσεις των θρόνων Αλεξάνδρειας και Κπόλεως οξύνθηκαν. Παρ' ότι αρχικά ο Πέτρος επικοινώνησε με τον Κπόλεως άγιο Γρηγόριο Θεολόγο και απέστειλε αντιπροσωπία στην βασιλεύουσα για να χαιρετίσουν επίσημα την εκλογή του, οπότε ο άγιος εκφώνησε τον 34 ο Λόγο του ( Εἰς τούς ἀπ' Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας ), όπου παρέβαλε τον Πέτρο προς τον Ιωσήφ τον Πάγκαλο 11, καθώς από την Αίγυπτο κομιζόταν σίτος στην Κπολη, οι σχέσεις εντάθηκαν λόγω της άνομης δράσεως του εξ Αλεξάνδρειας Μάξιμου του Κυνικού. Ο τελευταίος μετέβη στην Κπόλη, επιχείρησε δια χρηματισμού να καταλάβει τον πατριαρχικό θρόνο με την συμπαράσταση αλεξανδρινών φίλων του, αλλά και με την συναίνεση του εξαπατημένου επισκόπου Αλεξάνδρειας Πέτρου. Ο άγιος Γρηγόριος υπέθεσε ότι ο πάπας Αλεξάνδρειας είχε και αυτός χρηματισθεί, υπόνοια που εξέφρασε στο ποίημα του «Περί τον εαυτού βίον » 12. Σύμφωνα με την μαρτυρία του αγίου, ο Πέτρος απέστειλε επτά ναυτικούς, οι οποίοι με ορισμένους αιγύπτιους επισκόπους σκηνοθέτησαν την παράνομη χειροτονία του Μάξιμου στον θρόνο της Κπόλεως, αλλά ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος δεν αναγνώρισε την παράνομη χειροτονία και, αφού επέβαλλε τον Γρηγόριο στον θρόνο, τον εκδίωξε. Ο Μάξιμος κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια και προσπάθησε μάταια να καταλάβει τον εκεί θρόνο, εκδιώχθηκε όμως και από εκεί από τον Έπαρχο της πόλεως 13. O Πέτρος πέθανε λίγο πριν από την σύγκληση της Β΄ Οικουμενικής συνόδου.

Η ανύψωση από την εν λόγω Οικουμενική σύνοδο του θρόνου της νέας Ρώμης (Κπόλεως) με τον 3 ο κανόνα στη δεύτερη μετά την Ρώμη θέση των τιμωμένων με κανονικά πρεσβεία τιμής επισημοτάτων θρόνων, θεωρήθηκε από την εκκλησία της Αλεξάνδρειας ως μία προσπάθεια αμφισβήτησης ή και υποβάθμισης του εξέχοντος κύρους της για τις εκκλησίες της Ανατολής. Έτσι, μολονότι ο διάδοχος στον θρόνο Αλεξάνδρειας και αδελφός του Πέτρου Τιμόθεος Α΄ Ακτήμων (381-385), ο οποίος σύμφωνα με τον ιστορικό Θεοδώρητο υπήρξε ένας από τους αιγύπτιους επισκόπους που είχαν χειροτονήσει τον Μάξιμο τον Κυνικό 14, έδωσε την συγκατάθεσή του κατά την ψήφιση του κανόνα, ο διάδοχός του Θεόφιλος επιχείρησε να επιβάλει την υπεροχή του θρόνου της Αλεξάνδρειας έναντι της Κπόλεως με την αυθαίρετη και αντικανονική κρίση του αρχιεπισκόπου Κπόλεως Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η οποία κατέληξε στην καθαίρεση του αγίου από την εις Δρυν σύνοδο (403) 15. O Θεόφιλος είχε αποδεχθεί τον κανόνα 3 της Β΄ Οικουμενικής συνόδου, γι' αυτό έλαβε μέρος στην μεγάλη Ενδημούσα σύνοδο της Κπόλεως (394) υπό την προεδρία του Νεκταρίου Κπόλεως. Η επέμβαση του Θεόφιλου για τον θρόνο της Κπόλεως ξεκίνησε το 398, όταν προκειμένου να επηρεάσει την επικείμενη εκλογή του νέου αρχιεπισκόπου Κπόλεως, μετέβη ο ίδιος στη βασιλεύουσα για να προβάλει ως υποψήφιο τον εκλεκτό του πρεσβύτερο Ισίδωρο 16. Ο λαός όμως της βασιλεύουσας πρόεβαλε και πέτυχε να επιβάλει τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο. Ο Θεόφιλος αρνήθηκε να συμμετάσχει στην χειροτονία του νέου αρχιεπισκόπου.

Αφορμή για νέα παρέμβαση κατά του αρχιεπισκόπου Κπόλεως θα βρει με τις ωριγενιστικές έριδες, οι οποίες ξέσπασαν αρχικά στην Παλαιστίνη, με την οξεία αντιπαράθεση των ωριγενιστών Ιωάννη Β΄ Ιεροσολύμων (386-417) και του λατίνου πρεσβυτέρου Ρουφίνου από τη μία και των πολέμιών τους Επιφάνιου Κύπρου και του λατίνου πρεσβυτέρου Ιερωνύμου από την άλλη. Ο Θεόφιλος, που αρχικά ήταν θαυμαστής του Ωριγένη και πολέμιος των «ανθρωπομορφιτών μοναχών », οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο Θεός έχει ανθρώπινη μορφή, άλλαξε την στάση του, όταν ο ωριγενιστής μοναχός που θαύμαζε και είχε προβάλει ως υποψήφιο για τον θρόνο της Κπόλεως Ισίδωρος ενεπλάκη σε μία υπόθεση διάθεσης μεγάλου χρηματικού ποσού για φιλανθρωπικούς λόγους χωρίς την άδειά του. Την νέα στάση του κατά των ωριγενιστών «μακρών αδελφών » εκδήλωσε με την σύνοδο της Νιτρίας του 400, με την οποία καταδίκασε τον ωριγενισμό 17. Εν συνεχεία, επιτέθηκε εναντίον των ωριγενιστών μοναχών, οι οποίοι με επικεφαλής τον Ισίδωρο διέφυγαν αρχικά στον Ιωάννη Ιεροσολύμων και ακολούθως στην Κπόλη, στον Ιωάννη Χρυσόστομο, ο οποίος τους δέχθηκε λόγω ευσπλαγχνίας.

Μία ψευδής είδηση ότι ο Ιωάννης Χρυσόστομος δέχθηκε τους «μακρούς αδελφούς » σε εκκλησιαστική κοινωνία και ότι του επέδωσαν καταγγελία εναντίον του προσώπου του, ανάγκασε τον Θεόφιλο να απαντήσει ότι ο επίσκοπος Κπόλεως δεν δικαιούταν να τον δικάσει. Οι «μακροί αδελφοί » υπέβαλαν «Δέησιν » προς τον αυτοκράτορα προκειμένου να κριθούν από τον Έπαρχο της πόλεως, αίτηση η οποία έγινε δεκτή, ενώ ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας Θεόφιλος παραπέμφηκε να κριθεί σύμφωνα με τον 5 ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου από τον Κπόλεως Ιωάννη Χρυσόστομο. Εκεί μετέβη ως υπόδικος με πλήθος αιγυπτίων επισκόπων και κληρικών, μεταξύ των οποίων και ο ανεψιός του Κύριλλος. Κατόρθωσε μάλιστα με δολοπλοκίες να αντιστρέψει τους όρους και από κατηγορούμενος να αναλάβει τον ρόλο του κατηγόρου, συντονίζοντας μάλιστα το έργο της παρά την Δρυν συνόδου της Χαλκηδόνας (403), η οποία καθαίρεσε και καταδίκασε σε εξορία τον άγιο. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος θεώρησε ότι η καθαίρεσή του οφειλόταν στις φίλαρχες διαθέσεις του Θεόφιλου και αποσκοπούσε στην υποβάθμιση της σπουδαιότητας του θρόνου της Κπόλεως 18. Κατά τον Β. Ι. Φειδά, «η φιλοδοξία του Θεοφίλου ήτο συγκεκριμένη. Επεδίωκε την αποκατάστασιν του θρόνου της Αλεξανδρείας εις την πρώτην θέσιν μεταξύ των θρόνων της Ανατολής δια της μειώσεως του κύρους του θρόνου της Νέας Ρώμης» 19.

Πέραν της επίμονης και πολυετούς άρνησης του ανεψιού του Θεόφιλου και διαδόχου του στον θρόνο της Αλεξάνδρειας Κύριλλου να αποκατασταθεί στα δίπτυχα το όνομα του καθηρημένου Ιωάννη Χρυσοστόμου 20, νέα διάσταση μεταξύ των δύο θρόνων, θεολογική αυτήν την φορά, επήλθε με την αντιπαράθεση της Αντιοχειανής και της Αλεξανδρινής σχολής στο ζήτημα της ένωσης των δύο φύσεων του Ιησού Χριστού. Σύμφωνα με τους αντιοχείς θεολόγους, επειδή ο Χριστός είχε δύο διαφορετικές φύσεις, η θεία φύση είχε επιλέξει ως δοχείο της τον υιό της Μαρίας, τον άνθρωπο Χριστό, γι' αυτό και η Μήτηρ του δεν πρέπει να ονομάζεται Θεοτόκος αλλά Χριστοτόκος . Αντίθετα, για τους αλεξανδρινούς θεολόγους στο πρόσωπο του θεανθρώπου Χριστού ενώθηκαν η θεία και η ανθρώπινη φύση (εξ άκρας συλλήψεως, γι αυτό η παρθένος Μαρία ονομαζόταν Θεοτόκος, αφού έδωσε γέννηση στον Λόγο του Θεού με ανθρώπινη φύση). Το 428 ενθρονίστηκε επίσκοπος Κπόλεως ο Νεστόριος, ο οποίος ως οπαδός της Αντιοχειανής σχολής προέβαλλε την προαναφερθείσα χριστολογία. Αντίπαλός του υπήρξε ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, τον οποίο υποστήριζαν με αφοσίωση πέραν των επισκόπων Αιγύπτου, πλήθος μοναχών αλλά και ο θρόνος της Ρώμης. Η θεολογική διαμάχη λύθηκε με την σύγκληση της συνόδου της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου της Εφέσου (431). Ο Κύριλλος, παρ' ότι πέτυχε την καθαίρεση και την καταδίκη για αίρεση του πατριάρχη Κπόλεως Νεστορίου, στην εν λόγω σύνοδο δεν προέβη σε μονομερή καταδίκη του, ούτε θέλησε να προβάλει το πρωτείο της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας ή να επιχειρήσει οποιαδήποτε υπέρβαση των προβλεπόμενων από τους κανόνες δικαιοδοσιών του 21. Αντίθετα, η επικράτησή του οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην ορθόδοξη θεολογία του, συνεπώς αύξησε το κύρος του θρόνου της Αλεξάνδρειας χάρη στην ορθόδοξη ανασκευή των κακοδοξιών του πατριάρχη Κπόλεως Νεστορίου. Έτσι, αναδείχθηκε αδιαφιλονίκητος ηγέτης της ανατολικής Εκκλησίας.

Ο απόηχος της επικράτησης της αλεξανδρινής θεολογίας συνεχίσθηκε και μετά από τον θάνατο του Κυρίλλου (444) 22. Αυτό εξηγεί και για ποιόν λόγο ο αντιπρόσωπος της αλεξανδρινής παρατάξεως στην Κπόλη Ευτυχής απέκτησε μεγάλη δύναμη και επιρροή όχι μόνο στους μοναστικούς κύκλους της βασιλεύουσας, αλλά ακόμη και στο παλάτι 23. Η στάση όμως του διαδόχου του Κυρίλλου στον θρόνο της Αλεξάνδρειας Διόσκορου υπήρξε σαφέστατα διαφορετική, καθώς πέραν του υπέρμετρου ζήλου του να αποδειχτεί πιστός συνεχιστής της ορολογίας του προκατόχου του, δεν παρέλειψε να προβάλει την αποστολικότητα του θρόνου της Αλεξάνδρειας, προκειμένου να τονίσει την υπεροχή αυτού έναντι των άλλων θρόνων της Ανατολής και, κυρίως, της Κπόλεως. Τη φιλαρχία και την αλαζονική του στάση έψεξε ο Θεοδώρητος Κύρου σε επιστολή του προς τον πατριάρχη Κπόλεως Φλαβιανό, τονίζοντας μάλιστα ότι η εκκλησία της Αντιόχειας είχε όντως άμεση πέτρειο αποστολικότητα, ενώ η της Αλεξανδρείας έμμεση, λόγω του μαθητή του Πέτρου ευαγγελιστή Μάρκου 24.

Αφορμή για την προβολή της θεολογικής πρωτοκαθεδρίας της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας στην Ανατολή δόθηκε με την διδασκαλία του Ευτυχή, ο οποίος προβαλλόταν ως συνεχιστής της διδασκαλίας του Κυρίλλου. Εντούτοις, προχώρησε ακόμη περισσότερο σε θεολογικό επίπεδο, καθώς δίδασκε ότι οι δύο φύσεις του Χριστού μετά την ενσάρκωση συνενώθηκαν σε μία φύση. Συνεπώς, η μονοφυσιτική αίρεση γεννήθηκε στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ριζικά η νεστοριανή κακοδοξία. Ο Ευτυχής καταδικάσθηκε στην Ενδημούσα σύνοδο της Κπόλεως (448) ως αιρετικός, απόφαση που επικύρωσε ο πάπας Λέων Α΄ με τον Τόμο του, όπου υποστήριζε ότι και μετά την ενανθρώπιση οι δύο φύσεις παρέμειναν ασύγχυτες στο ένα πρόσωπο του Χριστού 25. Εν τούτοις, ο Διόσκορος άδραξε την ευκαιρία να προβάλει το πρωτείο του θρόνου του στις εκκλησίες της Ανατολής, όταν του ανατέθηκε η προεδρία της «Ληστρικής συνόδου» της Εφέσου (449) ( Latrocinium Ephesinum ) 26, προκειμένου να εξεταστεί η καταδίκη του μονοφυσίτη αρχιμανδρίτη Ευτυχή από την σύνοδο της Κπόλεως (448) στην οποία είχε προεδρεύσει ο Κπόλεως Φλαβιανός. Στην σύνοδο, στην οποία συμμετείχαν 127 επίσκοποι, είκοσι από τους οποίους ήταν από την Αίγυπτο και αντιπρόσωποι των άλλων πατριαρχικών θρόνων (μεταξύ των οποίων και τρεις λεγάτοι του πάπα Λέοντος), ο Διόσκορος με την εισήγησή του εμφανίστηκε ως συνεχιστής των αποφάσεων της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου που απαγόρευε οποιαδήποτε προσθήκη ή αλλαγή των δογματικών αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας 27, ενώ πέτυχε όχι μόνο την αθώωση του μονοφυσίτη Ευτυχή, αλλά και την καθαίρεση του Κπόλεως Φλαβιανού και του Ευσέβιου Δορυλαίου ως μη ευθυγραμμιζόμενων με τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου 28. Ενώπιον των ενστάσεων και των διαμαρτυριών τόσο του αρχιεπισκόπου Κπόλεως, όσο και των λεγάτων του πάπα, o Διόσκορος κατέφυγε στην επιβολή των προτάσεών του δια της βίας με την συνδρομή των παραβολάνων και των μοναχών του Βαρσουμά που αποτελούσαν την συνοδεία του. Ο αρχιεπίσκοπος Κπόλεως Φλαβιανός υπέστη απίστευτες βιαιότητες και κατεδικάσθηκε σε εξορία, όπου και πέθανε τρεις μέρες μετά. Στα πρακτικά μάλιστα της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου της Χαλκηδόνας (451) ο Διόσκορος χαρακτηρίζεται δολοφόνος 29, ενώ οι διάκονοί του Αρποκρατίων και Πέτρος μαζί με τον μοναχό Βαρσουμά αναφέρεται ότι τον σκότωσαν με τα χτυπήματά τους 30. Αξίζει να σημειωθεί ότι με αυθαίρετη πρωτοβουλία του Διοσκόρου ο θρόνος της Κπόλεως υποβιβάσθηκε στην πέμπτη θέση στην τάξη προκαθεδρίας των επισημοτάτων θρόνων αντί της δεύτερης 31, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις και κατά την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο που συγκλήθηκε δύο χρόνια μετά από τους συμμετέχοντες παπικούς αντιπροσώπους, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν για τον υποβιβασμό της εκκλησίας της Κπόλεως στην πέμπτη θέση από την «Ληστρική σύνοδο» της Εφέσου. Σύμφωνα με τον Β. Ι. Φειδά, στην ληστρική σύνοδο της Εφέσου εκδηλώθηκε σαφώς «η φιλαρχία του Διοσκόρου και η εχθρική προδιάθεσις έναντι του θρόνου της Κπόλεως» 32.

Τα πρακτικά της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου διαφωτίζουν πολλές λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο επιβολής της μοναρχικού τύπου διοικήσεως της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας τόσο από τους επισκόπους που εξαναγκάσθηκαν δια της βίας να υπογράψουν τις αποφάσεις της «Ληστρικής συνόδου» της Εφέσου, όσο και από δύο διακόνους της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας και έναν λαϊκό που υπέστησαν την τυραννίδα και τον βίαιο τρόπο διοικήσεως του Διοσκόρου 33. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Διόσκορος αρνήθηκε τρεις φορές εγγράφους αυστηρές κλήσεις προς απολογία για τις κατηγορίες και η καθαίρεσή του, κατά τον αρχιεπίσκοπο Κπόλεως Ανατόλιο, δεν οφειλόταν σε λόγους πίστεως, αλλά στην τριπλή άρνησή του στις κανονικές κλήσεις της συνόδου για απολογία 34. Η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος καταδίκασε, καθαίρεσε και εξόρισε στη Γάγγρα Παφλαγονίας τον Διόσκορο, ενώ εξέλεξε διάδοχό του τον παλαιότερο συνεργάτη του Προτέριο. Η καθαίρεση του πατριάρχη Αλεξάνδρειας Διοσκόρου από την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο (451) σήμανε την ταυτόχρονη αποχώρηση της πλειοψηφίας των συμμετεχόντων στη σύνοδο μητροπολιτών της δικαιοδοσίας του, με εξαίρεση δεκατρείς ορθόδοξους επισκόπους. Ακόμη όμως και αυτοί προσπάθησαν να αποφύγουν την ενυπόγραφη καταδίκη της διδασκαλίας του Ευτυχή, ζητώντας την «υπέρθεσιν » (μετάθεσιν) της υπογραφής τους μετά την εκλογή νέου πατριάρχη στον θρόνο της Αλεξάνδρειας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την απορία των παπικών αντιπροσώπων 35 και την γενικότερη κατακραυγή των λοιπών συμμετεχόντων 36, αναγκάζοντάς τους έτσι να υπογράψουν την καταδίκη του Ευτυχή, καθώς οποιαδήποτε υπογραφή άνευ έγκρισης του πατριάρχη Αλεξάνδρειας κατ' αυτούς θεωρείτο αντικανονική, επικαλούμενοι τον κανόνα 6 της Α΄ Οικουμενικής συνόδου 37. Το επιχείρημα αυτό συνάντησε την σοβαρή αντίδραση συμμετεχόντων μητροπολιτών, οι οποίοι δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι οι επίσκοποι της Αιγύπτου έθεταν υπεράνω της Οικουμενικής συνόδου τα της εκκλησίας της Αιγύπτου 38. Σε δογματικό επίπεδο η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος διατύπωσε με σαφήνεια το δόγμα των δύο τελείων, αχωρίστων, αδιαιρέτων και ασυγχύτων φύσεων του Χριστού, θεωρώντας ότι η σωτηρία είναι δυνατή μόνον όταν ο Θεάνθρωπος είναι συνάμα τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Μ' αυτόν τον τρόπο καταδίκασε οριστικά τον Μονοφυσιτισμό και τον Νεστοριανισμό.

Πέραν όμως των δογματικών ενστάσεων του Διοσκόρου για τις αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν νεστοριανίζουσες, λόγω της χρησιμοποίησης του όρου «ἐν δύο φύσεσιν », πολλοί ιστορικοί διακρίνουν και μία προσπάθεια αμφισβήτησης εκ μέρους του πατριαρχικού θρόνου της Αλεξανδρείας του 28 ου κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής με τον οποίο αναγνωρίζονταν τα «ίσα πρεσβεία » τιμής του θρόνου της νέας Ρώμης (Κπόλεως) με την πρεσβυτέρα Ρώμη. Πράγματι, η Αλεξάνδρεια διαπίστωσε με πικρία την κατοχύρωση της πρωτοκαθεδρίας του θρόνου της Κπόλεως για τις εκκλησίες της Ανατολής 39, γεγονός που είχε ήδη διαφανεί μετά την Β΄ Οικουμενική σύνοδο Κπόλεως, όπως είδαμε, και την εχθρική στάση του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου απέναντι στον πατριάρχη Κπόλεως Ιωάννη Χρυσόστομο, η οποία κατέληξε στην καθαίρεση του αγίου από την εις την Δρυν σύνοδο (403). Οι δογματικές αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, σε συνδυασμό με τον 28 ο κανόνα αυτής που αναγνώριζε τα «ίσα πρεσβεία» τιμής του θρόνου της Κπόλεως με τον θρόνο της Ρώμης και συνεπώς την προκαθεδρία της στην Ανατολή, σήμαναν την διεύρυνση του υφιστάμενου ήδη χάσματος μεταξύ Αιγύπτου και αυτοκρατορίας.

Ο εν λόγω κανόνας σε συνδυασμό με την καταδίκη του Διοσκόρου εξελήφθη από τον αιγυπτιακό πληθυσμό και κυρίως τους αιγύπτιους μοναχούς ως μία προσπάθεια υποβιβασμού όχι μόνο της χριστολογίας του Κυρίλλου αλλά και της εκκλησίας της Αιγύπτου, γεγονός που φάνηκε κατά την ενθρόνιση στον θρόνο της Αλεξάνδρειας του Προτερίου, μολονότι επρόκειτο για κληρικό προερχόμενο από το στενό περιβάλλον του Διόσκορου. Η ενθρόνισή του έδωσε το έναυσμα για μία περίοδο αγριοτήτων χωρίς προηγούμενο, καθώς οι οπαδοί του Διόσκορου στράφηκαν τόσο κατά της πολιτικής διοικήσεως, όσο και κατά του νέου επισκόπου. Η φρουρά του Προτερίου πολιορκήθηκε και κάηκε ζωντανή στο Σεραπείο, ενώ ο Προτέριος χρειαζόταν συνεχή φύλαξη από στρατιώτες, καθώς θεωρήθηκε ανεπιθύμητος 40. Η μαζική αυτή αντίδραση έθεσε τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου για ένα περίπου αιώνα ενώπιον της διλημματικής επιλογής μεταξύ χαλκηδόνιου επίσκοπου στην Αλεξάνδρεια και αποκατάσταση της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου ή μονοφυσίτη που θα ήταν αποδεκτός από τον γηγενή πληθυσμό χάριν της πολιτικής ειρήνης στην αυτοκρατορία 41. Έτσι διαμορφώθηκαν στην Αίγυπτο δύο αντίπαλα στρατόπεδα, των Βυζαντινών, οι οποίοι είχαν αναφορά πάντα προς το Βυζαντινό αυτοκράτορα και παρέμειναν ορθόδοξοι ( Μελχίται =βασιλικοί), και των Μονοφυσιτών.

Με τον θάνατο του αυτοκράτορα Μαρκιανού (457), οι Μονοφυσίτες με την συνδρομή και των εξόριστων ομοϊδεατών μητροπολιτών και πλήθους μοναχών εξέλεξαν αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας τον μετριοπαθή θεολογικά, αλλά ακραίο στην εκκλησιαστική πολιτική του μονοφυσίτη Τιμόθεο Β΄ Αίλουρο (456-460), ενώ το μένος τους οδήγησε στην τραγική δολοφονία του Προτερίου εντός του βαπτιστηρίου κατά το Μ. Σάββατο. Το πτώμα του ορθοδόξου αρχιεπισκόπου μεταφέρθηκε στον Ιππόδρομο, όπου και κάηκε. Το δραματικό αυτό συμβάν έμελλε να σημαδέψει με τραγικό τρόπο τις σχέσεις Ορθόδοξων και Μονοφυσιτών, καθώς ο Τιμόθεος Αίλουρος οδήγησε την προϋπάρχουσα αντιπαλότητα στα άκρα. Πράγματι, με σύνοδο που συγκρότησε στην Αλεξάνδρεια (457) καταδίκασε την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο και εξόρισε τους ορθόδοξους επισκόπους της Αιγύπτου, οι οποίοι απευθύνθηκαν στον νέο αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ τον Θράκα (457-474). Ο πατριάρχης Κπόλεως Ανατόλιος (449-458) απέρριψε την ιδέα σύγκλησης συνόδου και αντ' αυτής προέτεινε την αποστολή εγκυκλίου γράμματος προς όλους τους μητροπολίτες της Ανατολής να αποφανθούν συνοδικώς με αποφάσεις των επαρχιακών τους συνόδων επί της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου ( Codex Encyclius ). Όλοι απάντησαν αρνητικά, με αποτέλεσμα την εξορία του Τιμόθεου στη Γάγγρα και στην Χερσώνα (460), διάδοχός του δε στον θρόνο της Αλεξάνδρειας ορίστηκε ο μετριοπαθής Τιμόθεος Γ΄ Σαλοφακιόλος.

Η φιλαρχία του Τιμόθεου Αίλουρου δεν κατευνάστηκε με την πολύχρονη εξορία του, γι' αυτό και εκμεταλλευόμενος την πολιτική αστάθεια που επικρατούσε μετέβη στην βασιλεύουσα όπου εισήλθε θριαμβευτικά, γνωρίζοντας ανέλπιστα ενθουσιώδη υποδοχή από το πλήθος. Επηρέασε τον σφετεριστή του θρόνου Βασιλίσκο, τον οποίο και έπεισε να εκδώσει το «Εγκύκλιον » Διάταγμα (476) κατά της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και υπέρ του μονοφυσιτισμού, το οποίο κοινοποιήθηκε σε όλους τους επισκόπους προς υπογραφήν 42. Ο Τιμόθεος Αίλουρος αποκαταστάθηκε στον θρόνο της Αλεξάνδρειας, όπως και ο ομοϊδεάτης του Πέτρος Κναφεύς στην εκκλησία της Αντιόχειας. Ο αρχιεπίσκοπος Κπόλεως Ακάκιος όχι μόνο δεν δέχθηκε σε εκκλησιαστική κοινωνία τον μονοφυσίτη Τιμόθεο, αλλά κατάφερε να φανατίσει τον λαό, να ακυρώσει το «Εγκύκλιον » Διάταγμα με την έκδοση του «Αντεγκυκλιου» Διατάγματςο 477 και, εν τέλει, να συμβάλει αποφασιστικά στην ανατροπή του σφετεριστή Βασιλίσκου. Ο Τιμόθεος Αίλουρος επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια μετέβη στην Έφεσο, όπου συγκάλεσε μεγάλη σύνοδο με την οποία: α) αποκατάστησε τον μονοφυσίτη επίσκοπο Εφέσου Παύλο, β) πέτυχε την καθαίρεση του αρχιεπισκόπου Κπόλεως Ακάκιου, χωρίς βέβαια αυτή η απόφαση να μπορεί να εφαρμοστεί, και γ) ανακήρυξε την διοικητική αυτονομία της εκκλησίας της Εφέσου, γεγονός που συνεπαγόταν σοβαρό περιορισμό της εκτάσεως της διοικητικής δικαιοδοσίας του θρόνου της Κπόλεως.

Συνεπώς, ο Τιμόθεος Αίλουρος, μολονότι διαφοροποιούταν από τον Ευτυχή εκφράζοντας σε θεολογικό επίπεδο μετριοπαθέστερη μορφή μονοφυστιτισμού 43, εν τούτοις διάλεξε τον δρόμο της μετωπικής σύγκρουσης με τον θρόνο της Κπόλεως, αποτολμώντας όχι μόνο την καθαίρεση του πατριάρχη Κπόλεως, αλλά και τον διοικητικό περιορισμό της εκκλησίας της. Ο αιφνίδιος θάνατος του Τιμόθεου Αίλουρου (477) πρόλαβε την αλλαγή της αυτοκρατορικής πολιτικής με την επάνοδο του Ζήνωνα και την στήριξη εκ νέου των ορθοδόξων επισκόπων που επιζητούσαν την εξορία του μονοφυσίτη πάπα με την ταυτόχρονη αποκατάσταση του νόμιμου πάπα Αλεξάνδρειας Τιμόθεου Σαλοφακιόλου. Οι μονοφυσίτες προέβησαν στην χειροτονία του μονοφυσίτη Πέτρου Μογγού, εγκαινιάζοντας μια περίοδο κατά την οποία το σχίσμα του εκκλησιαστικού σώματος επήλθε και στον θρόνο της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Η έκδοση του «Ενωτικού» διατάγματος (482) από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα με την συναίνεση και του πατριάρχη Κπόλεως Ακακίου (472-489) άνοιξε μία νέα περίοδος συγχύσεων όχι μόνο στις σχέσεις των πατριαρχικών θρόνων της Ανατολή μεταξύ τους, αλλά και στις σχέσεις τους με τον παπικό θρόνο (Ακακιανόν σχίσμα 484-519). Έκτοτε, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες θα παρεμβαίνουν στην εκλογή του πατριάρχη Αλεξάνδρειας με την επιλογή του καταλληλότερου προσώπου, ικανού να συγκεράσει τις διαφορές μεταξύ των δύο αντιπάλων στρατοπέδων. Η σπουδαιότητα λοιπόν του προσώπου του εκάστοτε πατριάρχη Αλεξανδρείας για το εκκλησιαστικό γίγνεσθαι και ο σημαντικότατος ρόλος αυτού για ολόκληρη την επαρχία της Αιγύπτου και για το πολιτικό γίγνεσθαι προκάλεσαν τις επανειλημμένες παρεμβάσεις του παλατιού στην επιλογή του πατριάρχη, καθώς εθιμικά οι υποψήφιοι υποδεικνύονταν από το παλάτι 44.

Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι σημαντικό ρόλο για τη βαθμιαία απομάκρυνση της εκκλησίας της Αιγύπτου από την Ορθοδοξία, πέρα από τις όποιες θεολογικές διαφοροποιήσεις στην ερμηνεία της ορολογίας του Κυρίλλου που μεσολάβησαν σε διάστημα μόλις μίας εικοσαετίας (431 Γ΄ Οικουμενική σύνοδος- 451 Δ΄ Οικουμενική σύνοδος), έπαιξε και η εμμονή των αρχιεπισκόπων της Αλεξάνδρειας στην προβολή της υπεροχής αυτής έναντι των άλλων εκκλησιών της Ανατολής. Αυτή η στάση κράτησε έναν αιώνα και σημαδεύτηκε από την έντονη αμφισβήτηση του αποδοθέντος από τις Β΄ και Δ΄ Οικουμενικές συνόδους πρωτείου του θρόνου της Κπόλεως στην Ανατολή και δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο υπό το πρίσμα των απλών προσωπικών διαφορών των εκάστοτε προκαθημένων των δύο θρόνων. Από τις 4 εκθρονίσεις αρχιεπισκόπων της Κπόλεως, στις οποίες προέβησαν οι πάπες Αλεξάνδρειας- του Γρηγορίου του Θεολόγου από τον Τιμόθεο (380), του Ιωάννη Χρυσοστόμου από τον Θεόφιλο (403), του Νεστόριου από τον Κύριλλο (431), του Φλαβιανού από τον Διόσκορο (449) και την αυθαίρετη καθαίρεση του Ακακίου από τον Τιμόθεο Αίλουρο (476)- μόνο αυτή που επιβλήθηκε από τον Κύριλλο βασίστηκε σε αμιγώς θεολογικά κριτήρια, ενώ οι λοιπές οφείλονταν στην φιλαρχία και σε σύντονες προσπάθειες υποβάθμισης του κύρους της εκκλησίας της Κπόλεως. Το γεγονός δε ότι ακόμη και η καταδίκη του Διοσκόρου από την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο, ο οποίος θεωρούσε αυτόν συνεχιστή της ορθόδοξης θεολογίας του Κυρίλλου, δεν οφειλόταν, όπως είδαμε, σε ζητήματα πίστεως, αλλά στις βιαιότητες στις οποίες προέβη στην «Ληστρική σύνοδο » της Εφέσου (449) και στην εν γένει πολεμική στάση του, αποδεικνύει ότι η φιλαρχία των αρχιεπισκόπων Αλεξάνδρειας εκφράσθηκε με την προβολή τόσο των θεολογικών διαφορών, όσο και του αντιβυζαντινού αισθήματος του γηγενούς πληθυσμού, ο οποίος, με πρωτοστάτες πάντοτε τους μοναχούς, εξέλαβε εφεξής την εφαρμοζόμενη βυζαντινή πολιτική ως μία συνεχή προσπάθεια υποβιβασμού του κύρους της εκκλησίας της Αιγύπτου. Η ταύτιση μάλιστα του εκάστοτε αρχιεπισκόπου Κπόλεως με την πολιτική εξουσία του Βυζαντίου από την πλευρά των μονοφυσιτών εξηγεί και την ονομασία των Ορθοδόξων ως «Μελχιτών», δηλ. βασιλικών (Μέλεχ=βασιλεύς), αποδεικνύοντας έτσι ότι η επικράτηση του Μονοφυσιτισμού οφειλόταν κυρίως σε πολιτικά – εκκλησιαστικά και όχι σε αμιγώς θεολογικά κριτήρια.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η εξαιρετική σπουδαιότητα της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας τόσο σε θέματα πίστεως και ορθοδόξου μαρτυρίας, όσο και σε ευρύτερα διοικητικά ζητήματα αναγνωρίσθηκε από σύμπασα την Εκκλησία κατά τούς πρώτους πέντε τουλάχιστον αιώνες. Ιδιαίτερα κατά τον 4 ο και στις αρχές του 5 ου αιώνα, στις μακροχρόνιες εκκλησιαστικές έριδες που έπληξαν την ενότητα του χριστιανισμού (αρειανισμός, νεστοριανισμός), η εκκλησία της Αλεξάνδρειας λειτούργησε ως τηλαυγής φάρος της Ορθοδοξίας, χάρη στο πεφωτισμένο ορθόδοξο φρόνημα και την αυταπάρνηση των επισκόπων της Μ. Αθανασίου και Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Ο σημαντικός ρόλος της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας είχε από νωρίς καθιερωθεί και από διοικητικής απόψεως ήδη κατά τις δύο πρώτες Οικουμενικές συνόδους (6 ος καν.Νίκαιας 325, 2 ος καν. Κπόλεως 381), με την παραχώρηση στην δικαιοδοσία της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας των πολιτικών επαρχιών της Αιγύπτου, της Θηβαίδος, της Λιβύης και της Κυρηναϊκής, οι οποίες συμπεριελάμβαναν πάνω από ενενήντα μητροπολίτες και επισκόπους. Ο συγκεντρωτισμός της διοικητικής οργάνωσης της Εκκλησίας της Αιγύπτου σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς προσιδίαζε σε απολυταρχική μοναρχία εξηγεί γιατί ο επίσκοπος Αλεξάνδρειας αποκαλούταν επίσης «πάπας » ή «Φαραώ ». Συνεπώς, η θεολογική αυθεντία του θρόνου της Αλεξάνδρειας συνδυάστηκε από μία ευρύτατη διοικητική δικαιοδοσία, καθιστώντας την έτσι εκ των πραγμάτων διεκδικήτρια του εκκλησιαστικού πρωτείου στην Ανατολή και ανταγωνίστρια του θρόνου της Κπόλεως.

Κατά την γνώμη μας σημαντικό ρόλο για τη βαθμιαία απομάκρυνση της εκκλησίας της Αιγύπτου από την Ορθοδοξία, πέρα από τις όποιες θεολογικές διαφοροποιήσεις στην ερμηνεία της ορολογίας του Κυρίλλου που μεσολάβησαν σε διάστημα μόλις μίας εικοσαετίας (431 Γ΄ Οικουμενική σύνοδος- 451 Δ΄ Οικουμενική σύνοδος), έπαιξε και η εμμονή των αρχιεπισκόπων της Αλεξάνδρειας στην προβολή της υπεροχής αυτής έναντι των άλλων εκκλησιών της Ανατολής. Αυτή η στάση κράτησε έναν αιώνα και σημαδεύτηκε από την έντονη αμφισβήτηση του αποδοθέντος από τις Β΄ και Δ΄ Οικουμενικές συνόδους πρωτείου του θρόνου της Κπόλεως στην Ανατολή και δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο υπό το πρίσμα των απλών προσωπικών διαφορών των εκάστοτε προκαθημένων των δύο θρόνων. Από τις 4 εκθρονίσεις αρχιεπισκόπων της Κπόλεως, στις οποίες προέβησαν οι πάπες Αλεξάνδρειας- του Γρηγορίου του Θεολόγου από τον Τιμόθεο (380), του Ιωάννη Χρυσοστόμου από τον Θεόφιλο (403), του Νεστόριου από τον Κύριλλο (431), του Φλαβιανού από τον Διόσκορο (449) και την αυθαίρετη καθαίρεση του Ακακίου από τον Τιμόθεο Αίλουρο (476)- μόνο αυτή που επιβλήθηκε από τον Κύριλλο βασίστηκε σε αμιγώς θεολογικά κριτήρια, ενώ οι λοιπές οφείλονταν στην φιλαρχία και σε σύντονες προσπάθειες υποβάθμισης του κύρους της εκκλησίας της Κπόλεως. Το γεγονός δε ότι ακόμη και η καταδίκη του Διοσκόρου από την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο, ο οποίος θεωρούσε αυτόν συνεχιστή της ορθόδοξης θεολογίας του Κυρίλλου, δεν οφειλόταν, όπως είδαμε, σε ζητήματα πίστεως, αλλά στις βιαιότητες στις οποίες προέβη στην «Ληστρική σύνοδο » της Εφέσου (449) και στην εν γένει πολεμική στάση του, αποδεικνύει ότι η φιλαρχία των προκαθήμενων της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας εκφράσθηκε με την προβολή τόσο των θεολογικών διαφορών, όσο και του αντιβυζαντινού αισθήματος του γηγενούς πληθυσμού, ο οποίος, με πρωτοστάτες πάντοτε τους μοναχούς, εξέλαβε εφεξής την εφαρμοζόμενη βυζαντινή πολιτική ως μία συνεχή προσπάθεια υποβιβασμού του κύρους της εκκλησίας της Αιγύπτου. Η ταύτιση μάλιστα του εκάστοτε αρχιεπισκόπου Κπόλεως με την πολιτική εξουσία του Βυζαντίου από την πλευρά των μονοφυσιτών εξηγεί και την ονομασία των Ορθοδόξων ως «Μελχιτών», δηλ. βασιλικών (Μέλεχ=βασιλεύς), αποδεικνύοντας έτσι ότι η επικράτηση του Μονοφυσιτισμού οφειλόταν κυρίως σε πολιτικά – εκκλησιαστικά και όχι σε αμιγώς θεολογικά κριτήρια.


1 Για την τρόπο λειτουργίας της σχολής και την σχέση της με τις προϋπάρχουσες φιλοσοφικές ή και γνωστικές σχολές βλ. A. Puech, Histoire de la littérature grecque chrétienne depuis les origines jusqu'à la fin du IVe siècle. T. II : Le IIe et le IIIe si è cles ( Collection d ' Etudes Anciennes ), Paris, 1928, σελ. 326- 331, όπου υποστηρίζεται ότι η σχολή με εξαίρεση την περίοδο διευθυντίας του Πάνταινου λειτουργούσε υπό την εποπτεία του εκάστοτε επισκόπου Αλεξάνδρειας. Για τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της Σχολής βλ. Attila Jakab, Ecclesia Alexandrina, Evolution sociale et institutionnelle du christianisme alexandrine (II et III siècles), ed. Peter Lang, Berne 2001, σελ. 97-106.

2 Αναλυτικότερα περί των εξοριών που υπέστη ο Μ. Αθανάσιος βλ. Χρ.Παπαδόπουλου, Ιστορία της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας (64-1934) 2, Αθήνα 1985, σελ. 188-202. Για τις διαφοροποιήσεις σχετικά με την ακριβή χρονολογία των εξοριών μεταξύ των ιστορικών Σωκράτη, Σωζομενού και Φιλοστόργιου βλ. Peter Van Nuffelen, Un héritage de paix et de piété. Etude sur les histoires ecclésiastiques de Socrate et de Sozomène, Orientalia Lovaniensia Analecta, Louvain 2004, ed. Peeters, σελ. 345 κεξ. Πρβλ. Β. Ι. Φειδά , Εκκλ. Ιστορία Α΄, Αθήνα 1995, Β΄ἐκδ., σελ. 470 κεξ.

3 Είναι πολύ εύστοχη η παρατήρηση του Οστρογκόρσκυ ότι «ο Κύριλλος…επικράτησε θριαμβευτικά στην αναμέτρησή του με τον επίσκοπο της πρωτεύουσας και με την αυτοκρατορική κυβέρνηση, που τον υποστήριζε, και έτσι αναδείχθηκε ηγέτης της ανατολικής Εκκλησίας. Συγχρόνως, κατόρθωσε να ανεβάσει το κύρος του πάνω από το κύρος των αυτοκρατορικών πολιτικών εκπροσώπων στην Αίγυπτο. Το πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας, που αποκτούσε όλο και περισσότερη σημασία από την εποχή του Μ. Αθανασίου, έφθασε στο απόγειο της δυνάμεώς του ». George Ostrogorsky, Ιστορία του βυζαντινού κράτους, τομ. Α΄, Αθήνα 1997, εκδ. Δ. Βασιλόπουλου, σελ. 120-121.

4 Mansi II, 895: «Τὰ ἀ ρχα ῖ α ἔ θη κρατείτω, τ ὰ ἐ ν Α ἰ γύπτ ῳ, κα ὶ Λιβύ ῃ κα ὶ Πενταπόλει, ὥ στε τ ὸ ν ἐ ν Ἀ λεξανδρεί ᾳ ἐ πίσκοπον πάντων τούτων ἔ χειν τ ὴ ν ἐ ξουσίαν».

5 Mansi, III, 560 : «Το ὺ ς ὑ π ὲ ρ διοίκησιν ἐ πισκόπους τα ῖ ς ὑ περορίοις ἐ κκλησίαις μ ὴ ἐ πιέναι, μηδ ὲ συγχέειν τ ὰ ς ἐ κκλησίας· ἀ λλ ὰ κατ ὰ το ὺ ς κανόνας, τ ὸ ν μ ὲ ν Ἀ λεξανδρείας ἐ πίσκοπον, τ ὰ ἐ ν Α ἰ γύπτ ῳ μόνον ο ἰ κονομε ῖ ν».

6 J. Zeiller, L'empire romain et l'Eglise, Paris 1928, ed. Boccard, σελ. 164. J.-R. Palanque, G. Burdy, P. de Labriolle, Histoire de l'Eglise, depuis les origines jusqu'à nos jours, vol. III, Paris 1936, ed. Bloud &Gay, σελ. 446- 447. Duchèsne L., Histoire ancienne de l ' Eglise, III, Γ΄ έκδ., Paris 1910, σελ. 79.

7 Peter Brown , Power and Persuasion in Late Antiquity, University of Wisconsin, 1992, σελ.16- 17. «Φαραώ» αποκαλεί τον πάπα Θεόφιλο ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης: Επιστ. 1, 152. PG 78, 1005.

8 Εκκλ. Ιστορία, 7, 7. PG 67, 749- 752.

9 W. Harmless , Desert Christians: An Introduction to the Literature of Early Monasticism, Oxford University Press, 2004, σελ. 45 κεξ.

10 Για την στάση του Θεοδοσίου απέναντι στις αιρέσεις της αυτοκρατορίας και τη σημασία που απέδιδε στην ορθοδοξία ως παράγοντα ενότητας της αυτοκρατορίας βλ. Β. Β asdevant- Gaudemét, Eglise et autorités, Etude d'histoire de droit canonique médiéval, Limoges 2006, Pulim, σελ. 55 κεξ.

11 PG 36, 244.

12 PG 37, 1088.

13 PG 37, 381.

14 Εκκλ. Ιστορία, 5, 8. PG 82, 1209: «Τιμόθεος δέ ὁ τῆς Ἀλεξανδρέων ἐπίσκοπος, ὅς Πέτρον διεδέξατο τόν τῆς Ἀθανασίου κληρονόμον γενόμενον, ἀντί τοῦ θαυμασίου Γρηγορίου, Μάξιμόν τινα κεχειροτόνηκε κυνικόν, εὐθύς αὐτοῦ τάς κυνικάς ἀποκείρας τρίχας ». Πρβλ. Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Αθήνα 1990, «Τιμόθεος Αλεξανδρείας», σελ. 479.

15 Αναλυτικότερα για την επί Δρυν σύνοδο βλ. Β. Ι. Φειδά, «Ο Χρυσόστομος και η «επί Δρυν» Σύνοδος», Χρυσοστομικό Συμπόσιο, Η προσωπικότητα και η θεολογία αγἰου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 811-823.

16 Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, VI, 2: «σπουδήν ἐτίθετο διασύραι μέν τήν Ἰωάννου δόξαν, Ἰσίδωρον δέ ὑπ' αὐτόν πρεσβύτερον πρός τήν ἐπισκοπήν προχειρίσασθαι ».

17 Mansi III, 981. Για τον H. Crouzel, αυτή υπήρξε η πρώτη συνοδική καταδίκη των θεωριών του Ωριγένη, χωρίς όμως οι αποφάσεις αυτής να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για όλη την Εκκλησία. Βλ. “Les condamnations subies par Origène et sa doctrine“, Oregeniana Septima, Louvain 1999, ed. Peeters, σελ. 313.

18 Βλ. Σωζομενού, Εκκλ. Ιστορία, VIII, 18. PG 67, 1564: «Ἐκ χαριεστάτης εἰκόνος τάς ἀφορμάς λαβών, ὑπεδήλου Θεόφιλον μέν ἐνιβρίσαι τήν ὑπ' αὐτόν έκκλησίαν ἐπιχειρῆσαι ». Πρβλ. Παλλαδίου, Διάλογος 12. PG 47, 41, όπου ο Θεόφιλος παρομοιάζεται με τον Κάιν, ο οποίος φόνευσε τον αδελφό του για τα πρωτεία: «πότε Κάιν τό τῆς ἀδελφοκτονίας εἰργάσατο μίασμα; Οὐχ ὅτε τῶν ἀπαρχῶν ἀπεγεύσατο πρῶτος, τῇ ἑαυτοῦ λαιμαργία τά πρωτεῖα φυλάξας; ». Ο ίδιος σε άλλο σημείο κατηγορεί τον Θεόφιλο ότι ήθελε να αποκαταστήσει τα πρωτεία της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας στην Ανατολή με παράλληλη μείωση του κύρους της Κπόλεως ως εξής: «Οὐκέτι γάρ ἐφευρίσκων εἶδος αἱρέσεως καινοτέρας ὁ ἐφευρέτης τῆς ἀνομίας καί γεωργός τῆς κακίστης ἐπιθυμίας ὄφις, ἐξοίστρησε τούς προεστῶτας της Ἐκκλησίας εἰς ἀλληλοκτονίαν, φιλοκαθεδρίας καί πρωτοκαθεδρίας πάθει, δι' ὧν εἰργάσαντο τό σχίσμα ». Διάλογος, 20. PG 47, 81.

19 Ιστορικοκανονικά προβλήματα περί την λειτουργίαν του θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών, ΙΙ, Αθήναι 1970, σελ. 104-105, υποσημ. 85. Εφεξής Πενταρχία .

20 Η συμμετοχή του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας στην αντιπροσωπία της εν Δρυ Χαλκηδόνας συνόδου άφησε έντονα τα ίχνη της, καθώς ως επίσκοπος πλέον του θρόνου από το 412 επέμεινε στην μη αναγραφή στα Δίπτυχα του αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου μέχρι το 418, οπότε και έδωσε την συγκατάθεσή του μετά από προτροπή του Ισίδωρου Πηλουσιώτη. Βλ. Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλ. Ιστορία, 4, 128. Βλ. αναλυτικότερα, Χρ. Παπαδόπουλου, Ιστορία της Εκκλησίας Αλεξανδρείας, 293 κεξ.

21 Βλ. E. Schwartz, ACO, I, I, 109:«Τί οὖν ἐκώλυε καί ἡμᾶς ταῖς ἐκείνου φωναῖς γράψαι τά ἐνάντια καί εἰπεῖν· ἀνάθεμα εἴ τις οὐ λέγει θεοτόκον εἶναι Μαρίαν; ἀλλ' οὐ πεποίηκα τοῦτο δι' αὐτῶν τέως, ἵνα μή λέγωσί τινες ὅτι ἀνεθεμάτισεν αὐτόν ὁ Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπος, ἤτοι σύνοδος ἡ Αἰγυπτιακή ».

22 Κάπως υπερβολικά το διατυπώνει ο G. Ostrogorsky: «Η αυτοκρατορική κυβέρνηση (μετά την Γ΄ Οικουμενική σύνοδο) παραδέχθηκε την ήττα της και συμμορφώθηκε με την αλεξανδρινή γραμμή…Ήταν καιρός όμως να ενωθούν οι θρόνοι της Κωνσταντινουπόλεως και της Ρώμης εναντίον της πανίσχυρης Αλεξάνδρειας». Ένθ' αν., σελ. 121.

23 Ο Ευτύχιος υπήρξε ανάδοχος του πανίσχυρου ευνούχου του παλατιού Χρυσάφιου, γι' αυτό και είχε υποστηριχθεί από τον τελευταίο για να την εκλογή του στον θρόνο της Κπόλεως αντί του Φλαβιανού. Βλ. εκτενέστερα Leo Donald Davis, The first Seven Ecumenical Councils (325- 787), Their History and Theology, Minnesota 1983, 170 κεξ.

24 Επιστ. πστ΄Φλαβιαν ῷ, PG 83, 1280.

25 Βλ. P. Batiffol, “ L é on Ier “, DCT 9,1 (218-301) και την αποτίμηση της θεολογίας του, όπου αναφέρει: «Στην επιστολή του Λέοντος δεν υπάρχουν οι εμβριθείς δογματικές αναλύσεις του Κυρίλλου ή του Θεοδωρήτου, ούτε βέβαια του σχολαστικού Λεοντίου Βυζαντίου. Ούτε πάλι ορισμός της «φύσεως» ή του «προσώπου». Ο Λέων αντλεί τα επιχειρήματά του από το βαπτιστήριο σύμβολο και την Αγ. Γραφή. Θέλει πρακτικές, συγκεκριμένες και ουσιώδεις αποδείξεις...Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι από την επιστολή του απουσιάζει θεολογική ή δογματική εξέλιξη σχετικά με την υποστατική ένωση. Είναι μία μετριοπαθής Χριστολογία που επιβάλλει ως μέθοδο ο πάπας στους ερειστικούς της Ανατολής, χωρίς να υπεισέρχετε στα προβλήματα που έθεσαν». σελ. 250.

26 Αναλυτικότερα για την «Ληστρική σύνοδο» βλ. J.-R. Palanque, G. Burdy, P. de Labriolle, Histoire de l'Eglise, depuis les origines jusqu'à nos jours, vol. III, Paris 1936, ed. Bloud &Gay, σελ. 2 20-224.

27 Mansi, VI, 867: «Οὕτω φρονοῦμεν, ὡς οἱ τριακόσιοι δέκα καί ὀκτώ ἅγιοι πατέρες οἰ ἐν Νικαίᾳ ἐθέσπισαν».

28 Mansi, VI, 867 κεξ.

29 Οι επίσκοποι της Ανατολικής διοικήσεως μπροστά στις ενστάσεις το Διοσκόρου για την συμμετοχή στη σύνοδο του Θεοδώρητου Κύρου κραύγασαν: «Διόσκορον τόν φονέα ἔξω βάλε, Διοσκόρου τάς πράξεις τίς οὐκ οἶδεν; ». Mansi, VI, 589. και ο Ευσέβιος Δορυλαίου ο οποίος είχε καθαιρεθεί κατά την «Ληστρική σύνοδο» της Εφέσου δείχνοντας τον Κύριλλο αναφώνησε : «αὐτός με ἤδη ἐφόνευσας »: Mansi, VI, 692.

30 Mansi, VI, 691 και 1017. VII, 68.

31 Schwartz, ACO, II, I, 78.

32 Πενταρχία, ΙΙ, σελ. 106.

33 Εκτενέστερα τα πρακτικά της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου βλ. Χ. Παπαδόπουλου, Ιστορία της Εκκλησίας Αλεξανδρείας, σελ. 400- 421. Β. Ι. Φειδά , Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, σελ. 638-656.

34 Mansi VI, 1096: «διά τήν πίστιν οὐ καθηρέθη Διόσκορος, ἀλλ' ἐπειδή ἀκοινωνησίαν ἐποίησε τῷ κυρίῳ Λεόντι τῷ ἀρχιεπισκόπῳ, καί τρίτον ἐκλήθη καί οὐκ ἦλθε, διά τοῦτο καθηρέθη ».

35 Βλ. την απορία του παπικού αντιπροσώπου Πασκασίνου: «τοσούτων ἐτῶν ἐπίσκοποι ἐν ταῖς ἐκκλησίαις γηράσαντες... ἔτι ἐνδέχονται ἀλλοτρίας γνώμης ἠρτῆσθαι ;». Mansi, VII, 53.

36Ο Ακάκιος Αριαραθείας διαπιστώνει: «ἄτοπόν ἐστι τήν οἰκουμενικήν ὑπεριδεῖν σύνοδον καί εἰς ἕν πρόσωπον βλέπειν ». Mansi, VII, 56. O Κεκρόπιος Σεβαστουπόλεως διαπιστώνει ότι «ἡ Οἰκουμενική σύνοδος τῆς Αἰγυπτιακῆς μείζων ἐστί καί ἀξιοπιστοτέρα », ενώ ο Ευσέβιος Δορυλαίου προσθέτει: «ἐντολεῖς εἰσιν οὖτοι πάντων τῶν Αἰγυπτίων καί ὀφείλουσι τῇ οἰκουμενικῇ συνόδῳ συνθέσθαι ». Mansi, VII, 55 κεξ.

37 Μansi, VII, 53.

38 Πρόκειται για τους Σεβαστουπόλεως Κεκρόπιο και τον Δορυλαίου Ευσέβιο. Ο πρώτος μάλιστα είπε πολύ χαρακτηριστικά: «ἡ Οἰκουμενική σύνοδος τῆς Αἰγυπτιακῆς μείζων ἐστί καί ἀξιοπιστοτέρα ». Βλ. Mansi, VII, 60. Κατά τον Ι. Β. Φειδά «οι λόγοι (μη υπογραφής) ήσαν καθαρώς διοικητικοί, διότι οι επίσκοποι της Αιγύπτου εφοβούντο τας συνεπείας οιασδήτινος παρεκκλίσεως εκ της εν Αιγύπτω κρατούσης εκκλησιαστικής τάξεως». βλ. Β. Ι. Φειδά, Πενταρχία, ΙΙ, σελ. 41.

39 Β. Ι. Φειδά, Πενταρχία, ΙΙ, σελ. 72.

40 Ο Αθανάσιος Κ. Αρβανίτης εκτιμά αυθαίρετα ότι η αντίδραση εναντίον του Προτερίου προερχόταν αποκλειστικά από Κόπτες και όχι γενικώς από οπαδούς του Διοσκόρου, μολονότι ήταν αδύνατον μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να είχαν παγιωθεί αυστηρά παρόμοιοι διαχωρισμοί: «Επηκολούθησαν ταραχαί, στρεφόμεναι κατά της πολιτικής διοικήσεως, η οποία εθεωρήθη ο αυτουργός της θρησκευτικής υποτελείας των Αιγυπτίων, και κατά του νέου επισκόπου, τον οποίον εθεώρησαν όργανον της κυριάρχου ξένης δυνάμεως». Βλ. Α. Κ. Αρβανίτη, Η Κοπτική Εκκλησία, Αθήναι 1965, σελ. 17.

41 Ορθά πάντως ο R. O. Khouri σημειώνει ότι θα πρέπει να απορριφθεί οποιαδήποτε «εθνική» χροιά στο κίνημα των μονοφυσιτών, καθώς πρόκειται για αναχρονιστικό κριτήριο. Βλ. «Heresies in the early Byzantine Empire», Collectanea Christiana Orientalia,4 (2007), σελ.112-113. Πρβλ. την εύστοχη παρατήρηση του Β. Χρηστίδη ότι οι Μονοφυσίτες διασπάσθηκαν σε πολλές ομάδες, οι οποίες δεν είχαν ούτε κοινή εθνική ιδιοσυστασία ούτε κοινή στάση έναντι του Βυζαντίου. «Mi ș r», Encyclopaedia of Islam, 2 ed. Vol. VII, σελ. 156.

42 Ευαγρίου, Εκκλ. Ιστορία, ΙΙΙ, 7. PG 86, 2597 κεξ.

43 Βλ. Χρ. Παπαδόπουλου, Ιστορία Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, σελ. 431.

44 Πολιτική η οποία εφαρμόσθηκε αμέσως στην περίπτωση του πρεσβυτέρου Ιωάννη Ταλάια, ο οποίος μετέβη στην βασιλεύουσα για να αποκτήσει την εύνοια του παλατιού και να διαδεχθεί τον ασθενή Τιμόθεο Σαλοφακιόλο. Ο αυτοκράτορας Ζήνων εξανάγκασε τον Ιωάννη Ταλάια να ορκιστεί ότι δεν θα διεκδικούσε ποτέ τον θρόνον της Αλεξάνδρειας: «Ὅς ἑαυτῷ μνώμενος τήν ἐπισκοπήν, ὡς Ζαχαρίας φησίν, ἐφωράθη ὑπό τοῦ βασιλέως. Καί ὅρκους ὑποσχών μή ποτε τόν τῆς Ἀλεξανδρέων ἐπιζητήσειν θρόνον», αλλά αξίωνε «μετά τήν τελευτήν Τιμοθέου ἐκεῖνον ἐπίσκοπον γενέσθαι, ὅς ἄν ὁ κλῆρος καί τό κοινόν ψηφίσοιντο». Βλ. Ευαγρίου , Εκκλ. Ιστορία ΙΙΙ, 12-13. PG 86, 2617. Ο Ιωάννης Ταλάιας μετά τον θάνατο του Τιμόθεου εξελέγη πάπας Αλεξάνδρειας (482-489) από συγκληθείσα σύνοδο στην Αλεξάνδρεια, μολονότι ο Ζήνων ήθελε να διατηρήσει στον θρόνο τον αντικανονικώς εκλεχθέντα Πέτρο Μογγό ως υπογράψαντα το Ενωτικόν και πολέμιο της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.