ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ


Τα κόκκινα αβγά του Πάσχα

Σπυρίδωνος Π. Κυριακίδου,
Πεπραγμένα του Θ΄ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου
(Θεσσαλονίκη, 12-19 Απριλίου), Αθήναι 1958,
έκδ. Τυπογραφείον Μυρτίδη, σελ. 5-13

To έθιμον των κόκκινων αβγών του Πάσχα ήδη από πολλού προσείλκυσε την προσοχήν των ερευνητών, οι οποίοι προσεπάθησαν να ανεύρουν την αρχήν αυτού. Η σχετική βιβλιογραφία είναι μακρά, αι δε εκφρασθείσαι γνώμαι πολλαί και ποικίλαι. Δυστυχώς δεν είναι δυνατόν εντός των στενών ορίων του χρόνου, ο οποίος διατίθεται δια τας ανακοινώσεις, να τας αναφέρω όλας ούτε και είναι αναγκαίον.

Οι παλαιότεροι, περί την συγκριτικήν μυθολογίαν ασχολούμενοι, ηθέλησαν, όπως λέγει γενικώς και ο Πολίτης (1) ν' αναγάγωσι την καταγωγήν των αβγών του Πάσχα εις τους παλαιούς μύθους, εις τους οποίους εμφανίζεται το ωόν ως κοσμογονικόν στοιχείον· και εκ της συμβολικής σημασίας, ην είχε τούτο εις τα αρχαία θρησκεύματα, να εξηγήσουν το έθιμον. Ο Πολίτης δεν ευρίσκει τας προσπαθείας ταύτας αβασίμους και παρακεκινδυνευμένας, εφ' όσον και εις λαούς μη χριστιανικούς, ως λ.χ. εις τους Ιάπωνας, υπάρχει η συνήθεια να διανέμουν χρωματισμένα ωα κατά την πρώτην του έτους. Εν τούτοις προτιμών να αναζητήση την αρχήν του εθίμου επί ασφαλέστερου, ως ενόμιζε, εδάφους, κατέληξεν εις το συμπέρασμα, ότι η μόνη αφορμή αυτού υπήρξεν η κατά την προηγουμένην του Πάσχα πολυήμερος νηστεία και αποχή από των ωών. «'Ενεκα τούτου, λέγει, κατά το τέλος της Τεσσαρακοστής συνηθροίζετο μέγα ποσόν, όπερ κατά το Σάββατον της εβδομάδας των παθών ηυλόγουν οι ιερείς επ' εκκλησίας εν Ρωσίᾳ μάλιστα η ευλογία των αβγών διετηρείτο μέχρις εσχάτων και εν τῳ Μεγάλῳ αγιασματαρίῳ, ου ποιούνται χρήσιν οι παρ' ημίν ιερείς, υπάρχουσιν ευχαί εις το ευλογήσαι εδέσματα κρεών τῃ αγίᾳ και μεγάλῃ Κυριακῇ του Πάσχα και εις το ευλογήσαι τυρόν και ωά, εις αχρηστίαν όμως περιελθούσαι. Τα ούτως ευλογούμενα ωάα διενέμοντο ως δώρα την επιούσαν, χρωματιζόμενα είτε προς ανάμνησιν του Πάσχα των Ιουδαίων, οίτινες, ως γνωστόν, τῃ κελεύσει του Θεού, έβαφον τα κατώφλια των θυρών αυτών δια του αίματος του θυομένου αμνού, είτε όπως ταύτα ευποοσδεκτότερα γίνωνται διότι συνήθη χρώματα ήσαν ου μόνον το ερυθρόν, άλλα και το χρυσούν και το κίτρινον και το ιώδες». Αυτή είναι η γνώμη του Πολίτου, κατά την οποίαν το έθιμον πρέπει να θεωρηθή ως υστερογενές, άσχετον προς οίονδήποτε αρχαίον θρήσκευμα.

Ο Hepding (2) έχων υπ' όψιν ότι η ευλογία των αβγών του Πάσχα υπάρχει και εις την Ορθόδοξον και εις την Ρωμαϊκήν εκκλησίαν, αποκρούει την γνώμην, την οποίαν εξέφρασαν Γερμανοί τινες ερευνηταί, ότι πρόκειται περί υπολείμματος της αρχαίας γερμανικής θρησκείας. Πιστεύει ότι η ευλογία των ωών, συνημμένη προς την ευλογίαν των κρεάτων και των άλλων τροφών του Πάσχα, εσχετίσθη αναμφιβόλως προς πρωτογονικάς αντιλήψεις, περί των εν τῳ ωῳ δυνάμεων, ίσως δε και προς τινα ήδη από της ειδωλολατρείας προερχόμενα, σχετικά προς τα ωά έθιμα, πιθανώς δ'εις τούτο οφείλεται το δημοφιλές αυτών. Επίσης αποκρούει και την γνώμην, ότι η δωρεά ωών κατά το Πάσχα είναι υπόλειμμα παλαιών μαγικών εθίμων, σχετικών προς την γονιμότητα. Δωρίζουν, λέγει, ωά ευλογημένα, όπως λέγουν αι παλαιότεραι γερμανικοί πηγαί, ut sanctiora, ita etiam saniora. Φυσικά εις τούτο συνετέλεσε και το ότι ο χρόνος του Πάσχα είναι ο χρόνος της πληθώρας των ωών, ήσαν δε ταύτα και είναι σύνηθες παρά τοις χωρικοίς δώρον. Άναζητών δε και την αρχήν τοΰ εθίμου της βαφής παρατηρεί ότι συνήθως το προς θυσίαν ή ευλογίαν προσφερόμενον διακοσμείται, επροτιμήθη δε το ερυθρόν χρώμα εις υπόμνησιν του θανάτου του Χριστού. Επίσης θεωρεί την αντίληψιν του ωού ως συμβόλου της αναστάσεως ως αυτονόητον δια την σκέψιν των απλοϊκών ανθρώπων. Κατά ταύτα ο Hepding δέχεται μεν ως πιθανήν την σχέσιν του εθίμου προς προχριστιανικά έθιμα, δεν καθορίζει όμως ποια, επιμένει δε περισσότερον εις την ευλογίαν των ωών υπό της Εκκλησίας και το πλήθος αυτών κατά τον περί το Πάσχα χρόνον.

Ο τελευταίος περί του εθίμου ειδικώς πραγματευθείς P. Sartori (3) παρατηρεί ότι τούτο δεν μαρτυρείται εκ παλαιών χρόνων. Μόλα ταύτα το ωόν θεωρείται ως ενσωμάτωσις και μαγικόν μέσον προαγωγής της ζωτικής δυνάμεως και της γονιμότητος, όθεν πρέπει και παρά τοις Γερμανοίς να δεχθώμεν αναλόγους δοξασίας και συνηθείας κατά τους εθνικούς χρόνους. Ιδίως κατά το έαρ εκδηλούνται αι δυνάμεις αύται των ωών. Επειδή δε κατά την Τεσσαρακοστήν απηγορεύετο η βρώσις των ωών, εθεωρήθη δ' εύλογος ποια τις εξασφάλισις του ακίνδυνου αυτών μετά την μακράν ανάπαυλαν, εισήγαγεν η Εκκλησία κατά τον IB ' αιώνα την ευλογίαν των ωών και καθώρισε την βρώσιν αυτών κατά την Ανάστασιν και ιδίᾳ κατά την Μεγάλην Πέμπτην, την Μεγάλην Παρασκευήν και την Κυριακήν του Πάσχα. Τας ιδιαιτέρας ιδιότητας, αι οποίαι αποδίδονται εις τα κατά τας ημέρας ταύτας γεννώμενα ή τρωγόμενα ωά, αποδίδουν οι πιστοί εις την ευλογίαν της Εκκλησίας, αλλά και άνευ αυτής πολλαχώς προϋποτίθενται, αι δε πληροφορίαι πολλάκις ουδεμίαν κάμνουν διάκρισιν. Κατά ταύτα και ο Sartori θεωρεί το έθιμον ως υστερογενές και το σχετίζει με την αποχήν από των ωών κατά την Τεσσαρακοστήν και την δια ταύτην ευλογίαν της Εκκλησίας, δέχεται όμως την συνύφανσιν προς αυτό και δοξασιών περί της ζωτικής δυνάμεως των ωών.

Ο van Gennep επίσης θεωρεί το έθιμον ως νέον, αποκρούει δε πάσαν συσχέτισιν προς παλαιότερα θρησκεύματα (4).

Αι γνώμαι λοιπόν και των τεσσάρων τούτων ερευνητών σχεδόν συμπίπτουν εις το ότι το έθιμον είναι υστερογενές. Οι δύο, ο Πολίτης και ο Hepding, ιδίως ο δεύτερος, δέχονται ως πιθανήν την σχέσιν προς εθνικά έθιμα, αλλά δεν καθορίζουν ποία.

Νομίζω ότι η γνώμη περί της νεότητος του εθίμου δεν είναι πολύ δικαιολογημένη, ιδίως εάν ληφθούν υπ' όψιν τα εν Ελλάδι κρατούντα. Εάν βέβαια το έθιμον περιωρίζετο εις την απλήν διανομήν ωών κατά το Πάσχα, θα ηδύνατο να σχετισθή προς την προκληθείσαν νηστείαν και το πλήθος των ωών. Αλλά το έθιμον, εν Ελλάδι τουλάχιστον, δεν περιορίζεται εις μόνην την διανομήν, σχετίζεται στενώς προς τα εορταζόμενα Πάθη του Χριστού και την Ανάστασιν κατά ωρισμένον και σταθερόν τρόπον, εάν δε προσέξωμεν εις αυτόν, νομίζω ότι θα δυνηθώμεν να ανακαλύψωμεν την σχέσιν του εθίμου προς προχριστιανικά λατρευτικά έθιμα, τα οποία πιθανώς δεν είναι απολύτως ξένα προς την διαμόρφωσιν και των εκκλησιαστικών τελετών, όπως εδίδαξαν ήδη πειστικώς ο C umont και ο Frazer.

Είναι γνωστόν ότι η Εκκλησία επολέμησε τα εθνικά λατρευτικά έθιμα, αλλ' η ρίζα αυτών ήτο τόσον βαθεία, ώστε εν τέλει σοφώς ποιούσα είτε υιοθέτησε μέρος αυτών προσδώσασα νέον πνευματικόν περιεχόμενον, προερχόμενον εκ της νέας πνευματικής θρησκείας του Θεανθρώπου, είτε και ηνέχθη αυτά να υφίστανται παρά τῳ λαῷ παραλλήλως προς την χριστιανικήν λατρείαν. Οι κήποι λ.χ. του Αδώνιδος εξακολουθούν και σήμερον να υφίστανται εις πολλά μέρη της Μακεδονίας (5), κατά δε την περιφοράν του Επιταφίου κατά την Μεγάλην Παρασκευήν παρατίθενται και ούτοι υπό των οικοδεσποίνων προ της θύρας της κατοικίας των επί μικράς τραπέζης ή και απλού καθίσματος ομούΰ με το θυμιατήριον· και τούτο προφανώς διότι ο θάνατος και η ανάστασις του Σωτήρος εσχετίσθη προς τα παλαιά έθιμα των παλαιών θεών της βλαστήσεως, οίοι ο Όσιρις, ο Άδωνις, ο Ά ττις και ει τις άλλος. Την ομοιότητα ταύτην παρετήρησαν ήδη οι παλαιοί εθνικοί και χριστιανοί, οι δε πατέρες της Εκκλησίας ήλεγξαν τους εθνικούς, τους παραλληλίζοντας τα βάρβαρα όργια του Άττιος προς τα Πάθη του Χριστού και την Ανάστασιν, εθεώρησαν δε τας παρουσιαζομένας ομοιότητας ως μηχανεύματα του διαβόλου προς παραπλάνησιν των ανθρώπων (6).

Εν τούτοις η ισχύς των παλαιών εθίμων παρά τῳ λαῷ ήτο τοιαύτη, ώστε ούτος διετήρησε τινά εξ αυτών, προσδώσας νέον, χριστιανικόν περιεχόμενον. Ας ίδωμεν λοιπόν αν το έθιμον των ωών υπήρχεν εις θρησκεύματα της αρχαιότητος, τα επιπολάζοντα κατά την εμφάνισιν και διαμόρφωσιν του χριστιανισμού, διότι φυσικά, όπως και οι κήποι του Αδώνιδος, ουδεμίαν ερμηνείαν επιδέχεται εκ της χριστιανικής λατρείας. Αλλά προ τούτου ας ίδωμεν πως ακριβώς έχει το έθιμον παρά τῳ σημερινώ ελληνικώ λαώ.

Τα αβγά του Πάσχα βράζονται και χρωματίζονται κατά την Μεγάλην Πέμπτην. Το χρώμα είναι κυρίως το κόκκινον. Τα άλλα χρώματα, χρυσούν, κίτρινον, κυανούν και ει τι άλλο, αποτελούν εξαίρεσιν και δεικνύουν αμαύρωσιν της αρχικής σημασίας του εθίμου. Πλην τούτου εν Μακεδονίᾳ υφίσταται παραλλήλως και άλλο αξιοσημείωτον έθιμον. Κατά την αυτήν ημέραν αι οικοδέσποιναι απλώνουσιν επί του εξώστου ή τινος των προς τον δρόμον παραθύρων της κατοικίας των εις εμφανές σημείον ύφασμα κόκκινον. Το κόκκινον λοιπόν χρώμα του αίματος επικρατεί καθ' όλην την ημέραν, εντεύθεν δε και η Μεγάλη Πέμπτη έλαβε πολλαχού της Ελλάδος το όνομα Κόκκινη Πέφτη. Τα κόκκινα άβγά διατηρούνται άθικτα μέχρι του Πάσχα. Κατά τον όρθρον τούτου, οπότε και εξαγγέλλεται η Ανάστασις του Σωτήρος, εις παλαιοτέρους χρόνους, αλλά και τώρα ακόμη πολλαχού, έκαστος των χριστιανών έφερε μεθ' εαυτού εις την εκκλησίαν ανά εν ωόν, μόλις δε οι ιερείς και οΐ ψάλται ήρχιζον να ψάλλουν το τροπάριον της Άναστάσεως, το Χριστός ανέστη εκ νεκρών, οι συγγενείς συνέκρουον μεταξύ των τα κόκκινα αβγά με τας φράσεις Χριστός ανέστη, Αληθώς ανέστη, τα έθραυον και τα έτρωγον. Σήμερον τούτο, εις τας πόλεις τουλάχιστον, δεν γίνεται εις την εκκλησίαν, αλλά κατά το παρατιθέμενον μετά την επάνοδον εις την οικίαν πασχαλινόν πρόγευμα.

Αι λεπτομέρειαι αύται είναι αρκετά ενδεικτικαί. Η βαφή γίνεται κατά την Μεγάλην Πέμπτην, κατά την αγρυπνίαν της οποίας, ως γνωστόν, αναγινώσκονται τα δώδεκα ευαγγελία, τα οποία εξιστορούν όλα τα πάθη, μετά δε το πέμπτον εξάγεται ο Εσταυρωμένος εκ του ιερού και τοποθετείται εις το κέντρον της εκκλησίας. Η όλη ακολουθία φέρει το όνομα της Ακολουθίας των Παθών. Κατά ταύτα η Μεγάλη Πέμπτη θεωρείται ως ημέρα της σταυρώσεως και του θανάτου του Σωτήρος, ενώ η Μεγάλη Παρασκευή είναι κυρίως η ημέρα της ταφής. Είναι λοιπόν η κατ' εξοχήν ημέρα του αίματος και δια τούτο βάφονται και τα αβγά κόκκινα και απλώνονται εις τους εξώστας και τα παράθυρα υφάσματα κόκκινα. Τα κόκκινα λοιπόν αβγά, τα βαφόμενα κατά την Μεγάλην Πέμπτην, συνάπτονται προς τον θάνατον του Σωτήρος. Κατά τας ημέρας της ταφής και της παραμονής αυτοΰ εν τῳ τάφῳ μένουν άθικτα. Με την Ανάστασιν εμφανίζονται εκ νέου, θραύονται και τρώγονται ως σύμβολα πλέον της Άναστάσεως: Χριστός ανέστη, Αληθώς ανέοτη. Κατ' αυτόν τον τρόπον τα κόκκινα αβγά αποτελούν κατά το έθιμον σύμβολον ομού του θανάτου και της αναστάσεως του Σωτήρος.

Αλλ' όλα αυτά, μολονότι εσχετίσθησαν υπό του λαού προς την χριστιανικήν λατρείαν, είναι προφανές ότι δεν δύνανται να προέρχωνται εξ αυτής. Είναι τελείως αλλότρια προς αυτήν, ούτε δε δύνανται να ερμηνευθούν, ως είπομεν ήδη, ως κοινά πλάσματα. Πρέπει να αναζητηθή η αρχή των εις προϋπαρχούσας του Χριστιανισμού αναλόγους λατρείας.

Τον σύνδεσμον των ωών προς την λατρείαν, και δη των νεκρών, κατά την αρχαιότητα απέδειξεν ήδη ο Nilsson εις την υπό τον τίτλον « Das Ε im Totenkult der Alten » (7) πραγματείαν του. Κελύφη ωών ή και ολόκληρα, ακόμη δε και ομοιώματα αυτών ευρέθησαν εις αρκετούς τάφους ήδη των γεωμετρικών χρόνων. Πλην τούτων εις αγγεία και άλλα μνημεία, σχέσιν έχοντα προφανή προς την λατρείαν των νεκρών, απεικονίζονται και ωά. Πάντα ταύτα δεικνύουν ότι ταύτα δεν αποτελούν απλήν προσφοράν τροφής προς τους νεκρούς, αλλ' είχον βαθυτέραν τινά έννοιαν, σχετικήν προς την λατρείαν των. Η βαθύτερα αύτη έννοια είναι η μετάδοσις εις αυτούς της ζωτικής δυνάμεως, ήτις ενυπάρχει κατ' εξοχήν εις το ωόν.

'Αξιον ιδιαιτέρας σημειώσεως είναι ειδώλιον εικονίζον εν προτομή άνδρα πωγωνοφόρον, κρατούντα εις χείρας ωόν. Ο Nilsson ορθώς η ρμήνευσε τον εικονιζόμενον ως Διόνυσον χθόνιον, είναι δε γνωστόν ότι ο θεός ούτος έλαβεν ενωρίς την ιδιότητα ταύτην. Βραδύτερον κατά την μαρτυρίαν τουλάχιστον του Πλουτάρχου χρήσις ωών εγίνετο και εις τους «περί τον Διόνυσον οργιασμούς», χωρίς όμως και να καθορίζεται ο τρόπος της χρήσεως ταύτης (8).

Παραλλήλως προς ταύτα κατά τους χρόνους του θρησκευτικού συγκρητισμού ο Διόνυσος συνεχήθη προς τους ανατολικούς θεούς της βλαστήσεως, τους αποθνήσκοντας και ανισταμένους, ως ο Άδωνις, ο Άττις, ο Όσιρις κτλ. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς εν τω « Προτρεπτικώ προς Έλληνας » (9) α ναφέρων τον μύθον του φόνου του Διονύσου και της εν κίστη διαφυλάξεως του αιδοίου αυτού επιλέγει ότι, ακριβώς δια τούτο « τον Διόνυσόν τινες Άττιν προσαγορεύεσθαι θέλουσιν αιδοίων εστερημένον ». Εκ του σχετικού δε εις το χωρίον τούτο σχολίου προκύπτει ότι η σύγχυσις μεταξύ των τοιούτων θεών ήτο πολύ περισσότερον εκτεταμένη, καθ' όσον τα λεγόμενα περί της διασπάσεως του Διονύσου και της περισυναγωγής των μελών αυτού υπό της Ρέας πλην του αιδοίου ανήκουν εις τους περί τον 'Οσιριν και όχι τον Άττιν μύθους. Εν τούτοις, η ταύτισις εγίνετο προς τον 'Αττιν, πιθανώς διότι η λατρεία του θεού τούτου ήτο περισσότερον διαδεδομένη και δη και επίσημος εν τω ρωμαϊκώ κράτει, ως πλην άλλων δεικνύει και ο λόγος του Ιουλιανού εις την μητέρα των θεών και η συχνή παράστασις του μύθου αυτού υπό κιθαρωδών και ορχηστών (10).

Είναι αληθές ότι αι πληροφορίαι, τας δποίας έχομεν περί της λατρείας του Άττιος, δεν αναφέρουν την χρήσιν ωών κατ' αυτήν, αλλ' αύται δεν κατέρχονται εις λεπτομερείας, διότι δεν προέρχονται από συστηματικάς περιγραφάς των δρωμένων εν τοις μυστηρίοις. Η χρήσις όμως δεν φαίνεται απίθανος, ως εξάγεται εκ των ευρημάτων των ανασκαφών. Ούτως εις το συριακόν ιερόν του Ιανικούλου λόφου εν Ρώμη, το ανασκαφέν υπό του Paul Gauckler, ευρέθησαν κελύφη, πιστοποιούντο την χρήσιν των ωώ εις την λατρείαν του εκεί λατρευομένου Συρίου θεού, όστις δεν θα ήτο πολύ διάφορος του Άττιος, προς τον οποίον και συνεχέετο υπό των συγχρόνων του Λουκιανού και δη των Σύρων. Ο συγγραφεύς ούτος αναφέρει ιερόν λόγον, καθ' ον η λατρευομένη εν τω εν Ιεραπόλει της Συρίας ιερώ θεά ήτο η Ρέα, ο δε οίκοδομήσας το ιερόν ο Άττις (11).. Εις το Συριακόν λοιπόν τούτο ιερόν εντός κτιστού τριγωνικού βάθρου ευρέθη ειδώλιον επίχρυσον, περιτετυλιγμένον ωσεί δια σαβάνου, του οποίου το πρόσωπον μόνον είναι ακάλυπτον. Περί το ειδώλιον περιελίσσεται όφις επτάκις, μεταξύ δε των ελίκων αυτού εις ευθείαν γραμμήν από των ποδών μέχρι του προσώπου ευρέθησαν αποτεθειμένα επτά ωά, τα πλείστα διερρωγότα υπό της πολυκαιρίας (12). Το πρόσωπον του ειδωλίου, αγένειον και αμύστακον, κατ' αρχάς μεν ενομίσθη ότι παριστά γυναίκα (13), μετά τον καθαρισμόν όμως απεδείχθη ότι εικονίζει νεαρόν θεόν του τύπου του Αδώνιδος ή Άττιος (14 )..

Παρόμοι o ς λατρευτικός βόθρος ευρέθη και εν τω εν Κυρήνη τελεστηρίω της 'Ισιδος, εν τω οποίω ευρέθησαν ωά, όχι όμως και ειδώλιον (15) έτι δε και εις το υπό του αειμνήστου Ν.Παπαδάκι ανασκαφέν εν Ερετρία Ισείον, όπερ όμως ευρέθη κενόν (16). Ο Ferri ο ρθώς, νομίζω, συνεπέρανεν ότι οι βόθροι ούτοι ουδέν άλλο είναι η οι λατρευτικοί τάφοι των ειδωλίων των κατ' έτος αποθνησκόντων και αναβιούντων θεών της βλαστήσεως του τύπου του Αδώνιδος, του Άττιος και των λοιπών, εις τους οποίους εφυλάσσετο το είδωλον του θεού, περί του οποίου ομιλεί και ο Firmicus Maternus (17)..

Εκ των ανωτέρω, νομίζω, σαφώς προκύπτει ότι στοιχείον της λατρείας των ανωτέρω θεών ήτο και η τοποθέτησις ωών εις τον λατρευτικόν τάφον των ειδωλίων αυτών. Τα ωά εις την περίπτωσιν θα εσυμβόλιζον ασφαλώς τον προσωρινόν θάνατον, αλλά και την μέλλουσαν ανάστασιν του θεού, διότι εκ του ωού, του κατά το φαινόμενον νεκρού, προκύπτει ζωή, το εκκολαπτόμενον πτηνόν. Δεν είναι δε απίθανον ίσως ότι εις την οργιαστικήν και βάρβαρον λατρείαν του Άττιος, της οποίας οι ιερείς ήσαν εκτομίαι, τα ωά να εικόνιζον αυτούς τους τμηθέντας όρχεις τοΰ θεοΰ, οίτινες είναι και αυτοί σύμβολα της γονιμότητος. Σήμερον τουλάχιστον πολλαχοϋ της Ελλάδος τα αβγά μεταφορικώς δηλούσι τους όρχεις (18). Δεν είναι λοιπόν απίθανον ότι η σημερινή χρήσις των ωών εις την λαϊκήν λατρείαν των εορτών των παθών και της αναστάσεως του Σωτήρος να είναι επιβίωμα της λατρείας των ανωτέρω μνημονευθέντων θεών, και δη του Άττιος, ήτις ετελείτο περί το τέλος Μαρτίου, όπως περίπου και το Πάσχα.

Υπολείπεται να εξετασθή η προέλευσις της βαφής και δη της ερυθράς. Νομίζω ότι και αύτη εις την αυτήν λατρείαν ανατρέχει, ήτις, όπως ελέχθη, ως επίσημος ρωμαϊκή λατρεία, ήτο και περισσότερον διαδεδομένη ανά το απέραντον Ρωμαϊκόν κράτος.

Ο θάνατος και η ανάστασις του Άττιος εωρτάζετο από της 2ας μέχρι της 25 ης Μαρτίου, ήτις εθεωρείτο και ως ημέρα της Ισημερίας. Αι δύο πρώται ήμέραι της εορτής, η 22 α και 23 η Μαρτίου, ήσαν κυρίως προπαρασκευαστικαί. Η τρίτη, δηλ. η 24 η, ήτο γνωστή ως ημέρα αίματος. Κατ' αυτήν ο αρχιγάλλος, δηλονότι ο πρωθιερεύς, εχάρασσε τους βραχίονας και προσέφερε το αίμα του ως θυσίαν εις τον θεόν, συγχρόνως δε και οι λοιποί γάλλοι, εξαπτόμενοι εκ της βαρβάρου και θορυβώδους μουσικής και περιπίπτοντες εις εκστατικήν και μανιώδη κατάσταση, έτεμνον και αυτοί το σώμα, δια να σκορπίσουν το αίμα των επί του βωμού ή επί του ιερού δένδρου του Άττιος, οι δε νέοι υποψήφιοι γάλλοι, περιπίπτοντες και αυτοί εις μανιώδη κατάστασιν, έτεμνον τους όρχεις των, τους οποίους και έρριπτον εις το άγαλμα της θεάς Κυβέλης. Κατόπιν περισυνέλεγον αυτούς και τους έθαπτον εις τα αφιερωμένα εις την Κυβέλην υπόγεια δωμάτια. Πλην τούτων δεν είναι τελείως άπίθανον ότι κατά την αυτήν ημέραν του αίματος ετελείτο και το δι' αίματος βάπτισμα των νέων μυστών. Κατά ταύτα πραγματικώς η ημέρα του θανάτου του Άττιος ήτο ημέρα αίματος. Δεν είναι λοιπόν διόλου απίθανον ότι και το κόκκινον χρώμα των ωών είναι υπόλειμμα της λατρείας του Άττιος και δη της ημέρας του αίματος (19). Βάπτονται ερυθρά τα ωά κατά την ημέραν ακριβώς των αγίων παθών, την κόκκινη Πέφτη , ήτις αντιστοιχεί προς την ημέραν του αίματος της λατρείας του Άττιος. Κατ' αυτήν πιθανώτατα απετίθεντο εις τον τάφον τα ευρεθέντα εις τους λατρευτικούς βόθρους ωά. Παρ' ήμιν τα κόκκινα αβγά φυλάττονται, θραύονται δε και τρώγονται κατά την Άνάστασιν με τον χαιρετισμόν: Χριστός ανέστη Αληθώς ανέστη. Η χριστιανική λαϊκή λατρεία και δη η ελληνική ηδυνήθη πολύ καλά να μεταπλάση το βάρβαρον έθιμον του αίματος εις έθιμον χαράς και άγαλλιάσεως επί τη α ναστάσει του Σωτήρος του ανθρωπίνου γένους από της αμαρτίας.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Ν. Γ. Πολίτου, Τα αυγά του Πάσχα, Λαογραφικά σύμμεικτα, Αθήναι 1920, τ. Α΄, σ. 74 κε.

(2) H. Hepding, Ostereier und Osterhase. Hessische Blätter für Volkskuade, t. XXVI (1927), σ. 127 κε.

(3) P. Sartori, Sitte und Brauch. Drieter Teil: Zeiten und Feste des Jahres, Leipzing 1914, 157 κεξ. Πρβλ. Και του ιδίου το γενικόν άρθρον Osterei, εν Handwörterbuch des deutschen Aberglaubens, VI, 1327.

(4) Arnold van Gennep, Manuel de folklore français contemporain. Tome premier, III, Céremonies périodiques cycliques, 1 Carnaval - Carême- Pâques, Paris 1947, 1320 κε.

(5) Π.χ. εν Σέρραις. Πρβλ. Ν. Πολίτου, Μαγικαί τελεταί προς πρόκλησιν μαγικών ονείρων περί γάμου, Λαογραφία, τ. Γ' (1911), σ. 3-50 και Λαογραφικά σύμμεικτα, τ. Γ', σ. 138.

(6) J. G. Frarer, Atys et Osiris, Ε tude de religions orientales comparées, Tr. fr. par Henri Peyre, Paris 1926, σ. 33 και σημ. 171. Πρβλ. και Firmicus Maternus, De errore profanarum religionum, 27 και πολλαχοΰ.

(7) Archive für Religionswissenschaft, τ. XI ( 1908 ), σ. 530 · 546.

(8) Πλουτάρχου, Συμποσιακά προβλήματα, σ. 636.

(9) II, 19, 4.

(10) Δίων Κάσιος, L ΧΙ, 20 ( = Hepdiiig, Attis, σ. 32). Ι Ιππ ό λυτος, V, 9 ( = Η epding, Attis, σ. 34 ). Τας πληροφορίας περί του Άττιος και της λατρείας του συνεκέντρωσεν ο Hugo Hepding εν τω έργω του Attis seine Mythen und sein Kult. Giessen 1903 ( = Religionsgeschichtliche Versuche und Vorarbeiten, 1 ). Περί των εν τω θεάτρω παρουσιάσεων του μύθου του Άττιος πρβλ. Otto W e i n r e i c h, Ε pigramm studien I. Epigra μ m und Pantomimus, Heidelberg 1948, σ. 13 και τας εκεί παραπομπάς και ιδία Arnobius, Adversus gentes, 5, 42: sed si Attis sol ε st... quis erit Attis ille... quem in spectaculis ludieris theatra universa noverunt ?

(11) Περί Συρίης θεού, 15. Έστι δε και άλλος λόγος ιερός, τον εγώ σοφού ανδρός ήκουσα, ότι η μεν θεή Ρέη εστί, το δε ιερόν Άττηω ποίημα. Άττης δε γένος μεν Λυδός ην, πρώτος δε τα όργια τα εις Ρέην εδιδάξατο. Και τα Φρύγες και Λύδοι και Σαμοθράκες επιτελέουσιν, Άττεω πάντα έμαθον.

(12) Paul Gauckler, Le sanctuaire Syrien du Janicule, Paris 1912, σ. 209 κε. Βλέπε την παρατιθεμένην εκ του βιβλίου του Gauckler εικόνα.

(13) Ο Gauckler ενόμισεν ότι το ειδώλιον παριστά την θεάν των Σύρων Αταρμάτην.

(14) Fr. C u m ο n t, Die orientalishen Religionen im römischen Heidentum, Über. August Burckhardt – Brandenberg 3, 1931, πίν. IV, αρ. 2 Βλ. και

σ. 256, 11.

(15) S. Ferri, II telesterio isiaco di Cireue, Studi e materiali di storia delle religioni, τ. Ill (1927), σ. 236.

(16) N. Παπαδάκι, Ανασκαφή Ισείου εν Ερετρίᾳ, Αρχαιολογικόν δελτίον, τ. 1 (1915), σ. 115 κεξ.

(17) Firmicus Maternus, De errore profanarum religionum, 22, 1, 3.

(18) Πρβλ. Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, Α' Ιστορικον λεξικόν της νέας

ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμ. Α', εν λ. αβγό, 2 (σ. 19).

(19) Περί πάντων τούτων βλ. το μνημονευθέν έργον του Η. Hepding και το του Henri Graillot, Le culte de Cyb è le, m è re des dieux à Rome et dans l ' Empire romain, Paris 1912, a. 126 κε.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.