ΑΡΘΡΟ
 

 

Σκέψεις γιά μία
ἀνησυχητική ἐκκλησιαστική ἔνταση

Ὑπό Ἐπισκόπου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου,
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Εἶναι δυστυχῶς γεγονός ὅτι κάποιες φορές ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, κληρικοί ἤ λαϊκοί, εἴτε νοιώθουμε μεγάλοι (καί λόγῳ θέσεως στήν ἱεραρχία) εἴτε θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ταπεινωμένο, αἰσθανόμαστε ὡς οἱ κηδεμόνες τῶν ἄλλων. Μερικές φορές πλάι στή χριστιανική μας ταυτότητα ἀποδίδουμε στόν ἑαυτό μας μιά γήινη ταυτότητα πού μᾶς γεμίζει ἔπαρση, καί νομίζουμε ὅτι εἴμαστε πιό πιστοί ἀπό τούς ἀδελφούς ἐκείνους πού τούς συντρίβει ἡ ἱστορία, ἤ τούς ἀπογοητεύει ὁ κόσμος, ἤ ἀγωνίζονται μαζί μέ μᾶς γιά ἕνα κόσμο δίκαιο καί εἰρηνικό, ἁπλό καί ἀνεπιτήδευτο, ἀγαπητικό καί ἐλπιδοφόρο «ἐν γῇ ἐρήμῳ, ἐν δίψει καύματος, ἐν γῇ ἀνύδρῳ» (Δευτερ. 32,10).

Θά ἤθελα νά προχωρήσω ἐν μέσῳ παγίδων πολλῶν, πού θέτει πρῶτα ὁ ἑαυτός μου καί μετά ἡ πραγματικότητα τοῦ κόσμου, σέ αὐτή τήν ἔρημη καί ἄνυδρη γῆ, καί νά γράψω γι' αὐτά πού μέ πονᾶνε καί μέ προβληματίζουν. Πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν πολλοί ἀδελφοί, ἐγγύς καί μακράν, πού διέρχονται μέ ἀγωνία καί πόνο τά γενόμενα κατά τόν τελευταῖο καιρό στήν Ἐκκλησία μέ ἀφορμή τήν ἔνταση στίς σχέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ὅσα καταθέτω ἐνώπιον τῶν πατέρων καί τῶν ἀδελφῶν μου μέ σεβασμό εἶναι ταπεινές σκέψεις πού δέν διεκδικοῦν τήν πρωτοτυπία καί δέν ἀξιώνουν καμία ἀνθρώπινη σοφία. Εἶναι ἁπλά μία ἐξομολόγηση καρδίας ἀδελφοῦ πρός ἀδελφούς. Εἶναι μία ἔξοδος ἀπό τόν καθησυχασμό μου, μιά ἔξοδος πού χρειάζεται, ὅπως κάθε προσωπική ἔξοδος, ταπείνωση καί κουράγιο, τόλμη καί ἀνδρεία, γιά νά μήν γυρίσεις πίσω πληγωμένος καί ἀπεριμμένος, κυνηγημένος καί ἀπογοητευμένος, θλιμμένος καί λυπημένος ἀπό τή ματαιοδοξία, τήν κενοδοξία, τήν ἀπόρριψη, ἀπορημένος ἐάν ἐσύ -ἐάν θέλεις καί ἐάν σέ ἀφήνουν- μπορεῖς νά ἀνήκεις σέ μιά οἰκογένεια πού ἡ γλώσσα τῆς θεολογίας, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, τοῦ ἤθους, πού μέχρι τώρα μᾶς ἐδίδαξαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὀνομάζεται πνευματική οἰκογένεια.

Ἡ πορεία τῆς προσωπικῆς ἐξόδου διά τῆς ἐκφράσεως τῶν ἀπόψεών μου γίνεται μέ τήν προσδοκία νά δῶ τούς πατέρες μου, τούς ἀδελφούς μου, τούς φίλους μου, τά παιδιά μας, καί νά νιώσω ὅτι εἶδα τόν Θεό μου. Βαδίζω νιώθοντας ὅτι ἄγγελος Κυρίου μέ συνοδεύει γιά νά μή φοβᾶμαι, διότι ἐάν ὁ Θεός εἶναι μαζί μας οὐδείς εἶναι ἐναντίον μας. Ἡ ἱεραποστολή, ἡ κατήχηση, ἡ διδασκαλία, ὁ πολιτισμός, ἡ ἐπαφή μου μέ πολλούς ἀδελφούς καί συνεργάτες σέ διορθόδοξο καί διαχριστιανικό ἐπίπεδο, οἱ σπουδές στό ἐξωτερικό, τό Φοιτητικό Οἰκοτροφεῖο μέ τό δυναμικό του, ἡ εὐθύνη γιά τίς ἐκδόσεις τοῦ θεολογικοῦ λόγου καί τήν ποιότητα τους, μέ ὡρίμασαν μέσα στήν οἰκογένεια τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας νά σκέπτομαι μετά 36 χρόνια ἱερατικῆς διακονίας, ἀπό τά ὁποῖα 16 εἶναι χρόνια ἐπισκοπικῆς διακονίας, νά ἐξέλθω ἀπό τή γῆ τῆς συγγενείας μου καί νά ἀρχίσω νά γράφω γι' αὐτά πού πονᾶνε καί πικραίνουν, ἀλλά καί γι' αὐτά πού ἡ ἀνθρώπινη ψυχή προσδοκᾶ καί ἐλπίζει.

Προχωράω, ἀφήνοντας στήν ἄκρη γιά λίγο τά θεολογικά γράμματα πού ἔμαθα, ἄν καί αὐτά εἶναι ἦθος καί ζωή καί δέν ξεκολλᾶνε ἀπό τή σάρκα μου. Ἐξέρχομαι μέ τή σκέψη στήν ὀμορφιά καί τό κάλλος, τή χάρη καί τήν ὡραιότητα, τήν πράξη καί τό πάθος. Ἀπομακρύνομαι ἀπό ἕνα κόσμο μᾶλλον φολκλορικό, πού πάσχει ἀπό μιά μορφή ἐπαρχιωτισμοῦ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ζωῆς, γιά νά εἰσέλθω λίγο πιό ἀποφασιστικά στό βασικά περιπλανώμενο παιχνίδι τοῦ κόσμου τῶν μακρινῶν ὁριζόντων. Ὅμως, πῶς νά ἀτενίσουμε τούς μακρινούς ὁρίζοντες, ἄν δέν σταθοῦμε πρῶτα στά πόδια μας; Πῶς νά συναντήσουμε τόν ἄλλον, ἄν δέν ἀντιμετωπίσουμε τόν ἑαυτό μας; Πῶς ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά μπεῖ μέ τό δικό της δυναμικό προφητικό τρόπο στήν ἱστορία τοῦ κόσμου ὅταν ἡ μετριότητα καί ἡ παρακμή χαρακτηρίζουν τό δημόσιο βίο πού εἶναι καί βίος δικός μας; Πῶς ἡ Ἐκκλησία θά ἀρθρώσει ἕνα λόγο πού θά ἔχει λίγο χῶρο γιά ἴσκιο πού θά ἀναπαύει καί θά εἰρηνεύει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων; Ἀντέχουμε νά μιλήσουμε γιά αὐθεντική αὐτοσυνειδησία; Πῶς θά μιλήσουμε γιά μιά προφητική ἐγρήγορση καί γιά τήν προσδοκία μας κατά τήν «ἡμέρα Κυρίου »; Πῶς θά μιλήσουμε στούς ἀνθρώπους γιά τήν πολιτεία τῆς βιοτῆς τους, ἀφοῦ «Χριστός ἀνέστη καί ζωή πολιτεύεται» ; Ἤ, γιά νά θυμηθῶ τούς λόγους τοῦ Γεωργίου Σεφέρη: «Πῶς νά ἀντικρύσουμε τό δυτικό πολιτισμό, ἄν δέν ἀντλήσουμε δύναμη ἀπό τίς δικές μας ρίζες καί χωρίς ἕνα συστηματικό μόχθο γιά τή δική μας παράδοση;» .

Ἡ προέκταση τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἕως τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος συνεπάγεται ὄχι μόνο τήν πρόσληψη τῶν ἐθνῶν στήν Ἐκκλησία μέ τήν ὅλη πολιτιστική τους ταυτότητα, ἀλλά καί τήν ὑπέρβασή τους στή λειτουργία τοῦ ἑνιαίου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος τῆς οἰκουμένης. Ἡ ἀλήθεια αὐτή κάνει τήν Ὀρθοδοξία καί τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες - παρά τίς ἐπικαιρικές ἤ περιστασιακές δυσκολίες καί ἀνοχές μας - νά συμβάλλουν οὐσιαστικά στή νέα πραγματικότητα καί στή λειτουργική πληρότητα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ὥστε μέσα σέ ἐποχές δύσκολες, νά διακονοῦν μέ ἀγάπη καί θυσία τόν κάθε ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, τόν ὅπου γῆς, καί ὁ ὁποῖος καθημερινά ἀγωνίζεται καί ἀγωνιᾶ γιά τήν εἰρήνη, τή δικαιοσύνη καί τήν ἑνότητα τοῦ σύμπαντος κόσμου. Πρόκειται γιά λαούς πού πεινᾶνε καί διψᾶνε τόν ἄρτο τῶν ἀγ-γέλων καί τό ζῶν ὕδωρ.

Οἱ Ποιμένες μας, οἱ Πατριάρχες μας, οἱ Προκαθήμενοι καί οἱ Πρόεδροι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πέρα ἀπό τά δύσκολα, καί ἄχαρα κάποιες φορές, διοικητικά τους καθήκοντα, ἔχουν «χρεωθεῖ» στήν προσωπική τους ἱστορία, ἀλλά καί τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, νά ζυμώσουν ἕνα νέο φύραμα, νά μορφώνουν τό ἦθος μας, ἔτσι ὥστε ἡ ζωή μας νά συμφωνεῖ μέ τή συνείδησή μας καί νά εἶναι γεμάτη ἀπό τήν ἀναστάσιμη χαρά. Ἔχουν «χρεωθεῖ» νά μαρτυρήσουν ὅτι ἡ διοίκηση δέν χωρίζεται ἀπό τήν πνευματικότητα, ἡ ἐκκλησιαστική ἀλληλεγγύη δέν ὑπάρχει χωρίς ἀγάπη, ἡ κανονικότητα δέν νοεῖται χωρίς τό δόγμα καί τό ἦθος. Ἔλα ὅμως πού ὁ μεγαλύτερος πειρασμός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ τρόπος ἄσκησης τῆς ἐξουσίας...

Ἔτσι, αὐτό τό ἐξουσιαστικό χρέος πολλές φορές ἐξαντλεῖται μέσα στά ὅρια τοῦ «πρέπει» και τοῦ «ὀφείλω» - δυό ρήματα πού μπορεῖ νά σκοτώσουν τή ζωή, ἀφοῦ τήν ἀποστεροῦν ἀπό κάθε παιδαγωγική διάθεση καί τήν καταδικάζουν σέ ἕνα καθωσπρεπισμό μέ τήν τήρηση τῶν κοσμικῶν ὅρων, ἄν καί αὐτό ὄχι ὅλες τίς φορές. Ἡ ἐξουσιαστική, λοιπόν, αὐτή ἐπιβολή δυνάμεως γίνεται δυναστεία, ἀδιάκριτη συμπεριφορά, ὑποτίμηση τοῦ ἄλλου, ἄκρατη ἐπιβολή θέσεων καί ὑποκειμενικῶν ἀπόψεων πού στό ὄνομα τῆς συνοδικότητας προβάλλει μισές ἀλήθειες ἤ ἐρωτοτροπεῖ μέ τό καθολικό ψεῦδος, κρίνει καί ἐπικρίνει, αὐθαιρετεῖ καί παραπληροφορεῖ στό ὄνομα μιᾶς «ἀτομικῆς συλλογικότητας, ἀσθενοῦς συνοδικότητας καί ἀτομικοῦ συμφέροντος», ἐξαγριώνει, πληγώνει, φθείρει καί διαφθείρει συνειδήσεις, θέλει ὀπαδούς καί ὄχι μέλη.

Παράλληλα μέσα ἀπό τίς ἀλληλοσυγκρουόμενες αὐτές καταστάσεις ἡ πολιτική ἐπιδιώκει τή μεταχείριση τῆς πίστης γιά τή στήριξη προσωπικῶν, ἐθνικιστικῶν, φυλετικῶν, διεθνῶν στρατηγικῶν καί ἄλλων συμφερόντων. Δυστυχῶς, οἱ Ἐκκλησίες ὄχι μόνον ὑποκύπτουν πολλές φορές στούς ἀθέμιτους σχεδιασμούς τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς, ἀλλά ἐξαρτοῦν ἤ θεωροῦν τήν πολιτική προοπτική ἑνός τόπου κάτω ἀπό μία συγκεκριμένη ἑρμηνεία τῶν θρησκευτικῶν ἀληθειῶν. Εἴμαστε μάρτυρες μιᾶς δαιμονικῆς καταστάσεως βίας καί τρομοκρατίας. Ἄνθρωποι χάνονται, δολοφονοῦνται ἀνυποψίαστοι, πεινᾶνε, ἀσθενοῦν, φοβοῦνται, ἐνῶ ἡ θάλασσα ἔγινε νεκροταφεῖο ἐλπίδων. Ποῦ λόγος γιά τό δικαίωμα στή ζωή, γιά τό θεῖο δῶρο τῆς εἰρήνης, γιά τήν ἀμοιβαιότητα καί τήν ἀλληλεγγύη, πού δίνουν νόημα στήν καθημερινή βιοτή καί στήν ὕπαρξή μας; Μέσα σέ αὐτή τήν πραγματικότητα διερωτᾶται κανείς πῶς μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἑνότητα; Τί θά ποῦμε στούς Χριστιανούς μας; Πῶς θά μιλήσουμε στά παιδιά μας; Πῶς θά διδάξουμε στόν κόσμο τό ἄγγελμα τῆς σωτηρίας; Πῶς θά πρσλάβουμε τό μήνυμα τῶν καιρῶν, γιά νά τό ἀποδώσουμε χριστοποιημένο στούς λαούς μας;

Οἱ Ἐκκλησίες καλοῦνται νά ἐργασθοῦν μέ ἐντιμότητα καί εἰλικρίνεια γιά τήν ἔγκαιρη ὑπέρβαση τῶν πολιτικῶν ἤ παραπολιτικῶν συγχύσεων, τῶν προσηλυτιστικῶν διαθέσεων τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, τοῦ φονταμενταλισμοῦ καί τῆς παγκοσμιοποιήσεως. Ἡ οἰκουμενικότητα δέν καταλύει, ἀλλά διατηρεῖ τήν ταυτότητα τῶν λαῶν· ἡ ἀμοιβαία γνωριμία δέν ὁδηγεῖ σέ θρησκευτικό συγκρητισμό, ἀλλά σέ σεβασμό γιά ἕνα πλουραλισμό, γιά τόν ὁποῖο θά πρέπει νά ὑπάρχει τό μέτρο κρίσης καί ἀξιολόγησης.

Ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι ὅρος ἐδαφικός, ἀλλά ἡ κατάλυση τῶν ἀνθρωπίνων φραγμῶν στήν καινή κτίση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος σαρκοῦται, ὑποφέρει, ἀνίσταται καί ἀναλαμβάνεται στούς οὐρανούς γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, καλεῖ ὅλους νά διαλεχθοῦμε - ὄχι βεβαίως γιά νά ἀναιρέσουμε ἤ νά ἀρνηθοῦμε- ἀλλά γιά νά ὑπερβοῦμε τό νοσηρό φαινόμενο τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ. Δυστυχῶς, ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας τρομάζει τίς ἀσθενικές συνειδήσεις ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦν νά ἑρμηνεύσουν τά μηνύματα τῶν γεγονότων, παρ' ὅλα τά συγκλονιστικά δεδομένα ὥστε νά δοῦν ὅτι τό μόνο ἀντίδοτο στήν κρίση τῶν καιρῶν δέν εἶναι ἡ ἀμυντική καί ἐπιθετική τακτική ἤ καί οἱ παθολογικές τους ἐκφράσεις, ἀλλά ἡ οἰκουμενικότητα καί ὁ διάλογος. Ἡ εὐχαριστιακή ἀναφορά τῆς Ἐκκλησίας μας στήν Θεία Λειτουργία προσφέρει τόν Χριστό, Αὐτόν πού σαρκώθηκε καί προσέλαβε στή θεία ὑπόστασή Του ὅλον τόν κόσμο, γι' αὐτό ἡ μετοχή μας στό Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του ἀποτελεῖ τήν οὐσιαστική πράξη γιά τήν ὑπέρβαση τοῦ νοσηροῦ ἐθνοφυλετισμοῦ.

Συνεπῶς, ἐάν ἡ πρόσδεσή μας στήν παράδοση δέν πάψει νά εἶναι αὐτοδικαιωτική παρελθοντολογία καί ἐάν ἡ παράδοση δέν γίνει ὁ φορέας τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος, φωτίζοντας τό παρόν μέ τά ἐσχατολογικά φῶτα τοῦ μέλλοντος, τότε αὐτή ἡ παράδοση θά ἀντιγράψει, μέ πνεῦμα στεῖρο νεκρά στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος καί ἡ καρδιά μας θά ἀδυνατεῖ νά σχηματίσει τόσο τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὅσο καί τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου γιά νά διαλεχθεῖ μαζί τους. Αὐτή εἶναι πλέον καί ἡ μεγάλη εὐθύνη τῆς Χριστιανικῆς Εὐρώπης καί τῶν Ἐκκλησιῶν πού ἔχουν πληγώσει πνευματικά τούς πολίτες καί τά μέλη τους, πού καλλιεργοῦν τόν κυνισμό ἑνός κόσμου χωρίς Θεό στόν ὁποῖο δεσπόζει μόνο ἡ δύναμη καί τό κέρδος, πού προβάλλουν ἀξιακά κριτήρια κατεστραμμένα, ὥστε ἡ διαφθορά καί ἡ ἀσυλλόγιστη δίψα γιά ἐξουσία νά θεωροῦνται κάτι τό αὐτονόητο.

Ὁ προβληματισμός εἶναι ἐντονώτερος ἐάν μέσα ἀπό τίς ὀξειδώσεις τοῦ χρόνου, ἀπό τήν ψυχολογία τῶν περιστάσεων καί ἀπό τίς ἀναπόφευκτες ἐπικίνδυνες συγχύσεις, ἔχει ἀτονίσει, ὑποθηκεύεται ἤ ἀλλοιώνεται ἡ συνοδική συνείδηση . Οἱ ἐκκλησιαστικοί ἱστορικοί μποροῦν νά ὑπενθυμίσουν σέ ὅλους τίς πληγές τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς αὐθαίρετες καί ἀντικανονικές παρενέργειες τοῦ προκλητικοῦ ἰδεοληπτικοῦ συνδρόμου τῆς αὐτοκεφαλίας τῶν νεωτέρων χρόνων. Ποιός μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ συνοδικά σήμερα ὅτι θέματα τῆς Ἐκκλησίας δέν παρανοοῦνται καί δέν παρερμηνεύονται γιά πολλές καί ἀνομολόγητες σκοπιμότητες; Τό θέμα τῆς Οὐκρανίας σήμερα εἶναι ἡ κορυφή τοῦ παγόβουνου. Τό πρόβλημα ὑπάρχει. Πῶς θά πολεμήσουμε τόν ἐθνοφυλετισμό, ὅταν ἡ Μόσχα προωθεῖ ἀπωθημένες ἰδεοληπτικές σκοπιμότητες, γιά νά ἐπιβληθεῖ στά διορθόδοξα πράγματα; Ὡστόσο προσπαθεῖ συγχρόνως νά ἀποψιλώνει τό καθιερωμένο ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους κανονικό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νἀ μεριμνᾶ γιά τά θέματα τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας, γι' αὐτό στρέφεται συστηματικά ἐνάντια στήν καθιερωμένη κανονική παράδοση γιά τήν ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα τοῦ Πρώτου, καίτοι ἡ Ἐκκλησία πληρώνει τό τίμημα τῶν αὐθαίρετων καί μονομερῶν ἀντικανονικῶν ἐκκλησιαστικῶν πράξεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας κατά τό παρελθόν. Ἄλλωστε ὁ κανονικός θεσμός τῆς Αὐτοκεφαλίας γεννᾶ πάντοτε Ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἐνῶ ἡ ἐπεκτατική διάθεση τῶν δικαιοδοσιῶν γεννᾶ σοβαρά προβλήματα γιά τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας.

Γιά τήν Ἐκκλησία τά πράγματα εἶναι ἁπλά, διότι ὁ Θεός εἶναι ἁπλοῦς καί εἶναι Πρόσωπο. Γι' αὐτό μέ προσωπεῖα δέν μπορεῖ νά γίνει διάλογος. Ὡστόσο ἡ Θεολογία, μέ τή χάρη τοῦ Παρακλήτου καί τή σοφία εὐλογημένων ὑπάρξεων, ἀνοίγει δρόμους γιά νά ὑπερβεῖ τά ἀδιέξοδα. Εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου, «ἵνα ὦσιν ἕν». Εἶναι ἡ κοινή εὐθύνη πού ἔχουν ὅλοι οἱ Πατριάρχες καί οἱ Προκαθήμενοι τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νά δοῦν μέ ὑπεύθυνο τρό πο ὁ ἕνας στά μάτια τόν ἄλλον καί νά καλλιεργήσουν « ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς πίστης καί τῆς ζωῆς, τῆς ἀδιάκοπης συνέχειας τῆς Παράδοσης καί τῶν δώρων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐκφρά-ζουν καί ἐκπληρώνουν τήν κοινωνία ἑνός Ἐπισκόπου μέ τούς ἄλλους Ἐπισκόπους τόσο σέ λειτουργικό, ὅσο καί σέ συνοδικό ἐπίπεδο. Αὐτό βεβαιοῖ τήν κανονικότητα, τό δόγμα καί τό εὐχαριστιακό ἦθος.

Στήν Ἐγκύκλιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἀναφέρονται μεταξύ ἄλλων: «ἐν χαρᾷ πεπληρωμένῃ, εὐαγγελιζόμεθα τόν λόγον τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀγάπης, προσβλέποντες πρός τήν ἀνέσπερον καί ἀδιάδοχον καί ἀτελεύτητον ἡμέραν.Ὅθεν δίδει (ἡ Ἐκκλησία) τήν εὐαγγελικήν μαρτυρίαν καί διανέμει ἐν τῇ οἰκουμένη τά δῶρα τοῦ Θεοῦ: τήν ἀγάπην Του, τήν εἰρήνην, τήν δικαιοσύνην, τήν καταλλαγήν, τήν δύναμιν τῆς Ἀναστάσεως καί τήν προσδοκίαν τῆς αἰωνιότητος». Ὅσες Ἐκκλησίες ὑπέγραψαν αὐτό τό βαρυσήμαντο θεολογικό κείμενο, ἀλλά καί αὐτές πού δέν συμμετεῖχαν, καλοῦνται νά τό κάνουν σάρκα μέ λόγο καί ἔργο, προφητική ἐγρήγορση καί πράξη, καθημερινό ἀγώνα, μαρτυρία καί μαρτύριο, προσευχή, μετάνοια, έλευθερία, χαρά, προσδοκία, εἰρήνη, ἐνθουσιασμό, ἑνότητα.

 
 
 

 

Pensieri a proposito di una
preoccupante tensione ecclesiastica

Agathangelos ,Vescovo di Fanarion,
Direttore Generale dell'Apostoliki Diaconia
della Chiesa di Grecia

È purtroppo un dato di fatto che spesso noi cristiani, sacerdoti o laici, sia che ci sentiamo grandi (a motivo della nostra posizione gerarchica) sia che ci riteniamo umili, ci consideriamo educatori degli altri. Non di rado, infatti, accanto alla categoria cristiana, attribuiamo agli altri qualità secolari che ci riempie di arroganza, facendoci pensare di essere più pii di quei nostri fratelli che semplicemente vengono schiantati dalla storia o delusi dal mondo, oppure che semplicemente lottano insieme a noi per un mondo "in una terra deserta, in una solitudine piena d'urli e di desolazione" (Dt. 32,10).

Ho desiderato procedere in mezzo a molte insidie imposte anzitutto da me stesso ma anche dalla realtà del mondo di questa "terra deserta", e scrivere di ciò che mi addolora e mi preoccupa. Penso che esistano diversi fratelli, vicini e lontani, che vivono con dolore ciò che negli ultimi giorni sta attraversando la nostra Chiesa, a motivo della tensione tra il Patriarcato Ecumenico e la Chiesa di Russia. Quanto confesserò, con rispetto ai miei padri e fratelli, sono pensieri umili che non esigono nessuna originalità né richiedono una qualche saggezza umana. Si tratta di una confessione che parte dal cuore di un fratello verso altri fratelli. È un esodo da uno stato di rassicurazione personale che necessita, come ogni altro esodo di tipo personale, umiltà e coraggio, audacia e abilità, affinché non si torni indietro feriti, addolorati e delusi dalla vanità, dal rifiuto, e anche dalla perplessità di non sentirsi sempre appartenenti a una comunità, in cui il linguaggio teologico e il vivere ecclesiale consegnatici da uomini di Dio, ci ha resi una famiglia spirituale.

Il percorso di questo esodo personale ha lo scopo di esprimere opinioni personali, nel desidero di incontrare i miei padri, i miei fratelli, i miei amici, i nostri figli per poter dire di aver incontrato in loro il mio Dio. Sto camminando percependo la presenza dell'angelo del Signore che mi accompagna e mi protegge da timori, poiché se Dio è con noi nessuno è contro di noi. La missione, l'insegnamento, le opere culturali, i contatti con diversi fratelli ortodossi e di altre Chiese cristiane, il Collegio Teologico, gli studi all'estero, le edizioni teologiche, mi hanno fatto crescere in seno all'Apostoliki Diaconia a tal punto da decidere, dopo 36 anni di ministero sacerdotale, di cui 16 nell'episcopato, di uscire dai confini della mia terra spirituale e scrivere di ciò che mi provoca dolore e amarezza e di ciò che ogni anima umana aspetta e spera.

Procedo, allora, lasciando da parte i miei studi teologici, sebbene essi siano inscritti nella mia carne e vita. Esco con il pensiero rivolto alla bellezza, alla vita e alla passione del Signore. Mi distacco da un mondo forse folcloristico, che soffre da una forma di provincialismo a tutti i livelli, per entrare con più determinazione nel "gioco" di un mondo in viaggio e dagli orizzonti lontani. Com'è possibile, però, guardare a orizzonti aperti se non sappiamo prima poggiare sui nostri piedi? Come possiamo incontrare l'altro se non sappiamo affrontare noi stessi? In che modo la Chiesa potrà entrare con la sua qualità profetica alla storia, se la mediocrazia e il degrado caratterizzano la vita pubblica, che è anche la nostra vita? Come la Chiesa sarà in grado di pronunciare parole capaci di essere un luogo che offrirà ai cuori umani riposo e pace? Abbiamo forse il coraggio di parlare con un senso di autentica autocoscienza? Come possiamo parlare di vigilanza profetica e dell'attesa del "giorno del Signore"? Come ci rivolgiamo agli uomini di oggi e alle loro vicende per dire loro che "Cristo è risorto e offre un regime di vita"? Oppure, per ricordare Giorgio Seferis, "come possiamo affrontare la civiltà occidentale se non attingiamo forza dalle nostre radici e affaticarci per il bene della nostra tradizione"?

L'estensione del mistero di Cristo nella vita della Chiesa fino alla fine dei tempi significa non soltanto l'inclusione delle nazioni - con la propria identità culturale - nella Chiesa, ma anche il loro superamento nella liturgia dell'unico corpo ecclesiale sparso in tutta l'ecumene. A tale verità si ispira l'Ortodossia e le Chiese ortodosse locali - nonostante le provvisorie e passeggere complessità - per contribuire sostanzialmente alla realtà della pienezza liturgica e della civiltà europea unificata, e a servire con amore e sacrificio ogni uomo del nostro tempo, ovunque si trovi, che lotta quotidianamente a favore della pace, della giustizia, dell'unità del mondo. Si tratta di persone che hanno fame e sete del pane angelico e dell'acqua della vita.

I nostri Pastori, Patriarchi, Primati e Presidenti delle Chiese Ortodosse, oltre ai loro impegni amministrativi, sono stati "caricati", per così dire, a livello personale ed ecclesiastico, del compito di fermentare un nuovo lievito e formare la nostra etica in modo che la vita sia in sintonia con la coscienza cristiana, nella pienezza della gioia della Risurrezione. I nostri Pastori hanno anche il compito di rendere testimonianza del fatto che il governo della Chiesa è inseparabile dalla spiritualità cristiana, che la solidarietà non esiste senza amore, che l'ordine ecclesiastico e inconcepibile senza il dogma e l' ethos della Chiesa.

Spesso, purtroppo, la più grande tentazione di chi governa la Chiesa diventa lo stesso modo di governare. Così, il compito di governare si circoscrive spesso nei limiti del "dovere" e del "obbligo", due termini che possono annientare il nostro ministero se tolti dalla loro indole pedagogica e condannarci ad un formalismo che osserva norme mondane. L'imposizione del potere del dominio può, quindi, diventare una tirannia, un'attitudine senza discernimento, che sottovaluta l'altro, impone le proprie posizioni e opinioni tendenziose che presentano delle verità arbitrarie o addirittura false, che tendono di giudicare, abusare e ingannare, a nome di una collegialità individualista, di una sinodalità debole, di interessi personali, e di suscitare rabbia, provocare ferite, creare danni e corrompere le coscienze, cercando seguaci e non membra.

Allo stesso tempo, in situazioni così conflittuali, la politica mira alla strumentalizzazione della fede per sostenere interessi personali, nazionali, razziali e internazionali. Sfortunatamente, spesso le Chiese non solo cedono ai progetti ingiusti della politica internazionale, ma guardano le prospettive politiche alla luce di un'interpretazione della verità religiosa alquanto particolare. Assistiamo a situazioni demoniache di violenza e terrorismo. Uomini perdono la propria vita, vengono assassinati, soffrono di fame e di malattie, hanno paura, mentre il mare è diventato un cimitero di speranze. Nessuno fa più appello al diritto alla vita, al dono divino della pace, alla reciprocità e la solidarietà, che offrono un senso autentico alla nostra vita quotidiana e alla nostra esistenza. All'interno di questa realtà ci si chiede se può non esistere la comunione e unità ecclesiale. Come parleremo ai nostri figli? Come insegneremo al mondo l'annuncio della salvezza? Come riceveremo i segni della nostra epoca per restituirli ai nostri popoli in senso cristiano?

Le Chiese sono chiamate a lavorare con onestà e sincerità per la rapida risoluzione delle conflagrazioni politiche e quelle non-politiche, delle istanze proselitistiche del filetismo , del fondamentalismo e del globalismo. L'universalità non distrugge, bensì preserva l'identità dei popoli; la conoscenza reciproca non conduce al sincretismo religioso, ma al rispetto del pluralismo, il quale esiste con misura di giudizio e valutazione.

L'universalità dell'Ortodossia non è, quindi, un termine geografico, bensì l'abbattimento delle barriere umane di fronte al Regno di Dio.

Dio che si fa carne, patisce, risorge e ascende sui cieli per la salvezza dell'uomo, chiama tutti noi ad affrontare - non certo a rigettare o cancellare - e a superare il fenomeno malsano del filetismo. Sfortunatamente, l'universalità spaventa le coscienze di coloro che non sono in grado di cogliere i segni degli eventi, nonostante la loro portata sconvolgente, per vedere che l'unico rimedio alla crisi attuale non sono tattiche di "difesa" o di "attacco", ma l' universalità del dialogo . Nell'anafora eucaristica della nostra Chiesa chi si offre è Cristo, ovvero Colui che si è fatto carne e ha assunto nella sua divina ipostasi l'intero mondo, e perciò la nostra partecipazione alla Croce e alla Risurrezione è un atto sostanziale che supera la malattia del filetismo.

Pertanto, se il radicamento alla tradizione non cessa di essere un gesto di auto-giustificazione che fa capo al passato, e se la tradizione non diventa un fattore del nostro carisma profetico, che illumina il presente con i raggi luminosi dell' escaton , allora la tradizione diventerà una riproduzione spiritualmente vuota del passato e il nostro cuore non sarà in grado di formare dentro di sé l'immagine di Dio e l'immagine del prossimo e non riuscirà a dialogare con essi. Questa è oggi la responsabilità dell'Europa cristiana e delle Chiese che hanno ferito spiritualmente i loro cittadini e membri, in quanto coltivano il cinismo di un mondo senza Dio, in cui prevale il potere, il profitto e principi demoliti, perché la corruzione e la sete spericolata per il potere si considerano valori supremi.

Tali preoccupazioni aumentano se nell'ossidazione del tempo, della psicologia delle circostanze effimere e delle inevitabili confusioni, la coscienza sinodale della Chiesa si indebolisce. Gli storici possono ricordarci le ferite provocate dalla sindrome spesso arbitraria e anticanonica delle autocefalie moderne. Chi è in grado oggi di garantire sinodalmente che i problemi della Chiesa non vengono fraintesi o malinterpretati a causa di diversi e inequivocabili propositi? La questione ucraina è soltanto la "punta dell'iceberg". Il problema persiste. Come combatteremo il filetismo , se Mosca continua ad avanzare pretese opportunistiche e ideologizzanti per imporre un suo dominio all'interno dell'Ortodossia? Al tempo stesso, Mosca contesta le prerogative canoniche del Patriarcato Ecumenico, stabilita dai Concili Ecumenici, di prendersi cura degli affari dell'Ortodossia, e perciò confuta sistematicamente la tradizione canonica sulla necessità della presenza di un Pròtos . La Chiesa ha pagato in passato il prezzo di gesti arbitrari e unilaterali del Patriarcato di Mosca, inconciliabili con i canoni della Chiesa. Pertanto, dall'istituzione canonica dell'Autocefalia nascono sempre Chiese sorelle, mentre le aspirazioni espansionistiche giurisdizionali suscitano seri problemi per l'unità dell'Ortodossia.

Per la Chiesa le cose sono semplici, perché Dio è semplice ed è anche Persona. Senza persone nessun dialogo è possibile. Tuttavia, la teologia, con la grazia del Paracleto e la saggezza degli uomini benedetti da Dio, apre strade perché i conflitti possano essere risolti. È volontà e preghiera del Signore che "tutti siano una sola cosa". Questa è la responsabilità comune di tutti i Patriarchi e Primati delle Chiese Autocefale, perché possano guardare con senso di responsabilità ognuno negli occhi dell'altro e coltivare "in una sola bocca e in un solo cuore" l'unità della Chiesa. È l'unità della fede e della vita, della continuità perpetua della Tradizione e dei doni dello Spirito Santo che si esprimono nella comunione liturgica e sinodale di un Vescovo con gli altri Vescovi. È ciò che affermano la canonicità, il dogma e l' ethos eucaristico.

L'Enciclica del Santo e Grande Concilio della Chiesa Ortodossa afferma, tra l'altro, che «nella "gioia perfetta" (1 Gv. 1,4), annunciamo lietamente la parola della fede, della speranza e dell'amore, aspirando al 'giorno senza tramonto, perpetuo, senza fine' [.] (la Chiesa) dà la testimonianza evangelica e distribuisce nell'ecumene i doni di Dio: il Suo amore, la pace, la giustizia, la riconciliazione, la forza della Resurrezione e la attesa dell'eternità». Le Chiese che hanno firmato questo importante documento teologico, nonché coloro che non hanno partecipato all'assise, sono chiamate a rendere queste parole atti concreti, vigilanza profetica, lotta quotidiana, testimonianza e martirio, preghiera, penitenza, libertà, gioia, attesa, pace, entusiasmo, unità.