ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
 

Ο Άγιος Νικόλαος
Αθηνάς Ντάσιου-Γιάννου, εικονογράφηση Αθηνά Κοντογιάννη

Ένα βιβλίο στο οποίο οι μικροί μας φίλοι θα γνωρίσουν τον Άγιο Νικόλαο, προστάτη του Πολεμικού και του Εμπορικού Ναυτικού, καθώς και τη σημασία του τόσο για τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας, όσο και για τη λαογραφική παράδοση της πατρίδας μας. Στο βιβλίο αναφέρονται οι επικλήσεις που κάνουν στον Άγιο οι ναυτικοί μας και τα θαύματα που επιτελεί φυλάσσοντάς τους από την μανία της θάλασσας.

Σχ. 17Χ24, Σελ. 56, Τιμ. 6 €.

 

 
 

Ο Όμηρος ζει στη Βασιλεύουσα και αναζητά την αλήθεια
Πηνελόπης Μωραΐτου, εικονογράφηση Πέγκυ Φούρκα

Το νέο κατηχητικό βιβλίο της σειράς «Ελληνική Ιστορία και Χριστιανική Πίστη», αποτελεί ένα οδοιπορικό του κεντρικού ήρωα της σειράς, Ομήρου, στον μαγικό κόσμο του Βυζαντίου, με κεφάλαια αφιερωμένα στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, τους φωστήρες της Ορθοδοξίας, τους Τρεις Ιεράρχες, τον Ιουστινιανό, τον Ιερό Φώτιο, τους αποστόλους των Σλάβων Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, αλλά και το Σχίσμα των Εκκλησιών, την Φραγκοκρατία και την Άλωση της Πόλεως. Το έργο εξοικειώνει τους μικρούς μας φίλους και με τα σύμβολα του Βυζαντίου, όπως τον Τίμιο Σταυρό, το Δικέφαλο Αετό, τον ναό της Αγίας Σοφίας, αλλά και το Σύμβολο της πίστεως. Ένα παιδικό βιβλίο που βοηθάει τα παιδιά να γνωρίσουν την αλληλέγγυα και άρρηκτη σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας στο Βυζάντιο και τη συνέχεια της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού στο πέρασμα των αιώνων.

Σχ. 21Χ29, Σελ. 222, Τιμ. 10 €.

 

 
ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
 

 

Η Μεγάλη Εβδομάς -Εγκόλπιο

Όλες οι ακολουθίες της Εβδομάδος των Παθών σε μικρό και εύχρηστο σχήμα, ειδικά για τους πιστούς.

Σχ. 8Χ12, Σελ. 804, Τιμ.3€.

 
 

Η Μεγάλη Εβδομάς μετά ερμηνείας
Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου

Η ιδιαιτερότητα του έργου οφείλεται στην επιτυχημένη ερμηνεία του ιερού κειμένου, γεγονός που αποδεικνύεται από τις επανειλημμένες εκδόσεις του και την ευρύτατη αποδοχή του από το κοινό.

Σχ. 10Χ14, Σελ. 944, Τιμ.10 €.

 
 

Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς (μεσαίο σχήμα)

Οι ιερές ακολουθίες, τα αναγνώσματα και οι ύμνοι της Μ. Εβδομάδος. Περιλαμβάνονται επιπλέον οι ακολουθίες των Αποδείπνων και της Κυριακής των Βαΐων.

Σχ. 12Χ17, Σελ. 560, Τιμ.9 €.

Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς (μεγάλο σχήμα)

Σχ. 17Χ24, Σελ. 400, Τιμ.18 €.

 
 

 

 
 

Ιερά Σύνοψις

Ακολουθίες του ημερονυκτίου, εορτών του όλου ενιαυτού, τα Άγια Πάθη και πλήρες εορτολόγιο.

Σχ. 12Χ16, Σελ. 776, Τιμ.11 €.

 
 

Προς το εκούσιον Πάθος
Ανδρέα Θεοδώρου

Ερμηνευτικό σχόλιο στην υμνογραφία της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος. Περιέχεται η ερμηνεία όλων ανεξαιρέτως των ύμνων, κάθε ημέρας της Μ. Εβδομάδος, ώστε ο αναγνώστης να παρακολουθεί το νόημα των σπάνιων υμνολογικών κειμένων του Πάσχα.

Σχ. 14Χ21, Σελ. 472, Τιμ.16 €.

 
 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή
Μητροπολίτου Πισιδίας Σωτηρίου (Τράμπα)

Ένα κατηχητικό πόνημα στο οποίο παρουσιάζονται η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η βιωματική εμπειρία της εν Χριστώ ζωής που οφείλει να διάγει ο πιστός και ο ορθόδοξος λατρευτικός βίος.

Σχ. 15Χ23, Σελ. 296, Τιμ.10 €.

 
 

Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, τόμος Α΄
Jean Claude Larchet

Στον Α΄ τόμο, ο συγγραφέας αντιδιαστέλλει στη θεολογική σκέψη της Δύσεως, την πατερική παράδοση της Ορθοδοξίας. Οι όροι Λυτρωτής και Σωτήρας ταυτίζονται και το ρήμα «σώζω» σημαίνει επίσης και «θεραπεύω». Γι’ αυτό οι Πατέρες απέδωσαν στον Χριστό το προσωνύμιο Ιατρός «των ψυχών και των σωμάτων». Κάθε χριστιανός για να οικειοποιηθεί την Θεία Χάρη οφείλει να ασκηθεί διάγοντας πνευματική ζωή.

Α΄ Τόμ.: Σχ. 14Χ21, Σελ. 656, Τιμ.18 €.

 

 
 

Του Δωδεκαημέρου και της Λαμπρής
Ζωής Κανάβα

Δεκαέξι διηγήματα για τα Χριστούγεννα και το Πάσχα με πρωταγωνιστές τον Χασάν και τον παπα-Θόδωρο. Ένα οδοιπορικό στην ορθόδοξη παράδοση με φόντο τις δύο σπουδαιότερες εορτές της Εκκλησίας μας.

Σχ. 17Χ24, Σελ. 104, Τιμ. 5 €.

 

 
 

 

Πασχαλινή λαμπάδα

Διαστάσεις κουτιού 42Χ5Χ5

Τιμή: 8 €.

Σκληρό κουτί κατάλληλο για μεταφορά

 
     
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
 

tessarakosti

 
ΑΡΘΡΟ
 

 

Κυριακή Ε΄ Νηστειῶν, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας

Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Τό Βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων (†11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικά καί ὑμνογραφικά κείμενα πού διαποτίζονται ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.

Ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στήν Αἴγυπτο καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.). Ἀφοῦ πέρασε ἀπό τά δώδεκα χρόνια της στήν Αἴγυπτο μιά ζωή ἀσωτίας, εἶχε ἀσυγκράτητο καί ἀχόρταγο τό πάθος τῆς σαρκικῆς μίξεως. Ζώντας αὐτή τή ζωή δέν εἰσέπραττε χρήματα, ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τό πάθος της. Ὅπως ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στόν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ «διετέλεσα δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεώς τινος, μά τήν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», ἀλλά ἔκανε τό ἔργο της δωρεάν «ἐκτελοῦσα τό ἐμοί καταθύμιον». Καί ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καί ἀκατάσχετο ἔρωτα νά κυλίεται στόν βόρβορο πού ἦταν ἡ ζωή της καί σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τή φύση.

Λόγῳ τῆς ἄσωτης ζωῆς καί τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας πού εἶχε, ἀκολούθησε τούς προσκυνητές πού πήγαιναν στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά προσκυνήσουν τόν Τίμιο Σταυρό. Καί αὐτό τό ἔκανε ὄχι γιά νά προσκυνήσει τόν Τίμιο Σταυρό, ἀλλά γιά νά ἔχει πολλούς ἐραστές πού θά ἦταν ἕτοιμοι νά ἱκανοποιήσουν τό πάθος της. Περιγράφει δέ ἡ ἴδια ρεαλιστικά καί τόν τρόπο πού ἐπιβιβάσθηκε στό πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀπεκάλυψε, κατά τήν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δέν ὑπάρχει εἶδος ἀσέλγειας ἀπό ὅσα λέγονται καί δέν λέγονται τοῦ ὁποίου δέν ἔγινε διδάσκαλος σ' ἐκείνους τούς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καί ἡ ἴδια ἐξέφρασε τήν ἀπορία της πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τίς ἀσωτίες της καί πῶς ἡ γῆ δέν ἄνοιξε τό στόμα της καί δέν τήν κατέβασε στόν ἅδη, πού παγίδευσε τόσες ψυχές. Κατά τήν διάρκεια τοῦ ταξιδίου αὐτοῦ δέν ἀρκέσθηκε στό ὅτι διέφθειρε τούς νέους, ἀλλά διέφθειρε καί πολλούς ἄλλους ἀπό τούς κατοίκους τῆς πόλεως καί τούς ξένους. Καί στά Ἱεροσόλυμα πού πῆγε κατά τήν ἑορτή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ περιφερόταν στούς δρόμους «ψυχάς νέων ἀγρεύουσα».

Αἰσθάνθηκε, ὅμως, βαθειά μετάνοια ἀπό ἕνα θαυματουργικό γεγονός. Ἐνῶ εἰσερχόταν στό ναό νά προσκυνήσει τό Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τήν ἐμπόδισε νά προχωρήσει. Στή συνέχεια στάθηκε μπροστά σέ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καί ζήτησε τήν καθοδήγηση καί βοήθεια τῆς Παναγίας. Μέ τή βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτή τή φορά στόν ἱερό ναό καί προσκύνησε τόν Τίμιο Σταυρό. Στή συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τήν Παναγία, ἄκουσε φωνή νά τήν προτρέπει νά πορευθεῖ στήν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἐκείνη, ἀφοῦ ζήτησε τή συνδρομή καί τήν προστασία τῆς Θεοτόκου, πῆρε τό δρόμο πρός τήν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπό τήν ἱερά μονή τοῦ Βαπτιστοῦ στόν Ἰορδάνη ποταμό καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Στήν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτά χρόνια, χωρίς ποτέ νά συναντήσει ἄνθρωπο.

Κατά τά πρῶτα δέκα ἑπτά χρόνια στήν ἔρημο πάλεψε πολύ σκληρά γιά νά νικήσει τούς λογισμούς καί τίς ἐπιθυμίες της, οὐσιαστικά νά νικήσει τό διάβολο πού τήν πολεμοῦσε μέ τίς ἀναμνήσεις τῆς προηγούμενης ζωῆς της.

Ἡ Ὁσία ζοῦσε δέκα ἑπτά χρόνια στήν ἔρημο «θηρσίν ἀνημέροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Εἶχε πολλές ἐπιθυμίες φαγητῶν, ποτῶν καί «πορνικῶν ἀσμάτων» καί πολλούς λογισμούς πού τήν ὠθοῦσαν πρός τήν πορνεία. Ὅμως, ὅταν ἐρχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, ἔπεφτε στή γῆ, τήν ἔβρεχε μέ δάκρυα καί δέν σηκωνόταν ἀπό τή γῆ «ἕως ὅτου μέ τό φῶς ἐκεῖνο τό γλυκύ περιέλαμψεν, καί τούς λογισμούς τούς ἐνοχλοῦντας μοι ἐδίωξεν». Συνεχῶς προσευχόταν στήν Παναγία, τήν ὁποία εἶχε ἐγγυήτρια τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας πού ἔκανε. Τό ἱμάτιό της σχίσθηκε καί καταστράφηκε καί παρέμεινε ἔκτοτε γυμνή, καιγόταν ἀπό τόν καύσωνα καί ἔτρεμε ἀπό τόν παγετό καί «ὡς πολλάκις με χαμαί πεσοῦσαν ἄπνουν μεῖναι σχεδόν καί ἀκίνητον».

Ὕστερα ἀπό σκληρό ἀγώνα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή συνεχῆ προστασία τῆς Παναγίας, ἐλευθερώθηκε ἀπό τούς λογισμούς καί τίς ἐπιθυμίες, ὁπότε μεταμορφώθηκε τό λογιστικό καί τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς της, καθώς ἐπίσης θεώθηκε καί τό σῶμα της.

Λόγῳ τῆς μεγάλης πνευματικῆς καταστάσεως στήν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό διορατικό χάρισμα.

Ἦταν γυμνή, ἀλλά τό σῶμα της ὑπερέβη τίς ἀνάγκες τῆς φύσεως. Λέγει ἡ ἴδια: «γυνή γάρ εἰμί, καί γυμνή, καθάπερ ὁρᾶς, καί τήν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Τό σῶμα τρεφόταν ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ: «τρέφομαι γάρ καί σκέπτομαι τῷ ῥήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τά σύμπαντα». Στήν περίπτωσή της, ὅπως καί σέ ἄλλες περιπτώσεις Ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι ἀναστέλλονται οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος. Αὐτή ἡ ἀναστολή τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν προερχόταν ἀπό τό ὅτι ἡ ψυχή της ἐδεχόταν τήν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί αὐτή ἡ θεία ἐνέργεια διαπορθμευόταν καί στό σῶμα της. «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τήν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τήν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».

Κάποτε σέ ἕνα μοναστήρι ἀσκήτευε ὁ ἱερομόναχος Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς († 4 Ἀπριλίου), πού ἦταν κεκοσμημένος μέ ἁγιότητα βίου, ἔβλεπε θεῖα ὁράματα, τοῦ εἶχε δοθεῖ τό χάρισμα τῶν θείων ἐλλάμψεων, γιατί ζοῦσε μέχρι τά πενήντα τρία του χρόνια μέ μεγάλη ἄσκηση καί ἦταν φημισμένος στήν περιοχή του. Τότε, ὅμως, εἰσῆλθε μέσα του ἕνας λογισμός κάποιας πνευματκῆς ἀνωτερότητος, ἄν, δηλαδή, ὑπῆρχε ἄλλος μοναχός πού θά μποροῦσε νά τόν ὠφελήσει ἤ νά τοῦ διδάξει κάποιο καινούριο εἶδος ἀσκήσεως. Ὁ Θεός, γιά νά τόν διδάξει καί νά τόν διορθώσει, τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φθάσει στήν τελειότητα. Καί στή συνέχεια τοῦ ὑπέδειξε νά πορευθεῖ σ' ἕνα μοναστήρι πού βρισκόταν στόν Ἰορδάνη ποταμό.

Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε στή φωνή τοῦ Θεοῦ καί πῆγε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, πού τοῦ ὑποδείχθηκε. Συνάντησε τόν ἡγούμενο καί τούς μοναχούς, καί διέκρινε ὅτι ἀκτινοβολοῦσαν ἀπό θεωρία καί πράξη, ζοῦσαν ἔντονη μοναχική ζωή μέ ἀκτημοσύνη, μέ μεγάλη ἄσκηση καί ἀδιάλειπτη προσευχή.

Στό μοναστήρι αὐτό ὑπῆρχε ἕνας κανόνας σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς, πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοί κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν καί ἀσπάζονταν μεταξύ τους, ἔπειτα ἐλάμβαναν ὁ καθένας τους μερικές τροφές καί ἔφευγαν στήν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιά νά ἀγωνισθοῦν κατά τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τόν ἀγώνα τῆς ἀσκήσεως. Ἐπέστρεφαν δέ στό μοναστήρι τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, γιά νά ἑορτάσουν τά Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν κανόνα νά μή συναντᾶ κανείς τόν ἄλλο ἀδελφό στήν ἔρημο καί νά μήν τόν ἐρωτᾶ, ὅταν ἐπέστρεφε, γιά τό εἶδος τῆς ἀσκήσεως πού ἔκανε τήν περίοδο αὐτή.

Αὐτό τόν κανόνα ἐφάρμοσε καί ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς. Ἀφοῦ ἔλαβε ἐλάχιστες τροφές βγῆκε ἀπό τό μοναστήρι καί πορεύθηκε στήν ἔρημο, ἔχοντας τήν ἐπιθυμία νά εἰσέλθει ὅσο μποροῦσε πιό βαθειά σέ αὐτή, μέ τήν ἐλπίδα μήπως συναντήσει κάποιον πατέρα πού θά τόν βοηθοῦσε νά φθάσει σέ αὐτό πού ποθοῦσε. Πορευόταν προσευχόμενος καί τρώγοντας ἐλάχιστα. Κοιμόταν δέ ὅπου βρισκόταν.

Εἶχε περπατήσει μιά πορεία εἴκοσι ἡμερῶν καί, ὅταν κάθισε νά ξεκουρασθεῖ καί ἔψελνε, εἶδε στό βάθος μιά σκιά πού ὁμοίαζε μέ ἀνθρώπινο σῶμα. Στήν ἀρχή θεώρησε ὅτι ἦταν δαιμονικό φάντασμα, ἀλλά ἔπειτα διεπίστωσε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Αὐτό τό ὄν, πού ἔβλεπε, ἦταν γυμνό, εἶχε μαῦρο σῶμα, –τό χρῶμα αὐτό προερχόταν ἀπό τίς ἡλιακές ἀκτίνες–, καί εἶχε στό κεφάλι του λίγες ἄσπρες τρίχες πού δέν ἔφθαναν πιό κάτω ἀπό τό λαιμό. Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἔβλεπε τήν Ὁσία Μαρία τήν ὥρα πού προσευχόταν. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία εἶχε ἀδιάλειπτη προσευχή καί μάλιστα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς τήν εἶδε ὅτι ὕψωσε τά μάτια της στόν οὐρανό καί ἅπλωσε τά χέρια της καί «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνή δέ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Καί σέ κάποια στιγμή, ἐνῶ ἐκεῖνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾶ αὐτήν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπό τῆς γῆς καί τῷ ἀέρι κρεμαμένην καί οὕτω προσεύχεσθαι».

Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προσπάθησε νά πλησιάσει, γιά νά διαπιστώσει τί εἶναι αὐτό πού ἔβλεπε, ἀλλά τό ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ὄν ἀπομακρυνόταν. Ἔτρεχε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἔτρεχε καί ἐκεῖνο. Ἐκραύγαζε ὁ Ἀββᾶς μέ δάκρυα νά σταματήσει, γιά νά λάβει τήν εὐλογία του. Ἐκεῖνο ὅμως δέν ἀνταποκρινόταν. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀββᾶς σέ κάποιο χείμαρρο καί ἀπόκαμε, ἐκεῖνο τό ἀνθρώπινο ὄν, ἀφοῦ τόν ἀποκάλεσε μέ τό μικρό του ὄνομα, πρᾶγμα πού προεκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στόν Ἀββᾶ, τοῦ εἶπε ὅτι δέν μπορεῖ νά γυρίσει καί νά τόν δεῖ κατά πρόσωπο, γιατί εἶναι γυναίκα γυμνή καί εἶχε ἀκάλυπτα τά μέλη τοῦ σώματός της. Τόν παρεκάλεσε, ἄν θέλει, νά τῆς δώσει τήν εὐχή του ἀφοῦ ρίξει ἕνα κουρέλι ἀπό τά ροῦχα του, γιά νά καλύψει τό γυμνό σῶμα της. Ὁ Ἀββᾶς ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε καί τότε ἐκείνη στράφηκε πρός αὐτόν. Ὁ Ἀββᾶς ἀμέσως γονάτισε, γιά νά λάβει τήν εὐχή της, τό ἴδιο ἔκανε καί ἐκείνη. Καί παρέμειναν καί οἱ δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τόν ἕτερον».

Ἐπειδή ὁ Ἀββᾶς σκεπτόταν μήπως ἦταν κάποιο ἄϋλο πνεῦμα, ἐκείνη, πού μποροῦσε νά διακρίνει τούς λογισμούς του, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή πού ἔχει περιτειχισθεῖ ἀπό τό ἅγιο Βάπτισμα καί εἶναι χῶμα καί στάχτη καί ὄχι ἄϋλο πνεῦμα.

Ἡ Ὁσία Μαρία κατά τήν συνάντηση αὐτή, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τή ζωή της, ζήτησε ἀπό τόν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ νά ἔλθει τήν ἑπόμενη χρονιά, κατά τή Μεγάλη Πέμπτη, σ' ἕναν ὁρισμένο τόπο στήν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, κοντά σέ μιά κατοικημένη περιοχή, γιά νά τήν κοινωνήσει, ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια μεγάλης μετανοίας, πού μεταμόρφωσε τήν ὕπαρξή της. «Καί νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτῳ τῷ ἔρωτι», τοῦ εἶπε, δηλαδή εἶχε ἀκατάσχετο ἔρωτα νά κοινωνήσει τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἐπέστρεψε στό μοναστήρι χωρίς νά πεῖ σέ κανένα τί ἀκριβῶς συνάντησε, σύμφωνα, ἄλλωστε, καί μέ τόν κανόνα πού ὑπῆρχε σ' ἐκείνη τήν ἱερά μονή. Ὅμως, συνεχῶς παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τόν ἀξιώσει νά δεῖ καί πάλι «τό ποθούμενον πρόσωπον» τήν ἑπομένη χρονιά, καί μάλιστα ἦταν στενοχωρημένος γιατί δέν περνοῦσε ὁ χρόνος, ἐνῶ θά ἤθελε ὅλος αὐτός ὁ χρόνος νά ἦταν μιά ἡμέρα.

Τό ἑπόμενο ἔτος, ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἀπό κάποια ἀρρώστια, ὅπως τοῦ τό εἶχε προείπει ἡ Ὁσία Μαρία, δέν μπόρεσε νά βγεῖ ἀπό τό μοναστήρι στήν ἔρημο, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι πατέρες στήν ἀρχή τῆς Σαρακοστῆς, καί ἔτσι παρέμεινε στό μοναστήρι. Ὅταν τήν Κυριακή τῶν Βαΐων εἶχαν ἐπιστρέψει οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε νά πορευθεῖ στόν τόπο πού τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ὁσία, γιά νά τήν κοινωνήσει.

Τή Μεγάλη Πέμπτη πῆρε μαζί του σ' ἕνα μικρό ποτήρι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πῆρε μερικά σύκα καί χουρμάδες καί λίγη βρεγμένη φακή καί βγῆκε ἀπό τό μοναστήρι, γιά νά συναντήσει τήν Ὁσία Μαρία. Ἐπειδή ἐκείνη ἀργοποροῦσε νά ἔλθει στόν καθορισμένο τόπο ὁ Ἀββᾶς προσευχόταν στόν Θεό μέ δάκρυα νά μή τοῦ στερήσει, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του, τήν εὐκαιρία νά τή δεῖ ἐκ νέου.

Μετά τή θερμή προσευχή τήν εἶδε νά ἔρχεται ἀπό τήν ἄλλη πλερά τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, νά κάνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νά πατᾶ ἐπάνω στό νερό τοῦ ποταμοῦ «καί περιπατοῦσαν ἐπί τῶν ὑδάτων ἐπάνω, καί πρός ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στή συνέχεια ἡ Ὁσία τόν παρακάλεσε νά πεῖ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως καί τό «Πάτερ ἡμῶν». Ἀκολούθως ἀσπάσθηκε τόν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καί ἐκοινώ-νησε τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἔπειτα, ὕψωσε τά χέρια της στόν οὐρανό, ἀναστέναξε μέ δάκρυα καί εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τήν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, κατά τό ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου».

Στή συνέχεια, ἀφοῦ τόν παρακάλεσε νά ἔλθει καί τό ἑπόμενο ἔτος στόν χείμαρρο, πού τήν εἶχε συναντήσει τήν πρώτη φορά, ζήτησε τήν προσευχή του. Ὁ Ἀββᾶς ἄγγιξε τά πόδια τῆς Ὁσίας, ζήτησε τήν προσευχή της καί τήν ἄφησε νά φύγει «στένων καί ὀδυρόμενος», διότι τολμοῦσε «κρατῆσαι τήν ἀκράτητον». Ἐκείνη, ἔφυγε κατά τόν ἴδιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἦλθε, δηλαδή πατώντας πάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.

Τό ἑπόμενο ἔτος, σύμφωνα μέ τήν παράκληση τῆς Ὁσίας, ὁ Ἀββᾶς ἐβιαζόταν νά φθάσει «πρός ἐκεῖνο τό παράδοξον θέαμα». Ἀφοῦ βάδισε πολλές ἡμέρες καί ἔφθασε στόν τόπο ἐκεῖνο, ἔψαχνε «ὡς θηρευτής ἐμπειρότατος» νά δεῖ «τό γλυκύτατον θήραμα», τήν Ὁσία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, δέν τήν ἔβλεπε πουθενά. Τότε ἄρχισε νά προσεύχεται στόν Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξόν μοι, Δέσποτα, τόν θησαυρόν σου τόν ἄσυλον, ὅν ἐν τῆδε τῇ ἐρήμῳ κατέκρυψας· δεῖξόν μοι, δέομαι, τόν ἐν σώματι ἄγγελον, οὗ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἐπάξιος». Γιά τόν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἄθικτος θησαυρός, ἄγγελος μέσα σέ σῶμα, καί τόν ὁποῖο θησαυρό δέν ἦταν ἄξιος ὁ κόσμος νά τόν ἔχει. Καί προσευχόμενος μέ τά λόγια αὐτά εἶδε «κειμένην τήν Ὁσίαν νεκράν, καί τάς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν, καί πρός ἀνατολάς ὁρῶσαν κειμένη τῷ σχήματι». Εὑρῆκε δέ καί δική της γραφή πού ἔλεγε: «Θᾶψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τό λείψανον, ἀπόδος τόν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπέρ ἐμοῦ διά παντός πρός τόν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνί Φαρμουθί (κατ' Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστι κατά Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δέ τῇ νυκτί τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετά τήν τοῦ θείου καί μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Τήν εὑρῆκε, δηλαδή, νεκρή, κείμενη στή γῆ, μέ τά χέρια σταυρωμένα καί βλέποντας πρός τήν ἀνατολή. Συγχρόνως βρῆκε καί γραφή της πού τόν παρακαλοῦσε νά τήν ἐνταφιάσει.

Ἡ Ὁσία κοιμήθηκε τήν ἴδια ἡμέρα πού κοινώνησε, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει σέ μιά ὥρα ἀπόσταση τήν ὁποία διήνυσε τό ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς σέ εἴκοσι ἡμέρες. Γράφει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος: «καί ἥνπερ ὥδευσεν ὁδόν Ζωσιμᾶς διά εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρία διέδραμεν, καί εὐθύς πρός τόν Θεόν ἐξεδήμησεν». Τό σῶμα της εἶχε ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες, εἶχε μεταμορφωθεῖ.

Στή συνέχεια ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ ἔκλαψε πολύ καί εἶπε ψαλμούς κατάλληλους γιά τήν περίσταση, «ἐποίησεν εὐχήν ἐπιτάφιον». Καί μετά, μέ μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τό σῶμα τοῖς δάκρυσι» ἐπιμελήθηκε τά τῆς ταφῆς. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γῆ ἦταν σκληρή καί ὁ ἴδιος ἦταν προχωρημένης ἡλικίας καί γι' αὐτό δέν μποροῦσε νά τήν σκάψει βρισκόταν σέ ἀπορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστῶτα, καί τά ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή εἶδε ἕνα λιοντάρι νά στέκεται δίπλα στό λείψανο τῆς Ὁσίας καί νά γλείφει τά ἴχνη της. Ὁ Ἀββᾶς τρόμαξε, ἀλλά τό ἴδιο τό λιοντάρι «οὐχί τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλά καί προθέσει», δηλαδή τό ἴδιο τό λιοντάρι καλόπιανε τόν Γέροντα καί τόν παρακινοῦσε καί μέ τίς κινήσεις του καί μέ τίς προθέσεις του νά προχωρήσει στόν ἐνταφιασμό της. Λαμβάνοντας ὁ Ἀββᾶς θάρρος ἀπό τό ἥμερο τοῦ λιονταριοῦ, τό παρακάλεσε νά σκάψει ἐκεῖνο τόν λάκκο, γιά νά ἐνταφιασθεῖ τό ἱερό λείψανο τῆς Ὁσίας Μαρίας, ἐπειδή ὁ ἴδιος ἀδυνατοῦσε. Τό λιοντάρι ὑπάκουσε. «Εὐθύς δέ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή, μέ τά μπροστινά του πόδια ἔσκαψε τόν λάκκο, ὅσο ἔπρεπε, γιά νά ἐνταφιασθεῖ τό σκήνωμα τῆς Ὁσίας Μαρίας.

Ὁ δέ ἐνταφιασμός τῆς Ὁσίας ἔγινε προσευχομένου τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καί τοῦ λιονταριοῦ «παρεστῶτος». Μετά τόν ἐνταφιασμό ἔφυγαν καί οἱ δύο «ὁ μέν λέων ἐπί τά ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησεν. Ζωσιμᾶς δέ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καί αἰνῶν τόν Θεόν ἡμῶν».

Καί ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καταλήγει ὅτι ἔγραψε αὐτό τό βίο «κατά δύναμιν» καί «τῆς ἀληθείας μηδέν προτιμῆσαι θέλων».

Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας δείχνει πῶς μιά πόρνη μπορεῖ νά γίνει κατά Χάριν Θεός, πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει ἄγγελος ἐν σώματι καί πῶς ἡ κατά Χριστόν ἐλπίδα μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τήν ὑπό τοῦ διαβόλου προερχομένη ἀπόγνωση. Στό πρόσωπο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας βλέπουμε τόν ἄνθρωπο πού ἀναζητᾶ τήν ἡδονή καί κυνηγᾶ τούς ἀνθρώπους γιά τήν ἱκανοποίησή της, ἀλλ' ὅμως μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἐξαγιασθεῖ τόσο πολύ ὥστε νά φθάσει στό σημεῖο νά τήν κυνηγοῦν οἱ Ἅγιοι γιά νά λάβουν τήν εὐλογία της καί νά ἀσπασθοῦν τό τετιμημένο της σῶμα, καθώς ἐπίσης νά τή σέβονται καί τά ἄγρια ζῶα.

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μέ τή μετάνοιά της, τή βαθειά της ταπείνωση, τήν ὑπέρβαση ἐν Χάριτι τοῦ θνητοῦ καί παθητοῦ σώματός της, ἀφ' ἑνός μέν προσφέρει μιά παρηγοριά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφ' ἑτέρου δέ ταπεινώνει ἐκείνους πού ὑπερηφανεύονται γιά τά ἀσκητικά τους κατορθώματα. Δέν ἡμέρωσε μόνο τά ἄγρια θηρία πού ὑπῆρχαν μέσα της, δηλαδή τά ἄλογα πάθη, ἀλλά ὑπερέβη ὅλα τά ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί ἡμέρωσε ἀκόμη καί τά ἄγρια θηρία τῆς κτίσεως.

Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός καί ὁ πλοῦτος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ πού φυλάσσεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέ τήν ἀποκαλυπτική θεολογία καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μεταμορφωθεῖ ὁλοκληρωτικά.