|
Τα «Κεφάλαια Περί Αγάπης»
Πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε
Εισαγωγή στη «Μυσταγωγία» του Αγ.Μαξίμου του Ομολογητού
Αθήναι, εκδ. Αποστολικ ὴ Διακονία, 1997,
Γ ' έκδ. Μτφρ. από τα γαλλικά Ιγνάτιος Σακαλής
Ο Μ. Viller είδε τα «Κεφάλαια Περί Αγάπης» σύμφωνα με τα οποία έκρινε ολόκληρο το έργο του αγίου Μαξίμου να έχουν τέλεια εξάρτηση από τον Ευάγριο τον Ποντικό (1). Η ίδια άποψη υποστηρίχτηκε από τον J. Hausherr, που ἰσχυρίζεται ότι ο άγιος Μάξιμος ακολουθεί σε τελευταία ανάλυση εξ΄ ολοκλήρου τον Ευάγριο, διδάσκοντας, ὀπως ο Ευάγριος (και όπως ο Ωριγένης), ότι ο νους δεν πρέπει να βγαίνη έξω από τον εαυτό του, για να γνωρίση το Θεό, πράγμα που σκέπτεται ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, κατά τον οποίο ο Θεός είναι πέρα από κάθε κατανόηση, με το να βρίσκεται μέσα στα σκοτάδια που υπερβαίνουν τη διάνοια. Κατά τον Hausherr, στη βάση της σκέψεως του αγίου Μαξίμου μποροῦμε να βρούμε, σ' όλη τη γραμμή, την επιρροή του διανοητικού νατουραλισμού του Ευαγρίου. Δε δανείστηκε από το Διονύσιο παρά μόνο λεκτικές διατυπώσεις, αναφομοίοτες στη σκέψη του, που ήταν ολότελα υποταγμένη στον Ευάγριο. (2).
Πράγματι, τα «Κεφάλαια Περί Αγάπης» δείχνουν κάποια λεκτική εξάρτηση από τον Ευάγριο. Αλλά δεν πρέπει με βάση αυτό να κριθή ο άγιος Μάξιμος συνολικά. Εξ΄άλλου, ακόμα και μέσα στα «Κεφάλαια» αυτά, πέρα από τη λεκτική εξάρτηση, ξεχωρίζει καθαρά μιά προσωπική σύλληψη.
Ο Η. U. von Balthasar σημείωσε αυτό το πράγμα κατά γενικό μόνο τρόπο το 1941 (3). Ο ίδιος στην «Εισαγωγή» της γερμανικής μετάφρασης αυτού του έργου έκαμε φανερή αυτή τη βεβαιότητα με επαρκείς συγκεκριμένες αποδείξεις.
Τα «Κεφάλαια», το πιο εύκολο απ' όσα έργα έγραψε ο άγιος Μάξιμος, είναι προωρισμένα να εξυπηρετήσουν στην άσκηση του μοναχισμού, με πρότυπα τα έργα του Ευαγρίου. Γραμμένα με τη μορφή μιας «εκατοντάδας αποφθεγμάτων», δίνουν σαν σκοπό της ασκητικής ζωής όχι τη γνώση, προς την οποία πρέπει να οδηγή, κατά τον Ευάγριο, και η αγάπη, αλλά την αγάπη με τη βιβλική της έννοια. Η γνώση δεν είναι άλλο πράγμα από το εσωτερικό φως της αγάπης. «Ει η ζωή του νου ο φωτισμός εστι της γνώσεως, τούτον δε η εις Θεόν αγάπη τίκτει καλώς, ουδέν της θείας αγάπης είρηται μείζον» (4). Ο τόνος μετατίθεται από τη μυστική θεωρία στην άσκηση της ανιδιοτελούς αγάπης, που είναι προσιτή και στους χριστιανούς που ζουν μέσα στον κόσμο. Η φιλαυτία είναι πηγή όλων των παθών, σαν αποτυχημένων μορφών της ανθρώπινης ζωής. Στην αγάπη αποκαθίσταται η αντικειμενική και θετικὴ στάση έναντι όλων των δημιουργημάτων, στάση που έχει ο Θεός απέναντι σ' αυτά. Για τούτο αυτὴ είναι και το μέτρο της αλήθειας. Πρέπει ν' αγαπούμε όλους τους ανθρώπους εξίσου ( Ι, 17), γιατί αυτός που δεν α γαπά κάποιον δεν μπορεί ν' αγαπήση πλήρως ούτε το Θεό ( Ι, 15). Αλλά η αγάπη αυτή, που τρέφεται από την αγάπη του Θεού, που δημιούργησε τον κόσμο εξαιτίας της καλωσύνης του μέσα σε απόλυτη ελευθερία, τρέφεται και αυξάνει επίσης μόνο μέσα στην ελευθερία απέναντι στά εγωιστικά πάθη και απέναντι στον κόσμο, στην ελευθερία που δεν μπορεί να έχη όποιος πιστεύει ότι ο κόσμος έχει την ίδια αιωνιότητα και την ίδια αναγκαιότητα με το Θεό. Γι' αυτό ο άγιος Μάξιμος καταδικάζει με αυστηρότητα τη νεοπλατωνικ ὴ απορρο ὴ (III, 28. IV, 6).
Η «απάθεια», που επαινείται από τον άγιο Μάξιμο σαν ελευθερία από τα πάθη που κάνουν τον άνθρωπο σκλάβο τους, είναι, περισσότερο απ' ότι στο βουδισμό, όχι αδιαφορία για τον κόσμο, αλλά απεριόριστη και οικουμενική αγάπη, ακριβώς γιατί δεν εμποδίζεται πια από κανένα εγωισμό. Η χριστιανική απάθεια εκπληρώνει, με το νόημα αυτό, τις πιο υψηλές διαισθήσεις και αναζητήσεις της ψυχής της Ασίας.
Αν το λεξιλόγιο είναι ευαγριακό, η βασική σύλληψη είναι αντι-ευαγριακή. Δίνεται αδιάκοπα η βεβαίωση ότι όλα τα δημιουργήματα, πνευματικά και σωματικά, είναι καλά και μόνο η κατάχρησή τους είναι κακή. Συχνά, ακόμα και η κυριότητα αγαθών και η γέννηση παιδιών περιλαμβάνονται στην περιοχή των καλών. Η αντίθεση ανάμεσα στην «εμπαθή» και στην «ψιλήν» έννοια των πραγμάτων δεν περιέχει αναγκαστικά την έξοδο από τα σύνορα της πραγματικότητας, όπως στον Ευάγριο, αλλ ὰ μόνο την κάθαρση της ψυχής απ ' όλες τις μορφές φθοράς.
Ταυτόχρονα, μαζί μ' αυτό εμφανίζεται και η ανάγκη να εξυψωθούν οι άλογες δυνάμεις της ψυχής (επιθυμητικό και θυμικό) και να χρησιμοποιηθούν θετικά για την αύξηση της αγάπης του Θεού (III, 71) (5).
Κατά συνέπειαν, ο άγιος Μάξιμος, καταδικάζοντας όλα τα πάθη, επαινεί το πάθος της αγάπης του Θεού (III, 67, 71) και επομένως και το πάθος της καθαρής αγάπης των ανθρώπων (6).
Υποσημειώσεις
(1) Μ. Viller, «Aux sources de la spiritualité de Saint Maxime», dans Revue d'ascétique et de mystique (1930), σ. 136 -184, 239 - 268, 331 - 336.
(2) I. Hausherr, «Ignorance infinie», dans Orientalia Christiana Periodica, 1936, σ. 357 κ.e.
(3) Η. U. von Balthasar, «Die ‘ Gnostischen Centurien ’ des Maximus Confessor», Freiburg Br., 1941, σελ. 1, σημ. 3.
(4) PG 90, 964 Α.
(5) Η. U. von Balthasar, Kosmische Liturgie, σ. 408 -410.
(6) PG 90, 1037. |
|