|
Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς, Μητροπολίτης Πενταπόλεως
Τόμοι Α΄& Β΄
Σεβ. Μητροπολίτου Σουηδίας & Σκανδιναυΐας κ. Κλεόπα
Το δίτομο αυτό έργο του Σεβ. Μητροπολίτου Σουηδίας & Σκανδιναυΐας κ. Κλεόπα για τον βίο του Αγίου Νεκταρίου αποτελεί επισφράγισμα της αγάπης και του οφειλομένου σεβασμού του συγγραφέως προς τον αοίδιμο ιεράρχη, αλλά και μία εμβριθή μελέτη, μία πραγματική «εγκυκλοπαίδεια», στην οποία παρουσιάζονται άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές του βίου του Αγίου, η πολυδιάστατη διακονία του και η ακλόνητη πίστη του, ακόμη και κατά τις διώξεις τις οποίες υπέστη. Ο «Άγιος του 20ου αιώνα» με τον κατά Χριστόν βίο του κατέστη διαχρονικό πρότυπο ευσεβείας, αγιότητας και φιλανθρωπίας.
|
|
Ελληνική έκδοση
Α΄ Τόμ. Σχ. 17x24, σελ. 576, Τιμ. 15€
Β΄ Τόμ. Σχ. 17x24, Σελ. 544 Τιμ. 15€ |
Αγγλική έκδοση
Α΄ Τόμ. Σχ. 17x24, Σελ. 560, Τιμ. 15€
Β΄ Τόμ. Σχ. 17x24, Σελ. 688, Τιμ. 15€ |
|
|
|
Η ορθόδοξη αξιοποίηση των Αρεοπαγιτικών έργων
εναντίον των σχολαστικών θεολογικών συγχύσεων
Β. Ι. Φειδά
Η ορθόδοξη αντιμετώπιση των προφανώς εσφαλμένων και σαφώς απαράδεκτων σχολαστικών καινοτομιών της Εκκλησίας της Δύσεως επανέφερε, όπως θα δούμε, στο προσκήνιο τα Αρεοπαγιτικά έργα κατά την περίοδο των ησυχαστικών ερίδων του ΙΔ αιώνα, με κορυφαίους, όπως είδαμε, πολεμίους των απαραδέκτων αυτών καινοτομιών τόσο τον έγκριτο θεολόγο Νικόλαο Καβάσιλα, με το σπουδαίο πράγματι έργο του «Ερμηνεία της θείας Λειτουργίας» (PG 150, 428-441), όσο και τον διαπρεπή ησυχαστή Οικουμενικό πατριάρχη Κάλλιστο Α΄ (1350-53, 1354-63) με τη σημαντική «Παραίνεσίν» του προς τον αρχιεπίσκοπο Τυρνόβου για την αποδοχή του αγίου Μύρου από το Οικουμενικό πατριαρχείο, ήτοι «κατά την νενομισμένην της Εκκλησίας παράδοσιν, τω τελουμένω εν τη αγιωτάτη του Θεού Μεγάλη Εκκλησία, καθώς τούτο διασαφεί και παραδίδωσιν ο τοιούτος μέγας Διονύσιος γίνεσθαι…» (Miklosich - M ü ller , Acta et Diplomata , Ι, 440-441). Υπό το πνεύμα αυτό, ο διαπρεπής θεολόγος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Συμεών (1417-1425) αξιοποίησε επίσης και κατά κόρον τα Αρεοπαγιτικά έργα τόσο στον «Διάλογον κατά αιρέσεων» (PG 155, 101 κεξ.), όσο και στις σπουδαίες μυσταγωγικές λειτουργικές και τελετουργικές πραγματείες του ( PG 150, 237-252).
Είναι λοιπόν ευνόητον, ότι μετά την απόσχιση της προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προέκυψε ένας αναπόφευκτος οξύτατος ομολογιακός ανταγωνισμός, στον οποίο οι προτεστάντες θεολόγοι αμφισβήτησαν ευλόγως τη γνησιότητα και της «αποστολικής ψευδωνυμίας» των ήδη ιεροποιημένων Αρεοπαγιτικών έργων σε όλες σχεδόν τις λειτουργικές, τις πνευματικές, τις μυστικές, τις μυστικιστικές, τις ασκητικές, τις θεολογικές, τις μυσταγωγικές και τις τελετουργικές τάσεις της σχολαστικής θεολογίας και πνευματικότητας της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Υπό το πνεύμα λοιπόν αυτό, οι μεγάλοι ρωμαιοκαθολικοί κυρίως θεολόγοι, πατρολόγοι, φιλόλογοι και ιστορικοί των μεγάλων κυρίως και ακμαίων μοναστικών ταγμάτων ( Βενεδικτίνων, Φραγκισκανών, Δομινικανών, Ιησουϊτών κ. α.) αναζήτησαν ευλόγως να αποκαλύψουν, με συστηματική μάλιστα έρευνα, τον κρυπτόμενον υπό την «αποστολική ψευδωνυμία» του Διονυσίου του αρεοπαγίτη ανώνυμο συντάκτη των σπουδαίων και πολύτιμων πλέον Αρεοπαγιτικών έργων, χωρίς όμως να έχουν, όπως είδαμε, τα αναγκαία η επιθυμητά αποτελέσματα.
Προφανώς, η μακραίωνη αυτή σημαντική επιστημονική έρευνα επικεντρώθηκε κυρίως και ακρίτως στο θεολογικό περιεχόμενο, τη φιλοσοφική ορολογία, τη μυστική ή μυσταγωγική πνευματικότητα και τη σχολαστική χριστοκεντρική τυπολογία της μυστηριακής ζωής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Υπό το πνεύμα αυτό, η εντυπωσιακή και πολύ σημαντική αυτή μακραίωνη επιστημονική έρευνα απέτυχε, όπως είδαμε, να εξιχνιάση τον πραγματικό συγγραφέα των αποδιδομένων στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη «Αρεοπαγιτικών έργων». Άλλωστε, η μακραίωνη αυτή επιστημονική έρευνα αγνόησε ακρίτως ή αφελώς τις ιστορικές πηγές τόσο για τους εξέχοντες θεολόγους της Ανατολής της συγκεκριμένης εποχής, όσο και για τα σχετικά σημαντικά εκκλησιαστικά γεγονότα της «αντιχαλκηδονικής περιόδου» (451-482).
Προφανώς, οι αξιόπιστες αυτές ιστορικές μαρτυρίες ήσαν απαραίτητες, αφού θα αποκάλυπταν ευκόλως, όπως είδαμε, όχι μόνο τον «κρυπτόμενον» ανώνυμο συντάκτη των Αρεοπαγιτικών έργων, αλλά και το εντυπωσιακό θεολογικό βάθος των Αρεοπαγιτικών έργων τόσο για την ποιότητα, όσο και για την αναφορά όλων των τελουμένων και των βιουμένων στο επίγειο και στο ουράνιο θυσιαστήριο, στο οποίο θύτης, θύμα, και θυσιαστήριο είναι, όπως είδαμε, ο ίδιος ο Χριστός. Πράγματι, το θεολογικό, μυσταγωγικό, τελετουργικό και αναγωγικό αυτό βάθος των Αρεοπαγιτικών έργων είχε ήδη ατονήση ή και απαξιωθή στη σχολαστική θεολογία της Δύσεως, γι’ αυτό η έρευνα δεν ήταν πλέον εύκολη και για τους διαπρεπείς σχολαστικούς θεολόγους, πατρολόγους, φιλολόγους και ιστορικούς της Δύσεως. Άλλωστε, δεν είχαν πλέον και οι ίδιοι τις αναγκαίες θεολογικές προϋποθέσεις όχι μόνο για να αξιοποιήσουν το βάθος αυτό στην επιστημονική τους έρευνα, αλλά και για να το εντάξουν στην αποκομμένη πλέον από την κοινή πατερική παράδοση της περιόδου των Οικουμενικών συνόδων σχολαστική θεολογία, γι’ αυτό κινήθηκαν στο πλαίσιο υποκειμενικών διαλεκτικών συλλογισμών η και αβασίμων πλασματικών θεολογικών υποθέσεων.
|
|