|
Μετά από τιμητική και φιλάδελφο πρόσκληση του Σεβ. Μητροπολίτου Αυστρίας κ. Αρσενίου επισκέφθηκε την Ιερά Μητρόπολη Αυστρίας ο Πανιερ. Μητροπολίτης Φαναρίου κ. Αγαθάγγελος, Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, για να συμμετάσχει στο τριήμερο εκδηλώσεων της Ιεράς Μητροπόλεως Αυστρίας για την επέτειο 100 χρόνων από της Μικρασιατικής Καταστροφής και με την ευκαιρία αυτή να μιλήσει στην ιερατική σύναξη των κληρικών της Αυστρίας και Ουγγαρίας.
Το βράδυ της Παρασκευής τελέσθηκε ιερά αγρυπνία στον Καθεδρικό Ναό Αγίας Τριάδος Βιέννης, προεξάρχοντος του Θεοφ. Επισκόπου Απαμείας κ. Παϊσίου, και έψαλε με κατάνυξη ο βυζαντινός χορός της Μητροπόλεως. Το πρωί του Σαββάτου τελέσθηκε Θεία Λειτουργία και μετά ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Φαναρίου εισηγήθηκε το θέμα «Ο επανευαγγελισμός του πληρώματος της Εκκλησίας: σκέψεις και προοπτικές». Ακολούθησε γόνιμη και εποικοδομητική συζήτηση για τα ποιμαντικά και κατηχητικά θέματα που απασχολούν τον Ελληνισμό της Διασποράς, το εν γένει ορθόδοξο ποίμνιο και τους Κατηχουμένους. Το έργο των ιερέων είναι πολύπλευρο και πολυποίκιλο. Καθημερινά τελείται η Θεία Λειτουργία, ποιμαντικές δραστηριότητες για όλες τις ηλικίες, σχολή βυζαντινής μουσικής, χορωδία, πολιτιστικές δράσεις, διακονία στα νοσοκομεία, ομάδες μετάφρασης λειτουργικών και κατηχητικών κειμένων, αναστηλώσεις ναών, νέες ενορίες, νέοι κληρικοί. Θαυμαστή η προσέλευση των Χριστιανών και ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, που το βράδυ του Σαββάτου διοργάνωσαν με μεγάλη επιτυχία επετειακή εκδήλωση για τις αλησμόνητες Πατρίδες της Ιωνίας και της Μικρασιατικής Γης.
|
|
Παραθέτουμε στη συνέχεια την εισήγηση του Πανιερωτάτου:
«Σεβασμιώτατε ἅγιε Αὐστρίας, Θεοφιλέστατε ἅγιε Ἀπαμείας, σεβαστοί μου Πατέρες καιί Αδελφοί,
Μοῦ χαρίσατε σήμερα μιά εὐλογημένη εὐκαιρία, μιά πολύτιμη βιωματική ἐμπειρία, προσφέροντάς μου τήν δυνατότητα διά τῆς εὐγενοῦς, τιμητικῆς καί φιλαδέλφου προσκλήσεώς σας, νά χαρῶ αὔριο μαζί σας τήν χαρά τῆς λειτουργικῆς συνάξεως, προοίμιο τῆς ὁποίας εἶναι καί ἡ παροῦσα ἱερατική σύναξη τῶν ἀδελφῶν καί ἠγαπημένων κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς σας. Γιά τόν λόγο αὐτό εἶμαι ἐν εὐχαριστία πολλῇ εὐγνώμων στήν ἀγάπη σας. Μοῦ δίδετε σήμερα τήν δυνατότητα νά εἶμαι πλησίον σας, νά σᾶς γνωρίσω, νά ἴδω τά τίμια πρόσωπά σας, νά μοιρασθῶ μαζί σας ἀγωνίες καί προβληματισμούς, ἐλπίδες καί προσδοκίες. Αὐτό τό μοίρασμα δέν εἶναι ἁπλῶς εὐθύνη. Εἶναι συνευθύνη. Εἶναι μαθητεία. Εἷναι ἄσκηση στήν ἀγάπη. Εἶναι διδαχή. Εἶναι συμμετοχή στόν ἰδικό σας ἀγώνα στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστρίας μέ τήν πλούσια ἱστορία καί συμβολή στά ἱερά, τά ὅσια, τήν ἱστορία τοῦ Γένους καί τῆς Εὐρώπης.
Ἡ ποιμαντική σας ἐγρήγορση, ἡ προφητική σας ἀνησυχία, Σεβασμιώτατε, ἀνέθεσε στήν ταπεινότητά μου νά εἰσηγηθῶ στούς τίμιους συνεργάτες σας ἕνα θέμα ζωντανό καί ἐπίκαιρο, ὑπό τόν τίτλο: «Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας σκέψεις & προοπτικές». Ἕνα θέμα τό ὁποῖο δέν ἐξαντλεῖται ποτέ, ἀφοῦ εἶναι μία διαρκής μεταμορφωτική καί σταυροαναστάσιμη πορεία πρός τά ἔσχατα μέχρι τά τέλη τῆς ζωῆς μας πού ὡς ποιμένες θά κλείσουμε τά μάτια μας καί θά πορευθοῦμε τήν ὁδό πρός τόν οὐρανό.
Ὅσα λεχθοῦν, χωρίς καμία διάθεση πρωτοτυπίας ἤ σοφίας, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία ὑπόμνηση ὅλων ὅσων ἐκείνων ἐσεῖς, πατέρες μου, βιώνετε καί ζεῖτε ἐμπειρικά μέσα στήν Ἐκκλησία. Διά τοῦτο, παρακαλῶ, νά θεωρήσετε τά λεγόμενα ὡς ἐξομολόγηση καρδίας ἀδελφοῦ πρός ἀδελφούς.
Ἡ διασπορά δέν εἶναι μόνο ἡ ὕπαρξη Ὀρθοδόξων μεταναστῶν σέ μή Ὀρθόδοξες χῶρες ἀλλά καί ἡ ἱεραποστολική παρουσία της σέ αὐτές τίς χῶρες1. Ὁ ὅρος «διασπορά» ἀπό μία βιβλική προσέγγιση προέρχεται ἀπό τήν διασπορά τῶν Ἑβραίων μετά τήν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία ἤ τῶν Ἐβραιοχριστιανῶν οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν ἐκτός Παλαιστίνης. Κοινωνιολογικά ἀναφέρεται στό γεγονός ὅτι ὁμάδα μιᾶς ἐθνικότητας ἐγκαθίσταται δηλώνοντας τήν ταυτότητά της σέ τόπο ἐκτός τοῦ παραδοσιακοῦ της περιβάλλοντος2. Ὅμως ἡ εὐρέως ἀποδεκτή ἔννοια τῆς λεγόμενης Ὀρθόδοξης Διασπορᾶς δέν συνδέεται κανονικά μέ τήν ἐθνικότητα. Ὁρίζεται ὡς κοινότητα τῶν Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν πού ζοῦν ἐκτός τῶν ἐδαφῶν τῶν ἐθνοτοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Στή Διασπορά, πρέπει νά ἐπικρατεῖ ἡ συνείδηση ὅτι ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀποτελοῦν μία ὑπερεθνική Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθοδοξία ἐκ φύσεως εἶναι ἔννοια ὑπερεθνική καί αὐτή ἡ ἀλήθεια πρέπει νά ἐφαρμοσθεῖ σέ ἐνοριακό ἐπίπεδο καί νά ἐκφρασθεῖ μέσα ἀπό τό ποιμαντικό ἔργο τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀποτελεῖ τήν λυδία λίθο, ὥστε μέ τήν καθοδήγηση καί ἐποπτεία τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας νά φανερώνεται ἑνωμένη καί καρποφόρα ἡ ὀρθόδοξη μαρτυρία. Δέν εἶναι ἐκκλησιολογικά ὀρθό νά ἀναιρεῖται ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων σέ μία τοπική Ἐκκλησία μέ κριτήριο τήν ἐθνικότητα τῶν πιστῶν. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἔντονη πολυαρχία δικαιοδοσιῶν καί τήν διάσπαση. Οἱ περισσότερες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, σέ ἀντίθεση μέ τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιζητοῦν σχεδόν μία παγκόσμια δικαιοδοσία στήν Διασπορά καί τή θεωροῦν οὐδέτερο ἔδαφος3. Κατανοῶ, συνεπῶς, τίς διαστάσεις τῆς παρουσίας καί τοῦ ἔργου σας πού ἔχουν σκοπό, σύν τοῖς ἄλλοις, νά ἀναπτύξουν μιά ἑνωμένη πανορθόδοξη παρουσία καί διακονία πού νά ἐξυπηρετεῖ τίς πνευματικές ποιμαντικές ἀνάγκες ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ὅπως εἶναι σαφές, ἀπό τήν ἄποψη κανονικοῦ δικαίου, καί ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔχει τήν εὐθύνη καί τόν πρωταρχικό ρόλο νά συντονίσει μέ εὐαισθησία καί λεπτότητα αὐτή τήν ποιμαντική διακονία τῆς περιφρούρησης τῆς ὀρθόδοξης πίστης στήν Διασπορά4.
Δυστυχῶς, ἡ διολίσθηση τοῦ εὐαγγελισμοῦ σέ προσηλυτισμό καί ἡ καταπάτηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας δέν λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν. Σημασία ἔχει μία ἀχανής terra missionis: οἱ ἀναρίθμητοι κάτοικοι τῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖοι, στό πλαίσιο τῶν πολλαπλῶν ἐλευθέρων ἐπιλογῶν τους, ἐν ἀγνοίᾳ ἤ ἐν ἐπιγνώσει, ἀπορρίπτουν τόν Χριστό ἤ προσαρμόζουν στό δικό τους μέτρο τήν διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου. Τό γεγονός αὐτό δέν ξέρω ἄν ἀνησυχεῖ τίς ἱστορικές Ἐκκλησίες τῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖες δηλώνουν τήν ἀνάγκη τῆς ἐκ νέου μαρτυρίας τοῦ Εὐαγγελίου. Τόν 21ο αἰώνα καί πάλι ἀπό τήν αρχή, ὅπως τόν 1ο αἰώνα καί τούς ἑπόμενους δέκα πού ἀκολούθησαν γιά τόν πλήρη ἐκχριστιανισμό τῆς Ευρώπης. Τό ζητούμενο εἶναι ἡ σπορά τοῦ λόγου καί ἡ καλλιέργεια ἑνός πολυσύνθετου χωραφιοῦ, πού χρειάζεται πρωτίστως νά ἀκούσει ἕναν λόγο πού νά ἔχει λίγο ἴσκιο.
Πολύς θόρυβος καί ταραχή ἔγινε καί γίνεται μέ ἀφορμή τήν πανδημία. Δέν γνωρίζω πόσοι σκέπτονται τό αὔριο, τό ἐγγύς μέλλον, τό ὅτι εἴμαστε στή φάση τοῦ προλογικοῦ ἐπιπέδου μιᾶς νέας τάξης πραγμάτων, μιᾶς νέας πραγματικότητας. Πολλά γράφονται, περισσότερα λέγονται, διάφορα διακηρύσσονται, δυστυχῶς, μέ τό χρῶμα τῆς κοινωνικῆς, ἀκόμη καί τῆς θρησκευτικῆς καυχησιολογίας. Παρ’ ὅλα αὐτά τό μυστήριο τῆς ἀνομίας5 ἤδη ἐνεργεῖται στόν κόσμο καί ἡ Ἐκκλησία δέν παύει νά πορεύεται πρός τά ἔσχατα.
Σεβασμιώτατε,
Ὁ ὅρος «ἐπανευαγγελισμός», πού πολύ σοφά μοῦ προτείνατε γιά τήν ταπεινή εἰσήγησή μου, νοιώθω ὅτι εἶναι ἕνα ἀγκάθι γιά τήν χριστιανική συνείδηση πού προκαλεῖ τήν αὐτοσυνειδησία μας καί τήν αὐτοκριτική μας. Ἐπανευαγγελιζόμαστε τό Εὐαγγέλιο πού ξεχάσαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τό διαφυλλάτει ἐπάνω στήν ἁγία Τράπεζα καί τό λιτανεύει γιά ἀσπασμό καταμεσίς τοῦ κυριακάτικου ὄρθρου, γιά νά ἀναγγείλει τήν ζωή ἐκ Τάφου; Ἐπανευαγγιζόμαστε κάτι ἤ Κάποιον πού λησμονήσαμε; Καί τί εἶναι αὐτό πού ἀφήσαμε; Τί ἀπωλέσαμε; Τί χάσαμε; Τί χάθηκε; Ἔρχεται στό νοῦ μου ἡ φράση τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀδιαφορία μας γιά τόν Ἀναστημένο Χριστό.
Στήν ἐποχή μας τίθεται καί πάλι μέσα ἀπό νέες προκλήσεις, πού δοκιμάζουν τήν αὐθεντικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, τό ζήτημα τῆς σχέσης Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση. Ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος περιορίζει τήν θρησκεία σ’ ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς του, ἀνεξάρτητο ἤ χαλαρά συνδεδεμένο μέ τά ὑπόλοιπα. Γι’ αὐτόν ὁ ὁρατός κόσμος ἀποτελεῖ τό φυσικό πεδίο τῆς ζωῆς καί ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ τό μέσο τῆς ἐπικοινωνίας μέ τό ὑπερφυσικό. Στήν ἐκκοσμικευμένη κοινωνία ὁ τρόπος ζωῆς μπορεῖ μέν νά περιλαμβάνει τήν θρησκεία, ἡ φιλοσοφία τῆς ζωῆς ὅμως τήν ἀποκλείει. Ἡ ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψη τοῦ κόσμου ἔχει ταυτισθεῖ, κατά κάποιον τρόπο, μέ τόν σύγχρονο τρόπο ζωῆς. Στήν ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων ὁ κόσμος δέν ἀποτελεῖ μυστήριο, δέν ἀποτελεῖ μία θεοφάνεια, ἕνα μέσο ἀποκάλυψης τῆς παρουσίας καί τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα ἀποτελεῖ τό πεδίο δράσης τῶν ἀνθρώπων καί γι’ αὐτό διέπεται ἀπό δικούς του νόμους καί ἀρχές.
Τό θέμα εἶναι οὐσιαστικό, θεολογικά μεγάλο καί θά μᾶς ἀπασχολήσει στό ἄμεσο μέλλον, στήν ἐσχατολογική μας πορεία, καθότι ἡ πίστη στήν αἰώνια ζωή δέν εἶναι μιά ἰδεολογική βεβαιότητα. Δέν κατοχυρώνεται μέ ἐπιχειρήματα. Εἶναι μιά κίνηση ἐμπιστοσύνης, ἐναπόθεσης τῶν ἐλπίδων καί τῆς δίψας μας γιά ζωή στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι πού μᾶς χαρίζει ἐδῶ καί τώρα τόσον πλοῦτο ζωῆς, παρά τίς δικές μας ψυχοσωματικές ἀντιστάσεις στήν πραγματοποίηση τῆς ζωῆς (τῆς ὄντως ζωῆς πού εἶναι ἀγαπητική αὐθυπέρβαση καί κοινωνία). Αὐτός εἶναι πού μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ καί τό πλήρωμα τῆς ζωῆς, τήν ἄμεση υἱοθεσία, τήν πρόσωπο μέ πρόσωπο σχέση μαζί Του, ὅταν σβήσουν στό χῶμα καί οἱ ἔσχατες ἀντιστάσεις τῆς ἀνταρσίας μας6.
Τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀπευθύνεται σέ πολλαπλούς ἀποδέκτες. Σ’ ἐκείνους πού δέν ἔχουν ἐμβαθύνει ποτέ γιά τό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τό κοσμοσωτήριο ἔργο Του. Καί σ’ ἐκείνους πού ἔχουν ἄμεσες ἤ ἔμμεσες χριστιανικές καταβολές καί εἶναι βαπτισμένοι. Εἶναι ὅμως ἀδιάφοροι, χλιαροί ἤ ἀκολουθοῦν τήν πίστη μέ τήν λογική τοῦ ἐθίμου. Πολλοί γίνονται ἐπικριτές τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλοι ἀποδεικνύονται πολέμιοι. Ἄλλοι, ὡς ἀσθενεῖς, δέν μποροῦν νά ἀντιληφθοῦν τήν καθολικότητα τῆς ἀλήθειάς της. Καί κάποιοι, ἔχοντες μία νομική σχέση μέ τόν Θεό, προβάλλουν τον διαχωρισμό «ἐμεῖς καί οἱ ἄλλοι». Αὐτό τό γεγονός ὁδηγεῖ στήν ἀπορία: ὄντως πρόκειται γιά λαό τοῦ Θεοῦ ἤ γιά ἕνα πετρῶδες χωράφι μέ σπόρους πού ἔχουν νεκρωθεῖ;
Κατανοοῦμε μέ πόνο ὅτι τό χρέος μας εἶναι ὁ εὐαγγελισμός καί τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν. Καί ἡ πρόσληψη αὐτοῦ τοῦ ἱεραποστολικοῦ χρέους συνδέεται μέ τήν προσευχή, τά δάκρυα, τήν ἐλπίδα. Τήν ἐλπίδα ὅτι σέ κάθε ἱεραποστολική στιγμή, σέ κάθε ποιμαντική παρουσία, σέ κάθε μαρτυρία, σέ κάθε λόγο ἤ ἀπολογία μας, εἶναι παρών ὁ Παράκλητος.
Πολλά ἀπ' ὅσα γίνονται στήν ἐκκλησιαστική καί κατηχητική πράξη δείχνουν ὅτι ποιμένες καί ποιμαινόμενοι ἔχουμε, ἴσως, ὑποστεῖ τήν ἐπίδραση μιᾶς ἄλλης μή εὐχαριστιακῆς θεολογίας, ἡ ὁποία δέν μᾶς βοηθᾶ νά ζήσουμε τήν εὐχαριστιακή ἐμπειρία τῶν Ἁγίων καί νά κατανοήσουμε ὀρθά τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Διότι, ὅταν ἡ Ἐκκλησία γράφει τό Εὐαγγέλιο καί διατυπώνει τό δόγμα ἐκφράζει τό πλήρωμα τῆς νέας ζωῆς πού κρύβεται μέσα της. Γι' αὐτό οὔτε τό Εὐαγγέλιο κατανοεῖται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, οὔτε τό δόγμα ἔξω ἀπό τήν λατρεία. Αὐτή ἡ ἐσωτερική ἑνότητα τῆς Ζωῆς καί τῆς Ἀλήθειας εἶναι ἡ δύναμη καί ὁ χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησίας.
Προσδοκῶ, αὐτή τήν περίοδο τῆς δοκιμασίας, πού ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά ζήσουμε, νά βροῦμε τήν εὐλογημένη εὐκαιρία καί τήν δυνατότητα νά μιλήσουμε καί πάλι στόν λαό μας, στούς Χριστιανούς μας, ὡς μία ἀγαπητική πράξη ποιμαντικῆς καί κατήχησης, οἰκοδομῆς καί καταλλαγῆς, γιά τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Νά ἐπανασυνδέσουμε τήν Θεολογία μέ τήν Εὐχαριστία, διότι αὐτό ἀποτελεῖ τήν ἐγγύηση μιᾶς γνήσιας ἐκκλησιαστικῆς βιοτῆς.
Ἡ λειτουργική μας ἔκφραση καί κατάσταση σήμερα, φαίνεται νά πάσχει ἀπό μιά βαθειά κρίση. Ὄχι ἡ λατρεία καθ' ἑαυτή, διότι ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, στό βάθος της, παρέμεινε αὐτό πού ἦταν πάντα ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο κατανοοῦμε τήν λατρεία καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ κόσμος τήν χρησιμοποιεῖ ἔχει, ὁμολογουμένως, ἀλλάξει βαθειά. Μεταξύ τοῦ σκοποῦ τῆς λατρείας καί τῆς κατανόησής της ὑπάρχει σήμερα μιά διαφορά, ἕνα χάσμα7.
Θά πρέπει νά ἀναρωτηθοῦμε, ἐάν μέσα στόν σύγχρονο πολιτισμό καί στόν πλαστό ὀρθολογισμό τοῦ κόσμου, οἱ Χριστιανοί βιώνουν τήν Εὐχαριστία ὡς σύναξη τῆς ἐν Χριστῷ οἰκογένειάς τους, ὡς μετοχή στόν θάνατο καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, «προσκατεροῦντες τῇ διδαχῇ καί τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς»8 . Ἐάν τό κήρυγμα καί ἡ κατήχηση προσφέρουν μιά ἀληθινά ἐκκλησιολογική καί εὐχαριστιακή κατεύθυνση ἤ μήπως χαρακτηρίζονται ἀπό ἕναν ἄγονο ἠθικισμό, ἕναν θρησκευτικό συναισθηματισμό καί ἀτομικισμό;
Ποιός ἐνθυμεῖται σήμερα, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος εἰσέρχεται στόν Ναό, ὅτι τό γεγονός αὐτό εἶναι ἕνα μέγα λειτουργικό γεγονός, διότι εἰκονίζει τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, τόσο στήν Πρώτη ὅσο καί στήν Δευτέρα Παρουσία Του9;
Ἕνα ἀποτέλεσμα τῆς ἀντιλήψεως μιᾶς μή εὐχαριστιακῆς θεολογίας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ μιά σειρά ἀπό ἀλλαγές μέ ἀρνητικές συνέπειες γιά τήν λειτουργική ἐξέλιξη καί τήν πνευματικότητα, εἶναι τό φαινόμενο τῆς ἐξατομίκευσης τῆς Θείας Λειτουργίας, τό γεγονός δηλαδή, ὅτι ἡ ἐμπειρία τῆς λατρείας ἔχει παύσει νά εἶναι μιά ἀπό κοινοῦ λειτουργική πράξη. Εἶναι τουλάχιστον στήν συνείδηση ἀρκετῶν, μιά συνάθροιση ἀτόμων πού ἔρχονται στήν Ἐκκλησία, παρίστανται στήν λατρεία μέ σκοπό νά ἱκανοποιήσουν μεμονωμένα τίς ἀτομικές τους θρησκευτικές ἀνάγκες καί ὄχι γιά νά συστήσουν καί νά ἀποτελέσουν τήν Ἐκκλησία10.
Πόσοι λοιπόν ἀπό τούς Χριστιανούς μας γνωρίζουν καί ἔχουν συνειδητοποιήσει τί συμβαίνει ΠΡΙΝ τήν ὥρα τῆς Εὐχαριστίας, κατά τήν ΣΤΙΓΜΗ τῆς Εὐχαριστίας καί ΜΕΤΑ τήν Εὐχαριστία; Ποιά πραγματικότητα φανερώνεται καί δίδεται σέ μᾶς ἀπό αὐτό τό μυστήριο τῶν μυστηρίων;
Πρίν τήν Θεία Εὐχαριστία ὁ Χριστιανός καλεῖται νά συνδιαλλαγεῖ μέ τόν ἀδελφό του. Νά τόν συγχωρέσει. Ἡ συγχώρεση καί τό ἔλεος, ἡ ἐπιείκια καί τό «βαστάζειν τά βάρη τοῦ ἄλλου» ἑλκύουν πρός τόν ἄνθρωπο τήν χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τοῦ χαρίζουν μιά καρδιακή εὐρυχωρία. Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές εἶναι σαφέστατες ὡς πρός τήν διάθεση τῆς ἀγάπης, ὅταν προσφέρουμε τά δῶρα μας στόν Θεό καί θέτουν τρεῖς προϋποθέσεις:
Μή τις δολίως,
Μή τις ἐν ὑποκρίσει,
Μή τις κατά τινος ἔχειν τι.
Αὐτές οἱ παιδαγωγικές κανονιστικές προϋποθέσεις καλλιεργοῦν στόν ἄνθρωπο τό αἴσθημα ὅτι ἀνήκει στήν κοινότητα, τήν κοινότητα τῶν προσώπων πού προσκαρτεροῦν να ζήσουν μαζί τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Διότι, πρῶτα γίνεσαι μέλος τῆς κοινότητας καί μετά πιστεύεις. Διότι σέ κάθε Θεία Λειτουργία, καί αὐτό δέν εἶναι διόλου τυχαῖο, πρῶτα ὁμολογοῦμε μέ τόν ἀσπασμό τήν ἐν ἀγάπῃ ὁμόνοιά μας καί μετά ἀπαγγέλομε τό Σύμβολον τῆς πίστεως. Ὁ κάθε ποιμένας καλεῖται νά εἶναι συναλιζόμενος μέ τό ποίμνιό του, ὅπως ὁ Χριστός μέ τούς Μαθητές Του, μετά τήν Ἀνάσταση, πού ἔτρωγαν μαζί ψωμί κι ἁλάτι. «Μπουκιά καί συχώριο», πού λέγει και ὁ λαός μας. Αὐτό εἶναι ἀγάπη, αὐτό εἶναι σχέση, αὐτό εἶναι κοινωνία.
Καί ὁ προβληματισμός μας ἐπεκτείνεται: Τί σημαίνει ὁ λόγος τοῦ λειτουργοῦ ἱερέως «Πρόσχωμεν! Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις»11; Μέ ποιά διάθεση προσέρχεται ὁ καθένας νά μεταλάβει ἀπό τό Ποτήριο τῆς ζωῆς, ὅταν εἶναι ἀπόλυτα ξεκάθαρη ἡ μόνη καί ἀληθινή προτροπή «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης»; Αὐτά, ἄς τά διαφυλάξουμε στή μνήμη της καρδίας μας.
Οἱ Πατέρες καθορίζουν ἕνα ἀπό τά σπουδαῖα περιεχόμενα καί ὅπλα τοῦ εὐαγγελισμοῦ καί τῆς ποιμαντικῆς μας τέχνης: τόν λόγο καί τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Ὁ ἱερεύς κατηχεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας, διδάσκει τό ποίμνιό του, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη καί τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου, νοιάζεται γιά τήν κατά Θεόν προκοπή του, μέ ἀπώτερο σκοπό νά τό βοηθήσει νά ζεῖ ὡς μέλος τῆς ἀληθινῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμα νά τό διδάξει νά ἀποκτήσει τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, τόση ἀγάπη, ὥστε νά θυσιάσει ἀκόμα καί τή ζωή του γι’ Αὐτόν. Τό ὡς ἄνω θεραπευτικό ἔργο τοῦ ἱερέως λειτουργεῖ καί ἀποδίδει μέ τά μυστήρια καί τήν ποικίλη ποιμαντική διακονία. Καί ὅλο αὐτό διασφαλίζεται μέ τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερεύς διαχειρίζεται καί γίνεται ἐπιστάτης τῆς περιουσίας τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ ποιμαντική τοῦ ἱερέως πρέπει νά ποικίλλει, ἀφοῦ οἱ ἀνάγκες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ναί μέν πρωτίστως πνευματικές, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή συνιστᾶ ψυχοσωματική ὁλότητα, ἡ ποιμαντική καθοδηγεῖ, παρηγορεῖ, ἐνισχύει, φροντίζει, ἀναπαύει, ἐλεεῖ τόν πιστό ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες του. Ἡ διδασκαλία διά τοῦ λόγου, ἀναφέρει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι ἕνας τρόπος θεραπείας γιά τήν ἀσθενοῦσα ψυχή. «Ἐνταῦθα δέ οὐδέν τούτων ἐπινοῆσαι ἐστιν. Ἀλλά μία τις μετά τά ἔργα δέδοται μηχανή καί θεραπεία ὁδός, ἡ διά τοῦ λόγου διδασκαλία»12. Ὅταν ἀσθενεῖ καί πέφτει ἡ ψυχή, μέ τή διδασκαλία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νά τή σηκώσουμε. Νά μπορέσει ξανά νά βρεῖ τίς χαμένες της ἐλπίδες καί τή χαμένη προοπτική της. Καί εἶναι ἀπαραίτητο πρῶτα νά τονίσουμε, ὅτι αὐτός ὁ λόγος πού θά προφέρει ὁ ἱερεύς θά εἶναι ξεχείλισμα ἀπό τή δική του καρδιά καί ἐμπειρία. «Διό πολλήν χρή ποιεῖσθαι τήν σπουδήν, ὥστε τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ ἐν ἡμῖν ἐνοικεῖν πλουσίως»13. Διδάσκει πρῶτα μέ τό δικό του παράδειγμα, καί τό δικό του παράδειγμα μπορεῖ νά κάνει καί θαύματα, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἀλλά παρ’ ὅλα ταῦτα, καί ὁ Παῦλος δέν ἀρκέσθηκε σ’ αὐτά, ἀλλά, διέπρεψε καί στό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, στή διάδοσή του, στόν παιδαγωγικό ἔλεγχο τῶν πιστῶν, στή στήριξη, στήν παρηγοριά τους.
Μάλιστα ὁ ἱερός Χρυσόστομος, γιά νά αἰσθητοποιήσει τήν ἀποστολική διακονία τοῦ λόγου, χρησιμοποιεῖ κυρίως τίς εἰκόνες τοῦ ἰατροῦ καί τοῦ ἁλιέως. Μέ τήν εἰκόνα τοῦ ἰατροῦ τονίζεται ἡ βασική ἐπιδίωξη τῶν ἱερέων νά ὁδηγήσουν μέ τήν διακονία τους τούς ἀνθρώπους στήν σωτηρία. Μέ τήν εἰκόνα δέ τοῦ ἁλιέως ὑπογραμμίζεται ἡ ἀνύψωση στήν εὐαγγελική πολιτεία. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πού παρομοιάζεται μέ τό ἄγκιστρο διατρυπᾶ τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί στήν συνέχεια ἐμεῖς ἑλκύουμε τούς ἀνθρώπους ἔξω ἀπό τήν θαλάσσα τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. «Ἡμεῖς δέ εἰς τά ὕδατα ἐμβάλλομεν καί ζωογονοῦνται οἱ ἁλιευόμενοι».
Ὅταν ὑπάρχει ἀσθένεια, καί ὡς πρός τά δόγματα, ἐκεῖ χρειάζεται ἀκόμα περισσότερο ἡ διδασκαλία τοῦ λόγου. «Ὅταν δέ περί δόγματα νοσεῖ ἡ ψυχή τά νόθα, πολλή τοῦ λόγου ἐνταῦθα ἡ χρεία, οὐ πρός τῶν οἰκείων ἀσφάλεια μόνον ἀλλά καί πρός τούς ἔξωθεν πολέμους»14. Ἡ μάχη μέ τή διδασκαλία τοῦ λόγου δέν στερεώνει μόνο τούς πιστούς πού ἔχουν πάντα ἀνάγκη αὐτή τή διδασκαλία, ἀλλά ἀναιρεῖ τόν κίνδυνο οἱ πιστοί νά χάσουν τήν ἀληθινή ὁδό τῆς σωτηρίας. Γνωρίζουμε ὅτι, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, τό δόγμα εἶναι τό ἀσφαλές ὅριο ἀνάμεσα στήν ὑγεία καί στήν ἀσθένεια, τή ζωή καί τό θάνατο. Τό δόγμα, ὡς φάρμακο, εἶναι ἀπαραίτητο νά τό χαρακτηρίζει ἡ ἀκρίβεια, χωρίς ἀλλοίωση, γιατί διαφορετικά καθίσταται μή ἀποτελεσματικό καί ὁδηγεῖ στήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Καί γι’ αὐτό προτρέπει τούς ἱερεῖς ὁ Χρυσόστομος, ὡς ἄλλος Πέτρος: «ἕτοιμοι γίνεσθε πρός ἀπολογίαν παντί τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περί τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος»15. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι σήμερα ζοῦμε, ὑπολανθανόντως, σ' ἕνα κλῖμα, τό ὁποῖο καλλιεργεῖ ὄχι ὑπαρξιακά καί σωτηριολογικά, ἀλλά εὐσεβιστικά16 καί ἠθικά17 τήν ἔννοια τῆς λατρείας καί τοῦ δόγματος.
Αὐτή ὅμως ἡ διδασκαλία τοῦ λόγου εἶναι μιά ὁλόκληρη τέχνη. Εἶναι μιά τέχνη, τήν ὁποία πρέπει νά κατέχει ὁ ἱερεύς καί ὡς πρός τήν καλλιέργεια τῶν πιστῶν. Μιά τέχνη, πού πρέπει πάντα νά ἔχει ὡς σκοπό τήν πνευματική ὠφέλεια καί καταρτισμό τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. «Τό δέ τῆς ποιμαντικῆς κέρδος εἰς ἅπαντα διαβαίνει τόν λαόν»18 . Αὐτός πού φροντίζει γιά τήν προσωπική καί ἠθική του κατάρτιση ὠφελεῖ μόνο τόν ἑαυτό του. Ἡ κατάρτιση, ὅμως, τοῦ ποιμένα, ὡς ἀπόκτημα, προσφέρεται σέ ὅλο τόν λαό.
Μέσα ὅμως στήν ποιμαντική εὐθύνη τοῦ ἱερέως θά περιλάβουμε καί τήν προσευχή του γιά τό ποίμνιό του. Μιά προσευχή ζωντανή, πού θά ἐνισχύει τόν ἴδιο στό δύσκολο ποιμαν τικό του ἔργο, ἀλλά θά συνοδεύει καί τό ποίμνιο πού τοῦ ἀνέ θεσε ὁ Θεός, καθιστώντας τον ποιμένα λογικῶν προβάτων. Καί προσεύχεται, ὄχι μόνο στήν δημόσια προσευχή καί λατρεία, ἀλλά καί στήν ἰδιαίτερή του προσευχή γιά εἰρήνη, ἀφθονία ἀγαθῶν καί ἀπαλλαγή κάθε ἀνθρώπου ἀπό τά κακά πού τόν ἐνοχλοῦν. Γιατί προσεύχεται γιά ὅλη τήν οἰκουμένη καί ὅλο τόν κόσμο καί ἰδιαίτερα γιά τίς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ19. Ἡ σχέση αὐτή, δηλαδή τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καί τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι δίπλευρη, ἀλλά τριγωνική, ἐπειδή πέρα ἀπό τόν ποιμένα καί τόν ποιμαινόμενο, ὑπάρχει καί ἕνα τρίτο μέλος, ὁ Θεός. Καί αὐτός ὁ ποιμένας ὡς συνυπηρέτης τοῦ ζῶντος Θεοῦ, γίνεται ὁδηγός καί σύντροφος στό ταξίδι κάθε ψυχῆς. Ἀφοῦ ὁ μόνος ἀληθής πνευματικός ὁδηγός, μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξης εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα20.
Στό ἔργο μας, Πατέρες, χρειάζεται μεγάλη τέχνη στό πῶς νά πλησιάσει ὁ ποιμένας τόν πιστό, πῶς νά τόν παραμυθήσει, νά τόν διδάξει ἀκόμα καί πῶς νά τόν ἐπιτιμήσει καί νά τόν θεραπεύσει. Τί μέσα μπορεῖ καί πρέπει νά χρησιμοποιεῖ στήν ποιμαντική του διακονία. Τό πρῶτο, τό ὁποῖο καί προαναφέραμε, εἶναι ἡ προσευχή πρός τόν κάθε ἕνα πού ἀπευθύνεται πρός αὐτόν. Πρώτιστα ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων στήν Ἁγία Πρόθεση καί στό ὕψιστο Μυστήριο, τή Θεία Λειτουργία. Ἡ μνημόνευση ἰδιαίτερα τῶν ὀνομάτων τῶν πνευματικῶν τέκνων ἑνός ἑκάστου ξεχωριστά στήν Ἁγία Πρόθεση, πρίν τή Θεία Λειτουργία, δείχνει τήν ἐναπόθεση ἐν τέλει τῆς ζωῆς καί τῆς ψυχῆς αὐτῶν στόν ἴδιο τόν Θεό. Καί ἀφοῦ ἐναποθέσει στά χέρια τοῦ Θεοῦ τήν προσπάθειά του, τότε θά μπορέσει νά γνωρίσει καρπούς ἀγαθούς.
Προϋπόθεση τῆς παιδαγωγικῆς ποιμαντικῆς μας εἶναι ἡ διάκριση. Αὐτή ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν ἤ, ὅπως οἱ Πατέρες ἀναφέρουν, τό στέμμα τῶν ἀρετῶν, ἀφοῦ ἡ βασίλισσα αὐτῶν εἶναι ἡ ἀγάπη. Καί ὁ κάθε πιστός πρέπει νά πλησιάζεται μέ ἀγάπη καί διάκριση. Κατ’ ἀρχήν πλησιάζουμε τόν ἄνθρωπο μέ ἀγάπη, ἡ ὁποία κατά πολύ μπορεῖ νά συμβάλει στή διόρθωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά πάντοτε μέσα στήν ἐλευθερία του. Δέν μποροῦμε οὔτε μέ τόν ἐκφοβισμό οὔτε καί μέ τήν βία νά θεραπεύσουμε τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος, στολισμένος μέ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἔχει τήν ἐλευθερία τῆς βουλήσεώς του. Ἐλευθερία πού σεβάσθηκε ὁ Θεός ἀκόμα καί ὅταν τόν ἔβλεπε νά προχωρεῖ πρός τήν πτώση καί τήν αὐτοκαταστροφή μέσα στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Ὁ Θεός στεφανώνει αὐτούς πού ἀπέχουν ἀπό τήν ἁμαρτία, ὄχι ἐξ ἀνάγκης, ἀλλά ἐκ διαθέσεως. «Οὐ τούς ἀνάγκη τῆς κακίας ἀπεχομένους, ἀλλά τούς προαιρέσει ταύτης ἀπεχομένους στεφανοῦντος τοῦ Θεοῦ»21.
Αὐτή τήν ἐλευθερία θά πρέπει νά σεβόμαστε καί οἱ ποιμένες καί νά προσπαθοῦμε νά πείσουμε γιά τήν ὠφέλεια τόν ἄνθρωπο. Πόση ζημιά μπορεῖ νά κάνει ἕνας εὐλαβής στό φρόνημα ποιμένας, ὅταν, στήν προσπάθειά του νά θεραπεύσει τόν ἄνθρωπο χωρίς διάκριση, τόν σπρώχνει στήν ἀντίδραση μέ ἀποτέλεσμα νά φεύγει ἀκόμα πιό μακριά;
Ἡ ὅλη πορεία μας δέν ἀποβλέπει ἁπλά σέ μιά κοινωνική ἐπίλυση τῶν προβλημάτων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά βλέπει τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο. Μιά μονόπλευρη κοινωνική ἀντιμετώπιση τῆς ποιμαντικῆς μας θά ἔδειχνε σαφῆ ἄγνοια τῆς βαθειᾶς, ἔνθεης ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν πορεία του, γιά τόν ποιμαινόμενο καί τόν ἴδιο τόν ποιμένα, πού γίνεται ὁ μάρτυρας τοῦ θαύματος τῆς ζωντανῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή του, ἀλλά καί στή ζωή τῶν πιστῶν του. Βλέπει τόν Θεό νά ἐνεργεῖ ἀνάλογα μέ τήν προαίρεση τῆς κάθε ψυχῆς, συμμετέχει στόν πόνο, στήν ἀγωνία, στήν ἀναστάτωση, στήν ἀμφιβολία, στήν ἀσθένεια.
Σεβασμιώτατε, Πατέρες μου,
Ὁ κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς εἶναι στρατιώτης τοῦ Βασιλέα Χριστοῦ, εἶναι γεωργός γιά τήν σπορά τοῦ θείου λόγου, εἶναι ποιμένας γιά τούς ἀμέτρητους κόπους καί συνεχεῖς κινδύνους τοῦ ποιμνίου του. Ὁ πρῶτος, πού ἀληθινά οἰκονομεῖ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ νά ὠφελεῖται εἶναι ὁ ποιμένας. Ὁ πρῶτος, πού συμμετέχει καί στή χαρά μαζί μέ τούς Ἀγγέλους, εἶναι ὁ ποιμένας. Καί ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἔνθεη ποιμαντική προσέγγιση καί διακονία στερεώνεται καί ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τήν ἀληθινή σταυρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τήν ἀγάπη πού σταυρώνεται, ἀλλά δέν σταυρώνει, πού θυσιάζεται καί δέν θυσιάζει μέ τόν ἄτεγκτο νομικισμό, τήν ἀγάπη πού κατεβαίνει στά βάθη τοῦ Ἅδη, γιά νά ἀναστήσει τόν κάθε ἄνθρωπο καί νά τόν ἑνώσει ἐν τέλει μέ τήν ὄντως ζωή πού εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία δέν μᾶς προτρέπει νά χαϊδεύουμε τά αὐτιά τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά νά χειριζόμαστε τίς ψυχές ὡς εὔθραυστα ἀγγεῖα22.
Σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονται νά ἐπιβιώσουν ἀτομικά, ἐμεῖς καλούμεθα νά σταθοῦμε κοντά τους, νά τούς ἐμπνεύσουμε, νά τούς καταθέσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι κληρονόμος μιᾶς ἄλλης προτάσεως καθολικῆς ζωῆς, ἀφοῦ «ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται», νά τούς ὁδηγήσουμε εἰς νομάς σωτηρίους, σέ ἕνα βίο ἀγαπητικό, εἰρηνικό, ἀξιοπρεπῆ, ἐλεύθερο, γιά νά γίνουν «πραότεροι πρός διόρθωσιν, πρός τούς πόνους μακροθυμότεροι, θερμότεροι πρός ἀγάπην· πρός γνῶσιν ἀγχινούστεροι23, προθυμότεροι εἰς ὑπακοήν, ὀξύτεροι πρός τήν τῶν χαρισμάτων ἐνέργειαν»24 .
«Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦμεν…».
Αὐτός ὁ ἐπινίκιος ὕμνος, πού μᾶς καλεῖ νά ἐργασθοῦμε γιά τήν εἴσοδο καί τήν παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, εἶναι ΜΕΤΑ τήν Θεία Λειτουργία ἡ δύναμη καί ἡ ἀπαντοχή μας, ἡ ἐλπίδα καί τό στήριγμά μας, ὁ πρωτοχριστιανικός ἐνθουσιασμός καί ἡ προσδοκία τῆς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου.
Σᾶς εὐχαριστῶ ἀπό τήν καρδιά μου πού μοῦ δώσατε τήν εὐκαιρία καί τήν ἐμπειρία νά μοιρασθῶ μαζί σας αὐτούς τούς προβληματισμούς, γιά τήν ἀγάπη καί τήν ὑπομονή σας νά ἀφουγκρασθεῖτε αὐτές τίς ταπεινές σκέψεις».
1 Γεωργίου Θεοδοσόπουλου, Ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς: Κοινωνιολογική καί ἱστορική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη: Διδακτορική Διατριβή, 2012, σελ. 305-310.
2 Archbishop L’Huillier Peter, Are We Living in Diaspora?, 2003.
3 Ν. Νταλντᾶς, Ἡ Ὀρθόδοξη Διασπορά στή Δύση, Τόμος Β΄ τῆς σειρᾶς «Ἡ Ὀρθοδοξία στόν 20ο αἰώνα», ἔκδ. Ἑλληνικό Ἀνοικτό Πανεπιστήμιο, 2001, σελ. 105-109.
4 Δημητρίου Κεραμιδᾶ, Ἐθνική προὕπαρξη καί ἐσχατολογική κλήση τῆς διασπορᾶς, 8ο Διεθνές Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας, 2018.
5 Β΄ Θεσ. 2,7.
6 Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀνθρωπολογικές Προϋποθέσεις, Περιοδικό Σύναξη, τεῦχος 2ο.
7 Βλ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἡ λειτουργική ἀναγέννηση καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκδόσεις Σηματωρός, Λάρνακα, 1989, σελ. 44, 110.
8 Λουκ. 2, 42.
9 Βλ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, Ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία ΙΙΙ, 3, 13.
10 Robert Taft, Liturgy and Eucharist, σελ . 416. Πρβλ., τοῦ ἰδίου, The Liturgy of the Great Church.
11 Ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἀνθρώπινης ἀναξιότητας τίποτε δέν μποροῦμε νά προσφέρουμε πού νά μᾶς καθιστᾶ ἄξιους γιά τήν προσέλευση στήν Θεία Εὐχαριστία. Τίποτε ἐκτός ἀπό τήν ἁγιότητα τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μέ τήν τέλεια ἀγάπη Του καί τό ἔλεός Του προσφέρθηκε σέ ἐμᾶς κάνοντάς μας «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον» (Α΄ Πέτρ. 2, 9). Εἶναι ἄλλωστε χαρακτηριστικές οἱ φράσεις στίς Εὐχές πού διαβάζουμε πρό τῆς Θείας Μεταλήψεως: «Οἶδα, Κύριε, ὅτι ἀναξίως μεταλαμβάνω τοῦ ἀχράντου σου Σώματος καὶ τοῦ τιμίου σου Αἵματος καὶ ἔνοχὸς εἰμι καὶ κρῖμα ἐμαυτῷ ἐσθίω καὶ πίνω, μὴ διακρίνων τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μου· ἀλλὰ τοῖς οἰκτιρμοῖς σου θαῤῥῶν, προσέρχομαί σοι…». «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα, ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος οὐδὲ ἱκανός, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς, διότι ὅλη ἔρημος καὶ καταπεσοῦσὰ ἐστι, καὶ οὐκ ἔχεις παρ᾿ ἐμοὶ τόπον ἄξιον τοῦ κλῖναι τὴν κεφαλήν…». «Δέσποτα φιλάνθρωπε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, μὴ εἰς κρῖμὰ μοι γένοιτο τὰ Ἅγια ταῦτα διὰ τὸ ἀνάξιον εἶναί με, ἀλλ᾿ εἰς κάθαρσιν καὶ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος, καὶ εἰς ἀῤῥαβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας».
12 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος Δ΄ Περί Ἱερωσύνης.
13 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος Δ΄ Περί Ἱερωσύνης.
14 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος Δ΄ Περί Ἱερωσύνης.
15 Α΄ Πέτρ. 3, 15.
16 Ψυχολογική ἐμπειρία τοῦ ἀτόμου.
17 Ὁρισμένη συμπεριφορά τοῦ ἀτόμου.
18 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος Β΄ Περί Ἱερωσύνης.
19«Τόν γάρ ὑπέρ ὅλης τῆς πόλεως, καί τί λέγω πόλεως; Πάσης μέν οὖν τῆς οἰκουμένης πρεσβεύοντα καί δεόμενον ταῖς ἁπάντων ἁμαρτίαις ἴλεων γενέσθαι τόν Θεόν, οὐ τῶν ζώντων μόνον, ἀλλά καί τῶν ἀπελθόντων, ὁποῖον τινά εἶναι χρή», Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος ΣΤ΄ Περί Ἱερωσύνης.
20 Ἐπισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Ware, Ἡ ἐντός ἡμῶν Βασιλεία, Ἀκρίτας, Ἀθῆναι, 1994, σελ. 139.
21 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος Β΄ Περί Ἱερωσύνης.
22«Διό γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες, ὅτι τριετίαν νύχτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον ἡμῶν» (Ἀπόστολος Παῦλος).
23 Προθυμία καί ἑτοιμότητα πνεύματος.
24 ῾Αγίου Νικοδήμου, Περί τῆς συνεχοῦς θείας Μεταλήψεως, σελ. 83. |
|