ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
 

Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος -
Ο πολύαθλος και πρωταθλητής της υπομονής
Σεβ . Μητροπολίτου Χαλκίδος Χρυσοστόμου

Στην πολυτελή επανέκδοση της περίφημης πλέον μελέτης παρουσιάζονται ο βίος, η πολιτεία και η ιστορική πορεία του θεοφόρου, νεοφανούς Αγίου της Εκκλησίας, η περιπετειώδης μετακομιδή του άσηπου και αδιαλώβητου από τη σήψη Ιερού Λειψάνου του από την Καππαδοκία στο Νέο Προκόπιο Ευβοίας, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών,  ο θρησκευτικός-λατρευτικός χαρακτήρας της εορτής του Αγίου (27 Μαΐου), καθώς και η υμνογραφία, οι σχετικές Ιερές Ακολουθίες και τα επιτελεσθέντα θαύματα του Οσίου.

Σχ. 20Χ27, Σελ. 352, Τιμ. 20€.

 
 

 

 

 
 

Ακολουθία του Ιερού Ευχελαίου και έτεραι περιστατικαί ευχαί

Την παρούσα έκδοση επιμελήθηκε ο Σεβ. Μητροπολίτης Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης και Βάρης κ. Αντώνιος. Πρόκειται για λειτουργικό κείμενο που εξέδωσε ο διακεκριμένος λειτουργιολόγος, αείμνηστος Καθηγητής του Α. Π. Θ. Ιωάννης Φουντούλης, υπό τον τίτλο Ακολουθία του Ευχελαίου. Η Αποστολική Διακονία, η οποία έχει ήδη εκδώσει τόσο το Μικρόν Ευχολόγιον ή Αγιασματάριον, όσο και αυτοτελώς την  Ακολουθία του Αγίου Ελαίου, ήτοι Ευχελαίου, προβαίνει στη νέα αυτή έκδοση, καθώς αυτή έχει ήδη καθιερωθεί για λειτουργική χρήση, λόγω της συντομίας της σε σχέση με την αντίστοιχη εκτενέστερη.

Σχ. 12Χ17, Σελ. 98, Τιμ. 8€.

 
     
 

Η Ακολουθία του Μεγάλου Κανόνος
Αγίου Ανδρέου Κρήτης

Επανέκδοση του Μεγάλου Κανόνος, ο οποίος συνετέθη από τον άγιο Ανδρέα, Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, με σκοπό να κάνει τον άνθρωπο να συναισθανθεί την αμαρτωλότητά του και να τον οδηγήσει μέσα από τη συντριβή και τη μετάνοια κοντά στον Θεό.

Σχ. 10Χ14, Σελ. 112, Τιμ. 3€.

 
     
 

Το Σύμβολον της Πίστεως-Φύση και ιδιότητες της Εκκλησίας
Βλασίου Ι. Φειδά, Ομότ. Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών

Μία εμβριθής επιστημονική μελέτη για τo Σύμβολον πίστεως Νικαίας- Κωνσταντινουπόλως, το κοινό Οικουμενικό Σύμβολον πίστεως για όλες τις Εκκλησίες ή Ομολογίες της χριστιανικής Οικουμένης, αφού, παρά τις διαφορετικές θεολογικές προσεγγίσεις ή ερμηνείες του, εκφράζει την αυθεντική αποστολική παράδοση και επιβεβαιώνει την άρρηκτη σχέση της Πατερικής θεολογίας με τους δογματικούς Όρους των επτά κοινών Οικουμενικών Συνόδων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Σχ. 17Χ24, Σελ. 344, Τιμ. 15€.

 
     
 

 

Η Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου
(Χαιρετισμών) στην Υπεραγία Θεοτόκο
κείμενο-μετάφραση

Οι Χαιρετισμοί στην Παναγία, κείμενο-μετάφραση.

Σχ. 10Χ14, σελ. 140, Τιμ. 2€.

 
     
ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
 

Δείτε τις ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ
βιβλιοπροτάσεις μας

 
     
ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ
 

Ε΄ Κυριακή των Νηστειών

†Μνήμη της οσίας μητρός ημών Μαρίας της Αιγυπτίας

Μητροπολίτου Φαναρίου κ. Αγαθαγγέλου,
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας – Απρίλιος ,  
Αθήνα 2005, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ.  9-19

Τον Βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.

Η Οσία Μαρία εγεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της επέρασε στην Αίγυπτο μιά ζωή ασωτίας, αφού από τη μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτή τη ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια εξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε· «δημόσιον προκείμενη της ασωτίας υπέκκαυμα, ου δόσεώς τινος, μα την αλήθειαν, ένεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «εκτελούσα το εν εμοί καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλίεται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτοταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.

Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάσθηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια απεκάλυψε, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σ᾿ εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θαλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί γη δεν άνοιξε το στομα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά τη διάρκεια του ταξιδίου αυτού δεν αρκέσθηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχάς νέων αγρεύουσα».

Αισθάνθηκε, όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στη συνέχεια εστάθηκε μπροστά σε μιά εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και εζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με τη βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή τη φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στη συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως εζήτησε τη συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και πήρε το δρόμο προς την έρημο, αφού προηγουμένως επέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο. Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο επάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει το διάβολο που την επολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής της.

Η Οσία εζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσίν ανημέροις ταις αλόγοις επιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικών ασμάτων», και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στη γη, την έβρεχε μέ δάκρυα και δεν εσηκωνόταν από τη γη «έως ότου το φως εκείνο το γλυκύ περιέλαμψεν, και τους λογισμούς τους ενοχλούντάς μοι εδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της εσχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Εκαιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ως πολλάκις με χαμαί πεσούσαν άπνουν μειναι σχεδόν και ακίνητον».

Ύστερα από σκληρό αγώνα, μέ τη Χάρη του Θεού και τη συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και το παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της. Λόγω της μεγάλης πνευματικής καταστασεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.

Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει ίδια· «Γυνή γαρ ειμί, και γυμνή, καθάπερ οράς, και την αισχύνην του σώματος μου απερικάλυπτον έχουσα». Το σώμα ετρεφόταν από τη Χάρη του Θεού· «Τρέφομαι γαρ και σκέπτομαι τω ῥήματι του Θεού διακρατούντος τα σύμπαντα». Στην περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της εδεχόταν την ενέργεια τού Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της· «Αρκείν ειπούσα την χάριν του Πνεύματος, ώστε συντηρείν την ουσίαν της ψυχής αμίαντον».

Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς († 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. ΄Εβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθει το χάρισμα των θείων ελλάμψεων λόγῳ του ότι εζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση, και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούριο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, τού απεκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορει να φθάσει στην τελειότητα. Και στη συνέχεια τού υπέδειξε να πορευθει σ᾿ ένα μοναστήρι που ευρισκόταν στον Ιορδάνη ποταμό.

Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στη φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, μέ μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή. Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, το Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μη συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή. Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και επορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθιά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον εβοηθούσε να φθάσει σε αυτό που εποθούσε. Επορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Εκοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.

Είχε περπατήσει μιά πορεία είκοσι μερών όταν, κάποια στιγμή που εκάθισε να ξεκουρασθεί και έψελνε, είδε στο βάθος μιά σκιά που ομοίαζε μέ ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διεπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτο το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα. Το χρώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από το λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ήρξατο εύχεσθαι υποψιθυρίζουσα· φωνή δε αυτής ουκ ηκούετο έναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ορά αυτήν υψωθείσαν ως ένα πήχυν από της γης και τω αέρι κρεμαμένην και ούτω προσεύχεσθαι».

Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς εκραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προεκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματος της. Τον παρεκάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ό,τι του είπε και τότε εκείνη εστράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως εγονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «έκαστος εξαιτών ευλογήσαι τον έτερον».

Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστα του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του τού είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα, και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα. Η Οσία Μαρία κατά τη συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη τη ζωή της, εζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά τη Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σ᾿ έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνου ποταμού, κοντά σε μιά κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετανοίας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Και νυν εκείνου εφίεμαι ακατασχέτῳ τω έρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σ᾿ εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «το ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά, και μάλιστα ήταν στενοχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία μέρα. Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής, και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που τού είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.

Τη Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σ᾿ ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή, και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τοπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην τού στερήσει λόγῳ των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου. Μετά τη θερμή προσευχή την είδε να έρχεται από την άλλη πλευρά του Ιορδάνου ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά επάνω στο νερό του ποταμού «περιπατούσαν επί των υδάτων επάνω και προς εκείνον βαδίζουσαν». Στη συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ Ημών». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και εκοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε μέ δάκρυα και είπε· «Νυν απολύεις την δούλην σου, ω Δέσποτα, κατά το ῥήμά σου εν ειρήνῃ· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου».

Στη συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, εζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, εζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων και οδυρόμενος», διότι ετολμούσε «κρατήσαι την ακράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνου ποταμού.

Το επόμενο έτος, σύμφωνα και μέ την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς εβιαζόταν να φθάσει «προς εκείνο το παράδοξον θέαμα». Αφού εβάδισε πολλές μέρες και έφθασε στον τόπο εκεινο, έψαχνε «ως θηρευτής εμπειρότατος» να δει «το γλυκύτατον θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά· «Δειξόν μοι, Δέσποτα, τον θησαυρόν σου τον άσυλον, ον εν τήδε τη ερήμῳ κατέκρυψας· δειξόν μοι, δέομαι, τον εν σώματι άγγελον, ου ουκ έστιν ο κόσμος επάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κειμένην την Οσίαν νεκράν, και τας χείρας ούτως ώσπερ έδει τυπώσασαν, και προς ανατολάς ορώσαν κειμένην τω σχήματι». Ευρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε· «Θάψον, αββά Ζωσιμά, εν τούτῳ τω τόπῳ της ταπεινής Μαρίας το λείψανον, απόδος τον χουν τω χοΐ, υπέρ εμού δια παντος προς τον Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνί Φαρμουθί (κατ᾿ Αιγυπτίους, όπως εστί κατά Ρωμαίους Απρίλιος), εν αυτή δε τη νυκτί του πάθους του σωτηρίου, μετά την του θείου και μυστικού δείπνου μετάληψιν». Την ευρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στη γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως ευρήκε και γραφή της που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.

Η Οσία εκοιμήθηκε την ίδια μέρα που εκοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι μέρες. Γράφει ο ΄Αγιος Σωφρόνιος· «και ήνπερ ώδευσεν οδόν Ζωσιμάς δια είκοσι μερών κοπιών, εις μίαν ώραν Μαρία διέδραμεν, και ευθύς προς τον Θεόν εξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί. Στη συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «εποίησεν ευχήν επιτάφιον». Και μετά, με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων το σώμα τοις δάκρυσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι᾿ αυτό δεν μπορούσε να τη σκάψει και ευρισκόταν σε απορία. Τοτε «ορά λέοντα μέγαν τω λειψάνῳ της Οσίας παρεστώτα, και τα ίχνη αυτής αναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς ετρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «ουχί τούτον τοις κινήμασι μόνον ασπαζόμενον, αλλά και προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε, και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο το λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Ευθύς δε άμα τω σώματι θαπτόμενο», δηλαδή μέ τα μπροστινά του πόδια έσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.

Ο δε ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστώτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο· «ο μεν λέων επί τα ένδον της ερήμου ως πρόβατον υπεχώρησεν. Ζωσιμάς δε υπέστρεψεν, ευλογών και αινών τον Θεόν ημών». Και ο ΄Αγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατά δύναμιν» και «της αληθείας μηδέν προτιμήσαι θέλων». Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας δείχνει πώς μιά πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πώς ο άνθρωπος μπορει να γίνει άγγελος εν σώματι και πώς η κατά Χριστον ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχομένη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλ᾿ όμως με τη Χάρη του Θεού μπορει να εξαγιασθεί τοσο πολύ ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι ΄Αγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.

Η Οσία Μαρία Αιγυπτία με τη μετάνοιά της, τη βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματος της, αφ᾿ ενός μεν προσφέρει μιά παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ᾿ ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως. Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπήσεως τού Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορει να μεταμορφωθει ολοκληρωτικά.

 
     
ΑΡΘΡΟ
 

Σχόλια στην Ε΄ Κυριακή των Νηστειών: Η Ευλογημένη γυμνότητα ή περί της Παρθενίας του Πνεύματος (προσέγγιση στο βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας)  

Μητροπολίτου Φαναρίου κ. Αγαθαγγέλου

Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα προβάλλει καί τιμᾶ τήν ἱερά μνήμη μιᾶς ἁγίας γυναικός, τῆς Ὁσίας Μητρός ἡμῶν Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία ξεκίνησε ἀπό τήν περιθωριακή ζωή καί τελειώθηκε στήν ἄσκηση. Ὁ βίος της εἶναι μιά ἀκραία ὁσιακή ἱστορία, ἱστορία ἀδαμικῆς γυμνότητας, φυσικῆς καί ψυχικῆς ἀπάθειας, ἀποβολῆς τῶν ἀνθρωπίνων ἰδιωμάτων, ἐγκαταλείψεως τῶν ἰδίων νοημάτων καί θελημάτων, ἀνακλήσεως τῆς ἀρχαίας ὑγείας τῆς ψυχῆς, ἱστορία τῆς παρθενίας τοῦ σώματος καί τοῦ πνεύματος, ἱστορία καταδύσεως στό ἄπειρο βάθος τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού ἑορτάζεται πρός τό τέλος τῆς Σαρακοστῆς, γιά ἐξέγερση καί βαθύ προβληματισμό, γιατί ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἔζησε τό χάος τῆς ἁμαρτίας καί ἀπεκάλυψε τό νόημα τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας καί συγγνώμης, ζώντας σαράντα ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου.

Ἀπεκάλυψε τό πόσο ἀπέραντη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς τούς ἀδύναμους καί ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους. Τό πόσο ἀναρίθμητοι εἶναι οἱ δρόμοι πού κατασκευάζει ὁ Θεός μέσα ἀπό τήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς, γιά νά ὁδηγήση τόν καθένα μας στήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Τό μέ πόση ταπείνωση, πραότητα καί μακροθυμία ἑτοιμάζει καί ἀναμένει τήν μετάνοια τοῦ καθενός μας.

Διαβάστε τη συνέχεια