|
Η Εκκλησιαστική Ιεραρχία- Εικόνα του αγγελικού κάλλους, κατά τη διδασκαλία του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου
π. D . Pupӑzӑ , Νέα Σιών, τόμ.Ϟβ΄ (2008-2014), σελ. 260-260
Η χειροτονία ως ο ανώτατος καλλωπισμός του Καλού
Όπως είδαμε προηγουμένως, ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης νοεί τη μετοχή ως δι' ομοίωσης κοινωνία μεταξύ μετέχοντος και μετεχομένου. Το Καλό και Αγαθό είναι ο όμοιος που γεννά τον όμοιο και, με τη δύναμη της ομοίωσης, ελκύει και ενώνει μαζί Του τους όμοιους Του. Την ίδια αρχή έχει υπ' όψη του ο άγιος Πατήρ, όταν περιγράφει τα γνωρίσματα καθενός μέλους της ιερατικής τάξεως, που χρειάζονται προκειμένου να πλησιάσει την επιτέλεση μιας ιερουργίας που αναλογεί στον βαθμό του στην καθ' ημάς Ιεραρχία.
Ο Αρεοπαγίτης δηλώνει ρητά ότι οι θεαρχικές μαρμαρυγές επιτρέπουν να περάσει η αίγλη τους ολικώς και διαυγώς μόνο στην αγλαΐα των ομοειδών εσόπτρων (1). Με άλλα λόγια, ο Κληρικός πρέπει να είναι ένας τέτοιου είδους καθρέφτης, ούτως ώστε στη λάμψη του να εισδέχεται την έλλαμψη του Καλού και Αγαθού, η οποία μεταδίδεται διαμέσου όλων των ιερουργιών της Εκκλησίας. Απ' αυτό προκύπτει ότι ο Κληρικός πρέπει να έχει καθαρίσει την ψυχή του όχι μόνο από κάθε ακαθαρσία, αλλά και από τις τελευταίες φαντασίες. Με αυτόν τον τρόπο, η ψυχή θα λάμψει με μια καθαρότητα όμοια με την αγνότητα του Μυστηρίου, στο οποίο πλησιάζει να τελέσει (2). Πρόκειται για έναν αμείλικτο θεαρχικό θεσμό, από τον οποίο ο άγιος Διονύσιος δεν παραιτείται σε καμία περίπτωση, και στον οποίο πρέπει να υπακούει κάθε μέλος της ιερατικής τάξης. Ο ιεράρχης, ως θεματοφύλακας όλων των αποδιδομένων στην ιεραρχία θεαρχικών του ελλάμψεων, πρέπει να γρηγορεί αδιάκοπα για την απλανή εφαρμογή αυτού του ιεραρχικού θεσμού. Πιο συγκεκριμένα, ο ιεράρχης θα γρηγορεί, έτσι ώστε οι άχραντες Θείες πραγματικότητες να εγγίζονται καθαρώς, οι θεουργίες να μεταδίδονται στους Θείους, οι τελεσιουργίες μόνο στους τελείους, και τα πανάγια μόνο στους Αγίους (3). Με άλλα Λόγια, ο ιερουργός θα πρέπει να εξομοιώνεται με το Μυστήριο που τελεί, και ο παραλαβών να ομοιάσει προς το Μυστήριο που λαμβάνει. Επομένως, τόσο η μετοχή, όσο και η μετάδοση των ελλάμψεων του Καλού και Αγαθού, απαιτούν μια ανάλογη ομοίωση μεταξύ των μετεχομένων και μετεχόντων ως βασική προϋπόθεση. Ο άγιος Διονύσιος είναι πολύ αυστηρός σχετικά με την τήρηση αυτού του ιεραρχικού θεσμού. Ο ιερός Πατήρ ζητά από τον μετέχοντα μια εσωτερική ομοίωση, μια κοινωνία με τον μετεχόμενο, η οποία πρέπει να έχει γίνει σταθερή έξη γι' αυτόν. Απ' αυτήν την οπτική, για τους διδάσκοντες τα ένθεα διδάγματα, πριν τα εφαρμόσουν οι ίδιοι σταθερώς, λέει, ότι είναι εντελώς ανίεροι και ξένοι προς την ιερή θεσμοθεσία (4).
Αυτός ο θεσμός της ομοιώσεως μεταξύ μετέχοντος και ιεραρχικής ενέργειας, την οποία πρόκειται να τελέσει, επιβάλλει στον υποψήφιο —σ' ένα ορισμένο ιερατικό βαθμό— να έχει αποκτήσει κάπως τη μετοχή στη θεαρχική δύναμη, που αποτελεί το γνώρισμα εκείνου του ιερατικού βαθμού. Δηλαδή, ο υποψήφιος για τη χειροτονία σε διάκονο να είναι κεκαθαρμένος, ο υποψήφιος για τη χειροτονία σε πρεσβύτερο να είναι κεκαθαρμένος και φωτισμένος, ενώ ο υποψήφιος για τη χειροτονία σε επίσκοπο να είναι τελειωμένος (5), δηλαδή να είχε διανύσει όλα τα προηγούμενα στάδια της πνευματικής ανάβασης. Ο Αρεοπαγίτης θεωρεί την προσαγωγή του υποψηφίου και τη γονυκλισία του ενώπιον του Θείου θυσιαστηρίου, ενόψει χειροτονίας του, ως υποταγή όλου του νοερού της ψυχής του και σημείο ολικής αφιέρωσης της ζωής του στον Θεό, ως Τελεταρχία. Με άλλα λόγια , η κατάσταση, που βιώνει ο ερχόμενος προς χειροτονία, (πρέπει να) αντιστοιχεί —σ' ένα βαθμό— στην ομοίωσή του προς τον Θεό μέσω της υπακοής στο θεαρχικό κάλεσμα. Ο υποψήφιος δηλ. γίνεται, όσο είναι εφικτό, ομοειδής με τον Χριστό, λαμβάνοντας τη θεοείδεια· με το να είναι καθαρισμένος, φωτισμένος και τελειωμένος, καθίσταται άξιος του θυσιαστηρίου και της θεαρχικής θυσίας, δηλαδή άξιος του Χριστού (6). Ο ίδιος ο Χριστός καλεί, στηρίζει και προετοιμάζει τον υποψήφιο ενόψει της χορηγήσεως της Χάρης της ιερωσύνης, χρησιμοποιώντας τον έρωτά του για τα καλά, και έτσι —διαμέσου αυτού— τον ανυψώνει προς τον εαυτό Του. Με την αναπύρωση του έρωτος για το κάλλος Του ο Ιησούς τον καθαρίζει από τις υλικές επιθυμίες και τον καθοδηγεί σταδιακά προς μια ενοειδή και θεοειδή ζωή, όπου μόνο τότε του δωρίζεται η ιερωσύνη (7). Έτσι, ο Χριστός, ως Τελεταρχία, καθιερώνει (χειροτονεί) στο ιερατικό αξίωμα μόνο τους θεοειδείς νόες (8).
Ο ιερουργός του Θείου θυσιαστηρίου έχει τη δύναμη να αφομοιώσει τη μόνιμη και αμετάβλητη εδραίωση των Αγγέλων και, έτσι, τους πλησιάζει και γίνεται συλλειτουργός τους. Σε αυτό το επίπεδο, ο ιερεύς μπορεί να ατενίσει προς τη θεαρχική αυγή του Ιησού, από Τον οποίο φωτίζεται με τη μυστική επιστήμη της γνώσης των θεαμάτων. Μόνο με αυτήν τη μύηση μπορεί ο λειτουργός του Ύψίστου να καταστεί αφιερωμένος και αφιερωτής, φωτοειδής και θεουργός, τέλειος και τελειωτής (9). Άρα, πριν τη χειροτονία του ο υποψήφιος μετέχει παθητικά στη θεαρχική επιστήμη και ενέργεια, που αναλογούν στον αντίστοιχο ιερατικό βαθμό· δια της χειροτονίας του όμως ο Χριστός του μεταδίδει πραγματικά την ενεργή δύναμη και έξη της ειδικής θεουργίας, δια της οποίας και μόνο ο χειροτονημένος αποκτά την έμπρακτη ικανότητα να ιερουργεί. Η μεταδιδόμενη Χάρη στη χειροτονία ενισχύει και σταθεροποιεί τη μετοχή του υποψηφίου στις Θείες ελλάμψεις του Καλού και Αγαθού. Έτσι, ο χειροτονημένος αφιερώνεται σ' ένα ενεργό πρόσωπο, δια του οποίου ο καλός και αγαθός Θεός καλλοποιεί και αγαθοποιεί τα μέλη της Εκκλησίας. Η ενεργοποίηση της μετοχής στις θεαρχικές δυνάμεις έχει ως αντίκτυπο στον υποψήφιο μια έγχυση των Θείων ενεργειών, η οποία τον βοηθά να τελειώσει την πνευματική πορεία, στην οποία βρίσκεται και να ορμήσει προς την κορυφή της τελειότητας. Έτσι, ο άγιος Διονύσιος συλλαμβάνει τη σταυροειδή σφράγιση της κεφαλής του υποψηφίου κατά τη χειροτονία ως μετάδοση της δυνάμεως καταπαύσεως όλων των σαρκικών ορέξεων μαζί με την παρόρμηση προς μια θεομίμητη ζωή. Ο σταυρός είναι η εικόνα της αναμαρτησίας του Χριστού, που έφτασε μέχρι τον σταυρικό θάνατο. Δεχόμενος τη σταυροειδή σφράγιση, ο υποψήφιος λαμβάνει τη δύναμη να ζει στην αναμαρτησία και έτσι να γίνει ομοειδής με τον Χριστό (10). Η εισαγωγή σε μια ιερατική τάξη χορηγεί στον κεκαθαρμένο και φωτισμένο νου τη δύναμη να αναχθεί από τις εισαγωγικές ελλάμψεις προς την κορυφή τους, τη θεαρχική ακτίνα, σε μια όλο και περισσότερο τέλεια γνωστική κατάσταση (11). Η χειροτονία ενισχύει και σταθεροποιεί την οσιότητα, ωθώντας την προς τη θέωση.
Επομένως, για να φτάσει στην ιερατική τελεσιουργία, ο υποψήφιος πρέπει να έχει τη Θεία κλήση αλλά και προσόντα και δυνάμεις, που αρμόζουν στην ιερωσύνη (12), δηλαδή να κατέχει ένα θεοειδή νου. Αλλ’ η θεοείδεια αποτελεί μέρος του Θείου Κάλλους, άρα ο ανθρώπινος νους που φθάνει ενώπιον του Θείου θυσιαστηρίου διαθέτει το θεοειδές κάλλος, ενώ με την είσοδό του στην ιερατική τάξη, ανέρχεται στο θεοειδέστατο κάλλος· δηλαδή, ορμά προς την κορυφή του κάλλους, που του αναλογεί, γινόμενος από όμορφος ομορφότερος, γι' αυτό και καθίσταται πλέον αντικείμενο έρωτα από τις ομοταγείς τάξεις. Με αυτόν τον τρόπο, ερμηνεύει ο άγιος Διονύσιος τον αμοιβαίο ασπασμό μεταξύ του χειροτονηθέντος και των Κληρικών που μετείχαν της ιερατικής τελεσιουργίας. Πρόκειται για την εκδήλωση της ιερής κοινωνίας σε αμοιβαία ερωτική ευφροσύνη μεταξύ των ομοειδών νοών, με την οποία διασώζεται πλήρως το θεοειδέστατο κάλλος στην ιερατική μορφοποίηση (13). Το κάλλος διεγείρει τον έρωτα και ο έρως προκαλεί τη χαρά της κοινωνίας, δηλαδή της ενότητας, η οποία και αυτή συνιστά ένα ανώτατο είδος κάλλους. Η χειροτονία, έτσι, είναι καλλωπισμός και ταυτοχρόνως κάλεσμα του Καλού και Αγαθού προς την ανώτατη θεοείδεια, που αναλογεί στον ανθρώπινο νου· έτσι, οι Κληρικοί γίνονται οι πιο καλοί και οι πιο αγαθοί από όλους τους υιούς των ανθρώπων.
Ο άγιος Πατήρ εννοεί, λοιπόν, τις ιερατικές τάξεις ως τις τάξεις των όντως Αγίων και η αγιότητα του ιερωμένου αναλογεί με τον βαθμό που έχει μέσα στον ιερό Κλήρο. Την κορυφή της αγιότητας την κατέχει, βέβαια, ο ιεράρχης, ο κάτοχος όλης της ιεραρχικής επιστήμης, ο επιστήμονας όλης της ιεράς γνώσεως, γι' αυτό και ο Αρεοπαγίτης τον αποκαλεί συνεχώς « ένθεο» και « Θείο» άνδρα (14). Αλλά και οι ιερείς και οι διάκονοι, που συνοδεύουν και βοηθούν τον ιεράρχη στο ιερό, κοινωνούν με τις τελεσιουργίες του και γίνονται πραγματικά κρύφιοι θεωροί των νοητών διότι η θεαρχική ακτίνα, που κατέρχεται στο ιερό θυσιαστήριο, γύρω από το οποίο λειτουργούν ο ιεράρχης μαζί με τους ιερείς και διακόνους, φωτίζει καθαρώς και αμέσως τους ιερούς άνδρες, ως συγγενείς του νοητού φωτός και ευωδιάζει χωρίς περικάλυμμα τις νοερές τους αντιλήψεις (15). Ως εκ τούτου, οι ιερουργοί του Θείου θυσιαστηρίου είναι οι πρώτοι που μετέχουν των ελλάμψεων, οι οποίες υπερχειλίζουν από το Καλό και Αγαθό, και έτσι πληρούνται της Θείας Ωραιότητας και Αγαθότητας ανάλογα με τη δεκτικότητά τους. Οι ιερατικές τάξεις βλέπουν και ακούν καθαρά τα Θεία Μυστήρια, τα κοινωνούν υπεροχικώς και τα αποκαλύπτουν στις υποδεέστερες (16) τάξεις της καθ' ημάς Ιεραρχίας. Οι ιερατικές τάξεις αποτελούν, έτσι, τις τάξεις των θεοειδών, οι οποίοι, λόγω της υψηλής τους επιτηδειότητας στην υποδοχή και μετοχή του Θείου, μπορούν να Το μεταδίδουν στις λοιπές τάξεις. Γι' αυτό, και ο Αρεοπαγίτης, συμβολικώς εκφραζόμενος, γράφει ότι οι Κληρικοί, αφού βρίσκονται πλησιέστερα στο αληθινό φως, είναι φωτεινότεροι και συγχρόνως φωτιστικώτεροι (17).
Κατά συνέπεια, η αγιότητα του προσώπου είναι αναγκαία προϋπόθεση, ιδίως για τον Κληρικό, ως ιεροτελεστή και μεταδότη των τελετουργιών, αλλά —σε κάποιο βαθμό— και για τον τελούμενο. Ένα μέλος της ιερατικής τάξεως επαληθεύει τη θέση του στην Εκκλησιαστική Ιεραρχία μόνο με την προσωπική του επιστήμη (θεογνωσία) και ενέργεια (αγιότητα) (18). Ο άγιος Διονύσιος θεωρεί ότι οι ιερατικές τάξεις κατέχουν μια μύχια επιστήμη των Θείων και κοινωνούν στενά του Θεού (19). Ο άγιος Πατήρ είναι πολύ αυστηρός όσον αφορά στην τήρηση του ιεραρχικού νόμου της ομοιώσεως μεταξύ των Θείων Μυστηρίων και των ιερουργών τους. Ο Αρεοπαγίτης δέχεται ότι ο Κληρικός εκείνος που δεν επιτελεί τη θεαρχική ενέργεια που αντιστοιχεί στον βαθμό του, έχει εκπέσει από την ιερατική τάξη και δύναμη (ενέργεια) (20). Έναν τέτοιο άνθρωπο, που πλησιάζει ανάξια τα Άγια, ο άγιος Διονύσιος τον αποκαλεί «θρασύ»· γιατί η προσαγόρευση «Πατέρα», την οποία αυτός απευθύνει στον Θεό, είναι ψευδής. Ομοίως, ο ιερός Πατήρ ονομάζει «βλασφημίες» —και όχι προσευχές— τις απαγγελίες, που ο υποκριτής ιερουργός απευθύνει χριστοειδώς στα Θεία σύμβολα. Ένας τέτοιος άνθρωπος, που εξαπατά τον εαυτό του και τους πιστούς, δεν είναι καν ιερεύς, αλλά λύκος ενδεδυμένος με δέρμα προβάτων, που λυμαίνεται τον λαό του Θεού (21). Έτσι, ο Αρεοπαγίτης διδάσκει ότι ο Κληρικός πρέπει οπωσδήποτε να κατέχει, παράλληλα με τη χειροτονία του, τον βαθμό φωτισμού που επιβάλλει η τάξη του· αυτό προκύπτει από τον υπερτονισμό της υπαρξιακής διάστασης της δομής της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας (22). .
Οι ιερατικές τάξεις, που λειτουργούν γύρω από το Θείο θυσιαστήριο, παραλαμβάνουν τις θεαρχικές ελλάμψεις και τις μεταδίδουν στις κατώτερες τάξεις, σκοπεύοντας στην αύξηση της αγιότητας, τόσο της δικής τους, όσο και του λαού. Επομένως, οι τάξεις των ιεροτελεστών προηγούνται των τάξεων των τελουμένων. Ωστόσο, ο άγιος Διονύσιος προειδοποιεί πολύ αυστηρά τον οποιονδήποτε ανάξιο που θα τόλμαγε —με ποικίλα μέσα και τρόπους— να προηγηθεί (λ.χ. ως προς τη χειροτονία) άλλων, εφόσον δεν έχει καταστεί θεοειδής με όλη του την έξη, και δεν έχει —από τη Θεία πνοή και κρίση — αναδειχτεί αρμοστής στην Εκκλησία προς τη μετάδοση της θεαρχικής ενέργειας.
Μέσα στην ιερατική ιεραρχία εκπληρώνεται ταυτόχρονα η «επιστροφή» και η «πρόοδος» του Θεού: με την « επιστροφή» τελείται η ερωτική κατάβαση του καλού και αγαθού Θεού, προκειμένου να μεταδώσει άφθονα τα αληθινά αγαθά Του στους ανθρώπους· με την πρόοδο, πάλι, οι αγιασμένοι νόες ανυψώνονται στο Θείο φως σε μια τέλεια επιστήμη και σ' έναν πυρωμένο έρωτα του Καλού και Αγαθού. Συνεπώς, μέσα στις ιερατικές τάξεις και διαμέσου αυτών συναντιέται ο θεοκεντρικός άνθρωπος με την αδιάλειπτη Πρόνοια του Θεού γι' αυτόν· διότι δεν υπάρχει ιερατική λειτουργία χωρίς τη στενή σύζευξη (βλ. συνεργία) της Θείας φιλανθρωπίας και της ανθρώπινης φιλοθεΐας (24).
Συμπεράσματα .
Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης αναγνωρίζει ότι ο Χριστός θεμελίωσε την Εκκλησιαστική Ιεραρχία για να συλλειτουργεί αυτή η τελευταία με την Ουράνια Ιεραρχία, γι' αυτό και η Εκκλησία τείνει διαρκώς να γίνει εικόνα του θεοειδούς κάλλους των Αγγέλων. Η Εκκλησιαστική Ιεραρχία διαθέτει μια τριαδική δομή, αποτελούμενη από τα Μυστήρια, τις ιερατικές τάξεις και τις τάξεις των τελουμένων. Κατά συνέπεια, η ενέργειά της έγκειται στην κάθαρση, τον φωτισμό και την τελειοποίηση, ενώ η επιστήμη της συνίσταται σε μια συμβολική γνώση.
Κατά τον Αρεοπαγίτη, οι ιερατικές προπαντός τάξεις συνιστούν τους θεματοφύλακες του θεοειδέστατου αυτού Κάλλους. Έτσι, ο ιεράρχης κατέχει ολόκληρη την επιστήμη και ενέργεια της Εκκλησίας, και τις μεταδίδει σε κάθε άλλη ιερατική τάξη αναλόγως. Η ειδική ενέργεια του ιεράρχη αποτελείται από την τελειωτική του δύναμη. Το γνώρισμα των ιερέων είναι η φωτιστική ενέργεια, ενώ των λειτουργών η καθαρκτική και η διακριτική των αναξίων από το εκκλησιαστικό σώμα. Ο Άγιος έντονα δηλώνει ότι πρέπει να υφίσταται μια ομοίωση μεταξύ του ιερουργού και του Μυστηρίου που τελεί, και μεταξύ του υποψηφίου και του Μυστηρίου που τελείται. Στη χειροτονία, ο Χριστός μεταδίδει στον υποψήφιο την έξη και την ενεργό δύναμη της θεουργίας, η οποία αποτελεί το γνώρισμα εκείνου του ιερατικού βαθμού. Έτσι, η χειροτονία αποτελεί μια αύξηση της οικείας ωραιότητας, διότι μέσω αυτής χαρίζεται στον θεοειδή το θεοειδέστατο κάλλος. Ο Αρεοπαγίτης θεωρεί ότι κάθε μέλος των ιερατικών τάξεων πρέπει να κατέχει μια αγιότητα που αντιστοιχεί στον βαθμό του. Από την άλλη μεριά, τον Κληρικό, που δεν εκπληρώνει την ειδική του ιεραρχική ενέργεια, τον θεωρεί εκπεσμένο από τη θεαρχική δύναμη.
Η Αρεοπαγιτική Εκκλησιολογία λειτουργεί ως μια εικονική, δομική και αντικειμενική οντολογία. Πρόκειται για μια δυναμική, σε εξέλιξη, ιεραρχία. Ο θεσμός της ιεραρχικής μεσολάβησης, ο οποίος χαρακτηρίζει την ιεραρχία των όντων, δεν πραγματοποιείται αυστηρώς στον ρευστό τούτο οργανισμό της Εκκλησίας, διότι μόνο οι Κληρικοί μπορούν να μεταδώσουν τις Θείες ελλάμψεις. Για όλα τα παραπάνω, η Αρεοπαγιτική Εκκλησιολογία έχει κατανοηθεί ως Κληρικοκρατία. Εντούτοις, μπορεί να πει κανείς ότι η εκκλησιαστική ιεραρχία, η οποία συνάχτηκε σε προσευχή γύρω από τον ευχαριστιακό Χριστό, αποκαλύπτει δομικά και λειτουργικά την τάξη της Χάριτος και αποτελεί μια εικόνα των Εσχάτων.
Υποσημειώσεις
(1) ΕΙ III , III, 10, MPG 3,440 Β.
(2) ΕΙ III , III, 10, MPG 3,440 Α.
(3) E Ι 1,5, MPG 3, 377 Β .
(4) El III, III, 14, MPG 3, 445 Α , Β .
(5) Hieromonk Alexander Golitzin, Ε t Introibo ad Altare Dei, οπ . π . σελ . 156.
(6) ΕΙ V, III, 2, MPG 3,509 D.
(7) ΕΙ 1, 1, MPG 3,372 Β .
(8) ΕΙ V, III, 2, MPG 3, 509 D.
(9) ΕΙ 1, 1, MPG 3,372 Β .
(10) ΕΙ V, III, 4, MPG 3, 512 Α , Β .
(11) ΕΙ VII, III, 10, MPG 3, 565 C.
(12) ΕΙ V, III, 6, MPG 3,513 Β.
(13) ΕΙ V , III , 6, MPG 3, 513 Β, C .
(14) ΕΙ 1,3, MPG 3, 373 C .
(15) ΕΙ IV, III, 2, MPG 3, 476 Β , C.
(16) Επ . VIII, 1, MPG 3, 1089 Α .
(17) Επ . VIII, 2, MPG 3, 1092 Β, C .
(18) π. Ν. Λουδοβίκου, Η αποφατική εκκλησιολογία του Ομοουσίου, όπ.π ., σ. 65.
(19) René Roques, L' Univers Dionysien όπ . π ., σ . 283.
(20) Επ . VIII, 2, MPG 3, 1092 Β ,
(21) Επ . VIII, 2, MPG 3, 1092 Β, C .
(22) π. Ν. Λουδοβίκου, Η αποφατική εκκλησιολογία του Ομοουσίου, όπ.π ., σ. 64. Μάλιστα, ο πατήρ Νικόλαος θεωρεί αυτόν τον τονισμό όχι απλά έντονο, αλλά υπερβολικό.
(23) ΕΙ III , III, 14, MPG 3, 445 Α, Β.
(24) René Roques, L' Univers Dionysien όπ . π ., σ . 283. |
|