|
Η παράδοσις περί του αποστόλου Θωμά
Αθανασίου Κ. Αρβανίτη, Ο απόστολος Θωμάς και η συριακή
εκκλησία του Μαλαμπάρ, Εκκλησιαστικαί Ιστορικαί Μελέται, τ. Γ΄,
Αθήναι 1962, σελ. 27-37
1. Απόκρυφοι πράξεις του Θωμά
Οίαν θέσιν κατέχει ο Απόστολος Παύλος ως Απόστολος της Δύσεως, την αυτήν, συμφώνως προς αρχαίαν παράδοσιν, δια την ΄Απω Ανατολήν έχει ο Απόστολος Θωμάς (1).
Η αρχαιοτέρα διήγησις περί του αποστολικού έργου του Θωμά εν Ινδίαις, είναι αι «Πράξεις του Αγίου και Αποστόλου Θωμά» (2), εκλαϊκευμένη αφήγησις, γραφείσασα, ως θεωρείται, εις την Συριακήν γλώσσαν κατά τον Γ΄ μ.Χ. αιώνα και μεταφρασθείσα επεξειργασμένη μεταγενεστέρως, εις την Ελληνικήν, Λατινικήν, Αιθιοπικήν και Αρμενικήν τοιαύτην (3).
Το περιεχόμενον των Αποκρύφων τούτων Πράξεων του Θωμά, εν γενικαίς γραμμαίς έχει ως ακολούθως: Κατά την υπό των Αποστόλων του Χριστού μετά την Πεντηκοστήν κλήρωσιν των μερών της γης, εις τα οποία ούτοι θα μετέβαινον προς Ευαγγελισμόν της Χριστιανικής Θρησκείας, εις τον Θωμάν έλαχον αι Ινδίαι. Ούτος όμως διετύπωσεν τον δισταγμόν, ότι ένας Ιουδαίος δεν ήτο ευχερές να κηρύξη το Ευαγγέλιον εις τους Ινδούς. Εις το σημείο τούτο επενέβη ο Κύριος. Συνήντησε τον επιτετραμμένον του Ινδού βασιλέως Γονδαφόρου, Αββάνην, όστις κατ' εντολή του κυρίου αυτού ηρεύνα ίνα εύρη αρχιτέκτονα δια την ανέγερσιν ανακτόρου και επώλησεν εις αυτόν τον Θωμάν, ξυλουργόν το επάγγελμα. Ο Αββάνης μετά του Θωμά, εταξίδευσαν δια θαλάσσης και αποβιβασθέντες εις τον λιμένα της Ανδραπόλεως, δια ξηράς έφθασαν εις το βασιλικόν άστυ του Γονδοφόρου ή Γουνδαφόρου. Ο βασιλεύς μετεχειρίσθη ευγενώς τον Θωμάν και του επέδειξε την θέσιν, επί της οποίας επεθύμει να οικοδομήση το νέον ανάκτορον. Ο Θωμάς ανέλαβε την εργασίαν και εκ των προτέρων έλαβεν αμοιβήν και το χρηματικόν ποσόν δια την αγοράν των υλικών. Ούτος όμως διεμοίρασε τα χρήματα ταύτα εις τους πτωχούς και μετά ταύτα ήρχισε περιοδεύων εις τα πέριξ, ευαγγελιζόμενος και ιερουργών εν τω ονόματι του Χριστού. Μετά τινα χρόνον, ο βασιλεύς επεσκέφθη τον τόπον, όπου θα εκτίζετο το ανάκτορον δια να εποπτεύση επί της προόδου της εργασίας. Ουδέν όμως είχε επιτελεσθή. Η μήνις του βασιλέως δεν κατηυνάσθη ουδέ με την διαβεβαίωσιν του Θωμά, ότι έκτισε δι' αυτόν ουχί επί γης αλλ' εν ουρανοίς ανάκτορον. Ο Θωμάς, μετά του Αββάνη, όστις εθεωρήθη συνυπεύθυνος, ερρίφθησαν εις την φυλακήν. Καθ' ο χρόνον τα γεγονότα ταύτα ελάμβανον χώρα, ο αδελφός του βασιλέως, Γαδ, απέθανε και είδε εις τον ουρανόν το περίλαμπρον ανάκτορον, το οποίο ο Θωμάς είχε κτίσει. Επετράπη δε εις τούτον, όπως επανέλθη εις την ζωήν και διηγήθη εις τον αδελφόν του το θεαθέν υπ' αυτού. Αμφότεροι, ο Γουνδαφόρος και ο Γαδ, προσήλθον εις την πίστιν δια του θαύματος τούτου και έλαβον το βάπτισμα, το χρίσμα και την θείαν ευχαριστίαν.
Τα ακολουθούντα κεφάλαια των Πράξεων του Θωμά, διηγούνται σειράν θαυμάτων, ανάστασιν νεκρών κ.ά. Εις το τέλος της εβδόμης εκ των δεκατεσσάρων πράξεων, εις ας διαιρείται η όλη συγγραφή, εμφανίζεται ο Θωμάς εμπιστευόμενος την εις την νηπιακήν αυτής ηλικίαν ευρισκομένην Εκκλησίαν, εις διάκονον τινα Ξάνθιππον και να μεταβαίνη εις άλλην πόλιν και εις χώραν άλλου βασιλέως. Η μεσολαβούσα απόστασις δεν δηλούται. Εις την χώραν ταύτην επίστευσεν και η βασίλισσα αυτής. Περιστατικά, άτινα συνηφάνθησαν μετά του ανωτέρω γεγονότος προυκάλεσαν την φυλάκισιν του αποστόλου κατ' εντολήν του βασιλέως, και τελικώς τον δια λογχισμού θάνατον αυτού. Προ του θανάτου του ηδυνήθη να χειροτονίση πρεσβύτερον και διάκονον και να οργανώση την Εκκλησίαν. Μετά τον θάνατον του Θωμά, ο βασιλεύς Μισδαίος ανησύχησε δια τον ασθενούντα υιόν του Ιουζάνην και εσκέφθη, ίνα χρησιμοποιήση το λείψανον του αποστόλου δια την θεραπείαν αυτού. Όταν ηνοίχθη ο τάφος, ο βασιλεύς διαπίστωσεν ότι το σώμα του Θωμά είχεν ήδη μεταφερθή παρά τινος πιστού εις την Μεσοποταμίαν. Κόνιν όμως εκ του τάφου απειργάσθη το ποθούμενον θαύμα. Ο βασιλόπαις εθεραπεύθη και ο πατήρ αυτού εγένετο χριστιανός.
Το συριακόν κείμενο τελειώνει με την φράσιν: «Αι πράξεις ας επετέλεσεν ο Ιούδας Θωμάς εν Ινδίαις, εκπληρών την εντολήν του αποστείλαντος αυτόν συμπληρούται. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας (4).
Ολόκληρον το κείμενον, ως προαναφέρθη, αποτελείται εκ δεκατεσσάρων πράξεων. Εις την ενάτην πράξιν, παρεμβάλλεται ο «ύμνος του Μαργαρίτου» ή «ύμνος του Λυτρωτού», όστις έχει χαρακτηρισθή ως αρχαιότερος των Πράξεων και μη έχων πραγματική μετ' αυτών σχέσιν (5).
Είναι γενικώς παραδεδεγμένη η γνώμη μεταξύ των Συρολόγων, ότι το ελληνικό κείμενο των πράξεων είναι μετάφρασις εκ του Συριακού (6). Το κείμενον τούτο ως διετηρήθη εν τω συνόλω του εις το χειρόγραφον U του Bonnet και τμηματικώς εις άλλα τοιαύτα είναι άνευ ουδεμιάς αμφιβολίας μετάφρασις εκ του Συριακού. Παρά ταύτα, υπό του James (7) εξεφράσθη η εικασία ότι ίσως το πρωτόγραφον κείμενον των πράξεων ήτο γεγραμμένον εις την Ελληνικήν και τούτο διότι εις τα τέσσαρα εις την Ελληνικήν διασωθέντα χειρόγραφα του Μαρτυρίου του Αποστόλου, συμπεριλαμβανομένου και ενός πολύ σημαντικού αντιγράφου ευρισκομένου εις Παρισίους του ενδεκάτου αιώνος, εμφανίζεται εν πολύ διαφορετικόν και ανώτερον κείμενον. Αναμφιβόλως ανώτερον εις το εξής σημείον. Ενώ το Συριακόν τοποθετεί την μεγάλην προσευχήν του Θωμά εις την δωδεκάτην πράξιν (Κεφ. 144 εις την Αγγλικήν μετάφρασιν εκδοθείσαν υπό του M. R. James, ήτις εγένετο βάσει του Συριακού και Ελληνικού κειμένου) (8), ολίγον χρόνον προ του μαρτυρίου, τα τέσσαρα χειρόγραφα την τοποθετούν αμέσως προ αυτού, μετά το κεφάλαιον 167. Αύτη, παρατηρεί ο ειρημένος συγγραφεύς, είναι και η εμπρέπουσα θέσις αυτής. Ο αυτός συνεχίζων γράφει ότι παρά το απαράδεκτον εκ μέρος των συρολόγων, εις το σημείο τούτο ευρίσκεται λείψανον του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου. Κατ' αυτόν, αι πράξεις του Θωμά συνεγράφησαν ελληνιστί και ενωρίς μετεφράσθησαν εις την Συριακήν. Καθισταμένου δε σπανίου ή απολεσθέντος εξ ολοκλήρου του εις την ελληνικήν πρωτογράφου τούτων, αναμεταφράσθησαν εκ της Συριακής εις την Ελληνικήν. Το Ελληνικόν όμως πρωτότυπον περί Μαρτυρίου, παρά ταύτα, διετηρήθη κεχωρισμένως και ούτως ευρίσκεται μέχρι σήμερον εις την θέσιν ταύτην.
Αντιθέτως προς την ανωτέρω γνώμην, λόγοι φιλολογικοί μαρτυρούντες την εκ της συριακής προέλευσιν των πράξεων του Θωμά, ως ομοφώνως δέχονται όλοι σχεδόν οι Συρολόγοι, είναι η τελειότης της συριακής συντάξεως και γλώσσης. Της γνώμης ταύτης έχεται ο G. Burkitt, μετά του οποίου συμφωνούν όλοι σχεδόν οι μελετηταί τούτων και ιδία ο Nöldeke. Και αν παραθεωρήσωμεν, γράφει, τας φιλολογικάς ενδείξεις, έχομεν να παρατηρήσωμεν ότι ολόκληρος η διήγησις ανήκει εις την περιοχήν μεταξύ Τίγρητος και Ευφράτου. Τα ονόματα είναι ονόματα σύρων χριστιανών. Έλλην θα ήτο δύσκολον να πράξη τούτο. Εάν θελήσωμεν να επιβεβαιώσωμεν την προέλευση αυτών, δυνάμεθα να συμβουλευθώμεν το Justis Iranisches, βιβλίον ονομάτων. Mazdai, Wezaz, Manasar, ονόματα αναφερόμενα εις τας πράξεις, είναι παλαιοπερσικά. Η Mygdonia, σύζυγος του βασιλέως ονομάζεται ούτως εκ του παρά Νίσιβιν ποταμού, όπως ο Bardaisan εκ του ποταμού της Εδέσσης. Το Αββάνης, είναι επίσης συριακόν όνομα. Εκτός των ονομάτων Ξάνθιππος και Τερτία, ουδέν άλλο δυτικής προελεύσεως ευρίσκεται εις τας πράξεις (9).
2. Τόπος συγγραφής, συγγραφεύς και θεολογικαί ιδέαι εν τω κειμένω των Πράξεων του Θωμά
Το γεγονός ότι η Έδεσσα ήτο το ανθούν κέντρον της ακμαζούσης συριακής φιλολογίας (10) κατά το πρώτον μ. Χ. αιώνα, δημιουργεί την υπόθεσιν, ότι αι πράξεις ως πρωτόγραφον, υπήρξε προϊόν της συριακής φιλολογίας, προελθούσαι εκ του φιλολογικών κύκλων της Εδέσσης (11). Η υπόθεσις αύτη, υποστηρίζεται εκ των ύμνων, οίτινες παρεισέφρησαν εις την διήγησιν περί του ταξειδίου του Αποστόλου Θωμά εις τας Ινδίας. Υποστηρίζεται, ότι οι ύμνοι τούτοι εγράφησαν αρχικώς εις την συριακήν γλώσσαν και ως τοιούτοι διεμόρφωσαν το συριακόν πρωτότυπον κείμενον. Οι ύμνοι, με την μυστική ποίησίν των, αντανακλούν το πνεύμα του ποιητού και φιλοσόφου, όστις επί της εποχής του βασιλέως Αβγάρου, εκυριάρχει της πνευματικής ζωής της Εδέσσης. Ούτος είναι ο Βαρδησάνης (12). Το περιεχόμενον των «ιερών» τούτων «ύμνων», οδηγεί εις το κέντρον της φιλολογικής δημιουργίας, ήτις υπό την επίδρασιν του αξιολόγου τούτου ονόματος, ευρίσκεται εις στενόν συνδυασμόν με την πρόοδον, ήτις παρουσιάσθη εις την Έδεσσαν επί βασιλέως Αβγάρου. Ο Βαρδησάνης απέθανε το 220 (13) (ή το 222). Όσα δια την μόρφωσιν αυτού, την ρητορική δεινότητα, την ποιητική του διάθεσιν όσον και δια το μουσικόν του τάλαντον εγράφησαν, απεικονίζουν την πνευματικήν τούτου σημασίαν και την επιρροήν του ονόματός του (14). Όσον δε δια τους εν ταις πράξεσιν ύμνους, ευκρινής θεωρείται η σφραγίς του πνεύματός του επ' αυτών, ώστε ερευνηταί ως ο N ö ldeke, Gutschmidt, Lipsius και Macke, εις τον Βαρδησάνην προσβλέπουν ως προς τον συγγραφέα. Μετά της συγγραφής των ασμάτων, ευρίσκεται εις εγγυτάτην σχέσιν και το πρωτόγραφον των Πράξεων του Θωμά, των οποίων οι ύμνοι ούτοι αποτελούν συνθετικόν μέρος (15).
Η αρχαία Εκκλησία της Εδέσσης, ως φύλαξ της παραδόσεως της εις Ινδίας μεταβάσεως του Αποστόλου Θωμά, οδηγεί εις την αναζήτησιν των φιλολογικών κύκλων εκείνης της δημιουργίας των πράξεων.
Δια της ερεύνης του Macke (16) απεδείχθη ότι η αρχαία συριακή συγγραφή ήτο εξ ολοκλήρου ποιητική. Τούτο ήνοιξε την οδόν προς τας πηγάς της Παραδόσεως. Όντος δε βεβαίου ότι η παράδοσις διετηρήθη εις τη συριακήν γλώσσαν οι φιλολογικοί κύκλοι της Συριακής Εκκλησίας ήσαν εκείνοι, οίτινες έδωσαν την μορφήν εις την πράδοσιν, ήτις εδημιουργήθη εκ των σχέσεων του Παρθοϊνδού ηγεμόνος Γουνδαφόρου μετά της Συρίας. Η εξήγησις αύτη υποστηρίζεται και εκ των αρίστων σχέσεων, αίτινες υφίσταντο μεταξύ Συρίας και Ινδιών. Η Εκκλησία της Συρίας από αρχαιοτάτων χρόνων ευρίσκετο εις τόσον στενόν σύνδεσμον μετά των Ινδιών, ώστε να δικαιολογήται η εκδοχή καθ' ην εις την περιοχήν της Συριακής Εκκλησίας πρέπει να αναζητήσωμεν την διατήρησιν της πραδόσεως περί της μεταβάσεως του Θωμά εις τας Ινδίας (17).
Η πρωτοβουλία της επεξεργασίας της παραδόσεως ταύτης συνδέεται με τας σχέσεις, τας οποίας έχει η Έδεσσα με την εις τας Ινδίας αποστολήν του Θωμά. Η Έδεσσα ως κληρονόμος της αποτελεσματικής δραστηριότητος του Αποστόλου εν Ινδίαις, ηθέλησε κατά τρόπον ιδιαίτερον να καταστή η θεματοφύλαξ της πραδόσεως, εν τη οποία διεφυλάχθη η ανάμνησιν της δραστηριότητος εκείνης. Εις την έκθεσιν του έργου του Θωμά, απεικονίζεται η δραστηριότης μετά της οποίας η Έδεσσα συνέχισε την αποστολικήν εκείνην δράσιν, ως μήτηρ Εκκλησία της Εκκλησίας των Ινδιών. Αυτός υπήρξεν ο λόγος, όστις επί του δια την φήμην της Εκκλησίας της Εδέσσης εργασθέντος ποιητού πρέπει να ήσκησεν ιδιαιτέραν έλξιν. Συν τούτοις δέον να ληφθή υπ' όψιν, ότι αι Ινδίαι δεν ήσαν ξέναι εις την φιλολογικήν δραστηριότητα του Βαρδησάνη. Η μυστηριώδης χώρα είχεν ενωρίτερον διεγείρει το ενδιαφέρον του ποιητού και φιλοσόφου τούτου και τον εκίνησεν εις σπουδήν αυτής. Τούτο συνέβη, ότε η Ινδική Πρεσβεία η μεταβαίνουσα το 182 μ. Χ. εις την Ρώμην, εστάθμευσεν επί τι διάστημα εν Εδέσση. Αποτέλεσμα της ακολουθησάσης υπό του Βαρδεσάνη σπουδής των Ινδιών δια της μετά ταύτα μεταβάσεως τούτου εις αυτάς είναι το σύγγραμμά του « Ινδίαι», του οποίου απόσπασμα σώζεται εις τον Πορφύριον και Στοβαίον. Εκ του αποσπάσματος τούτου συνάγεται ότι ο Βαρδεσάνης ιδιαιτέρως ζήτησε να πληροφορηθή περί της θρησκευτικής ζωής των Ινδιών. Εξ αυτού πληροφορούμεθα ό,τι από τους αρχαίους χρόνους γνωρίζομεν περί της βουδιστικής μοναστικής ζωής (18).
Η γνώσις ήδη της χώρας των Ινδιών και αι δια του εμπορίου δημιουργηθείσαι στεναί σχέσεις της Συρίας μετ' αυτών, δεν ήτο δυνατόν να μην ασκήση κατά τους χρόνους εκείνους ιδιαιτέραν έλξιν εις τους προμάχους του Χριστιανισμού εν Εδέσση και να τους κινήση εις την μελέτην παντός ότι αφεώρα εις το ταξείδιον του αποστόλου εις ταύτας. Δια της παραδόσεως, ήτις ήτο φορεύς του αποστολικού ταξειδίου εις το βασίλειον του Παρθοϊνδού βασιλέως, η Εκκλησία της Συρίας ήτο ήδη συνδεδεμένη μετ' αυτών (19).
Ο Βαρδησάνης εύρε προϋπαρχούσας τας πληροφορίας περί της εισαγωγής του Χριστιανισμού εις τας Ινδίας (20) εις την παράδοσιν του ταξειδίου του αποστόλου εις αυτάς και εις το βασίλειον του ηγεμόνος εκείνου, όστις εκ της Συρίας εζήτησεν τεχνίτην. Προ των οφθαλμών τούτου ηνοίχθη η εποχή των αποστολικών χρόνων και η μορφή του αποστόλου ενεφανίζετο δρώσα εις τους λαούς των Ινδιών, μετά των οποίων η εκκλησία της Εδέσσης ευρίσκετο εις σχέσεις. Την παράδοσιν ταύτην είχον συνθέσει εις αυτοτελή διήγησιν οι Χριστιανοί της Εδέσσης. Ήδη, το υλικόν το οποίον οδηγεί εις την αρχήν του Χριστιανισμού εν Ινδίαις ευρίσκετο εις την Έδεσσαν προ του Βαρδεσάνη. Το υλικόν τούτο ήτο αγαπητόν δια την πατρίδα του, της οποίας η πρωτεύουσα ετιμάτο ως κληρονόμος του αποστολικού πνεύματος εν τω ιδίω πεδίω δράσεως.
Συμφώνως προς τα ανωτέρω, εν τη Σχολή της Εδέσσης και πιθανώς δια της χειρός του Βαρδησάνη εγένετο η επεξεργασία της παραδόσεως προς δόξαν της αποστολής, την οποίαν ο Θωμάς ήσκησεν εν Ινδίαις και ταυτοχρόνως της Εδέσσης, δι' ης επετελέσθη η εξάπλωσις του Χριστιανισμού εις τας χώρας της Ανατολής. Αι πληροφορίαι περί του αποστολικού ταξιδίου ενεδύθησαν ποιητικήν μορφήν και ύμνοι αποπνέοντες μυστικόν λυρισμόν συνυφάνθησαν μετ' αυτής. Ούτω, πλουσία ποίησις περιέβαλε την αρχικήν ύλην την περιέχουσαν την ιστορικήν ανάμνησιν του αποστολικού εκείνου ταξιδίου, ήτις διετηρείτο εν Εδέσση προ της γενομένης επεξεργασίας (21).
Εκτός όμως των ανωτέρω, περί των αρχών των πράξεων του Θωμά, κατά καιρούς διετυπώθησαν γνώμαι, οτέ μεν εγγύτερον, οτέ δε ριζικώς μακρύτερον ιστάμεναι προς τα ήδη εκτεθέντα. Κατά τον Burkitt, τα οστά του αποστόλου, άτινα διετηρούντο εις την Έδεσσαν τουλάχιστον από των μέσων του Δ΄ μ. Χ. αιώνος, πιθανώς να εδημιούργησαν την παράδοσιν περί της προγενεστέρας ιστορίας των (22). Κατά τον Brown (23), δεν δύναται να αποδοθή ιστορική αξιοπιστία εις τας Πράξεις. Εγράφησαν ίνα μεγαλύνουν τον απόστολον Θωμάν και ούτω, δόξα εξ αντανακλάσεως περιβάλη και την Χαλδαϊκήν Εκκλησίαν, ήτις αξιοί τούτον ως ιδρυτήν της. Δύο δε λόγοι κατέστησαν τούτο αναγκαίον. Τον Δ΄ μ.Χ. αιώνα ο Δυτικός Χριστιανισμός ευρίσκετο εις διάστασιν με την Συριακήν Εκκλησίαν. Ήτο αναγκαίον δια την σωτηρία της Εκκλησίας ταύτης ίνα κατωχύρωνε την ανεξαρτησίαν αυτής τόσον εις την προέλευσίν της όσο και εις την ιδιάζουσαν διοίκησιν αυτής. Ουχί δε μόνον τούτο. Αι Εκκλησίαι της Ανατολής (Συρίας) από τινός ήδη χρόνου διεπίστωσαν ότι έπαυσαν να θεωρούνται Ορθόδοξοι υπό των Εκκλησιών της Αντιοχείας και της Δύσεως. Η οικειοποίησις της αποστολικότητος θα ήτο το έρεισμα εκείνο δια του οποίου θα ετίθεντο αύται επί της ιδίας μοίρας προς την μεγάλην Εκκλησίαν της Δύσεως (της Δυτικής και Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) (24).
Τέλος, η φιλελευθέρα κριτική δια του Alfred Gutschmidt με την διατριβήν αυτού "Die Königsnamen in der Apocryphen Apostelgeschichten" (25) εις τα περί παραδόσεως του Θωμά ισχυρίσθη ότι ο Χριστιανισμός ήτο αδύνατο να διεθόθη τόσον ενωρίς εις μίαν τόσον μεμακρυσμένην περιοχήν, πριν ή θέση σταθερόν πόδα εις το δυτικό Ιράν, λαμβάνων ως προϋπόθεσιν ότι η φυσική οδός εκ της Συρίας προς τας Ινδίας ήτο η δια ξηράς και ουχί η δια θαλάσσης. Ίνα δικαιολογήση την προέλευσιν της παράδοσεως του Θωμά προσεπάθησε να αποδείξη ότι το πρώτον μέρος των πράξεων ήτο η τροποποίησις βουδιστικής ιεραποστολικής ιστορίας ήτις εγένετο υπό του γνωστικού Βαρδησάνη ή υπό του περί αυτόν φιλολογικού κύκλου της Εδέσσης (26). Η ερμηνεία αυτή ανεσκευάσθη υπό του Winternitz (27), ως παρουσιάζουσα πολλάς αδυνάτους πλευράς.
Το θεολογικόν περιεχόμενον των πράξεων του Θωμά, ως προς την ορθότητα των εν αυτώ ιδεών, υπήρξεν αντικείμενον πολλής διαμφισβητήσεως. Υπεστηρίχθη πάντοτε υπό των ερευνητών αυτού, ότι εν αυτώ ενυπάρχουν εμφανώς μεν γνωστικαί ιδέαι (28), εμμέσως δε και μανιχαϊκαί. Τούτο στηρίζεται κατ' αρχήν εις το γεγονός ότι αι πράξεις έτυχον επεξεργασίας και αναθεωρήσεως εν τη Σχολή του Βαρδησάνη ή υπ' αυτού του Βαρδησάνη του Σύρου, όστις απεκλήθη ο τελευταίος γνωστικός (29). Ως γνωστικό έργον αυτού θεωρείται «ο Διάλογος περί ειμαρμένης» (30).
Εις την μελέτην των επί μέρους χαρακτηριστικών των πράξεων του Θωμά ευρίσκει τις διαφοράν αξίαν προσοχής μεταξύ του πρώτου (Πράξεις 1-6) και του δευτέρου μέρους τούτων. Το πρώτον έχει καλλιτεχνικήν αφηγηματικήν μορφήν. Το δεύτερον αλληλοδιαδοχήν θαυμάτων και περιστατικών εκ της δράσεως του Θωμά εις τα οποία κυριαρχεί η έννοια της μεταστροφής των ακροατών αυτού, ήτις είναι αποτέλεσμα της αμέσου επ' αυτών επιδράσεως τούτου (31).
Εις την πρώτην πράξιν, εμφανίζεται ο Απόστολος αποτρέπων την κόρην του βασιλέως, ήτις μόλις είχε νυμφευφθή, καθώς και το νυμφίον να ζήσουν βίον συζυγικόν αλλά συμβουλεύει τούτους, όπως διέλθουν τας ημέρας αυτών εν παρθενία, καταδεικνύων τα της παροδικότητος του κόσμου. Εις δε την ενάτην πράξιν, εις τα περί της συζύγου του άρχοντος Χαρισίου, ομιλεί περί της ακαθαρσίας του γάμου. Εκτός τούτων και εις άλλας παρομοίας περιπτώσεις αι αυταί εκφράζονται ιδέαι. Πάντα ταύτα, εγένοντο αφορμή, ίνα υποστηριχθή ότι σκοπός των πράξεων ήτο, όπως διεγείρη την προσοχήν του αναγνώστου εις την ανάγκην της παρθενίας και της πτωχείας δια μία αληθώς αληθώς χριστιανικήν ζωήν (32).
Ο συγγραφεύς πολύ ολίγα αναφέρει δια την οργανωμένην εκκλησιαστικήν ζωήν (33) αλλ' ενδιαφέρεται για την ατομική σωτηρίαν των ψυχών. Η μεγάλη έμφασις της αγαμίας ως μέσου προς σωτηρίαν και ο τονισμός του θαυματουργικού στοιχείου, δεν είναι καθ' αυτά αποδείξεις μη καθολικής προελεύσεως των πράξεων, αφού μέχρι αυτής της εποχής του Αφραάτου μόνον άγαμοι επετρέπετο να βαπτίζωνται εις την Έδεσσαν (34). Εκείνο όμως το σημείον είς το οποίον, όπως παρατηρέι ο Burkitt (35) το βιβλίον τούτο είναι αιρετικόν μεταξύ των άλλων είναι ότι δεν αναγνωρίζεται ο γάμος ως θεσμός ως ιερός. Πιθανώς αι ύποπτοι εκφράσεις να μην είναι έκφρασις αρχικής ετεροδόξου διδασκαλίας αλλ' αποτέλεσμα της αγνοίας ή της αδεξιότητος του μεταφραστού. Αίρεσις οπωσδήποτε ευρίσκεται εις την ανεξάρτητον προς την καθόλου ζωήν της Εκκλησίας ηθικολογίαν. Η λέξις Εκκλησία μόνον άπαξ εμφανίζεται και τούτο πιθανώς εκ λάθους.
Ως μη ορθόδοξον θεωρείται επίσης το πενιχρόν ενδιαφέρον πολεμικής κατά των Ιουδαίων και της ειδωλολατρείας. Ο συγγραφεύς δεν εκφέρει μεν εσφαλμένην τινα γνώμην περί της τιμής των ειδώλων των Εθνικών, αντιπαρέρχεται όμως μετά ευστροφίας το πράγμα (36). Ο Θωμάς, συμφώνως προς τας Πράξεις, δεν εκήρυξεν εναντίον των ειδώλων αλλά κατά του εν ανθρώπω κακού, ενώ ήτο συνηθέστατον, τα μαρτυρολόγια να περιέχουν την μαρτυρίαν εναντίον της λατρείας των ειδώλων.
Το εν τη λατινική μετάφραση χωρίον των Πράξεων του Θωμά, το οποίον αναφέρει ότι ο Απόστολος επολέμησε την προσκύνησιν του υιού του Ηλίου, όταν ούτος οδηγήθη προς του βασιλέως Mazdai, έχει παρεισφρήσει μεταγενεστέρως. Το ενδιαφέρον του συγγραφέως απασχολείται με τας πράξεις των ανθρώπων και ουχί με τας μεταξύ των αντιπάλων θρησκευμάτων αλληλοσυγκρουομένας αξιώσεις. Συντόμως, δ' ειπείν, ενδιαφέρεται δια την μεταστροφήν των ψυχών κεχωρισμένως και ουχί δια την σταθεροποίησιν της θέσεως της Εκκλησίας.
Χαρακτηριστικόν τι, μεταξύ των άλλων, εμφαίνον τας γνωστικάς ιδέας του βιβλίου είναι το εξής: Ο Χριστιανισμός από τας αρχάς της εμφανίσεως αυτού ήτο θρησκεία ιστορική. Απόδειξις της αληθείας αυτού ήσαν αι Γραφαί της Παλαιάς Διαθήκης και της εν Χριστώ Αποκάλυψις. Ο Γνωστικισμός περισσότερον ήτο θρησκευτική φιλοσοφία, γενική τις συγκρητιστική θρησκευτική κίνησις της φθίνουσης αρχαιότητος. Τόσον ως προς την ουσίαν όσον και ως προς την προέλευσιν είναι τι έξω του Χριστιανισμού (37) και έλαβε μεν στοιχεία εκ της Παλαιάς ή Καινής Διαθήκης αλλά καθ' εαυτήν υπήρξεν ανεξάρτητως (38). Εκείνο το οποίον απασχολεί τον συγγραφέα των Πράξεων δεν είναι αι σχέσεις αυτού προς την Αποκάλυψιν του Θεού αλλά το άσκοπον της ζωής των ανθρώπων, το οποίον με την αστάθειαν και την παροδικότητα αυτού, φαίνεται να τον πληροί στεναχωρίας και ανησυχίας. Εις την αντίληψιν της Εκκλησίας ως οργανωμένου σώματος, δι' ην θα ώφειλε να εργασθή, κείται η πραγματική διαχωριστική γραμμή μεταξύ ορθής πίστεως και Γνωστικισμού.
Ο πιστεύσας πέραν τούτου, συμφώνως προς τας Πράξεις, δεν έχει άλλο τι επιτελέση επί της γης. Δια τον ορθώς όμως πιστεύοντα η Εκκλησία ίσταται μεταξύ του παρόντος και του μέλλοντος, ως ο Ααρών μεταξύ θανάτου και ζωής. Είναι το ενδιάμεσον μεταξύ του μετά θάνατον κόσμου και του παρόντος· το Σώμα του Χριστού και δια τούτο αιωνία, άξιον δι' Εκείνην να ζη και κοπιά τις (39).
Σημεία δι' ων καθίστανται προφανέστεραι αι γνωστικαί ιδέαι των Πράξεων είναι η εν τη πεντηκοστώ κεφαλαίω περιεχομένη γνωστική επίκλησις, ήτις συναντάται και προηγουμένως εν εικοστώ τοιούτω, ήτις εξεφωνήθη κατά την Θείαν Ευχαριστίαν (40).
Ο γνωστικός μύθος ευρίσκεται εις τον αυτοτελή ύμνον της ψυχής ή ύμνον του Μαργαρίτου ή ύμνον του Λυτρωτού. Ούτος ευρίσκεται εις το τέλος της ενάτης πράξεως. Το κείμενον αυτού υπάρχον αρχικώς εις την συριακήν γλώσσαν, είναι παλαιότερον των Πράξεων του Θωμά και δεν έχει μετ' αυτών οργανικήν σχέσιν. Ελληνιστί ευρίσκεται εις το εν Ρώμη Vallicellian χειρόγραφον, αποδοθέν εν παραφράσει υπό του Νικήτα Θεσσαλονίκης. Τούτο ευρεθέν, εξεδόθη υπό του Bonnet (41).
Τέλος, διετυπώθη η γνώμη ότι αι Πράξεις του Θωμά προδίδουν ιδέας Μανιχαϊκάς ή ότι έχουν υποστή Μανιχαϊκήν επίδρασιν. Το σημείον εις το οποίον συγκεντρούνται αι υποψίαι ευρίσκεται εις την έκτην πράξιν εν τη οποία γίνεται λόγος περί του συστήματος των πέντε αιώνων και περί των εν ’δη πέντε στοιχείων. Εξ αιτίας τούτου, εξεφράσθη η γνώμη ότι η επεξεργασία των Πράξεων του Θωμά εγένετο εις την αρχήν του Μανιχαϊσμού ( περί το β΄ ήμισυ του Γ΄ μ. Χ. αιώνος ) και υπέστη εξ αυτού επιδράσεις ή ότι δια την συγγραφήν τούτων εχρησιμοποιήθη κοινόν αρχικόν υλικόν προμανιχαϊκής διδασκαλίας (42).
Επί του τελευταίου τούτου, ουδέν μετά βεβαιότητος έχει διατυπωθή και αι κατά καιρούς εκφρασθείσαι απόψεις ως μη έχουσαι ισχυρόν έρεισμα επί του περιεχομένου του κειμένου, υπήρξαν πάντοτε ευπρόσβλητοι.
Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων σαφώς αναφέρει (43) ότι «έγραψαν και Μανιχαίοι και Θωμάν Ευαγγέλιον». Ουδέν όμως παρόμοιον τι λέγει περί των Πράξεων, ουδέ φαίνεται να έχωμεν σχετικήν προς τούτο αρχαίαν μαρτυρίαν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Wilhem Germann, Die Kirche der Thomas Christen. Ein beitrag zur Geschichte der Orientalischen, Güterslah, 11.
(2) M. R. James, The Apocryphal New Testament, 364- 438. Constantinus Tischendorf, Acta Apostolorum Apocrypha ( ελληνικόν κείμενον ), σ. 190-242.
(3) L. W. Brown, The Indian Christians of St. Thomas, 43. πρβλ. Σελ. 42.
(4) M. R. James, The Apocryphal New Testament, Πράξεις Θωμά , σ. 364-438.
(5) G. Bornkamm, Mythos und legende in den Apocryphen Thomas Akten, 1. M. R. James, The Apocryphal New Testament, 364.
(6) F. C. Burkitt, Urchristentum im Orient, Tübingen 1907, 144. M. R. James, 364, c: Hans Lietzmann, Geschichte der Alten Kirche, v. 2. zweite auflage, 77.
(7) Αυτόθι, σ. 364.
(8) Η χρησιμοποιηθείσα αγγλική μετάφρασις των Πράξεων του Θωμά εγένετο εκ του ελληνικού κειμένου του Bonnet με παράλληλον παρακολούθησιν του συριακού ως απεδόθη υπό του Wright και της Mrs Lewis και Beran.
(9) F. C. Burkitt, Urchristentum im Orient, σ. 144-145. Β. Altaner, Patrologie, Auflage 1955, 56.
(10) R. Duval, La littérature syriaque, Paris 1899.
(11) Hans Lietzmann, Geschichte der Alten Kirch, Ecclesia Catholica, Zweite Bd. Zweite Auflage, 77.
(12) Encyclopaedia Britanica 9, ed. XXII, 827, W. Wright, " Syriac Literature".
(13) The Catholic Encyclopaedia II, 293.
(14) Cureton, " Spicilegium Syriacum", containing remains of Bardesan etc.
(15) J. Dahlmann, Die Thomas Legende, 129, Freiburg 1912.
(16) Tübiger Theol. Quartalschr. LVI, 1874, Syrische Lieder gnostischen ursprungs, 49- 52, 69-70.
(17) J. Dahlmann, Die Thomas Legende, 127.
(18) Christian Lassen, Indische Alterthumskunde, v. III, 365. Journal Asiatic Society, v. XX, υπό Priaulx.
(19) J. Dahlmann, Die Thomas Legende, 129- 130.
(20) Ευσεβίου, Προπαρασκευή Ευαγγελική, PG 21, βιβλίον V, κεφ. Ι΄, σελ. 465, Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλ. Συγγρ. Εκδ. Αποστ. Διακονία, τομ. 25, σελ. 221.
(21) J. Dahlmann, Die Thomas Legende, σ. 131. πρβλ. κατωτέρω: Το λείψανον του Αποστόλου Θωμά εν Εδέσση, ως μαρτυρία μεταβάσεως τούτου εις Ινδίας.
(22) F. C. Burkitt, Urchristentum im Orient, 137. J. R. Harris, The Dioscuri in the Christian Legend, σ. 20 κεξ.
(23) L. W. Brown, The Indian Christians of St Thomas, σελ. 46.
(24) W. Bauer, Rechtgläubigkeit und ketzerei im ältesten Christentum, κεφ. Ι.
(25) Εις τον υπό του Franz R ü he, Kleine Schriften, 11, σελ. 332.
(26) R. Garbe, Indien und das Christentum, 143. Περί της ιστορικής βάσεως του πυρήνος της διηγήσεως των αποκρύφων πράξεων του Θωμά θα γίνη ευρύς λόγος εν τοις οικείοις κεφαλαίοις.
(27) Winternitz, Deutsche Liter. Zeitung, 1913, σελ. 1754. Αι δυναταί πλευραί των υπό του Gutschmidt υποστηριζομένων καταφαίνονται κυρίως εκ των πληροφοριών των συγχρόνων προς τα γεγονότα γεωγράφων, καθ' ας η δια θαλάσσης συγκοινωνία δια λόγους μεπορικούς ήτο εξόχως ανεπτυγμένη μεταξύ του Ρωμαϊκού κόσμου και των Ινδιών. Πρβλ. κατωτέρω: Συρία και βορειοδυτικαί Ινδίαι.
(28) Hans Lietzmann, Geschichte der Alten Kirch, Die Anfänge, Dritte auflage, 153. Geschichte der Alten Kirch, Ecclesia Catholica, Zweite Bd. Zweite Auflage, 276.
(29) Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 20, βιβλίον IV, κεφ. 30, πρβλ. κατωτέρω: Παλαιοσυριακή Θεολογία.
(30) Αυτόθι. F. C. Burkitt, Urchristentum im Orient,, σελ. 133.
(31) G. Bornkamm, Mythos und legende in den Apocryphen Thomas Akten, σελ. 2.
(32) L. W. Brown, The Indian Christians of St Thomas, σελ. 43.
(33) C. Tischendort, Acta Apostolorum Apocrypha, σελ. 213, 214, 216, 227, 233. Η ύπαρξις Εκκλησία βεβαιούται εκ των βασικών προϋποθέσεων και στοιχείων άτινα χαρακτηρίζουν ταύτην. Εν σελ. π.χ. 213 214 γίνεται λόγος περί των μυστηρίων βαπτίσματος και χρίσματος, εν 216 περί της Κυριακής αργίας και της τελέσεως κατ' αυτήν του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας « ἔμελλεν γάρ Κυριακή ἐπιφαίνειν... καί ἄρτον τῆς εὐχαριστίας μετέδωκεν αὐτοῖς». Εν σελ. 227 γινέται επίσης λόγος περί θ. ευχαριστίας. Εν σελ. 214 ως « καταφύγιον του σωτήρος» χαρακτηρίζει την Εκκλησίαν: «πολλοί δε καί ἕτεροι πιστεύοντες προσετίθεντο καί ἤρχοντο εἰς τό καταφύγιον τοῦ σωτῆρος». Εν σελ. 233 ομιλών περί της ζωής των χριστιανών τούτων λέγει: « πᾶς οὖν Ὁ λαός ἐπίστευσε καί τάς ἑαυτῶν ψυχάς πειθηνίους παρέσχον τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι καί τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ, εὐωχούμενοι ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς εὐλογημένοις καί τῇ διακονίᾳ αὐτοῦ τῇ ἁγίᾳ, ἐκόμιζον δε χρήματα πολλά».
(34) F. C. Burkitt, Early Eastern Christianity, 125. Πρβλ. L. W. Brown, 43.
(35) F. C. Burkitt, Urchristentum im Orient, σελ. 145- 147.
(36) Wright, Apocryphal Acts of the Apostles, 207.
(37) Γαλίτη Γεωργίου, Οι κοπτικοί πάπυροι του Nag Hammadi, Aθήναι 1960, σ. 49.
(38) Στεφανίδου Β. Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 53- 54. F. Burkitt, ένθ. αν. παρ. 3.
(39) F. C. Burkitt, Urchristentum im Orient, σελ. 148.
(40) G. Bornkamm, Mythos und legende in den Apocryphen Thomas Akten, σελ. 5.
(41) Wright, Apocryphal Acts of the Apostles, σ. 251, πρβλ. Σ. 29, παραπ. 2.
(42) G. Bornkamm, Urchristentum im Orient, 50. E. Hennecke, Neutestamentiche Apokryphen, 479.
(43) Κύριλλος Ιεροσολύμων, Λόγος Κατηχητικός IV, PG 33, 500.
|
|