|
12 Μαρτίου
† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου
Μητροπολίτου Φαναρίου κ. Αγαθαγγέλου,
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας - Μάρτιος,
Αθήνα 2005, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. ~135-141
῾Ο ῞Αγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 949 μ.Χ. στή Γαλάτη τῆς Παφλαγονίας ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί εὔπορους, τόν Βασίλειο καί τή Θεοφανώ. ῾Ο θεῖος του Βασίλειος, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ὑψηλή θέση στόν αὐτοκρατορικό οἶκο τῆς ΚΠόλεως, προσέλαβε ἐνωρίς τόν ἀνιψιό του κοντά του, ὅπου, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔτυχε καλῆς παιδείας. ῞Ομως ὁ ῞Οσιος δέν ἔδινε προσοχή καί δέν ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιά μάθηση.
Κατά τήν ἐποχή αὐτή ὁ Συμεών ἐγνωρίσθηκε μέ ἕνα μοναχό τῆς περιωνύμου μονῆς τοῦ Στουδίου, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν, ἐπίσης, Συμεών. ῾Ο μοναχός αὐτός ἔγινε ἀπό τήν ἀρχή ὁ πνευματικός του πατέρας. ῞Οταν κατά τό ἔτος 963 μ.Χ. ἀπέθανε ὁ θεῖος του, ὁ Συμεών προσῆλθε στή μονή τοῦ Στουδίου, ὅπου ἐζητοῦσε «τόν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικόν καί διδάσκαλον». ῾Ο ἴδιος ὁ ῞Οσιος Συμεών παρομοιάζει τό θεῖο του μέ τόν Φαραώ, τή διαμονή του στόν αὐτοκρατορικό οἶκο μέ τήν αἰχμαλωσία τῶν ᾿Ισραηλιτῶν στήν Αἴγυπτο καί τόν πνευματικό του πατέρα μέ τόν Μωϋσῆ.
Κάποτε ὁ Γέροντάς του τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο μέ τά συγγράμματα τῶν ῾Αγίων Μάρκου τοῦ ᾿Ερημίτου καί Διαδόχου Φωτικῆς. Ζωηρή ἐντύπωση τοῦ προξένησε τό ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ ῾Αγίου Μάρκου τοῦ ᾿Ασκητοῦ, πού εἶχε τόν τίτλο «Περί Νόμου Πνευματικοῦ»·
«᾿Εάν ζητᾶς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τή συνείδησή σου,
κάνε ὅσα σοῦ λέει καί θά εὕρεις τήν ὠφέλεια».
῾Ο ῞Οσιος Συμεών ἦταν σάν νά ἄκουσε τό λόγο αὐτό ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ καί ἄρχισε ἀμέσως νά κάνει ὅ,τι τόν πρόσταζε συνείδησή του. Καί αὐτή, πού εἶναι κάτι θεϊκό, τόν παρακινοῦσε συνεχῶς στά ἀνώτερα, ἔτσι ὥστε αὔξησε τήν προσευχή καί τή μελέτη του μέχρι τήν ὥρα πού ἄρχιζε νά λαλεῖ ὁ πετεινός, δηλαδή μέχρι τά χαράματα. Σέ αὐτό τόν ἐβοηθοῦσε καί ἡ συνεχής νηστεία. ῎Ετσι, ἀκόμα καί πρίν φύγει ἀπό τόν κόσμο, ἐζοῦσε σχεδόν ἀσώματο βίο. Δέν τοῦ ἐχρειάσθηκε λοιπόν πολύς καιρός, γιά νά ἐκδημήσει ἐντελῶς ἀπό τά ὁρώμενα καί νά εἰσδύσει στά ἀόρατα θεῖα θεάματα.
Κάποια νύχτα, λοιπόν, πού προσευχόταν καί μέ καθαρό νοῦ ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν Θεό, εἶδε ξαφνικά νά λάμπει ἄπλετο φῶς ἀπό τούς οὐρανούς καί νά κατεβαίνει πρός αὐτόν. ᾿Εφώτισε τά πάντα καί τά μετέβαλε σέ μιά ὁλοκάθαρη μέρα. Καθώς ἦταν καί ὁ ἴδιος τυλιγμένος ἀπό αὐτό τό φῶς, τοῦ ἐφαινόταν σάν νά ἐξαφανίσθηκε ὁλόκληρη ἡ οἰκία μαζί μέ τό δωμάτιό του, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶχε ἁρπαγεῖ στόν ἀέρα, νιώθοντας σάν νά μήν εἶχε καθόλου σῶμα. Κατάπληκτος ἀπό τό μέγα τοῦτο μυστήριο ἐκραύγαζε μέ μεγάλη φωνή τό «Κύριε, ἐλέησον». Καθώς εὑρισκόταν μέσα σ᾿ αὐτό τό θεῖο φῶς, βλέπει στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ μιά ὁλόφωτη νεφέλη, ἄμορφη καί ἀσχημάτιστη, γεμάτη ἀπό τήν ἄρρητη δόξα τοῦ Θεοῦ. Στά δεξιά της ἔστεκε ὁ πνευματικός του πατέρας, Συμεών ὁ Εὐλαβής. ῎Εμεινε σέ αὐτή τήν ἐκστατική κατάσταση γιά πολύ, χωρίς νά αἰσθάνεται, καθώς ἐβεβαίωνε ἀργότερα, ἐάν ἦταν μέσα στό σῶμα ἤ ἐκτός τοῦ σώματος. ῞Οταν κάποτε ἐκεῖνο τό φῶς σιγά σιγά ὑποχώρησε, ἦλθε στόν ἑαυτό του καί κατάλαβε πώς εὑρίσκεται μέσα στό δωμάτιο.
Μετά ἀπό αὐτή τή θεωρία ὁ ῞Οσιος Συμεών ἱκέτευε συνεχῶς τό Γέροντά του νά τόν κείρει μοναχό.
᾿Αλλά ὁ πνευματικός του πατέρας τόν ἀναχαίτισε, ἐπειδή ἦταν νέος στήν ἡλικία καί ἔτσι ὁ ῞Οσιος ἐπέστρεψε στήν οἰκία τοῦ θείου του, ὅπου ἄρχισε μέ ἐπιμέλεια νά μελετᾶ. Βαθιά ἐντύπωση ἀπεκόμισε ἀπό τά ἔργα τῶν ῾Αγίων Μάρκου τοῦ ᾿Ασκητοῦ καί Διαδόχου Φωτικῆς, τά ὁποῖα ἔλαβε ἀπό τά χέρια τοῦ πνευματικοῦ του.
Κατά τό ἔτος 970 μ.Χ. ὁ Συμεών ἐπισκέφθηκε τούς γονεῖς του καί τούς ἀνακοίνωσε τήν κλίση του γιά τό μοναχικό βίο. Μάταια ἐκεῖνοι προσπάθησαν νά μεταβάλουν τήν ἀπόφαση τοῦ μονάκριβου υἱοῦ τους. ῾Η ἀπόφαση τοῦ Συμεών ἦταν σταθερή. ᾿Αρνήθηκε ἐγγράφως τήν πατρική περιουσία πού τοῦ ἀνῆκε καί κατέφυγε στή μονή τοῦ Στουδίου. Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στή μονή τοῦ ῾Αγίου Μάμαντος τοῦ Ξηροκέρκου, ὑπό τόν γούμενο ᾿Αντώνιο, πού εὑρισκόταν κοντά στή μονή τοῦ Στουδίου. Μετά ἀπό μία διετία ἐκάρη ἐδῶ μοναχός, γιά νά φωτίζει ὅλους τούς πιστούς μέ τό φῶς τῆς γνώσεως, πού ἐφώτιζε τόν ἑαυτό του. ῞Οταν μετά ἀπό λίγο ἀπέθανε ὁ γούμενος τῆς μονῆς, ὁ ῞Οσιος Συμεών ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί μέ τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργη (984-995 μ.Χ.) καί τήν ἔγκριση τῶν μοναχῶν τοῦ ῾Αγίου Μάμαντος ἔγινε γούμενος τῆς μονῆς.
῾Ως ἡγούμενος ὁ ῞Οσιος ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. ῎Οχι μόνο τήν κατεστραμμένη μονή ἀλλά πρό πάντων τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο. ῾Η μονή παρομοιαζόταν μέ κατάλυμα κοσμικῶν καί νεκρῶν σωμάτων. Καί ἡ μέν μονή ὡς οἰκοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, πνευματική ὅμως συγκρότηση τῶν μοναχῶν ἀπαιτοῦσε πολλές ἀνυπέρβλητες προσπάθειες. ῾Η διδασκαλία του συνάντησε τή μεγάλη ἀδιαφορία ὁρισμένης ὁμάδος μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στό σημεῖο, κατά τή διάρκεια μιᾶς πρωϊνῆς κατηχήσεως, νά ἐπιτεθοῦν κατά τοῦ Γέροντός τους. Κατά τήν ὥρα τῆς ἐπιθέσεως ὁ ῞Οσιος «τάς χεῖρας δεσμεύσας πρός ἑαυτόν καί εἰς οὐρανόν ἄρας αὐτοῦ τήν διάνοιαν, ἐπί χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδιῶν καί φαιδρόν ἀτενίζων πρός τούς ἀλάστορας».
Αὐτό ἦταν ἀρκετό νά ἀφοπλίσει τελείως τούς τριάντα ἐκείνους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν αὐτή τή συμπεριφορά. ῾Ο Πατριάρχης Σισίννιος Βύ (996-998 μ.Χ.) πρός τόν ὁποῖο κατέφυγαν ἀμέσως, γιά νά δικαιωθοῦν προφανῶς ἀπό αὐτόν, ἐξεπλάγη ἀπό τή μανία καί τό φθόνο τῶν ἀσύνετων μοναχῶν καί διέταξε νά ἐξορισθοῦν. ῞Ομως ὁ ῞Οσιος Συμεών παρεκάλεσε θερμῶς τόν Πατριάρχη νά τούς συγχωρέσει.
῾Ο ῞Οσιος, παρά τά πολλά καθήκοντά του στή μονή, εὕρισκε καιρό νά γράφει «τῶν θείων ὕμνων τούς ἔρωτες», τούς «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τούς «κατηχητικούς λόγους», τά «Πρακτικά, Γνωστικά καί Θεολογικά Κεφάλαια».
Δυσάρεστα ζητήματα ἐναντίον τοῦ ῾Οσίου ἐδημιούργησε ὁ σύγκελλος τοῦ Πατριάρχου Μητροπολίτης Νικομηδείας Στέφανος. ᾿Αφορμή γιά αὐτό ἦταν ἡ ἀγαθή φήμη τοῦ ῾Οσίου. ᾿Επειδή ὁ σύγκελλος δέν μποροῦσε νά βρεῖ στό βίο τοῦ ῾Οσίου κάποια κατηγορία, ἐστράφηκε πρός τό πρόσωπο τοῦ κοιμηθέντος ἤδη Γέροντός του. ῾Η κατηγορία τοῦ συγκέλλου ἦταν ὅτι ὁ ῞Οσιος ὑμνοῦσε τόν πνευματικό του πατέρα ὡς ῞Αγιο. Τελικά ἔπεισε τή Σύνοδο νά διευρενήσει τό ζήτημα. Καί μετά τή διαδικασία αὐτή, ὅλοι ἀνεγνώρισαν, ἐκτός τοῦ συγκέλλου, τό δίκαιο τοῦ Συμεών. Τότε ὁ σύγκελλος συνεργάσθηκε μέ μοναχούς πού ἐχθρεύονταν τόν ῞Οσιο καί ἔκλεψε ἀπό τή μονή τήν εἰκόνα ἐπί τῆς ὁποίας εἶχε ἁγιογραφηθεῖ ὁ πνευματικός πατέρας τοῦ ῾Οσίου μαζί μέ τόν Χριστό καί ἄλλους ἁγίους. ῾Ο ῞Οσιος διατάχθηκε νά προσέλθει στή Σύνοδο, γιά νά ἀπολογηθεῖ. Καί πάλι εὑρέθηκε ἀθῶος.
῾Ο ῞Οσιος παρέμεινε ἐπί εἴκοσι πέντε χρόνια ὡς γούμενος καί τό ἔτος 1005 ἀποσύρθηκε σέ συχαστήριο στό ἀντίπερα ἐρημόκαστρο τῆς Χρυσουπόλεως, πού ἐκαλεῖτο Παλουκητόν, καί σύχαζε στή μονή τῆς ῾Αγίας Μαρίνης. Στήν ἡγουμενία τόν διαδέχθηκε ὁ μαθητής του ᾿Αρσένιος. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1022.
῾Η Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή μονή τοῦ Στουδίου, στή μονή τοῦ ῾Αγίου Μάμαντος καί στή μονή τῆς ῾Αγίας Μαρίνης.
῾Ο ῞Οσιος Συμεών ἐδίδασκε ὅτι ἡ πρός Θεόν εἰλικρινής ἀγάπη καί μετάνοια ἦσαν ἀσφαλεῖς ὁδοί πρός τή θέωση. ῾Η τριαδολογική βάση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπολήγει ἱστορικά στά χριστολογικά πλαίσια τῆς σωτηρίας καί τῆς λυτρώσεως, μέ σαφεῖς ἐκκλησιολογικές ἀλλά καί ἐσχατολογικές προεκτάσεις πρός τήν ὁλοκλήρωση καί πλήρωση τῆς τελειώσεώς του. Τό φῶς τῆς ῾Αγίας Τριάδος ἀποκαθαίρει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, διαστέλει «τόν μέτοχον αὐτοῦ» ἀπό τόν κόσμο τοῦ σκότους καί τῆς πτώσεως καί δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις, ὥστε οἱ πιστοί ἀπό τώρα νά ἀρχίσουν νά γεύονται τή μέλλουσα δόξα τους. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ ῞Οσιος Συμεών· «Τό φῶς τῆς ῾Αγίας Τριάδος φαῖνον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ παντός ἀφιστᾷ τοῦ κόσμου καί τόν μέτοχον αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐντεῦθεν ἤδη ἐμφορεῖσθαι περί τῆς μελλούσης δόξης». ᾿Εδῶ ἡ θέωση σχετίζεται ἄμεσα μέ τό ἱστορικό καί ἐσχατολογικό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἀφοῦ τελικός σκοπός εἶναι σωτηρία καί δοξοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτοῦ τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου «ἀπαρχή», «μεσότης» καί «τελειότης» εἶναι ὁ Χριστός.
῾Η τελείωση καί θέωση ὁλοκληρώνεται στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ᾿Αναφέρει σχετικά ὁ ῞Οσιος ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Βασιλεία καί ᾿Εδέμ. «Σύ βασιλεία οὐρανῶν, σύ γῆ, Χριστέ, πραέων, σύ χλόης παράδεισος, σύ ὁ νυμφών ὁ θεῖος»71.
Γιά τή θεολογική του κατάρτιση καί δεινότητα ὁ ῞Οσιος Συμεών ὀνομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ἤ «ὁ ῞Αγιος τοῦ φωτός». Κατά τίς πνευματικές ἀναβάσεις τοῦ ῾Αγίου, ἐπιδιδόμενος στήν ἡσυχία, ἐλευθερωνόταν ἀπό τήν ὕλη, γλώσσα του ἐγινόταν γλώσσα πυρός, συνέθετε καί θεολογοῦσε θείους ὕμνους, γινόταν ὁλόκληρος πῦρ, ὁλόκληρος φῶς καί θεωνόταν κατά χάριν. ῎Αλλοτε, μαρτυρεῖται ὅτι εὑρισκόταν ἐπάνω ἀπό τή γῆ, καί ἔχοντας τά χέρια ὑψωμένα καί προσευχόμενος, ἦταν «ὅλος φωτός καί ὅλος λαμπρότητος». |
|
|
Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας
Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἡ ὀνομασία «Ἁγιοσορίτισσα» (1) εἶναι σύνθετη ἀπό τίς λέξεις «ἁγία» καί «σορός» καί δηλώνει τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού φυ-λασσόταν στό ἱερό παρεκκλήσι τῆς «Ἁγίας Σοροῦ», στόν περίφημο ναό τῶν Χαλκοπρατείων (2) στήν Κωνσταντινούπολη, μέ θύρες ἀπό ἤλεκτρο, ἀσήμι καί χρυσό (3), ἐκεῖ πού ἦταν ἡ Ἁγία Σορός (ἡ Ἁγία Ζώνη) τῆς Θεοτόκου. Κτήτορες τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Σοροῦ, πού ἦταν προσκολλημένο στόν κυρίως ναό, εἶναι ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος Β΄(565-574) καί ἡ αὐγούστα Σοφία (4). Ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος (395-408) ἦταν αὐτός πού ἀνέλαβε τήν πρωτοβουλία νά μεταφέρει τήν Ἁγία Ζώνη ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στήν Κωνσταντινούπολη καί νά τήν τοποθετήσει μέσα σέ φρικτή καί ἀειλαμπῆ κιβωτό (5) στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων πού κτίσθηκε ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Πουλχερία (450-453) (6). Τό γεγονός αὐτό ἑορτάζεται στίς 31 Αὐγούστου (7).
Τά Χαλκοπρατεῖα ἦταν συνοικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως κείμενη πλησίον τῆς Ἁγίας Σοφίας. Κλήθηκε ἔτσι, διότι ἀπό τῶν χρόνων τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἔκειτο σέ αὐτή ὁ ἔμβολος (στοά), ὅπου βρίσκονταν τά ἐργαστήρια κατασκευῆς καί ἐμπορίου χάλκινων άντικειμένων (8). Ἡ συνοικία ἦταν γνωστή καί ὡς ἡ συνοικία τῶν «Χαρτοπρατείων», ἐξαιτίας τῆς ὕπαρξης ἐργαστηρίων γραφικῆς ὕλης (9).
Ἡ Θεοτόκος τῶν Χαλκοπρατείων ἀποτελεῖ τή σημαντικότερη ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀφιερωμένη στήν Παναγία μέχρι τήν ἀνάδειξη τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν. Βρίσκεται βόρεια τοῦ Πατριαρχείου καί σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό συγκρότημα τῆς Ἁγίας Σοφίας (10). Ὁ ναός ἀνήκει στόν τύπο τῆς τρίκλιτης βασιλικῆς μέ μία τρίπλευρη ἀψίδα καί νάρθηκα στά δυτικά. Δυτικότερα ὑπήρχε τρίστωο αἴθριο μέ διαστάσεις παρόμοιες μέ ἐκείνες τοῦ αἰθρίου τῆς βασιλικῆς τοῦ Στουδίου (11). Στή διάρκεια τῆς ἱστορίας του, ὁ ναός ἔγινε θέατρο σημαντικῶν γεγονότων. Κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α΄ ἡ ἐκκλησία χρησιμοποιήθηκε ὡς πατριαρχικός ναός γιά πέντε χρόνια (532-537), ἀπό τήν καταστροφή τῆς Ἁγίας Σοφίας, στίς πυρκαγιές τῆς στάσης τοῦ Νίκα, μέχρι τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἰουστινιάνειου ναοῦ (12). Στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων συνῆλθε ἡ Σύνοδος τοῦ 536, πού ἀναθεμάτισε τούς μονοφυσίτες καί τόν μονοφυσίτη πρώην πατριάρχη Ἄνθιμο Α΄(13). Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118), ἐξαιτίας τῆς σοβαρῆς οἰκονομικῆς κρίσης, προχώρησε στή δήμευση ἐκκλησιαστικῶν ἀντικειμένων, γιά νά μπορέσει νά ἀντιμετωπίσει τίς ἐπιθέσεις τῶν Νορμανδῶν (14). Ἀπό τό ναό τῆς Παναγίας τῶν Χαλκοπρατείων ἀφαιρέθηκαν τότε οἱ χρυσές θύρες. Ὡς ἀποζημίωση ὁρίσθηκε ἕνα ἐτήσιο κονδύλιο ἀπό τό βασιλικό ταμεῖο (15). Τέλος, τήν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας ὁ ναός χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν λατινικό κλῆρο (16). Ἐλάχιστα τμήματα τοῦ μνημείου διατηροῦνται σήμερα (17).
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας θεωρεῖται ἡ ἀρχαιότερη ἐγκαυστική εἰκόνα μέ τόν συγκεκριμένο εἰκονογραφικό τύπο πού χρονολογεῖται ἀπό ἱστορικούς ἀπό τόν 2ο μέχρι τόν 5ο αἰώνα (18) καί εἶναι κατά τήν παράδοση ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ (19). Ἐντάσσεται στήν κατηγορία τῶν ἀχειροποίητων εἰκόνων, ἀφοῦ καί πάλι ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι μετά τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου οἱ Ἀπόστολοι ἐζήτησαν ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ νά ζωγραφίσει τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ὁ Λουκᾶς ἄρχισε τό ἔργο τῆς ἁγιογράφησης ἀλλά τό πρόσωπο τῆς Παναγίας τελειώθηκε διά θαύματος. Ἡ ἀπεικόνιση τῆς θείας μορφῆς τῆς δεομένης Θεοτόκου εἶχε ἁγιογραφηθεῖ μέ θεία παρέμβαση.
Ἡ εἰκόνα φυλασσόταν στά Ἱεροσόλυμα μέχρι πού ἡ αὐγούστα Εὐδοκία (20) (421-443, † 13 Αὐγούστου) τή μετέφερε στήν Κωνσταντινούπολη (21). Ἡ ἱερά εἰκόνα, πού εἶναι τό πιθανό ἀρχέτυπο τοῦ εἰκονογραφικοῦ τύπου τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, τοποθετήθηκε στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων (22) «ἐν ᾧ παννυχίδα καί λιτήν κατά πᾶσαν τετράδα ἐθέσπιζε γίνεσθαι. Συνάμα φωτί ὅ πηγάζει λαμπάς» (23).
Τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σύμφωνα μέ τή διήγηση κάποιου ἀνώνυμου, μετέφεραν στή Ρώμη ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τρεῖς Ἕλληνες ἐξόριστοι, ὁ Σέρβηλος, ὁ Κέρβηλος καί ὁ Τέμπουλος πού τήν τοποθέτησαν στό ναό πού ἀφιερώθηκε στήν Παναγία καί ἀναφέρεται στίς πηγές ὡς Sancta Maria Tempuli (24). Στή Ρώμη πρέπει νά ἔφθασε κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Ἐπισκόπου Ρώμης (590-604, +12 Μαρτίου) (25), ὁ ὁποῖος συνδεόταν μέ τούς Ἕλληνες τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀφοῦ εἶχε διατελέσει ἀποκρισάριος τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης στήν αὐτοκρατορική αὐλή (26).
Κάποτε κάποιοι ἱερεῖς τῆς Ρώμης θέλησαν νά μετακινήσουν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στό ναό τοῦ Λατερανοῦ προκαλώντας μεγάλη στεναχώρια στίς μοναχές. Κατά τή διάρκεια τῆς μεταφορᾶς ξέσπασε κυκλώνας καί τή νύχτα ἡ εἰκόνα ἐπέστρεψε θαυματουργικά στό ναό ἀπό τόν ὁποῖο ἀποσπάσθηκε.
Ὅταν κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου ἡ Ρώμη ὑπέφερε ἀπό τόν λοιμό τῆς πανώλης, ὁ Ἅγιος ἐπικαλέσθηκε γιά τή θεραπεία τῶν ἀνθρώπων τή χάρη τῆς Παναγίας καί διέταξε νά λιτανεύσουν τήν Εἰκόνα της. Ὅταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔφθασε κοντά στόν τάφο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ, στό κάστρο τοῦ Ἀγγέλου ἐμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά της ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ πού ἔβαλε τό σπαθί του στή θήκη του ἐνῶ οὐράνιες δυνάμεις ἔψαλαν τόν ὕμνο «Χαῖρε, Βασίλισσα τοῦ κόσμου». Ἡ Παναγία, πού εἶναι τό πολυθρύλητο θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, ἔκανε τό θαῦμα της. Ὁ λοιμός σταμάτησε (27).
Ἡ μορφή τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας εἶναι μία δεόμενη πρός τόν Χριστό Παναγία πού κρύβει μέσα της τήν κραυγή ἀγωνίας καί τήν ἱκεσία τοῦ πιστοῦ, τήν προσευχή του, τήν ἐλπίδα του γιά τό αὔριο, τήν ἐμπειρία τῆς χάριτός της, γιατί αὐτή εἶναι καί παραμένει παρηγοριά καί χαρά τοῦ λαοῦ της. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς μέ τά βλέμματα στραμμένα πρός τήν εἰκόνα Της ἀναφω-νοῦμε μέ τρυφερότητα: «Σκέπασέ μας, Παναγία Μητέρα μας, μέ τό τίμιο πέπλο σου κι ἀπό κάθε κακό ἐλευθέρωσέ μας, παρακαλώντας τόν Υἱό σου, τόν Χριστό καί Θεό μας, νά σώσει τίς ψυχές μας».
Υποσημειωσεις
(1) G. Schlumberger, Sigillofraphie de l’ Empire Byzantin, Paris 1884. σελ. 38. N. Kondakov, Ι konografiia Bogomateri, τόμ. ΙΙ, S. Petersburg 1914-15, σελ. 294-315, εἰκ. 162-176. J. Ebersolt, Sanctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens trésors des églises de Constantinople, Paris 1921, σελ. 57. Γ. Σωτηρίου, Ἡ Χριστιανική καί Βυζαντινή εἰκονογραφία, Θεολογία 27, 1, 1956, σελ. 11: «Εἰκών τῆς Ἁγιοσοριτίσσης : Περίφημος εἰκών, τύπου δεομένης ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, τιμωμένη εἰς τόν ὁμώνυμον, παρά τήν συνοικίαν τῶν Χαλκοπρατείων ὑπό τῆς Πουλχερίας ἱδρυθέντα ναόν, τόν ἐπιλεγόμενον τῆς ἁγίας Σοροῦ, ὅπου ἐφυλάσσετο ἡ ζώνη τῆς Θεοτόκου...». S. Der Nersessian, Two Images of the Virgin Mary in the Dumbarton Oaks Collection, DOP 14 (1960), σελ. 77-86. Μ. Α ndaloro, Note sui temi ico- nografici della Deesis e dell’ Haghiosoritissa, RIAS 17 (1970), σελ. 85-153. Κ. Καλοκύρη, ¨Η Θεοτόκος εἰς τήν εἰκονογραφίαν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 55, 70-71. Χρ. Μπαλτογιάννη, Ἡ Παναγία στίς φορητές εἰκόνες, Μήτηρ Θεοῦ, σελ. 147-148.
(2) Ὁ Ρ. Gilles στά μέσα τοῦ 16ου αίώνα σημειώνει ὅτι τά Χαλκοπράτεια δέν βρίσκο-νταν μακριά ἀπό τό Μίλιον, βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεῖα, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 24 ος, σελ. 433, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1934. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως ΙΙΙ, 32, Scriptores Oroginum Constantinopolitanum (ἔκδ. Τ H. Preger ), σελ. 226-227. Petrus Gyllius, De topographia Constantinopoleos et de illius antiquatibus (Lyon 1561), II.21. Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia», Echos d' Orient 23 (1924), σελ. 36-37.
(3) Ἀπό τίς πηγές γνωρίζουμε ὅτι μέ τίς ἐπισκευές τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστίνου Β΄ ὀ ναός ἀπέκτησε φατνωματική ὀροφή ἐπενδεδυμένη μέ πολύτιμο μέταλλο καί θύρες ἀπό ἤλεκτρο, ἀσήμι καί χρυσό, Μ ango, C., The Chalkoprateia Annunciation and the preeternal Logos, Δελτίον Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 17 (1993/4), σελ. 165.
(4) Τό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σοροῦ ἦταν χωριστό καί ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν κυρίως ναό καί συγκεκριμένα μέ τό βόρειο κλίτος. Αὐτό συμπεραίνεται καί ἀπό τήν περιγραφή τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ὅπου άναφέρεται ὅτι ὁ Πατριάρχης «διά τῆς πλαγίας τοῦ ἀριστεροῦ μέρους (τοῦ θυσιαστηρίου) ἐξελθών, εἰσέρχεται εἰς τήν Ἁγίαν Σορόν καί στάς ἔμπροσθεν τῶν ἁγίων θυρῶν...», Ἔκθεσις τῆς Βασιλείου τάξεως, P. G., 112, σελ. 404-408, 408. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 82, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Οἱ πηγές μαρτυροῦν τήν ὕπαρξη δύο παρεκκλησίων, τῆς Ἁγίας Σοροῦ καί τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Βλ. Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, Περί Βασιλείου Τάξεως, Reiske, J. J. (ἐπιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris De Cerimoniis aulae byzantinae Ι (CSHB, Bonn 1829), σελ. 31.4-9· Lackner, W. (ἐπιμ.), «Ein byzantinisches Marienmirakel», Βυζαντινά 13.2 (1985), σελ. 853.
(5) Εὐθυμίου Μοναχοῦ, Ἐγκώμιον εἰς τήν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας αὐτῆς Σοροῦ ἐν τοῖς Χαλκοπρατίοις», Patrologia Orientalis, 16, σελ. 511.
(6) Βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεῖα, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 24 ος, σελ. 433, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1934. Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Ράμφου, Ἁγιολογικά Μελετήματα, σελ. Γ11-12, Ἀθήναι 1987. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 79, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 30. Müller-Wiener, W., Bildlexicon zur Topographie Instabuls (Tübingen 1977), σελ. 76. Janin, R., La géographie écclesiastique de l'empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat oecumenique, iii: Les églises et les mona-stères 2 (Paris 1969), σελ. 237, 239. Πρβλ. Mansi, J., Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio 8 (Paris 1901), στήλ. 878. Καραγιαννόπουλου Ἰ., Ἱστορία τοῦ βυζαντινού κράτους Α΄ (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 495. Φασουλάκη Σ .-Λαΐου Ἀ., «Ἡ δυναστεία τῶν Κομνηνῶν καί οἱ Σταυροφορίες», Ἱστορία του Ελληνικού Έθνους Θ΄ (Ἀθήνα 1979), σελ. 13. Σκαρλάτου τοῦ Βυζαντίου Δ., Κωνσταντινούπολις Α΄ (Ἀθῆναι 1851), σελ. 460. Ἄννας Κομνηνῆς, Ἀ λεξιάς, Schopen, L. (ἐπιμ.), Annae Co mnenae, Alexias Ι (CSHB, Bonn 1839), σελ. 278.6-10.
(7) «Τῇ ΛΑ΄ τοῦ μηνός Αὐγούστου ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ σορῷ καταθέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῷ σεβασμίῳ αὐτῆς οἴκῳ, τό ὄντι ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις, ἀνακομισθείσης ἀπό τῆς Ἐπισκοπῆς Ζήλας ἐπί Ἰουστινιανοῦ τοῦ βασιλέως», Συναξάρι ἡμέρας, Μηναῖον Αὐγούστου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις 2006, σελ. 409. «Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ὑπευρευλογημένης θεόπαιδος, έν ᾧ ἀγγέλων στρατιαί ὑπηρετοῦσιν ἀδιάλειπτα καί κύκλῳ τῆς ἀειλαμοῦς σοροῦ παρίστανται.. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς παναχράντου δεσποίνης ἡμῶν. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς δεδοξασμένης μητρός τοῦ Θεοῦ. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς μητρός τοῦ βασιλέως Χριστοῦ. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ἀπειρογάμου νύμφης τοῦ ἀκαταλήπτου Πατρός. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῶν ἁπάντων ναῶν τῆς πανάγνου ὑπέρτερος. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ἁπάντων χριστιανῶν προστασίας καί σκέπης. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς πανυμνήτου καί παμωμήτου κόρης. Σήμερον ναός τῆς παντευλογήτου καί τιμίας νεάνιδος καί τῆς τῶν προφητῶν κορωνίδος ἐγκαίνισται, ἐν ᾧ παραλυτικοί ἀνορθοῦνται, ἀόμματοι τό βλέπειν ἀπολαμβάνουσι, ῥιγῶντες καί πυρέττοντες ἐξιῶνται. Ἀέναος γάρ ἡ βρύσις τῶν αὐτῆς θαυμάτων ἑκάστοτε», Εὐθυμίου Μοναχοῦ, Ἐγκώμιον εἰς τήν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας αὐτῆς Σοροῦ ἐν τοῖς Χαλκοπρατίοις», Patrologia Orientalia 16, σελ. 512-513.
(8) Βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεῖα, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 24ος, σελ. 433, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1934. Ψευδο-Κωδινοῦ, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, Τ. (επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitanarum ΙΙ (Leipzig 1907, ἀνατ. 1975), σελ. 227. Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia», Echos d'Orient 23 (1924), σελ. 36-37.
(9) Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia», Echos d'Orient 23 (1924), σελ. 36-37.
(10) Πασπάτη Ἀ., Τά βυζαντινά ἀνάκτορα καί τά πέριξ αὐτῶν ἱδρύματα. Μεθ’ ἑνός χάρτου τοπογραφικοῦ (Ἀθῆναι 1885), σελ. 84.
(11) Mathews T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 30.
(12) Müller - Wiener, W., Bildlexicon zur Topographie Instabuls (Tübingen 1977), σελ. 76.
(13) Βλ. Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 2002, σελ. 691-694. Janin, R., La géographie écclesiastique de l'e mpire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat oecumenique, iii: Les églises et les monastères 2 (Paris 1969), σελ. 239. Mansi, J., Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio 8 (Paris 1901), στήλ. 878. Καραγιαννόπουλου Ἰ., Ἱστορία τοῦ βυζαντινού κράτους Α΄ (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 495.
(14) Φασουλάκη Σ.- Λαΐου Ἀ., «Ἡ δυναστεία τῶν Κομνηνῶν καί οἱ Σταυροφορίες», Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους Θ΄ (Ἀθήνα 1979), σελ. 13.
(15) Ἄννας Κομνηνῆς, Ἀ λεξιάς, Schopen, L. (ἐπιμ.), Annae Comnenae, Alexias Ι (CSHB, Bonn 1839), σελ. 278.6-10.
(16) Janin, R., La géographie écclesiastique de l'empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat oecumenique, iii: Les églises et les monastères 2 (Paris 1969), σελ. 237, 239.
(17) Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 28.
(18) Ὁ H. Β elting χρονολογεῖ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας περί τόν 6 ο αἰώνα, βλ. Hans Belting, Likeness and Presence, A History of the Image before the Era of Art, σελ. 320, εἰκ. 190, πίν. V, University of Chicago Press, 1997. Περί τ ῆς μοναδικότητας τῆς εἰκόνας γράφει καί ἡ Ἀ. Μπιτσάνη στό ἄρθρο «Βυζαντινή εἰκόνα τῆς Παναγίας δεομένης στήν Καταπολιανή Πάρου», Δελτίον Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, τόμος ΚΓ΄ (2002), σελ. 177-198. M. Andaloro, Note sui temi iconografici della Deesis et della Hagiosoritissa, Riasa 17, 1970, σελ. 127-128. Μ. Καζαμία - Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
(19) Μ. Καζαμία - Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, ὑποσημ. 122, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Vladimir Koudelka, Le Una icona d’ Oriente nel cuore dell’ Occidente Cristiano, σελ. 136.
(20) Ἡ βασίλισσα Εὐδοκία παρέμεινε στά Ἱεροσόλυμα ἐπί πολλά ἔτη καί ἀνήγειρε τό ναό τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ ὁποίου ἱερά λείψανα ἔφερε μαζί της στή Βασιλεύουσα περί τό τέλος τοῦ 439, ἔκτισε πολλές ἐκκλησίες καί μοναστήρια, πτωχοκομεῖα καί γηροκομεῖα, βλ. Ἰω. Χ. Κωνσταντινίδη, «Εὐδοκία», Θρησκευτική καί ἠθική ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 5 ος, Ἀθῆναι 1964, σελ. 1021. Μ. Γεδεών, Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον, σελ. 152. Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος Μ. Εὐθυμίου, ἐκδ. Schwartz, Leipzig 1939, σελ. 152. Βασ. Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1978, σελ. 226
(21) Πρόκειται γιά τό κείμενο τοῦ Θεοδώρου Ἀναγνώστου (6ος αἰώνας)«ὅτι ἡ Εὐδοκία τῇ Πουλχερίᾳ τήν εἰκόνα τῆς Θεομήορος, ἥν ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς καθιστόρησεν, ἐξ Ἱεροσολύμων ἀπέστειλεν», Θεοδώρου Ἀναγνώστου, Ἐκλογαί ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Α΄, P. G. 86, σελ. 165. Βλ. Andr é Grabar, Martyrium. Recherches sur le culte des reliques et l ' art chr é tien antique, Coll é ge de France, ΙΙ, Paris 1943– 1946, σελ. 348. Vladimir Koudelka, Le monasterium Tempuli et la fondation dominicaine de San Sisto, AFP 31, 1961, σελ. 14-15. Τοῦ ἰδίου, Una icona d’ Oriente nel cuore dell’ Occidente Cristiano, σελ. 141. Μ. Καζαμία - Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
(22) Ἀγγελικῆς Μπιτσάνη, ἄρθρο «Βυζαντινή εἰκόνα τῆς Παναγίας δεομένης στήν Καταπολιανή Πάρου», Δελτίον Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, τόμος ΚΓ΄ (2002), σελ. 177-198. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 114, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
(23) Νικηφόρου Καλλίστου, P. G. 147, 41 ἑξ.
(24) Ἡ ὀνομασία Τ empuli ἑρμηνεύθηκε ὡς ἠ λατινική ἀπόδοση τοῦ «Σορίτισσα», βλ. Ch. Baltoyanni, The icon of Haghiosoritissa and the Eleousa, στό Mother of God, Repre-sentations of the Virgin in Byzantine art, (ed. M. Vassilaki), Milan 2000, σελ. 148. http://romanchurches.wikia.com/wiki/Santa_Maria_in_Tempulo. Ὑπάρχει ὅμως καί μία διαφορετική ἑρμηνεία πού τή συσχετίζει μέ τό ὄνομα τοῦ Τέμπουλου (Tempulus) τοῦ ἑνός ἀπό τούς τρεῖς ἀδελφούς στήν κατοχή τῶν ὁποίων περιῆλθε ἡ εἰκόνα. Λεπτομερής ἀνάλυση τῆς σχετικῆς ἄποψης βλ. στό Vladimir Koudelka, Le monasterium Tempuli et la fondation dominicaine de San Sisto,AFP 31, 1961, σελ. 14-15. Τοῦ ἰδίου, Vladimir Koudelka, Una icona d’ Oriente nel cuore dell’ Occidente Cristiano, σελ. 135. Μ. Καζαμία - Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, ὑποσημ. 122, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Σήμερα ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας φυλάσσεται στό γυναικεῖο μοναστήρι τῶν Ἁγίων Δομηνίκου καί Σίξτου στή Ρώμη, ὅπου ἐγκαταβιοῦν ἔγκλειστες μοναχές, πού εἶναι γνωστό καί ὡς ναός τῆς Santa Ma- ria del Rosario.
(25) Vladimir Koudelka, Una icona d’ Oriente nel cuore dell’ Occidente Cristiano, σελ. 140 : «Quest’ ultimo descrisse una tradizione sulla prezenza dell’ icona a Roma già nell’ anno 590, nel tempo di papa Gregorio Magno (590-604)».
(26) Παρέμεινε ἀποκρισάριος ἀπό τό 579 μέχρι τό 585, βλ. Βασιλείου Μουστάκη, «Γρηγόριος ὁ Α΄», Θρησκευτική καί ἠθική ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος14ος, Ἀθῆναι 1964, σελ. 820. Ε. Γ. Παντελάκη, «Γρηγόριος ὁ Α΄», Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1929, σελ. 726. Eugen H. Fischer, Gregor der Grosse und Byzanz, Ein Beitrag zur Geschichte der päpstlichen Politik, Weimar 1950.
(27) San Domenico e il monastero di San Sisto all’ Appia, Raccolta di studi storici, tradizioni e testi d’ archivio, Storia e legenda della Madonna di San Sisto, σελ. 101.
|
|