† Μνήμη τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου, τοῦ Μεγάλου, καί ῾Ελένης, τῶν ᾿Ισαποστόλων
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Γεν. Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας,
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας-Μάιος,
Αθήνα 2006, ἐκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 322-331
῾Ως γενέτειρα πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀναφέρεται τόσο Ταρσός τῆς Κιλικίας ὅσο καί τό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. ῾Ωστόσο ἡ ἄποψη πού ἐπικρατεῖ φέρει τόν Μέγα Κωνσταντίνο νά ἔχει γεννηθεῖ στή Ναϊσό τῆς ῎Ανω Μοισίας. Τό ἀκριβές ἔτος τῆς γεννήσεώς του δέν εἶναι γνωστό, θεωρεῖται ὅμως ὅτι ἐγεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 274-288 μ.Χ.
Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος, πού λόγῳ τῆς χλωμότητος τοῦ προσώπου του ὀνομάσθηκε Χλωρός, καί ἦταν συγγενής τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου. Μητέρα του ἦταν ἡ ῾Αγία ῾Ελένη, θυγατέρα ἑνός πανδοχέως ἀπό τό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας.
Τό 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντίνος εὑρίσκεται στήν αὐλή τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ στή Νικομήδεια μέ τό ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τό ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανός καί Μαξιμιανός, παραιτοῦνται ἀπό τά ἀξιώματά τους καί ἀποσύρονται. Στό ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρός στή Δύση καί ὁ Γαλέριος στήν ᾿Ανατολή. ῾Ο Κωνστάντιος ὁ Χλωρός ἀπέθανε στίς 25 ᾿Ιουλίου 306 μ.Χ. καί ὁ στρατός ἀνεκήρυξε Αὔγουστο τόν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως πού δέν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετά ἀπό μιά σειρά διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μέ τόν Μαξέντιο, υἱό τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπλεονεκτοῦσε στρατηγικά, ἐπειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καί ὁ στρατός τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.
᾿Από τήν πλευρά του ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάθε λόγο νά αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δέν εἶχε καμία ἄλλη ἐπιλογή ἐκτός ἀπό τήν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. ῎Ηθελε νά προσευχηθεῖ, νά ζητήσει βοήθεια, ἀλλά καθώς διηγεῖται ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος, δέν ἤξερε σέ ποιόν Θεό νά ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερά στή σκέψη του ὅλους αὐτούς πού μαζί τους συνδιοικοῦσε τήν αὐτοκρατορία. ῞Ολοι τους, ἐκτός ἀπό τόν πατέρα του, ἐπίστευαν σέ πολλούς θεούς καί ὅλοι τους εἶχαν τραγικό τέλος. ῎Αρχισε, λοιπόν, νά προσεύχεται στόν Θεό, ὑψώνοντας τό δεξί του χέρι καί ἱκετεύοντάς Τον νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. ᾿Ενῶ προσευχόταν, διαγράφεται στόν οὐρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τίς μεσημβρινές ὧρες τοῦ ἡλίου, κατά τό δειλινό δηλαδή, εἶδε στόν οὐρανό τό τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, πού ἔγραφε «τούτῳ νίκα». Καί ἐνῶ προσπαθοῦσε νά κατανοήσει τή σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ θεάματος, τόν κατέλαβε νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στόν ὕπνο του μαζί μέ τό σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καί τόν προέτρεψε νά κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καί νά τό χρησιμοποιεῖ ὡς φυλακτήριο στούς πολέμους.
῎Εχοντας ὡς σημαία του τό Χριστιανικό λάβαρο ἀρχίζει νά προελαύνει πρός τή Ρώμη ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση.
῞Οταν φθάνει στή Ρώμη ἐνδιαφέρεται γιά τούς Χριστιανούς τῆς πόλεως. ῞Ομως τό ἐνδιαφέρον του δέν περιορίζεται μόνο σέ αὐτούς. Πολύ σύντομα πληροφορεῖται γιά τήν πενιχρή κατάσταση τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αφρικῆς καί ἐνισχύει ἀπό τό δημόσιο ταμεῖο τά ἔργα διακονίας αὐτῆς.
Τό Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ., στά Μεδιόλανα, ὅπου γίνεται ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μέ τήν Κωνσταντία, ἀδελφή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπέρχεται μιά ἱστορική συμφωνία μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν πού καθιερώνει τήν ἀρχή τῆς ἀνεξιθρησκείας.
Τά προβλήματα πού εἶχε νά ἀντιμετωπίσει ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἦσαν πολλά. ῾Η αἱρετική διδασκαλία τοῦ ᾿Αρείου, πρεσβυτέρου τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς ᾿Εκκλησίας, ἦλθε νά ταράξει τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η διδασκαλία αὐτή, πού ὀνομάσθηκε ἀρειανισμός, κατέλυε οὐσιαστικά τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ.
Μόλις ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἐπληροφορήθηκε τά ὅσα θλιβερά συνέβαιναν στήν ᾿Αλεξάνδρεια, ἀπέστειλε μέ τόν πνευματικό του σύμβουλο ῞Οσιο, ᾿Επίσκοπο Κορδούης τῆς ᾿Ισπανίας, ἐπιστολή στόν ᾿Επίσκοπο ᾿Αλεξανδρείας ᾿Αλέξανδρο (313-328 μ.Χ.) καί τόν ῎Αρειο. ῾Η προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δέν εὐδοκίμησε. ῎Ετσι ἀποφασίσθηκε σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ.
῾Η περιγραφή τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπό τόν ἱστορικό Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Στό μεσαῖο οἶκο τῶν ἀνακτόρων εἶχαν προσέλθει ὅλοι οἱ σύνεδροι. ᾿Επικρατοῦσε ἀπόλυτη σιγή καί ὅλοι ἐπερίμεναν τήν εἴσοδο τοῦ αὐτοκράτορος, τόν ὁποῖο οἱ περισσότεροι θά ἔβλεπαν γιά πρώτη φορά. ῾Ο Κωνσταντίνος εἰσῆλθε ταπεινά, μέ σεμνότητα καί πραότητα. Στήν ὁμιλία του πρός τή Σύνοδο χαρακτηρίζει τίς ἐνδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ὡς τό μεγαλύτερο δεινό καί ἀπό τούς πολέμους. ῾Ο λόγος του ὑπῆρξε εὐθύς καί σαφής. Δέν ἤθελε νά ἀσχοληθεῖ παρά μονάχα μέ θέματα πού ἀφοροῦσαν στήν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. ῾Η κρίσιμη φράση του, «περί τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν ἀπό ὅλους τούς ἱστορικούς συγγραφεῖς.
Μετά τό πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ αὐτοκράτορας ἀνέλαβε πρωτοβουλίες γιά τήν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεών της. ᾿Απέστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολή πρός τήν ᾿Εκκλησία τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, ᾿Αλεξανδρείας, στήν ὁποία γνωστοποιεῖ τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. ῾Ο ἴδιος γνωστοποιεῖ πρός ὅλη τήν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας τήν καταδίκη τοῦ ᾿Αρείου καί ἀπαγορεύει τήν ἀπόκτηση καί τήν ἀπόκρυψη τῶν συγγραμμάτων του. ῾Η πιό ἐντυπωσιακή του ὅμως ἐνέργεια εἶναι ἐπιστολή του πρός τόν ῎Αρειο. ᾿Επιτιμᾶ τόν αἱρεσιάρχη καί τόν καταδικάζει μέ αὐστηρότητα γιά τίς κακοδοξίες του.
῞Ομως περί τά τέλη τοῦ 327 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ τόν ῎Αρειο στά ἀνάκτορα. ῾Ο αἱρεσιάρχης φυσικά δέν χάνει τήν εὐκαιρία καί ὑποβάλλει μία ὁμολογία γεμάτη ἀπό ἔντεχνες θεολογικές ἀνακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τόν Μέγα Κωνσταντίνο ὅτι αὐτή δέν διαφέρει οὐσιαστικά ἀπό ὅσα εἶχε ἀποφασίσει Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Τελικά ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ νέα Σύνοδο, τό Νοέμβριο τοῦ 327 μ.Χ., ὁποία ἀνακαλεῖ τόν ῎Αρειο ἀπό τήν ἐξορία καί ἀποκαθιστᾶ τούς ἐξόριστους ᾿Επισκόπους Νικομηδείας Εὐσέβιο καί Νικαίας Θεόγνιο. ῾Η ἀνάκληση τοῦ ᾿Αρείου καί ἀποκατάσταση τῶν περί αὐτόν ἐπυροδότησε νέες ἔριδες στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ᾿Επίσκοπος ᾿Αλεξανδρείας ᾿Αλέξανδρος καί στή συνέχεια ὁ διάδοχός του Μέγας ᾿Αθανάσιος ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν τόν ῎Αρειο στήν ᾿Αλεξάνδρεια. ῾Ο Μέγας Κωνσταντίνος ἀπειλεῖ μέ καθαίρεση τόν Μέγα ᾿Αθανάσιο, ἐνῶ σέ Σύνοδο πού συνῆλθε στήν ᾿Αντιόχεια τό 330 μ.Χ. καθαιρεῖται καί ἐξορίζεται ἀπό τούς αἱρετικούς ὁ ῞Αγιος Εὐστάθιος, ᾿Επίσκοπος ᾿Αντιοχείας († 21 Φεβρουαρίου). ῾Η Σύνοδος τῆς Τύρου τῆς Συρίας, πού συνῆλθε τό 335 μ.Χ., καταδικάζει ἐρήμην μέ τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως τόν Μέγα ᾿Αθανάσιο, ὁ ὁποῖος φεύγει, γιά νά συναντήσει τόν Μέγα Κωνσταντίνο.
Εἶναι γεγονός πώς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος δέν ἔδειξε νά ἀποδέχεται τό αἴτημα τοῦ Μεγάλου ᾿Αθανασίου γιά ἀκρόαση. ᾿Επείσθηκε ὅμως νά τόν ἀκούσει, ὅταν ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος τοῦ ἀπηύθυνε τή ρήση· «Δικάσει Κύριος ἀνά μέσον ἐμοῦ καί σοῦ». ῾Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε τήν κατάφωρη ἀδικία καί τίς ἄθλιες μεθοδεύσεις σέ βάρος τοῦ Μεγάλου ᾿Αθανασίου καί ἔκανε δεκτό τό αἴτημά του νά προσκληθοῦν ὅλοι οἱ συνοδικοί τῆς Τύρου καί ἡ διαδικασία νά λάβει χώρα ἐνώπιόν του.
῾Ο Εὐσέβιος Νικομηδείας ἀγνόησε τήν αὐτοκρατορική ἐντολή. Πῆρε μόνο ἐλάχιστους ἀπό τούς συνοδικούς καί ἐμφανίσθηκε στόν αὐτοκράτορα. ᾿Εξέχασε ὅλες τίς ὑπόλοιπες κατηγορίες καί γιά πρώτη φορά ἔθεσε τό θέμα τῆς δῆθεν παρακωλύσεως τῆς ἀποστολῆς σιταριοῦ πρός τήν Βασιλεύουσα. ῾Ο αὐτοκράτορας ἐξοργίζεται καί ἐξορίζει τόν Μέγα ᾿Αθανάσιο στά Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Παρά ταῦτα δέν ἐπικυρώνει τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Τύρου γιά καθαίρεση καί οὔτε διατάσσει τήν ἀναπλήρωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς ᾿Αλεξάνδρειας.
῾Η τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτή πού τόν καταξιώνει στήν ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόν ὁδηγεῖ στό ἀπόγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας. ῾Ο ῞Αγιος, κατά τόν ᾿Απρίλιο τοῦ 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τά πρῶτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Οἱ πηγές μᾶς πληροφοροῦν πώς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σέ ἰαματικά λουτρά. Βλέποντας ὅμως τήν ὑγεία του νά ἐπιδεινώνεται ἐθεώρησε σκόπιμο νά μεταβεῖ στήν πόλη ῾Ελενόπολη τῆς Βιθυνίας, πού εἶχε ὀνομασθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς ῾Αγίας μητέρας του. ᾿Εκεῖ παρέμεινε στό ναό τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχές καί λιτανεῖες πρός τόν Θεό. ῾Ο Μέγας Κωνσταντίνος ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στό τέλος της. ῾Η μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στήν καρδιά του καί τόν ὁδηγεῖ στό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί τοῦ βαπτίσματος. Μετά ἀπό αὐτά καταφεύγει σέ κάποιο προάστιο τῆς Νικομήδειας, συγκαλεῖ τούς ᾿Επισκόπους καί τούς ἀπευθύνει τόν ἑξῆς λόγο· «Αὐτός ἦταν ὁ καιρός πού προσδοκοῦσα ἀπό παλιά καί ἐδιψοῦσα καί εὐχόμουν νά καταξιωθῶ τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας. ῏Ηλθε ἡ ὥρα νά ἀπολαύσουμε καί ἐμεῖς τήν ἀθανατοποιό σφραγίδα, ἦλθε ἡ ὥρα νά συμμετάσχουμε στό σωτήριο σφράγισμα, πρᾶγμα πού κάποτε ἐπιθυμοῦσα νά κάνω στά ρεῖθρα τοῦ ᾿Ιορδάνου, στά ὁποῖα, ὅπως παραδίδεται, ὁ Σωτήρας μας ἔλαβε τό βάπτισμα εἰς μέτερον τύπον. ῾Ο Θεός ὅμως, πού γνωρίζει τό συμφέρον, μᾶς ἀξιώνει νά λάβουμε τό βάπτισμα ἐδῶ. ῎Ας μήν ὑπάρχει λοιπόν καμία ἀμφιβολία. Γιατί καί ἐάν ἀκόμη εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου νά συνεχισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή μας καί νά συνυπάρχω μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ, θά πλαισιώσω τή ζωή μου μέ ὅλους ἐκείνους τούς κανόνες πού ἁρμόζουν στόν Θεό».
Μετά τό βάπτισμα ὁ ῞Αγιος Κωνσταντίνος δέν ξαναφόρεσε τόν αὐτοκρατορικό χιτώνα, ἀλλά παρέμεινε ἐνδεδυμένος μέ τό λευκό ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τήν μέρα τῆς κοιμήσεώς του τό 337 μ.Χ. ῏Ηταν μέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος.
Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο περιγράφει ὁ Εὐσέβιος τά γεγονότα, τά ὁποῖα ἀκολούθησαν τήν κοίμηση τοῦ ῾Αγίου. ῞Ολοι οἱ σωματοφύλακες τοῦ αὐτοκράτορος, ἀφοῦ ἔσχισαν τά ροῦχα τους καί ἔπεσαν στό ἔδαφος, ἔκλαιγαν καί ἐφώναζαν δυνατά, σάν νά μήν ἔχαναν τό βασιλέα τους, ἀλλά τόν πατέρα τους. Οἱ ταξίαρχοι καί οἱ λοχαγοί ἔκλαιγαν τόν εὐεργέτη τους. Οἱ δῆμοι ἦσαν λυπημένοι καί κάθε κάτοικος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπενθοῦσε, σάν νά ἔχανε τό κοινό ἀγαθό.
᾿Αφοῦ οἱ στρατιωτικοί ἐτοποθέτησαν τό σκήνωμα τοῦ ῾Αγίου σέ χρυσή λάρνακα, τό μετέφεραν στήν Κωνσταντινούπολη καί τό ἐναπέθεσαν σέ βάθρο στόν βασιλικό οἶκο. Τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων.
Δίκαια ἡ ἱστορία τόν ὀνόμασε Μέγα καί ἡ ᾿Εκκλησία ᾿Ισαπόστολο.
῾Η ῾Αγία ῾Ελένη ἐγεννήθηκε στό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας περί τό 247 μ.Χ. Φαίνεται ὅτι ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς183. Στήν ἱστοριογραφία ὑπάρχει σχετική διχογνωμία ὡς πρός τό ἄν μητέρα τοῦ ῾Αγίου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σύζυγος ἤ νόμιμη παλλακίδα τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ.
Μεταξύ τῶν ἐτῶν 274-288 μ.Χ. ἐγέννησε στή Ναϊσό τῆς Μοισίας τόν Κωνσταντίνο. ῞Οταν, πέντε ἔτη ἀργότερα, ὁ Κωνσταντίνος Χλωρός ἔγινε Καίσαρας ἀπό τόν Διοκλητιανό, ἀναγκάσθηκε νά τήν ἀπομακρύνει, γιά νά συζευχθεῖ τή Θεοδώρα, θετή κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καί νά ἔχει ἔτσι τό συγγενικό ἐκεῖνο δεσμό, ὁ ὁποῖος θά ἐξασφάλιζε τή στερεότητα τοῦ διοκλητιανοῦ τετραρχικοῦ συστήματος. Παρά τό γεγονός αὐτό ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἐτιμοῦσε ἰδιαίτερα τή μητέρα του. Τῆς ἀπένειμε τόν τίτλο τῆς αὐγούστης, ἔθεσε τή μορφή της ἐπί νομισμάτων καί ἔδωσε τό ὄνομά της σέ μιά πόλη τῆς Βιθυνίας.
῾Η ῾Αγία ἔδειξε τήν εὐσέβειά της μέ πολλές εὐεργεσίες καί τήν ἀνοικοδόμηση νέων ᾿Εκκλησιῶν στή Ρώμη (Τιμίου Σταυροῦ), στήν Κωνσταντινούπολη (῾Αγίων ᾿Αποστόλων), στή Βηθλεέμ (βασιλική τῆς Γεννήσεως) καί ἐπί τοῦ ῎Ορους τῶν ᾿Ελαιῶν (βασιλική τῆς Γεθσημανῆ). ῾Η ῾Αγία ῾Ελένη ἐπῆγε τό 326 μ.Χ. στήν ῾Ιερουσαλήμ, ὅπου «μέ μέγαν κόπον καί πολλήν ἔξοδον καί φοβερίσματα ηὗρεν τόν τίμιον σταυρόν καί τούς ἄλλους δύο σταυρούς τῶν λῃστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς185. ᾿Επιστρέφοντας στήν Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο μετά τήν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἡ ῾Αγία ῾Ελένη πέρασε καί ἀπό τήν Κύπρο.
῾Η ῾Αγία ῾Ελένη ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη μᾶλλον τό 327 μ.Χ. σέ λικία ὀγδόντα ἐτῶν. ῾Ο ἱστορικός Εὐσέβιος γράφει ὅτι ἡ ῾Αγία προαισθάνθηκε τό θάνατό της καί μέ διαθήκη ἄφησε τήν περιουσία της στόν υἱό της καί τούς ἐγγονούς της.
῞Οπως ἦταν φυσικό ὁ υἱός της μετέφερε τό τίμιο λείψανό της στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν ἐνταφίασε στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων.
῾Η Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στή Μεγάλη ᾿Εκκλησία, στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων καί στόν ἱερό ναό αὐτῶν στήν κινστέρνα τοῦ Βώνου.
Οἱ Βυζαντινοί ἐτιμοῦσαν ἰδιαίτερα τόν Μέγα Κωνσταντίνο καί τήν ῾Αγία ῾Ελένη. ᾿Απόδειξη τούτου ἀποτελεῖ τό γεγονός ὅτι κατά τό Μεσαίωνα ἦταν πολύ δημοφιλής στούς Βυζαντινούς ἡ ἀπεικόνιση τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ βασιλέως μέ τή μητέρα του, πού κρατοῦσαν στό μέσον Σταυρό. ῾Η παράδοση αὐτή διατηρεῖται μέχρι καί σήμερα μέ τά κωνσταντινάτα. |