|
† 27 Μαΐου, μνήμη του οσίου πατρός ημών, Ιωάννου του Ρώσου
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μάϊος,
Αθήνα 2006, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 411-421
Ο ΄Οσιος Ιωάννης εγεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομενης Μικράς Ρωσίας, περί το 1690, από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. ΄Οταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία εστρατεύθηκε, ενώ εβασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε μερος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711, και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον επούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο ευρίσκεται πλησίον στήν Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον επήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμάλωτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί εκάμφθησαν από τις απειλές, είτε γιατί εδελεάσθησαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.
Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει γνώση του Θεού, όπως εκήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας· «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα στους νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι γέροντες, και ο καθαρός βίος τους κάνει ωσάν να είναι γέροντες πολύμαθοι».
Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας τη σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείριση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον εφώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να αποθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε· «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σου παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός εγεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».
Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, εμαλάκωσε τη σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον εσυμπάθησε. Σε αυτό συνήργησε και η μεγάλη ταπείνωση όπου εστόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και η πραότητά του.
Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στο σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Σε μιά γωνιά του σταύλου εξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόσο την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα εχάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.
Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελλί κοντά στον αχυρώνα. ΄Ομως ο Ιωάννης δεν εδέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στο σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στά ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος εγέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία εγίνετο οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο το σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί επορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μιά παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνον λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες μέρες.
Συνέχεια έψαλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού· «Ο κατοικών εν βοηθείᾳ του Υψίστου, εν σκέπῃ του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται. Ερεί τω Κυρίῳ· αντιλήπτωρ μου ει και καταφυγή μου, ο Θεός μου και ελπιώ επ᾿ Αυτόν. ΄Οτι Αυτός ρύσεταί με εκ παγίδος θηρευτού και από λόγου ταραχώδους. Έθεντο με εν λάκκῳ κατωτάτῳ, εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανατου. Εγώ δε προς τον Κύριον εκέκραξα εν τω θλίβεσθαί με και εισήκουσε μου. Κύριος φυλάξει την είσοδόν μου και την έξοδόν μου από του νυν και έως του αιώνος. Προς σε ήρα τους οφθαλμούς μου, Κύριε, τον κατοικούντα εν τω ουρανῷ. Ιδού ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας των κυρίων αυτών, ούτως οι οφθαλμοί ημών προς Κύριον τον Θεόν μών, έως ου οικτιρήσαι μας». Ψαλμούς εσιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω από το άλογο του αφέντη του.
Με την ευλογία που έφερε ο ΄Αγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός επλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου. Ο ΄Αγιος ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, επήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο ναρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και ευρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί επήγαινε κρυφά τη νύχτα, εκοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. Και ο Κύριος, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι συνδουλοί του και οι άλλοι αλλόθρησκοι. Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη επλούτισε, απεφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, την ιερά πόλη των Μωαμεθανών.
Αφού επέρασαν αρκετές μέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσεκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από την αποδημία. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν δε σε αυτή και ένα φαγητο, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα εθυμήθηκε το σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη· «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε εζήτησε από την κυρά του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο άκουσμα των λόγων του εγέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στη μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως εσυνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.
Ο Άγιος το επήρε και επήγε στο σταύλο. Εκεί εγονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιο τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. Με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης επίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητο θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Επίστευε, «μηδέν διακρινόμενος» κατά το λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που εζήτησε θα εγινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τα υπερφυή ταύτα σημεία συμβαίνουσι τοις απλουστέροις τη διανοίᾳ και θερμοτέροις τη ελπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! Το πιάτο με το φαγητό εχάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στήν οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι το λόγο αυτό εγέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης.
Αλλά ύστερα από λίγες μέρες εγύρισε από τη Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικείων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς στους οικείους του· «Την δείνα μέρα και ήταν μέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του, την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου εκατοικούσα, ευρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο,τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Εστάθηκα με απορία, σκεπτομενος, ποίος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητο και προπάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πώς να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορίαν ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τά χάλκινα σκεύη της οικίας μας. ῾Ωστοσο, με όλην την ταραχήν όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, εκάθησα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας».
Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του Ίππάρχου εξέστησαν και απόρησαν, η δε σύζυγος τού του εξιστόρησε πώς εζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, εγέλασαν. Αυτό το θαύμα εμαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι εθεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν ετολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον επεριποιούντο περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από το σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στο σταύλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Επερνούσε, λοιπόν, το βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τα θελήματα του αγά.
Αλλ᾿ ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος επάνω στά άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του και με την κακοπάθεια του σώματος του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού.
Προαισθανόμενος ο ΄Οσιος το τέλος του, εζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων, και γι᾿ αυτό έστειλε και εκάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς εφοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα ΄Αγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. ΄Ομως εσοφίσθηκε, κατά θεία φώτιση, και επήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα τη Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και εκοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το ΄Αχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στά χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730 (1). Το 1733, το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος στο ναό που ανεγέρθηκε πρός τιμήν του. Ετοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν τη θεραπεία τους.
΄Οταν, κατά το 1832, επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄, επανεστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού επέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου εσκεπτοταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη μέρα. ᾿Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι πού ήσαν, εμισούσαν το σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα. Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στο σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στο σουλτάνο και να δεχθούν το στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σ᾿ αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτήσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί επήραν τά γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως τών γενιτσάρων.
Πράγματι, την άλλη μέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το ελεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. ΄Αρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να εύρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. Δεν ευρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, απεφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο.
Το έβαλαν στο προαύλιο, εμάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και εφάνηκε στους άπιστους ότι εζούσε, τους εφοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της Εκκλησίας. Την επόμενη μέρα γέροντες Χριστιανοί ευρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι τούρκοι στρατιώτες, επήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το ετοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.
Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». Και ενώ το πλοίο ευρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου εφοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε τη μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο εχρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.
(1)Βλ. Αρχιμ. Χρυσοστόμου Τριανταφύλλου (νυν Μητροπολίτου Χαλκίδος), Ο ΄Οσιος Ιωάννης ο Ρώσος, Χαλκίδα 2000. |
|