Λειτουργική Κατήχηση
Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλλου
Σεβασμιώτατε ἅγιε Βεροίας,
Πεφιλημένοι Πατέρες καί ἀδελφοί,
Άγαπητά στελέχη τῆς Ἀποστολικῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βεροίας,
Μέ πολλή χαρά καί συγκίνηση εἶμαι ἀπόψε κοντά σας, γιά νά μοιραθῶ μαζί σας ταπεινές σκέψεις καί προβληματισμούς ἐπάνω στό θέμα «Λειτουργική Κατήχηση», τό ὁποῖο γιά ὅλους μας, γιά ὅλους σας, δέν εἶναι ἁπλῶς θεωρία, ἀλλά εἶναι βίωμα, ζωή, πράξη, ἱεραποστολική δράση, μαρτυρία, καθημερινή διακονία. Δέν σᾶς κρύβω, καί σᾶς τό καταθέτω μέ εἰλικρίνεια, ὅτι εὑρίσκομαι ἐνώπιόν σας μέ συστολή καί συνοχή καρδίας, καθότι ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης σας εἶναι ἔνας χαρισματικός λειτουργικός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος καθημερινά διαλέγεται μέ ἔμφαση περί τά πνευματικά καί ἐπουράνια μυστήρια καί χειραγωγεῖ τούς Χριστιανούς σέ φωτεινούς καί εὐώδεις λειτουργικούς λειμῶνες. Σᾶς καταθέτω, Σεβασμιώτατε Γέρον, ταπεινή εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη, διότι σήμερα μοῦ δίδετε τήν εὐκαιρία νά εἶμαι συνδαιτημόνας σας σέ αὐτή τήν λειτουργική κατηχητική τράπεζα, πού μᾶς καθιστᾶ χωρητικούς τῶν θειοτάτων μυστηρίων, καί ἡ ὁποία παρατίθεται μέσα στό πλαίσιο τῆς διοργάνωσης τῶν Παυλείων, ἑνός τριακονταετοῦς θεσμοῦ μέ διεθνῆ ἀκτινοβολία καί εὐρύτατη κοινωνική, ἐπιστημονική, θεολογική καί ἐκκλησιαστική παρέμβαση καί παίδευση.
Αὐτή ἡ κοινωνία καί συναναστροφή μαζί σας σήμερα μοῦ χαρίζει δύναμη καί ἔμπνευση καί καλλιεργεῖ μέσα μου τό αἴσθημα τοῦ πρωτοχριστιανικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, τῆς προσδοκίας, τῆς ἐλπίδας. Ἴσως θεωρεῖται αὐτονόητο, ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. Δέν ὑπάρχουν αὐτονόητα στή διακονία μας. Εἶναι ἡ σχέση, ἡ ἐπικοινωνία, τό μοίρασμα γιά κοινές ἀγωνίες, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τή διακονία τοῦ λόγου καί τή διδαχή, ἡ ἑνότητα, ἡ ψηλάφιση τοῦ προσώπου κάθε ἀνθρώπου πού ὁ Θεός στέλνει στό δρόμο μας.
Στό κατώφλι τῆς τρίτης χιλιετίας ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει νά βιώνει τό γεγονός τῆς λυτρώσεως καί τῆς σωτηρίας, ὅπως τό ἐβίωσε ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία καί τό παρέδωσε ὡς ἱερά παρακαταθήκη, γιά νά συνεχίσουμε τήν ἀποστολή μας μέσα στόν κόσμο. Ἡ ἁπλή αὐτή διαπίστωση αὐξάνει τήν εὐθύνη μας, ὥστε νά παραδώσουμε ἀκέραιη καί ἀνόθευτη τήν πίστη, μέ τρόπους πού δέν ὑποβιβάζουν ἤ ἀλλοιώνουν τήν ἀξία τοῦ Εὐαγγελίου.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἕνεκα τῆς νέας κοινωνικῆς δομῆς καί τάξεως πραγμάτων, ἔχει μεταβάλει τή στάση καί συμπεριφορά του ἔναντι τῆς πίστεώς του στόν Θεό. Καί θά πρέπει νά ἀναρωτηθοῦμε, ἐάν μέσα στό σύγχρονο πολιτισμό καί στόν πλαστό ὀρθολογισμό τοῦ κόσμου, ὁ λαός μας ζεῖ «προσκατερῶν τῇ διδαχῇ καί τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς». Ἐάν τό κήρυγμα καί ἡ κατήχηση προσφέρουν μιά ἀληθινά ἐκκλησιολογική καί εὐχαριστιακή κατεύθυνση ἤ μήπως χαρακτηρίζονται ἀπό ἕναν ἄγονο ἠθικισμό, ἕναν θρησκευτικό συναισθηματισμό καί ἀτομικισμό. Ἐάν τό κήρυγμα καί ἡ κατήχηση εἶναι στίς ἄμεσες ἐκκλησιαστικές μας πρακτικές μέ ποιμαντική ἐγρήγορση καί προφητική ἀνησυχία.
Ὁ ὅρος «ἐπανευαγγελισμός», πού τελευταῖα χρησιμοποιεῖται, εἶναι ἕνα ἀγκάθι γιά τήν χριστιανική συνείδηση πού προκαλεῖ τήν αὐτοσυνειδησία μας καί τήν αὐτοκριτική μας. Ἐπανευαγγελιζόμαστε τό Εὐαγγέλιο πού ξεχάσαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τό διαφυλάττει ἐπάνω στήν ἁγία Τράπεζα καί τό λιτανεύει γιά ἀσπασμό καταμεσίς τοῦ κυριακάτικου Ὄρθρου, γιά νά ἀναγγείλει τή ζωή ἐκ Τάφου. Ἐπανευαγγελιζόμαστε κάτι ἤ Κάποιον πού λησμονήσαμε; Καί τί εἶναι αὐτό πού ἀφήσαμε; Τί ἀπωλέσαμε; Τί χάσαμε; Τί χάθηκε; Ποιόν λησμονήσαμε; Ἔρχεται στό νοῦ μου ἡ φράση τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀδιαφορία μας γιά τόν Ἀναστημένο Χριστό.
Τό πόσο τό θέμα εἶναι οὐσιαστικό καταδεικνύεται ἀπό τό γεγονός μιᾶς τάσης γιά ὑποτίμηση τῶν μυστηρίων καί ἀναγωγή τους σέ ρουτίνα τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ, μέχρι τοῦ σημείου πού εἴτε χάνουν τό πραγματικό νόημά τους εἴτε λαμβάνουν μαγικό ἤ ψιλό χαρακτῆρα μέ ματαιόδοξες καί κενόδοξες κοινωνικές προεκτάσεις τῆς ἀστικῆς μας ἰδεολογίας καί νοοτροπίας, ἀποκομμένα ἀπό τήν εὐχαριστιακή κεντροθετημένη πνευματικότητα. Ὅπου ὅμως λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ οἱ ὀρθοί λογισμοί διαφθείρονται καί διαστρέφονται (ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος). Ἡ κένωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων εἶναι τό πιό ἀποκαρδιωτικό φαινόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς.
Τό οὐσιαστικό εἶναι νά ὑπάρξει ἕνας γόνιμος ἐσωτερικός προσωπικός προβληματισμός, ἐάν, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, γνωρίσουμε καί συνειδητοποιήσουμε τί συμβαίνει στήν Ἐκκλησία τήν ὥρα τῶν μυστηρίων. Ποιά πραγματικότητα φανερώνεται καί δίδεται σέ μᾶς; Γιατί, μόνον ὅταν τίθεται αὐτό τό ἐρώτημα, μποροῦμε νά κατανοήσουμε, ὅτι ἐκεῖνο πού ζωντανεύει τά σιωπηλά κείμενα εἶναι ἡ εσωτερική μνήμη τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τό κήρυγμα καί ἡ κατήχηση, ἡ θεολογία καί ἡ πνευματική ἀγωγή, τό δόγμα καί ἡ καθημερινή πράξη, πλουτίζονται καί ἀνανεώνονται κυρίως στή μυσταγωγική ἀτμόσφαιρα τῆς μετοχῆς στα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως, παρά τόν προβληματισμό μας, ἡ Ἐκκλησία προσφέρει καί σήμερα στόν ἄνθρωπο τήν καθολική Ἀλήθεια, πού ἐλευθερώνει καί σώζει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἡ προσφορά αὐτή ἀνήκει στό εἶναι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαλύπτεται πάντοτε ὡς ἐνυπόστατη, εἶναι δηλαδή ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Προσφέρεται δέ μέ μιά κίνηση παραλαβῆς καί παραδόσεως. «Παρέδωκα... ὅ καί παρέλαβον, ὅτι Χριστός ἀπέθανεν...ὅτι ἐτάφη καί ὅτι ἐγήγερται...». Ἡ παράδοση δέ τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται μέ τήν μετάδοση ὁρισμένων γνώσεων ἤ συστηματικῶν ἐννοιῶν, ἀλλά ἀπό τήν στιγμή πού ἡ Ἐκ-κλησία παραδίδει «ὅ καί παρέλαβεν», ὅτι δηλαδή «ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε: τοῦτό μου ἐστιν τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν...».
Ἔτσι ἡ Κατήχηση εἶναι μιά ἐκκλησιολογική λειτουργία. Τό Εὐαγγέλιο φυλάσσεται ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ ὁμόνοια δέ καί ἡ σύμφωνος ἀγάπη ὅλων, ἡ ἐκδηλουμένη διά τῆς ὑπακοῆς καί πειθαρχίας στόν Ἐπίσκοπο, ὡς τήν κανονική ἐκκλησιαστική κορυφή, τόν μεσίτη τῆς χάριτος καί τόν ἐγγυητή τῆς ἀληθείας, διαφυλλάσσει, κατά οὐσιαστικό τρόπο, τήν πιστότητα καί τήν ἐγκυρότητα κάθε μορφῆς κατηχητικῆς προσπάθειας. Σέ ἀντίθετη περίπτωση ὁ ἐκκλησιοκεντρικός τρόπος ὑπάρξεως πού συνιστᾶ τήν ὄντως ζωή θά ἀντικατασταθῆ ἀπό τήν ἐμμονή στόν θρησκευτικό ἀτομοκεντρισμό, στήν ἀτομική πίστη, στήν ἀτομική ἱεραποστολή.
Γι’ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Κατήχηση εἶναι ἐκκλησιαστική. Αὐτό σημαίνει πρωτίστως, ὅτι δέν αὐτονομεῖται ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό, ἀλλά γίνεται μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί ἐμπνέεται ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα καί τήν παράδοσή της, ἀφοῦ τό Πανάγιο Πνεῦμα κατευθύνει τήν κατηχητική καί ἱεραποστολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί τά ἀποτελέσματα αὐτοῦ τοῦ ἔργου ὁ Δίδυμος Ἀλεξανδρεύς τά ὀνομάζει «θεοσημείας ἀπόδειξιν ἐναργῆ» (1), ἐνῶ ὁ Θεοδώρητος Κύρου τά χαρακτηρίζει ὡς «θαυματουργία τοῦ Πνεύματος».
Ἡ Ὀρθόδοξη Κατήχηση εἶναι, ἐπίσης, εὐχαριστιακή. Τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι τό κέντρο τῶν Μυστηρίων καί ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Εἶναι αὐτό πού συνιστᾶ καί ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία. Δέν νοεῖται Ἐκκλησία χωρίς τήν Θεία Εὐχαριστία καί Θεία Εὐχαριστία χωρίς τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι ἡ Κατήχηση εἶναι ἔκφραση τοῦ πνεύματος τῆς Θείας Εὐχαριστίας, δηλαδή τῆς ἀγάπης, τῆς φιλοθεΐας καί φιλανθρωπίας, τῆς κενώσεως καί τῆς ταπεινώσεως. Ὁ κατηχούμενος συνδέεται στενώτατα μέ τήν Θεία Εὐχαριστία. Δέν παρακολουθεῖ ἁπλῶς τήν Θεία Εὐχαριστία, ἀλλά μετέχει οὐσιαστικά αὐτῆς. Γι' αὐτό καί τό αὐθεντικό καί ἐπίκαιρο περιεχόμενο τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου, οἱ μορφές καί ἡ ἀποδοχή του ἤ μή, καθορίζονται οὐσιαστικά ἀπό τόν βαθμό καί τήν ἔνταση τῆς μετοχῆς στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἕνεκα τῆς νέας κοινωνικῆς δομῆς καί τάξεως πραγμάτων, ἔχει μεταβάλει τή στάση καί συμπεριφορά του ἔναντι τῆς πίστεώς του στόν Θεό. Ἡ μορφή αὐτή τῆς μή εὐχαριστιακῆς θεωρήσεως καί χρήσεως τοῦ κόσμου, πού συνιστᾶ τήν οὐσία τῆς ἐκκοσμίκευσης, ὁδηγεῖ στό συσχηματισμό μέ τόν κόσμο καί καλλιεργεῖ μεταξύ τοῦ σκοποῦ τῆς λατρείας καί τῆς κατανοήσεώς της μιά διαφορά, ἕνα χάσμα.
Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν ἐμφαντική διατύπωση τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, «σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις» . Δέν εἶναι, λοιπόν, τυχαῖο πού ἡ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων καί ἡ ὀρθόδοξη ἱστορική της συνέχεια στήν Ἀνατολή, ἐστήριξε τήν κατήχηση κυρίως στή λατρεία. Ἄς ἀναφέρουμε ἐνδεικτικῶς τίς εὐχές ὑπέρ τῶν Κατηχουμένων στήν Θεία Λειτουργία. Τό μέρος αὐτό τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως ὀνομάζεται Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων. Ἱστορικά οἱ εὐχές αὐτές καθιερώθηκαν τήν ἐποχή πού ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο ἐνσωμάτωνε τόν θεσμό τῶν Κατηχουμένων, ἀλλά καί πραγματικά θεωροῦσε τόν ἑαυτό της ἐστραμμένο πρός τόν κόσμο μέ σκοπό νά τόν ἀναμορφώσει ἐν Χριστῷ.
Ἡ ἀνάλυση τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ θεολογικός σχολιασμός οὐσιωδῶν μερῶν τῆς χριστιανικῆς λατρείας καί ὁ συσχετισμός τῆς πνευματικῆς ζωῆς μέ τήν μετοχή στή λατρευτική πράξη τῆς Ἐκκλησίας κατέχουν σημαντική θέση στό χῶρο τῆς κατηχήσεως. Ἔχουμε, π.χ. στήν ἀρχαία κατήχηση, μιά θαυμάσια θεολογία γιά τίς εἰκόνες, γιά τά σύμβολα τῆς πίστεως, γιά τά τελούμενα καί λεγόμενα μέσα στήν λατρεία. Ἡ Κυριακή Προσευχή, ὡς παράδειγμα, κατεῖχε ἰδιαίτερη καί κεντρική θέση στήν κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων. Τό θεολογικό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς αὐτῆς εἶναι σχεδόν μιά ἀνακεφαλαίωση τῆς ὅλης θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, σύνοψις τοῦ ὅλου Εὐαγγελίου, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Κυπριανοῦ Καρχηδόνος .
Γιά τήν παράδοσή μας μέσα στή λατρεία, καί ἰδιαίτερα στήν Θεία Λειτουργία, ὅλα μεταμορφώνονται καί ἁγιάζονται ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα. Στίς Μυσταγωγικές Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων ὑπάρχει μιά θαυμάσια διατύπωση πού ἔχει ἀποβεῖ κλασσική πλέον, γιατί ἐκφράζει τήν πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι στήν Θεία Λειτουργία καί στά Μυστήρια ἔχουμε τόν πραγματικό ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί τήν τελείωση τῆς κτίσεως καί τῆς δημιουργίας: «παντός γάρ οὗ ἄν ἐφάψηται τό ἅγιον Πνεῦμα τοῦτο ἡγίασται καί μεταβέβληται». Στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὁ Παράκλητος παρίσταται διαρκῶς γιά νά ζωοποιήσει καί νά ἁγιάσει τά πάντα, ὡς τελειωτικός καί καθοριστικός παράγοντας ἁγιασμοῦ .
Ἡ ἀρχαία Κατήχηση βλέπει τήν Θεία Εὐχαριστία ὡς συγκεφαλαίωση τῆς ὅλης Θείας Οἰκονομίας. Γι' αὐτό ὁ ἔντονος μυσταγωγικός χαρακτήρας κάνει τήν κατήχηση λειτουργικό ὄργανο γιά τήν πραγμάτωση καί βίωση τῆς σωτηρίας. Μέ ἄλλα λόγια ἔχουμε μιά κατήχηση πού λειτουργεῖ μέσα στούς χώρους λατρείας, πού τροφοδοτεῖται καί πλουτίζεται ἀπό τά μυστήρια, μιά κατήχηση πού λειτουργεῖται. Πόσο σοφά εἶναι διοργανωμένο αὐτό τό σύστημα φαίνεται ἀπό τήν πληρότητα τῆς τροφοδοσίας πού περικλείει καί ἀπό τή δυναμική ἀπόδοσή του καί σέ περιόδους ἐξωτερικῆς ἤ ἐσωτερικῆς ἀδυναμίας τῆς Ἐκκλησίας νά εὐαγγελισθεῖ τή μεγάλη χαρά.
Τό ἦθος πού ἐπιδιώκει νά ἐμπεδώσει ἡ ἱερά κατήχηση στούς πιστούς διαμορφώνεται μέσα στούς δύο αὐτούς παράγοντες τῆς λειτουργικῆς μας πραγματικότητος: στή μετοχή μας στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί στή διαφύλαξη τῆς ἱερᾶς λειτουργικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως. Το δόγμα δέν ἔχει κανένα νόημα ἄν δέν συνδέεται μέ τό χριστιανικό βίωμα. Καί ἀντίστροφα τό χριστιανικό βίωμα πρέπει νά εἶναι ἔκφραση τῆς δογματικῆς ἀλήθειας καί τῆς πίστεως.
Αὐτή ἡ πραγματικότητα ἔχει πολύ μεγάλη βαρύτητα. Γιατί ἡ ἰδική μας κατήχηση πολλές φορές ἔχει μιά καθαρά ἰδεαλιστική ἀπόκλιση. Ἀναφέρεται πιό πολύ σέ ἰδεολογικά, φιλοσοφικά καί κοινωνικά θέματα, παρά στήν πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Τροφοδοτεῖ τούς κατηχουμένους περισσότερο μέ θέματα μιᾶς γενικῆς ἠθικῆς καί πολιτιστικῆς ζωῆς παρά μέ τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας καί τούς τρόπους πού βιώνεται αὐτή μέσα στή λειτουργική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐάν μελετήσουμε τό ἔργο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι, οἱ Μυσταγωγικές Κατηχήσεις ἀποκαλύπτουν δύο μεγάλες αλήθειες: α) Ἡ διδασκαλία πού σχετίζεται μέ τή λατρεία ἐθεωρείτο ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς ἐξαιρετικά «εὐαίσθητη», γι’αὐτό καί προοριζόταν γιά τούς ἤδη βαπτισμένους. β) Ἡ λειτουργική αὐτή κατήχηση ἐθεωρεῖτο ὡς τό ἐπιστέγασμα τῆς ὅλης χριστιανικῆς διδασκαλίας, ὡς ἡ ὁλοκλήρωση καί, συγχρόνως, ἡ κορύφωση τῆς μυήσεως στήν πίστη.
Σήμερα δέν ὑπάρχει, δυστυχῶς, προβαπτισματική κατήχηση, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία ἀναλαμβάνει τήν πρωτοβουλία νά κατηχήσει τούς βαπτισμένους κατά τή νηπιακή ἡλικία εἴτε μέσα ἀπό τά Κατηχητικά της Σχολεῖα, τίς νεανικές συνάξεις, εἴτε μέσα ἀπό τόν κηρυγματικό της λόγο, εἴτε στό πλαίσιο τῶν ὅποιων σχολῶν ἔχει ἱδρύσει ἤ τῶν ὅποιων συναντήσεων διοργανώνει. (Δέν ἀναφέρομαι καθόλου στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα, ἐκτός ἀπό τήν περίπτωση κατά τήν ὁποία ὁ θεολόγος καθηγητής βιώνει τήν ἀποστολή του στήν ἐκπαίδευση ὡς ἔργο μεταβαπτισματικῆς κατηχήσεως καί ὄχι ὡς θρησκειολογική διδασκαλία)
Θεωρία καί Πράξη
1. Ὑπό τίς συνθῆκες αὐτές ἡ κατήχηση πρέπει νά ξαναβρεῖ τήν θέση της μέσα στή λατρεία. Δέν πρόκειται περί ἁπλῆς παιδείας καί ἀγωγῆς ἀλλά γιά μυσταγωγία καί οἰκοδομή. Ἡ μύηση στήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μετοχή στόν τρόπο τῆς ζωῆς της, στήν ἑορταστική σύναξη τῶν πιστῶν, στήν πραγματικότητα καί φανέρωση τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου.
2. Ἡ κατήχησή μας εἶναι μαρτυρία ζωῆς. Οἱ ἄνθρωποι, καί ἰδιαίτερα τά παιδιά μας μετροῦν τήν αἴσθηση πού δημιουργεῖ ἡ παρουσία μας. Ὁ ἀγώνας μας γιά νά κατακρίνουμε τήν ἁμαρτία «ἐν τῇ σαρκί ἡμῶν» εἶναι ταυτόχρονα ἡ προσπάθεια ἐκφράσεως τῆς θεολογίας μας . Δέν μπορεῖ νά λέγομε διάφορα ἤ νά εἶναι ἄλλο ὁ ἑαυτός μας καί ἄλλο ἡ θεολογία μας. Ὁ λόγος μας πρέπει νά σαρκωθεῖ. Ἔχουμε τήν εὐθύνη γιά τήν διαφύλαξη τῆς πίστεως, τό ἦθος τό ὁποῖο κληροδοτοῦμε, τήν εὐθύνη νά μήν ἀκυρώσουμε τήν ἐλπίδα. Ἡ ἀκύρωση τῆς ἐλπίδας τῶν νέων καί μάλιστα ἀπό ἐμᾶς πού χρεωθήκαμε νά ἀναφέρουμε τόν λόγο μας στόν θρόνο τοῦ Λόγου, σήμερα δέν περνᾶ χωρίς συνέπειες, ἄλλοτε ἐξωστρεφεῖς καί ἄλλοτε ἐσωστρεφεῖς ἀνάλογα μέ τίς ἰδιοσυγκρα σίες καί τίς συγκυρίες. Ἡ κατηχητική μας διδασκαλία δέν διατείνεται κάτι, ἀλλά μαρτυρεῖ. Δέν εἶναι ἀντιλογία, ἀλλά ὁμολογία. Ἄν αὐτό δέν συμβαίνει, φοβοῦμαι, ὅτι τό ἔργο εἶναι ὄχι ἐκκλησιαστικό, ἀλλά ἀτομικό.
3. Εἶναι πολύ σημαντικό νά μεταδώσουμε στά παιδιά μας τήν αἴσθηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, τῆς εὐχαριστιακῆς διαθέσεως καί τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας. Νά τά βοηθήσουμε νά ἀνακαλύψουν ἐκ νέου τήν βαθύτερη σημασία τῆς χριστιανικῆς ἑορτῆς.
4. Ἡ Ἐκκλησία μέ τίς Ἀκολουθίες της εἶναι σύναξη ἐπί τό αὐτό. Ὁποιαδήποτε μορφή ἐξατομίκευσης δέν ἀνήκει στήν ὀρθόδοξη παράδοση.
5. Ὅσον ἀφορᾶ τά παιδιά καί τούς νέους δέν ἔχουμε εἰδικές Ἀκολουθίες, ἐπειδή γνωρίζουμε, ὅτι ἡ λειτουργική ἐμπειρία ἀφορᾶ ὅλη τήν κοινότητα καί δέν εἶναι ἀποκλειστικά καί μόνο λογική ἀλλά καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
6. Τό σημαντικότερο καί πρωταρχικότερο μέλημα μίας σύγχρονης λειτουργικῆς κατηχήσεως εἶναι ἡ ἐνασχόληση μέ τό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Αὐτό, ἄλλωστε, ἐπιτελοῦσε στίς Μυσταγωγικές της Κατηχήσεις ἡ Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων: ἑρμήνευε τήν Θ. Λειτουργία μέσα ἀπό τό κατ’ ἐξοχήν εὐχαριστιακό Εὐαγγέλιο, τό κατά Ἰωάννην. Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κέντρο τῆς λατρείας μας. Ἐάν ἡ σύγχρονη Κατήχηση μυσταγωγήσει τούς πιστούς στήν Εὐχαριστία, εἶναι βέβαιο ὅτι θά τούς μυσταγωγήσει σέ ὁλόκληρη τή λατρεία. Καλούμεθα νά διδάξουμε τούς ἀνθρώπους ὅτι ἡ συμμετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία δέν εἶναι πράξη ἀτομικῆς ἀξιομισθίας.
Τό θέμα δέ τῆς προσελεύσεως ἤ μή στήν Θεία Κοινωνία καθώς καί τῆς καταλλήλου προετοιμασίας θά πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήσει πολύ. Βλέπετε, ὅτι ἄν δέν ἁγιασθοῦμε ἀπό τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, τῆς μετανοίας, καί δέν προηγηθεῖ ἡ διά τοῦ Λόγου κάθαρση καί τροφοδοσία- «καθαροί ἐστε διά τόν λόγον ὅν λελάληκα ὑμῖν»- ἡ Ἐκκλησία δέν δίδει τόν Σαρκωθέντα Λόγο καί τήν Ἀλήθεια ὡς καθαγιασμένο Ἄρτο καί Οἶνο. Εἶναι ἐπίσης πολύ σημαντικό ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῆς συμμετοχῆς στήν Θεία Κοινωνία νά ἔχουμε κατά νοῦ καί μιά ἄλλη προοπτική: ποιά εἶναι γιά τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο, ἤ τό συγκεριμένο παιδί ἄν θέλετε - ἡ οὐσία δέν ἀλλάζει -, ἡ καλύτερη προετοιμασία ; Πῶς θά ἐμφυτεύσουμε μιά ὑγιῆ διάθεση γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία; Πῶς θά βοηθήσουμε τόν ἄνθρωπο νά διατηρήσει τήν ἐπιθυμία νά γνωρίσει τόν Χριστό; Θά πρέπει νά ἐργασθοῦμε, ὡς Κατηχητές, ὄχι μόνο πρός τήν πλευρά τῶν παιδιῶν ἀλλά καί τῶν γονέων.
7. Ὑπάρχουν πολλά διακονήματα στήν Ἐκκλησία πού χρειάζονται ἀνθρώπους (αὐτό ἰσχύει καί γιά τά ἀγόρια καί γιά τά κορίτσια), ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα τά ἀναλόγια, τά παιδιά τοῦ ἱεροῦ, τό ζύμωμα τοῦ προσφόρου, ἡ καθαριότητα τοῦ ναοῦ, ἡ συμμετοχή στίς προετοιμασίες γιά τήν πανήγυρη τῆς ἐνορίας, καί τόσα ἄλλα. Ἔτσι ὅλοι ἀδιάκριτα μποροῦμε νά προσφέρουμε στήν Ἐκκλησία, γιά νά καλλιεργήσουμε τό λειτουργικό βίωμα.
8. Ἀκόμα θά προτείνουμε τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό Ὡρολόγιο, τό Ψαλτήριο, τά Μηναῖα, καί τόσα ἄλλα, νά μήν εἶναι βιβλία μόνο γιά τά ἀναλόγια τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί γιά τό ταμεῖο τῶν οἰκογενειῶν μας καί τῶν οἰκογενειῶν τῶν παιδιῶν μας. Ἡ κατηχητική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δέν πρέπει νά ἀγνοεῖ αὐτόν τό ζωτικό τομέα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, ἀλλά νά κάνει συνεχῆ διδασκαλία καί εἰσαγωγή στά λειτουργικά κείμενα, καθιστώντας φανερή τήν ἀξία καί τή σημασία πού ἔχουν γιά τήν προσευχή καί κοινωνία μέ τόν Θεό.
9. Δέν μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά Λειτουργική Κατήχηση χωρίς τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Βίβλος κατέχει μία μοναδική θέση στήν Θεία Λειτουργία. Ἴσως θά ἔπρεπε νά ἐξετασθεῖ ἡ ἔκδοση ἑνός βοηθήματος Λειτουργικῆς Θεολογίας γιά τούς Κατηχητές. Στήν ἔκδοση δέν θά περιγράφεται τό λειτουργικό γεγονός ἤ θά καταδεικνύεται ἁπλῶς ἡ σύνδεσή του μέ τά γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά θά παρουσιάζεται τό πῶς αὐτό τό ἀρχικό γεγονός, πού ὑπάρχει καί λειτουργεῖ στά πλαίσια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, συνεχίζει νά ὑπάρχει καί νά λειτουργεῖ καί στά πλαίσια τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλαδή σήμερα. Ἡ λεγόμενη λειτουργική βιβλική τυπολογία μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει πάρα πολύ.
Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα, γιά νά εἶμαι πιό πρακτικός, νά μοιρασθῶ μαζί σας κάποιες ἰδέες γιά τό κατηχητικό ἔργο:
-Ἄς δώσουμε στά παιδιά τήν εὐκαιρία νά μᾶς δώσουν ἕνα καταιγισμό ἰδεῶν μέ τή λέξη «Λατρεία», τή λέξη «Ἐκκλησία», τή λέξη «Κατήχηση», τή φράση «Θεία Εὐχαριστία».
-Ἄς ἀκολουθήσουμε στό κατηχητικό μας ἔργο τή συμμετοχική μορφή διδασκαλίας-Artful thinking. Ἀκοῦμε τό τροπάριο «Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον». Γράφουμε τρεῖς λέξεις πού μᾶς ἔρχονται στό νοῦ. Ἀφοῦ ξανακούσουμε τόν ὕμνο, γράφουμε ἄλλες τρεῖς λέξεις. Στή συνέχεια, ἀφήνουμε τά παιδιά νά δημιουργήσουν ἕνα μικρό κείμενο χρησιμοποιώντας ὅλες τίς λέξεις πού ἔγραψαν.
-Καί πάλι Artful Thinking: «Βλέπω-Ίσχυρίζομαι-Ἀναρωτιέμαι». Παρατηρῆστε προσεκτικά τήν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς. Τί βλέπετε; Τί σκέφτεστε γι’ αὐτό πού βλέπετε; Τί σᾶς κάνει νά ἀναρωτιέστε;
-Διαβάζουμε κείμενα γιά τήν Ἐκκλησία, πού ἐπιλέγουμε ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου. Πῶς ὁ Παῦλος χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «Ἐκκλησία»; Ποιά εἶναι ἡ διαφορά τοῦ ὅρου αὐτού, ἀπό τούς ὅρους «σύναξη» ἤ «συνέλευση»; Ποιά εἶναι ἡ διαφορά τῆς συμμετοχής μας σέ μιά συνέλευση ἀπό τή «μετοχή» μας στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας;
-Καταρτίζουμε γλωσσάρι μέ τούς λειτουργικούς ὅρους (λέξεις, φράσεις), πού μαθαίνουμε. Τό ἐνημερώνουμε κάθε φορά πού μαθαίνουμε ἕναν καινούργιο λειτουργικό ὅρο.
-Artful Thinking [«Ἀντιλαμβάνομαι- Γνωρίζω - Φροντίζω»]. Θέμα: «Ἡ Κοινωνία τῶν Ἀποστόλων». Παρατηροῦμε τήν τοιχογραφία καί συζητᾶμε: Ποιά πρόσωπα εἰκονίζονται σέ αὐτή; Τί κάνουν; Πῶς στέκονται; Τί δηλώνει ἡ στάση τοῦ σώματός τους; Φανταζόμαστε πώς εἴμαστε ἕνας ἀπό τούς Ἀποστόλους. Πῶς αἰσθανόμαστε; Ποιό γεγονός ἀπό ὅσα συμβαίνουν μᾶς κινεῖ περισσότερο τό ἐνδιαφέρον; Γιατί; Ἀπό ποιό πρόσωπο ἀπό τά εἰκονιζόμενα, θά θέλαμε νά πάρουμε πληροφορίες γιά τό γεγονός καί τί θά τό ρωτούσαμε;
-Κατασκευάζουμε ἕναν εννοιολογικό χάρτη μέ θέμα «Τά μέρη κάθε Μυστηρίου» καί μέ τίς Ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου.
-Artful Thinking: Παρατηροῦμε τόν πίνακα του Miloradovich Dmitrievich «Στόν εξομολογητή». Σημειώνουμε τί βλέπουμε, πού ἔχουν τοποθετηθεῖ τά πρόσωπα, τά συναισθήματά τους, τί μπορεῖ νά σκέπτονται. Συζητᾶμε τίς ἀπόψεις μας γιά κάθε μέρος τῆς εἰκόνας πού ἀναλάβαμε νά παρατηρήσουμε.
-Διαβάζουμε τά τροπάρια τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος. Μέ ποιές φράσεις περιγράφονται τά προβλήματα καί οἱ ἀνάγκες μας καί ποιές οἱ λυτρωτικές παρεμβάσεις πού ζητοῦμε ἀπό τήν Θεοτόκο;
10. Ἡ ἐνορία εἶναι τό ἐργαστήρι τῆς Χάριτος, τό ἐπίκεντρο τῆς μυστηριακῆς ζωῆς. Εἶναι ἔξω ἀπό τήν Παράδοση καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας νά λησμονήσουμε, ὅτι ἡ διδαχή ἀσκεῖται ὡς λατρευτική πράξη στήν κοινότητα, ἀφορμᾶται ἀπό τήν λειτουργία της καί κατατείνει στόν ἴδιο, ὅπως καί ἐκείνη, σκοπό: τήν οἰκοδομή τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ποιός ὅμως σήμερα νιώθει τήν ἐνορία του σάν ἕνα σῶμα καί αἰσθάνεται ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἀδελφοί; Ποιός τήν νιώθει σάν μιά οἰκογένεια-κοινότητα, ὅπου ὁ καθένας ἔχει μιά μοναδική θέση καί ὅταν αὐτή ἡ θέση μείνει κενή, τό σῶμα τῆς ἐνορίας δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει καλά;
Τόν κύριο ρόλο μέσα στήν ἐνοριακή πραγματικότητα διαδραματίζει ὁ ἱερεύς. Ὁ Πρεσβύτερος λαμβάνει τό χάρισμα πρός διακυβέρνησιν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί πρός διδασκαλίαν καί νουθεσίαν τοῦ λαοῦ. Ὁ ἱερεύς προσφέρει ἐξ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου τήν Θεία Εὐχαριστία καί ἔχει τήν εὐθύνη γιά τή διδαχή τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλά τό μυστήριο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ εὐαγγελισμοῦ, ἀντίθετα μέ κάθε ἀνθρώπινο χάρισμα τοῦ λόγου, πραγματοποιεῖται «οὐ καθ' ὑπεροχήν λόγου ἤ σοφίας, οὐ γάρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν, εἰ μή Ἰησοῦν Χριστόν, καί τοῦτον ἐσταυρωμένον. Καί ὁ λόγος μου καί τό κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ' ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως, ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μή ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ' ἐν δυνάμει Θεοῦ».
«Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην». «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Νά εὔχεσθε, Σεβασμιώτατε, νά ξαναποκτήσουμε ὅλοι τό νόημα αὐτῆς τῆς μεγάλης χαρᾶς καί νά εἰσέλθουμε τή χαρά τοῦ Κυρίου μας. Μόνο τότε μποροῦμε νά κατανοήσουμε, ὅτι ἡ λογική λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεολογία· θεολογία πού γίνεται ἱερουργία, κήρυγμα ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν προσοχή καί τήν ὑπομονή νά μέ ἀκούσετε!
(1). Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις εἰς τό κατά Ἰωάννην, Βιβλ. 10 (Migne P . G . 74, 301): «Τήν δέ τοῦ μυστηρίου τελειοτάτην καί ἀκριβεστάτην ἡμῖν ἀποκάλυψιν διά τοῦ Παρακλήτου γενέσθαι λέγει, τοὐτέστι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»... «Ἐν γάρ τῇ τῶν τοιούτων ἀποκαλύψει διά τοῦ Πνεύματος ἡμῖν ἀπορρήτως ἐνεργουμένη, τῆς μετά σαρκός οἰκονομίας τό βάθος καί τοῦ κεκρυμμένου μυστηρίου τήν δύναμιν θεωροῦμεν». |