|
† 6 Δεκεμβρίου
Συναξάρι Αγίου Νικολάου, Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας, του Θαυματουργού.
|
Ο ΄Αγιος Νικόλαος με σκηνές του βίου του. |
Ο ΄Αγιος Νικόλαος έζησε και έδρασε κατά τον 4o κυρίως αιωνα, στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-304 μ.Χ.), του Μαξιμιανού (286-305 μ.Χ.) και του Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337 μ.Χ.). Είχε ιδιαίτερη πατρίδα τα Πάταρα(1) της Λυκίας. Γεννημένος από ευσεβείς γονείς, τον Επιφάνιο και την Νόννα, ακολούθησε την οδό του μοναχικού βίου και χειροτονήθηκε, με την ευχή του θείου του Νικολάου(2), που ήταν κτίτορας του ναού της Αγίας Σιών Λυκίας(3), Πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Μύρων. Μετά την κοίμηση του Επισκόπου εξελέγη με θαυμαστό τρόπο Επίσκοπος των Μύρων της Λυκίας. Αφότου εισήλθε στις τάξεις του ιερού κλήρου έπαψε πλέον να ζει για τον εαυτό του, αλλά ζούσε μόνο για να υπηρετεί την Εκκλησία του Χριστού και όλους τους ανθρώπους χωρίς καμιά διάκριση. Μετά το θάνατο των γονέων του μοίρασε ολόκληρη την περιουσία του στους φτωχούς της επισκοπής του, ώστε πλέον ανεπηρέαστος από προσωπικές βιοτικές μέριμνες να αφοσιωθεί στο πολυποίκιλο ποιμαντικό του έργο.
|
Η χειροτονία του Αγίου Νικολάου εις Διάκονον. |
Η επισκοπή των Μύρων έγινε το κέντρο της πνευματικής και φιλανθρωπικής διακονίας των κατοίκων όλης της ευρύτερης περιοχής της Λυκίας. Ο επίσκοπος Νικόλαος έγινε ο πατέρας, ο φροντιστής, ο παρηγορητής και το καταφύγιο κάθε φτωχού, κατατρεγμένου και πονεμένου ανθρώπου. Αυτός με την απέραντη αγάπη και ανεκτικότητα, που έτρεφε στα στήθη του, δεν άφηνε κανέναν χωρίς να μην τον ευεργετήσει και να μην τον στηρίξει πνευματικά ηθικά και υλικά. Κανένας δεν μπόρεσε να εξηγήσει που έβρισκε τους υλικούς πόρους με τους οποίους κάλυπτε τις ανάγκες πλήθους ενδεών ανθρώπων. Παράλληλα έγινε ο διαπρύσιος στηλιτευτής των εκμεταλλευτών κατά των αδυνάτων και των φτωχών. Με τη σπάνια παρρησία και το θάρρος που διέθετε ασκούσε έλεγχο σε όλους όσοι ευθύνονταν για την κακοδαιμονία του λαού, όσο ψηλά και αν βρίσκονταν. Το συναξάρι αναφέρει πως κάποτε στις μέρες του ο λαός της ευρύτερης περιοχής της επισκοπής του λιμοκτονούσε. Γεμάτος αγωνία ο Νικόλαος κατέβηκε σε κάποιο λιμάνι όπου συνάντησε πλοίο γεμάτο σιτάρι που ήταν έτοιμο να αποπλεύσει για τη Γαλλία, έπεισε τον πλοιοκτήτη να μείνει το φορτίο στη Λυκία, πλήρωσε, άγνωστο πως, το σιτάρι και το μοίρασε στους λιμοκτονούντες κατοίκους τους οποίους έσωσε από βέβαιο θάνατο.
|
Ο ΄Αγιος Νικόλαος, Βρεττανικό Μουσείο. |
Ο κάθε αδύναμος άνθρωπος είχε τον προστάτη του. Ο άγιος βρισκόταν κοντά σε κάθε έναν και σε κάθε δύσκολη περίσταση ευεργετούσε ακόμα και θαυματουργικά. Ο βιογράφος του αναφέρει πλήθος τέτοιων περιστατικών. Ο απόλυτα φτωχός άγιος προικοδοτούσε τα φτωχά κορίτσια, προστάτευε τη σοδιά των φτωχών γεωργών, γινόταν ο αρωγός των ναυτικών. Μέχρι σήμερα παραμένει ο προστάτης των ναυτιλλομένων χάρη στις πάμπολλες θαυματουργικές επεμβάσεις του προς αυτούς.
Η πολιτική εξουσία σύμφωνα με τον άγιο Νικόλαο υπάρχει από τον Θεό να υπηρετεί το λαό. ΄Οταν αυτή αντιστρατεύεται το πραγματικό συμφέρον και το θέλημα του λαού πρέπει να ελέγχεται. ΄Ετσι ο άγιος δεν άργησε να γίνει ο ελεγκτής των διωκτών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, οι οποίοι έστειλαν στο θάνατο χιλιάδες χριστιανούς μαρτυρες. Ως Επίσκοπος εφυλακίσθηκε επί Διοκλητιανού και ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό. Όταν ελευθερώθηκε αποκαταστάθηκε, επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου, στην επισκοπική του έδρα φέροντας τα στίγματα του μαρτυρίου στο σώμα του(4). Επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και θεωρείται ότι παρέστη στην Α´ Οικουμενική Συνοδο, το 325 μ.Χ.(5).
|
Ο ΄Αγιος Νικόλαος ομιλών
στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. |
Την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου εμφανίζεται και ο αιρετικος ΄Αρειος. Ο ΄Αρειος πρέσβευε και διαλαλούσε περίτρανα ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αλλά κτίσμα και ποίημα του Θεού. Αν και καθαιρείται, εξακολουθεί να υποστηρίζει σθεναρά την άποψή του με συνέπεια να παρασύρονται αρκετοί από τα κηρύγματά του και να επικρατεί στις τάξεις της Εκκλησίας μεγάλη σύγχυση. Βλέποντας ο Μ. Κωνσταντίνος το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί συγκαλεί σε σύσκεψη όλους τους Αρχιερείς και τους πρώτους των Μοναχών στη Νίκαια, για να αποδειχθεί ποιος τελικά έχει δίκαιο. Επιφανείς Αρχιερείς και Μοναχοί, ανάμεσα στους οποίους και ο ΄Αγιος Νικόλαος συγκεντρώνονται στη Νίκαια, το 325 μ.Χ., στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και τίθενται αντιμέτωποι του Αρείου.
Η συζήτηση είχε ξεκινήσει και η αγωνία ήταν μεγάλη. Βλέποντας σε κάποιο χρονικό σημείο ο ΄Αγιος Νικόλαος ότι ο ΄Αρειος προσπαθεί να αποστομώσει τους Αρχιερείς, κινούμενος από ιερή αγανάκτηση σηκώθηκε και κατάφερε δυνατό ράπισμα στον ΄Αρειο κατατροπώνοντας τα «αχυρώδη» διδάγματά του. Ο ΄Αρειος με περισσή ψυχραιμία διαμαρτυρήθηκε στον αυτοκράτορα, αναφέροντας ότι η εν λόγω συμπεριφορά, αν μη τι άλλο, ήταν προσβλητική και για τον ίδιο.
|
Ο ΄Αγιος Νικόλαος, νωπογραφία,
Ναός Αγίου Νικολάου, Μύρα Λυκίας. |
Ο Μ. Κωνσταντίνος απευθυνόμενος στους Αρχιερείς θύμισε ότι ο νόμος προβλέπει να κόβεται το χέρι εκείνου που τόλμησε μπροστά στον βασιλέα να χτυπήσει τον οποιοδήποτε. Ωστόσο έδωσε την πρωτοβουλία ν' αποφασίσουν οι ίδιοι οι Αρχιερείς για το θέμα αυτό. Στην πρόκληση αυτή οι Αρχιερείς παρακάλεσαν τον αυτοκράτορα, για να μην διαταραχθεί η Σύνοδος που διεξαγόταν την ώρα εκείνη, να φυλακίσει τον ΄Αγιο αφήνοντας την τιμωρία του για το πέρας των εργασιών της Συνόδου. Πράγματι ο ΄Αγιος φυλακίζεται, αλλά και πάλι θαυμαστό γεγονός λαμβάνει χώρα στη φυλακή. Το βράδυ παρουσιάζεται σε όραμα ο Χριστός και η Θεοτόκος ρωτώντας τον ΄Αγιο τον λόγο για τον οποίο αυτός βρισκόταν στη φυλακή. Όταν ο ΄Αγιος αποκρίθηκε ότι φυλακίσθηκε για τη δική τους αγάπη ο Χριστός του έδωσε το ιερό Ευαγγέλιο, ενώ η Θεοτόκος το αρχιερατικό ωμοφόριο.
Την επόμενη ημέρα γνωστοί του Αγίου, που τον επισκέφθηκαν, για να του προσφέρουν λίγο άρτο, βρίσκουν τον ΄Αγιο απαλλαγμένο από τα δεσμά να φορά το ωμοφόριο και να διαβάζει από το Ευαγγέλιο. Όταν ο Μ. Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στη φυλακή, ελευθέρωσε τον ΄Αγιο και μαζί με τους άλλους Αρχιερείς εζήτησε συγγνώμη από τον ΄Αγιο για τη συμπεριφορά που επέδειξαν απέναντι του. Μετά το πέρας της Συνόδου ο ΄Αγιος επέστρεψε στην επαρχία του(6).
Ο ΄Αγιος Νικόλαος έφθασε σε βαθύτατο γήρας. Αφού, λοιπόν, συμπλήρωσε πλήρως το χρόνο του επίγειου βίου του, προσβλήθηκε από σύντομη ασθένεια, κατά τη διάρκεια της οποίας δοξολογούσε το Όνομα του Αγίου Θεού και έψαλε εξόδιους και επικήδειους ύμνους. Έτσι, λοιπόν, άφησε τη φθαρτή αυτή ζωή και παρέδωσε τη μακαρία ψυχή του στο Θεό (+334 μ.Χ.).
|
|
|
Ο ενταφιασμός
του Αγίου Νικολάου. |
Ο τάφος του Αγίου Νικολάου
στα Μύρα
της Λυκίας. |
Ο ΄Αγιος Νικόλαος με τον Κύριο να του δίδει το Ευαγγέλιο και την Παναγία το ωμοφόριο. |
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Αρχαία πόλη της Λυκίας στη Μικρά Ασία, κείμενη μεταξύ των εκβολών του ποταμού Ξάνθου και του όρμου Αντιφέλλου, πιθανώς κτίσμα Φοινίκων και εποικισθέν κατόπον από Δωριείς εκ Κρήτης.
2) P.G., 116, Συμεών του Μεταφραστού, Βίος και Πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του εν θαύμασι περιωνύμου Νικολάου, Αρχιεπισκόπου Μυρων της Λυκίας Επαρχίας.
3) Απόστολου Μ. Τζαφερόπουλου, ΄Αγιος Νικόλαος Μύρων Λυκίας, σελ. 11-12.
4) Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σελ. 356.
5) Συμεών του Μεταφραστού, Η ζωή και τα θαύματα του Αγίου Νικολάου, Εισαγωγή, μετάφραση - σχόλια Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι, 1999, σελ. 54.
6) Πηγή: Κατακόμβη, Εξαμηνιαία έκδοση Μητροπολιτικού Καθεδρικού Ι.Ν. Αγ. Νικολάου Βόλου, Αφιέρωμα στον ΄Αγιο Νικόλαο, Βίος του Αγίου Νικολάου, Απόστολου Ακριβόπουλου, Φιλόλογου, Δεκέμβριος 1998, σελ. 31-32. «Ποίοις μελωδικοίς άσμασιν επαινέσωμεν τον Ιεράρχην, τον της ασεβείας αντίπαλον, και της ευσεβείας υπέρμαχον· τον της Εκκλησίας πρωτοστάτην· τον μέγαν, προασπιστήν τε και διδάσκαλον· τον πάντας, τους κακοδόξους καταισχύνοντα· τον ολετήρα Αρείου, και θερμόν αντίμαχον· τον δι' ου την τούτου οφρύν, Χριστός καταβέβληκεν, ο έχων το μέγα έλεος», Στιχηρόν Προσόμοιον από την Ακολουθία του Μεγάλου Εσπερινού του Αγίου Νικολάου, Μηναίον Δεκεμβρίου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2009, σελ. 77. |
|
|
Η παγκοσμιότητα της Αυτοκρατορίας και οι εκχριστιανισμοί των λαών της Αφρικής και της Αραβικής χερσονήσου κατά την προϊσλαμική εποχή
Σοφία Πατούρα, Graeco - arabica, vol . IX - X , Athens 2004, 311- 331.
Ο Θεός που με έκρινε άξιο να εκπληρώσω τη βούλησή του, με αναζήτησε και με έθεσε στην υπηρεσία του και εγώ (...) ανταποκρίθηκα στο θείο κέλευσμα, απωθώντας και διασκορπίζοντας, χάρη σε κάποια θεία δύναμη, τα δεινά που κατέχουν τον κόσμο, ώστε το ανθρώπινο γένος να επαναχθεί στο σεβασμό του θείου νόμου και η μακαριότατη πίστη να διευρυνθεί υπό την καθοδήγηση του Κυρίου. (...) Με την πεποίθηση ότι αυτή είναι η άριστη υπηρεσία, ότι αυτή είναι η χάρις που δόθηκε σε μένα, προχωρώ προς τις χώρες της Ανατολής οι οποίες πλήττονται από μεγάλες συμφορές και ζητούν τη μέριμνά μου» (1).
Το συγκεκριμένο απόσπασμα από τον Βίο του Κωνσταντίνου του επισκόπου Ευσέβιου δεν αποδίδει μόνο την ιδέα που είχε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος για την αποστολή του ως ιστορικού προσώπου, διακηρύσσοντας την πεποίθησή του πως ενεργούσε ως θεϊκό όργανο, αλλά αντανακλά κυρίως την αρχή της οικουμενικής ιδεολογίας πάνω στην οποία στηρίχθηκε όλο το οικοδόμημα της εξωτερικής πολιτικής της πρώιμης βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στο επίπεδο της πολιτικής ιδεολογίας η pax romana έγινε pax Christiana και η εξωτερική πολιτική της Αυτοκρατορίας συνδέθηκε στενά με το ιεραποστολικό έργο της βυζαντινής Εκκλησίας (2). Από την εποχή του Αυγούστου οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες αξίωναν μία θεϊκά νομιμοποιημένη επικυριαρχία σε ολόκληρο τον κόσμο συμβολίζοντας την στα βασιλικά εμβλήματα με τη χρήση της σφαίρας (3). Η αξίωση αυτή διατήρησε την ισχύ της και κατά το πρώιμο Βυζάντιο περιβεβλημένη όμως με τη θεϊκή δύναμη του Χριστιανισμού. Η χριστιανική θρησκεία αποτέλεσε τον άξονα γύρω από τον οποίο στράφηκαν όλες οι φάσεις της πολιτικής, ιδεολογικής και πολιτιστικής ζωής του Βυζαντίου. Η σχέση αμοιβαίας εξάρτησης, που από τους πρώτους αιώνες δημιουργήθηκε ανάμεσα στην κρατική και εκκλησιαστική εξουσία, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και την άσκηση της εξωτερικής θρησκευτικής πολιτικής της Αυτοκρατορίας. Ορισμένοι, για παράδειγμα, αυτοκράτορες, που δεν ήταν βαθειά θρησκευόμενες προσωπικότητες, υπακούοντας στα κελεύσματα της εποχής, ήταν αναγκασμένοι να δίνουν προβάδισμα στη θρησκεία, στο πλαίσιο του πολιτικού τους προγράμματος. Ο αυτοκράτορας, ως φορέας της κρατικής εξουσίας, αναμείχθηκε ενεργά τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας, αφού κατά τη χριστιανική κοσμοθεωρία ήταν το εκλεκτό όργανο του Θεού για τη διάδοση της πίστης.
Διαβάστε τη συνέχεια
|
|