ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Πολύευκτος Φινφίνης, Μητροπολίτης Σουηδίας και πάσης Σκανδιναυίας 1969- 1974
Κλεόπα Στρογγύλη, Μητροπολίτου Σουηδίας

Μία εκτενής αρχειακή μελέτη για την πενταετή (1969-1974) αρχιερατική διακονία στην Σκανδιναυία του μακαριστού Μητροπολίτου Πολυεύκτου, η οποία περιλαμβάνει ανέκδοτη αλληλογραφία του προς τους Οικουμενικούς Πατριάρχες Αθηναγόρα και Δημήτριο, Μητροπολίτες και πολιτικές Αρχές, καθώς και άλλα ανέκδοτα έγγραφα, η ανάγνωση των οποίων αναδεικνύει τη πορεία ιδρύσεως της Μητροπόλεως της Σουηδίας και της ελληνορθόδοξης Διασποράς στη Σκανιδιναυία. Το παρόν έργο συνιστά ένα πολυτιμο εργαλείο για την ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Δυτική Ευρώπη και την πνευματική καθοδήγηση των Ελλήνων της Διασποράς για την ενσωμάτωσή τους σε αλλότρια πολιτιστικά περιβάλλοντα με τη διατήρηση της ελληνορθόδοξης κληρονομίας.

Σχ. 17Χ24, Σελ. 864, Τιμ. 20€.

 

Η ζωή μετά θάνατον κατά την ορθόδοξη παράδοση
Jean Claude Larchet

Μία μοναδική και πρωτότυπη μελέτη για την περί θανάτου ορθόδοξη παράδοση, εκπονηθείσα από τον διεθνούς φήμης Πατρολόγο. Το έργο παρουσιάζει με εμβριθή τρόπο τη θεολογική θεώρηση της φύσης του θανάτου, την πνευματική δοκιμασία που συνεπάγεται η έλευσή του για τον μελλοθάνατο και τους οικείους του, τη διδασκαλία περί δοκιμασίας της ψυχής από τα τελώνια από την 3η μέχρι και την 9η ημέρα, την είσοδο της ψυχής στον άλλο κόσμο και την μερική κρίση της κατά την 40η ημέρα, την μέση κατάσταση της ψυχής μέχρι την τελική κρίση, την ορθόδοξη αναίρεση της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός, τις σχέσεις μεταξύ ζώντων και κεκοιμημένων και την ανάγκη των παρακλήσεων και των προσευχών υπέρ τεθνεώτων, τη διδασκαλία περί τελικής κρίσεως, αναστάσεως των νεκρών και αιώνιας ζωής και τη σύνδεσή της με την χριστιανική θεώρηση της ζωής ως πνευματικής προετοιμασίας για τον θάνατο και την αιώνια ζωή. Ο συγγραφέας παραθέτει πλήθος σχετικών βιβλικών και πατερικών χωρίων, ενώ δίδει μεγάλη σημασία στην εφαρμογή της περί θανάτου ορθοδόξου παραδόσεως και στον λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Μία αξεπέραστη έρευνα που δίδει ορθόδοξες απαντήσεις σε όλα τα περί θανάτου ερωτήματα του αναγνώστη.

Σχ. 15Χ22, Σελ. 408, Τιμ. 15€.

Ο μητροπολίτης Κιέβου Ιωάννης Β΄ (†1089) και οι Κανονικές Αποκρίσεις του
Παναγιώτη Τζουμέρκα, Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ο 3ος τόμος της σειράς «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΩΝ» συνιστά ένα πολύ ενδιαφέρον πόνημα Κανονικού Δικαίου, αφού οι Κανονικές Αποκρίσεις του εκ Κωνσταντινουπόλεως Μητροπολίτου Κιέβου Ιωάννου Β΄ (1076-1089) αποτελούν το πρώτο κανονικό κείμενο που συντάχθηκε στην πρωτοχριστιανική Ρωσία. Πρόκειται κατ’ ουσία για μία προσπάθεια μεταφοράς και προσαρμογής του Κανονικού Δικαίου και της νομικής Βυζαντινής παραδόσεως στο ρωσικό κράτος. Η πρωτότυπη έρευνα επιβεβαιώνει τους στενούς δεσμούς της Εκκλησίας της Ρωσίας με την Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και τη συμβολή των πρώτων Μητροπολιτών του Κιέβου, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήσαν ελληνικής καταγωγής, στην εδραίωση της Ορθοδοξίας στο νεοσύστατο ρωσικό κράτος. Στο Παράρτημα παρατίθεται το ρωσικό και το ελληνικό κείμενο των κανόνων κατά τα ακαδημαϊκά ειωθότα, ενώ πλούσια είναι και η βιβλιογραφία, με ιδιαίτερο βάρος σε μελετήματα και πηγές στη ρωσική γλώσσα.

Σχ. 14Χ21, Σελ. 208, Τιμ. 15€.

Επετηρίδα 2026

Η Επετηρίδα του 2026 περιέχει το εορτολόγιο του έτους, σημειωματάριο, τηλεφωνική ατζέντα, τις περιόδους νηστείας και χρήσιμες εκκλησιαστικές πληροφορίες.  Το φετινό εγκόλπιο είναι αφιερωμένο στην επέτειο ενενήντα (90) ετών προσφοράς της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Κατήχηση, στην Ιεραποστολή και στη γλώσσα.

Σχ. 9Χ14, Τιμ. 2€.

 

Ημεροδείκτης 2026

Ο Ημεροδείκτης τοίχου περιέχει εορτολόγιο του έτους 2026 και μηνύματα για την εορτή κάθε ημέρας ή θέματα που αφορούν τη χριστιανική ζωή. Ο ημεροδείκτης κοσμείται με τετράχρωμη περίτεχνη φορητή εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Σχ. 21Χ29, Τιμ. 4€.

 
ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ


Το ταξίδι του ψηφιδωτού στους τόπους και τους χρόνους - Τα ανά την Οικουμένη εντοίχια χριστιανικά ψηφιδωτά
Χριστόφορος Δ. Σωφρονίου, Άρχων Υπομνηματογράφος Μ.τ.Χ.Ε.
Επιμέλεια Δημήτριος Μαυρόπουλος

Ένα μνημειώδες έργο στο οποίο παρουσιάζονται τα ανά την οικουμένη διεσπαρμένα εντοίχια χριστιανικά ψηφιδωτά από τα μέσα του 3ου αιώνα μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453). Τις ψηφιδωτές παραστάσεις ο συγγραφέας τις περιγράφει ενταγμένες στο κτίσμα το οποίο κοσμούν (εκκλησία, παρεκκλήσιο, βαπτιστήριο, μαυσωλείο ή και κατακόμβη). Η επιστημονική παρουσίαση των ψηφιδωτών, η οποία γίνεται με γεωγραφικά κριτήρια (Κωνσταντινούπολη, Ρώμη, Θεσσαλονίκη, Ιταλία, Ραβένα, Κύπρος, Ελλάδα, Σικελία, Βενετία κ.α.) διανθίζεται από την παράθεση ιστορικών μύθων και βιογραφιών. Το έργο προλογίζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, ενώ πέρα από το πλήθος καλαίσθητων τετράχρωμων φωτογραφιών των ψηφιδωτών, περιέχει πλούσια διεθνή βιβλιογραφία για τον ερευνητή και γλωσσάρι αρχιτεκτονικών όρων.

Σχ. 24Χ29, Σελ. 720, Τιμ. 40€.

Ναοί, Μονές και ευαγή Ιδρύματα της Βασιλίδος Κωνσταντινουπόλεως
Raymond Janin

Οι εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος σε συνεργασία με την Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων παρουσιάζουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό το μοναδικό και μεγαλειώδες έργο του Γάλλου Βυζαντινολόγου και Αρχαιολόγου Raymond Janin (1882-1972) μεταφρασμένο από την γαλλική. Πρόκειται για το πρώτο έργο στην παγκόσμια βιβλιογραφία που καταγράφει την ιστορία των ιερών Τόπων της Πόλης, η οποία συνδέθηκε με τη δόξα, τη χαρά, την πίστη και την ελπίδα του Γένους. Μέσα από τις σελίδες του έργου αναδεικνύεται η Βασιλίδα των πόλεων, η πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Παναγιοσκέπαστη Βασιλεύουσα ως ιερότητα και κάλλος πνευματικό. Το δίτομο έργο κοσμείται από μοναδικού κάλλους εικόνες, σχέδια και μινιατούρες.

Α΄ Τόμ. Σχ. 21Χ29, Σελ. 528, Τιμ. 35€.
Β΄ Τομ. 21Χ29, Σελ. 512, Τιμ. 35€.
 

Ο Όμηρος ξεφυλλίζει την Ιστορία και παλεύει για τη λευτεριά
Πηνελόπης Μωραΐτου - Εικον . Πέγκυ Φούρκα

Μία φανταστική περιήγηση του κεντρικού ήρωα του έργου Ομήρου στις τελευταίες ένδοξες σελίδες του Έθνους μας για τους μικρούς μας φίλους. Από τις ημέρες που προετοίμασαν την εθνική παλιγγενεσία του 21’ και τα πρώτα χρόνια του ανεξαρτήτου ελληνικού κράτους, τους βαλκανικούς πολέμους, την μικρασιατική εκστρατεία και το Έπος του 1940. Μία εύληπτη, σύντομη ιστορική αναδρομή στα κύρια γεγονότα που διαμόρφωσαν την πατρίδα μας και οφείλουν να γνωρίζουν όλα τα Ελληνόπουλα.

Σχ. 21Χ29, Σελ. 232, Τιμ. 14€.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟΝ

8 Ιουλίου

† Μνήμη του αγίου ένδοξου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου

Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιούλιος, 
σελ. 109-111

Ο 'Αγιος Μεγαλομάρτυς Προκόπιος καταγόταν από τα Ιεροσόλυμα. Ο πατέρας του ήταν Χριστιανός, και ονομαζόταν Χριστοφόρος, και η μητέρα του, Θεοδοσία, ειδωλολάτρισσα. ΄Αθλησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Όταν ανδρώθηκε, η μητέρα του τον έφερε στην Αντιόχεια και πέτυχε από τον Διοκλητιανό, που βρισκόταν εκεί, τον διορισμό του Προκοπίου ως δούκα της Αλεξάνδρειας. Συγχρόνως ανατέθηκε σε αυτόν η εποπτεία του διωγμού των Χριστιανών που ζούσαν στην πόλη. Καθ’ οδόν όμως προς την Αλεξάνδρεια, την νύχτα, οραματίσθηκε σταυρό με μορφή κρυστάλλου και άκουσε φωνή να λέει σε αυτόν: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, ο Εσταυρωμένος, ο Υιός του Θεού». Ἐκπληκτος από το όραμα και την θεία φωνή, ο Προκόπιος μεταστράφηκε, διέκοψε την πορεία του, μετέβη στην Σκυθούπολη και από εκεί επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα, όπου αποκάλυψε στην μητέρα του όσα είχαν διαδραματισθεί και την μεταστροφή του προς την χριστιανική πίστη. Η αποκάλυψη αυτή τάραξε την μητέρα του, η οποία αφού απέτυχε να τον μεταπείσει, τυφλωμένη από τον ειδωλολατρικό φανατισμό της, κατήγγειλε τον υιό της στον ηγεμόνα Καισαρείας Ουίλκιο. Αυτός, αφού ανέκρινε τον Προκόπιο και διαπίστωσε την ακλόνητη εμμονή του στην χριστιανική πίστη, διέταξε τον σκληρό βασανισμό του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αφού του καταξέσχισαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και υπέμενε και άλλα βασανιστήρια, ημιθανής εγκλείσθηκε στην φυλακή. Την νύχτα, σε οπτασία, εμφανίσθηκε σε αυτόν ο Χριστός, ο Οποίος, αφού θεράπευσε τις πληγές του, τον ενεθάρρυνε και τον ενίσχυσε στον αγώνα του. Ο Προκόπιος άρχισε τότε να υμνεί μεγαλοφώνως το Όνομα του Κυρίου, γεγονός το οποίο προκάλεσε την περιέργεια των φρουρών και του δεσμοφύλακος. Αυτοί, αφού προσέτρεξαν, είδαν κατάπληκτοι υγιή τον Προκόπιο και, μπροστά στο θαύμα, παρακάλεσαν τον Μάρτυρα να οδηγήσει και αυτούς στην αληθινή πίστη του Χριστού. Την επομένη, αφού οδηγήθηκε εκ νέου ενώπιον του επάρχου, έλαβε την διαταγή να μεταβεί στον ειδωλολατρικό ναό, για να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Ο Προκόπιος δέχθηκε, όταν όμως εισήλθε στον ναό, άπλωσε τα χέρια και προσευχήθηκε, και αμέσως τα είδωλα που βρίσκονταν σε αυτόν έπεσαν στην γη και συνετρίβησαν. Ο Ουίλκιος, έξαλλος από οργή, διέταξε την μεταφορά του Προκοπίου στην φυλακή, αλλά από το θαύμα που επιτελέσθηκε πολλοί από τους στρατιώτες και το πλήθος μεταστράφηκαν, μεταξύ των οποίων η μητέρα του Προκοπίου Θεοδοσία, δύο τριβούνοι, ο Νικόστρατος και Αντίοχος και δώδεκα γυναίκες συγκλητικές. Αυτούς ο ηγεμόνας, αφού τους τιμώρησε σκληρά με κάθε είδους βασανιστήρια, τους θανάτωσε δι’ αποκεφαλισμού.

Όταν πέθανε αιφνιδίως ο έπαρχος, ο διάδοχός του Φλαβιανός υπέβαλε εκ νέου τον Προκόπιο σε σκληρά βασανιστήρια. Τον κτύπησαν με βούνευρα (νεύρα βοδιού), κατέκαψαν τις πληγές με πυρωμένα σίδερα και τοποθέτησαν στις παλάμες του αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι. Αλλά ο Προκόπιος παρέμεινε ακλόνητος στην χριστιανική ομολογία του. Τότε ο Φλαβιανός διέταξε τον αποκεφαλισμό του Μεγαλομάρτυρος, το 303 μ.Χ., τον οποίο και υπέμεινε προσευχόμενος και δοξολογώντας τον Θεό.

Η Σύναξη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου ετελείτο στο αγιώτατο αυτού Μαρτύριο πλησίον της Χελώνης και του Κονδυλίου. Ο Ρώσσος Ιστοριογράφος Αντώνιος αναφέρει ότι είδε την τίμια χείρα του Αγίου Προκοπίου στην Μονή των Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη.

 

9 Ἰουλίου

† Μνήμη Κυπριανού, Εθνοϊερομάρτυρος, Αρχιεπισκόπου Κύπρου

Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου,
Οἱ Νεομάρτυρες τοῦ Γένους, Αθήνα 2021,
εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 227-230

Ο ΄Αγιος Νέος Εθνοϊερομάρτυς Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός γεννήθηκε στον Στρόβολο της Κύπρου το 1756. Από την ηλικία των πέντε έως επτά χρόνων, εκουσίως επέλεξε τον μοναχικό βίο και ακολούθησε τον συγγενή του ιερομόναχο και Οικονόμο της μονής Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο, στο Μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο της Μονής, το οποίο λειτουργούσε ήδη από την ίδρυσή της. Έτσι, το 1768 είχε την ευλογία να έχει διδάσκαλό του ένα μαθητή του Ευγενίου Βουλγάρεως.

Τον επόμενο χρόνο (1769) κατήλθε στη Λευκωσία, όπου για μία τριετία διδάχθηκε ανώτερα μαθήματα στο Ελληνομουσείο Λευκωσίας, το οποίο ιδρύθηκε, ενισχύθηκε και υποστηρίχθηκε από τους Αρχιεπισκόπους Κύπρου Φιλόθεο, Παΐσιο και Χρύσανθο, εφιλοξενείτο δε στο κτίριο της Παλαιάς Αρχιεπισκοπής. Ακολούθως, επέστρεψε στη Μονή, όπου το 1781 χειροτονήθηκε διάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. Δύο χρόνια αργότερα συνόδευσε τον συγγενή του Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο στη Μολδοβλαχία, εγκαταστάθηκαν στο Ιάσιο και διοργάνωναν εράνους-ζητείες προς οικονομική ενίσχυση της Μονής. Η τελευταία περιήλθε σε οικονομικά χρέη λόγω των δυναστικών φορολογικών αφαιμάξεων από τους κατά καιρόν Τούρκους κυβερνήτες, όπως και των ανακαινιστικών και συντηρητικών κτιριακών έργων που επιβαλλόταν να πραγματοποιηθούν.

Κατά την παραμονή του στο Ιάσιο, ο Κυπριανός εκτιμήθηκε από τον Φαναριώτη ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο, προωθήθηκε στο β΄ βαθμό της Ιερωσύνης και ανέλαβε εφημεριακά καθήκοντα στον Ηγεμονικό Ναό του Ιασίου. Παραλλήλως, παρακολούθησε ανώτατα μαθήματα στην Ηγεμονική Ακαδημία. Αφού παρέμεινε εκεί σχεδόν μία εικοσαετία, επέστρεψε με τον συγγενή του Ιερομόναχο και Οικονόμο της Μονής Χαράλαμπο το 1802. Μαζί τους έφεραν πλήθος αφιερωμάτων, χειρογράφων, εκκλησιαστικών σκευών και πινάκων, καθώς και τις προσωπογραφίες τους. Στα γεγονότα του 1804 πρωταγωνίστησε και αναδείχθηκε ο φύλακας άγγελος της κοινότητάς του, σώζοντας τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και τους ραγιάδες από την μανία των αποστατών Τούρκων εσκιάδων (γερόντων). Αυτή η σωτήρια επέμβαση του Κυπριανού ώθησε τους πολίτες να παραδώσουν, με την έγκριση του Χρυσάνθου, τη διαχείριση τόσο των εκκλησιαστικών, όσο και των πολιτικών πραγμάτων του τόπου, στα χέρια του νεαρού Κυπριανού, τον οποίον ο Χρύσανθος προχείρισε σε Μέγα Οικονόμο.

Το 1806 ανήγειρε εκ θεμελίων την εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου, η οποία αποτελεί Μετόχι της Ι. Μονής Μαχαιρά, και με τη δική του μέριμνα αγιογραφήθηκαν η εφέστιος εικόνα των αγίων Ελευθερίου και Στυλιανού για την ελευθερία της Κύπρου, καθώς και εκείνη του αγίου Χαραλάμπους με την αφιέρωση: « αυχεί  μεν Ελλάς σε φρουρόν κεκτημένη, αλλά και Κύπρος Ελλάδος αυχεί πάλιν. Ης ποιμενάρχης στηλογραφεί σην θεάν, ίνα φυλάττης τον δε, και ποίμνην Κύπρον. Αλλ’ ω πολύτλα σπεύσον, εξελού πάντας, νόσου λοιμικής δεινών άλλων παντοίων.. επί Κυπριανού Αρχιεπισκόπου».

Μετά τον θάνατο του φίλου του Χατζη- Γεωργάκη Κορνέσιου του δραγομάνου, την Τρίτη της Λαμπρής του 1809, την αιφνίδια εξορία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και του ομωνύμου συγγενούς του Μητροπολίτου Κιτίου τον Μάιο του 1810, με σουλτανικό βεράτιο που προσκόμισε ειδικός απεσταλμένος μουπασίρης του Σουλτάνου, καθώς και την κληρικολαϊκή επικρότηση και αποδοχή αυτού, ο Κυπριανός χειροτονείται και ενθρονίζεται από τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Κωνστάντιο, εφησυχάζοντα Ιεράρχη στα κλίματα της Κύπρου, και τους εναπομείναντας Κυπρίους Αρχιερείς, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου την 30ην Οκτωβρίου του 1810.

Το μεγάλο εθνικό, συνάμα δε και πνευματικό έργο του, συνοψίζεται εν πρώτοις στην ίδρυση σχολείων πρώτα στη Λευκωσία, το οποίο εξελίχθηκε στο σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, ακολούθως στη Λεμεσό και τον Στρόβολο, στις εγκυκλίους του, στα αφιερώματα και κυρίως στις εικόνες του αγίου Τρύφωνα, τις οποίες κατά εκατοντάδες διεμοίρασε σε όλη την Κύπρο για την αντιμετώπιση της επιδρομής της ακρίδας, συνοδευόμενη από μία εξαιρετική Εγκύκλιο, στην προσπάθεια ιατρικής αντιμετώπισης διαφόρων ασθενειών, στην ανέγερση, επέκταση και ανακαίνιση εκκλησιών, στην οικονομική υπστήριξη των υποδούλων και πολλά άλλα.

Η οθωμανική όμως θηριωδία βρήκε διέξοδο για να ικανοποιηθεί στα λογικά, απροστάτευτα και αδύναμα πρόβατα της Μάνδρας του Χριστού. Αφού ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νησιού ο Κιουτσιούκ Μεχμέτ και ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 στην Ελλάδα, βρήκαν την ευκαιρία οι Τούρκοι και την δίψα τους για αίμα να κορέσουν, και να πλουτίσουν εὐκολα εις βάρος των ραγιάδων, και να ταπεινώσουν τη δύναμη και τα προνόμια.

Πρωτοπόρος και οδοδείκτης στην οδό αυτή του μαρτυρίου, θυσιάσθηκε ο ποιμένας των προβάτων, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ακολούθησαν οι επόμενοι, ο αριθμός των οποίων πλησίασε τις πέντε εκατοντάδες. Η ανθρώπινη αυτή εκατόμβη και η σφαγή διήρκεσαν μερικές μέρες. « Η Παναγία ντύθηκε στα μαύρα. Πολλά σπίτια ήταν έρημα και ραντισμένα στο αίμα». Από τις 9 Ιουλίου του 1821, ημέρα Σάββατο, όταν έγιναν οι πρώτοι απαγχονισμοί και οι πρώτες καρατομήσεις, συνεχίσθηκαν μέχρι και την 14η Ιουλίου. Συνολικά μαρτύρησαν 470 άνθρωποι. Ο κατάλογος των θυμάτων αριθμούσε τετρακόσιους ογδόντα έξι. Τριάντα έξι εξισλαμίσθηκαν και γλίτωσαν τον θάνατο, αρκετοί όμως από αυτούς επέστρεψαν αργότερα στους κόλπους της Εκκλησίας. Προβάλλοντας ως δικαιολογία την ακρόαση των σουλτανικών φιρμανιών εσύναξαν όλους τους πρώτους της νήσου, εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες και τους ανήγγειλαν την θανατική τιμωρία που τους περίμενε.

ΑΡΘΡΟ

Φιλελληνισμός και Κύπρος κατά την Ελληνική Επανάσταση

Κωστής Κοκκινόφτας
Κέντρο Μελετών Iεράς Μονής Κύκκου,
Ο διεθνής περίγυρος και ο Φιλελληνισμός κατά την Ελληνική Επανάσταση,
Πρακτικά Ε ΄Συνεδρίου, εκδ. Αρχονταρίκι, Αθήνα 2017, σελ. 307-318

Στα τέλη της δεκαετίας του 1810 ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και άλλοι επιφανείς κληρικοί και προύχοντες του νησιού μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και στις δραστηριότητές της. Οι πολλαπλές δυσχέρειες, όμως, που πήγαζαν από τη μεγάλη απόσταση της Κύπρου από τις περιοχές της επικείμενης εξέγερσης, και ειδικά η εγγύτητα της προς την Αίγυπτο και τη Συρία, όπου υπήρχαν συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί και μεγάλη συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων, η άμεση μεταφορά των οποίων στο νησί θα οδηγούσε σε ανώφελη αιματοχυσία, συνέτειναν, ώστε να μη συμπεριληφθεί στον κεντρικό επαναστατικό σχεδιασμό. Για τον λόγο αυτό. καθορίστηκε στο άρθρο 15 του σχεδίου δράσης των Φιλικών, που διαμορφώθηκε στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας τον Οκτώβριο του 1820 ότι η Κύπρος θα συμμετείχε στον Αγώνα με οικονομική συνδρομή και αποστολή εφοδίων, σύμφωνα και με τη διαβεβαίωση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (1810-1821). Επισκέφθηκε τότε το νησί ο Φιλικός Δημήτριος Ίπατρος από το Μέτσοβο, ο οποίος συνάντησε για τον σκοπό αυτό τον Κυπριανό. Διασώθηκε επίσης επιστολή, ημερομηνίας 8ης Οκτωβρίου 1820, του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που εστάλη στον Κύπριο Αρχιεπίσκοπο, μέσω του Φιλικού Αντωνίου Πελοπίδα, με την οποία τον καλούσε να στείλει τη συνδρομή του, «διότι η έναρξις του Σχολείου εγγίζει», όπως σημείωνε κατά τον μυστικό τρόπο επικοινωνίας των Φιλικών (1).

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι στην Κύπρο δεν εκδηλώθηκε ένοπλη εξέγερση, οι τοπικές Αρχές εφάρμοσαν σειρά από μέτρα, που αποσκοπούσαν στον αποκεφαλισμό της εκκλησιαστικής και πολιτικής ηγεσίας και τον εκφοβισμό του πληθυσμού. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, αποτελούν την τραγικότερη πτυχή των μεγάλων δοκιμασιών του Ελληνισμού του νησιού, κατά τη διάρκεια των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και τους τρεις Μητροπολίτες Κιτίου Μελέτιο (1810-1821), Πάφου Χρύσανθο (1805-1821) και Κυρηνείας Λαυρέντιο (1816-1821), καθώς και μεγάλος αριθμός προκρίτων, εκτελέστηκαν και οι περιουσίες τους δημεύθηκαν. « Όταν το 1822 πέρασα για τελευταία φορά από τη Λάρνακα», έγραφε ο Σουηδός περιηγητής Γιάκομπ Μπέργκρεν, « ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού είχε περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό, που πολλά μεγαλοχώρια ήταν εντελώς ακατοίκητα. Τα στρατεύματα του Μουχασίλη δεν άφησαν ψυχή ζωντανή παντού από όπου πέρασαν... Η Παναγία ντύθηκε παν­τού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα με αίμα» (2).

Αρκετά κείμενα, όπως αυτό του Μπέργκρεν, με άμεση αναφορά στις σφαγές που έγιναν τότε στην Κύπρο, δημοσιεύτηκαν, είτε στις μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής είτε σε αυτοτελείς εκδόσεις, και συνέτειναν στην ευρύτερη διάδοση του φιλελληνικού κινήματος και στην αύξηση του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για την υπόδουλη Ελλάδα. Για παράδειγμα, ο Άγγλος περιηγητής Τζων Κέιρν, σε κείμενο που δημοσίευσε το 1826, αναφέρεται με συγκλονιστικό τρόπο για το μαρτύριο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (3), τον οποίο επισκέφθηκε μερικές ημέρες πριν από την εκτέλεσή του.

Όπως σημειώνει, όταν τον ρώτησε, γιατί δεν μεριμνούσε για τη σωτηρία του, αφού η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη και η ζωή του απειλείτο, ο Κύπριος Αρχιεπίσκοπος του δήλωσε ότι θα παρέμενε, για να προσφέρει κάθε δυνατή προστασία στους κινδυνεύοντες Χριστιανούς, και πώς είχε αποφασίσει, αν χρειαζόταν, να θυσιαστεί μαζί τους. Σύμφωνα με τον Κέιρν ο οποίος άντλησε τις πληροφορίες του από αυτόπτες μάρτυρες, ο Κύπριος Αρχιεπίσκοπος οδηγήθηκε στο μαρτύριο, δεικνύοντας ασυνήθιστο θάρρος και μοναδική αξιοπρέπεια (4).

Περισσότερα