ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Αυτουργία, Κύηση και πρόσωπα- Δοκίμια για την υπεράσπιση της ανθρώπινης ζωής
Επιμ . Bruce P. Blackshaw, Daniel Rodger, Nicholas Colgrove
Μετάφραση: Πολυξένη Τσαλίκη

Το παρόν έργο προσφέρει μία διεπιστημονική προσέγγιση με βάθος γύρω από την ηθική αξία της ανθρώπινης ζωής, τη φύση του εμβρύου, και την ηθική αυτουργία σε σχέση με την εγκυμοσύνη και την έκτρωση. Συνδυάζει φιλοσοφία, ηθική, νομική και θεολογία, δημιουργώντας ένα πολύπλευρο υπόβαθρο για την κατανόηση της ανθρώπινης ζωής και της έννοιας του «προσώπου» από πολλές οπτικές γωνίες. Αυτή η πολυφωνία διαφωτίζει τον αναγνώστη και του επιτρέπει να εξετάσει το ζήτημα πέρα από ιδεολογικά στερεότυπα.

Επιπλέον, αναλύει την έννοια της προσωπικής αυτουργίας». Η έννοια της αυτουργίας- του δρώντος προσώπου που φέρει ηθική ευθύνη- είναι κεντρική. Το βιβλίο εστιάζει στο πώς η εγκυμοσύνη μεταμορφώνει τη σωματική και ηθική αυτονομία της γυναίκας και εξετάζει το πώς μπορούμε να εννοήσουμε αυτήν την ευθύνη δίχως τιμωρητική διάθεση, αλλά με φιλόσοφη κατανόηση. Ακολούθως, αντιμετωπίζει το έμβρυο ως πρόσωπο, καθώς ένα από τα επίμαχα φιλοσοφικά ερωτήματα είναι πότε αρχίζει η ανθρώπινη ζωή να έχει ηθική αξία- και αν το «έμβρυο» είναι πρόσωπο με δικαιώματα. Οι συγγραφείς επιχειρούν συστηματική ανάλυση αυτών των όρων και παραθέτουν επιχειρήματα υπέρ της ηθικής ισότητας των αγέννητων ανθρώπων.

Παράλληλα, αντιμετωπίζει τις τυχόν εναλλακτικές θεωρήσεις με σεβασμό· δηλαδή δεν πρόκειται για ένα μονομερές έργο υπέρ μιας στάσεως. Πολλά κεφάλαια εμπλέκονται με λεπτότητα και κριτικά με φιλοσοφικά επιχειρήματα περί της έκτρωσης, και επιχειρούν να τα ανασκευάσουν με ορθολογικά μέσα, όχι συναισθηματισμούς.

Σχ. 17Χ24, σελ. 432, Τιμ. 14€.

 

Ερμηνεία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου
Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
Μετάφραση: Γεώργιος Αβραμόπουλος

Η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό τη θεολογική, αγιοπνευματική ερμηνεία του κατά Ιωάννην ευαγγελίου υπό του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς (1894-1979). Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Άγιος Ιουστίνος είναι σημείο αναφοράς για τη θεολογική, πνευματική και εκκλησιαστική πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο. Οι ερμηνευτικές του εργασίες δεν είναι απλώς θεολογικά συγγράμματα, αλλά λειτουργούν ως παράθυρα προς την εμπειρία της Εκκλησίας και την εμβάθυνση στην αποκάλυψη του Χριστού δια της Αγίας Γραφής.

Σχ. 17Χ124, Σελ. 576, Τιμ. 17€.

 

Η ζωή μετά θάνατον κατά την ορθόδοξη παράδοση
Jean Claude Larchet

Μετάφραση: ΔρΘ Θεοφάνης Λ. Δρακόπουλος

Μία μοναδική και πρωτότυπη μελέτη για την περί θανάτου ορθόδοξη παράδοση, εκπονηθείσα από τον διεθνούς φήμης Πατρολόγο. Το έργο παρουσιάζει με εμβριθή τρόπο τη θεολογική θεώρηση της φύσης του θανάτου, την πνευματική δοκιμασία που συνεπάγεται η έλευσή του για τον μελλοθάνατο και τους οικείους του, τη διδασκαλία περί δοκιμασίας της ψυχής από τα τελώνια από την 3η μέχρι και την 9η ημέρα, την είσοδο της ψυχής στον άλλο κόσμο και την μερική κρίση της κατά την 40η ημέρα, την μέση κατάσταση της ψυχής μέχρι την τελική κρίση, την ορθόδοξη αναίρεση της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός, τις σχέσεις μεταξύ ζώντων και κεκοιμημένων και την ανάγκη των παρακλήσεων και των προσευχών υπέρ τεθνεώτων, τη διδασκαλία περί τελικής κρίσεως, αναστάσεως των νεκρών και αιώνιας ζωής και τη σύνδεσή της με την χριστιανική θεώρηση της ζωής ως πνευματικής προετοιμασίας για τον θάνατο και την αιώνια ζωή. Ο συγγραφέας παραθέτει πλήθος σχετικών βιβλικών και πατερικών χωρίων, ενώ δίδει μεγάλη σημασία στην εφαρμογή της περί θανάτου ορθοδόξου παραδόσεως και στον λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Μία αξεπέραστη έρευνα που δίδει ορθόδοξες απαντήσεις σε όλα τα περί θανάτου ερωτήματα του αναγνώστη.

Σχ. 15Χ22, Σελ. 408, Τιμ. 15€.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟΝ

†20 Ιουλίου

Μνήμη του αγίου προφήτου Ηλιού του Θεσβίτου

Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιούλιος,

Αθήνα 2023, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 342-347 

Ο Προφήτης Ηλίας, υιός του Σαβώκ από την φυλή Ααρών, ήταν Ισραήλιτης και έδρασε στο βόρειο βασίλειο του Ισραήλ κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αχαάβ (875-854 π.Χ.) και του Όχοζία (854-853 π.Χ.)· Η πρώτη του εμφάνιση καλύπτεται από μυστήριο, το οποίο διατηρείται καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του. Υπάρχει μόνο μια σύντομη αναφορά στην καταγωγή του: «Και είπεν Ηλιού ο προφήτης ο θεσβίτης εκ Θέσβης της Γαλαάδ...» (1), που όμως και αυτή αμφισβητείται. Κάποιοι υποστηρίζουν, στηριζόμενοι στο Γ' Βασιλειών 17, 1, ότι η αναφορά ενισχύει την υπόθεση ότι ο Προφήτης Ηλίας δεν ζούσε σε ένα συγκεκριμένο μέρος στην Γαλαάδ, που κείται ανατολικά του Ιορδάνου, αλλά ήταν μέλος είτε των Κενιτών, είτε των Ρεχαβιτών, σχισματικών ομάδων, που ηγούνταν της νομαδικής ζωής. Η έρευνα, επίσης, κλίνει προς την άποψη, ότι το μέρος που ονομαζόταν Τισμπέ ή Τσιμπί της Γαλαάδ είναι ο τόπος της γεννήσεως του Προφήτου. Μερικοί προσπαθούν να την ταυτίσουν με την Τισμπέ της περιοχής της φυλής του Νεφταλί, αλλά οι Εβδομήκοντα εκλαμβάνουν την αμφισβητούμενη λέξη ως κύριο ονομα και μεταφράζουν «Ηλίας ο θεσβίτης από τη Θεσβών της Γιλεάδ».

Επιπρόσθετα έχει υποστηριχτεί, ότι είναι πιθανόν το όνομα Ηλίας να μην ήταν το γνήσιο όνομα του Προφήτου, αλλά ένα θεοφόρο όνομα, που δηλώνει την προφητική αποστολή του.

Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητήσουμε ότι ο Προφήτης Ηλίας καταγόταν από τα άγρια αλλά όμορφα βουνά της περιοχής της Γαλαάδ, της ορεινής Παλαιστίνης στην ανατολική πλευρά του Ιορδάνου και προερχόταν, πιθανώς, από την φυλή Γαδή από το ήμισυ της φυλής Μανασσή. Τα απομονωμένα βουνά και η άγονη έρημος ανταποκρίνονταν στο πνεύμα του Προφήτου, που ήταν αυστηρό, ασκητικό και καθαρώς μονοθεϊστικό. Ο Προφήτης Ηλίας διακρίνεται από τους ομοεθνείς του για τον φόβο του προς τον Θεό, ο Οποίος κατ’ αποκλειστικότητα τον απασχολεί.

Ο τρόπος βίου του Προφήτου Ηλία υπήρξε μία συνεχής διαμαρτυρία κατά της χαναανιτικής θρησκείας, και μάλιστα του Βάαλ, και του πολιτισμού, ο οποίος διέφθειρε την Ισραηλιτική θρησκεία. Κέντρο των προσπαθειών και των αγώνων του είναι η αναγνώριση του Γιαχβέ ως του μόνου Θεού.

Η εποχή του είχε ανάγκη από μία μεγάλη μορφή, που θα έσωζε τον Ισραήλ από την ειδωλολατρία και την θρησκευτική κατάπτωση, οπού είχε περιπέσει. Εκφραστής των αντιδράσεων, που διαδραματίσθηκαν εκείνη την περίοδο, ήταν ο Προφήτης Ηλίας.

Οι ισχυροί της ημέρας, μεθυσμένοι από τις στρατιωτικές νίκες, από την λάμψη της νέας πρωτεύουσας και από την ευημερία των πόλεων, ζουν σε μία ατμόσφαιρα αλαζονικής αυτάρκειας και εθνικής εξάρσεως. Στο βασιλικό παλάτι, η ειδωλολάτρισσα σύζυγος του Αχαάβ, η Ιεζάβελ, δεν καταστρώνει παρά μόνο εγκληματικά σχέδια, ιδρύει στην Σαμάρεια ναό του Βάαλ και ο ίδιος ο βασιλέας φαίνεται να προσφέρει ανθρωποθυσία κατά την ανοικοδόμηση της Ιεριχούς (2). Στον ναό του Βάαλ υπάρχουν εκατοντάδες ψευδοπροφήτες, που έχουν επιφορτισθεί με το έργο της διαδόσεως της λατρείας των ειδώλων. Το ζήτημα, το οποίο χωρίζει τις δύο ομάδες των προφητών, είναι θρησκευτικό: είναι ο Βάαλ θεός ή ο Γιαχβέ;

Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα επαφίεται κατόπιν κοινής συμφωνίας να λυθεί δια θαύματος επί του όρους Καρμήλου. Ο Προφήτης Ηλίας αποδέχεται την πρόσκληση για αναμέτρηση και καταισχύνει τους αντιπάλους του με την επέμβαση του Θεού. Ενώ, ακόμη, ο Ηλίας προσευχόταν, «έπεσε πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού» (3), το οποίο δεν έκανε μόνο κάρβουνο και στάχτη τα κομμάτια του ζώου και τα ξύλα, όπως και άλλες φορές, αλλά και το νερό, που βρισκόταν στην τάφρο, το εστέγνωσε και το μετέβαλε σε ατμό. Ήταν και αυτό μία προειδοποίηση του θαύματος της βροχής, που επρόκειτο να επακολουθήσει.

Σύμφωνα με το Γ' Βασιλειών (19, 1), ο Προφήτης Ηλίας αναγκάσθηκε λόγω του διωγμού που εξαπέλυσε η Ιεζάβελ, η σύζυγος του Αχαάβ, εναντίον του και των μαθητών του, εξ αιτίας της σφαγής των ψευδοπροφητών του Βάαλ, να διαφύγει στην νοτιότερη πόλη της Παλαιστίνης, την Βεερσεβά (4), όπου κουρασμένος και αποθαρρυμένος ήγγισε τα όρια του θανάτου. Εκεί ξαπλωμένος αναφωνεί: «Είναι, αρκετό τώρα, Θεέ! Λάβε την ψυχή μου, διότι δεν είμαι ισχυρότερος των πατέρων μου» (5), και με την παράκληση αυτή αποκοιμάται. Αλλά Άγγελος Κυρίου τον ξυπνά, δυναμώνοντάς τον με τροφή και νερό (6) παρακινώντας τον ταυτόχρονα να συνεχίσει το ταξίδι του.

Ο Προφήτης Ηλίας ταξίδεψε σαράντα ήμέρες, ώσπου να φθάσει στο όρος Χωρήβ (7) και να εισέλθει σε ένα σπήλαιο. Εκεί ανέμενε την εμφάνιση του Θεού. Φυσικά φαινόμενα συνόδευσαν την Θεοφάνεια αυτή, κατά την οποία δεν αποκαλύφθηκε ο ίδιος ο Θεός, αλλά ακούστηκε η φωνή Του. Η θύελλα, ο σεισμός και η φωτιά, που ήταν σημεία της Θείας Παντοδυναμίας, προκάλεσαν την προσοχή του Προφήτου. Τον έκαναν να φοβηθεί, να συντρίβει και να ταπεινωθεί. Όμως ο Θεός δεν του μίλησε μέσα από τα φοβερά εκείνα σημεία, αλλά ως θεία Αγάπη και Ευσπλαχνία, που είναι, του φανέρωσε το θέλημά Του με φωνή αύρας λεπτής (8).

Με την εμφάνιση εκείνη ο Κύριος ήθελε να διδάξει τον Προφήτη, ότι οφείλει να μην είναι άνθρωπος των άκρων, αλλά ηπιώτερος και μαλακώτερος στον αγώνα, ότι ακόμη η πίστη δεν επιβάλλεται με σκληρά, αλλά ήπια μέσα. Όλα τα ανωτέρω ήσαν, επομένως, παιδαγωγία του Θεού, για να κάμει τον Προφήτη Ηλία φιλάνθρωπο.

Και ο Προφήτης συνεχίζει το έργο του, που ξεπερνά τα όρια της Διαθήκης και τον περιούσιο λαό του Θεού. Μια ειδωλολάτρισσα σώθηκε από την πείνα λόγω της μεγάλης εμπιστοσύνης που είχε στον λόγο του Θεού. Δοκιμάσθηκε τόσο η πίστη όσο και η υπακοή της μέσω της υπακοής της στο θέλημα του Προφήτου Ηλία και κατ’ επέκταση στο θέλημα και στο σχέδιο του Θεού. Ο υιός της χήρας των Σαρεπτών, εξ άλλου, επιστρέφει από τον θάνατο στην ζωή (9) χάριν του Προφήτου Ηλία, ο οποίος προσεύχεται ζωηρά, εμφυσά τρεις φορές τον νεκρό και παρακαλεί τον Θεό να τον αναστήσει.

Ο Προφήτης Ηλίας, μετά τον Μωϋσή, τον Αβραάμ και τον Δαυίδ, μνημονεύεται πολύ συχνά στην Καινή Διαθήκη. Οι Προφήτες, ως Άγγελοι της Νέας Διαθήκης, έχουν ως αποστολή και έργο τους να μεταφέρουν το θείο μήνυμα στον λαό, τον οποίο πρέπει να ενισχύουν στις δύσκολες στιγμές, να στιγματίζουν τα ολισθήματά του και να τον επαναφέρουν με τις νουθεσίες και το παράδειγμα της ζωής τους στον δρόμο του Θεού, όταν αυτός θα έχει αμαρτήσει ενώπιόν Του.

Ένας τέτοιος Άγγελος υπήρξε και ο Προφήτης Ηλίας, ο οποίος επικράτησε σε θεολογικές συζητήσεις και εσχατολογικές προσδοκίες για δύο κυρίως λόγους: την μυστηριώδη ανάληψή του (10), η οποία πραγματοποιήθηκε ως ανταμοιβή για τον ζήλο που έδειξε υπέρ του Νόμου (11) και την αποστολή του προ της Δευτέρας Παρουσίας (12).

Όσον αφορά στην ανάληψη του Προφήτου Ηλία, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κύριος έστειλε «άρμα πυρός και ίππους πυράς», τα οποία ήσαν σύμβολα της δυνάμεως του Θεού, για να παραλάβουν τον Προφήτη Ηλία. Οι ψυχές των πιστών μεταφέρονται από τους Αγγέλους στις αγκάλες του Αβραάμ, για να βρουν σε αυτές ανάπαυση στον παράδεισο (13).

Στην περίπτωση όμως του Προφήτου, επειδή επρόκειτο να αναληφθεί με το σώμα του, ο ουράνιος συνοδός ήταν ορατός. Οι ουράνιοι συνοδοί παρουσιάσθηκαν ως «άρμα πυράς και ίπποι, πυρός», ώστε ο Προφήτης να ανέλθει στο πύρινο άρμα με αξιοπρέπεια, δόξα και πομπή. Το άρμα και οι ίπποι παρουσιάσθηκαν ως φωτιά, όχι διότι έκαιγαν, αλλά διότι έλαμπαν, άστραφταν με σκοπό να καταστήσουν την ανάληψη του Προφήτου εμφανή, λαμπρή και ένδοξη σε εκείνους που παρακολουθούσαν το γεγονός αυτό από μακριά. Ο Προφήτης καιγόταν από ζήλο για τον Θεό και την δόξα του Θεού, γι’ αυτό και τώρα με ουράνια φωτιά καθαρίζεται, λαμπρύνεται και μετατίθεται στον ουρανό.

Αξιοσημείωτο είναι, ότι ο Προφήτης Ηλίας, πριν την ανάληψή του, επισκέπτεται τους Προφήτες τόσο της Βαιθήλ οσο και της Ιεριχούς, οι οποίοι είχαν γνώση περί της επικειμένης αναλήψεως του Προφήτου πιθανόν από μυστική αποκάλυψη, την οποία τους έκανε ο Θεός, όπως επίσης και ο Προφήτης Ελισσαίος, ο οποίος σιωπούσε και συμβούλευε και τους άλλους Προφήτες να ησυχάζουν και να περιμένουν το γεγονός με σιωπή και άγιο φόβο.

Ο Προφήτης Ηλίας ήταν κάτοικος της ερήμου και εραστής της μονώσεως. Υπήρξε θερμός και αυστηρός κήρυκας μετάνοιας στον λαό. Η ακτινοβολία της προσωπικότητάς του επηρέασε όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και την εποχή του με αμείωτη, μάλιστα, αίγλη, που φθάνει ως τις ημέρες μας.


Υποσημειώσεις

(1) Γ' Βασ. 17, 1.
(2) Το έθιμο της ανθρωποθυσίας κατά την θεμελίωση κάποιας οικοδομής ήταν αρχαίο έθιμο Χαναανιτικό, βλ. Βασιλείου Βέλλα,  Θρησκευτικαί προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης , Αθήνα, 1934, στ. 59.

(3) Γ' Βασ. 18, 38.

(4) Η Βεερσεβά (=φρέαρ ορκισμού) βρισκόταν στο βασίλειο του ευσεβούς Ιουδαίου βασιλέως Ιωσαφάτ, στα όρια της έρημου Φαράν (Γεν. 21, 14. Ιησούς του Ναυή 15, 28).

(5) Γ' Βασιλ. 19, 4.

(6) Η θαυμαστή τροφή, που δόθηκε από τον Άγγελο στον Προφήτη Ηλία, παρομοιάζεται με την Θεία Ευχαριστία, την οποία μας προσφέρει η αγάπη του Θεού.

(7) Το « Χωρήβ» είναι άλλη ονομασία του όρους Σινά. Λέγεται, επίσης, και «όρος του Θεού», διότι σε αυτό ο Θεός φανέρωσε στον λαό την δόξα Του.

(8) Γ' Βασιλ. 19, 12.

(9) Γ' Βασιλ. 17, 17-24.

(10) Δ' Βασιλ. 2, 11.

(11) Α' Μακ. 2, 58.

(12) Μαλ. 4, 5.

(13) Λουκ. 16, 22.

 
ΑΡΘΡΟ

Μία ἄλλη λανθασμένη ἀντίληψη: ἡ μετεμψύχωση

Jean Claude Larchet, Η ζωή μετά θάνατον κατά την ορθόδοξη παράδοση
εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2025, σελ. 219-223.

Ὁρισμένοι Πατέρες ἀνέλαβαν ἐπίσης τήν πολεμική ἐναντίον μιᾶς πολύ διαδεδομένης θεωρίας κατά τήν ἀρχαιότητα (1), πού σχετίζεται μέ τήν τύχη τοῦ ἀνθρώπου μετά θάνατον, αὐτή τῆς Μετεμψυχώσεως (2). Ἡ ἀναβίωση τῆς θεωρίας αὐτῆς ἀπό τή Θεοσοφία καί τό κίνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς (New Age) ὑπό τήν ἐπίδραση τῶν θρησκειῶν τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς (Ἰνδουϊσμός, Βουδδισμός) μᾶς ὑποχρεώνει νά παραθέσουμε συνοπτικά τά ἐπιχειρήματα τῆς πολεμικῆς τους καί νά διευκρινήσουμε τήν χριστιανική θέση ἐπί τοῦ θέματος.

Ὁ Εἰρηναῖος Λυῶνος, ἔνθερμος ὑποστηρικτής τῆς ἑνότητας τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, σημείωνει: «Ὁ Κύριος ἐδίδαξε ρητῶς ὅτι οἱ ψυχές παραμένουν ὡς ἔχουν χωρίς νά περνᾶνε σέ ἄλλα σώματα. Διατηροῦν ἀκόμη καί τά ὅποια χαρακτηριστικά τοῦ σώματος, μέ τό ὁποῖο ἦσαν δεμένες, ἐνῶ ἐνθυμοῦνται πράξεις πού ἔκαναν στόν κόσμο τοῦτο» (3). Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας κατηγορεῖ τήν παράλογη, ὀλέθρια καί ἐπιβλαβή αὐτή διδασκαλία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ ἀνθρωπος μπορεῖ νά γίνει λύκος, σκύλος, ὄνος ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἄλογο ζῶο (4).

Ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης ἀπό τήν πλευρά του προβάλλει ἕνα ἄλλο ἐπιχείρημα πνευματικῆς φύσεως, ἀφοῦ θεωρεῖ ὅτι μεταξύ τῶν ἱερόσυλων, ὁρισμένοι ἀποδίδουν στίς ψυχές τή δυνατότητα μετεμψυχώσεων, ἀδικώντας κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τά σώματα, τά ὁποῖα μοιράσθηκαν τούς κόπους τῶν ψυχῶν, ἀφοῦ τά ἀποστεροῦν ἀπό τίς θεῖες ἀνταμοιβές πού τούς ὀφείλονται στό τέλος μιᾶς θεάρεστης διαδρομῆς τους (5).

Ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἀσκεῖ εὐρεία κριτική στή θεωρία τῆς μετεμψυχώσεως ἀπό ἀνθρωπολογικῆς ἀπόψεως (6), ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τόν ἀδελφό του Μ. Βασίλειο (7) καί τόν Γρηγόριο Ναζιανζηνό (8). Ὀφείλουμε ἐν πρώτοις νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι κατά τή θεωρία τῆς μετεμψυχώσεως ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μετά τόν θάνατό του ἐνδύεται τό σῶμα ζώων ἤ ἀκόμη καί φυτῶν, συγχέει τίς φύσεις διαφορετικῶν ὄντων καί τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους (9). Συνεπάγεται κατά παράλογο τρόπο ὅτι ἡ ψυχή, ἀναλόγως τοῦ σώματος μέ τό ὁποῖο ἐνδύεται, ἀλλάζει ἡ ἴδια τή φύση της, ὄντας ἀρχικῶς λογική, ἐνῶ συνακολούθως ἀπεκδύεται τόν λόγο καί στερεῖται εὐαισθησίας (10). Αὐτό συνεπάγεται ὅτι ὅλα τά πράγματα θεωροῦνται ὅτι ἀποτελοῦν τήν ἴδια πραγματικότητα, ὅτι μοναδική εἶναι καί ἡ φύση τῶν ὄντων, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἴδια συγκεχυμένη, ἀφοῦ μιγνύει καί ἐξομοιώνει διάφορα χαρακτηριστικά, μή διακρίνοντας τόν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τοῦ κάθε ὄντος (11). Οἱ ἄνθρωποι πού ἀσπάζονται τή θεωρία αὐτή χάνουν ὁποιαδήποτε αἴσθηση ἱεραρχίας τῶν ὄντων, ἀφοῦ ἐάν ἀποδίδεται ἡ ἴδια σημασία στά ζῶα καί στά φυτά, ὅση καί στούς ἀνθρώπους, αὐτό μπορεῖ νά ἐκδηλωθεῖ μέ θετική ἔννοια ὡς μεγαλύτερος σεβασμός ἔναντι τῶν φυτῶν καί τῶν ζώων, ἀλλά μέ ἀρνητική ἔννοια συνεπάγεται μία ἀπαξίωση τοῦ ἀνθρώπου πού ἀνέχεται τήν κακομεταχείριση ἤ καί τήν ἀγριότητα ἀπέναντί του (12).

Ὁ Γρηγόριος ἀκολούθως ἀναφέρεται σέ αὐτούς πού θεωροῦν τήν μετεμψύχωση ὡς τήν «πτώση» μιᾶς ψυχῆς ἀπό ἕνα σῶμα σ΄ἕνα ἄλλο λόγῳ διαπράξεως τοῦ «κακοῦ». Ἀντιτάσσει μάλιστα ὅτι, ἐφόσον ἡ πτώση γίνεται διά τῆς διαπράξεως τοῦ κακοῦ, τότε ἀποδίδεται σέ αὐτό ἡ πρωτοβουλία γιά τή δημιουργία ὑπάρξεων (13) καί ὅτι συνεπῶς ἡ θεία Πρόνοια δέν παίζει κανένα ρόλο (14).

Οἱ θεωρίες τῆς μετεμψυχώσεως, κυρίως αὐτές πού ἀποδίδουν ἐνεργό ρόλο στό κακό, συνεπάγονται μία αἰτιακή προσέγγιση τῆς πτώσεως ἤ τοῦ περάσματος σέ ἄλλα σώματα, μήν ἀφήνοντας πλέον καμμία θέση στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία (15). Μία τέτοια θεωρία καταστρέφει κάθε ἔννοια ἠθικῆς καί καθιστᾶ ἀχρείαστη τήν πνευματική ζωή (16). Αὐτό ἰσχύει ἔτι περαιτέρω στήν ὑποτιθέμενη περίπτωση πού ἡ ψυχή εἰσέρχεται σέ σῶμα ζώου, ἀφοῦ ἔτσι ὑποτάσσεται σέ ἔνστικτα καί πάθη καί στερεῖται ὁλοκληρωτικά τῆς δυνατότητας ἐπιλογῆς τοῦ ἀγαθοῦ, ἀφοῦ στά ζῶα δέν ὑπάρχει οὔτε ἡ ἐπιλογή οὔτε ἡ ἀρετή. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ ψυχή δέν μπορεῖ ν΄ἀκολουθῆσει τόν ἀνηφορικό δρόμο πού μπορεῖ νά τήν ὁδηγήσει σέ μίαι καλύτερη κατάσταση, ἀφοῦ δέν θα μπορεῖ νά ἐπανορθώσει καί νά σταματήσει τήν καθοδική της πορεία πρός τό χειρότερο, ἤτοι μετά τήν κατάσταση τῶν ζώων, νά περάσει σέ αὐτήν τῶν φυτῶν καί τελικά στήν ἴδια τήν ἀνυπαρξία (17).

Στή θεωρία αὐτή, ὁ Γρηγόριος ἀντιτάσσει τή χριστιανική διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀποδίδει ἀξία στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τό ὁποῖο διά τῆς δυνατότητας τῆς ἐλευθέρας ἐπιλογῆς, μπορεῖ νά γίνει ὅ,τι αὐτό θέλει ἐπιλέγοντας τό ἀγαθό καί νά προοδεύσει ὡς πρός τήν ἀρετή (18).

Ὁ Γρηγόριος ἀπορρίπτει ἐπίσης καί τή θεωρία περί προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, ἡ ὁποία προϋποθέτει τή θεωρία τῆς μετεμψυχώσεως, ὑπογραμμίζοντας κατηγορηματικά τή βασική ἀρχή τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, τήν ταυτόχρονη ἔλευση στή ζωή ψυχῆς καί σώματος (19). Ἐπιπλέον τονίζει, ὅπως διαπιστώσαμε καί ἀνωτέρω (20), τήν ἀδιάσπαστη σχέση ψυχῆς καί σώματος καί τή διατήρηση τῆς σχέσεώς τους καί μετά τή διάσπασή τους πού ἐπέρχεται μετά θάνατον. Ἡ θεώρηση αὐτή, βασιζόμενη σέ μέ μία πολύ ἰσχυρή αἴσθηση τῆς ταυτότητας καί τῆς σταθερότητας τῆς ὑποστάσεως ἤ τοῦ προσώπου τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη ἰσχυρό ἐπιχείρημα κατά τῆς θεωρίας τῆς μετεμψυχώσεως. Πράγματι, τό νά νά δεχτοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀλλάξει σῶμα, θά συνεπαγόταν: α) Τήν ἄρνηση τῆς σχέσεως πού διατηρεῖ πάντοτε ἡ ψυχή μέ τό σῶμα. β) Τήν ἄρνηση τῆς ὑποστατικῆς διαστάσεως τοῦ σώματος, ἤτοι ὅτι τό σῶμα ὄχι μόνο ἀνήκει σέ ἕνα πρόσωπο, ἀλλά καί ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα στοιχεῖο καί μία διάσταση τοῦ προσώπου αὐτοῦ (21). γ) Τήν ἄρνηση τῆς ταυτότητας τοῦ προσώπου αὐτοῦ, ἀφοῦ, αὐτό θά ἦταν, διά μέσου τῶν διαφορετικῶν σωμάτων, διαδοχικά διαφορετικά ἀνθρώπινα πρόσωπα, ἤ διαφορετικά ζῶα ἤ φυτά. δ) Τήν ἄρνηση τῆς διατηρήσεως τῆς προσωπικῆς ταυτότητας στό πέρασμα τοῦ χρόνου. Ἡ μετεμψύχωση, γιά νά τό διατυπώσουμε διαφορετικά, ἀρνεῖται τόσο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὅσο καί τήν ἀνθρώπινη φύση, δύο πραγματικότητες μέ τίς ὁποῖες συνδέεται βαθύτατα ὁ χριστιανισμός, ἀφοῦ βασίζονται στόν ἴδιο τόν Θεό, κατ’ εἰκόνα τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος.

Αὐτά τά ἀνθρωπολογικῆς φύσεως ἐπιχειρήματα ἀναπτύχθηκαν περαιτέρω καί ἐμβαθύνθηκαν ἀπό τόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ὑπογραμμίζει μετ’ ἐπιτάσεως τόν συγχρονισμό ἐλεύσεως στήν ὕπαρξη ψυχῆς καί σώματος καί στήν ἕνωσή τους σέ μία ὑπόσταση, στήν ὁποία ἀνήκουν πλέον ἄρρηκτα καί στή διατήρηση τῆς σχέσεώς τους καί μετά θάνατον. Ἔχοντας ἐκθέσει τήν ἐπιχειρηματολογία σέ ἄλλο σημεῖο (22) δέν θα ἐπανέλθουμε ἐκ νέου στό σημεῖο αὐτό.

Σημειώνουμε μόνο, ὅτι οἱ σύγχρονοι θεολόγοι παραμένουν πιστοί στήν ἀνθρωπολογία αὐτή, ἡ ὁποία: α) ἀποδίδει ἀξία στήν ἑνότητα, τήν μοναδικότητα καί τήν ταυτότητα τῆς ὑποστάσεως ἤ τοῦ προσώπου, β) θεωρεῖ ὅτι τό σῶμα καί ἡ ψυχή ἀνήκουν σέ αὐτήν τήν ὑπόσταση καί διά μέσου αὐτῆς εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους καί μετά τόν διά τοῦ θανάτου χωρισμό τους, χωρισμός πού ἄλλωστε εἶναι προσωρινός, γ) θεωρεῖ ὅτι ἡ ψυχή δέν μπορεῖ παρά νά ἔχει μόνο ἕνα σῶμα, ὅπως καί ἀντιστοίχως τό σῶμα μία μόνο ψυχή, ἐνῶ καί τό ἴδιο τό ἀναστημένο σῶμα ταυτίζεται, ἀνεξαρτήτως τοῦ τρόπου ὑπάρξεώς του, μέ τό ἐπίγειο σῶμα (23).


Υποσημειωσεις

(1) Τήν υἱοθέτησαν ὑπό διαφορετικές μορφές οἱ ὀρφικοί, οἱ πυθαγόρειοι, ὁ Πλάτων, οἱ Στωϊκοί, οἱ νεοπλατωνικοί, οἱ γνωστικοί καί οἱ μανιχαῖοι.

(2) Συχνά ἀναφέρεται καί μέ τούς ὅρους «μετενσάρκωση» ἤ «transmigration de l’âme». Ὁμιλώντας ὅμως κυριολεκτικῶς , ἔχουμε νά κάνουμε μέ «μετενσωμάτωση».

(3) Contre les hérésies, II, 34, 1, SC 294, σ. 354-356.

(4) Πρός Αὐτόλυκον, , III, 7. SC 20, σ. 137.

(5) Ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία , VII , I , 2, PG 3, 553 BC.

(6) Βλ. Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως , 88-101, PG 46, 108A-121A · Πρός τούς λέγοντας προϋφεστάναι τάς ψυχάς τῶν σωμάτων , 28-29, PG 44, 229B-240B· J. Daniélou , «“Metempsychosis” in Gregory of Nyssa», The Heritage of the Early Church, Essays in Honor of the Very Reverend G. V. Florovsky , Rome, 1973, σ. 227-243.

(7) Homélies sur l’Hexaéméron, VIII, 2, SC 26 bis, σ. 436.

(8)Discours, XXVII, 10, SC 250, σ. 94. Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος ἄσκησε ἐπίσης κριτική κατά τῆς θεωρίας αὐτῆς. Βλ. Εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, II, 5 · Εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, LXVI, 3· Εἰς τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν, XI, 3.

(9) Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως , 89· 91.

(10)Ἔνθ’ ἀν., 91.

(11) Ἔνθ’ ἀν., 91· 92.

(12)Ἔνθ’ ἀν., 92.

(13)Ἔνθ’ ἀν., 96.

(14) Ἔνθ’ ἀν., 98.

(15)Ἔνθ’ ἀν., 99-100.

( 16) Ἔνθ’ ἀν., 99-100.

(17) Βλ. Πρός τούς λέγοντας προϋφεστάναι τάς ψυχάς τῶν σωμάτων, 28.

(18) Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, 101.

(19)Ἔνθ’ ἀν., 106-107· Πρός τούς λέγοντας προϋφεστάναι τάς ψυχάς τῶν σωμάτων, 28· 29. Ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει τήν προσέγγιση τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ἐπί τοῦ θέματος στήν μελέτη Pour une éthique de la procréation. Éléments d anthropologie patristique, Paris, 1998, σ. 106-110.

(20) Ἔνθ’ ἀν. κεφάλαιο 3.

(21) Γιά ἐπιπρόσθετες σκέψεις καί παραπομπές βλ. τήν μελέτη μας: Ceci est mon corps. Le sens chrétien du corps selon les Pères de l’Église, Genève, 1996.

(22) Pour une éthique de la procréation. Éléments d’anthropologie patristique, Paris, 1998, σ. 110-121.

(23) Γιά τήν ὀρθόδοξη θεώρηση τοῦ σώματος , β λ.: O. Clément, Corps de mort et de gloire, Paris, 1995· J.-C. Larchet, Ceci est mon corps. Le sens chrétien du corps selon les Pères de l’Église, Genève, 1996. Σχετικά μέ τό ἀσύμβατο τῆς θεωρίας τῆς μετενσαρκώσεως καί τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας, πρβλ.: Aρχιμανδριτου Séraphim Rose, L’âme après la mort, σ. 88-91· Mητροπολίτου Ιεροθέου Βλάχου, Life after Death, σ. 84-88· N. Π . Βασιλειάδου, The Mystery of Death, σ. 440-444.

ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ