ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


Ο Όσιος Κορδούης ο Ομολογητής

Ευθυμίου Ελευθεριάδη, Οι κορυφαίοι πρόμαχοι του Συμβόλου της Νικαίας, Αθήναι 1962, σελ. 71-82.

Οσιος o Κορδούης (1) της Ισπανίας Επίσκοπος «σώφρονι πίστεως αρετή δεδοκιμασμένος ανήρ, λαμπρυνόμενος ταις υπέρ ευσεβείας ομολογίαις» (2), καταγωγής Αιγυπτιακής κατά τον Ζώσιμον (3), γεννηθείς εν Κορδούη, περί το 256 και Επίσκοπος αυτής της γενετείρας κατασταθείς τω 295, ου μόνον διεκρίθη μεταξύ όλων των Επισκόπων της Δύσεως, δια την ευρυμάθειάν και την σταθερότητα της πίστεως, την δεδοκιμασμένην αγιότητα του βίου και την βαθείαν αυτού σύνεσιν, αλλά και δια τον αποστολικόν αυτού ζήλον, υπέρ της καθαρότητος και του ανοθεύτου και απαραχαράκτου της δογματικής πίστεως και διδασκαλίας απάσης της κατά την Οικουμένην Μιας, Αγίας, Καθολικής Εκκλησίας.

Του Μ. Κωνσταντίνου γενομένου Κυρίου της Ρώμης (312) και υπό ισχυράν διατελούντος συγκίνησιν, ως εκ των οραμάτων και των σημείων του Χριστού των προοιωνισαμένων αυτώ την νίκην, ευρέθη ο Όσιος εν Ρώμη, είτε αυτοβούλως, εν τη διακρινούση αυτόν περινοία και περί το πρόσωπον του Μ. Κωνσταντίνου προοπτική, μεταβάς προς επιδίωξιν της γνωριμίας μετά του προελαύνοντος αηττήτου νικητού, χάριν του καλού της Εκκλησίας, είτε προσκληθείς, υπ’ εκείνου, επιθυμούντος να γνωρίση τους κορυφαίους της Χριστιανικής Εκκλησίας της Δύσεως, ως υποστηρίζει ο ιστορικος του Ε' αιώνος Ζώσιμος (4). Όπως ποτ’ αν η, ο Όσιος εκέρδισε πάντως την συμπάθειαν, την εκτίμησιν και εμπιστοσύνην του Μ. Κωνσταντίνου, υπέρ πάντα έτερον εκκλησιαστικόν άνδρα. Και εν αρχή μεν του 313, εκδηλών την ιδιαιτέραν εύνοιάν του προς τον Όσιον ο Μ. Κωνσταντίνος, παρήγγελλε τω Επάρχω Αφρικής να διανείμη χρηματικά ποσά εις τας εκεί Εκκλησίας, κατά την επιθυμίαν και σύστασιν του μεριμνώντος περί πασών των πέριξ Εκκλησιών Οσίου, διατυπωθείσαν τω Μ. Κωνσταντίνω, δι’ επιστολής (5). Το δ’ επιόν έτος (314) προσεκάλει ο Μ. Κωνσταντίνος τον Όσιον εις την Σύνοδον της Αρελάτης (6), δι’ ης ήθελε να θέση τέρμα εις το ταράσσον την Εκκλησίαν της Β. Αφρικάς σχίσμα των Δονατιστών, με το οποίον ο Μ. Κωνσταντίνος είχεν ασχοληθή και τω 313 κατά την εν Λατερανώ της Ρώμης Σύνοδον. Ο Όσιος εν τούτοις εχρησιμοποίησε την εύνοιαν και επιρροήν του, παρά τω Αυτοκράτορι, ίνα επιδειχθή επιείκεια και μετριότης προς στους σχισματικούς, μέχρις ενσωματώσεώς των εις το σώμα της επισήμου Εκκλησίας.

II. Εκεί όμως όπου διέπρεψεν ο Κορδούης 'Οσιος ως μεγάλη ιεραρχική φυσιογνωμία και διέλαμψαν αι ευεργετήσασαι την Εκκλησίαν έξοχοι ικανότητες του και τα απαράμιλλα προτερήματά του, τα επισπάσαντα την εξαίρετον αγάπην και εύνοιαν του αρίστου και παροιμιώδους περί το εκλέγειν τους αρίστους συνεργάτας Μ. Κωνσταντίνου, υπήρξεν η τρίτη αποστολή του, εις Αλεξάνδρειαν. ΄Αριστος και έμπειρος στρατηγός και κυβερνήτης ο Μ. Κωνσταντίνος δυνάμενος να εκτιμά τα επίκαιρα γεωγραφικά και ιστορικά σημεία, ευθύς ως εγένετο κύριος και του Ανατολικού Κράτους, έστρεψε την προσοχήν του εις την Αλεξάνδρειαν. Η Αλεξάνδρεια δεν ήτο μόνον ο μεγαλύτερος του Κράτους σιτοβολών και κόμβος των συγκοινωνιών της ενδοχώρας, αλλά και το μεγαλύτερον, μετά την Ρώμην, Χριστιανικόν κέντρον, όπερ, εν τη υπό του Μ. Κωνσταντίνου εγκαινιασθείση πεφωτισμένη εκκλησιαστική πολιτική, έδει να αξιοποιηθή, ως επικεντρον και βασικόν έρεισμα του νέου Ελληνορωμαϊκού Χριστιανικού Κράτους της Οικουμένης. Την πολυάριθμον Εκκλησίαν της Αλεξανδρείας ετάρασσον την εποχήν αυτήν διάφορα σχίσματα, ως το σχίσμα του Κρεσκεντίου, μη συμφωνούντος τη Εκκλησία περί του χρόνου του εορτασμού του Πάσχα, το σχίσμα του Λυκοπόλεως Μελιτίου, καθαιρεθέντος ήδη υπό του Αλεξανδρείας Πέτρου (301—311), ως αρνηθέντος την πίστιν εν τινι διωγμώ, το σχίσμα του πρεσβυτέρου Κολλούθου καταγγειλάντος επί αιρέσει τον πρεσβύτερον ΄Αρειον και αποσχισθέντος του Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, ως ανεχομένου εις εκκλησιαστικήν Κοινωνίαν τον ΄Αρειον, τέταρτον δε και φοβερώτατον το αιρετικόν σχίσμα του αιρεσιάρχου Αρείου το συγκλόνισαν, εκ θεμελίων, το οικοδόμημα της Εκκλησίας, και πέμπτον το σχίσμα των αιρετικών Σαβελλιανών (7). Προς αποκατάστασιν λοιπόν της ειρήνης και ομονοίας και εθνικοθρησκευτικής ενότητος, άτινα περιπαθώς επόθη ο Μ. Κωνσταντίνος, απέστειλεν εις Αλεξάνδρειαν τον Κορδούνς Όσιον, εφοδιάσας αυτόν και μετά σχετικών επιστολών, προς τε τον αγιώτατον Αρχιεπίσκοπον και Πάπαν Αλέξανδρον και τον αιρεσιάρχην Αρειον (324).

Ο Όσιος, ξεπλήρωσε, μετ’ απαραμίλλου ένθεου ζήλου και ευσυνείδητου επιμελείας και επιμονής, την ιεράν του αποστολήν. Εν αγαστή αδελφική συνεργασία, μετά του αγίου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, συνεκάλεσαν Σύνοδον, δι’ ης επέτυχον την ενσωμάτωσιν των Κολλουθιανών και Σαβελλιανών εις την Εκκλησίαν. Δια τα ζητήματα όμως του Αρειανισμού και του εορτασμού του Πάσχα, άτινα διέγνω ότι απήτουν ριζικωτέρας και καθολικωτέρας θεραπείας, επιστρέψας έπεισε τον Μ. Κωνσταντίνον, περί του απαραιτήτου της συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου, πληροφορήσας άμα αυτόν ακριβέστερον, περί του εσφαλμένου της γνώμης του, ευνοούσης, εξ αγνοίας των πραγμάτων, τον ΄Αρειον και δικαιώσας εν τη συνειδήσει του Αυτοκράτορος τον Αλεξανδρείας Αλέξανδρον, ως εκπροσωπούντα την Ορθοδοξίαν της Καθολικής Εκκλησίας. Το επιόν έτος (325) ο αγιώτατος και ομολογητής γέρων Όσιος, σχεδόν εβδομηκοντούτης, μετέσχε της αγίας Οικουμενικής Συνόδου, ήτις, αντί της ορισθείσης κατ’ αρχήν Αγκύρας, συνήλθεν εν Νίκαια της Βιθυνίας, επί 10 εβδομάδας, ήτοι από 15ης Μαΐου μέχρι της 25ης Αυγούστου, ίνα δύναται να παρίσταται και αυτοπροσώπως προεδρεύη αυτής ο Μ. Κωνσταντίνος.

Ο ιστορικός Sulpicius Severus († 420), γράψας Ιστορίαν από κτίσεως Κόσμου, μέχρι του 400 μ. X., υποστηρίζει, ότι ναι μεν η σύγκλησις της Α'. Οικουμενικής Συνόδου ήτο επιθυμία και γνώμη συμπάσης της Καθολικής Ιεραρχίας, αλλ’ η γνώμη αύτη υπεβλήθη εις τον Μ. Κωνσταντίνον και επραγματοποιήθη, χάρις εις τον Κορδούης Όσιον, τον «επ’ αγχινοία περιβόητον» (8), επειδή «πάνυ αυτόν ηγάπα και δια τιμής είχεν ο Βασιλεύς» (9). Την μεγίστην ταύτην εύνοιάν του παρά τω Μονοκράτορι Ανατολής και Δύσεως Κωνσταντίνω, δεν εχρησιμοποίησεν, εν τούτοις, ο αληθώς όσιος και σώφρων γέρων Κορδούης Όσιος, ούτε ίνα διαφεντεύση επί των λοιπών Επισκόπων, ούτε ίνα διεκδικήση προεδρικήν, εν τη Συνόδω θέσιν. Αγνοών άλλωστε την Ελληνικήν ο Κορδούης Όσιος και δι’ ερμηνέως ανατρέψας τον υπό των Αρειανών επιστρατευθέντα δεινόν σοφιστήν Φαίδιμον (10), ούτε προεδρικόν να ασκήση ηδύνατο αξίωμα, αλλά και ουδαμού των αρχαιοτάτων Ελληνικών, Λατινικών, Κοπτικών, Συριακών, Αραβικών και Αρμενικών κωδίκων και του αρχαίου «Συνοδικού» φαίνεται να ήτο περιβεβλημένος Τοποτηρητού του Πάπα αξίωμα! Πρόεδρος της Συνόδου κοινός ην αυτός ο παριστάμενος Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος, επί κεφαλής δε των τμημάτων της Συνόδου οι Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Αιλίας (Ιεροσολύμων ).

Ο Κορδούης Όσιος απλώς εις ην των 318 Θεοφόρων Ορθοδόξων Πατέρων εκπροσωπών την Μητροπολιτικήν του Επαρχίαν και υπογραφόμενος, δια τούτο: «Osius Epis c opus Cordovae sic credo». Η μόνη διάκρισις και τιμή η απονεμηθείσα εις τον επιφανή πολιόν Ομολογητήν Ιεράρχην Όσιον, τον ευεργετήσαντα, κατά την μαρτυρίαν και αυτού του Μ. Αθανασίου (11), πλείστας όσας Εκκλησίας, δια της επί του Μ. Κωνσταντίνου επιρροής του, ήτο να υπογράψη πρώτος τον Όρον της Πίστεως, μετά του σεβάσμιου Ιεροσολύμων Μακαρίου και προ των τοποτηρητών του Πάπα Βίκτωρος ή Βίτωνος και Βικεντίου των πρεσβυτέρων, τουθόπερ έλαβε χώραν και κατόπιν και εν τη εν Σαρδική Συνόδω. Και εκεί όμως υπογράφει επίσης απλώς ως «Επίσκοπος 'Οσιος από Σπανίας» (12).

III. Ως δε επρωτοστάτησεν ο Κορδούης Όσιος εις την σύγκλησιν της εν Νικαία Συνόδου, ούτως έμεινεν υπέρμαχος τού Συμβόλου αυτής, μέχρι της εσχάτης αυτού αναπνοής, συναγωνιζόμενος ζηλωτής μετά του Μ. Αθανασίου και υπερασπιζόμενος τον οσημεραι απομονούμενον Μ. Αθανάσιον, ενώπιον Βασιλέων και Αρχόντων και Συνόδων! Ούτω τω 341 έσπευδεν, εκ Κορδούης της ηρέμου και γραφικής Επαρχίας του εις Ρώμην, και προυκάλει την υπό του Πάπα Ιουλίου σύγκλησιν της Συνόδου της Ρώμης, δια την άθωωσιν τού Μ. Αθανασίου από των συκοφαντιών των Αρειανών, ένεκα των οποίων ο πολύαθλος της Αλεξανδρείας Πατριάρχης, από του 335 σκληρώς εδοκιμάζετο, τεθείς καταλλήλως υπό την δυσμένειαν του αρειανίζοντος Κωνσταντίου, διαδόχου του Μ. Κωνσταντίνου εν Ανατολή (13). Τω 342 ή 343 προύκάλει δια καταλλήλων ενεργειών παρά τω Ορθοδόξω βασιλεί της Δύσεως Κώνσταντι και τω Ρώμης Ιουλίω την σύγκλησιν της εν Σαρδική (14) Συνόδου, ης προεδρεύσας ο Κορδούης Όσιος αποκατέστησε και τον Μ. Αθανάσιον και πάντας τους λοιπούς υπό των Αρειανών καταδικασθέντας και των θρόνων εκβληθέντας Επισκόπους, παρόντας άπαντας, εις τας θέσεις των. Την πραγματοποίησιν των αποφάσεων της εν Σαρδική Συνόδου εξησφάλισεν ο Ορθόδοξος Αυτοκράτωρ της Δύσεως Κώνστας, απαιτήσας επισήμως αυτήν παρά του αυτοκράτορος της Ανατολής αδελφού αυτού Κωνσταντίου (15). Πνέων μένεα εκδικήσεως προσωπικής πλέον, ο αυτοκράτωρ Κωνστάντιος, κατά του πεπαρρησιασμένως μετρηθέντος αυτώ Μ. Αθανασίου, εύρε την ευκαιρίαν όλως απανθρώπως και αντιχριστιανικώς να εκδικηθή τον ήρωα της Ορθοδοξίας κληρικόν, άμα γενόμενος μονοκράτωρ Ανατολής και Δύσεως, δολοφονηθέντος του αδελφού Κώνσταντος υπό του Μαγνεντίου (350). Παρασκευάσας ο σατανικός Κωνστάντιος την εξόντωσιν του Μ. Αθανασίου, καλεί τούτον να εμφανισθή ενώπιόν του, εις Μεδιόλανα. Ο Μ. Αθανάσιος κακήν έχων πείραν της δολιότητος και των σατανικών παγίδων του Κωνσταντίου δεν προσήλθεν, παροργίσας αυτόν, ώστε μαίνεσθαι και λύσσαν. Ο διάδοχος του Ρώμης Ιουλίου Λιβέριος ευλαβούμενος επίσης και αγαπών τον Μ. Αθανάσιον, συνέστησεν εν τη αμηχανία του την σύγκλησιν Συνόδου, ήτις και συνεκροτήθη εν Μεδιολάνοις τω 355 εξ υπερτριακοσίων Επισκόπων. Δια τρομοκρατίας αγρίας επεβλήθη τη Συνόδω υπό του μαινομένου Κωνσταντίου η καταδίκη του Μ. Αθανασίου, οι δε μη μετασχόντες της Συνόδου Επίσκοποι, ώφειλον, κατ’ επιταγήν του Αυτοκράτορος, και εκ των υστέρων να υπογράψωσιν αυτήν! Οι εν τη Συνόδω και εκτός αυτής αρνηθέντες να υπογράψωσι καθηρέθησαν, εκακοποιήθησαν και εξωρίσθησαν. Εκτός του Μ. Αθανασίου καταδικασθέντες εξεβλήθησαν και άλλοι αντιαρειανοί Επίσκοποι της Ανατολής και της Δύσεως, ως Παύλος ο Κων/πόλεως ο Ιερομάρτυς γενομενος, Ρώμης Λιβέριος, ο ημέτερος βαθύγηρως Καρδούης Όσιος, ο Πικταύων της Γαλλίας Ιλάριος, ο Βρεκέλλων της Β. Ιταλίας Ευσέβιος και ο Καλάρεως της Σαρδικής Λουκίφερ, ων τα ονόματα αναφέρει και ο Μ. Αθανάσιος (16).

IV. Ήγε το εκατοστόν της ηλικίας έτος, ήτο δ’ Αρχιερευς από εξήκοντα ετών ο εν Ιεράρχαις Ομολογητής Κορδούης Όσιος, ότε εκλήθη υπό του Κωνσταντίου εις Μεδιόλανα (355) και απητήθη να υπογράψη την καταδίκην του Μ. Αθανασίου! Ο σεβάσμιος γέρων 'Οσιος ηρνήθη ευθαρσώς και μονολεκτικώς (!), ο δε Κωνστάντιος αιδεσθείς την πολιάν του, αφήκεν αυτόν να επανακάμψη εις την Επαρχίαν του. Αλλ’ οι Αρειανοί δεν έπαυσαν εξερεθίζοντες τον Κωνστάντιον και παριστώντες αυτώ ότι επεβάλλετο απολύτως να εξαναγκασθή ο Όσιος προς υπογραφήν, καθ’ όσον πάντες οι Επίσκοποι της Ισπανίας, ου μην αλλά και των άλλων χωρών θεωρούντες αυτόν Πατέρα των επιζώντων Επισκόπων ηκολούθουν το παράδειγμά του! Εφ’ οις και ο Κωνστάντιος έγραψε τω Οσίω εγκαταμιγνύς ταις κολακείαις τας απειλάς. Η απάντησις του Οσίου ανακουφίζει την ανθρωπίνην και δη και την ανδρικήν και επισκοπικήν αξιοπρέπειαν κατά την θλιβεράν ταύτην και κρισιμωτάτην εποχήν: «Εγώ μεν ωμολόγησα—έγραφεν ο Όσιος απαντητικώς— ότε διωγμός εγένετο επί του παππού σου Μαξιμιανού· ει δε και συ με διώκεις έτοιμος και νυν παν οτιούν υπομένειν, ή εκκενούν αίμα αθώον και προδιδόναι την αλήθειαν... παύσαι τα τοιαύτα γράφειν καί μή φρόνει τα Αρείου, μηδέ άκουε των Ανατολικών μηδέ πίστευε τους περί Ουρσάκιον και Ουάλεντα. Α γαρ εκείνοι, ου δι’ Αθανάσιον φθέγγονται, αλλά δια την ιδίαν αίρεσιν. Πίστευέ μοι Κωνστάντιε, πάππος ειμί σου καθ’ ηλικίαν» (17) και εξακολουθών—πάντοτε λατινιστί— αναπτύσσει ο Όσιος την διάκρισιν της πολιτικής από της Εκκλησιαστικής εξουσίας, «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», και ότι η πολιτική εξουσία δεν δικαιούται αναμίξεως εις τα θρησκευτικά ζητήματα «ούτε τοίνυν ημίν άρχειν επί της Γης έξεστιν, ούτε συ εξουσίαν θυμιάν έχεις, Βασιλεύ». Και καταλήγει: «ούτοι οι (περί Ουρσάκιον και Ουάλην) τον ίδιον εχθρόν δια σου θέλουσιν αδικείν, και βούλονται σε διάκονον της εαυτών πονηρίας γενέσθαι, ίνα δια σου την μυσαράν αίρεσιν εις την Εκκλησίαν επισπείρωσιν ουκ έστι φρόνιμον, δι’ άλλων ηδονήν, εαυτόν εις πρόοπτον κίνδυνον εμβάλλειν. Ταύτα γαρ πρέπει και εμέ γράφειν και σε τούτων μη καταφρονείν» (18). Εις απάντησιν ο εκατοντούτης Όσιος απεστάλη εξόριστος εις Σίρμιον, εδιώκοντο δε και άπαντες οι συγγενείς και οικείοι του. Δυστυχώς τα δεινοπαθήματα της εξορίας, η εωσφορική παρέμβασις του φιλτάτου αυτώ Ακυληίας Φορτουνάτου, η απειλή του θανάτου και ίδια αι πληροφορίαι, ας ελάμβανεν εκ Ρώμης, περί της οσημέραι ενισχύσεως της θέσεως του δήθεν διαδόχου Φήλικος, έκαμψαν τον γενναίως αντιστάντα Ρώμης Λιβέριον και έπεσεν ου μόνον υπογράψας την καταδίκην του Αθανασίου, ην επιμόνως εζήτει προσωπικώς ο Κωνστάντιος, αλλ’ όπερ και το σοβαρώτατον, εγκαταλείψας τον Όρον της Νίκαιας και υπογράψας Ομολογίαν Πίστεως της τρίτης Συνόδου του Σιρμίου (457), εν η αρειοφρόνως παρελείπετο το «Ομοούσιον» του Μ. Αθανασίου. «Ο δε Λιβέριος—γράφει ο υπό πάντων μονώτατος εγκαταλειφθείς, επί των επάλξεων του «ομοουσίου» Αθανάσιος εξορισθείς ύστερον μετά διετή χρόνον ώκλασε και φοβηθείς τον απειλούμενον θάνατον υπέγραψε». Μετά δε τον Λιβέριον πάπαν Ρώμης, έπεσε δυστυχώς και ο ημέτερος υπερεκατοντούτης Όσιος! Εκβιασθείς ο ταλαίπωρος γέρων, εν τω περιορισμώ του Σιρμίου ευρισκόμενος, υπέγραψε το δεύτερον Σύμβολον του Σιρμίου του 357, εν ω, ενώ δεν υπάρχει ο υπέρ ου ηγωνίσθησαν, δι’ όλου του βίου, μετά του Μεγάλου Αθανασίου όρος «ομοούσιος», υπάρχει, αλλοίμονον η αρειανή πλάνη «μείζονα είναι τον πατέρα τιμή και αξία και θεότητι» = Subordinatianismus = Υπόταξις» (20). Δεν υπέγραψεν όμως και την καταδίκην του Αθανασίου, αλλ’ επανέκαμψεν εις την Εκκλησίαν αυτού, όπου και εκοιμήθη, μετά δύο έτη (359— 360), μετανοών δια το σφάλμα του και συνιστών, από της επιθανατίου κλίνης του, τοις περί αυτόν, να μη συνταχθώσι ποτέ τη Αρειανή αιρέσει: «τοσαύτην γαρ βίαν πεποίηκε τω γέροντι και τοσούτον αυτόν συνέσχεν, ως θλιβέντα αυτόν μόλις κοινωνήσαι τοις περί Αρσάκιον και Ουάλεντα, μη υπογράψαι δε καταδίκη Αθανασίου. Αλλά και ούτως ουκ ημέλησεν ο γέρων μέλλων γαρ αποθνήσκειν, ώσπερ διατιθέμενος εμαρτύρατο την βίαν και την αρειανήν αίρεσιν ανεθεμάτισε και περήγγειλε μηδένα ταύτην αποδέχεσθαι» (21). Την πτώσιν του Ρώμης Λιβερίου και του Κορδούης Οσίου ανομολογεί ειλικρινώς και χωρίς να προσφεύγη εις τας εξεζητημένας σοφιστικάς (ρωμαϊκάς υπεκφυγάς και δικαιολογίας και αυτός ο ρωμαιοκαθολικός Καρδινάλιος Newman (22) εν τω συγγράμματι αυτού. Ημείς το χαλαρόν και άτονον και αδύνατον της παλίμπαιδος προβεβηκυίας γεροντικής ηλικίας γιγνώσκοντες, τον Ομολογητήν και αγιώτατον και πρόμαχον Κορυφαίον του Συμβόλου της Νίκαιας και τον «Πατέρα των Επισκοπών», τον πληγάς και στρεβλώσεις υπέρ της πίστεως υπομείναντα Όσιον, ας ενθυμώμεθα και ας τιμώμεν αυτόν μετά της Εκκλησίας, εορταζούσης ετησίως τη 27η Αυγούστου την μνήμην αυτού, ως Οσίου και Ομολογητού Ιεράρχου, τον οποίον η εσχάτη βία, εάν δεν έκαμπτεν, θα ηδυνάμεθα να ονομάζωμεν «Μέγαν Αθανάσιον της Δύσεως».


Υποσημειώσεις

(1) Η αρχαιότατη Κορδούη ή Cordoba, κατέχουσα το κέντρον της νοτιοδυτικής Ισπανικής Επαρχίας της Ανδαλουσίας, περιστοιχίζεται υπό των πόλεων Σεβίλλης, Λισσαβώνος, Μαδρίτης και Γρενάδας. Υπήρξε πατρίς του φιλοσόφου Σενέκα, διδασκάλου του Νέρωνος και του ανεψιού εκείνου Λουκανού του ποιητού, του υλιστού και πανθεϊστού άραβος Ιατροφιλοσόφου Αβερρόη, του ιβ' αι. μ. X., του Καζουιστού φιλοσόφου Sanchez Thomas (ις' αι.) και του μεγάλου ποιητού του ις' αι. Gongora y Argotte. Η Κορδούη μετά την Αραβικήν κατοχήν και από τού 750 υπήρξε και πρωτεύουσα του Καλιφάτου των Ομμεϋαδών Αράβων, των οποίων διασώζει το Ανάκτορον Αλκαζάρ και περίφημόν Τέμενος, θεωρούμενον ως το άριστον αρχιτεκτονικόν μνημείον της αραβικής τέχνης, μετατραπέν εις Καθεδρικόν Ναόν.

(2) Ευσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου II, 63. Κατά τον σφοδρόν διωγμόν του Μαξιμιανού Ερκουλίου (303) συλληφθείς ο Επίσκοπος Κορδούης Όσιος και διετίαν εν ταις ειρκταίς και βασάνοις εγκαρτερήσας, - απεδείχθη Ομολογητής (Σωζομενού, Ιστορ. Εκκλ. 1,10) μη προφθάς, ως επόθει και το αίμα να χύση, διότι παραιτηθέντων την 1 ην Μαΐου του 305 των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, ανέλαβε Καίσαρ εν τη Δύσει ο φιλόχριστος Κωνστάντιος ο Χλωρός, πατήρ του Μ. Κωνσταντίνου, ος απέλυσε πάντας τους εν τοις δεσμωτηρίοις Χριστιανούς Ομολογητάς. Αλλά μην έφερεν έκδηλα, δια βίου ο Όσιος τα επί σώματος, δια το όνομα του Κυρίου Ιησού, ανεξιτήλως εντυπωθέντα στίγματα.

(3) Ιστορ. II, 6.

(4) Ένθ’ ανωτ. II, 6.

(5) Ευσεβ. Ιστορ. Εκκλ. X, 6.

(6) Η Αρελάτη (Arl es ), πόλις της Νοτίου Γαλλίας, επί των εκβολών του Ροδανού ποταμού και μεταξύ Αβινιώνος, Προβηγκίας και Μασσαλίας, καταληφθείσα υπό των Ρωμαίων τον Α' π. X. ήκμασε μεγάλως κατ’ αρχάς του Μεσαίωνος. Η Σύνοδος της Άρελάτης (314), συγκροτηθείσα εξ Επισκόπων όλων των μερών της Δύσεως, εν οις διεκρίνοντο ο Ύόρκης της Βρεττανίας Εβόριος, ο Λονδίνου Ρεστιτούτος και ο Λίγκολν Αδέλφιος, και ικανού αριθμού άλλων κληρικών, αντιπροσωπευόντων τους Επισκόπους των, και προεδρευομένη υπό του Κορδούης Οσίου, κατεδίκασε τον Δονατισμόν και υπεχρέωσεν εις υποταγήν εις τον Αρχιεπίσκοπον Β. Αφρικής Καρχηδόνος Καικιλιανόν. Ιδρυταί του σχίσματος των Δονατιστών υπήρξαν δύο Επίσκοποι Καρχηδόνος, υπό το όνομα Δόνατος (αρχαί του δ' αι. μ. X.). Συνεχίζοντες οι Δονατισταί την αίρεσιν του Μοντανισμού της Β. Αφρικής, εθεώρουν εαυτούς ως τους μοναδικούς συνεχιστάς των Αποστόλων και ως «Εκκλησίαν Μαρτύρων» και εδίδασκον την ανάγκην αυστηρότητος προς τους αμαρτάνοντας ή ολιγο νυχήσαντας εν καιρώ διωγμού. Εξ επιδράσεως των Δονατιστών ολόκληρος η Αφρικανική Εκκλησία το βάπτισμα των αιρετικών εθεώρει άκυρον. Εφρόνει, δηλαδή, ότι πάσα αίρεσις είναι βαρύ αμάρτημα και ότι οι περιπίπτοντες εις βαρέα αμαρτήματα κληρικοί τελούσιν άκυρα μυστήρια. Την επίμονον ταύτην φανατικήν ιδέαν διέλυσεν ο 8 ος Κανών, ο εκφράζων την αντίληψιν της λοιπής Δύσεως, με την οποίαν μετά την εν Αρελάτη Σύνοδον συνεμορφώθη ολόκληρος η Αφρικανική Εκκλησία. Ο Κανών ούτος διεκελεύετο: «Εάν οι Αφρικανοί παρατηρήσωσιν αιρετικόν βεβαπτισμένον εν τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίῳ Πνεύματι, η χειρ μόνον να επιτίθεται, ίνα λάβη Πνεύμα άγιον» (Augustin, Contra Par m enianum, lib . I , 58). Τούτο ωφείλετο εις τα μετριοπαθή φρονήματα του Καρχηδόνος Καικιλιανού και των οπαδών αυτού. Η Σύνοδος της Αρελάτης ώρισεν ακόμη, ότι ο παραδίδων ιερά βιβλία, ιερά σκεύη ή ονόματα χριστιανών καθαιρείται, αλλ’ οι υπ’ αυτού χειροτονηθέντες έχουσιν έγκυρον χειροτονίαν («non illis obsit ordinatio» τ. έ. ου βλάψει αυτούς η χειροτονία. Κανών 13. Οι Δονανισταί επέμενον εις τας ιδέας αυτών, συνεχίζοντες εν Β. Αφρική τον Μοντανισμόν. Αλλ’ εκ των επιμόνων αυστηροτήτων των οσημέραι διετήρουν το ελάχιστον όριον. Τα βαρέα αμαρτήματα εθεώρουν ασυγχώρητα, ουχί ό μως και δια τους λαϊκούς, ως εφρόνουν οι Μοντανισταί, αλλά μόνον δια τους κληρικούς, ως ασυμβίβαστα με το κληρικόν στάδιον. Τούτο βεβαίως είχον κοινόν μεθ’ολοκλήρου της Εκκλησίας, αλλ’ οι Δονατισταί εκ της ηθικής καταστάσεως των κληρικών ε ξήρτων το κύρος των τελουμένων μυστηρίων. Εναντίον ακριβώς των Δονατιστών ο ι. Αυγουστίνος ανέπτυξε την θ εωρίαν, ότι τα μυστήρια είναι έγκυρα εξ έργου ειργασμένου ( ex opere operato), ήτοι αυτά καθ’εαυτά ανεξαρτήτως του τελούντος αυτά προσώπου. Ιδέ Β. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορ. I, 82).

(7) Σωκράτους, Ιστορ. Εκκλ. Ι, 7. Σωζομενού, Ιστορ. Εκκλ. Ι, 16.

(8) Hist. II, 29.

(9) Γελασ. Σύνταγμα II, 5. Σωκράτους Ιστορ. Εκκλ. I, 7.

(10) Γελασ. ένθ’ ανωτ.

(11) Μ. Αθανασίου, Απολογ. προς τον Βασιλέα Κωνστάντιον.

(12) Εν τούτοις ο Ελλην. Κώδιξ του Βατικανού αναγράφει τον Όσιον 74 ον, ο δε Αραβικός της Οξονείου Βιβλιοθήκης 42 ον, διότι κατά το εν Ισπανία κρατούν εκκλ. έθος, αναφερόμενον και υπό του 18 ου Κανόνος της εν Έλβίρα της Ισπανίας περί το 300 μ. X. συνελθούσης Συνόδου, προεξάρχων των Επισκοπών, τιτλοφορούμενος Επίσκοπος της πρώτης Καθέδρας εθεωρείτο ο αρχαιότερος των Επισκόπων. Το αυτό έθος εκράτει και εν Αφρική, εξαιρουμένου μόνον του Πρωθιεράρχου αυτής Καρθαγένης, καθώς και εις άλλας χώρας. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος π. χ. εις την κατα τον τρίτον αιώνα Σύνοδον του Πόντου «ων (Επισκόπων) — λέγει — Πάλμας προετέτακτο εξ αρχαιότητος» Ιστορ. Εκκλ. V, 20. Τούτον δεκτόν λόγον των εις τον Όσιον Κορδούης απονεμηθεισών τιμών παρέχει ημίν μαρτυρία αδιαφιλονίκητου αυθεντίας, αύτη η Εγκύκλιος Επιστολή της εν Σαρδική Συνόδου (343 344), γράφουσα ταύτα περί του μετασχόντος αυτής Οσίου: «Του ευγηροτάτου Οσίου, του και δια τον χρόνον και την Ομολογίαν και δια την τοσούτον κάματον υπομεμενηκέναι πάσης τιμής τε και αιδούς τυγχάνοντος αξίου καθώς και ο Μ. Αθανάσιος». Concilior. Postr. edit, per Labheum curata II, 84.

(13) Hilar. Fragmenta ex. opere historico de Synodis Ariminensi et... I σελ. 84.

(14) Πρόκειται περί της σημερινής πρωτευούσης των Βουλγάρων Σόφιας, ήτις ακόμη τον 4ον μ. X. αι. ήτο Ελληνορρωμαϊκή, μη επισυμβάσης, ως γνωστόν, εισέτι της καθόδου των Νοτιοσλάβων και Μογγόλων Βουλγάρων.

(15) Μ. Αθανασίου,: Προς Μοναχούς περί Αρειανών, κεφ. 15. Του αυτού, Απολογητικος κατά Αρειανών, κεφ. 1, 48 και 50. Hefele, Conciliengeschichte I, σελ . 540 κ . ε .

(16) Επιστολη προς Μοναχούς περί Αρειανών, κεφ. 18 και 19.

(17) Hilar. Fragmenta... I , σελ. 47 κ. ε. Οι Ουρσάκιος Σιγγιδόνος (Βελιγραδιού) και Ουάλης Μουρσών της ΄Ανω Παννονίας, αρχηγοί των «Ομοίων», υπούλως συγκεκαλυμμένων Αρειανών, εν Δύσει, έχοντες ποοηγούμενα κατά του Μ. Αθανασίου, κατηυθύνοντο κατ’ αυτού μίσος του Κωνσταντίου προς τελείαν του ανδρός εξουθένωσιν και εξόντωσιν, κατορθώσαντες να επιτύχουν εύνοιαν παρά τω Κωνσταντίῳ.

(18) Μ. Αθανασίου: Περί Αρειανών, 15 κ. ε.

(19) Ένθ’ αν.

(20) Β. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορ. I, σελ. 177.

(21) Μ. Αθανασίου, Περί Αρειανών, κεφ. κεξ.

(22) Newman - Φοροπουλου : Οι Αρειανοί της Δ' εκα τονταετηριδος, εν Κων/πόλει 1890, σελ. 27 κ. ε.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.