ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Το Μυστήριον του Ευρωπαίου ανθρώπου και του Ορθοδόξου Πανανθρώπου

Ιουστινου Πόποβιτς,
«Εποπτεία» 62 (1981) , σελ. 859-864

Μετάφραση:
Ειρηναίος Bulovic, εκ του βιβλίου Dostojevski ο Europi i Slouenstuu,
Beograd 1940, σ.σ. 339-350.

Έκαστον ανθρώπινον ον κρύπτει και φυλάττει το κύριον μυστήριόν του μέσα εις το κορυφαίον ιδεώδες του. Τούτο ισχύει και δια τον Ευρωπαίον άνθρωπον: το μυστήριόν του κείται εις το ιδεώδες του. Τι δε είναι το ύψιστον ιδανικόν του ευρωπαίου ανθρώπου; —Εν και μόνον: Ο αυτοτελής και αλάθητος άνθρωπος, δηλαδή ο ανθρωπόθεος. Όλας τας ιδέας και όλας τας δραστηριότητας του Ευρωπαίου ανθρώπου εμπνέει μία νοσταλγία και ποδηγετεί μία φιλοδοξία: να γινη ανεξάρτητος και αυτοτελής ως ο Θεός. Εις την πραγματικότητα, εις την Ευρώπην κυριαρχεί μία θεότης: ο αλάθητος άνθρωπος — ο ανθρωπόθεος. Εις το πολυτελές πάνθεον της Ευρώπης ο αλάθητος άνθρωπος αποτελεί την κορυφαίαν θεότητα· οι υπόλοιποι θεοί είναι ή απορροαί ή αποχρώσεις αυτού. Ο «αλάθητος» άνθρωπος δεσπόζει και εις την ευρωπαϊκήν θρησκείαν, και εις την ευρωπαϊκήν φιλοσοφίαν, και εις την ευρωπαϊκήν επιστήμην, και εις την ευρωπαϊκήν πολιτικήν, και εις την ευρωπαϊκήν τεχνικήν και εις την ευρωπαϊκήν τέχνην, και εις ολόκληρον την ευρωπαϊκήν παιδείαν και τον πολιτισμόν. Εν πάσι και δια πάντων μόνον ο άνθρωπος και δη ο ευρωπαίος άνθρωπος, ο υπερηφάνως και υπεροπτικώς αυτάρκης και αλάνθαστος. Λέγων τούτο έχω υπ’ όψιν μου τον ευρωπαίον άνθρωπον όσον αφορά εις την θεμελιώδη αρχήν του και την βασικήν ιδέαν του. Από την άλλην πλευράν είναι ο ορθόδοξος πανάνθρωπος. Το κορυφαίον ιδανικόν αυτού, και μέσα εις αυτό το κύριον μυστήριόν του είναι η πανανθρώπινη αδελφότης όλων των ανθρώπων, εν Χριστώ τω Θεανθρώπω. Όλαι αι ιδέαι του και όλαι αι δραστηριότητές του καθοδηγούνται υπό μιας δυνάμεως, και αυτή είναι η ευαγγελική αγάπη, δηλαδή η παναγάπη. Διότι η αγάπη αυτή αποτελεί την μόνην δύναμιν, η οποία μεταποιεί τους ανθρώπους εις αδελφούς και ενώνει αυτούς εις πανανθρωπίνην αδελφότητα. Δεν υπάρχει ταπείνωσις ή εξευτελισμός, τον οποίον δεν θα αποδεχθή αυτός, μόνον εφ’ όσον συμβάλλει τούτο εις την πανανθρωπίνην άδελφότητα μεταξύ των ανθρώπων. Δεν υπάρχει μόχθος ούτε άθλος, τον οποίον δεν θα επωμίζετο ο άνθρωπος του Χριστού, εφ’ όσον ο σκοπός του είναι η πανανθρώπινη αυτή αδελφότης. Το να υπηρετή εις πάντα άνθρωπον και εις πάντας τους ανθρώπους χάριν Χριστού, είναι χαρά υπέρ πάσαν χαράν δια τον πρωτεργάτην αυτής. Η αθάνατος επιδίωξίς του είναι: να διευρύνη τον εαυτόν του δια του Θεανθρώπου εις όλας τας θείας ιδιότητας και τελειότητας, και να συνεργή με τον Θεάνθρωπον εξ όλης της ψυχής του, εξ όλης της καρδίας του, εξ όλης της διανοίας του, εξ όλης της ισχύος του. Παν το ανθρώπινον ευρίσκει εν προκειμένω την αθανασίαν και την αιωνιότητά του μέσα εις το Θεανδρικόν εδώ ο Θεάνθρωπος είναι το παν δια τον άνθρωπον εις όλους τους κόσμους.

Εν τελευταία αναλύσει, η προβληματολογία του ευρωπαίου ανθρώπου εξαντλείται εις τον ρωμαιοκαθολικισμόν. Επίσης και εις τον προτεσταντισμόν, ο οποίος πάντοτε και εν πάσι, καίτοι αντιφατικώς, είναι μόνον ο πλέον πιστός και ο πλέον συνεπής συνεργάτης του ρωμαιοκαθολικισμού. Και οι δύο εξάγουν όλα εκ του αλαθήτου ανθρώπου και ανάγουν όλα εις Αυτόν. Ο αλάθητος άνθρωπος συνιστά δι’ αυτούς την υψίστην αξίαν και το κορυφαίον κριτήριον των πάντων εις όλους τους κόσμους.

Η δε προβληματολογία του ορθοδόξου πανανθρώπου εξαντλείται κατ’ ουσίαν εις την ορθοδοξίαν. Ενταυθα τα πάντα εξάγονται από τον Θεάνθρωπον και τα πάντα ανάγονται εις αύτόν. Δεν υπάρχει ιδέα, ούτε αίσθησις, ούτε πράξις, η οποία με το πλέον ζωτικόν νεύρον της να μη συνδέηται με την καρδίαν του Θεανθρώπου. Δι’ όλους και δι’ όλα εις όλους τους κόσμους του πανανθρώπου μόνον μία υψίστη αξία και εν κορυφαίον κριτήριον υφίσταται: ο Θεάνθρωπος Χριστός.

Ει μη τι άλλο, ο Ντοστογιέφσκυ έχει δείξει και αποδείξει με αποστολικήν πειστικότητα το ακριβές των δύο θέσεών του: το μεν πρόβλημα της ευρωπαϊκής Δύσεως εξαντλείται με τον ρωμαιοκαθολικισμόν το δε πρόβλημα της Ανατολής με την Ορθοδοξίαν (1). Αφού εμελέτησε μέσα εις τας ιστορικάς πραγματικότητας τας δυτικάς ιδέας και μεθόδους δια την λύσιν του προβλήματος του ανθρωπίνου προσώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας, απορρίπτει τον Ρωμαιοκαθολικισμόν και τους βλαστούς του: τον αθεϊσμόν, τον αναρχισμόν, τον σοσιαλισμόν, την επιστήμην, τον πολιτισμόν. Εν πρώτοις ο ρωμαιοκαθολικισμός εμηχανοποίησε το ανθρώπινον πρόσωπον δια του σχολαστικισμού, της «καζουϊστικής» και των συγχωραχαρτίων του, έως ότου κατήντησεν αυτό τρομερώς άψυχον, εν συνεχεία δε το έργον του απετελείωσαν οι δορυφόροι και οι συνεργάται του: ο προτεσταντισμός, ο σοσιαλισμός, ο αθεϊσμός, η επιστήμη, ο πολιτισμός.

Ο σοσιαλισμός παρορά την θεϊκήν ούσίαν και την αιωνίαν αξίαν του ανθρωπίνου προσώπου και καταβιβάζει τον άνθρωπον εις σάρκαν. Δι’ αυτού, ασφαλώς, του αφαιρεί εκείνο, το οποίον τον καθιστά ακέραιον ον και πρόσωπον. Και ο άνθρωπος καταντά να είναι πράγμα μεταξύ πραγμάτων. Ως θεώρησις κόσμου και ζωής, ως φιλοσοφία, ο σοσιαλισμός δεν αναγνωρίζει το πρόσωπον και την αιωνίαν του άξίαν ζητεί μάλιστα το πλήρως απρόσωπον. «Η φύση δε λαμβάνεται υπ’ όψη», η φύση «απαγορεύεται» η φύση δεν πρέπει να υπάρχη. Αυτοί δεν παραδέχονται πως η ανθρωπότητα θ’ αναπτυχθή στην ιστορική ζωντανή πορεία της και θα γίνη τελικά από μόνη της μια σωστή κοινωνία, μα απεναντίας νομίζουν πως ένα κοινωνικό σύστημα που θα βγει από κάποιο μαθηματικό κεφάλι θα τακτοποιήσει στη στιγμή την ανθρωπότητα και θα την κάνει δυνατή και αναμάρτητη, πριν από κάθε ζωντανή εξέλιξη και χωρίς καμιάν ιστορική και ζωντανή πορεία! Γι’ αυτό κιόλας έχουν μια τέτοια ενστικτώδικη καταστροφή- αποστροφή για την Ιστορία: Η Ιστορία είναι μια σειρά από αίσχη και ανοησίες, σου λένε, και έτσι τα εξηγούν όλα! Γι’ αυτό απεχθάνονται τόσο πολύ το ζωντανό προτσές της ζωής: δε μας χρειάζεται η ζωντανή ψυχή! Η ζωντανή ψυχή της ζωής μπορεί να προβάλει απαιτήσεις, η ζωντανή ψυχή δεν θα υπακούει στη μηχανική, η ζωντανή ψυχή είναι φιλύποπτη, η ζωντανή ψυχή είναι συντηρητική! Ενώ η δική τους θεωρία, έστω κι αν μυρίζει λιγάκι ψοφίμι και μπορεί να κατασκευαστεί από καουτσούκ, εχη το πλεονέκτημα να μην είναι ζωντανή, να μην έχει δική της θέληση, νάναι δουλοπρεπής και ανίκανη να επαναστατήση. Και τ’ αποτέλεσμα είναι πως ρίξανε όλη την προσοχή τους στα τούβλα και τη διάταξη των δωματίων και των διαδρόμων στο μεγάλο τους φαλανστήριο. Και βέβαια, το «μαγικό αυτό παλάτι» είναι έτοιμο, μονάχα που δεν έχουν έτοιμη την ψυχή που θα το κατοικήσει· η ψυχή θέλει να ζήσει ακόμα, δεν τέλειωσε ακόμα τη ζωντανή της πορεία, είναι νωρίς ακόμα να πάει στο νεκροταφείο! Με μόνη τη λογική δεν μπορείς να υπερπηδήσεις τη φύση! Η λογική μπορεί να προβλέψει τρεις μονάχα περιπτώσεις, ενώ είναι εκατομμύρια! Να σβήσουμε λοιπόν όλα τα εκατομμύρια και να τ’ αναγάγουμε όλα στο πρόβλημα της ευζωίας. Η πιο εύκολη λύση του προβλήματος! Είναι ελκυστική ολοφάνερο, δε χρειάζεται καν να το πολυσκεφτείς! Το σπουδαιότερο αυτό είναι: δε χρειάζεται σκέψη! Όλο το μυστικό της ζωής χωράει σε δύο τυπωμένα φύλλα!» (2).

Ακριβώς επειδή δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του την ανθρώπινην φύσιν εις όλην την απέραντον συνθετικότητά της, ο σοσιαλισμός αποτελεί, κατά την γνώμην του Ντοστογιέφσκυ, το απόγαιον της συκοφαντίας εις βάρος της ανθρωπίνης φύσεως (3).

Ο ήρως εις το μυθιστόρημα «Ο έφηβος» λέγει εις τους σοσιαλιστάς: «Πέστε μου: με τι θα με δελεάσετε για να σας ακολουθήσω; Πέστε μου, πως θα μού αποδείξετε ότι η κοινωνία σας είναι καλύτερη; Πού θα κρύψετε τη διαμαρτυρία του ατόμου μου μέσα στο στρατώνα σας; Από καιρό, κύριοι, ποθούσα να σας ανταμώσω! Θάχετε το στρατώνα σας, κοινές τις κατοικίες, το stricte nécessaire, τον αθεϊσμό σας, και κοινές τις γυναίκες σας χωρίς παιδιά, να, ποιά είναι η κατάληξή σας. Το ξέρω, βλέπετε. Και για όλα, γι’ αυτά, για κείνο το μικρό μερίδιο στο μετριότατο όφελος, που θα μου έξασφαλίσει το λογικό σας, για το ξεροκόμματο και τη ζεστασιά, παίρνετε σ’ αντάλλαγμα ολόκληρη την προσωπικότητά μου! Ακούστε: κι αν άξαφνα, σ’ αυτήν τη λογικοφτιαγμένη κοινωνία σας μου κλέψουν τη γυναίκα μου, θα κατευνάσετε σεις το ατομό μου, ώστε να κρατηθώ και να μη σπάσω το κεφάλι του αντιζήλου μου; Θα μου πείτε , πως τότε πια θάχω βάλει και γω μυαλό, μα η γυναίκα μου, ωστόσο, τι θα πει για έναν άντρα, τόσο μυαλωμένο, αν σέβεται, έστω και λίγο τον εαυτό της; Όλ’ αυτά πια καταντάνε αφύσικα. Ντροπή σας!» (4) .

Είναι αφύσικον το να θέλη κανείς να δημιουργήση νέαν κοινωνίαν από ανθρώπους παλαιού τύπου. Και η αλήθεια έγκειται εις το εξής: μόνον από καινούς, δηλαδή ανακαινισμένους ανθρώπους ημπορεί να σχηματισθή νέα κοινωνία. Είναι φυσικός νόμος, ότι η αδελφότης διαπλάττεται μόνον από άδελφούς. Πρότερον πρέπει να μεταμορφώση κανείς τους ανθρώπους εις αδελφούς, και τότε μόλις να απαιτή απ’ αυτούς την αδελφοσύνην. Πάσα άλλη οδός είναι αφύσικος, διότι είναι μηχανική και εκβιαστική. Ο ευρωπαίος άνθρωπος θέλει μεν την αδελφωσύνην, αδυνατεί δε να πραγματώση αυτήν, επειδή όλος είναι οικοδομημένος επάνω εις την αρχήν της εγωιστικής αυτοτέλειας, η οποία ολονέν περισσότερον τον απομονώνει, τον αποχωρίζει από τους άνθρώπους, και αυτός εις την πραγματικότητα ζη εν τω κόσμω ως εν τη ερήμω. Ο άνθρωπος της Δύσεως, λέγει ο Ντοστογιέφσκυ, πολυλογεί περί της αδελφωσύνης ως περί μεγάλης δυνάμεως, κινούσης του κόσμον, αδυνατεί όμως να ενθυμηθή, ότι την αδελφωσύνην ουδαμόθεν ημπορεί να προμηθευθή κανείς, εάν αυτή δεν υφίσταται ήδη εις την πραγματικότητα. Τι λοιπόν δέον γενέσθαι; Πρέπει πάση θυσία να δημιουργηθή η αδελφωσύνη. Προκύπτει όμως, ότι η αδελφωσύνη δεν δημιουργείται έξωθεν, αλλά δημιουργείται αφ’ εαυτής, είναι δεδομένη υπό του Θεού, ενυπάρχει εις την ιδίαν μας την φύσιν. Εις την ηλλοιωμένην φύσιν του δυτικού ανθρώπου αυτή δεν υπάρχει ως αρχή· εκεί υπάρχει η ατομική αρχή, η αρχή της επιτεταμένης αυτοσυντηρήσεως, της αυτοδιαθέσεως εντός του ιδίου έγώ, της άντιθέσεως αυτού του εγώ προς όλην την φύσιν, προς όλους τους άλλους ανθρώπους, ως αυτονόμου αρχής, ισοτίμου και ισαξίου προς όλα τα εκτός του εγώ υφιστάμενα. Αλλ’ εξ αυτής της αυτοπροβολής δεν ήτο δυνατόν να γεννηθή η αδελφωσύνη. Διατί; Διότι εις την πραγματικήν αδελφότητα δεν υπάρχει ανάγκη να φροντίζη το εγώ, το επί μέρους δηλαδή άτομον, περί των δικαιωμάτων του, περί της ισότητος και της ισορροπίας του προς όλους τους άλλους, αλλά όλοι οφείλουν να πλησιάσουν το πρόσωπον αυτό, το οποίον διεκδικεί τα δικαιώματά του και χωρίς καμμίαν αίτησιν εκ μέρους του ατόμου αυτού θα έπρεπε να το αναγνωρίση ως ισότιμον και ισάξιον προς όλα τα άλλα τα εν τω κόσμω υπάρχοντα. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και το πρόσωπον τουτο, το οποίον διαμαρτύρεται και απαιτεί τα δικαιώματά του, θα ώφειλε να θυσιάση ολόκληρον τον εαυτόν του εις την κοινωνίαν, και όχι μόνον δεν πρέπει να ζητή τα δικαιώματά του, αλλά, τοὐναντίον, να παραχώρηση αυτά άνευ όρων εις την κοινωνίαν. Αλλά ο άνθρωπος της Δύσεως δεν έχει συνηθίσει αυτήν την τάξιν των πραγμάτων ζητεί τα πάντα δι’ εφόδου, ζητεί τα δικαιώματά του, ζητεί την κατανομήν — και αυτού δεν υπάρχει πλέον η αδελφωσύνη (5).

Ο άνθρωπος καθίσταται αδελφός όλων των συνανθρώπων του, όταν έχη δημιουργήσει και αναπτύξει μέσα του την αίσθησιν της αγάπης και της αυτοθυσίας. Μόνον εις αυτόν τον δρόμον το ανθρώπινον πρόσωπον επιτυγχάνει την πλήρη τελειότητά του, ώστε να αισθάνηται και να βλέπη ο άνθρωπος δια του Χριστού εν εκάστω συνανθρώπω αδελφόν, χάριν του οποίου αξίζει να θυσιάση κανείς και την ζωήν και την ψυχήν του. Ούτω γίνεται κανείς εις την πραγματικότητα γνήσιον πρόσωπον. Πρέπει να γίνη κανείς πρόσωπον, λέγει ο Ντοστογιέφσκυ, εις πολύ μάλιστα μεγαλύτερον βαθμόν παρ’ ότι έχει νυν αναπτυχθή το πρόσωπον εις την Δύσιν. Εννοήσατέ με: η προαιρετική, εξάπαντος συνειδητή και ολοτελώς αβίαστος αυτοθυσία προς όφελος όλων, αυτό είναι, κατά την γνώμην μου, τεκμήριον της υψίστης αναπτύξεως του προσώπου, της μεγίστης δυνάμεως και αυτοκυριαρχίας του, του υψίστου βαθμού της ελευθερίας της βουλήσεως. Να δώσω οικειοθελώς ζωήν υπέρ των άλλων, να σταυρωθή ή να πυρποληθή υπέρ όλων τούτο δύναται μόνον εκείνος, ο οποίος έχει ως πρόσωπον τα μέγιστα αναπτυχθή. Ισχυρώς ανεπτυγμένον πρόσωπον, πλήρως πεπεισμένον εις το δικαίωμά του να υφίσταται ως πρόσωπον και ουδένα πλέον φόβον έχον δια τον εαυτόν του, δεν δύναται να δημιουργήση κάτι καλύτερον της προσωπικότητάς του, δεν δύναται δηλαδή ποσώς να χρησιμοποιήση τον εαυτόν του καλύτερον ει μη να δοθή ολόκληρος εις τους άλλους, ώστε και όλοι οι άλλοι να γίνουν εξ’ίσου αυτοδίκαια και ευδαίμονα πρόσωπα. Αυτός είναι ο φυσικός νόμος· προς αυτά τείνει ο ομαλός άνθρωπος (6).

Και το αγαθόν και το κακόν είναι αινιγματώδη και σύνθετα φαινόμενα, όχι μόνον εντός του ανθρώπου ως προσώπου, αλλά και εντός της ανθρωπότητος ως κοινωνίας. Και εις το κακόν και εις το αγαθόν των ανθρώπων ενυπάρχει κάτι το πανάρχαιον. Την πεμπτουσίαν των καλύπτει ο ζόφος του αγνώστου και του αδιαφανούς. Και οι άνθρωποι, λύοντες το πρόβλημα του αγαθού και του κακού, εν πολλοἰς μαντεύουν και εικοτολογούν. Εις την Ευρώπην, συμφώνως προς την αντίληψιν του Ντοστογιέφσκυ, το πρόβλημα λύεται διττώς. Η πρώτη λύσις είναι η εξής: ο νόμος είναι δεδομένος, γεγραμμένος, συντεταγμένος και διατυπωμένος από χιλιετηρίδων. Το κακόν και το αγαθόν έχουν ερμηνευθή και μετρηθή, οι σοφοί της ανθρωπότητος έχουν ιστορικώς διαπιστώσει τας διαστάσεις και διαβαθμίσεις των, εργασθέντες αόκνως επί της ανθρωπίνης ψυχής και επεξεργασθέντες επιστημονικώς την σχέσιν του ατόμου προς την κοινωνίαν. Εις τον τετελειωμένον αυτόν κώδικα οφείλει κανείς να υπακούη τυφλώς. Όποιος δεν τον ακολουθεί, όποιος τον αθετήση, θα πληρώση με την ελευθερίαν του, με τα υπάρχοντά του, με την ζωήν του, θα πληρώση κυριολεκτικώς και απανθρώπως.

Η άλλη λύσις είναι αντίστροφος: επειδή η κοινωνία είναι ανωμάλως ωργανωμένη δεν πρέπει να ζητώνται ευθύναι από τα άτομα δια τας συνεπείας των πράξεών των. Κατά ταύτα ο εγκληματίας απαλλάσσεται ευθύνης και το έγκλημα είναι ανύπαρκτον. Δια να εξαφανισθούν τα εγκλήματα και αι ενοχαί των ανθρώπων, πρέπει να εξοντωθή το ανώμαλον της κοινωνίας και αι μορφαί της. Επειδή όμως η θεραπεία της καθεστηκυίας τάξεως θα διήρκει επί πολύ, αλλ’ ούτε και υπάρχει πολλή ελπίς εις την θεραπείαν αυτήν, δεδομένης της ελλείψεως των φαρμάκων, — πρέπει άρα να καταστροφή ολόκληρος η κοινωνία και το παλαιόν σύστημα να εκκαθαρισθή με σκούπαν. Εν συνεχεία πρέπει να αρχίσουν όλα εκ νέου επί άλλων αρχών, ναι μεν ακόμη ασαφών, αι οποίαι όμως εν ουδεμία περιπτώσει δύνανται να είναι χειρότεροι από την προϋπάρχουσαν τάξιν των πραγμάτων, απεναντίας δε φέρουν μέσα των πολλάς ελπίδας επιτυχίας. Η κυριωτέρα ελπίς απευθύνεται τώρα εις την « επιστήμην». Ιδού, αυτή είναι η άλλη λύσις: αναμένεται μεν η μελλοντική μυρμικοφωλειά, μέχρι τότε δε θα αρδεύσουν τον κόσμον δι’ αίματος. Άλλαι λύσεις του ζητήματος της ανθρωπίνης ενοχής και παραβάσεως ο δυτικοευρωπαϊκός κόσμος δεν είναι εις θέσιν να φαντασθή.

Ο διορατικός απόστολος του ορθοδόξου πανανθρώπου συναισθάνεται βαθύτερον και λύει ορθώτερον το πρόβλημα του αγαθού και του κακού. Αι ανθρώπιναι δυνάμεις, αυταί καθ’ εαυτάς, αδυνατούν να λύσουν αυτό. Δύνανται όμως να το λύσουν μόνον φωτιζόμενοι και χειραγωγούμενοι υπό του Θεού. Είναι μέχρις οφθαλμοφανείας τρανόν και αυτονόητον, φρονεί ο Ντοστογιέφσκυ, ότι το κακόν εγκρύπτεται εντός του ανθρώπου εις βάθος μεγαλύτερον από εκείνο, το οποίον προϋποθέτουν οι σοσιαλισταί οι εφιέμενοι να το θεραπεύσουν ότι εις ουδέν κοινωνικόν σύστημα, είναι δυνατόν να αποφευχθή το κακόν ότι η ψυχή του ανθρώπου, θα μείνη εσαεί η αυτή· ότι το ανώμαλον και το αμαρτωλόν προέρχονται εξ αυτής τέλος δε, ότι οι νόμοι του ανθρωπίνου πνεύματος είναι ακόμη τόσον άγνωστοι δια την επιστήμην, τόσον αόριστοι και τόσον μυστηριώδεις, ώστε να μη υπάρχη, ούτε και δύναται προς το παρόν να υπάρξη ιατρός ή κριτής οριστικός, τελεσίδικος (7). Μόνον εις στον Θεόν είναι γνωστόν ολόκληρον (8) το μυστήριον του κόσμου τούτου και η τελική μοίρα του ανθρώπου. Και ούτως ο άνθρωπος δεν πρέπει να αναλαμβάνη να λύη ο,τιδήποτε με υπερήφανον πεποίθησιν εις το αλάνθαστόν του· ακόμη δεν ήλθον οι καιροί και αι προθεσμίαι. Ο δικάζων τους συνανθρώπους του άνθρωπος οφείλει να γνωρίζη, ότι αυτός δεν είναι ο τελικός κριτής, αλλ’ επίσης αμαρτωλός, και ότι η στάθμη και το μέτρον του κόσμου εις τας χείρας του αποτελούν παραλογισμόν, εφ’ όσον και ο ίδιος, κρατών εν χερσί την στάθμην και το μέτρον, δεν κύπτει προ του νόμου του ακόμη αφανερώτου μυστηρίου και δεν καταφεύγει εις την μοναδικήν διέξοδον: την εύσπλαχνίαν και την αγάπην (9).

Η επιστήμη του « αλαθήτου» Ευρωπαίου ανθρώπου διεκήρυξε την αρχήν της αυτοσυντηρήσεως θεμελιακήν αρχήν ολοκλήρου της επί γης ζωής, τούτο δε σημαίνει, και βασικήν άρχήν της ανθρωπίνης ηθικής. Μεταφρασμένη εις απλουστέραν και ευνοητοτέραν γλώσσαν, η αρχή αυτή έχει ως εξής: προκειμένου περί συντηρήσεως της ζωής του ατόμου, τα πάντα επιτρέπονται — και το έγκλημα, και το αμάρτημα, και η δολοφονία, και η αρπαγή, και η ανθρωποφαγία. «Η επιστήμη λέγει: συ δεν πταίεις δια το ό,τι η φύσις ερρύθμισεν όλα κατ’ αυτόν τον τρόπον, το δε ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως είναι υπεράνω όλων» (10). Επομένως, η επιστήμη θα επιτρέψη χάριν της αυτοσυντηρήσεως και τα βρέφη να τρώγωνται ή να κατακαίωνται (11). «Κατά την γνώμην μου, η ανθρωπότης στηριζομένη επί μόνης της επιστήμης θα εξαγριωθή και θα αποθάνη» (12).

Εν αντιθέσει προς αυτά υπάρχει η χριστιανική ηθική. Ο άνθρωπος ευρίσκεται εις άμεσον σχέσιν με τον Θεόν, ο οποίος του δίδει δύναμιν και ισχύν να ζη ανωτέραν ζωήν. Αντιθέτως προς την αρχήν της αυτοσυντηρήσεως ο χριστιανισμός προβάλλει ως θεμέλιον της θεανθρωπίνης του ηθικής την αρχήν της αυτοθυσίας. Η μεν επιστημονική ηθική εντέλλεται: θυσίασον τους άλλους εις τον έαυτόν σου! Η δε χριστιανική ηθική επιτάσσει: θυσίασον τον εαυτόν σου εις τους άλλους. «Κατά συνέπειαν, μόνον ο χριστιανισμός έχει μέσα του το ύδωρ το ζων μόνον ο χριστιανισμός ημπορεί να οδηγήση τους ανθρώπους επί τας πηγάς του ζώντος ύδατος και να διαφυλάξη αυτούς από τον όλεθρον και τον εκμηδενισμόν. Χωρίς τον χριστιανισμόν η ανθρωπότης θα απεσυντίθετο και θα κατεστρέφετο» (13). Μόνον ο χριστιανισμός δύναται να περισώση την ανθρωπότητα από την εξαγρίευσιν και την αυτεξολόθρευσιν. Εις τον χριστιανισμόν ακόμη και η ανέχεια των τροφίων και των καυσίμων θα ήτο ανεκτοτέρα. Τα βρέφη, επί παραδείγματι, δεν θα επυρπολούντο, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι θα απέθνησκον υπέρ των πλησίων των (14). Ο πραγματικός χριστιανός ουδέποτε θα θυσιάση το βρέφος χάριν της αυτοσυντηρήσεώς του.

Αντιθέτως, ευχαρίστως θα θυσιάση τον εαυτόν του δια να διατηρήση εις την ζωήν κάποιον βρέφος. Ο άνθρωπος της ευαγγελικής πανανθρώπινης αγάπης αδυνατεί να ανοικοδομή την ευτυχίαν του επί της δυστυχίας των άλλων. «Είναι άρα γε δυνατή η ευτυχία, εφ’ όσον θεμελιώνεται επάνω εις την αλλοτρίαν δυστυχίαν; « Επιτρέψατέ μοι να είπω το εξής», λέγει ο Ντοστογιέφσκυ, « φαντασθήτε, ότι ανεγείρετε το κτίριον της ανθρωπίνης τύχης επί τω σκοπώ να κάμητε εν τέλει εύτυχισμένους τους ανθρώπους, να τους δώσητε επί τέλους την ειρήνην και την ανάπαυσιν. Και φαντασθήτε περαιτέρω, ότι προς τούτο χρειάζεται και επιβάλλεται να βασανίσητε έστω εν ανθρώπινον πλάσμα, μίαν ύπαρξιν, η οποία δεν είναι ανάγκη να είναι ακριβώς και αξία, αλλ’ από μιας απόψεως ημπορεί να είναι και γελοία· επομένως, όχι κάποιον Σαίξπηρ, αλλ’ απλώς έντιμον γέροντα, άνδρα νεαρός γυναικός, πιστεύοντα τυφλώς εις την αγάπην της, παρ’ ότι δεν γνωρίζει την καρδίαν της, σεβόμενον αυτήν, σεμνυνόμενον με αυτήν, ευτυχή και αμέριμνον χάρις εις αυτήν. Μόνον αυτός λοιπόν θα έπρεπε να ονειδισθή, να ατιμασθή, να βασανισθή, δια να ανοικοδομηθή το κτίσμα σας! Θα εδέχεσθε υπό τους όρους αυτούς να γίνητε αρχιτέκτων της οικοδομής; Ιδού η ερώτησις. Ημπορείτε, έστω προς στιγμήν, να επιτρέψητε τον εξής λογισμόν: οι άνθρωποι, δια τους οποίους έχετε αναγείρει αυτό το οικοδόμημα, θα συγκατετίθεντο να δεχθοϋν από σας την ευτυχίαν, εις τα θεμέλια της οποίας έχει εντειχισθή το δεινοπάθημα ενός ασπλάχνως και αδίκως βασανισθέντος, και μηδαμηνού έστω πλάσματος, — και θα ηδύνατο άρα γε οι άνθρωποι να παραμείνουν ευτυχείς εις την ευτυχίαν αυτήν; ’ Οχι! Η καθαρά ρωσική ψυχή διαλογίζεται ως εξής: ας χάσω εγώ μόνη την ευτυχίαν μου, ας είναι η δυστυχία μου ασυγκρίτως μεγαλυτέρα της δυστυχίας του γέροντος εκείνου· τέλος, ουδείς ποτέ, ούτε ο γέρων εκείνος, ας μη μάθη περί της θυσίας μου και ας μη την εκτιμήση — δεν θέλω να ευτυχήσω, αφού έχω καταστρέψει τον άλλον!» (15).

Το πνεύμα του « αλαθήτου» ευρωπαίου ανθρώπου είναι η ψυχή ολοκλήρου της ευρωπαϊκής παιδείας και ολοκλήρου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ενταύθα τα πάντα είναι εκτισμένα επί του ανθρώπου ως επί θεμελίου, και χάριν του ανθρώπου ως εσχάτου σκοπού. Δεν υπάρχει χώρος δια τον Θεάνθρωπον. Δια τούτο και έχει απορριφθή ο Θεάνθρωπος ως περιττός και άχρηστος. Ο Ευρωπαίος άνθρωπος εν τω αλαζονικώ αλήθητώ του είναι αυτάρκης εις τον γήϊνον τούτον κόσμον. Από τον Θεάνθρωπον ουδέν ζητεί, δι’ αυτό δε και ουδέν λαμβάνει. Ο Ντοστογιέφσκυ θέτει την ερώτησιν: δύναται ο Ευρωπαίος, τουτέστιν ο ευρωπαϊκώς πολιτισμένος άνθρωπος να πιστεύη καν εις την θεότητα του Ιησού Χριστού, δεδομένου ότι όλη η πίστις μόνον εις τούτο και συνίσταται να πιστεύη κανείς εις την Θεότητά του; Επί της ερωτήσεως αυτής, λέγει ο Ντοστογιέφσκυ, ο πολιτισμός απαντά δια των γεγονότων με εν όχι! (16).

Εις τον πολιτισμόν του « αλαθήτου» Ευρωπαίου ανθρώπου πρέπει να αντιταχθή ο πολιτισμός του ορθοδόξου πανανθρώπου, ωκοδομημένος όλος επί του Θεανθρώπου ως επί θεμελίου. «Πρέπει ν’ αναλάμψει ενάντια στη Δύση ο δικός μας ο Χριστός, που εμείς τον διατηρήσαμε, ενώ εκείνοι δεν τον έχουν καν γνωρίσει! Να μην πέφτουμε δουλικά στο δόλωμα των Ιησουιτών μα να τους φέρουμε τον δικό μας, τον ρωσικό πολιτισμό...» (17). «Εμείς μόνον απορρίπτομεν», γράφει ο Ντοστογιέφσκυ εις το Ημερολόγιόν του, «αποκλειστικώς την ευρωπαϊκήν μορφήν του πολιτισμού και λέγομεν, ότι αυτή δεν είναι εις τα μέτρα μας» (18). Το κύριον είναι να διαφυλαχθή ο πολιτιμότερος θησαυρός του πλανήτου μας: ο Θεάνθρωπος Χριστός. Αυτός δε είναι ολόκληρος εν τη ορθοδοξία,με όλας τας θείας τελειότητάς του και τας αιωνίους αξίας του. «Δια να διαφυλάξωμεν τον Ιησούν, τουτέστι την ορθοδοξίαν», λέγει ο Ντοστογιέφσκυ, «πρέπει προ πάντων να διατηρήσωμεν τον εαυτόν μας και να ανήκωμεν εις τον εαυτόν μας. Το δένδρον μόνον τότε θα καρποφορήση, όταν έχη αναπτυχθή και ενδυναμωθή. Και δι’ αυτό η Ρωσία πρέπει να συνειδητοποιήση, ποίου θησαυρού έχει μείνει ο μόνος φορεύς, ν’ αποτινάξη τον γερμανικόν και δυτικόν ζυγόν και ν’ αρχίση ν’ ανήκη εις τον εαυτόν της με διαυγή την επίγνωσιν του σκοπού» (19).

Η σωτηρία του ανθρώπου, και ιδίως του ευρωπαίου ανθρώπου, από την απεγνωσμένην αυτεξόντωσιν, προκαλουμένην από τον « αλάθητον» ανθρωπισμόν, συνίσταται εις την ολοκληρωτικήν και ολόψυχον αποδοχήν του Θεανθρώπου. Η θεοποίησις του ανθρώπου είναι η μοιραιοτέρα ασθένεια από την οποίαν ασθενεί η κακοδαίμων Ευρώπη. Δια το νόσημα αυτό μόνον εις ιατρός υπάρχει: ο Θεάνθρωπος, και μόνον εν φάρμακον: η Ορθοδοξια. Εις όλας τας ίδέας και δραστηριότητάς της η Ευρώπη είναι ανθρωπολατρική και ανθρωποκεντρική εις όλα τα ιδικά της η ορθοδοξία είναι Χριστολατρική και Χριστοκεντρική. Επί της μιας πλευράς: το μυστήριον των μυστηρίων είναι ο άνθρωπος επί δε της άλλης: ο Θεάνθρωπος. Ο Ντοστογιέφσκυ εβασανίσθη ειλικρινώς και με το εν και με το άλλο μυστήριον, και ανεκάλυψε την καρδίαν του. Αμφότερα του είναι οικεία· επί τω μεν θλίβεται και θρηνεί, επί τω δε χαίρει και θαυμάζει. Οσάκις μεταβαίνει εις την Ευρώπην, πορεύεται όχι ως κριτής, αλλ’ ως νοσταλγικός προσκυνητής. «Θέλω να μεταβώ εις την Ευρώπην», δηλώνει ο Ιβάν εις τον Αλιόσα, «και γνωρίζω ότι υπάγω εις νεκροταφείον και μόνον, αλλά πολύ πολύ προσφιλές νεκροταφείον! Εκεί αναπαύονται αγαπητοί μου κεκοιμημένοι, ο κάθε λίθος επάνω των αφηγείται περί μιας φλογεράς περασμένης ζωής, περί μιας περιπαθούς πίστεως κάποιου εις τον άθλον του, εις την ιδικήν του αλήθειαν, εις τον ιδικόν του αγώνα και εις την ιδικήν του επιστήμην ώστε εγώ, το γνωρίζω προκαταβολικώς, θα πέσω χαμαί, και θα φιλώ τας πέτρας εκείνας και θα τας βρέχω με τα δάκρυά μου· ταύτοχρόνως όμως εξ όλης μου της καρδίας είμαι πεπεισμένος ότι όλ’ αυτά ήδη από πολλού είναι μόνον εν κοιμητήριον και ουδέν πλέον! Και δεν θα κλαίω εξ απογνώσεως, αλλ’ απλώς διότι θα είμαι εύτυχής ένεκα των εκεχυμένων δακρύων μου». (20)

Με το « αλάθητόν» του και την υπερφύαλον αυτάρκειά του ο ευρωπαίος άνθρωπος κατεδίκασε τον εαυτόν του εις θάνατον, εκ του οποίου, κατά τους νόμους της ανθρώπινης λογικής δεν υπάρχει ανάστασις, την δε Ευρώπην μετέτρεψεν εις ευρύχωρον νεκρόπολιν, εκ της οποίας κανείς δεν ανίσταται. Ο ορθόδοξος όμως πανάνθρωπος εν τη ευαγγελική του νοσταλγία και τη πανανθρώπινη του αγάπη αισθάνεται, πιστεύει και γνωρίζει το εξής: μόνον ο αγαθός και θαυμαστός Θεάνθρωπος δύναται να καταπατήση πάντα θάνατον, ν’ αναστήση πάντα νεκρόν, ν’ αποθανατίση πάντα θνητόν και να μεταβάλη το ευρωπαϊκόν νεκροταφείον εις φυτώριον αναστάσεως και αθανασίας.


Υποσημειωσεις

(1) Ύπογράμμισις του Ντοστογιέφσκυ.

(2) «Έγκλημα και τιμωρία», εκδ. Γκοβόστη, μετάφρ. Α. Αλεξάνδρου, Γ' μέρος, σ.σ. 5960.

(3) Dnevnik pisatelja , tom XI , σ. 24.

(4) «Ο έφηβος», εκδ. Γκοβόστη, μετάφρ. Κοραλίας Μακρή, Αθήνα, άνευ χρονολογίας, σ. 60.

(5) Zimnije zamjetki ο l jetnih upecatljenijah , τομ. Ill, βιβλ. 2, σ. 45.

(6) Αυτόθι, σ. 46.

(7) Dne v nik pisatelja , τομ. XI, σ.σ. 247 και 248.

(8) Υπογράμμισις του Ντοστογιέφσκυ.

(9) Αυτόθι, σ.σ. 248249.

(10) Material zum Roman Die D ä monen , σ. 525.

(11) Αυτόθι.

(12) Αυτόθι, σ. 526.

(13) Αυτόθι.

(14) Αυτόθι.

(15) Dne v nik pisatelja, τομ. XI, σ. 462 πρβλ. Bratja Karamazovi, σ . 284.

( 16 ) Material zum Roman ‘Die Damonen’ , σ . 521.

( 17 ) Idiot , a. 585.

( 18 ) Dnevnik pisatelja , τομ . IX, σ . 107.

(19) Iz materialov k ' Bjesam', L. Grossman.

(20) Bratja Karamazo v i, a. 267.