ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

 

Ντοστογιέφσκυ και Ορθοδοξος μοναχισμός

Πρωτοπρ. Μιχαήλ Καρδαμάκη, «Εποπτεία»62 (1981), σελ. 923-935

Αφού σας ευχαριστήσω για την τιμή που μού κάνετε να μιλήσω για τον Ντοστογιέφσκυ, εκατό χρόνια υστέρα από το θάνατό του, οφείλω να ομολογήσω ειλικρινά πως αισθάνομαι μεγάλη και την ευθύνη για το τόλμημά μου. Αδυνατώ να συγκεντρώσω τα κριτήρια που απαιτούνται για να προσεγγίσουμε το πνεύμα ή το μυστήριο του Ντοστογιέφσκυ ή να προδικάσω τις δυνατότητες μου για να σχολιάσουμε την τραγική ή φοβερή ομορφιά των έργων αυτού του ποιητή ή προφήτη. Όπως γράφει ο Μπερδιάγιεφ, «τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφκσυ δεν είναι μυθιστορήματα με την ακριβή έννοια της λέξεως· είναι τραγωδίες ιδιότυπης μορφής. Είναι εσωτερικές τραγωδίες μιας μοναδικής ανθρώπινης μοίρας, ενός μοναδικού ανθρώπινου πνεύματος, που αποκαλύπτεται με διάφορες μορφές και σε διάφορες στιγμές της πορείας του» (1).

Εκείνο που με στηρίζει στο τόλμημά μου είναι η από μέρους μου άρνηση κάθε επιστημονικής ειδικότητας, καθώς και η απουσία κάθε τεχνολογίας — μιας ψυχρής, επίπλαστης γλώσσας. Είναι, με άλλα λόγια, η απλή ανθρώπινη αίσθηση ή η πνευματική συγγένεια, που μεταφράζεται ή εκφράζεται σε συγκλονίζουσα ή αποφασιστική εμπειρία: Ο Ντοστογιέφσκυ αποκαλύπτει, πάντοτε και τώρα, τον εαυτό μας, το αιώνιο μυστήριο του ανθρώπου και της ζωής του. Δεν είναι τα ειδικά επιστημονικά (ή λογοτεχνικά) ενδιαφέροντα, που σε ωθούν να συναντήσεις το Ντοστογιέφσκυ και να διαλεχθείς με το «πνεύμα» του: Είναι η βαθιά δίψα για τον άνθρωπο, η άβυσσος της ανθρώπινης καρδιάς, η ανάσταση του ανθρώπινου προσώπου δια του πόνου, της μετάνοιας και της άγάπης. Ο Ντοστογιέφσκυ είναι ο καθημερινά δικός μας άνθρωπος, εκείνος στον οποίο αναγνωρίζεις την περιπέτειά σου, την τραγικότητα της ζωής σου, και από τον οποίο παίρνεις την ευφρόσυνη απάντηση, που συνοψίζεται στους λόγους που ο Στάρετς Σιλουανός δέχτηκε από τον Κύριο: «Μείνε με επίγνωση στην κόλαση και μην απελπίζεσαι» (2). Για να καταλαβαίνεις ή να σε συγκινεί ο Ντοστογιέφσκυ δε χρειάζεται παρά να πιστεύεις στον άνθρωπο, αφού βέβαια πρώτα πιστεύεις στο Χριστό, να είσαι πάντοτε έτοιμος να τον αποδεχτείς και να τον υποδεχτείς στην οδύνη του και στη χαρά δια της οδύνης του. Δε χρειάζεται παρά να είσαι βέβαιος, πως με τον Ντοστογιέφσκυ παίρνεις, δε δίνεις, πως «κάθε βαθιά μελέτη του δημιουργεί κι ένα γεγονός, κεντρίζει την ψυχή και της παρέχει ένα βάπτισμα μέσα στη φωτιά. ' Ενας άνθρωπος που μυείται στον κόσμο του Ντοστογιέφσκυ, γίνεται νέος άνθρωπος και μπροστά του ανοίγονται νέες διαστάσεις του όντος» (3).

Το θέμα της εισηγήσεώς μου είναι: «Ο Ντοστογιέφσκυ και ο ορθόδοξος Μοναχισμός» (με επίκεντρο τη διδασκαλία του Στάρετς Ζωσιμά στους Αδελφούς Καραμάζοφ). Δεν μπορώ να σας διαβεβαιώσω αν η επιλογή του θέματός μου είναι επιτυχημένη, ούτε βέβαια και γνωρίζω — συγχωρήσετέ μου αυτή την αδυναμία— αν κάποιος ή κάποιοι προσπάθησαν να «μελετήσουν τη σχέση του Ντοστογιέφσκυ με τον ορθόδοξο Μοναχισμό. Με πραγματικό δέος ομολογώ πως είναι μεγάλη η τιμή και η ευθύνη μου, αν πρώτος και ελάχιστος εγώ, τόσο δειλά και επιφυλακτικά (δεν είμαι μοναχός), επιχειρώ αυτή την αναφορά, ελπίζοντας πως το πνευματικό, το ανθρώπινο κέρδος μας θα είναι ουσιαστικό και αποφασιστικό. ' Οπως, ακριβώς και η συνάντηση και η φιλία του Ντοστογιέφσκυ με το μυστήριο του ορθόδοξου Μοναχισμού, που είναι στην ουσία του μυστήριο του ανθρώπου, έδωσε αποφασιστικές προεκτάσεις στις πνευματικές εμπειρίες του, ένα δυνατό μέλλον σ’ όλο το όραμά του. Γιατί ιδιαίτερα, η διάσωση της διδασκαλίας του Στάρετς Ζώσιμό και η κεντρική σχεδόν προσωπικότητα του Αλιόσα στους Αδελφούς Καραμάζοφ, του τελευταίου και του ωριμότερου έργου του Ντοστογιέφσκυ, όπου αποκαλύπτεται όλη η τραγικότητα του θεολογικού προβλήματος του ανθρώπου, μαρτυρεί πως ο Ντοστογιέφσκυ, έβλεπε στο πνεύμα του ορθόδοξου Μοναχισμού, τη δυνατότητα της απελευθερώσεως της ανθρώπινης ελευθερίας από την τραγωδία της, της πραγματικής αναγεννήσεως του ανθρώπου, τη δυνατότητα μιας ουσιαστικά ανθρώπινης κοινωνίας. ’ Εβλεπε, με άλλα λόγια, την καταξίωση της περιπέτειας του ανθρώπου την αναστάσιμη αποκάλυψη της ανθρώπινης οδύνης και δυστυχίας, ολόκληρο το μέλλον του κόσμου που σπαράσσει στο παράλογο και την εκπτωσή του, στον αθεϊσμό και τη θνητότητά του. Επειδή ο ίδιος ο Μοναχισμός είναι η μωρία του Σταυρού που ανατρέπει όλα τα αυτονόητα και κατεστημένα, τη γλοιώδη οριζόντια επιφάνεια των πραγμάτων και βρίσκει με την εσχατολογική προοπτική του —ένα μυστικό βάθος στην πραγματικότητα, μια διέξοδο στα ανθρώπινα αδιέξοδα. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως το ορθόδοξο ασκητικό πνεύμα ενσαρκώνεται στα περισσότερα πρόσωπα των ηρώων του Ντοστογιέφσκυ και ιδιαίτερα εκείνων που συγκλονίζονται από την ασθένεια της πτώσεως και της κολάσεως αλλά και την ελπίδα της αναστάσεως και της αγάπης. Τούτο αποτελεί σημείο πως ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκυ είχε διαποτιστεί ουσιαστικά και αποφασιστικά από το μυστήριο του ορθόδοξου Μοναχισμού. Οι επισκέψεις του σε ορθόδοξες μονές (όπως η μονή Όπτινο), η αναστροφή του με ονομαστούς στάρετς (Μακάριος, Αμβρόσιος κ.α.) καθώς και η μελέτη κειμένων ορθόδοξου Μοναχισμού—αγιότητας ή πνευματικότητας, η ανακάλυψη του πλούτου της μοναστικής πείρας της Ανατολής (οδοιπορικά, Ισαάκ ο Σύρος, Άθως, Σινά) τον βοήθησαν να αισθανθεί την απεριόριστη πνευματική δύναμη του ανατολικού Μοναχισμού σαν απάντηση στο πρόβλημα του ανθρώπου — και δια του ανθρώπου του κόσμου—, που είναι πρόβλημα ουσιαστικά πνευματικό: Ας επαναλάβουμε πως ο Ντοστογιέφσκυ «είναι ένας μεγάλος επαναστάτης — του πνεύματος. Ολόκληρο το δημιουργικό του έργο είναι μια στράτευση κατά των δυνάμεων, που μπορούν να απολιθώσουν το πνεύμα. Η πραγματικότητα στον Ντοστογιέφσκυ δεν είναι οι εξωτερικές μορφές της ζωής και οι προσγειωμένοι τύποι, αλλά το πνευματικό βάθος του ανθρώπου και η μοίρα του ανθρώπινου πνεύματος. Πραγματικότητα σ’ αυτόν σημαίνει, με άλλα λόγια, σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό, ανάμεσα στον άνθρωπο και το Σατανά? πραγματικότητα είναι οι ιδέες που βιώνει ο άνθρωπος» (4).

Αυτή η πραγματικότητα δεν είναι η ανακεφαλαίωση του πνεύματος του ορθόδοξου Μοναχισμού, η καρδία της ορθόδοξης ασκήσεως; Στο επίκεντρο του ορθόδοξου Μοναχισμού στην καρδιά της ορθόδοξης ασκήσεως δε, βρίσκεται το μυστήριο του άνθρώπου, που πρέπει να πραγματοποιηθεί από το Θεό και με το Θεό, η συντριβή, με την αδιάλλειπτη άσκηση μέσα στη χάρι, της ανταρσίας του ανθρώπου εναντίον του Θεού, μια ανταρσία που τον υπέταξε στο Σατανά, ή μια ελευθερία που τον οδήγησε στην αυτοκτονία; Δε διασώζεται ο πόθος και ο αγώνας για την επανεύρεση του αρχαίου κάλλους της πρώτης και αιώνιας ομορφιάς του άνθρώπου, που είναι στην πραγματικότητα η επίπονη και τραγική οδός, για να ξαναβρούμε το Θεό στον άνθρωπο και τον άνθρωπο στο Θεό, όταν δια της οδύνης και της πάλης φτάνει κανείς ενσυνείδητα ή εμπειρικά στο Θεό; «Ακούστε, κερδίστε το Θεό μοχθώντας? αυτή είναι όλη η ούσία, άλλιώς θα εμφανιστείτε σαν συχαμερή μούχλα? μοχθώντας θα τον βρήτε» (5). «Όποιος αφήνεται να χτυπιέται από τα γεγονότα, οδεύει προς το Θεό. Όποιος θέλει να προφυλαχτεί απομακρύνεται απ’ αυτόν» (6). Στο βάθος αυτής της οδυνηρής πορείας προς αναζήτηση του δοξασμένου προσώπου του σαρκωμένου Κυρίου, βρίσκεται η απάρνηση της πεσμένης ανθρώπινης πραγματικότητας, η άρνηση της ψευδαισθήσεως της ζωής. Χάριν της αληθινά ανθρώπινης ζωής, η απώλεια του εαυτού μας, σαν υπέρβαση κάθε αυτάρκειας και αυτοδικαιώσεως. Λειτουργείται η απόρριψη της παλιανθρωπιάς (η νέκρωση του παλαιού ανθρώπου) και η επάνοδος στην προπτωτική ακεραιότητα του ανθρώπου, που είναι δυνατή εν Χριστώ και δια Χριστού. «Επειδή όχι μονάχα είναι αδύνατο να ζεις όταν είσαι παλιάνθρωπος, μα πως όταν είσαι παλιάνθρωπος είναι αδύνατο και να πεθαίνεις» (7). Στην ορθόδοξη άσκηση είναι σκληρή και επίπονη αυτή η πάλη παλαιού και καινού ανθρώπου, ή η δυναμική μεταμόρφωση του παλαιού σε καινό άνθρωπο, γεγονός που για τον Ντοστογιέφσκυ, δεν είναι απλώς μια οδυνηρή εμπειρία, αλλά τρομερό μυστήριο: «Η ομορφιά — έλεγε ο Μίτια στον Αλιόσια — είναι κάτι τρομερό και φοβερό. Είναι τρομερή, γιατί είναι ακαθόριστη και δεν μπορείς να την καθορίσεις γιατί ο Θεός μονάχα αινίγματα μας έθεσε. Εδώ σμίγουν τα πιο απόμακρα ακρογιάλια, εδώ ζουν όλες μαζί οι αντιφάσεις. Τα μυστήρια είναι πάρα πολλά, πάρα πολλά αινίγματα βασανίζουν τον άνθρωπο σε τούτη τη γη. Η ομορφιά! Δεν μπορώ να το υποφέρω πως υπάρχουν μερικοί, πολλές φορές μάλιστα μεγαλόκαρδοι και μυαλωμένοι, που’ χουν στην αρχή για ιδανικό τους τη Μαντόνα και καταλήγουν να’ χουν για ιδανικό τους τα Σόδομα. Πιο φοβεροί ακόμα είναι εκείνοι, που, έχοντας πια για ιδανικό τους τα Σόδομα, δεν απαρνιούνται και το ιδανικό της Μαντόνας κι η καρδιά τους φλογίζεται για χάρη της, και στ’ αλήθεια, στ’ αλήθεια φλογίζεται όπως και στα εφηβικά, αγνά τους χρόνια... Αυτό που ο νους το θεωρεί ντροπή, στην καρδιά φαντάζει σαν καθαρή ομορφιά. Στα Σόδομα να βρίσκεται άραγε η ομορφιά; Νάσαι βέβαιος πως, για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, στα Σόδομα ακριβώς είναι θρονιασμένη. Το ήξερες αυτό το μυστικό ή όχι; Το τρομερό είναι που η ομορφιά είναι όχι μονάχα φοβερή μα και μυστηριώδης. Είναι ο διάβολος που παλεύει με το Θεό και το πεδίο της μάχης, είναι οι καρδιές των ανθρώπων» (8), στις οποίες καρδιές «έχουν μαζευτεί τόσα, τόσα που θα μείνει κατάπληκτος και ο ίδιος ο Θεός, όταν θα αποκαλυφτούν την ημερα της κρίσεως» (9). Η ορθόδοξη Μοναχική άσκηση δεν είναι η ανακάλυψη και αποκάλυψη της ομορφιάς, δηλαδή της αλήθειας για τον άνθρωπο, όπως πραγματοποιήθηκε και φανερώθηκε με το Χριστό, Αυτόν που είναι η μοναδική αναζήτηση, ο μοναδικός έρωτας των μοναχών; «Δεν λέτε πως αν σας αποδείχνανε μαθηματικά πως η αλήθεια είναι έξω από το Χριστό, εσείς θα προτιμούσατε να μείνετε με το Χριστό παρά με την αλήθεια;» (10).

Ο ορθόδοξος Μοναχισμός είναι το μυστήριο της θεανθρώπινης αλήθειας του ανθρώπου και της ζωής του. Είναι υπέρβαση κάθε άσαρκου (άθεου) Ουμανισμού ή ιδεολογίας και φιλοσοφίας περί ανθρώπου και κάθε θεωρίας ή ουτοπίας και μύθου περί ζωής. Είναι η εμπειρία του ανθρώπου στην πτώση και την τραγικότητα της υπάρξεως και της ζωής του, στη στενή και τεθλιμμένη οδό της ευαγγελικής τελειότητας (11), που είναι στο βάθος οδός αυτογνωσίας —πραγματικής ανθρωπογνωσίας, οδός γνώσεως των άλλων— πραγματικής αγάπης. Με άλλα λόγια, η μετάνοια και η αγάπη άποτελούν τους δύο πόλους του ορθόδοξου Μοναχισμού, συγκεφαλαιώνουν και ανακεφαλαιώνουν το νόημα — την οδυνηρή εμπειρία της ορθόδοξης ασκήσεως. Ο Μοναχισμός δεν είναι μια μορφή νοησιαρχικής διδασκαλίας περί χριστιανικής ή πνευματικής ζωής, πολύ περισσότερο βέβαια δεν είναι μια κάποια αγαμία για την περισυλλογή προνομίων ή αξιωμάτων. Είναι το μαρτύριο της συνειδήσεως, ο μάρτυρας των ευαγγελικών αρετών, ο καθημερινός σταυρός της ελευθερίας, η ίδια η ελευθερία να μαρτυρούμε ή να υποφέρουμε ή να πάσχουμε, τόπος φανερώσεως της θεανθρώπινης αλήθειας της ζωής. Ακριβώς στο Μοναχισμό και με το Μοναχισμό, το Ευαγγέλιο δεν είναι περίληψη ενός συνόλου λύσεων στα ποικίλα και δευτερογενή προβλήματά μας, αλλά τρόπος ζωής, απαίτηση να γίνουμε μέτοχοι της εσχατολογικής πληρότητας, που ήδη έχει αρχίσει και που είναι η άφθαρτη ζωή του αυθεντικού ανθρώπου. Όλο το έργο του Ντοστογιέφσκυ εκφράζει την προσωπική ανώδυνη εμπειρία πως στην αάληθινή ζωή δεν οδηγούν παρά μόνο ο πόνος και η αγάπη και πως σ’ αυτά τα δυό θέματα θεμελιώνεται η ζωή του ανθρώπου, η ιστορία του κόσμου. Όλο το έργο του Ντοστογιέφσκυ δεν είναι θραύση των ορίων μιας αντικεμενικής ανθρωπολογίας, άρνηση της ψευδοπαραδείσιας ζωής του ανθρώπου; Δεν είναι η τόλμη να σταθεί ο άνθρωπος «ενώπιος ενωπίω», η απόφαση να φτάσει στην ύψιστη αυτογνωσία, δηλαδή στη βαθιά ταπείνωση και την αίσθηση της αμαρτωλότητας και της ασθένειάς του, η διακινδύνευση να επιχειρήσει και να δεχτεί την αποκάλυψή του στον πόνο και την αγάπη; Αν αληθινά δε γνωρίζουμε τον εαυτό μας — αυτό είναι ασκητική απαίτηση — δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το Θεό και τους ανθρώπους, να φτάσουμε δηλαδή σε μια καθολική γνώση, να γίνουμε οι προφήτες του πραγματικού νοήματος του καθολικού δράματος. Τι είναι εκείνο που κάνει τον Ντοστογιέφσκυ «ένα από τα πιο ανήσυχα και πιο βαθιά πνεύματα... παρά η φλόγα της έξαρσης και της άρνησής του, το υπέρτατο θάρρος που μ’ αυτο ξεσκεπάζει όλα τα μυστικά της καρδιάς μας και μας φέρνει στο χείλος του γκρεμού — την άβυσσο που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο και το σύμπαν»; (12) Δεν επιχειρεί βέβαια αυτό το ξεσκέπασμα και τη διακινδύνευση του ανθρώπου — αυτός «ο ποιητής της αγωνίας και του μαρτυρίου, ο ερμηνευτής των μυστηρίων της ψυχής και ο ερευνητής των θεμελίων της υπάρξεως» (13), — σαν ένας φιλόσοφος, που αρκείται στο να διαπιστώνει και να περιγράφει την ανθρώπινη αθλιότητα και αποτυχία. Είναι ο Ευαγγελιστής και ο Προφήτης που «είχε πιστέψει στην απέραντη και θεία δύναμη της ανθρώπινης ψυχής, που θριαμβεύει πάνω σε κάθε εξωτερική βία και σε κάθε εσωτερικό ξεπεσμό. Έχοντας συγκεντρώσει στην ψυχή του όλο το μίσος αυτού του κόσμου, όλο το βάρος και τη ζοφερότητα της ζωής, και έχοντάς τα ξεπεράσει με την άμετρη δύναμη της άγάπης και της συγγνώμης, ευαγγελίζεται σ’όλα του τα έργα αυτή τη νίκη» (14).

Ο ορθόδοξος Μοναχισμός — αυτή η επίπονη οδός του νοήματος και του σκοπού της χριστιανικής ζωής — προϋποθέτει την εμπειρική, άμεση γνώση του αλλοτριωμένου ανθρώπου και της διεφθαρμένης ανθρώπινης φύσεως, γνώση που αποκτάται με τους πόνους της ασκήσεως και την πάλη με το Σατανά. Η άσκηση και η πάλη πλουτίζει τους μοναχούς — ασκητές με την αίσθηση της ανθρώπινης άσθένειας και την επίγνωση της ανθρώπινης τραγικότητας και συγχρόνως με τη δυναμική ώθηση της αναζητήσεως της ελευθερίας και της ολοκληρώσεως στο Θεό? με τον πόθο της μετάνοιας και της ανακαινίσεως, που εκφράζεται στην επιπόθηση της προσφερόμενης χάριτος, στη σφοδρή νοσταλγία και δίψα του Θεού και της βασιλείας Του (15). Με άλλα λόγια, «η ανάγκη να δει ο άνθρωπος κατά πρόσωπο τη διαφθορά του, είναι η βασική αρχή του ανατολικού Μοναχισμού, η προϋπόθεση της μετάνοιας» (16). Για τους ορθόδοξους ασκητές η άγνοια της αμαρτίας είναι μια άλλη μορφή κτηνωδίας, ενώ η επίγνωσή της (η αίσθησή της) συνιστά την οδό προς τη χάρι και τη δύναμη του Θεού, την προϋπόθεση της μεταμορφώσεως και της ανθρωπιάς (17). Εδώ κινούμαστε στο επίπεδο της αυθεντικής ανθρωπολογίας και ανθρωπογνωσίας — αυτογνωσίας του ανθρώπου — πορευόμαστε στην οδό της μετανοίας — τη βασιλική οδό του ορθόδοξου Μοναχισμού και της ορθόδοξης πνευματικότητας. Επειδή στην αφετηρία όμως αυτής της επίπονης εμβαθύνσεως στην ανθρώπινη άβυσσο και της εξόδου απ’ αυτήν, ανοίγεται, όπως γράφτηκε, η οδός «της θεολογίας της πτώσεως» (18). Η θεολογία αυτή είχε πάντοτε μέσα στην εκκλησία τη θέση μιας αφυπνιστικής μαρτυρίας, ήταν πάντοτε η εμπειρική αφετηρία για την είσοδο στη χάρη της μετάνοιας και της μεταμορφώσεως του ανθρώπου. Η θεολογική αυτή μαρτυρία βρήκε τη χαρακτηριστική της σάρκωση στην προφητική παρουσία του Μοναχισμού της Ανατολής. Το πρότυπο στο οποίο απέβλεπε πάντοτε η εκκλησία που δεν ήταν η πληρότητα της ηθικής αύτάρκειας, αλλά ο θρήνος της αδιάκοπης μετάνοιας των μοναχών, θρήνος τελικά χαροποιός («πένθος χαροποιόν χαρμολύπη»), βεβαίωση της νίκης του Χριστού πάνω στην αμαρτία που προϋποθέτει μια προσωπική αίσθηση της απουσίας του Θεού, δηλαδή μια πρώτη αποκάλυψη και γνωριμία του προσώπου Του. Μόνο τότε μπορεί να πενθήσει και να θρηνήσει ο άνθρωπος όταν ξέρει τι ακριβώς έχει χαθεί και ζει την απώλεια σαν προσωπική στέρηση και δίψα. Το μήνυμα της θεολογίας της πτώσεως είναι να βεβαιώσει πως αυτό που ζητάει ουσιαστικά ο Θεός από τον άνθρωπο δεν είναι ούτε η αρετή ούτε οι αξιομισθίες, αλλά μια κραυγή εμπιστοσύνης και αγάπης από τα βάθη της αβύσσου μας, ή ποιός ξέρει, ίσως μια στιγμή ανανήψεως και αγωνίας μέσα από τον κλειστό και καλοσφαλισμένο υποκειμενισμό της ευτυχίας μας»! (19) «Ακόμα μια στιγμούλα, κύριε δήμιε, μια στιγμούλα μονάχα! Και να, γι’ αυτή τη στιγμούλα, ίσως να τη συγχωρέσει ο Θεός γιατί είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς μεγαλύτερη μιζέρια της ανθρώπινης ψυχής» (19 α). Αλλά αυτό δεν είναι το μήνυμα του Ντοστογιέφσκυ, σημείο της βαθιάς εξωτερικεύσεως του ορθόδοξου Μοναχισμού; Ο Ντοστογιέφσκυ δεν είναι ένας ορθόδοξος προφήτης που ερμηνεύει το ευαγγελικό μήνυμα της μετάνοιας, με την προσέγγιση — την αφετηριακή εμπειρία της «θεολογίας της πτώσεως» «στην άβυσσο της ανθρώπινης κολάσεως του χωρισμού του ανθρώπου από το Θεό, αποκαλύπτεται το μέτρο της θείας χάριτος, η αλήθεια του προσωπικού Θεού, που αναιρεί το μηδενισμό του ανθρώπου από την αμαρτία, στο μέτρο που αποδέχεται την ίδια την αμαρτία του ανθρώπου σαν ερωτική βεβαίωση της προσωπικής του υπάρξεως, σαν καταξίωση του προσώπου του. Η θεολογία της πτώσεως είναι η προτεραιότητα του βαπτίσματος στο θάνατο του Χριστού, η βίωση της αναστάσεως ως καθόδου του Θεού στον άδη της ανθρώπινης αποτυχίας και αμαρτίας... Η ανθρώπινη φύση της αμαρτίας και του θανάτου γίνεται φύση του προσώπου του σαρκωθέντος Λόγου, η κόλαση του ανθρώπου μεταμορφώνεται στη διάσταση της προσωπικής ζωής του Λόγου, ο άδης καταλύεται «ως τέλος», στα βασίλεια του θανάτου κυριαρχεί η ζωή και η Ανάσταση» (20). Οι ήρωες των έργων του Ντοστογιέφσκυ ενσαρκώνουν μέσα από την τραγική διαλεκτική τους αυτές τις οριακές άλήθειες: «Η θεολογία του είναι η θεολογία της καθόδου του Χριστού στον άδη, στον άδη της ανθρώπινης αποτυχίας και αμαρτίας, όπου η αλήθεια και η δύναμη της Αναστάσεως, φανερώνεται στις αβυσσαλέες διαστάσεις της ανθρώπινης ελευθερίας» (21). Για τον Ντοστογιέφσκυ υπάρχει πολύς πόνος — ο πόνος γι’ αυτόν είναι η ζωή και η αγαλλίαση της ζωής, μια άπειρα παιδαγωγική και μεταμορφωτική δύναμη — (22), αλλά δεν υπάρχει απελπισία. Η οδύνη είναι η ασκητική οδός της μετάνοιας και της χαράς, δηλαδή της υπερβάσεως της αποτυχίας και της απελπισίας, που είναι η μεγαλύτερη αμαρτία και το μοναδικό αδιέξοδο. Η «μετάνοια και η απελπισία είναι δυό πράγματα εντελώς διαφορετικά» (23). Η αληθινή αυτογνωσία και εντιμότητα με τον εαυτό μας, ταυτίζεται με τη μετάνοια και τα δάκρυα, που είναι απόρριψη της εμπιστοσύνης στον εαυτό μας και της αυτοδικαιώσεως και άνοιγμα και ελπίδα στην ευσπλαχνία και τη συγγνώμη του Θεού: «Τίποτα μη φοβάσαι, ποτέ μη φοβάσαι και μη θλίβεσαι. Μια και μετανοείς όλα θα στα συγχωρέσει ο Θεός. Μα κι ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να γίνει στον κόσμο τέτοιο κρίμα, που να μην το συγχωρέσει ο Κύριος σε κείνον που μετανοεί αληθινά. Μα κι ούτε το μπορεί ο άνθρωπος να κάνει ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που θα μπορούσε να εξαντλήσει την αστείρευτη αγάπη του Θεού. ’Η μήπως μπορεί να υπάρξει τάχα ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που να ξεπεράσει την αγάπη του Θεού; Φροντίζει μονάχα για τη μετάνοια για την αδιάκοπη μετάνοια, κι όσο για το φόβο, διώξε τον εντελώς από την καρδιά σου. Πίστευε πως ο Θεός σε αγαπάει τόσο που εσύ ούτε και να το φανταστείς δεν μπορείς. Σ’ αγαπάει παρόλο που αμάρτησες. Σ’ αγαπάει μέσα στην αμαρτία σου. Για ένα μετανοούντα στον ουρανό χαίρονται περισσότερο παρά για χίλιους αναμάρτητους, είπεν ο Χριστός. Πήγαινε λοιπόν και μη φοβάσαι. Μην πικραίνεσαι με τους ανθρώπους, μη θυμώνεις με τις προσβολές... Αφού μετανοείς θα πει πως αγαπάς. Κι’ όταν θα άγαπάς θα’σαι κιόλας τέκνο του Θεού. Η αγάπη εξαγνίζει τα πάντα, σώζει τα πάντα, αφού εγώ που είμαι όπως εσύ ένας αμαρτωλός άνθρωπος συγκινήθηκα και σε συμπόνεσα, πόσο περισσότερο ο Θεός. Η άγάπη είναι κάτι ανεκτίμητο και μ’ αυτή μπορείς όλο τον κόσμο ν’ αποκτήσεις κι όχι μονάχα τις δικές σου, μα και τις ξένες αμαρτίες να εξαγοράσεις. Πήγαινε και μη φοβάσαι» (24).

Η κόλαση δεν είναι πια για τους αμαρτωλούς γιατί ο Υίός του Θεού κατέβηκε σ’ αυτήν και ελευθέρωσε όλους τους αμαρτωλούς, που βασανίζονταν στο κράτος της και άρχισε να στενάζει γιατί δεν θα ’ ρθει πια κανείς αμαρτωλός στα βασίλειά της (25). Η κόλαση είναι για τους αμετανόητους, για κείνους που δεν αισθάνονται την αναξιότητά τους, που δεν έχουν καλωσύνη, δε γνωρίζουν την ομορφιά της συγγνώμης, που δεν χαίρονται στις θλίψεις τους. Είναι για κείνους, που ο «υποχθόνιος» άνθρωπος τους εμποδίζει να μαθαίνουν πως ο Κύριος τους αγαπά. Και κατευθύνει μυστικά τη ζωή τους, να γιορτάζουν την κάθοδο του αναστάντος στον άδη να χαίρονται το μυστήριο του θείου γνόφου, την ελπίδα, πως αφού το Θεό δεν μπορούμε να τον αντέξουμε στο φως, Εκείνος έρχεται και φανερώνεται και χαρίζεται στο σκοτάδι μας. Μ’ ένα λόγο η Κόλαση, είναι για κείνους που τοποθετούν την αυτοδικαίωση και τα αξιόμισθα έργα τους πάνω από τη φιλανθρωπία και το έλεος του Θεού: «Θα μας λυπηθεί Εκείνος — λέει ο Μαρμελάντωβ στον Ρασκόλνικοβ — όστις όλους τους λυπήθηκε και όστις όλους και όλα τα καταλάβαινε. Αυτός ο Ένας, Αυτός ο Κριτής, θάρθει κείνη την ημέρα και θα ρωτήσει: Και που είναι η θυγάτηρ, ήτις εθυσίασε τον εαυτό της στην κακή και φθισική μητριά, στα ξένα μικρά παιδιά; Που είναι η θυγάτηρ ήτις τον πατέρα της τον επίγειο, τον μεθύστακα, τον ακόλαστο, τον λυπήθηκε χωρίς να φρίξει για τη θηριωδία;» Και θα πει: «Έλα! Σε συγχώρησα ήδη μια φορά. Σε συγχώρησα... Αφέενται σοι λοιπόν και τώρα αι αμαρτίαι σου αι πολλαί, ότι πολύ ηγάπησας...» Και θα συγχωρήσει τη Σόνια μου, θα την συγχωρήσει, το ξέρω πως θα τη συγχωρήσει. Αυτό... όταν πήγα και τη βρήκα, τόνιωσα βαθιά μες στην καρδιά μου! Και όλους θα τους δικάσει και θα τους συγχωρέσει και τους καλούς και τους κακούς, και τους σοφούς και τους πράους... Κι όταν πια θάχει τελειώσει με όλους τότε θα πει και σε μας: Βγείτε, θα πει, και σεις! Βγείτε, μεθυσμένοι, βγείτε αδύναμοι, βγείτε ντροπιασμένοι». Και μεις θα βγούμε όλοι, χωρίς να ντραπούμε και θα σταθούμε μπροστά του. Και θα πει: Είστε γουρουνια! Εχετε ζώου μορφή και τη σφραγίδα του? όμως ελάτε και σεις!» Και θα είπωσιν οι σοφοί και θα είπωσιν οι σώφρονες: «Κύριε, ίνα τι προσδέχεσαι αυτούς!»

Και θα πει: «Τους προσδέχομαι, σοφοί, τους προσδέχομαι, σώφρονες, διότι ουδείς εξ αυτών εθεώρη εαυτόν άξιον τούτου...» Και θα μας απλώσει το χέρι κι εμείς θα πέσουμε στα γόνατα και θα κλάψουμε... Και όλα θα τα καταλάβουμε! Τότε όλα θα τα καταλάβουμε...! Κι όλοι θα καταλάβουν... Θεέ μου, ελθέτω η βασιλεία Σου» (26). «Ο Θεός θα με συγχωρέσει — εξομολογείται η Γκρουσένκα. Αν ήμουνα Θεός θα συγχωρούσα όλους τους ανθρώπους: Καλοί μου αγαπητοί μου αμαρτωλοί, από σήμερα σας συγχωράω όλους — θα τους έλεγα. Όμως εγώ θα τραβούσα και θα ζήταγα συγγνώμη: Συγχωρείστε, καλοί μου άνθρωποι, μιαν ανόητη. Θεριό είμαι. Να τι είμαι. Θέλω να προσευχηθώ... Μια κακόψυχη σαν και μένα θέλει να προσευχηθεί... Όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο είναι καλοί όλοι ως τον τελευταίο. Όλα είναι όμορφα σ’ αυτόν τον κόσμο. Είναι όμορφα κι ας είμαστε τόσο κακοί εμείς...» (27). « Θάμαστε, λέει ο Μίτια, αλυσοδεμένοι και δεν θάχουμε καμιάν ελευθερία, μα μέσα στη μεγάλη συμφορά μας θ’αναστηθούμε και πάλι ως τη χαρά, που χωρίς αυτή είναι αδύνατο να ζήσει ο άνθρωπος και να υπάρξει ο Θεός, γιατί ο Θεός είναι που δίνει τη χαρά? αυτό είναι το μεγάλο του προνόμιο... Κύριε είθε ο άνθρωπος να διαλυθεί εν προσευχή...! Πως θα μπορέσω να ζήσω εκεί πέρα (κάτεργα ορυχεία- υποχθόνιοι άνθρωποι) κάτω από τη γη χωρίς Θεό... Αν διώξουν το Θεό από τη γη εμείς θα τον ύποδεχτούμε κάτω από τη γη. Ο κατάδικος είναι αδύνατο να ζήσει χωρίς Θεό. Πιό αδύνατο κι από ό,τι είναι για τον ελεύθερο. Και τότε εμείς οι υποχθόνοι θ’αρχίσουμε να τραγουδάμε από τα σπλάχνα της γης ένα τραγικό ύμνο στο Θεό που κρατάει στα χέρια του τη χαρά. Ζήτω ο Θεός κι η χαρά του! Τον αγαπάω...» (28) Ο Ντοστογιέφσκυ ψάλλει την αναστάσιμη βεβαιότητα της Εκκλησίας, ενσαρκωμένη στην αδιάκοπη, επίπονη άσκήση της: «Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω» (29). Ενσαρκώνει το αναστάσιμο μήνυμα της Ορθοδοξίας, διασωζόμενο στο καθημερινό μαρτύριο του Μοναχού της: «Επί γης κατήλθες ίνα σώσης Αδάμ, και εν γη μη ειρηνική τούτον, Δέσποτα, μέχρις Άδου κατελήλυθας ζητών» (30). Μήπως θα πρέπει να επαναλάβουμε πως «η χριστιανική ζωή θα διαδραματίζεται ανάμεσα στο καλό και το κακό της Ηθικής, αλλά στον μετανοήσαντα και τον αμετανόητο ληστή» (31), όταν βέβαια η μετάνοια λειτουργείται σαν η επάνοδος «εκ του παρά φύσιν εις το κατά φύσιν και εκ του διαβόλου προς τον Θεόν, δι’ ασκήσεως και πόνου;» (32) Στη θύρα του Παράδεισου μας υποδέχεται ο ληστής, όχι ο Πέτρος.

Για τον Ντοστογιέφσκυ υπάρχει μια και μόνη κόλαση: «Είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς. Μια φορά, μέσα στο άπειρο, το άμετρο σε χρόνο και σε διάστημα, δόθηκε σε μια πνευματική ύπαρξη — με την εμφάνισή της στη γη, η δυνατότητα να πει στον εαυτό της: Υπάρχω κι αγαπώ. Μια φορά μονάχα της δόθηκε μια στιγμή αγάπης ενεργητικής, ζώσης και γι’ αυτό της δόθηκε η επίγεια ζωή και μαζί μ’ αύτήν ο καιρός κι οι διορίες. Και τι ’έγινε λοιπόν; Αυτή.η εύτυχισμένη ύπαρξη αρνήθηκε το ανεκτίμητο δώρο, δεν το εκτίμησε, δεν το αγάπησε, το κοίταξε κοροϊδευτικά κι έμεινε αναίσθητη...» (33).

Η κλήση της αγάπης που ταυτίζεται με την μοναδικότητα του ανθρώπου και της ζωής, που είναι ανώτερη από τη ζωή, το στεφάνι της ζωής, και που δεν μπορεί παρά να την προσκυνάει η ζωή (34), είναι άκριβώς η νίκη πάνω στη μοναδική αυτή κόλαση. Ο ορθόδοξος Μοναχισμός είναι η άσκηση και η τελείωση της ελευθερίας του ανθρώπου, όχι για να κάνει πολλά και διάφορα πράγματα, ή να κάνει τα πάντα, αλλά για να είναι ελεύθερος να κάνει το ένα και μοναδικό: Να αγαπά με την μια και μόνη αγάπη, την αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον. Γιατί γνωρίζει πως κάθε αγώνας και ασκηση, όταν δεν καταντά στην αγάπη με ταπεινοφροσύνη είναι μάταιη και το τέλος της άχρηστο, πως «πάσα άσκησις αγάπην μη έχουσα αλλοτρία του Θεού καθίσταται» (35). Ο μοναχισμός της Ανατολής έχει να επιδείξει μια ανυπόκριτη και αυθεντική αυτογνωσία -ανθρωπογνωσία, που διακρίνεται και τελειώνεται στον έντονα ανθρωπιστικό — με την άφθαρτη σημασία της λέξεως — χαρακτήρα της. Είναι άβυσσος φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, έκφραση της θυσιαζόμενης πατρότητας, κατ’ εικόνα της πατρότητος του Θεού. Γιατί η αυθεντικότητα της φιλανθρωπίας και της πατρότητας του μοναχού έχει κριτήριο και πηγή της την κατά Θεό θεώρηση του ανθρώπου και την αγάπη στο Θεό: «Ο αγαπών τον Θεόν ου δύναται μη και πάντα άνθρωπον ως εαυτόν αγαπήσαι» (36). Το κύριο βέβαια για το μοναχό είναι η κατάληψη του Χριστού, αλλά χωρίς την άγάπη προς τον πλησίον, κανείς δεν είναι φίλος του Χριστού. Αν ο μοναχός εγκαταλείπει την αστική κοινωνικότητα και χωρίζεται από τον εκκοσμικευμένο κόσμο, για να ενωθεί προσωπικά με το Θεό και να ξανακερδίσει την ελευθερία του, το επιχειρεί για να ξαναβρεί καλύτερα τον κόσμο των ανθρώπων, να γνωρίσει τις πραγματικές προσωπικές ανάγκες των αδελφών του, να ενωθεί πραγματικά με τον πλησίον επειδή στο Θεό βρίσκουμε τα πάντα. Σημασία δεν έχει η εγκατάλειψη ή η άρνηση του κόσμου, όσο η επάνοδος και η επανεύρεσή του στη θεία πληρότητα με επίκεντρο την επιστροφή και την ανακάλυψη του ανθρώπου και όλης της ζωής, που θα είναι νοητά και δυνατά έξω από το Θεό και τη θεανθρώπινη αγάπη. Ο μοναχισμός το γνωρίζει αυτό εμπειρικά, γιατί είναι ο καθημερινός σταυρός της προσωπικής του ζωής. Γι’ αυτό και η άσκησή του δεν οδηγεί ποτέ στην αλλοτρίωση και την απομόνωση, επειδή ακριβώς πιστεύει πως χωρίς την αγάπη είναι αδύνατο η άσκηση να πλησιάσει το Θεό. Μια αγάπη βέβαια, που δεν μπορεί να γίνεται μόνο ανθρώπινη, ανθρώπινος συναισθηματισμός ή κοινωνική σκοπιμότητα, γιατί τότε κινδυνεύει να εκφυλιστεί, να μην κατανοεί το ουσιαστικά ανθρώπινο, να μην είναι πραγματικά ανθρωπιστική. Μ’αυτήν την προοπτική το έργο του αληθινού Μοναχισμού είναι πραγματικά θεανθρώπινο, έργο που δεν χωρίζει και δεν αντιθέτει τον Θεό στον άνθρωπο και αντίστροφα. Ή έργο, που δεν ενώνει μόνο τον άνθρωπο με το Θεό, αλλά που εκφράζει την αλήθεια του τριαδικού Θεού στους άνθρώπους και τα ανθρώπινα. Πρόκεται για ένα έργο που δεν εξαντλείται στην προσπάθεια της ατομικής σωτηρίας, γιατί ένας τέτοιος περιορισμός αποτελεί παραμόρφωση της ευαγγελικής και πατερικής παραδόσεως, αλλά έκφράζεται σαν πόθος και πόνος της καθολικής σωτηρίας, σαν παράκληση και αναμονή να σωθεί ο κόσμος, όλη η γη και όλοι οι άνθρωποι (37).

Η ουσιαστικότερη προσέγγιση της σχέσεως του Ντοστογιέφσκυ με τον ορθόδοξο Μοναχισμό, απαιτεί την αναφορά μας στο μυστήριο της αγάπης, μόλο τον πλούτο των εκφράσεών της. Οι Αδελφοί Καραμάζοφ στα πρόσωπα του Στάρετς Ζωσιμά και του Αλιόσα, διατυπώνουν απόψεις που ξεπερνούν τον «παραδοσιακό ευσεβισμό» (38) του ρωσικού Μοναχισμού, αλλά που στο βάθος διασώζουν την εμπειρία του ορθόδοξου Μοναχισμού. Ο Ντοστογιέφσκυ γενικότερα μένει πιστός στην αιώνια καθολική παράδοση της Ορθοδοξίας, ταυτόχρονα όμως επιχειρεί την αναγέννηση και τη στροφή της προς το μέλλον (39), επιστρέφει δηλαδή προς το βάθος της προς τις κατακαίουσες αλήθειες της, προς τις άπειρες εσωτερικές δυνατότητές της: Εμβαθύνει στην άβυσσο της αγάπης, στην οποία δίνει προφητικές και αποκαλυπτικές διαστάσεις, σε σχέση προς το μυστήριο της τραγικής πορείας του ανθρώπου για τη σωτηρία του. Και επιχειρεί αυτή την εμβάθυνση στην προσπάθειά του να υπερβεί κάθε τραγωδία απομονώσεως και ανευθυνότητας, κάθε πειρασμό της ονειροπόλας και απρόσωπης, της εγωϊστικής και περιορισμένης αγάπης, της σοσιαλιστικής δικαιοσύνης και ουμανιστικής συμπόνοιας και να ανοιχτεί στο μυστήριο της χριστιανικής αγάπης, στην ελεύθερη αποδοχή και άρση του σταυρού της αγάπης, στη μοναδική δύναμη της συγγνώμης και της ευσπλαχνίας, της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης, της τρυφερότητας και της οδύνης, για την οδύνη των προσώπων, όλων των κτισμάτων. Αυτό όμως δεν είναι η καρδιά του ορθόδοξου Μοναχισμού; Η παράδοσή του δεν ενσαρκώνει την «καθ ’ υπερβολήν οδόν» της αγάπης, σαν απάντηση στον πειρασμό της ατομικής σωτηρίας, το θρήνο και το μόχθο για την σωτηρία των ανθρώπων, το πάθος της θείας αγάπης προς όλους τους ανθρώπους, την ανάληψη της θλίψεως του Αδάμ όλου του ανθρώπινου γένους; Την καιόμενη ή ελεήμονα καρδιά, που καίγεται για όλα τα κτίσματα, τα λογικά και τα άλογα, που θρηνεί και λυπάται για τις πληγές και τις λύπες της δημιουργίας, που προσεύχεται και στενάζει για όλα τα πρόσωπα και για όλα τα πράγματα, για τους εχθρούς της πίστεως και τους άμαρτωλούς; « Τι έστιν ελεήμων καρδία; Καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ των ανθρώπων, και των όρνεων, και των ζώων και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος. Και εκ της μνήμης αυτών και της θεωρίας αυτών ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτού δάκρυα. Εκ της πολλής και σφοδράς ελεημοσύνης της συνεχούσης την καρδίαν, και εκ της πολλής καρτερίας σμικρύνεται η καρδία αυτού, και ου δύναται βαστάξαι, ή ακούσαι, ή ιδείν βλάβην τινά, ή ούπω μικράν εν τη κτίσει γινομένων. Και δια τούτο υπέρ των αλόγων και υπέρ των εχθρών της αληθείας, και υπέρ των βλαπτόντων αυτήν εν πάση ώρα ευχήν μετά δακρύων προσφέρει, του φυλαχθήναι αυτοίς, και πλασθήναι αυτοίς, ομοίως και υπέρ πάσης της φύσεως των ερπετών εκ της πολλής αυτού ελεημοσύνης της κινουμένης εν τη καρδία αυτού, αμέτρως καθ’ ομοιότητα του Θεού» (40). Στην ασκητική μας παράδοση μαθαίνουμε πως ο Μοναχός (ο κάθε άνθρωπος) φτάνει στην τέλεια ελευθερία όταν το έλεος θα υπερισχύει πάντα στη ζυγαριά του, ως ότου αισθανθεί μέσα του το έλεος που ο Θεός δοκιμάζει προς τον κόσμο και ιδιαίτερα τους αμαρτωλούς (41). Όταν δηλαδή «ουκέτι κατακρίνει Έλληνα ή Ιουδαίου, ή αμαρτωλόν ή κοσμικόν αλλ’ ο έσω άνθρωπος καθαρώ οφθαλμώ πάντας ορά και χαίρει επί ολω τω κόσμω και πάντας θέλει προσκυνείν και αγαπάν Έλληνας και Ιουδαίους» (42). Είναι μακάριος ο Μοναχός «ο πάντων περίφημα εαυτόν λογιζόμενος, ο έναν εαυτόν μετά πάντων ηγούμενος, δια το εν εκάστω εαυτόν απαραλείπτως οράν, ο πάντω χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος, ο πάντας ανθρώπους, ως Θεόν, μετά Θεον λογιζόμενος, ο των πάντων σωτηρίαν και προκοπήν ως οικείαν μετά πάσης χαράς ορών» (43). Για το Μοναχό «σημασία έχει να μιμηθεί την κένωσιν του Χριστού, να αναλάβει εκούσια την κοινή ενοχή και να την προσεγγίσει στο Θεό, να σαρκώσει στο πρόσωπό του το λόγο του Παύλου: « ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο έστιν η Εκκλησία» (44). Να σαρκώσει ακόμα στο πρόσωπό του τον άλλο λόγο του Παύλου: «Λογίζομαι γαρ ότι ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς? η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται τη γαρ ματαιότητι η κτήσις υπετάγη, ουχί εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα επ’ ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. Οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν? ου μόνον δε, αλλά και αυτήν την απαρχήν του πνεύματος έχοντες και ημείς αυτοί εν εαυτοίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι την απολύτρωσιν του σώματος ημών τη γαρ ελπίδι εσώθημεν» (45).

Ο Ντοστογιέφσκυ μας δίνει το υπέρμετρο μέτρο της ορθόδοξης αύτοσυνειδησίας, που στο Μοναχισμό, δια της μετάνοιας κορυφώνεται στην αγάπη. Απ’ αυτή την αυτοσυνειδησία — που αποτελεί ίσως εναν από τους νεώτερους σταθμούς αναγεννήσεως της Ορθοδοξίας — αντλούμε μια σειρά μαρτυριών, που μας εκπλήσσουν, μας αναστατώνουν, μας επαναπροσανατολίζουν, μας κάνουν να αισθανόμαστε περισσότερο όρθόδοξοι και να χαιρόμαστε το σταυρό (το μυστήριο) της Ορθοδοξίας μας. Για τον Ντοστογιέφσκυ η απαρχή της ασκήσεως της αγάπης, συμπίπτει με την έξοδο από την απομόνωσή μας, την τάση δηλαδή να ξεχωρίζουμε τον εαυτό μας από τους άλλους, να θέλουμε να δοκιμάσουμε όλη την πληρότητα της ζωής εγκλειόμενοι στον εαυτό μας, προσπάθειες βέβαια που καταλήγουν στην τραγωδία της μοναξιάς, στην ολοκληρωτική αυτοκτονία, στο καταστροφικο εωσφορικό εγωισμό (46). Γιατί τότε γίνεται κατορθωτή η ευφρόσυνη και χαρούμενη υποδοχή και αποδοχή του άλλου, η πρόσληψη του αμαρτήματος και της ενοχής του, η ανάληψη της ευθύνης και του σταυρού του: «Αν αμαρτήσεις συ ο ίδιος κι είναι η ψυχή σου περίλυπος μέχρι θανάτου για τα κρίματά σου ή για το αναπάντεχο κρίμα σου, τότε αγάλου για έναν άλλο, για ένα δίκαιο, αγάλου για το ότι αν και συ αμάρτησες, αυτός είναι δίκαιος και δεν αμάρτησε. Αν η κακία των ανθρώπων σε ταράξει ως την ακατανίκητη αγανάκτηση και θλίψη, ως την επιθυμία να εκδικηθείς τους κακούργους, να φοβάσαι περισσότερο απ’ όλα αυτό το αίσθημα? πήγαινε αμέσως τότε να επιζητήσεις να βασανιστείς σαν να ήσουν εσύ ο ένοχος γι’ αυτό το κακούργημα. Δέξου την τιμωρία κι υπόφερέ την κι η καρδιά σου θα ηρεμήσει και θα καταλάβεις πως φταις και συ γιατί μπορούσες να φωτίσεις τους κακούργους σαν αναμάρτητος που ήσουν και δεν το έκανες...» (47). «Παρακαλέστε το Θεό να σας δίνει την ευθυμία. Νάστε εύθυμοι σαν τα παιδιά, σαν τα πετεινά του ουρανού. Και να μην σας ανησυχούν τα κρίματα των ανθρώπων, μη φοβάστε πως θα ματαιώσουν το έργο σας και δε θα τ’ αφήσουν να πραγματοποιηθεί. Μη λέτε: Το κρίμα είναι ισχυρό, είναι ισχυρή η ασέβεια, είναι ισχυρό το κακό περιβάλλον κι εμείς είμαστε μοναχοί κι αδύναμοι, θα σας πνίξει το κακό περιβάλλον και δε θ’ αφήσει να πραγματοποιηθεί το θέαρεστο έργο. Αποδιώχνετε παιδιά μου αυτή την απαισιοδοξία! Μια σωτηρία υπάρχει για σένα: Πάρε τον εαυτό σου και κάνε τον υπεύθυνο για τα κρίματα των ανθρώπων. Φίλοι μου αυτό και στ’αλήθεια έτσι είναι. Γιατί μόλις θεωρήσεις ειλικρινά τον εαυτό σου ύπόλογο για όλα και για όλους θα δεις την ίδια εκείνη στιγμή, πως ακριβώς έτσι είναι και πως εσύ ίσα ίσα φταις για όλους και για όλα. Μα αν θα ρίχνεις τη δική σου οκνηρία και τη δική σου αδυναμία στους άλλους, θα καταντήσεις στο τέλος να πλημμυρίσεις από σατανική περηφάνια και θα μεμφθείς το Θεό...» (48). «Δια ποιό λόγο να μετράμε τις μέρες; Και μια μέρα φτάνει για να γνωρίσει ο άνθρωπος όλη την ευτυχία. Καλοί μου γιατί να μαλώνουμε και να παινευόμαστε ο ένας μπροστά στον άλλο και να μνησικακούμε; Ας πάμε στον κήπο και ας παίξουμε αγαπώντας, επαινώντας και φιλώντας ο ένας τον άλλο και ευλογώντας τη Ζωή... Πουλάκια του Θεού, χαρούμενα πουλάκια, συγχωρέστε και σεις γιατί κι απέναντί σας είμαι αμαρτωλός... Ναι, όλη η δόξα του Θεού είναι γύρω μου: τα πουλάκια, τα δέντρα, τα λειβάδια, οι ουρανοί? μονάχα έγώ ζούσα στη ντροπή, μονάχα εγώ τα ατίμασα όλα? και δεν μπορούσα να δω την ομορφιά και τη δόξα... σαν πολλά κρίματα να παίρνεις απάνω σου, έλεγε καμιά φορά η μητέρα (του Ζωσιμά) κι έκλαιγε: Μητερούλα μου, χαρά μου, δεν κλαίω απο τη λύπη μου, μα γιατί είμαι ευτυχισμένος. Εγώ ο ίδιος θέλω να φανώ ένοχος απέναντί τους, δεν μπορώ να στο εξηγήσω αυτό, γιατί δεν ξέρω κι εγώ πως να τα αγαπήσω. Παραδέχομαι πως έκανα σ’όλους κακό. Όμως όλοι θα με συγχωρέσουν. Αυτό ίσα ίσα είναι ο Παράδεισος. Μήπως τάχα τώρα δεν είμαι στον Παράδεισο;» (49). «Μαμά, μην κλαις, η ζωή είναι παράδεισος κι όλοι μας στον Παράδεισο βρισκόμαστε, μόνο που δε θέλουμε να το καταλάβουμε» (50) «Ο Παραδεισος είναι κρυμμένος μέσα στον καθένα μας, τον έχω κι εγώ εντός μου, κι αν θελήσω, αύριο κιόλας, θα πραγματοποιηθεί για μένα στ’ αλήθεια, για όλη μου πια τη ζωή... ' Οσο για το πως ο κάθε άνθρωπος φταίει για όλους και για όλα, εκτός από τις δικές του αμαρτίες, αυτό το σκεφτήκατε πολύ σωστά κι είναι εκπληκτικό που μπορέσατε να συλλάβετε μια τέτοια σκέψη σ’ όλη την πληρότητά της. Και στ’ αλήθεια είναι σωστό πως, όταν οι άνθρωποι καταλάβουν αυτή τη σκέψη, θάρθει γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών, όχι πια σαν όνειρο, μα σαν πραγματικότητα» (51). Αυτή η «σκέψη» μας ωθεί πέρα από το δίλημμα στο οποίο μας τοποθετεί η πραγματικότητα των κριμάτων των άλλων, ο πειρασμός της κατακρίσεως των αμαρτωλών: «Αδελφοί μου, μη σας τρομάζουν οι αμαρτίες των ανθρώπων, αγαπάτε τον άνθρωπο ακόμα και μες στην αμαρτία του γιατί αυτή η αγάπη είναι το ομοίωμα της αγάπης του Θεού και αποτελεί την ανώτερη αγάπη επί της γης... Καμιά φορά ίσως να μην ξέρεις τι ν’αποφασίσεις, ιδιαίτερα όταν βλέπεις τα κρίματα των ανθρώπων, κι αναρωτιέσαι: «να του επιβληθώ με τη βία ή με την ταπεινή αγάπη» πάντα ν’ αποφασίζεις: «θα επιβληθώ με την ταπεινή αγάπη». Αν τ’αποφασίσεις αυτό μια για πάντα, θα μπορέσεις να υποτάξεις όλο τον κόσμο. Η ταπεινωσύνη, η γεμάτη αγάπη, είναι φοβερή δύναμη, δυνατώτερη από κάθε άλλη. Τίποτα παρόμοιο μ’ αυτήν δεν υπάρχει» (52). Αλλ’ αυτή η εκλογή προϋποθέτει την αυτομεμψία-αυτοκριτική και την άρνηση κάθε εωσφορικής αυθάδειας, κριτικήςκατακρίσεως των άλλων (53), επειδή ακριβώς η αγάπη στην τέλεια ελευθερία της εκφράζεται στη συγχώρηση όλων των ανθρώπων: «Είμαστε όλοι δυστυχισμένοι μα πρέπει να τους συγχωρούμε όλους. Ας συγχωρούμε και θα ελευθερωθούμε για πάντα. Για να ξεκόψει κανείς από τον κόσμο και να γίνει ολότελα ελεύθερος, πρέπει να συγχωρεί, να συγχωρεί, όλο να συγχωρεί» (54). Δεν μπορούμε — ιδού το έργο του Μοναχισμού μας παρά να είμαστε θεματοφύλακες της θείας ευσπλαχνίας αποφασισμένοι να συντρίβουμε τον άλλο με την ευσπλαχνία μας (55), όταν στην καρδιά της Ορθοδοξίας προβάλλει το έλεος και όχι η δικαιοσύνη, γιατί ο Θεός μας είναι αγαθός και όχι δίκαιος (56): «Θεέ μου, ευσπλαχνίσου τους όλους, φύλαξε τους δυστυχισμένους εκείνους που τους απέλιπεν η γαλήνη και οδήγησέ τους. Εσύ ξέρεις το δρόμο. Δείξε τους την οδό της σωτηρίας. Εσύ είσαι η αγάπη, κι εσύ θα στείλεις σ’ όλους χαρά» (57)... «Μη τον φοβάσαι (τον Κύριο). Είναι τρομερός μέσα στο μεγαλείο Του, είναι φοβερός στο ύψος Του, μα είναι απέραντη η ευσπλαχνία του για μας. Πήρε τη μορφή μας γιατί μας αγαπάει και τώρα διασκεδάζει μαζί μας, κάνει το νερό κρασί για να μη διακοπεί η χαρά των καλεσμένων. Περιμένει καινούργιους καλεσμένους, προσκαλεί ακατάπαυστα καινούργιους εις τους αιώνας των αιώνων» (58). Στην απάντηση μιας απλής χωριάτισσας νέας μητέρας, μ’ ένα μωρό δύο μηνών, ο Ντοστογιέφσκυ βρίσκει να εκφράζεται «όλη η ουσία του χριστιανισμού, όλη δηλαδή η έννοια του Θεού σαν πατέρα που μας γέννησε, όλη η αντίληψη για τη χαρά του Θεού που βλέπει τον άνθρωπο σαν παιδί του, — η κυριότερη ιδέα του Χριστού όταν η ουσία του θρησκευτικού συναισθήματος δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμιά λογική, κι είναι απρόσιτη σε κάθε αθεϊσμό: «...Όμοια κι απαράλαχτα, όπως είναι βολές- βολές η χαρά της μάνας, όντας της τύχει να δει το πρώτο χαμόγελο του μωρού της, όμοια κι απαράλαχτη χαρά λαβαίνει κι ο Θεός κάθε φορά που Αυτός γροικήσει ψηλά απ’ τον ούρανό πως του προσπέφτει ένας κριματισμένος, κάνοντας την προσευχή του» (58 α). Δεν μπορούμε — ιδού ένα έργο του Μοναχισμού μας, στον καιρό του βιασμού και της μολύνσεως των κτισμάτων, της αυθάδειας και της αυθαιρεσίας μας μπροστά στην ομορφιά του κόσμου και στο μυστήριο και των πιο ασημάντων πραγμάτων του κόσμου —, παρά να είμαστε μάρτυρες της θείας τρυφερότητας και ελεημοσύνης, μιας αγιότητας που τελειώνει την ευσπλαχνία και τη φιλανθρωπία μας: «Το κάθε χορταράκι, το κάθε ζουζούνι, το μυρμήγκι, η χρυσαφένια μέλισσα, όλα ξέρουν θαυμάσια το δρόμο τους κι ας μην έχουν καθόλου μυαλό? μαρτυρούν το θεϊκό μυστήριο, το πραγματοποιούν αδιάκοπα αυτά τά ίδια... Είναι συγκινητικό να ξέρεις πως αυτά (ζώα και φυτά) είναι αναμάρτητα, γιατί όλα είναι τέλεια, όλα, εκτός από τον άνθρωπο είναι αναμάρτητα και ο Χριστός ήταν μαζί τους πριν έρθει σε μας... Ο Λόγος είναι για όλους, όλη η δημιουργία, όλα τα πλάσματα, κάθε φυλλαράκι στρέφεται προς το Λόγο, υμνεί τον Κύριο, κλαίει στο Χριστό, εκτελώντας όλα αυτά με το μυστήριο της αναμάρτητης ύπαρξής του...» (59). «Αγαπάτε τη δημιουργία του Θεού και στην ολότητά της μα και στο κάθε της κομματάκι. Αγαπάτε το κάθε φυλλαράκι, την κάθε αχτίδα του Θεού. Αγαπάτε τα ζώα, αγαπάτε τα φυτά, αγαπάτε το καθετί. Όταν θα αγαπήσεις το καθετί, θ’ανακαλύψεις μέσα σ’ αυτά τα πράγματα το μυστικό του Θεού. Και μια και θα το ανακαλύψεις, θα το κατανοείς όλο και πιο πολύ με την κάθε μέρα που θα περνάει. Και στο τέλος θ’ αγαπήσεις όλο τον κόσμο με μιαν ακέραια, παγκόσμια αγάπη... Ν’ αγαπάτε τα ζώα, ο Θεός τους έδωσε λίγη νοημοσύνη και ασυγνέφιαστη χαρά. Μην την καταστρέφετε λοιπόν, μην τα βασανίζετε, μην αφαιρείτε τη χαρά τους, μην πάτε ενάντια στη σκέψη του Θεού. Ανθρωπε, μην επαίρεσαι αντικρυ στα ζώα: Αυτά είναι αναμάρτητα μα εσύ μ’ όλο σου το μεγαλείο ρυπαίνεις τη γη με την εμφάνισή σου κι αφήνεις πίσω σου τα σαπρά σου ίχνη» (60).

Η αγάπη που ο Ντοστογιέφσκυ καταγράφει στα πρόσωπα των πνευματικών γερόντων ( Στάρετς), είναι απεριόριστη αλλά και συγκεκριμένη, αγάπη που αγαπά τον πλησίον μας δραστήρια και ακούραστα, χωρίς ανταμοιβή και ανταπόδοση (61). Πρόκειται για τη χριστιανική ή ενεργό αγάπη, την αγάπη που «είναι ένας σοφός δάσκαλος, μα πρέπει να ξέρει κανείς να την αποκτήσει, γιατί αποκτιέται δύσκολα, αγοράζεται ακριβά, με πολύχρονη δουλειά, γιατί δεν έχει αξία ν’αγαπήσεις για μια στιγμή μα ν’ αγαπάς πάντα. Τυχαία μπορεί κι ο καθένας ν’ αγαπήσει, ακόμη κι ο μοχθηρός» (61α). Πρόκειται για την αγάπη που «είναι κάτι πολύ πιο σκληρό και φοβερό από την αγάπη που περιορίζεται στα όνειρα. Η ονειροπόλα αγάπη διψάει για σύντομα κατορθώματα, ζητάει μια σύντομη ικανοποίηση και το γενικό θαυμασμό. Στις τέτοιες περιπτώσεις μερικοί φτάνουν πραγματικά στο σημείο να θυσιάσουν και τη ζωή τους ακόμα αρκεί να μην περιμένουν πολύ, μα να πραγματοποιηθεί γρήγορα το όνειρό τους. Και νάναι σαν μια θεατρική παράσταση που να την βλέπουν όλοι και να την χειροκροτούν. Μα η ενεργός αγάπη χρειάζεται δουλειά και επίμονη αυτοκυριαρχία και για μερικούς είναι ίσως- ίσως ολάκερη επιστήμη» (62). Αυτή η ονειροπόλα αγάπη ταυτίζεται με την ιδεολογική αγάπη προς την ανθρωπότητα, που συνιστά ένα πραγματικό πειρασμό, μιαν αληθινή αίρεση και στην εποχή μας. Πρόκειται για την αγάπη που κενώνεται από το μυστήριο του Σταυρού (μια αληθινή αγάπη είναι πάντοτε σταυρωμένη) και το μυστήριο του πλησίον, του συγκεκριμένου, επώνυμου προσώπου: «' Οσο περισσότερο αγαπώ την ανθρωπότητα γενικά, τόσο λιγότερο αγαπάω τον κάθε άνθρωπο χωριστά. Στις ονειροπολήσεις μου φτάνει συχνά να λαχταράω μέχρι πάθους να εξυπηρετήσω την ανθρωπότητα κι ίσως και στ’ αλήθεια να δεχόμουνα να σταυρωθώ για τους ανθρώπους, αν παρουσιαζόταν ξαφνικά μια τέτοια ανάγκη. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ ούτε δυό μέρες να ζήσω στο ίδιο δωμάτιο μ’ άλλον άνθρωπο... Μόλις βρεθεί κάποιος κοντά μου νιώθω πως μού πληγώνει την ατομικότητά μου και μού περιορίζει την ελευθερία μου. Μπορώ μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο να μισήσω τον πιο καλόν άνθρωπο... Γίνουμαι εχθρός των ανθρώπων μόλις οι σχέσεις μας γίνουν κάπως στενότερες... Όσο περισσότερο μισούσα ορισμένους ανθρώπους προσωπικά τόσο πιο φλογερά αγαπούσα την ανθρωπότητα στο σύνολό της» (63). «Ολόκληρη ώρα παρλάρεις για αγάπη της άνθρωπότητας, για ανώτερα ιδανικά, για ευγενική γενναιοψυχία... Κουβεντιάζεις για την αγάπη των συνανθρώπων σου, φλογίζεσαι από τα προβλήματα της πάσχουσας ανθρωπότητας και παράλληλα, χωρίς να το καταλαβαίνεις, φυσικά, εγκληματείς ενάντια στην αγαπημένη σου... Ενώ όφειλες να της χαρίσεις τις ομορφότερες στιγμές της ζωής σου» (63 α). Ο Ντοστογιέφσκυ επαναλαμβάνει την ορθόδοξη παράδοση σύμφωνα με την οποία η αγάπη δεν είναι αγάπη προς τον άνθρωπο ή την άνθρωπότητα, αλλά προς το πρόσωπο ή τον πλησίον, που όσο περισσότερο δαπανάται τόσο περισσότερο μας πείθει «για την ύπαρξη του Θεού και την αθανασία της ψυχής» (64). Γιατί η πραγματικά ενεργός και παντοτινή αγάπη έχει διδάσκαλο το Θεό, την Αγία Τριάδα, και πιστεύει στη μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου, στην αθανασία ή αιωνιότητά του (65). Είναι με άλλα λόγια, ο αντίποδας της αθεϊστικής συμπόνοιας για τον άνθρωπο ή της ουμανιστικής σοσιαλιστικής συμπάθειας για την ανθρώπινη μοίρα, που αντιθέτει την αγάπη στην ελευθερία και αφανίζει την ελευθερία στη μαζική ευτυχία, στην ουτοπία κάποιου επίγειου Παράδεισου (66). Για τον Ντοστογιέφσκυ «η σκέψη-ιδέα της αγάπης για την ανθρωπότητα είναι μια ευγενική σκέψη-ιδέα, μια ευγενική και οδυνηρή σκέψη-ιδέα. ' Ομως η αναντίρρητη πεποίθηση πως η ζωή της ανθρωπότητας δεν είναι κατά βάθος παρά μια μόνο στιγμή, όπως και η δική μας (άρνηση της αθανασίας) και πως αύριο, αφού φτάσει στην «αρμονία» της (αν υποτεθεί πως είναι πραγματοποιήσιμο αυτό το όνειρο), η ανθρωπότητα θα επιστρέφει όπως κι αυτός στο μηδέν δυνάμει των φυσικών νόμων και ύστερα από τόσες οδύνες που έχει υποστεί γι’ αυτό το όνειρο, αυτή η σκέψη κάνει το πνεύμα του να εξεγείρεται ακριβώς εξ αιτίας της αγάπης που έχει για την ανθρωπότητα, τον πληγώνει εν ονόματι ολόκληρης της ανθρωπότητας και σύμφωνα με το νόμο της αντανακλάσεως των ιδεών, σκοτώνει μέσα του κι αυτήν ακόμη την αγάπη του για την ανθρωπότητα. Γι’αυτό βλέπουμε τόσες φορές σε οικογένειες που λιμοκτονούν τον πατέρα και τη μητέρα να μισούν τα παιδιά τους, που ως τότε τους ήταν τόσο αγαπητά, επειδή, τα βλέπουν να υποφέρουν και δεν μπορούν τελικά να αντέξουν τις οδύνες τους. Και μάλιστα ισχυρίζομαι πως η συνείδηση ότι είναι μάταιη κάθε προσπάθεια για να φανούμε χρήσιμοι ή να ξαλαφρώσουμε κάπως την ανθρωπότητα από τα βάσανά της, μπορεί, μπροστά στα δεινά της ανθρωπότητας να μετατρέψει σε μίσος όλη την αγάπη που είχαμε γι’ αυτήν. Οι οπαδοί των σιδερένιων ιδεών δε θα το πιστέψουν βέβαια αυτό, κι ούτε θα το καταλάβουν: Η αγάπη και η ευτυχία της ανθρωπότητας, όλα αυτά είναι τόσο ασύστατα, που δεν αξίζει τον κόπο να τα σκέφτονται. ...Πως η αγάπη για την ανθρωπότητα είναι ασύλληπτη, ακατανόητη και μάλιστα αδύνατη χωρίς την πίστη στην αθανασία της ανθρώπινης ψυχής. Εκείνοι, που αφού ξερίζωσαν από τον άνθρωπο την πίστη του στην αθανασία ζητούν τώρα να αντικαταστήσουν αυτή την πίστη με το άλλο εκείνο ιδανικό, την «αγάπη προς την ανθρωπότητα», αυτοί, λέω, χτυπούν τους ίδιους τους εαυτούς τους γιατί αντί για την αγάπη της ανθρωπότητας σπέρνουν στις καρδιές εκείνων που έχασαν την πίστη τους, μόνο το σπέρμα του μίσους για την ανθρωπότητα» (67).

Η αναφορά του Ντοστογιέφσκυ στον ορθόδοξο Μοναχισμό-ασκητισμό, συμπίπτει με την ώρα της πνευματικής ωριμότητάς του κι όταν στον ορίζοντα προβάλλει η νέα ιδέα του σοσιαλισμού και ο μύθος της μαζικής ευτυχίας, στα οποία αντιτάσσει την οικουμενική Εκκλησία και την οδύνη του ορθόδοξου ρωσικού λαού. Ο Στάρετς Ζωσιμάς και ο Αλιόσα που ανδρώθηκε με το πνεύμα των Στάρετς, εκπροσωπούν το πνεύμα ενός νέου ιωάννειου χριστιανισμού, την ανάγκη της αναγεννήσεως της ορθοδοξίας (68). Τη μοναδικότητα της πνευματικής ελευθερίας απέναντι σ’ ένα αποπετρωμένο χριστιανισμό (68 α), σαν απάντηση στην ανθρώπινη οδύνη, στην τραγωδία της ελευθερίας στην απελπισία των μηδενιστικών ιδεών. « Στάρετς», για τον Ντοστογιέφσκυ, «είναι αυτός που σας παίρνει την ψυχή σας, τη θέλησή σας στη δική του ψυχή και στη δική του θέληση. Εκλέγοντας τον Στάρετς σας, απαρνιέστε τη θέλησή σας και την παραδίνετε σ’ αυτόν με την υποχρέωση της πλήρους υπακοής — με πλήρη αυταπάρνηση. Αυτή η δοκιμασία, αυτό το τρομερό σχολείο της ζωής, ο απαρνούμενος τον εαυτό του το αποδέχεται θεληματικά, με την ελπίδα πως ύστερα από μακρόχρονη δοκιμασία θα νικήσει τον εαυτό του, θα γίνει τόσο κύριος του εαυτού του με το μέσο της εφ’ όρου ζωής υπακοής, που τελικά θα φτάσει και στην απόλυτη ελευθερία, δηλαδή θα ελευθερωθεί από τον εαυτό του, αποφεύγοντας έτσι τη μοίρα εκείνων που ζήσανε όλη τους τη ζωή δίχως ποτέ να βρούν τον εαυτό τους μέσα τους... (69) «Η υποταγή, η νηστεία και η προσευχή είναι ο μοναδικός δρόμος για να πετύχει κανείς την πραγματική, την αληθινή ελευθερία: Ξεριζώνει από μέσα μου τις περιττές και άχρηστες δυνάμεις, δαμάζω τον εγωϊσμό και την περηφάνεια μου με την υπακοή και φτάνω έτσι με τη βοήθεια του Θεού, στην ελευθερία του πνεύματος και μαζί στην πνευματική χαρά! Ποιός απ’ αυτούς (τους οποιουσδήποτε κοσμικούς) λοιπόν είναι πιο ικανός να κηρύξει μια μεγάλη ιδέα και να την υπηρετήσει;...Κατακρίνουν τον καλόγερο για τη απομόνωσή του? ποιός δείχνει περισσότερη αδελφική αγάπη;...» (70). Οι μοναχοί «φυλάνε προσωρινά στην απομόνωσή τους με ευσέβεια την αναλλοίωτη εικόνα του Χριστού σ’όλη την αγνότητα της θεϊκής αλήθειας του, όπως τους την παρέδωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες, κι όταν θα χρειαστεί θα την υψώσουν στον κόσμο, που η πίστη του έχει κλονισθεί. Αυτό είναι μια μεγάλη ιδέα. Τούτο το άστρο θα λάμψει από την Ανατολή» (71). Είναι ακριβώς εκείνοι που μπροστά στην αδιέξοδη όδύνη, στη σκληρότητα της δικαιοσύνης, στην καινούργια μεγάλη ιδέα να κτιστεί ο νέος κόσμος χωρίς το Χριστό, — μια ονειροπόλα φαντασία, που θα πλημμυρίσει τον κόσμο με αίμα — (72) παραμένουν οι προφήτες της ζωντανής παρουσίας του Χριστού. «Στη γη περπατάμε σαν να ψαχουλεύουμε γύρω μας κι αν δεν είχαμε μπροστά μας την πολύτιμη μορφή του Χριστού, θα χάναμε εντελώς το δρόμο μας, όπως τον έχασε η άνθρωπότητα πριν από τον κατακλυσμό» (73). Είναι ακόμα εκείνοι, που ενσαρκώνοντας την τέλεια ταπείνωση (κένωση) του Χριστού σε μια πράξη τέλειας μωρίας για τη φαρισαϊκή ηθική, γονατίζουν μπροστά στους ανθρώπους — στους οδυνόμενους, τους αμαρτωλούς, τους αναίσθητους, τους κακούς — και τους προσκυνούν γιατί στο πρόσωπό τους προσκυνούν την εικόνα του Θεού, που μένει αδιάφθορη στην ανθρώπινη δυστυχία και αποτυχία, όλο τον ανθρώπινο πόνο που οδηγεί στη λύτρωση άλλά και στη συναίσθηση της δικής μας ευθύνης γι’ αυτόν. Γονατίζουν και προσκυνούν με δάκρυα τη γη, γιατί αμαρτήσαμε απέναντί σ’ αυτή και τη βεβηλώσαμε και γιατί ελπίζουμε πως η γη — τόπος που ο Θεός περιπατεί και φανερώνεται — θα δώσει καρπούς, θα ξαναγίνει η πατρίδα μας (74). Είναι, τέλος, εκείνοι, που μιμούμενοι την αγάπη του Κυρίου Νυμφίου τους, μετανοούν για την αμετανοησία των ανθρώπων, πονούν για τα αμαρτήματά τους, προσεύχονται αδιάλειπτα για την απελπισία τους: «Αγαπάτε τον κοσμάκη του Θεού. Δεν είμαστε δα αγιότεροι εμείς απ’ αυτούς που ζουν μέσ’ τον κοσμάκη επειδή ήρθαμε εδώ πέρα και κλειστήκαμε σε τούτους τους τοίχους, μα απεναντίας, ο καθένας που ’ρθε εδώ μ’αυτή και μόνο την πράξη του απέδειξε πως παραδέχεται τον εαυτό του χειρότερο από κάθε άλλο που έμεινε στον κόσμο... Κι όσο περισσότερο θα ζει μοναχός μέσ’ το κελλί του, τόσο πιο πολύ αισθητό και συνειδητό θα πρέπει να του γίνεται αυτό. Γιατί αν αυτό δε γίνει τότε άδικα ήρθε εδώ πέρα. Και μόνο τότε θα επιτευχθεί ο σκοπός της ενώσεώς μας, όταν όχι μονάχα παραδεχτεί πως είναι ο χειρότερος απ’ όλους τους κοσμικούς, μα και πως είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπους για όλα όσα γίνονται, για όλες τις ανθρώπινες αμαρτίες, τις παγκόσμιες και τις ατομικές. Γ ιατί να ξέρετε, καλοί μου πως ο καθένας από μας είναι αναμφισβήτητα ένοχος για όλους και για το καθετί πάνω στη γη, όχι μόνο σαν μέτοχος του γενικού παγκόσμιου αμαρτήματος, μα και προσωπικά ένοχος για τις πράξεις όλων των ανθρώπων και του καθενός χωριστά που ζει σε τούτη τη γη. Γιατί αυτή η συνείδηση είναι το στεφάνωμα της ζωής του μοναχού, μα και κάθε άλλου ανθρώπου. Γιατί οι μοναχοί δεν είναι τίποτα διαφορετικοί άνθρωποι, μα είναι εκείνο που θα πρεπε να ’ταν και όλοι οι άλλοι επί της γης. Μονάχα τότε η καρδιά μας θα γίνει άξια να περικλείσει την ατέλειωτη, την οικουμενική, την άσβεστη αγάπη. Τότε ο καθένας από σας θα μπορεί να αποκτήσει ολόκληρο τον κόσμο με την αγάπη του και να ξεπλύνει με τα δάκρυά του τα αμαρτήματα του κόσμου... Ο καθένας σας ας αγρυπνεί πάνω από την ίδια του καρδιά κι ας εξομολογείται ακατάπαυστα στον εαυτό του. Μη φοβάστε τα κρίματά σας ακόμη κι όταν τα συνειδητοποιήσετε. Φτάνει να μετανοείτε, μα μη θέτετε όρους στο Θεό. Και πάλι σας το λέω, μην υπερηφανεύεστε. Μην υπερηφανεύεστε ούτε μπροστά στους μικρούς ούτε μπροστά στους μεγάλους. Μη μισείτε εκείνους που σας αποδιώχνουν, που σας λοιδορούν, που σας υβρίζουν, που σας συκοφαντούν. Μη μισείτε τους αθεϊστές, τους δασκάλους του κακού, τους υλιστές, ακόμα και τους μοχθηρούς απ’ αυτούς, όχι μονάχα τους αγαθούς, γιατί υπάρχουν ανάμεσά τους πολλοί αγαθοί και ιδιαίτερα στην εποχή μας. Να τους μνημονεύετε στις προσευχές σας και να λέτε: Σώσον Κύριε, κείνους που δεν έχουν κανένα να προσευχηθούν για χαρά τους? σώσον και κείνους που δεν θέλουν να σου απευθύνουν προσευχές. Και να προσθέτετε άμέσως: Δε σε παρακαλώ, Θεέ μου, από περηφάνεια γιατί κι εγώ ουτιδανός ειμί, πολύ περισσότερο όλων των άλλων... Αγαπάτε τον κοσμάκη του Θεού, μην αφήνετε να σας πάρουν το ποίμνιο οι ξένοι, γιατί αν ολιγορήσετε ραθυμούντες και γίνετε περήφανοι και ακατάδεκτοι ή έτι χείριστον, αν γίνετε ιδιοτελείς, τότε θα ’ ρθουν απ’ όλες τις χώρες και θα σας υφαρπάσσουν το ποίμνιό σας...» (75).

Το αξίωμα και η διακονία του ορθόδοξου Μοναχισμού είναι μια χαρισματική παρουσία στην Εκκλησία και τον κόσμο, εκφράζει ένα καθολικό πνευματικό κανόνα, μια κανονιστική αξία για κάθε πιστό. Ο Μοναχός, όχι, δεν είναι υπεράνθρωπος, αλλά άρτιος του Θεού άνθρωπος είναι ο τύπος κάθε πιστού και ο Μοναχισμός όχι σαν τεχνική κατασκευής του υπεράνθρωπου αλλά σαν επιστήμη επιστροφής στον αληθινό άνθρωπο με τον αληθινό Θεό αποκαλύπτεται σαν έσοπτρο συνειδήσεως, στο οποίο οι πιστοί έρχονται να κατοπτρίσουν και να κρίνουν τον εαυτό τους (76). Γιατί ο άνθρωπος και ως Μοναχός «δεν έχει το δικαίωμα να γυρίσει τη ράχη του και να αγνοήσει τι γίνεται στον κόσμο· υπάρχουν υπέρτατοι ηθικοί νόμοι που δεν του επιτρέπουν να το κάνει αυτό» (77). Όταν πηγαίνουμε ή ανεβαίνουμε στο Θεό, το μέτρο της προόδου αυτής της εργασίας, εκφράζεται στη συνείδηση ότι πηγαίνουμε ή κατεβαίνουμε στους ανθρώπους. Στο πρόσωπο του Αλιόσα, όπως και του Στάρετς Ζωσιμά, έχουμε ακριβώς την υπέρβαση κάθε είδους θρησκευτικής ή θεολογικής σχιζοφρένειας και την κατάφαση στη θεανθρώπινη πληρότητα της πίστεως και της ζωής, τη βαθιά αλληλοπεριχώρηση Μοναχισμού και κόσμου, την κάθοδο «από το όρος της Μεταμορφώσεως στο παρατεινόμενο πένθος του κόσμου». Ο Ντοστογιέφσκυ γνώρισε στα πρόσωπα των μεγάλων Στάρετς, που απαθανάτισε στη μορφή του Στάρετς Ζωσιμά, την ορθόδοξη ασκητική παράδοση, και βεβαιώθηκε για τη μοναδικότητα και την ελπίδα απ’ αυτή την παράδοση: «Θα ξαφνιαστεί πολύ ο κόσμος αν πω πως από την προσευχή των απλών Στάρετς που είναι γεμάτη ηρεμία και μοναξιά θα έλθει η σωτηρία της Ρωσίας» (78). Πρόκειται για την παρουσία και τη μαρτυρία της αγιότητας, για την ανάγκη και την παρηγορία της, όπως την ονειρευόταν και την πίστευε η καρδιά του Αλιόσα και όπως ενσαρκωνόταν και έλαμπε στο πρόσωπο του Στάρετς Ζωσιμά, και που ασφαλώς διασώζει την προσωπική στάση και απάντηση του ίδιου του Ντοστογιέφσκυ. Στη σύγχυση και την άρνηση του καιρού του, στην αναζήτηση και το κοίταγμά του προς το μέλλον, προς ένα ουσιαστικά αλλαγμένο κόσμο:

«Ας είμαστε εμείς αμαρτωλοί, ας κολυμπάμε στο ψέμα και ας μας τριγυρίζει ο πειρασμός. Κάπου σ’ αυτό τον κόσμο, σε κάποιο μέρος, υπάρχει ένας άγιος. Αυτός ζει μέσα στην αλήθεια, ξέρει την αλήθεια. Πάει να πει πως δεν πεθαίνει η αλήθεια στον κόσμο κι έτσι θα’ρθει κάποτε και σε μας και θα ξαναδοθεί σ’ όλους τους ανθρώπους όπως μας είναι υπεσχημένο... Ένας μονάχα άγιος, γιατί είναι άγιος, έχει στην καρδιά του το μυστικό της αναγεννήσεως όλων των ανθρώπων, έχει κείνη τη δύναμη που θα θεμελιώσει επιτέλους την αλήθεια στον κόσμο και θα γίνουν όλοι άγιοι και θ’ αγαπάει ο ένας τον άλλο και δεν θα υπάρχουν ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί, ούτε αλαζόνες ούτε ταπεινοί, μα θα ’ ναι όλοι σαν παιδιά του Θεού και θάρθει η αληθινή βασιλεία του Χριστού» (79). Οι μορφές του Στάρετς Ζωσιμά και του Αλιόσα εμφανίζονται μετά τους «υποχθόνιους ανθρώπους» ( Ρασκόλνικοφ Σταυρόγκιν Κυρίλοφ...) σαν η ενσάρκωση της νέας αγιότητας δια του τραγικού δρόμου του ανθρώπου που είναι δυνατή μόνο εν Χριστώ, του νέου ανθρώπου, που πρέπει να προέλθει από τα βάθη αυτού του υποχθόνιου ανθρώπου της νέας ψυχής, που πρέπει να βγει από τα σκοτάδια της κολάσεως. Πρόκειται για το θρίαμβο της αναστάσεως — δια της φθοράς και του θανάτου — και της επιστροφής στο Χριστό, στην πνευματική πατρίδα, στην ταπεινή μα αρρενωπή άγιότητα, καρδιά του ουρανού και της γης (80). Ο Ντοστογιέφσκυ μας θυμίζει κι ένα νέο έργο, μια μεγάλη χαρά, μια φλογερή αγάπη, μια πραγματικά νέα εκκίνηση του κόσμου και την κατάληψη της άπειρης ομορφιάς του και τη φανέρωσή του στο μυστήριο της πίστεως εν Χριστώ, προϋποθέτει την αγιότητα του ανθρώπου που συνίσταται στην ελεύθερη μεταμόρφωσή του εις την άρνηση της εξωτερικής βίας των γεγονότων. Σ’αυτό συνοψίζεται η μοναδική προσφορά του ορθόδοξου Μοναχισμού, που νικά την ένδεια της αντικειμενικής αυθεντίας, της επιστημονικής θεολογίας και της διοικητικής οργανώσεως και δραστηριότητος της εκκοσμικευμένης Εκκλησίας, που αποκαλύπτεται δίψα ζωής και αγιότητας, αναμονή και ελπίδα του ελέους του Θεού στην κόλασή μας, μίμηση του Κυρίου και των αγίων του στον πόνο και την αγάπη, στη συμπόνοια και την ελεημοσύνη, στην πορεία μας δια της συγγνώμης και της μετάνοιας προς τη μεταμόρφωση και τη θέωση: «Χιλιάδες άνθρωποι νομίζουν πως οι απαραίτητες αλλαγές έρχονται μόνο απ’ έξω με την επανάσταση και την αλλαγή στις εξωτερικές συνθήκες. Στο χέρι τους είναι να αποδείξουν οι χριστιανοί πως στην πραγματικότητα καθετί ξεκινάει από μέσα — από την πίστη και τη ζωή, σύμφωνα με την πίστη αυτή... Ο άγιος, αυτός που παίρνει σοβαρά την πίστη του, είναι ο μόνος αληθινός έπαναστάτης σ’ αυτό τον κόσμο» (81). Και ο άγιος δεν είναι κάποιος υπεράνθρωπος, ένα παράξενο είδος ανθρώπου αλλότριο από το υλικό γένος των ανθρώπων, αλλά ο κατά φύσιν άνθρωπος, ο αληθινός άνθρωπος, αυτός που πορεύεται από την αθλιότητα προς το μεγαλείο, που είναι ο ενσυνείδητος αμαρτωλός σε κατάσταση συνεχούς μετανοίας (82). Ο αρχιεπίσκοπος Τύχωνας, που ζει στο μοναστήρι, θα συστήσει στον Σταυρόγκιν, που πήγε να εξομολογηθεί, χωρίς βέβαια την απόφαση για τις έσχατες συνέπειες αυτής της εξομολογήσεως ν’ ακολουθήσει την οδό της μοναχικής αφιερώσεως, του « εσωτερικευμένου Μοναχισμού», σαν οδό μιας καινούργιας ζωής την υπερνίκηση του φόβου και του θανάτου, της αυτοτιμωρίας και της απελπισίας και που δεν είναι παρά η οδός της ειλικρίνειας και της ταπεινοφροσύνης, της συγγνώμης και της μετανοίας.

Στην ένσταση του Σταυρόγκιν, πως δεν υπάρχει συγγνώμη γιατί ντρόπιασε ένα παιδί, ο αρχιεπίσκοπος Τύχωνας δίνει αυτή την απάντηση:

«Κι ο Χριστός επίσης θα σας συγχωρήσει αν φτάσετε στο σημείο να μπορέστε να συγχωρέσετε τον εαυτό σας.. Ω, όχι, όχι , μη νομίζετε πως βλασφημώ: ακόμα κι αν δεν φτάσετε να συμφιλιωθείτε με τον εαυτό σας, ακόμα και τότε ο Χριστός θα σας συγχωρήσει επειδή προσπαθήσατε κι επειδή υποφέρατε…Γιατί δεν υπάρχουν λέξεις στην ανθρώπινη γλώσσα, δεν υπάρχουν σκέψεις στο μυαλό μας που να μπορούν να εκφράσουν όλους τους δρόμους καί τους σκοπούς του Αμνού ‘έως ότου γνωρίσει εις ημάς οδούς ζωής» (83).


Υποσημειώσεις

1. Το πνεύμα του Ντοστογιέφσκυ, Μτφρ. Ν. Ματσούκα (εκδ. Π. Πουρναρά) Θεσσ. 1972, σελ. 20.

2. Σιλουανός του Άθω, βλ. Αγιοι της Ρωσίας (εκδ. «Τήνος»), Αθήναι 1973, σελ. 138.

3. Ν. Μπερδιάγεφ, όπ. π. σελ. 21.

4. Όπ. π., σελ. 2124 εξ.

5. Δαιμονισμένοι ( εκδ. Γκοβόστη) Β' σελ. 52.

6. Ανρύ Τρουαγιά, Κριτική στον Ηλίθιο. Βλ. Ηλίθιος ( εκδ. Γκοβόστη), σελ. 171.

7. Αδελφοί Καραμάζοφ ( εκδ. Γκοβόστη), Β΄ σελ. 149.

8. Όπ. π., Α', σελ. 128, εξ.

9. Δαιμονισμένοι, Α', σελ. 173.

10. Όπ. π., Β', σελ. 45.

11. Ματθ. 7, 13. 14.

12. Μάρκ Σλονίμ, Οι Αδελφοί Καραμάζοφ και ο δημιουργός τους, βλ. Αδελφοί Καραμάζοφ, Δ', σελ. 244 εξ.

13. Όπ. παρ., σελ. 244 εξ.

14. VI. Soloviev, Βλ. Αδελφοί Καραμάζοφ, Δ', σελ. 266.

15. Πρωτ. Μιχαήλ Καρδαμάκη, Ορθοδοξη πνευματικότητα- Η αυθεντικότητα του ανθρώπινου ήθους, ( εκδ. Ακρίτας), Αθήνα 1980, σελ. 224.

16. Χρ. Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους ( εκδ. «Σύνορο») ’ Αθηνα 1970, σελ. 35 εξ.

17. Ισαάκ ο Σύρος, Ασκητικά, Λόγος ΠΓ΄, σελ. 319, Ιωάννη Κλίμακος, Κλίμαξ, ΚΗ΄, σελ. 161, Μάξιμος ο Ομολογητης, Φιλοκαλία, Β', σελ. 19, κ.ε.

18. Χρ. Γιανναράς, όπ.π., σελ. 35 εξ. 53 εξ.

19. Όπ. παρ., σελ. 53 εξ.

19α. Ο Ηλίθιος, (εκ Γκοβόστη), Β', σελ. 22.

20. Όπ. π., σελ. 53 εξ.

21. Χρ. Γιανναράς, Ορθοδοξια και Δύση, Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, ( εκδ. Σύνορο), Αθήνα 1972, σελ. 163.

22. Αδελφοί Καραμάζοφ, σελ. 92, Δαιμονισμένοι Α', σελ. 200.

23. Αδελφοί Καραμάζοφ, Δ', σελ. 202.

24. Όπ. π., Α', σελ. 61 εξ.

25. Όπ. π., Β', σελ. 59.

26. Έγκλημα και Τιμωρία, Α', σελ. 25 εξ.

27. Αδελφοί Καραμάζοφ, Β΄, σελ. 90.

28. Όπ. π., Δ', σελ. 3536.

29. Πασχάλιος δοξολογία.

30. Εγκώμιο στην ταφή του Κυρίου.

31. Βλ. Πρωτ. Μιχαήλ Καρδαμάκη, όπ.π., σελ. 197.

32. Ι. Δαμασκηνός, PG 94, 976 Α.

33. Αδελφοί Καραμάζοφ, Β', σελ. 186.

34. Δαιμονισμένοι, Γ', σελ. 200.

35. Πρωτ. Μιχαήλ Καρδαμάκη, δπ. παρ. σελ. 189.

36. Μάξιμος ο Ομολογητης, PG 90, 964 Β.

37. Πρωτ. Μιχαήλ Καρδαμάκη, Όπ.π.,, σελ. 225 εξ.

38. Ν. Μπερδιάγεφ, Το πνεύμα του Ντοστογιέφσκυ, σελ. 219 εξ.

39. Όπ. π., σελ. 244.

40. Ισαάκ ο Σύρος, Ασκητικά, σελ. 306. Πρωτ. Μιχαήλ Καρδαμάκη, Όπ.π., σελ. 302.

41. Ισαάκ ο Σύρος, βλ. Π. Ευδοκίμωφ. Η πάλη με τον Θεό, (Μετ. Ι. Παπαδόπουλου), Θεσσ. 1970, σελ. 190 εξ., Ισαάκ ο Σύρος, Ασκητικά, σελ. 238 εξ., 244 εξ.

42. Μακάριος ο Αιγύπτιος, PG 34 , 532 Β.

43. Ευάγριος ο Ποντικός, P G 79, 1193 C. Νείλος ο Ασκητής, Φιλοκαλία, Α', σελ. 187.

44. Κολ. 1, 24, Χρ. Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, σελ. 61.

45. Ρωμ. 8, 1823.

46. Αδελφοί Καραμάζοφ, Α', 82—83, Β',164.

47. Όπ.π., σελ. 185.

48. Όπ.π., Β', σελ. 183.

49. Όπ.π., Β', σελ. 148.

50. Αδελφοί Καραμάζοφ, Β', σελ. 147.

51. Όπ.π., Β', σελ. 163164.

52. Όπ.π., Β', σελ. 182.

53. Όπ.π., Β', σελ. 184.

54. Δαιμονισμένοι, Γ', σελ. 81.

55. Αδελφοί Καραμάζοφ, Δ', σελ. 210.

56. Ισαάκ ο Σύρος, Ασκητικά, σελ. 245.

57. Αδελφοί Καραμάζοφ, Α', σελ. 189.

58. Όπ. παρ., Β', σελ. 229.

58 α Ο Ηλίθιος, Β', σελ. 47.

59 Όπ.π., Β', σελ. 155.

60. Όπ.π., Β', σελ. 182.

61. Όπ.π., Α', σελ. 67, Β', σελ. 220.

61α.Αδελφοί Καραμάζοφ, Β', σελ. 183.

62. Όπ.π., Α', σελ. 69.

63. Όπ.π., Α', σελ. 68.

63α. Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι, ( εκδ. Δ. Δαρεμά), σελ. 187188.

64. Όπ.π., Α', σελ. 67.

65. Ισαάκ ο Σύρος, Ασκητικά, σελ. 323,387.

66. Βλ. Θρύλος Μ. Ιεροεξεταστή, Αδελφοί Καραμάζοφ, Β', 99 εξ. και Έφηβος.

67. Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα Μετ. Μ. Ζωγράφου ( εκδ. Δαρεμά), σελ. 217 εξ.

68. Ν. Μπερδιάγεφ, όπ. π., σελ. 219 εξ.

68α. Σ. Ράμφου, Μελέτη θανάτου, Κέδρος 1980, σελ. 60.

69. Αδελφοί Καραμάζοφ, Α', σελ. 33.

70. Αδελφοί Καραμάζοφ, Β', σελ. 177.

71. Όπ.π., Β', σελ. 175.

72. Όπ. π., Β', σελ. 181.

73. Όπ.π., Β', σελ. 184.

74. Έγκλημα και Τιμωρία, Β’, σελ. 121. Γ', σελ. 62, 163. Αδελφοί Καραμάζοφ, Β', 181-185 κ.ά.

75. Αδελφοί Καραμάζοφ, Β΄, σελ. 4 εξ.

76. Πρωτ. Μιχαήλ Καρδαμάκη, δπ. παρ., σελ. 213215.

77Αδελφοί Καραμάζοφ, Γ', σελ. 252.

77α. Χρ. Γιανναρά, όπ. παρ., σελ. 76-78.

78. Αγιοι της Ρωσίας, σελ. 93.

79. Αδελφοί Καραμάζοφ, Α', σελ. 36-37.

80. Μ. Μπερδιάγεφ, όπ. παρ., σελ. 219 εξ.

81. Α l. Schmemann, Μεγάλη Σαρακοστή- Πορεία προς το Πάσχα ( εκδ. Ακρίτας, Μετ. Ελ Γιανούρη, ' Αθηναι 1981, σελ. 120, Πρωτ. Μιχαήλ Καρδαμάκη, δπ. παρ., σελ. 10.

82. Βλ. Πρωτ. Μιχαήλ Καρδαμάκη, όπ. παρ., σελ. 196.

83. Δαιμονισμένοι, Γ', σελ. 217 εξ., 251.