ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Ο Δυτικός Ορθολογισμός ως πρόβλημα

Olivier Clement, «Εποπτεία» 46 (1980) , σελ. 407-411
Μετάφραση: Πάνος Λιαλιάτσης

 

Η μηχανή και το άτομο είναι παγκόσμια αποκτήματα του δυτικού πολιτισμού. Τον ερχομό τους επέτρεψε η βιβλική, και μόνον, αποκάλυψη.

Η Βίβλος απορρίπτει τις κοσμικές μαγείες. Ο Θεός δημιούργησε τα πάντα «εκ του μηδενός»: πράγμα που σημαίνει πως η δημιουργία προέρχεται από τη θεία βούληση, που της δίνει ταυτόχρονα σύσταση και θείκή διαφάνεια. Ο κόσμος δεν είναι μια αυταπάτη, ένας τάφος ή ένα φευγαλέο παιγνίδι του θείου απαρχής, είναι μια πραγματικότητα ωραία και καλή, μια γλώσσα ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο.

Ο τελευταίος έχει ως προορισμό του να γίνει, ταυτόχρονα, βασιλέας και ιερέας της γης. Έχει ως αποστολή του να καλλιεργήσει το περιβόλι του κόσμου και ν’ αυξήσει την ομορφιά του. Ν’ αποβεί κύριος όλων, αλλά με μια χειρονομία ζωογόνας προσφοράς... Ο Θεός, μέσα στον παράδεισο, προ της πτώσεως, αλλά, μυστικά, και ίσαμε σήμερα, ζητάει από τον άνθρωπο «να ονοματίσει τα ζώντα»: εργασία, ποίηση, ενορατική μελέτη σημαίνουν εδώ το ίδιο, ο άνθρωπος ανακαλύπτει την πνευματική ουσία των πραγμάτων, διακρίνει στο καθένα το θείο λόγο και, αφού τον οικειοποιηθεί, τον επιστρέφει στο Θεό, σφραγίζοντάς τον με τη δική του ιδιοφυία...

Ωστόσο, δεν παύουμε ν’ αποτυγχάνουμε σ’ αυτό το ρόλο, που μας απομένει ως νοσταλγία. Παρεμβαίνουν οι «δυνάμεις του σκότους», που προξενούν τη φρίκη στον κόσμο. Το ψέμα του Αδάμ και η φυγή του —«΄Αδάμ πού εί;»—, το κρίμα του Κάιν, η απόκρυψη του παραδείσου, η εμφάνιση του θανάτου ως παράδοξου φαινομένου που οδηγεί στο μηδέν, ιδού ακόμη η κατάστασή μας. Επιλήσμων του Θεού ο άνθρωπος, αλλά πάντοτε διψώντας τη θέωση, θα ήθελε να κατακτήσει τη γη. Τη θεία διαφάνεια των πραγμάτων τη μεταβάλλει σε καθρέφτη του Νάρκισσου. Τότε εισέδυσαν οι μαγείες στον κόσμο, η συμμαχία της βίας και του ιερού, η σύλληψη του κόσμου ως αυταπάτης και ως τάφου.

Μετά από μια μακρότατη προπαρασκευή, γεμάτη αίμα και φως, η οποία προσανατολίζει ολόκληρη την ιστορία και βρίσκει τον άξονά της στον προορισμό του Ισραήλ, ο Θεός έγινε άνθρωπος, για ν’ αλλάξει το νόημα του θανάτου και να ξανανοίξει στους ανθρώπους το πλήρωμα της κλήσεώς τους. Εν Χριστώ, ο άνθρωπος αποκαταστήθηκε στην άξια του «κατ’ εικόνα Θεού» προσώπου, που υπερβαίνει έτσι αδιάκοπα τον κόσμο, αλλά είναι κεκλημένος, με την αναπομπή της ευχαριστίας, να μεταμορφώσει τον κόσμο σε «σώμα Θεού».

Ο διαλογισμός της αρχαίας Εκκλησίας —που συνθέτει τον κανόνα της πίστεως με το έργο των επτά μεγάλων οικουμενικών συνόδων— κατέστησε δυνατή στη Δύση την άνάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής. Αυτός ο διαλογισμός έχει σφραγισθεί με το αίμα των μαρτύρων και το φως των μεταμορφωμένων οσίων. Οι μάρτυρες κατέστρεψαν τη μη διαφανή ιερότητα της εξουσίας, τη θεοποίηση του Κράτους: προσεύχονταν για τον αυτοκράτορα, αλλ’ αρνούνταν να τον ονομάσουν θεό. Οι μοναχοί κατέστρεψαν τη μη διαφανή ιερότητα του έρωτος, της γης και των άστρων. Έτσι, η ιστορία και το σύμπαν ξεριζώθηκαν από τους θεούς και αποδόθηκαν στον άνθρωπο: στο μέτρο, τουλάχιστο, που ο άνθρωπος αναγνωρίζεται ως δημιούργημα, του οποίου η τεχνική παραμένει στην υπηρεσία της ιερουργίας. Ίσαμε το 17 ο αιώνα, τουλάχιστο, η επιστήμη εθεωρείτο ως μελέτη της θείας σοφίας που επενεργεί μέσα στο σύμπαν. Οι χριστιανικοί χρόνοι επεξεργάστηκαν τα γνωρίσματα ενός « θεοανθρωπισμού», κατά τη διάρκεια του οποίου έλαβαν χώρα οι μεγάλες τεχνικές εφευρέσεις: για παράδειγμα, ο υδρόμυλος, ο ανεμόμυλος, στο βυζαντινό πολιτισμό, και ακόμη, στη Ρωμανική και πρώτη Γοτθική εποχή, όλη η δέσμη των ανακαλύψεων που σημαδεύει την αρχή της β’ χιλιετηρίδας: αποφασιστική βελτίωση της άμαξας, μεγάλο άροτρο με ρόδες που πετούσε τα χώματα στα πλάγια, πυξίδα και τιμόνι στο πλοίο.

Τον ίδιο καιρό, οι οικουμενικές σύνοδοι επεξεργάστηκαν, για να προσεγγίσουν, αρχικά, το μυστήριο του θείου, έπειτα, εν Χριστώ, το μυστήριο της συγγένειας με τον άνθρωπο, την έννοια του προσώπου, για το οποίο δεν έχουμε πια σήμερα καμιά σχεδόν ιδέα, γιατί το συγχέουμε με την έννοια του ατόμου. Εν Θεω, το πρόσωπο είναι ο μοναδικός «τρόπος υπάρξεως» της ανεξιχνίαστης θείας υπερουσίας: το πρόσωπο υπάρχει μονάχα εν σχέσει. Μέσα στο Σώμα του Χριστού, κάτω απ’ τις φλόγες του Πνεύματος, ο άνθρωπος δέχεται τη δυνατότητα της μέθεξης μ’ αυτή την τριαδική ύπαρξη: όντας πρόσωπο κεκλημένο απ’ το Θεό και προκαλούμενο απ’ αυτή την κλήση, ο άνθρωπος υπερβαίνει ριζικά τον κόσμο, δεν είναι ένα κομμάτι της ανθρωπότητας και του σύμπαντος, αλλ’ αυτά τα δυό τα φέρνει μέσα του για να τα κοινωνήσει με την αληθινή ζωή? υπερβαίνει το φυσιολογικό και ψυχολογικό εαυτό του, τη γενετική κληρονομιά του, τα υπολείμματα της προσωπικής του Ιστορίας και του περιβάλλοντος του, με την ικανότητα να τα μεταμορφώνει όλα αυτά, εφ’ όσον αφήσει να επενεργήσει μέσα του το φως και η δύναμη που δεν είναι εκ του κόσμου τούτου... Απεριόριστη αποκάλυψη, που υπερβαίνει, ταυτόχρονα, την ατομική μοναξιά των δυτικών και τη διάλυση ενός απρόσωπου θείου, ενός ιεροποιημένου σύμπαντος, των ανατολικών. Τα αχώριστα θέματα του προσώπου και της κοινωνίας ( communion) έγιναν, έκτοτε, ο μυστικός υποκινητής της ιστορίας.

Ο χωρισμός της χριστιανικής Δύσης και Ανατολής, κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του Μεσαίωνα, άλλαξε βαθιά το πνευματικό περιεχόμενο, όπου άναπτύχθηκε ο πολιτισμός της τεχνικής και του προσώπου. Δεν το έχουμε αρκετά προσέξει, η ανύψωση του ανθρώπινου στοιχείου που θα χαρακτηρίσει την Αναγέννηση, εγκαινιάζεται στην ανατολική χριστιανοσύνη το 12 ο αιώνα, για ν’ αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της λεγόμενης ενίοτε, αλλά με τρόπο ύπερβολικά περιορισμένο, «αναγεννήσεως των Παλαιολόγων». Όσοι έχουν θαυμάσει τις πρώτες τοιχογραφίες του Μυστρά, την εις ΄Αδου κάθοδο του Χριστού της Χώρας, στην Κωνσταντινούπολη, ή περισσότερο τις εικόνες, με τη βασιλική τρυφερότητα, των σερβικών μοναστηριών, προπάντων το Χριστό της Κοιμήσεως, στη Σοπότσανι, ή ακόμη, στη Ρωσία, τα έργα του Θεοφάνη του Έλληνα και του Άντρέα Ρουμπλιώφ, αυτοί μένουν ανάστατοι από την ανάληψη του γήινου στοιχείου, με τις θύελλές του, τα παιγνίδια του, τις ομορφιές του, μέσα στο φως της Μεταμορφώσεως. Γιατί το Βυζάντιο επεξεργαζόταν τότε τη θεολογία των θείων ενεργειών, που αναβλύζουν από τον Αναστάντα, για να συντρίψουν τον κόσμο που σφραγίζει ο θάνατος, και να διαπεράσουν, πραγματικά, το ανθρώπινο σώμα, τη σάρκα της γης, τα πολιτισμικά έργα.

Το Βυζάντιο, λοιπόν, δολοφονήθηκε από τη διπλή έφοδο της λατινικής Δύσης και της μουσουλμανικής Ανατολής: δηλαδή, για να το σχηματοποιήσουμε στο έπακρο, από την έφοδο ενός κόσμου, όπου το ανθρώπινο στοιχείο πήγαινε να γίνει, μαζικά, απρόσιτο στο θείο, και ενός κόσμου, όπου το θείο στοιχείο παρέμενε, μαζικά, απρόσιτο στο ανθρώπινο.

Δεν πρόκειται εδώ ν’ αρνηθούμε τη βαθιά χριστιανική ζωή, που συνεχίστηκε στη Δύση ανάμεσα σε ρήξεις και τραγωδίες (ας σκεφθούμε τη Μεταρρύθμιση, μετέπειτα τη γέννηση της εκκοσμικευμένης κοινωνίας), ούτε την εμπειρία του φωτός και της θείας εύφροσύνης, όπου έφτασαν τόσοι δυτικοί μυστικοί. Όμως είναι αναγκαίο να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί ο δυτικός χριστιανισμός, μολονότι ρίχτηκε με ορμή στη νέα επιστήμη και τεχνική, δεν μπόρεσε να τις φωτίσει, κυρίως, να τις προσανατολίσει. Προχωρώ εδώ στην υπόθεση πως αυτή η ανικανότητα οφείλεται στην άγνοια των θείων ενεργειών. Μεταφερμένη —όχι χωρίς σημασία— στη Δύση από το Ισλάμ, δηλαδή από έναν πνευματικό κόσμο που αγνοεί την ενανθρώπηση, η ουσιοκρατία του Αριστοτέλη, που περικλείνει τα όντα και τα πράγματα μέσα στην ατομική τους ουσία, σχεδόν απαγόρευσε τη σκέψη στην κοινωνία των ανθρώπων με το Θεό και μεταξύ των ανθρώπων με όρους πραγματικής μετοχής. Η σχέση του κτιστού με το άκτιστο δεν είναι πια εφικτή διαφάνεια, αλλά μονάχα αιτιοκρατία. Αν η ίδια η σύσταση του κτιστού δεν γεννάται πια απ’ τη θεϊκή του διαφάνεια, τότε είναι απομονωμένη, καταντά μια «φύση» ουδέτερη, με τους μηχανισμούς της που εξαρτώνται από μόνη την ανθρώπινη λογική. Δεν πλανήθηκαν σ' αυτό το σημείο οι φραγκισκανοί, οι οποίοι είδαν στο θρίαμβο της αριστοτελικής γνώσεως την άρνηση του Άσματος των δημιουργημάτων.

Ο άγιος Θωμάς ο Ακυνάτης, πολύ πιο κοντά στην πατερική παράδοση απ’ ό,τι υποστηρίχθηκε, εμπόδισε μερικά τούτη την τάση, η οποία όμως επικρατεί με τους διαδόχους του και ο χριστιανισμός τείνει άλλοτε σ’ έναν περιθωριακό ευσεβισμό, άλλοτε σε μιαν ηθική που θέλει να κυριαρχήσει σ’ έναν κόσμο φαινομενικά «ουδέτερο». Η μυστική εμπειρία, χωρισμένη από το θεολογικό στοχασμό, δεν γονιμοποίησε πια τη χριστιανική σκέψη και έμεινε στο περιθώριο. Στη νεώτερη έποχή, μονάχα η τέχνη δεν έπαυσε ν’ αναζητεί μια διαφορετική γνώση, ίσως παραδεισιακή. Η τέχνη όμως, χωρίς νάχει τις ρίζες της στο ιερό, κατάντησε διασκέδαση ή μαράθηκε μέσα στην αγωνία, την αυτοκαταστροφή και την παραφροσύνη. Η τεχνική, εξυπαρχής, πέτυχε να ξεγεννήσει το άτομο έξω από τη μητέρα γη, αλλά, στερημένη από πνευματικότητα, παραδόθηκε στη βούληση της εξουσίας και του κέρδους. Τα πάντα φάνηκαν δυνατά στο δημιουργό άνθρωπο, που υποστήριξε πως θα χτίσει τη μοίρα του, χτίζοντας το σύμπαν. Θέλησε να γίνει βασιλέας χωρίς νάναι ιερέας. Η «Βίβλος του κόσμου» έκλεισε. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι ουδέτερο, ούτε η φύση ούτε η λογική. Η γη, εφ’ όσον δεν μεταμορφώνεται, παραμορφώνεται. Ο άγιος Μποναβεντούρα εξέφραζε την παράδοση της αδιαίρετης Εκκλησίας, όταν έγραφε ότι τα πράγματα συνιστούν ένα είδος γλώσσας και ότι το σύμπαν ολόκληρο είναι το βιβλίο, ?που διαβάζουμε, παντού, την Τριάδα. Η βαθμιαία εξάλειψη (ποτέ ολοκληρωτική, είν’ αλήθεια, οι μοναχοί κυρίως κράτησαν το μυστικό) της θεολογίας του Μποναβεντούρα προς όφελος μιας αριστοτελικής προσεγγίσεως, όπου η λογική περισσότερο χρησιμοποιείται παρά φωτίζεται από την πίστη, αυτή η εξάλειψη σημαδεύει σήμερα ακόμη τη μοίρα του δυτικού χριστιανισμού.

Ταυτόχρονα, εξαλείφθηκε και η ιδέα της πραγματικής « συνουσιαστικότητας» όλων των ανθρώπων —«αλλήλων μέλη»— μέσα στο Σώμα του Χριστού. Παρά την προσπάθεια του αγίου Θωμά του Ακυνάτη να διακρίνει το υπαρκτικό είναι (υπόσταση) από την ουσία, η σχολαστική φιλοσοφία επανέλαβε το φιλοσοφικό ορισμό του προσώπου ως ατόμου —ουσίας επιμερισμένης— μιας λογικής φύσεως. Έτσι, η κοινωνία των προσώπων κατάντησε ηθική καθαρά ομοφωνία, ομοιότητα και όχι πια ταυτότητα του όντος. Το πρόσωπο δεν είναι πλέον το απόλυτο, που περιέχει τον όλον της ανθρωπότητος και του σύμπαντος και του δίνει τη μορφή του, αλλά ένα τμήμα της ανθρωπότητος, ένα άτομο, το οποίο χαρακτηρίζουν οι πιο υψηλές ικανότητες της φύσεώς του, η γνώση και η βούληση (αν και αυτή η γνώση είναι ολότελα παράγωγο των αισθήσεων). Οι έννοιες της «ψυχής» και της «καρδιάς», μόνες μέσα στο μυστικισμό, διατήρησαν την αρχέγονη αντίληψη της «εικόνας του Θεού».

Έτσι περάσαμε από το πνευματικό πρόσωπο που περιέχει τον κόσμο, στο άτομο που ο κόσμος περιέχει και επεξηγεί. Και, βέβαια, η νεώτερη Δύση ανδρώθηκε μ’ ένα πλήθος ατομικών πρωτοβουλιών, οι οποίες λίγο κατ’ ολίγο κυριαρχήθηκαν και ηθοποιήθηκαν από τις διαδοχικές αποσαφηνίσεις «των δικαιωμάτων του άνθρώπου». Αλλά τα «δικαιώματα του ανθρώπου», για πολύ χρόνο αντιτασσόμενα στα «δικαιώματα του Θεού», τα οποία η Ρώμη υπεράσπιζε με άγρια μεγαλοπρέπεια, σιγά σιγά αποδυναμώθηκαν: το εγώ (βιολογικό, κοινωνιολογικό, ψυχολογικό) εξαρθρώνεται, εφ’ όσον δεν αναπλάθεται από το κατ’ εικόνα Θεού πνευματικό πρόσωπο.

Η κοινωνία εκφράζεται στην αντινομία του όντος και των προσώπων, της ενότητας και της διαφοράς. Οι δύο πόλοι της αντινομίας άρχισαν να διαχωρίζονται στη Δύση, όταν η ρήξη με την Ανατολή κατέστησε αναπόφευκτες τη Μεταρρύθμιση και την Αντιμεταρρύθμιση. Έκτοτε, οι δύο πόλοι δεν έπαυσαν ν’ αντιτίθενται ανάμεσα στις δυτικές ιδεολογίες: αναρχία ενάντια στον αυταρχικό σοσιαλισμό, τονισμός του μερικού (ο εθνικισμός, ύστερα ο φασισμός) ενάντια σ’ ένα αφηρημένο κίνημα παγκοσμιότητας (ο ουμανισμός, ύστερα ο κομμουνισμός), η έκρηξη της αριστεράς ενάντια στη σταλινική απολίθωση, ο ατομικισμός της «Δύσης» ενάντια στο «χαρακτηριστικό άνθρωπο της Ανατολής».

Η Ε΄ οικουμενική σύνοδος — ζκόμη ως σήμερα σχεδόν άγνωστη στη Δύση— ξαναθύμισε πως ο ίδιος ο Θεός «υπέμεινε τον θάνατον σαρκί». Είναι ο ενανθρωπήσας Λόγος, «το Εν της Αγίας Τριάδος», ο οποίος, πάνω στο σταυρό, γνωρίζει ανθρωπινά την αγωνία της μοναξιάς και της εγκατάλειψης. Τέτοιος είναι ο «μανικός έρως» του Θεού για μας, έρως που για τους Έλληνες Πατέρες, είναι ο μοναδικός τρόπος να μεταπείσει την ελευθερία μας χωρίς να την εξαναγκάσει, συνεπώς χωρίς να την καταργήσει. Η δημιουργία του ανθρώπου προϋποθέτει μια κάποια υποχώρηση του Θεού, του οποίου η παντοδυναμία εκφράζεται στην εκούσια αδυναμία της αγάπης. Χρειάζεται η παντοδυναμία ενός άλλου, όχι ενός κατοπτρισμού... Χρειάζεται μια μυστηριώδης αδυναμία, για να παραχωρήσει σ’ αυτό το άλλο το χώρο της ελευθερίας του.

Η χριστιανική Δύση δίστασε τραγικά να πάρει απόφαση σ’ αυτό το σημείο. Βέβαια, δεν υπολογίζουμε εδώ τις στερρές μυστικές παραδόσεις, που άνακεφαλαιώνουν ικανοποιητικά έναν Άγγελο Σιλέσιο, ο οποίος αρνιόταν κάθε προορισμό και δεχόταν ότι η χάρις προσφέρεται σε όλους, ακόμη και στους δαίμονες, και ότι το μοναδικό αμάρτημα είναι η λατρεία του εγώ. Βέβαια, στον εικοστόν αιώνα, όλα περιστρέφονται ακόμη —όχι χωρίς την παρεμβολή της ορθόδοξης μαρτυρίας— γύρω από την Ζαν ντ' Αρκ του Πεγκύ και τα Γράμματα από τη Φυλακή του Μπονχαίφερ. Παρ’ όλα αυτά, η δυτική θεολογία, πολύ συχνά, σγνόησε τον εκούσιο περιορισμό της θείας παντοδυναμίας και της προσέδωσε μιαν απάνθρωπη υπερανθρωπινότητα. Εξ αιτίας αυτού, η ατέλειωτη φιλονεικία για την ελευθερία και τη χάρη, η θεολογία του προορισμού, ο οποίος εμφανίζεται μετριασμένος, αλλά παρών, στον άγιο Αύγουστίνο και τον άγιο Θωμά και φτάνει στο κατακόρυφο με τη Μεταρρύθμιση: κάθε άνθρωπος, έλεγε ο Θεόδωρος Ντεμπέζ, λαβαίνει κατά τη γέννησή του μια επιστολή σφραγισμένη? θα την ανοίξει ενώπιον του θρόνου του Θεού, τότε θα μπορέσει να διαβάσει αν είναι σωσμένος ή καταδικασμένος.

Είμαστε μακριά, εδώ, από την προσευχή υπέρ της του κόσμου σωτηρίας, που μαρτυρείται αδιάκοπα από τους μεγαλύτερους πνευματικούς πατέρες της Ανατολής. Ο Μέγας Αντώνιος, ο πατέρας των μοναχών, εστάλη κάποια μέρα από το Χριστό σ’ έναν παπουτσή της Αλεξάνδρειας να μάθει γράμματα. Ο παπουτσής, αρχικά διατακτικός, τελικά συγκατένευσε: «Ίσως ναναι έτσι... Βλέπω τόσους άνθρώπους να περνούν. Και προσεύχομαι: Μακάρι να σωθούν όλοι, μόνον εγώ είμαι άξιος απωλείας...».

Στη Γαλλία, θα χρειαστεί η έννοια του σοσιαλισμού προς ένωση των ανθρώπων, για να βεβαιώσουν, για άλλη μια φορά, ένας Ούγκώ, κυρίως ένας Πεγκύ, πως η σωτηρία ταυτίζεται μ’ αυτή την ένωση. Η πρώτη γραφή της Ζαν ντ’ Αρκ είναι μια σοσιαλιστική μαρτυρία. Απ’ αυτήν έρχεται, στην τελική μορφή του έργου, η επίκληση προς όλους τους αγίους να μεσιτεύσουν υπέρ των κολασμένων.

Από αυτή την αντίληψη ενός Θεού ενάντια στον άνθρωπο γεννήθηκε η στάση του ανθρώπου ενάντια στο Θεό. Το νεωτερικό επαναστατικό πνεύμα διαπιστώνει πως ο «Θεός» της σμικρύνεται σ κάποια διάσταση αυτού του κόσμου: προβολή της πάλης των τάξεων, στον Μαρξ, της αδυναμίας και της μνησικακίας, στο Νίτσε, της αποτυχίας στο σεξ, στον Φρόϋντ. Γνώσεις και τεχνικές εφαρμογές δημιουργούνται στην πολιτική, την ιατρική ή την ψυχολογία, για να εξαφανίσουν τη θεμελιακή αγωνία, να σμικρύνουν τις ολέθριες συνέπειες της τύχης και της ανάγκης. Αν δεν ύπάρχει τίποτε άλλο εκτός απ’ αύτόν εδώ τον κόσμο, τότε μια, έτσι θεωρούμενη, γνώση όλων των νόμων του δικαιώνει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Αν δεν ύπάρχει τίποτε άλλο εκτός από την τέρψη των αισθήσεων, τότε πρέπει νά παράγουμε προϊόντα και να τα καταναλίσκουμε ως τη στερνή ευθανασία. Ο Σολζενίτσυν δεν αστειευόταν όταν έλεγε πως ο πληθωρισμός δεν έχει άλλη αιτία παρά την αμαρτία.

Η μεγαλύτερη από τις οικουμενικές συνόδους υπήρξε, ίσως, η σύνοδος της Χαλκηδόνας, το 453, στην ανατολική όχθη του Βοσπόρου, αυτού του θαλάσσιου ρεύματος, όπου συναντώνται η Ευρώπη και η Ασία. Η. σύνοδος της Χαλκηδόνας καθιέρωσε την ένωση εν Χριστώ του θείου και του ανθρώπινου αχωρίστως και ασυγχύτως.

Έτσι, φαίνεται, ότι ο χριστιανισμός, το 19 ο αιώνα, ευρύτατα ευσεβιστικός και ηθικολογικός, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, λησμόνησε το δόγμα της Χαλκηδόνας. Ο Φόϋερμπαχ, τον οποίο ο Μαρξ ακολούθησε σ’ αυτό το σημείο, υποστήριξε πως «Θεός» είναι το καλύτερο μέρος του ανθρώπου, το οποίο ο δεύτερος, από αδυναμία, προβάλλει σ’ έναν φανταστικό ουρανό. Έτσι αποδείκνυε την έλλειψη, στο χριστιανισμό των χρόνων του, επικλήσεως για θέωση. Οι δυό όροι του πατερικού δόγματος, βαθύτατα χαλκηδονιακοί, (Θεός γενόμενος άνθρωπος, άνθρωπος γενόμενος Θεός— δηλαδή ολότελα άνθρωπος στην ένωσή του με το Θεό) βρίσκονται, έκτοτε, σε μονομαχία. Είναι η μονομαχία που περιέγραψε ο Ντοστογιέφσκυ, του αντίχριστου ανθρώπου θεού, ενάντια στο φιλόχριστο θεωμένον άνθρωπο. Η Χαλκηδόνα έχει λησμονηθεί, ο Χριστός έχει ξανασταυρωθεί.

Ο δυτικός ορθολογισμός θριαμβεύει σήμερα. Οι τεχνικές εφαρμογές και οι ιδεολογίες τον εξάπλωσαν σε όλη τη γη. Εξάρθρωσε τους παλαιούς πολιτισμούς, οι άνθρωποί τους ζητούν απ’ αύτόν το «ευ είναι» και την ελευθερία. Ωστόσο, για να επαναλάβουμε τη φράση του Μάξιμου του Ομολογητη, τι σημαίνει «ευ είναι», που δεν μπορεί ν’ αποβεί «αεί είναι»; Και τι είναι μια τέτοια έλευθερία, που προέρχεται από τόσες «χειραφετήσεις», παρά παράδοση στα ένστικτα και τα πάθη, για να ξεγελάσει κανείς την αγωνία; Ίσως ο χωρισμός του «ευ είναι» από το «αεί είναι», ίσως η περιπλάνηση μιας κενής ελευθερίας ν’ ανακαλούν μέσα μας την αληθινή συνείδηση της μοίρας μας.

Η Δύση θέτει την ανθρωπότητα μπροστά στα έσχατα προβλήματα. Ο άνθρωπος, σήμερα, γίνεται όλος ένα πρόβλημα.

 

Η πνευματική νεύρωση της Δύσης

Από το χριστιανισμό μαθαίνουμε ότι το πρόσωπο, ανάλογα με την πίστη του, αδράχνεται σε μια μεγάλη άναστάσιμη κίνηση. Στην ευχαριστηριακή καρδιά της Εκκλησίας, όπως και στην πνευματική «καρδιά» κάθε πιστού, ο Χριστός εξακολουθεί να νικά το θάνατο. Έτσι, η ανθρωπότητα και, δι’ αυτής, το σύμπαν εισάγονται σε μια πελώρια μεταμόρφωση: την οποία η αγιότητα προλαμβάνει και σπεύδει στην ολοκλήρωσή της. Γιατί, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, «πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν [...] ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού». ( Ρωμ. 8, 1822).

Η Δύση έμαθε από το χριστιανισμό ότι το πρόσωπο είναι μοναδικό. Παρά τις φιλοσοφίες και τις πολιτικές πρακτικές του «θανάτου του ανθρώπου», ο χριστιανισμός εξακολουθεί να βλέπει κάθε άνθρωπο ως κάτι το απόλυτο. Αλλά η ανάσταση έχει λησμονηθεί, η ανάσταση των νεκρών, των σωμάτων, «της σαρκός», όλης της σάρκας της γης...

Από τα τέλη του Μεσαίωνα, ο χριστιανισμός της Δύσης τόνισε τη «μερική κρίση», ωσάν το παν να παιζόταν τη στιγμή του θανάτου του ατόμου. Έτσι, έγινε μια θρησκεία της «ψυχής» με τη στενή έννοια, τη δυιστική, που αντιτίθεται στο σώμα, και όχι θρησκεία του προσώπου στην ολότητα της ενσαρκώσεώς του.

Το μυστήριο του Πάσχα, που εγκαινιάζει τον ύψιστο σταθμό της κοσμογένεσης, έχει χάσει σημασία και σπουδαιότητα προς όφελος των « αξιομισθιών», που « εκτήσατο υπέρ ημών» ο Εσταυρωμενος. Τονίστηκε ιδιαίτερα ο άνθρωπος των πόνων, η «ικανοποίηση» της θυσίας του (σαν να ήταν ο χριστιανισμός θυσία για το Θεό και όχι θυσία του Θεού). Οι λατινικοί ορισμοί του 14 ου αιώνα (τους οποίους η Μεταρρύθμιση θα σκληρύνει ακόμη, διακόσια χρόνια ύστερότερα), βεβαιώνουν πως, εύθύς μετά το θάνατο του ατόμου, ευθύς μετά τη «μερική κρίση», μερικές ψυχές καταδικάζονται οριστικά, ριγμένες έτσι για πάντα στην απουσία του Θεού, ενώ άλλες προχωρούν στη θέαση της θείας ουσίας και της ολοκληρωτικής μακαριότητας. Είμαστε μακριά από την κοινωνική και δυναμική αντίληψη της αδιαίρετης ’ Εκκλησιας, που προσευχόταν (όπως κάνει και σήμερα ακόμη στον εσπερινό της Πεντηκοστής) υπέρ πάντων των νεκρών, εννοώντας και εκείνους που βρίσκονται στον Άδη, αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι άγιοι και ο Χριστός ο ίδιος προσμένουν και προετοιμάζουν την οριστική και παγκόσμια νίκη επί του θανάτου. Μονάχα η προσευχή, στη Δύση, υπέρ των ψυχών του Καθαρτηρίου διαφύλαξε κάποιο στοιχείο απ’ αυτή την αρχική δράση, αλλά με προσθήκες εκτιμήσεων κάπως νομικών, έπειτα με απαίτηση χρημάτων, πράγμα που είχε ως συνέπεια την απόρριψή της από τη Μεταρρύθμιση.

Διαμέσου αυτής της αλλαγής σκέψεως, η έμμονη σχεδόν θέαση του νεκρού σώματος του Εσταυρωμένου προκάλεσε αυτό που ένας σύγχρονος κοινωνιολόγος, ο Ζαν Ντυβινιό, ονομάζει «τραυματισμό της Δύσεως». Κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, έπειτα σε μερικά ρεύματα της Αντιμεταρρυθμίσεως, το κήρυγμα με επίκεντρο την απειλή της κολάσεως, ο πολλαπλασιασμός, στην τέχνη, «των μακάβριων χορών», έπειτα η αλλόκοτη θεατροποίηση των κηδειών, μια θεολογία που, εκτός απ’ το Λούθηρο, φαίνεται ν’ αγνοεί την εις Άδου κάθοδο του Χρίστου, όλα αυτά συνετέλεσαν να μετατρέψουν το χριστιανισμό σε θρησκεία της τραγωδίας και της αθανασίας της ψυχής παρά σε θρησκεία της πασίχαρης αναστάσεως των σωμάτων. Ωστόσο, τα σώματα ξαναζωντανεύουν, τότε, στ’ αρχαία αγάλματα, με τη μαρμάρινη γύμνια, που ξεθάβουν οι ουμανιστές, αλλά ο χριστιανισμός βαδίζει πλάι στην ουμανιστική παιδεία χωρίς να την ζωογονεί. Τότε, επίσης, τα κινήματα της ευαγγελικής πτωχείας ξαναβρίσκουν στην Αποκάλυψη την υπόσχεση της επίγειας χιλιετούς βασιλείας για τους αναστατημένους δικαίους. Αλλ’ αυτή η βασιλεία δεν οδηγεί σε μια δημιουργική άγιότητα, αναγγέλλεται δια πυρός και σιδήρου ασκοπων εξεγέρσεων, που καταπνίγονται το ίδιο άσκοπα. Ο ουμανισμός, οι ουτοπίες με ορίζοντα καθαρά επίγειο καταλήγουν σήμερα στη θέληση να λησμονηθεί ο θάνατος.

Έτσι, η Δύση κράτησε από το χριστιανισμό τη βεβαιότητα για το μοναδικό χαρακτήρα του προσώπου, ή, καλύτερα, του ατόμου, αλλ’ όχι το μήνυμα της αναστάσεως. Οι αρχαίες αποκρίσεις στο αίνιγμα του θανάτου είναι απαράδεκτες για κείνον που ξέρει πως είναι μοναδικός. Δεν μπορεί κανείς να διαλυθεί στην απεραντοσύνη (διάλυση που μαρτυρούν όσοι πολιτισμοί αποτεφρώνουν τα πτώματα), σαν να ήταν το άτομο ένα σύμφυρμα δανεισμένων στοιχείων στο μεγάλο παιγνίδι του σύμπαντος. Δεν μπορεί να πιστέψει κανείς στη μετεμψύχωση ( transmigration) — που μαρτυρείται από παλιά στις λαϊκές παραδόσεις, στην Ευρώπη επίσης — μετεμψύχωση, κατά την οποία, για τους πνευματικούς της Ινδίας κανείς δεν μετεμψυχώνεται, οριστικά, παρά μονάχα το απόλυτο, ο μοναδικός Εαυτός όλων των υπάρξεων. Δεν μπορεί κανείς να πεθάνει με τη φυτική ειρήνη των Ασιατών, και μάλιστα εκείνων των Ρώσων χωρικών, που θαύμασαν ο Τολστόη και ο Σολζενίτσυν. Γι’ αυτό ο θάνατος ποτέ δεν ήταν τόσο γυμνός, ένας θάνατος τόσο ωμός, θα λέγαμε, και συνεπώς ακατανόητος. Όταν κάποιος αγαπά, όταν αγάπησε έστω και για μια στιγμή, ξέρει πως κανείς δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Τι σημαίνει τότε, πως να σκεφθεί ότι κάποιος δεν υπάρχει πια; Ο ακατανόητος και ωμός θάνατος, ιδού η καθαρή άγωνία, ιδού η κόλαση.

Όταν ο θάνατος έχει θεϊκή διαφάνεια, τότε δίνει κάποιο νόημα στον ηλικιωμένο. Όπως το παιδί έχει εμπιστοσύνη στον πατέρα του, έτσι κι αυτός, αλλά πατέρας του δεν μπορεί να είναι παρά ο Θεός. Τότε ο γέρος γίνεται όλος μνήμη και ελπίδα. Η ελπίδα του επιτρέπει ν’ αποκρυπτογραφήσει τα πάντα στη Μνήμη του Θεού.

Σήμερα οπισθοχωρούμε με τα νώτα προς το θάνατο, πιστεύουμε πως βοηθάμε τους γέρους κάνοντάς τους να μαϊμουδίζουν τους νέους, αλλά οι γέροι δεν έχουν πια τίποτα να μας πούν, τίποτα να διηγηθούν στα παιδιά, δεν έχουν πια μνήμη μιας και δεν έχουν πια Ελπίδα.

Το 17 ο αιώνα, τον καιρό του θριάμβου του ορθολογισμού, οι άνθρωποι έκλειναν στα φρενοκομεία τους «ηλίθιους» και τους «αγαθιάρηδες», μάρτυρες της εύθραυστης φυσικής ύπαρξης, μάρτυρες των αβύσσων: άλλοτε από ενόχληση και φρίκη, άλλοτε γιατί δεν μπορούσαν να υποφέρουν τη σοφία τους... Τον «αιώνα των φώτων», σκέπασαν τις οστεοθήκες που έχασκαν μέσα στο Παρίσι και μάζεψαν τα λείψανα σε νεκροταφεία γύρω από τις πόλεις, κάτω από τις βαριές πλάκες της οικογενειακής ματαιοδοξίας. Στην εποχή μας, κλείνουν τους γέρους σε άσυλα υγιεινής, αν δεν τους παρατούν να φυτοζωούν και να πεθαίνουν ολομόναχοι. Έτσι τους λησμονούν, για να πείσουν καλύτερα τον Εαυτό τους πως είναι ακόμη νέοι, μέσα στην παχυλή βεβαιότητα ενός ατελείωτου χρόνου. Επίσης, οι βαριά άρρωστοι αφήνονται στην επιστημονική απομόνωση των νοσοκομείων, όπου πεθαίνουν μόνοι, καταπληγωμένοι από καθετήρες και βελόνες, συχνά χωρίς αυτοσυνείδηση: χωρίς φίλους, χωρίς προπάντων εκείνη την προσευχή που οδηγεί την ψυχή στους δρόμους του αόρατου. Χωρίς διόλου δυνατότητα, για τον ετοιμοθάνατο, ν’ αφήσει στους διπλανούς του μια λέξη που έρχεται ήδη από αλλού και που τους ετοιμάζει και τους ίδιους σ’ αυτό το πέρασμα...

Έχουν τα πάντα ειπωθεί για τη δόλια εξαφάνιση του θανάτου στη σύγχρονη Δύση, και τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, φαίνεται, στη Σοβιετική Ένωση, όπου τα νεκροταφεία είναι συχνά εγκαταλελειμμένα και εύκολα καταστρέφονται για να δώσουν τη θέση τους σε στάδια: τόπο στη ζωή! Στις Ηνωμενες Πολιτείες, μακιγιάρουν τους νεκρούς για μια στερνή τελετή — Keep smile ακόμη μια φορά —, τα νεκροταφεία απλώνονται σε μεγάλες πρασιές, αθώες σαν λησμονιά. Σε κάποιο καντόνι της Ελβετίας, οι κάτοικοι, για να ξεφύγουν το ψυχολογικό σοκ της τοποθετήσεως του νεκρού στο φέρετρο, μεταφέρουν τη σορό πάνω σε φορείο, όπως έναν άρρωστο ή έναν πληγωμένο.

Οι άνθρωποι σήμερα απομακρύνουν τα παιδιά απ’ τους νεκρούς, μολονότι το πρόσωπο μερικών νεκρών, ειρηνικό και όμορφο, θα μπορούσε ν’ ανοίξει τα παιδικά μάτια στο μυστήριο. Δεν ξενυχτούν πια τους νεκρούς ούτε λένε στους βαριά άρρώστους πως θα πεθάνουν σε λίγο. Για να τους το ανακοινώσουν, για να ξενυχτήσουν, θάπρεπε να ήξεραν ν’ αναλάβουν τον άλλο μέσα στην τρυφερότητα και την προσευχή, στην Εκκλησία. Παρουσιάζουν την αρρώστεια, το θάνατο σαν τυχαία γεγονότα, που δεν έχουν καμμιά σημασία και προπάντων τη σημασία πως αυτά θέτουν σε αμφισβήτηση την επάρκεια του κόσμου τούτου. Τα πάντα μένουν σε τούτον τον κόσμο, και το μόνο που επιζητούν είναι να εξαλείψουν τις αρρώστειες, να επιβραδύνουν το θάνατο. Οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν, και, εφ’ όσον τίποτα άλλο δεν υπάρχει εκτός από τούτον τον κόσμο, oι επιζώντες δεν μπορούν τίποτα να σκεφθούν και να πουν. Η βουβαμάρα των νεκρών μας προσβάλλει όλους. Οι άνθρωποι καταφεύγουν σε διάφορες τεχνικές μεθόδους, ανάμεσα στις οποίες η «θεραπευτική μανία» είναι παράλογος παροξυσμός. Αλλ’ αυτή η μανία, αν δημιουργεί πρόβλημα, τούτο οφείλεται σε οικονομικούς προπάντων λόγους.

Και η αγωνία φαρμακώνει τα πάντα, προκαλεί μια αληθινή πνευματική νεύρωση. Η επιθυμία του ανθρώπου — με τη σημασία που μιλάει η Αποκάλυψη, μ’ έναν τρόπο ολότελα θετικό, «για τον άνδρα των επιθυμιών» — αποταμιεύεται αντίστροφα σε μια νευρωτική κατανάλωση. Η ψυχοσωματική Ιατρική γνωρίζει τη βουλιμία των αγχωτικών. Ολόκληρος ο πολιτισμός μας έχει προσβληθεί απ’ αυτή, βουλιμία για τροφή, για εντυπώσεις, για εικόνες, για ήχους, και μάλιστα για τέρψεις «πολιτιστικές». Σ’ αυτή τη βουλιμία, αναφαίνεται, βγαίνει στην επιφάνεια, γίνεται ιστορική δομή το «προπατορικό αμάρτημα», αυτή η υφαρπαγή που αναδιπλώνεται στον εαυτό της, ώστε ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο μεγάλος υμνογράφος του 6 ου αιώνα, να ορίζει τη συμπεριφορά του Αδάμ σαν μιαν «άρνηση της στερήσεως». Επίσης, μπορεί κανείς να ξεγελά την υπαρξιακή αγωνία με την προσμονή, λυρική η βίαιη, μιας τέλειας κοινωνίας...

Έτσι, αναπτύσσεται ο πολιτισμός των ναρκομανών: χάπια ευφορίας ή ηρεμιστικά, τα οποία συνεχώς αυξάνει η ιατρική βιομηχανία, προβολή στους άλλους, στους εχθρούς, τούτης της σκιας που μας κυνηγάει και στην οποία οι αρχαϊκοί πολιτισμοί έβλεπαν την εικόνα του ανθρώπινου ειδώλου ή της ψυχής. Και οι μεγάλοι φόβοι και τα μεγάλα θεωρητικά μίση της πολιτικής. Ο ερωτισμός, τα ναρκωτικά, μια κάποια χρήση της μουσικής και της ταχύτητας, τεχνικές μέθοδοι εκστάσεως ξερριζωμένες απ’ το αρχικό τους περιβάλλον: Οι άνθρωποι θάθελαν να δώσουν στη ζωή τέτοια ένταση που να μην υπήρχε πια σ’ αυτή ούτε σκια ούτε θάνατος. Όμως ο θάνατος έχει πάντα την τελευταία λέξη. Τίποτα δεν τους αφήνει τόσο μόνους, σε μια παγερή μοναξιά, όσο ένας παροξυσμός. Απομένει το παιχνίδι με την αυτοκτονία —το αντίστροφο ίσως μιας καταφυγής σε βοήθεια— ή, η επιθυμία να δολοφονήσουν την κοινωνία. Γιατί όχι μόνον απ’ την εποχή του Ρουσσώ, απ’ την Εποχή του Μαρξ κυρίως, οι άνθρωποι θεωρούν την κοινωνία ως υπεύθυνη για κάθε κακό, αλλά γιατί ανακαλύπτουν ξαφνικά, όταν πέσουν οι μάσκες, πως αυτός ο πολιτισμός της ευτυχίας είναι στην πραγματικότητα ένας πολιτισμός του θανάτου.

Στο τέλος το παιγνίδι γίνεται πραγματικότητα. Πόσοι νέοι αυτοκτονούν σήμερα γιατί, κατά τη γνώμη τους, δεν υπάρχει πουθενά νόημα; Πόσες νευρικές καταπτώσεις που γίνονται γρήγορα χρόνιες, μένουν αθεράπευτες απ’ τη μέθοδο του Φρόϋντ και ερμηνεύονται μονάχα μ’ αυτή την απουσία του νοήματος; Ο πειρασμός της αυτοκτονίας εξαπλώνεται ολοένα, απειλεί το άνθρώπινο είδος. Με τον τεχνικό χωρισμό της παιδοποιίας απ’ τη σεξουαλικότητα, η γεννητικότητα πέφτει κατακόρυφα στις βιομηχανικές χώρες, στην Ανατολη περισσότερο απ’ ό,τι στη Δύση. Η τάση αυτή φτάνει σήμερα ως την Ιαπωνία, την Κίνα, τη νοτιανατολική Ασία. Η αύξηση του μηδενισμού καθιστά έκτοτε δυνατή, κατά τόπους, την αυτοκτονία του είδους.

Σήμερα η σιωπή έσπασε. Το θέμα του θανάτου εμφανίζεται έντονα στη φιλοσοφική, ιστορική και ιατρική σκέψη. Καταγγέλλεται το σκάνδαλο ότι τόσοι άνθρωποι πεθαίνουν μοναχικοί και χωρίς αυτοσυνείδηση, ότι τόσοι γέροι έχουν εγκαταλειφθεί μέσα στην αγωνία που τους λυσσοτρώει. Έτσι, ετοιμάζεται, ίσως, μια μεταμόρφωση του αθεϊσμού. Φαίνεται πως έρχεται ο καιρός μιας λεπτής και θλιμμένης τρυφερότητας, χωρίς ελπίδα, οπότε οι άνθρωποι, ορφανοί, θα σιμώνουν ο ένας δίπλα στον άλλο με ρίγος, περιβάλλοντας τους ετοιμοθάνατους με τρυφερή, κι ωστόσο, άδεια στοργή, αφού είναι εξ όλοκλήρου εκ του κόσμου τούτου. Οι άνθρωποι θα πεθαίνουν μέσα σ’ ένα είδος έκστασης, που θα προκαλούν τα ναρκωτικά, περιτριγυρισμένοι από φίλους. Αυτή η επιστροφή στο μηδέν θα τελειώνει σαν μια αιμομιξία: Πραγματικά, ακόμα κι εκεί στην έσχατη απογύμνωση, δεν θα υπάρχει θέση για τον Πατέρα...

Πρέπει να το πούμε; Κάτι τέτοιο δεν θα σημαίνει τη θεραπεία της μεγάλης νεύρωσης της Δύσης. Θα σημαίνει την εποχή μεγάλων πνευματικών κρίσεων, που θα σημαδεύονται από απόπειρες σαν τις προχριστιανικές, αλλά και από ανανέωση του ευαγγελισμού της Αναστάσεως.

Ήδη, οι γιατροί που μελέτησαν λόγια και συμπεριφορά προσώπων που ξαναγύρισαν απ’ τα σύνορα του θανάτου, μας θυμίζουν εκείνο που όλοι οι πολιτισμοί ήξεραν, εκτός απ’ το δυτικό πολιτισμό των δύο τελευταίων αιώνων: Ότι το πλησίασμα του θανάτου δεν προξενεί μονάχα μιαν απότομη αλλαγή (είναι μια στιγμή που δεν διαρκεί πολύ, τουλάχιστο στους ηλικιωμένους), αλλ’ ακόμη την ειρηνική άποδοχή, το ενδιαφέρον, την περιέργεια? ότι η ψυχή, αφού, χωριζομένη του σώματος, ακολουθήσει μια μακριά σήραγγα, παρόμοια μ’ εκείνη που απεικόνισε ο Ιερώνυμος Μπος, βγαίνει σ’ ένα όλότελα διαφορετικό φως, όπου την περιμένουν, για να την καλωσορίσουν και να την συντροφεύσουν, αγαπημένες υπάρξεις που πέθαναν πριν απ’ αυτήν? ότι τότε η ψυχή ξαναβλέπει και κρίνει το παρελθόν της μέσα σε τούτο το φως, όπου κάθε λέξη, κάθε χειρονομία ανακεφαλαιώνονται και βρίσκουν ένα απροσδόκητο νόημα. Και μετά; Ποτέ κανείς, σ’ αυτές τις μαρτυρίες, δεν υπερπήδησε το τελευταίο σύνορο, αφού πρόκειται για άνδρες και γυναίκες που ξαναγύρισαν στη ζωή. Μήπως η ψυχή πηγαίνει τότε να διαλυθεί μέσα στο φως ή καταφεύγει σ’ αυτό για ν’ αναγεννηθεί, μέσα σε μια μήτρα, όπως υποσημαίνει το Βιβλίο των Νεκρών του Θιβέτ; Ή μήπως πηγαίνει στο φως του Χριστού, για να καθαρθεί, να ειρηνεύσει, να προετοιμασθεί και ίσως να συνεργασθεί στην τελική μεταμόρφωση του σύμπαντος, σ’ αυτή την ανακαίνιση του «ουρανού» και της «γης», την οποία η ψυχή θα πραγματοποιήσει σ’ ένα «σώμα δόξης», που το σπέρμα του φέρνει απ’ εδώ κάτω;

Σ’ αυτές τις προοπτικές, προαισθανόμαστε πως η δυτική αγωνία, που αποβαίνει οικουμενική (ένας απελπισμένος Κινέζος εθνοφρουρός φαίνεται το ίδιο μηδενιστής μ’ έναν Δυτικό), συνιστά καθαρά σήμερα την κόλαση, όπου κατεβαίνει ο Χριστός. Εκεί, από κεί και από κανένα άλλο μέρος, μας ανασταίνει ο Αναστάς. Η Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ποτήριο της ευχαριστίας, όπου υπερφθονούν οι θείες ενέργειες «υπέρ της του κόσμου ζωής». Ο άγιος είναι ο άλλως ζων, που δρασκέλισε ήδη το θάνατο και μεταλαμβάνει την ανάσταση. Στην παλαιοχριστιανική εποχή, οι άνθρωποι ονόμαζαν έναν μεγάλο πνευματοφόρο ως έναν αναστημένο. Και ο λαός χαρακτήριζε τους χριστιανούς, όταν ο διωγμός ηύξανε το μαρτύριο, ως «εκείνους που δεν φοβούνταν το θάνατο».

Έτσι, ο θάνατος άλλαξε σημασία. Δεν είναι πια τείχος της αγωνίας, αλλά, διαμέσου της αδημονίας που εξομοιώνεται μ’ εκείνη του Χριστού, υπόσχεται ειρήνη. « Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν», λέει ο Χριστός, « ειρήνην πάντα νουν υπερέχουσαν», «ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν»: μια ειρήνη που δεν είναι πια εκ του κόσμου τούτου.

Το να ζει κανείς εν Χριστώ, σημαίνει να ζει πέραν του θανάτου, να κάνει να βλασταίνει μέσα του το «σώμα της δόξης».

Στην Κωνσταντινούπολη, όταν πάρει κανείς την αρχαία «Μέση Οδό», αφήνει πίσω του την Αγία Σοφία, τη βασιλική της του Θεού Σοφίας, που υπήρξε το κέντρο ενός θαυμάσιου, αλλά κλειστού, χριστιανικού πολιτισμού? και καταλήγει φτάνοντας, στα προάστεια, στη μικρή εκκλησία της Χώρας, δηλαδή των αγρών, οι οποίοι άρχιζαν από κεί (όπως λέμε, στο Παρίσι, η Παναγία των Αγρών- Notre Dame des Champs), αλλά δείχνει επίσης το «σύνορο»: εκείνο της πόλης, εκείνο ενός πολιτισμού, το σύνορο κυρίως της ανθρώπινης μοίρας. Σ’ ένα ευρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, το ύστερο Βυζάντιο που βάδιζε προς το θάνατο, έγραψε για μας το μήνυμά του: στην τοιχογραφία της αψίδας, ο Χριστός κατεβαίνει στον ΄Αδη για να τον συντρίψει? είναι λαμπροφορεμένος, αλλά δεν βρίσκεται πια επί του όρους της Μεταμορφώσεως, είναι στον ίδιο το βυθό της αγωνίας και της σκοτεινής ασφυξίας. Το ένα του πόδι, με μια απίστευτη βία, θραύει τα «κλείθρα του κόσμου τούτου». Το άλλο πόδι, σε μια κίνηση χορού, σαν σε κολύμπι, αρχίζει την άνοδο, όπως ο βουτηχτής που, αφού άγγιξε το βυθό, τον «χτυπά» για ν’ ανέβει ξανά στον αέρα και το φως.

Αλλά ο αέρας και το φως είναι Εκείνος: «σήμερον μετ’ εμού έσει εν τω παραδείσω», μπόρεσε να πει, την ώρα της σταυρώσεως, στο ληστή που ξεψυχούσε δίπλα του. Ο αέρας και το φως είναι η ακτινοβολία του προσώπου του που αστράφτει από το Πνεύμα. Και να η απελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι του Χριστού πιάνει από τον καρπό του χεριού (και όχι από την παλάμη, η σωτηρία είναι προπάντων ένα δώρο και όχι μια διαπραγμάτευση) τον Ανδρα και τη Γυναίκα, και τους πετά έξω απ’ τα μνήματά τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο είναι άπειρο και σ’ αυτή την τέχνη, τα σώματα δεν ρίχνουν σκια. Καμμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό. Καμμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο είναι ένα μυστικό. Κανένας χωρισμός: όλα τα πρόσωπα είναι φλόγες της ίδιας φωτιάς. Και ο σκοπός δεν είναι η αθανασία των ψυχών? αθάνατες, είναι ήδη και στον Άδη, σ’ αυτόν τον αθάνατο θάνατο που συνιστά η αγωνία: κάθε πρόσωπο είναι εκ της γης, αλλ’ αυτή η γη είναι καμωμένη απ’ τον ουρανό.