ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Αποξηραμένοι (οι) ιεροί κανόνες;

Παν. Ι. Μπούμης
Ομότ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών

Δεν μπορώ να καταλάβω τί έχει καταλάβει πολλούς (ακόμη και μερικούς θεολόγους) και τα βάζουν με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας. Τί τους πειράζουν; Τί πειράζουν αυτοί τους κανόνες και τί πειράζουν οι κανόνες αυτούς; Εκτός ότι πολλούς τους αναγκάζουν ή τους υποκινούν άλλοι να τους παραβιάζουν, άλλοι αρέσκονται ή καταλήγουν μόνοι τους να τους υποτιμούν και να τους υποβιβάζουν. Για να δικαιολογήσουν τις ενέργειες και τις θεωρίες τους αυτές, καταφεύγουν, ανεπιτυχώς όμως, σε διάφορα επιχειρήματα:

α) Έτσι λένε ότι (οι) κανόνες είναι παλαιοί ή είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Και όπως οι νόμοι των Πολιτειών ως ανθρώπινα θεσπίσματα μπορεί να σφάλλουν, να περιπίπτουν σε αχρησία και να αντικαθίστανται, έτσι γιατί να μη συμβαίνει —διαλογίζονται και αποφαίνονται— και με τους κανόνες της Εκκλησίας που έγραψαν και παρέδωσαν πάλι άνθρωποι.

Εδώ όμως σφάλλουν προφανώς, διότι δεν κάνουν τις απαραίτητες διακρίσεις. Πολλοί ίσως ως ιερούς κανόνες της Εκκλησίας εκλαμβάνουν και τούς διαφόρους κανονισμούς τοπικών Εκκλησιών ή κανονικές διατάξεις διαφόρων εκκλησιαστικών ανδρών και Πατριαρχών. Πλήν όμως υπάρχει διαφορά. Πρέπει δηλαδή εξ αρχής να καταστεί γνωστό και να τονιστεί ότι τους ιερούς κανόνες τους θέσπισαν ή επικύρωσαν Οικουμενικές Σύνοδοι, οι οποίες εκφράζουν και αντιπροσωπεύουν όλο το σώμα της Εκκλησίας, η υποία είναι «στύλος και ἑδραίωμα της αληθείας (Α΄ Τιμ. 3,15). Και τούτο, γιατί το σώμα της Εκκλησίας έχει κεφαλή τον Χριστό και ψυχή το Άγιον Πνεύμα που την φωτίζει και την καθοδηγεί, την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ἰω. 16,13). Το γεγονός αυτό δηλώνει σαφώς και ο α΄ καν. της Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου, ο υποίος βεβαιώνει ότι «εξ ενός γαρ άπαντες (οι Πατέρες) και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες (φωτισθέντες) ώρισαν τα συμφέροντα».

Αυτά λοιπόν τά ορισμενα είναι κανόνες της καθόλου Εκκλησίας και αυτά δικαιούνται την ονομασία κανών. Αυτοί δηλ. οι κανόνες, οι ορισμοί, μάς δίνουν το ίσιο, το ευθές, το ορθό, το αληθές. Η Εκκλησία, ο στύλος και εδραίωμα της αλήθειας εκφράζει την αλήθεια, σε εκείνα βέβαια τα θέματα που αναφέρεται σύσσωμη δια των Οικουμενικών Συνόδων και συγκεκριμενως των επτά και όσων επικυρώθηκαν από αυτές [β΄ καν. της ΣΤ΄ Πενθέκτης). Και μη λησμονούμε ότι «η αλήθεια του Κυρίου» που είναι μέσα στην Εκκλησία «μένει εις τον αιώνα», όπως λέει η Αγία Γραφή: «Το δε ρήμα Κυρίου μένει εις τον αιώνα» (Α΄ Πέτρ. 1,25). Είναι πάντοτε ανθούσα και επανθούσα. Η αλήθεια δεν ξεραίνεται, δεν γηράσκει, δεν εκπίπτει, δεν παρέρχεται, δεν μαραίνεται, δεν πεθαίνει. Άλλωστε αν η αλήθεια δεν ήταν πάντα ζώσα, παρούσα και επανθούσα, τότε δεν θα είχε σχέση με την α-λήθεια, αλλά με τη λήθη. Δεν θα ήταν απλούστατα α-λήθεια.

Μερικοί για να δικαιολογήσουν τις αμφιταλαντευόμενες θέσεις τους στο θέμα του διαχρονικού κύρους των κανόνων καταφεύγουν και σε μία πρόταση του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου που παραθέτει σε μία επιστολή του (την τέταρτη) προς τον Δωρόθεο Βουλησμά. Συγκεκριμενως εκεί γράφει αφού προηγουμένως παραθέτει την εξής γνώμη του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «Τα παλαιά τιμάσθαι θέμις»: « ...αλλ' ηνίκα (όταν) και την αλήθειαν έχῃ επανθούσαν τω χρόνῳ». Εν πρώτοις: Σύμφωνα και με τον λόγο του αγίου Γρηγορίου πράγματι είναι δίκαιο και ορθό να τιμάμε τα παλαιά (π.χ. ήθη και έθιμα κ.τ.λ.) τα δοκιμασμενα στο χρόνο. Ένεκα τούτου πολύ ορθά και ο άγιος Νικόδημος προσθέτει το «αλλ' ηνίκα και την αλήθειαν έχῃ επανθούσαν τω χρόνῳ». Και τουτο γιατί και πολλά από τα έθιμα και έργα των ανθρώπων, αν και παλαιά δεν κοσμούνται με τη διαχρονική και αγέραστη αλήθεια, αλλά με το χρόνο ξεθωριάζουν και εκπίπτουν.

Για κάτι τέτοιες ανθρώπινες πράξεις μιλάει και ο άγιος Νικόδημος και ὄχι για τους κανόνες της Εκκλησίας. Άλλωστε μέσα στους κανόνες της Εκκλησίας περιλαμβάνεται και ο κανόνας των βιβλίων της Αγίας Γραφής του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Και δεν θα μπορούσε να υπαινιχθεί κάτι τέτοιο ο άγιος Νικόδημος για τον κανόνα του Γρηγορίου του Θεολόγου, του οποίου το λόγιο «τα παλαιά τιμάσθαι θέμις» χρησιμοποίησε. Και δεν θα μπορούσε να τον υποτιμά, όταν μάλιστα για τον κανόνα αυτόν του αγίου Γρηγορίου λέει στα εισαγωγικά ότι τον «επεκύρωσεν ο β΄ (κανών) της οικουμενικής ς΄ (στ΄) συνόδου».

Όταν, λοιπόν, ο άγιος Νικόδημος κάνει λόγο στην εν λόγῳ επιστολή του για «επανθούσα αλήθεια», δεν αναφέρεται και δεν την αμφισβητεί ότι υπάρχει στους κανόνες της Εκκλησίας, αλλά στα έργα χειρών ανθρώπων, στα παραδιδόμενα κείμενα και την αρίθμηση των «κανόνων» της Καρθαγένης. Αυτό διακρίνεται στο τέλος της επιστολής αυτής σαφώς. Γιατί πράγματι σ' αυτά τα κείμενα υπάρχει πρόβλημα. Π.χ. άλλη έκταση και αρίθμηση έχουν οι Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλής στο «Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων», και άλλη ο άγιος Νικόδημος στο «Πηδάλιον». Στο «Πηδάλιον» αληθώς εμπόνως και φιλοτίμως προσπάθησε να διακρίνει και να ξεχωρίσει το κείμενο το κανονικό (τους κανόνες) από το κείμενο των προτάσεων-εισηγήσεων (τα πρακτικά). Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τί πέτυχε, αφού και ο ίδιος ο άγιος Νικόδημος γράφει εκτενώς:

«Δίδομεν είδησιν εις τους φιλολόγους και αναγνώστας των Κανόνων τούτων, ότι επειδή αυτοί, όχι μόνον διάφοροι ευρίσκονται κατά την ποσότητα του αριθμού, (παρά μεν γάρ τοις εξηγηταίς των Κανόνων ρλζ΄ αριθμούνται, παρά Δοσιθέῳ ρλη΄. παρά τισι των Λατίνων ρμη΄. και παρ' άλλοις άλλως), αλλά και ηνωμένοι μεν ευρίσκονται οι κατά το πράγμα διῃρημενοι, διῃρημενοι δρ, οι κατά το πράγμα ηνωμένοι. Εις πολλότατα δε μερη και οι τίτλοι και επιγραφαί, ή αι περιλήψεις αυτων αντί κυρίων Κανόνων και αριθμούνται, και εξηγούνται έως και από τον Ζωναράν, Βαλσαμώνα, Αριστηνόν και Ανώνυμον. Και είναι να θαυμάσῃ τινας πώς οι ευλογημενοι αυτοί εξηγηταί ελανθάσθησαν τόσον, και δεν έκαμαν καμμίαν περιέργειαν και διάκρισιν ανάμεσα εις τους κυρίους Κανόνας τους επιγραφόμενους, και εις τας επιγραφάς αυτών. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά το μεγαλῄτερον είναι, ότι οι Κανόνες ούτοι δεν ήσαν τη αληθείᾳ Κανόνες και όροι κατά το όνομά των, αλλά εις πολλότατα μερη ήσαν διαλέξεις μόνον και διαλαλιαί των Πατέρων μετά ερωτήσεων και αποκρίσεων, και απλώς ειπείν, πράξειςκαι πρακτικά, και εν τω γίνεσθαι Κανόνες, ουχί εν τω γεγενήσθαι. Όθεν δια ταύτα πάντα επεμελήθημεν, όσον το δυνατόν μας, και με πολλήν περιέργειαν εκτενίσαμεν τους Κανόνας τούτους, τους φύσει διῃρημένους διαιρέσαντες, και τους φύσει ηνωμένους ενώσαντες, τας επιγραφάς αποβαλόντες, και τας διαλέξεις και ερωταποκρίσεις εις όρους και Κανόνας ανακεφαλαιώσαντες, και ίνα συντόμως είπω, ήδη Κανόνας τῳ όντι αυτούς εποιήσαμεν, όντας προτού πρακτικά. Και λοιπόν ας μη μάς κατηγορήσῃ τινας διά τουτο, αλλά μάλλον και ας μας ευχαριστήσῃ δια τον κόπον ... τούτο ουχί ιδίᾳ γνώμῃ εποιήσαμεν, αλλά μετά ερωτήσεως και βουλής των σοφωτέρων και διακριτικωτέρων από ημάς» («Πηδάλιον», σελ. 463-464).

Με την ευκαιρία αυτή θα λέγαμε κι εμείς: Νομίζουμε ότι καλό θα ήταν να ανατεθεί το πρόβλημα ως θέμα Διατριβής σε κάποιον υποψήφιο διδάκτορα του Κανονικού Δικαιου με επιβλέποντα (τον) αρμόδιο Καθηγητή. Χρειάζεται δηλ. βάσει των παραδεδομενων κωδίκων και άλλων εγγράφων εκκλησιαστικών ένα ξεκαθάρισμα των κειμένων της Καρθαγένης και (για) να αναδειχθούν οι πραγματικοί κανόνες της, οι κανονικές αποφάσεις, από τις προτάσεις-εισηγήσεις (από τα πρακτικά).

Αυτά περί των πραγματικών και κατά κυριολεξία κανόνων. Και γι' αυτό εκτός της ονομασίας κανόνες έχουν και την προσωνυμία θείοι, γιατί έχουν θεσπισθεί ή επικυρωθεί με τη θεία επιστασία. Δεν νομίζουμε ότι άλλο κανονικό ή μάλλον κανονιστικό κείμενο, π.χ. Κανονισμός ή και Πατριαρχική εγκύκλιος ή και Παπική βούλ(λ)α, μπορεί να διεκδικήσει την προσωνυμία θείος ή θεία, ούτε οι εκδίδοντες αυτά θα θέλουν ή θα έχουν το θάρρος να τα προσονομάσουν θεία.

Και γι' αυτό τονίζουμε ότι και ως θείοι οι κανόνες έδιναν και δίνουν το ορθό, το αληθές.

Και εκτός αυτων των επιχειρημάτων ἕνα άλλο είναι το ἑξής: το ότι δεν επιτρέπεται να παραχαράσσονται οι κανόνες, γιατί παραχαράσσεται η αλήθεια. Το γράμμα, ὡς γνωστόν, είναι ο φορέας του νοήματος, του πνεύματος του κανόνα. Γι' αυτό και ο β΄ καν. της Πενθέκτης (ΣΤ΄) Οικουμ. Συνόδου λέει: «Και μηδενί εξείναι τους προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή ετέρους παρά τους προκειμενους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως υπό τινων συντεθέντας των την αλήθειαν καπηλεύειν επιχειρησάντων. Ει δε τις αλώ (= συλληφθεί) κανόνα τινα των ειρημενων καινοτομιών ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται ...». Γι' αυτό όσοι λένε ότι φυλάμε το πνεύμα των κανόνων και αλλάζουμε τη διατύπωση, το γράμμα, μάλλον σχετικοποιούν τα πράγματα, παρά μιλάνε ρεαλιστικά, μάλλον φιλολογούν παρά ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας.

Φυσικά τα ανωτέρω λέγονται για τη διαφορετική διατύπωση των κανόνων και την αλλαγή τους ή αντικατάσταση και αναθεώρησή τους και ὄχι για την ακριβή μεταφορά ή μετάφρασή τους σε άλλη γλώσσα ή γλωσσικό ιδίωμα.

β) Άλλοι πάλι λένε ότι άλλαξαν οι καιροί, οι άνθρωποι, οι συνήθειές τους και γι' αυτό πρέπει να αλλάξουμε τους κανόνες. Όμως αλλοίμονο, αν οι ανθρώπινες επιθυμίες θέσπιζαν τους κανόνες της ζωής και αλλοίμονο αν οι κανόνες άλλαζαν αναλογα με τις ανθρώπινες αλλαγές και συνήθειες, καθώς και τις πολιτικές, κοσμικές ή κομματικές επιδιώξεις. Δεν μπορούμε ούτε πρέπει να προσαρμόζουμε τους κανόνες προς τις επιθυμίες και ανθρώπινες αδυναμίες ή και αδικίες, αλλά θα προσαρμόζουμε τις επιδιώξεις μας προς τους θείους και ορθούς κανόνες, προς τούς δίκαιους και αλάθητους «υδοδείκτες». Αλλοίμονο αν θα κάνουμε το πρώτο, να ακολουθούμε τις επιθυμίες μας, τότε δεν θα καταλάβουμε ούτε τον κατήφορό μας, ούτε τον διχασμό και τον γκρεμό που μας περιμένει.

Οι ιεροί κανόνες προσφέρουν σε κάθε πιστό το πρότυπο, βάσει του οποίου οφείλει αυτός να πολιτεύεται και να πορεύεται. Οι κανόνες αποτελούν ένα μέτρο, ένα κριτήριο, βάσει του οποίου κρίνονται αντικειμενικά οι πράξεις και η συμπεριφορά των πιστών, των ποιμένων και των ποιμαινόμενων. Αν δεν υπήρχαν αυτοί και οι εντολές της Αγίας Γραφής, θα κινδύνευε ο καθένας μας να πέσει σε υποκειμενικές κρίσεις και διακρίσεις και αδικίες «φυσιούμενος (= παρασυρόμενος, φουσκωμένος) υπό του νοός της σαρκός αυτού» (Κολ. 2,18).

Οι υποστηρίζοντες τη δυνατότητα ή αναγκαιότητα αλλαγής των κανόνων προβάλλουν, για να δικαιολογήσουν την άποψή τους, ένα χωρίο από τον 87 καν. του Μεγ. Βασιλείου (Παραδόξως χρησιμοποιούν κανόνα, ενώ θέλουν να τους αλλάξουν!). Ο κανόνας αυτός αναφέρεται στο ζήτημα «Περί του δύο αδελφάς αγομένου (λαμβάνοντος) εις γάμον». Και στο εν λόγῳ χωρίο του κανόνα ο Μεγ. Βασίλειος γράφει: «Καταγελώ του των νομοθεσιών τους καιρούς μη διακρίνοντος». Και αυτή του τη δηκτική απάντηση την απευθύνει σ' εκείνους που του πρόβαλαν ως επιχείρημα υπέρ του ανωτέρου γάμου το «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» της Παλαιάς Διαθήκης (νομοθεσίας).

Τότε τους λέει αυτούς τους λόγους ο Μέγας Βασίλειος που σημαίνει ότι ο Μέγας Βασίλειος μιλάει για τις εξής δύο νομοθεσίες: Της Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης και όχι για άλλες νομοθεσίες, και όχι για τη δυνατότητα για κάποια νεότερη από την Καινή, για κάποια τρίτη διαφορετική διαθήκη-νομοθεσία.

Ο άγιος Νικόδημος το καθιστά σαφές: «Καταγελώ εκείνον οπού τούτο ήθελεν ειπεί. Επειδή δεν κάμνει διαφοράν του καιρού, καθ' ον είπεν ο Θεός το αυξάνεσθε, και πληθύνεσθε και του καιρού, καθ' όν ο Θεός διά του Παύλου έδωκε την νομοθεσίαν της απροσπαθείας (μετρημενης λήψεως και χρήσεως) των γυναικών». Και μην ξεχνάμε ότι Αγία Γραφή και δη οι εντολές της και οι θείοι κανόνες είναι αλληλένδετοι και ανήκουν στην ίδια νομοθεσία. Και επί πλέον, να έχουμε υπόψη μας: Όταν καταργούμε τους ιερούς κανόνες, ίσως αθελήτως καταργούμε και τους κανόνες (εντολές) της Αγίας Γραφής. Ό,τι ήταν να καταργηθεί από τη νομοθεσία της Παλαιάς Διαθήκης καταργήθηκε ή αναθεωρήθηκε από την Καινή Διαθήκη, την καινή νομοθεσία.

Μη θελήσουμε τώρα να καταργήσουμε και την Καινή και να προβάλλουμε μία καινότερη (νεότερη) νομοθεσία-Διαθήκη. Αυτή δεν θα είναι μία άλλη Καινή, αλλά απλούστατα μία κενή, μία νεωτεριστική, μία αναξιόπιστη νομοθεσία, αφού θα αντιτίθεται προς την αυθεντική και διαχρονική και θεία νομοθεσία.

Σημειωθήτω ότι και μία Οικουμενική Σύνοδος δεν μπορεί να έλθει σε αντίθεση με προηγούμενη Οικουμενική Σύνοδο, γιατί απλούστατα δεν θα είναι Οικουμενική αυτή. Μία σύνοδος, για να είναι Οικουμενική, πρέπει να έχει την καθολικότητα και κατά πλάτος και κατά βάθος. Με το κατά πλάτος εννοούμε ότι πρέπει να εκπροσωπεί την καθόλου επί γής ζώσα και στρατευόμενη Εκκλησία. Και με το κατά βάθος εννοούμε την εν ουρανοίς θριαμβεύουσα Εκκλησία, η οποία έχει εκπροσωπηθεί με τις επτά Οικουμενικές Συνόδους και τις αποφάσεις τους (όρους-κανόνες). Σχετικά παραθέτουμε ένα παραστατικό σχήμα στό Κανονικό μας Δίκαιο, εκδόσεις «Γρηγόρη», Αθήνα 2002, σελ. 177.

Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι για τη λύση πολλών αναφυομένων μέσα στην Εκκλησία προβλημάτων εκτός από την πιστή τήρηση των κανόνων, εκτός δηλαδή από την ακρίβεια, έχουμε και το μέτρο της εκκλησιαστικής οικονομίας. Εκκλησιαστική οικονομία είναι η αρμοδίως και από χριστιανική διάθεση-αγάπη προςκαιρη (ή διαρκέστερη) και λογική παρέκκλιση από την ακρίβεια των κανόνων χωρίς μετακίνηση των δογματικών ορίων, προς σωτηρία των ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται εντός και εκτός της Εκκλησίας. Τέλος ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι και στην παροχή της οικονομίας υπενθυμίζουμε την ακρίβεια, έτσι ώστε να διαιωνίζουμε το κανονικό και ορθό και να το ανανεώνουμε.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.