ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα


ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

 

Εισαγωγικό στο ιστορικό παράδοξο του Ουλφίλα

Θεοφάνης Λ . Δρακόπουλος , ThD Université de Genève

Μία από τις πιο αινιγματικές μορφές του Χριστιανισμού κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορίας του υπήρξε αναμφίβολα ο «φωτιστής», ιεραπόστολος και ένας από τους πρώτους Επισκόπους των Γότθων, ο Ουλφίλας (311-383). Παρά το γεγονός ότι υπήρξε ο ιεραπόστολος των Γότθων των παραδουνάβιων περιοχών και ο εμβληματικός Επίσκοπος αυτών επί σχεδόν τέσσαρες δεκαετίες, ο εφευρέτης του γοτθικού αλφαβήτου (1) και ο μεταφραστής των βιβλικών αναγνωσμάτων στη γοτθική (2), αλλάζοντας έτσι για πάντα τον πολιτισμό τους, εν τούτοις η σύνδεσή του με τον Αρειανισμό τον έθεσε παραδόξως στο περιθώριο της ιστορίας, σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατό του (383), όταν για την Ανατολή οι αρειανικές έριδες πήραν τέλος μετά την οριστική καταδίκη της αιρέσεως από την Β΄ Οικουμενική σύνοδο της Κων/πόλεως (381).

Πράγματι, ακόμη και η μνεία του ονόματός του από ιστορικούς, χρονογράφους και εκκλησιαστικούς συγγραφείς των Δ΄ και Ε΄ αιώνων σπανίζει, και αυτό παρά το γεγονός ότι ο καρπός του ιεραποστολικού του έργου υπήρξε μοναδικός, συγχρόνως όμως και πικρός, αφού προσηλύτισε τα γοτθικά φύλα στον αρειανισμό των Ομοίων, καθιστώντας έτσι δυνατή και την, δια της προς δυσμάς μετακινήσεως των Γότθων, διάδοση της αιρέσεως σε όλα σχεδόν τα ποικιλώνυμα γερμανικά φύλα της εποχής (3). Ο καρπός θα αποδειχθεί ακόμη πικρότερος για την Εκκλησία με την συμπερίληψη του filioque στην αρειανική σύνοδο της βησιγοτθικής πρωτεύουσας του Τολέδο το 589 (4),αλλά και την ανακήρυξη του A ρειανισμού ως επίσημης θρησκείας του βασιλείου των Βησιγότθων (5) μέχρι της οριστικής καταλύσεως του μεν βασιλείου της Τουλούζης από τον ορθόδοξο Φράγκο ηγεμόνα Κλόβι (μάχη του Βουιγιέ, 507), του δε Τολέδο το 711 από τους Άραβες.

Το βιβλιογραφικό παράδοξο του Ουλφίλα έγκειται στο γεγονός ότι, παρά το πολυδιάστατο έργο του, οι μόνες πηγές που αναφέρονται στο πρόσωπό του είναι οι ακόλουθες: α) Δύο συνοπτικά κεφάλαια του αρειανού ιστορικού Φιλοστόργιου (6), τα οποία παρατίθενται από τον Μ. Φώτιο, ο οποίος όμως τον κατηγορεί για υπέρμετρο θαυμασμό στο πρόσωπό του ομόφρονος αρειανού διδασκάλου και Καππαδόκη συμπατριώτη του Ουλφίλα, προσάπτοντάς του μάλιστα μεταξύ άλλων και το γεγονός ότι τον αποκαλούσε «Μωϋσή» (7). β) Μία επιστολή του Αυξεντίου, Επισκόπου Δορυστόλου, την οποία παραθέτει ο αρειανός Επίσκοπος Μαξιμίνος, στο έργο του Dissertatio contra Abrosium . Η επιστολή δεν είναι αυτούσια, ενώ ο Αυξέντιος παρουσιάζεται ως μαθητής του Ουλφίλα, ο οποίος μάλιστα παρακολούθησε τα κηρύγματά του από νεαρή ηλικία. Τα αποσπάσματα της Επιστολής διασώθηκαν σε χειρόγραφο του κώδικα Parisinus Latinus 8907 (τέλη Ε΄ -αρχές ΣΤ΄ αι.), όπου εμπεριέχονται τα δύο πρώτα βιβλία του έργου De Fide του Αμβροσίου Μιλάνου και τα πρακτικά της Συνόδου της Ακυλίας του 381. Στο περιθώριο των πρακτικών αυτών παρατίθεται η Επιστολή του Αυξεντίου (8). Στην Επιστολή εκτίθεται η αρειανική Τριαδολογία του Ουλφίλα και η θεολογική θεμελίωσή της, μία περίληψη της εκκλησιαστικής του σταδιοδρομίας, καθώς και μια ομολογία πίστεως, την οποία άφησε προ του θανάτου του στους νεοβαπτισθέντες Γότθους. Κριτικές εκδόσεις της Ομολογίας αυτής παρουσιάσθηκαν στα τέλη του 19 ου αιώνα (9).

Οι άλλες αναφορές στο πρόσωπό του είναι δευτερεύουσας σημασίας και παρατίθενται με χρονολογικές όμως ανακρίβειες , από εκκλησιαστικούς Ιστορικούς, όπως ο Σωκράτης (10) ή ο Σωζομενός (11), πάντοτε όμως στο πλαίσιο των σχέσεων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των Γοτθικών φύλων των παραδουνάβιων περιοχών, αφού ο Ουλφίλας έπαιξε σημαντικό ρόλο στις διμερείς σχέσεις ως άνθρωπος του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος. Πράγματι, η υιοθέτηση του αρειανισμού του χειροτονήσαντα αυτόν και πνευματικού του πατέρα, Ευσεβί o υ Νικομηδείας κατά τή σύνοδο της Αντιοχείας (341), όταν δηλ. ο Ευσέβιος είχε ήδη μετατεθή στην Κπολη, τον ανέδειξε σε σημαίνουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα των μετριοπαθών αρειανών κατά την περιόδο των αρειανικών ερίδων, που επακολούθησαν τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου. Ο Ουλφίλας δεν υπήρξε ο πρώτος ιεραπόστολος των Γότθων, αφού, όπως μάς πληροφορεί ο Επιφάνιος Σαλαμίνος, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος εξόρισε τον αιρετικό επίσκοπο Αύδιο στη Σκυθία, όπου λέγεται ότι ανέλαβε τον εκχριστιανισμό των Γότθων της περιοχής, ενώ συγχρόνως εισήγαγε στην περιοχή τον μοναστικό βίο (12). Την ίδια περίπου περίοδο ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στην ιεραποστολική δράση στους Γότθους κάποιου ονόματι Ευτυχή, για τον οποίο όμως δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες (13).

Σημειώνουμε ότι ήδη στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325) είχε συμμετάσχει ως Επίσκοπος Γοτθίας ο Θεόφιλος, ο οποίος μάλιστα, σύμφωνα με την μαρτυρία του ιστορικού Σωκράτη, φέρεται να είχε δίδαξει την χριστιανική πίστη στον Ουλφίλα (14). K ατά τον G . Bardy , η παράδοση αυτή, η οποία μαρτυρείται και από τον Βίο του Αγίου Σάββα, εφόσον αυτός εκληφθεί ως αξιόπιστος, αναφέρεται στους εγκατεστημένους στις παράκτιες περιοχές του Ευξείνου Πόντου και στην χερσόνησο της Ταυρικής Γότθους. Ο ερευνητής υποθέτει ότι ο Ουλφίλας γεννήθηκε στην Κριμαία, μολονότι η παράδοση αυτή, ήτοι η σύνδεση του Ουλφίλα με τον Επίσκοπο Γοτθίας Θεόφιλο, είχε πιθανόν απολογητικό χαρακτήρα και αποσκοπούσε να προβάλει τη συνέχεια στον επισκοπικό θρόνο της Γοτθίας, καίτοι ο Ουλφίλας ήταν Επίσκοπος των Γότθων των Παραδουνάβειων περιοχών (15).

Μολονότι δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε την ιστορική ακρίβεια της εν λόγω μαρτυρίας, είναι βέβαιο ότι οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες Γότθων προϋπήρχαν της ιεραποστολικής δραστηριότητας του Ουλφίλα, μετακινούντο όμως συνεχώς, λόγω των εξ Ανατολών εισβολέων Ούνων. Ο Ουλφίλας επρόκειτο να γίνει ο ιεραπόστολος των Γότθων των παραδουνάβειων περιοχών, η πλειοψηφία των οποίων ολίγες δεκαετίες αργότερα στράφηκε οριστικά προς τη Δύση, δημιουργώντας το βασίλειο των Βησιγότθων που εκτεινόταν από την ΝΔ Γαλλία μέχρι την Ιβηρική χερσόνησο.

Κατά τον Φιλοστόργιο, ο Ουλφίλας καταγόταν από οικογένεια Καππαδοκών, πιο συγκεκριμένα από τα Σαδαγολθινά (16), η οποία είχε αιχμαλωτιστεί από τους Γότθους κατά τις ληστρικές επιδρομές τους στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας επί βασιλείας του Βαλεριανού. Εάν ευσταθεί η μαρτυρία του Φιλοστόργιου (ΙΙ, 5) ότι όταν ο Ουλφίλας χειροτονήθηκε Επίσκοπος Γοτθίας, περί το 341, ήταν 30 ετών, αυτό σημαίνει ότι η γέννησή του θα πρέπει να τοποθετηθεί περί το 311. Από το γοτθικής ετυμολογίας όνομά του ( Wulfila = μικρός λύκος), μπορούμε να υποθέσουμε ότι πιθανόν ο πατέρας του να ήταν Γότθος, ενώ οι καππαδοκικές ρίζες του ήταν από την πλευρά της μητέρας του, τέκνο αιχμαλώτων γονέων. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή πρέπει να γεννήθηκε σκλάβος. Σε νεαρή όμως ηλικία χειροθετήθηκε Αναγνώστης (17) για τις κοινότητες των χριστιανών Γότθων στις παραδουνάβιες περιοχές, οι οποίες θα αποτελούσαν εφεξής και τον τομέα εκκλησιαστικής διακονίας του.

Φαίνεται ότι γρήγορα διακρίθηκε στη γοτθική κοινότητα και έχαιρε αυθεντίας, αφού σε νεαρή ήδη ηλικία συμμετείχε στην αντιπροσωπία που απεστάλη για επαφές με τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄, και όχι με τον Κωνσταντίνο, όπως αναφέρει ο Φιλοστόργιος, αφού στη συνέχεια αναφέρει ότι χειροτονήθηκε Επίσκοπος από τον Ευσέβιο Νικομηδείας και τους Επισκόπους που τον περιστοίχιζαν. Εάν έχει ιστορική βάση η μαρτυρία του Αυξεντίου, ότι ο Ουλφίλας πέθανε μεταξύ 381 και 383, έχοντας διατελέσει σαράντα χρόνια Επίσκοπος Γοτθίας, αυτό σημαίνει ότι το έτος ανελίξεώς του στον επισκοπικό θρόνο θα πρέπει εκ των πραγμάτων να έγινε μέχρι το 341, έτος κοιμήσεως του Ευσεβίου Νικομηδείας, ο οποίος λίγο πριν είχε ανέλθη στον θρόνο του αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως (18).

Ο Αυξέντιος μάς πληροφορεί ότι χειροτονήθηκε Επίσκοπος σε ηλικία 30 ετών, συσχετίζοντας μάλιστα το γεγονός αυτό με την ηλικία που ἀνέλαβαν δράση ο Ιησούς και οι άγιοι άνδρες Δαυίδ και ο Ιωσήφ (19). Η αποστολή του ήταν η διάδοση του Ευαγγελίου στους Γότθους, η οποία ήταν αναμφίβολα μία επιλογή του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β΄, ο οποίος θέλησε να εκχριστιανίσει τα βαρβαρικά έθνη των παραδουνάβειων περιοχών, όχι μόνο για την διάδοση του Ευαγγελίου, γεγονός που αποτελούσε ιερό χρέος για κάθε βυζαντινό αυτοκράτορα, αλλά και για την ειρήνευση της περιοχής δια της επικράτησης του χριστιανικού πνεύματος αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας.

Ωστόσο, οι Γότθοι ηγεμόνες αντιλήφθηκαν ευλόγως την προσπάθεια εκχριστιανισμού των λαών τους ως αύξηση της πολιτικής επιρροής του Βυζαντίου, γι’ αυτό και σε πρώτη φάση ήσαν εχθρικοί στις ιεραποστολικές δράσεις των βυζαντινών. Ο Ουλφίλας θα πρέπει να αντιμετωπιζόταν από τους Γότθους όχι μόνο ως ιεραπόστολος, αλλά και ως εκπρόσωπος του βυζαντινού αυτοκράτορα. Αυτό ίσως εξηγεί και το γεγονός ότι ο Ουλφίλας εκδιώχθηκε δύο φορές από τη παραδουνάβια Γοτθία, την πρώτη περί τα τέλη του 348/349 και τη δεύτερη 369/ 370, όταν δηλ. παρατηρήθηκε όξυνση των διμερών σχέσεων.

Πράγματι, όπως μάς πληροφορεί ο Αυξέντιος, επτά χρόνια μετά την ανάληψη των αρχιερατικών καθηκόντων του ως Επίσκοπος Γοτθίας, οι ηγεμόνες Γότθοι εξεδίωξαν τους νεοφύτους στον χριστιανισμό γοτθικούς πληθυσμούς, αναγκάζοντας τον Ουλφίλα να διασχίσει με ένα μεγάλο μέρος του ποιμνίου του τον Δούναβη για να εγκατασταθεί στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Άλλωστε, αυτή ήταν η κύρια επιθυμία τους αμέσως μετά την αποδοχή του χριστιανισμού, ήτοι να εισέλθουν στα εδάφη της αυτοκρατορίας και να τεθούν στη διάθεση του αυτοκράτορα. Ο Αυξέντιος παραλληλίζει μάλιστα την έξοδό του από τα βαρβαρικά εδάφη με την Έξοδο των Ιουδαίων από την Αίγυπτο και τον Ουλφίλα με τον Μωϋσή (20).

Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος τον υποδέχθηκε με τιμές και έδωσε την άδεια του στους εκδιωχθέντες Γότθους χριστιανούς για να εγκατασταθούν στους πρόποδες του Αίμου, στην περιοχή της Νικοπόλεως, όπου και παρέμεινε τα επόμενα 33 χρόνια της αρχιερατείας του ο ιεραπόστολος των Γότθων. Ο Ουλφίλας αναφέρεται στις πηγές εκ νέου για τη συμμετοχή του στη Σύνοδο της Κπόλεως του 360, όπως θα δούμε και κατωτέρω, έχοντας προφανώς αφοσιωθεί στο εκχριστιανισμό για την ένταξη και άλλων γοτθικών φύλων στην αυτοκρατορία, τα οποία αναζητούσαν καταφύγιο στα εδάφη της αυτοκρατορίας, λόγω των αιματηρών επελάσεων και επιδρομών των Ούνων κατά την τριετία 376-378.

Ο Ουλφίλας παρουσιάζεται να παίζει σημαντικό ρόλο στον Α΄ Γοτθικό πόλεμο (376-382) για τον εκχριστιανισμό των Βησιγότθων το 376, πείθοντάς τους να αποδεχθούν τον απαραίτητο όρο που είχε θέσει ο αυτοκράτορας Ουάλης (374-378) για την εγκατάσταση των γοτθικών φύλων στα εδάφη της αυτοκρατορίας, που δέν ήταν άλλος από τον υποχρεωτικό εκχριστιανισμό, από κοινού με την τήρηση των νόμων της αυτοκρατορίας, την καλλιέργεια των γαιών τῶν αραιοκατοικημένων πειροχών για την απόδοση φορολογίας, καθώς καί την ενίσχυση των στρατευμάτων του αυτοκράτορα. Προφανώς, για τον λόγο αυτό, ο Ουλφίλας το 376 ετέθη επικεφαλής γοτθικής αντιπροσωπίας, η οποια συνάντησε τον αυτοκράτορα Ουάλη προκειμένου να συζητηθή η ειρηνική είσοδος και η εγκατάσταση του γοτθικού αυτού φύλου στην βυζαντινή επικράτεια. Η συντριβή όμως των αυτοκρατορικών στρατευμάτων από τα εξεγερθέντα φοιδεράτα των Γότθων στην μάχη της Αδριανούπολης (9 Αυγούστου του 378) και ο θάνατος του ίδιου του Ουάλη στο πεδίο της μάχης άλλαξαν πλέον και την πολιτική της αυτοκρατορίας έναντι των Αρειανών, αφού καθιερώθηκε πλέον επίσημα από τον διάδοχο του αυτοκράτορα Θεοδόσιο (378-395) με το περίφημο Διάταγμα (380) για τη γενική επιβολή του Συμβόλου πίστεως της Νικαίας, όπως και την εξορία όλων των αρνούμενων τη Νικαϊκή θεολογία αρχιερέων (21). Γι’ αυτό άλλωστε συγκλήθηκε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος (381) για την άμεση εφαρμογή του Διατάγματος (22), με εγγυητές της Ορθοδοξίας της Νικαίας τους Επισκόπους Ρώμης Δάμασο και Αλεξανδρείας Πέτρο (23).

 

Οι θεολογικές καταβολές του Ουλφίλα

Προκειμένου να αντιληφθούμε καλύτερα την μορφή του Αρειανισμού, που υιοθέτησαν οι Γότθοι διαδίδοντάς τον στη Δύση κατά τους επόμενους αιώνες και υποχρεώνοντας τα γερμανικά φύλα που υποδούλωναν να τον ασπασθούν θα πρέπει να αναφερθούμε στη δεύτερη περιόδο των αρειανικών ερίδων, η οποία κατ’ ουσίαν αρχίζει την επομένη του θανάτου του Μ. Κωνσταντίνου το 337, μολονότι το ζήτημα, παρά τις αντιδράσεις της αρειανικής μερίδας, είχε επιλυθεί με τις αποφάσεις της Α΄Οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας (325) και την υιοθέτηση του όρου «ομοούσιος» ως δηλωτικού της σχέσης του Πατρός και του Υιού.

Ο θάνατος λοιπόν του Μ. Κωνσταντίνου (337) σήμανε την εκ νέου αναζωπύρωση των θεολογικών έριδων επί της βασιλείας του Κωνστάντιου Β΄ και τις τέσσαρες παρατάξεις, οι οποίες, εκτός από την ορθόδοξη παράταξη των νικαϊκών («Ὁμοουσιανοί»), επικεφαλής της οποίας υπήρξε σε πρώτη φάση ο Μ. Αθανάσιος και αργότερα οι Καππαδόκες Πατέρες, μπορούν να διακριθούν στις κάτωθι: α) «Ὁμοιουσιανοί», οι οποίοι υποστήριζαν ότι τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν είναι της ίδιας ουσίας, αλλά «ὁμοίας», καθώς αδυνατούσαν να κατανοήσουν πώς η ουσία των τριών προσώπων της τριαδικού Θεού ήταν η ίδια και αυτή, ενώ ο Χριστός έζησε συγχρόνως ως άνθρωπος και σταυρώθηκε. Επικεφαλής της παράταξης αυτής από το 341 και μετά ήταν ο Βασίλειος Αγκύρας. β) Αντιθέτως, οι «Όμοιοι», με επικεφαλής αυτών τον Ευσέβιο Νικομηδείας, θεωρούσαν ότι ο όρος «Ὁμοούσιος» συνέχεε τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, και ότι οποιοσδήποτε σχετικός όρος με την κατάληξη - ούσιος ήταν αδόκιμος, αφού δεν απαντά στην Βίβλο, ενώ υποτίθεται επίσης ότι ευνοούσε τη σαβελλιανή ερμηνεία της σχέσεως Πατρός και Υιού. γ) Αμέσως μετά τον θάνατο του Ευσεβίου (341) την ηγεσία ανέλαβαν οι Ακάκιος Καισαρείας και Ευδόξιος Κωνσταντινουπόλεως και επέτυχαν, με την εύνοια και του αυτοκράτορα Κωνσταντίου Β΄, να αποκλεισθεί ο όρος «Ὁμοούσιος» και αντ’ αυτού να αναφέρεται ότι ο Υιός ήταν απλώς «ὅμοιος τῷ Πατρί», απ’ όπου και η ονομασία τους «Ὁμοουσιανοί». δ) Την τέταρτη παράταξη αποτελούσαν οι «Ἀνόμοιοι», γνωστοί και ως νεοαρειανοί, ήσαν ακραίοι, αφού, δίδασκαν ότι ο Υιός ήταν «ἀνόμοιος τ ῷ Πατρί » και ότι τα τρία πρόσωπα ήσαν απολύτως διακριτά. Επικεφαλής της παράταξης ήσαν ο Αέτιος και ο Ευνόμιος, οι οποίοι τόνιζαν την διάκριση των τριών προσώπων, αναγκάσθηκαν όμως να υιοθετήσουν την διατύπωση των «Ὁμοίων» για πολιτικούς λόγους.

Ο Ευσέβιος Νικομηδείας, ο οποίος εβάπτισε τον Μ. Κωνσταντίνο σε προάστιο της Νικομηδείας στις 21 Μαΐου τοῦ 337 (24) και χειροτόνησε τον Ουλφίλα, ανήκε στους ακραίους αρειανούς («ἀρειομανῖται», κατά τόν Ευστάθιο Αντιοχείας) (25) ή αλλιώς «Ὁμοίους». Προφανώς, εξασφάλισε την εύνοια του διαδόχου του Μ. Κωνσταντίνου για το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος αυτοκράτορα Κωνσταντίου, ενώ οι Κωνσταντίνος Β΄ και Κώνστας, οι οποίοι ανέλαβαν τη διοίκηση της Δύσεως, παρέμειναν πιστοί στο Σύμβολο Νικαίας και στην Ορθοδοξία. Οι αρειανόφρονες λοιπόν αρχιερείς της Ανατολής, γνωρίζοντας ότι οι αποφάσεις τους πλέον αφορούσαν μόνο το ανατολικό κράτος, συγκάλεσαν τη Σύνοδο της Αντιοχείας (339), στην οποία επιβεβαίωσαν τις καταδίκες των Μ. Αθανασίου και Μαρκέλλου Αγκύρας επέβαλαν αρειανόφρονες στους θρόνους της Αλεξανδρεαίς και της Κπόλεως, ήτοι τον Γρηγόριο Καππαδόκη και τον Ευσέβιο Νικομηδείας αντιστοίχως. Ο Ευσέβιος μέχρι τον θάνατό του (341) ως επικεφαλής των αρειανοφρόνων κατ’ ουσίαν λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος όλων των επιμέρους τάσεων των αιρετικών.

Ο Ουλφίλας συνεδέετο λοιπόν με την παράταξη των Ὁμοίων, γεγονός που αποτυπώνεται στο έργο του θαυμαστή και συμπατριώτη του Αυξεντίου (26), καθώς απέρριπτε τόσο τους Ομοουσιανούς (27), όσο και τους Ομοιουσιανούς (28), όπως επίσης και την αυθαίρετη κατ’ αυτόν χρήση οιουδήποτε όρου με το συνθετικό –ούσιος, αφού δεν απαντά πουθενά στην Βίβλο. Θεωρούσε τις εν λόγω παρατάξεις ως άθεες αιρέσεις και έργο του Αντιχρίστου (29). Για τον Ουλφίλα η διάκριση μεταξύ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος δεν αναφέρεται στην ουσία αυτών, αλλά στον τρόπο υπάρξεως τους και στον ειδικότερο ρόλο τους στην αποκάλυψη της θείας βουλήσεως στον κόσμο (30). Ο Χριστός, για τον Ουλφίλα, είναι ο μονογενής Θεός, δημιουργηθείς δια της βουλήσεως και της παντοδυναμίας του αγεννήτου ( ingenitus ) Θεού Πατρός (31), κατέστη δε Δημιουργός (32) με τη δύναμη του Πατρός όλων των επουρανίων και επιγείων δημιουργημάτων ορατών και των αοράτων. Έτσι, για τον Ουλφίλα, το άγιο Πνεύμα είναι ένα δημιούργημα του Υιού, το οποίο διακονεί και μεσιτεύει για την κοινοποίηση του θείου θελήματος στους ανθρώπους (33).

Άλλωστε, ως οπαδός των Ομοίων, συμμετείχε στη σύνοδο της Κπόλεως (15 Φεβρ. 360), η οποία συγκλήθηκε επί βασιλείας Κωνσταντίου και πατριαρχίας Ευδόξιου με την ευκαιρία των εγκαινίων του πρώτου Ναού της του Θεού Σοφίας. Η Σύνοδος κατ’ ουσίαν αποτέλεσε θρίαμβο της παράταξης των Ομοίων, αφού επέβαλε την ποινή της καθαιρέσεως στους σημαντικότερους ομοιουσιανούς ιεράρχες (Βασίλειο Αγκύρας, Μακεδόνιο Κπόλεως, Κύριλλου Ιεροσολύμων κ.ά.), την υιοθέτηση του αρειανικού Συμβόλου της Νίκης και την κοινοποίησή του σε όλους τους Επισκόπους της Εκκλησίας. Σημειωτέον όμως ότι κατά τον Σωζομενό, ο Ουλφίλας μέχρι τότε ήταν θιασώτης της νικαϊκής θεολογίας και ότι θεωρ o ύσε τη νέα χριστολογική έριδα ως προκληθείσα όχι για δογματικούς, αλλά γιά προσωπικούς λόγους, εκτίμηση που αναφέρει και ο Θεοδώρητος: «Κατ' ἐκεῖνον δὲ τὸν χρόνον Οὐλφίλας αὐτῶν ἐπίσκοπος ἦν, ᾧ μάλα ἐπείθοντο, καὶ τοὺς ἐκείνου λόγους ἀκινήτους ὑπελάμβανον νόμους. Τοῦτον καὶ λόγοις κατακηλήσας Εὐδόξιος καὶ χρήμασι δελεάσας, πεῖσαι παρεσκεύασε τοὺς βαρβάρους τὴν βασιλέως κοινωνίαν ἀσπάσασθαι. Ἔπεισε δὲ φήσας ἐκ φιλοτιμίας γεγενῆσθαι τὴν ἔριν, δογμάτων δὲ μηδεμίαν εἶναι διαφοράν. Οὗ δὴ ἕνεκα μέχρι καὶ τή σήμερον οἱ Γότθοι μείζονα μὲν τὸν πατέρα λέγουσι τοῦ υἱοῦ, κτίσμα δὲ τὸν υἱὸν εἰπεῖν οὐκ ἀνέχονται, καίτοι κοινωνοῦντες τοῖς λέγουσιν. Ἀλλ' ὅμως οὐ παντάπασι τὴν πατρῴαν διδασκαλίαν κατέλιπον· καὶ γὰρ Οὐλφίλας Εὐδοξίῳ καὶ Βάλεντι κοινωνῆσαι πείθων αὐτοὺς οὐκ εἶναι δογμάτων ἔφη διαφοράν, ἀλλὰ ματαίαν ἔριν ἐργάσασθαι τὴν διάστασιν» (34).

Ο Σωζομενός δίδει δύο πιθανές εξηγήσεις για την προσχώρηση του μέχρι τότε ορθοδόξου Ουλφίλα στους αρειανούς. Εκτιμά λοιπόν ότι αυτή έγινε, είτε προκειμένου να συνεχίσει το ιεραποστολικό έργο του στους Γότθους των παραδουνάβειων περιοχών, είτε γιατί όντως θεωρούσε την αρειανική περί Θεού θεώρηση καλύτερη. Το αποτέλεσμα όμως της αποφάσεως αυτής, όπως σημειώνει ο ιστορικός, ήταν να προσχωρήσουν όλοι οι Γότθοι στον αρειανισμό:

«Τὰ μὲν γὰρ πρῶτα οὐδὲν διεφέρετο πρὸς τὴν καθόλου ἐκκλησίαν, ἐπὶ δὲ τῆς Κωνσταντίου βασιλείας ἀπερισκέπτως οἶμαι μετασχὼν τοῖς ἀμφὶ Εὐδόξιον καὶ ᾿Ακάκιον τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου διέμεινε κοινωνῶν τοῖς ἱερεῦσι τῶν ἐν Νικαίᾳ συνελθόντων· ὡς δὲ εἰς Κωνσταντινούπολιν ἀφίκετο, λέγεται διαλεχθέντων αὐτῷ περὶ τοῦ δόγματος τῶν προεστώτων τῆς ᾿Αρειανῆς αἱρέσεως καὶ τὴν πρεσβείαν αὐτῷ συμπράξειν πρὸς βασιλέα ὑποσχομένων, εἰ ὁμοίως αὐτοῖς δοξάζοι, βιασθεὶς ὑπὸ τῆς χρείας ἢ καὶ ἀληθῶς νομίσας ἄμεινον οὕτω περὶ θεοῦ φρονεῖν, τοῖς ᾿Αρείου κοινωνῆσαι καὶ αὐτὸν καὶ τὸ πᾶν φῦλον ἀποτεμεῖν τῆς καθόλου ἐκκλησίας. Ὑπὸ διδασκάλῳ γὰρ αὐτῷ παιδευθέντες οἱ Γότθοι τὰ πρὸς εὐσέβειαν καὶ δι' αὐτοῦ μετασχόντες πολιτείας ἡμερωτέρας πάντα ῥᾳδίως αὐτῷ ἐπείθοντο, πεπεισμένοι μηδὲν εἶναι φαῦλον τῶν παρ' αὐτοῦ λεγομένων ἢ πραττομένων, ἅπαντα δὲ συντελεῖν εἰς χρήσιμον τοῖς ζηλοῦσιν» (35).

Εφόσον οι ανωτέρω ιστορικές μαρτυρίες είναι αξιόπιστες, ο Ουλφίλας μολονότι γνώριζε από τον χειροτονήσαντα αυτόν Ευσέβιο Νικομηδείας την Τριαδολογία των «Ὁμοίων» και, σύμφωνα με την μαρτυρία του Αυξεντίου, απέρριπτε ως αιρέσεις τις άλλες παρατάξεις του Αρειανισμού, ήτοι των Ὁμοουσίων (36) και των Ὁμοιουσίων (37), είναι πιθανόν να κατέληξε σε μία συμβιβαστική στάση προκειμένου να μην αναιρεθεί το σπουδαίο ιεραποστολικό έργο που είχε ήδη συντελέσει. Πιθανόν, να θεωρούσε ότι αυτές οι «λεπτολόγες» ( sic ) διαφορές δεν θα γίνονταν εύκολα κατανοητές από τους άρτι προσηλυτισθέντες στον χριστιανισμό Γότθους των παραδουνάβειων περιοχών, οι οποίοι ήσαν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεύτερη γενεά χριστιανών. Θα ήταν πράγματι δύσκολο να εξηγήσει στο ποίμνιό του οποιαδήποτε αλλαγή στο αρχικό κήρυγμά του, το οποίο απηχούσε τις διδασκαλίες των Ὁμοίων και του επικεφαλής αυτών την εποχή της χειροτονίας του αρχιεπισκόπου τότε ΚΠόλεως Ευσταθίου, πρώην Νικομηδείας. Άλλωστε, το Credo του Ουλφίλα, που παραθέτει ο συμπατριώτης και ομοιδεάτης του Αυξέντιος είναι η δογματική κληρονομιά που άφησε στις επόμενες γενεές όχι μόνο των Γότθων της Δύσεως, αλλά και όλων των γερμανικών φύλων που αυτοί υπέταξαν στους επόμενους αιώνες, μέχρι της οριστικής καταλύσεως του βασιλείου τους. Το παραθέτουμε στο πρωτότυπο:

« Ego Ulfila episkopus et confessor semper sic credidi et in hac fide sola et uera transitum facio ad dominum meum :

Credo

unum esse deum patrem solum ingenitum et inuisiuilem et in unigenitum filium eius dominum et deum nostrum , opificem et factorem uniuerse creature non habentem similem suum ideo unus est omnium deus pater , qui et dei nostri est deus et unum spiritum sanctum , uirtutem inluminantem et sanctificantem , ut ait Cristus post resurrectionem ad apostolos suos : ecce ego mitto promissum patris mei in uobis , uos autem sedete in ciuitate [ m ] Hierusalem , quoadusque induamini uirtute [ m ] ab alto ; item et : accipietis uirtutem superueniente [ m ] in uos sancto spiritu -- nec deum nec dominum sed ministrum Cristi fidelem , nec equalem sed subditum et oboedientem in omnibus filio et filium subditum et oboedientem suo in omnibus deo patri ».


Υποσημειώσεις

(1)Το Γοτθικό αλφάβητο που επινόησε ο Ουλφίλας προέρχεται από το κεφαλαιογράμματο ελληνικό αλφάβητο, με την προσθήκη ρουνικών συμβόλων και λατινικών χαρακτήρων στη στρογγυλόσχημη γραφή ( onciale ). Βλ . εκτενέστερα Nigel Pennik , Runes et Magie, Histoire et pratique des anciennes traditions runiques, Paris 1995, ed. L ’ originaire , σελ. 26 κεξ.

(2) Η μετάφραση της Βίβλου ή μέρος αυτής από τον Ουλφίλα αποτελεί το πρώτο γραπτό κείμενο της γερμανικής γλώσσας. Βλ . εκτενέστερα Elfriede Stutz, ‘Das Neue Testament in Gotischer Sprache’, in Die alten Übersetzungen des Neuen Testaments, die Kirchenväterzitate und Lektionare, éd. Kurt Aland, Arbeiten zur neutestamentlichen Textforschung, 5, Berlin – Boston, ἐκδ . Gruyter, 1972, σελ . 375-402. Πρβλ . Peter Heather&John Heather, The Goths in the Fourth Century, Liverpool University Press, 20042, 145 κεξ .

(3)Πράγματι, τα γερμανικά φύλα (Σουηβοί, Αλαμανοί, Βένδες, Βάνδαλοι) πού υποτάχτηκαν στους Βησιγότθους υιοθέτησαν τον Αρειανισμό, όπως επίσης και οι Λογγοβάρδοι, οι οποίοι μετεστράφησαν στην Ορθοδοξία μόλις τον Ζ΄ αιώνα. Βλ . Εκτενέστερα Guido M. Berndt & Roland Steinacher, Arianism: Roman Heresy and Barbarian Creed, Routledge, 2014.

(4)Στην εναρκτήρια ομιλία του στη Σύνοδο ο βησιγότθος βασιλιάς Ρεκαρέδος δήλωσε ότι «Πρέπει επίσης να ομολογήσουμε και να διδάξουμε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό ( filioque ) ». Μολονότι δήλωσε την αποδοχή των πρώτων τεσσάρων Οικουμενικών Συνόδων, απήγγειλε το Σύμβολο Νικαίας-ΚΠόλεως με την προσθήκη του Filioque, ενώ το 3 ο από τα είκοσι τρία αναθέματα που ενέκρινε η Σύνοδος, καταδικάζει «όσους δεν ομολογούν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό» (Credo in Spiritum Sanctum Qui Ex Padre Procedit Filioque), την ίδια στιγμή που το 11 ο ενδέκατο ανάθεμα καταδικάζει εκείνους που δεν δέχονται τα διατάγματα των πρώτων τεσσάρων Οικουμενικών Συνόδων. Η αντιφατική αυτή σύζευξη των αποφάσεων των Οικουμενικών συνόδων με την αρειανική προσθήκη στο Σύμβολο της πίστεως είναι ενδεικτική της ελλείψεως θεολογικής ακρίβειας. Σημειωτέον ότι παρά την θεωρητική υιοθέτηση του Συμβόλου Νικαίας- Κπόλεως, ο 2 ος κανόνας της Συνόδου εισάγει τον όρο F ilioque : «Credo in Spiritum Sanctum Qui Ex Padre Procedit Filioque». Βλ . εκτενέστερα Edward Arthur Thompson, The Goths in Spain, Oxford1969, ed.Clarendon Press, σελ . 67 κεξ .

(5) Για το βασίλειο των Βησιγότθων της Οξιτανίας και της Ιβηρικής, τις αλλαγές των συνόρων και την σχέση του με την αυτοκρατορία βλ. Roger Collins , Wisigothic Spain , 409- 711 , Οξφόρδη 2004, ed . Blackwell και Jo ë l Schmidt , Le Royaume wisigoth d ' Occita nie , Paris 1992, é d . Perrin .

(6) Εκκλησιαστική Ιστορία, ΙΙ, 5. Φωτίου, Μυριόβιβλος, 40, PG 103, 72 B -73 B .

(7) II ,5: «  K αὶ τὸν Οὐλφίλαν διὰ πλείστης ἦγε τιμῆς ὡς καὶ πολλάκις «ὁ ἐφ' ἡμῶν Μωσῆς» λέγειν περὶ αὐτοῦ. Λίαν δὲ οὗτος τὸν ἄνδρα θειάζει, καὶ τῆς αἱρετικῆς αὐτοῦ δόξης ἐραστὴν αὐτόν τε καὶ τοὺς ὑπ' αὐτὸν ἀναγράφει ».

(8) B. Capelle, «La lettre d’Auxence sur Ulfila», Revue Benedictine 34 (1922), σ . 224- 233 · . Gryson, Scolies ariennes sur le Concile d’Aquilée, Sources Chrétiennes 267, Paris 1980.

(9) Waltz F. A.,Ueber das Leben und die Lehre Ulfilas, Hanovre 1840. Bessel W.,Ueber das Leben des Ulfilas, Goettingue, 1860. F. Kaufmann, Aus der Schule des Ulfila. Strasbourg 1899, t. X, 467- 468.

(10) Εκκλ . Ιστορία , ΙΙ , 41, PG 67, 349 C · IV, 33, PG 67, 553.

(11) Εκκλ. Ιστορία, IV , 24, PG 67, 1188 D .

(12) Επιφάνιος , Πανάριον, 70, 14 . PL 42, 372.

(13) Μ. Βασιλειου , Επιστολή ΡΞΔ’, 2. PG 32, 635 C - D .

(14) Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙ, 41, 23. PG 67, 349 C : «Ταύτῃ καί Οὐλφίλας ὁ τῶν Γότθων ἐπίσκοπος τότε πρῶτον συνέθετο. Τό γάρ ἔμπροσθεν χρόνον, τήν ἐν Νικαίᾳ πίστιν ἠσπάζετο, ἑπόμενος Θεοφίλῳ, ὅς τῶν Γότθων ἐπίσκοπος ὤν τῇ ἐν Νικαίᾳ συνόδῳ παρών καθυπέγραψα. Τοσαῦτα μέν περί τούτων εἰρήσθω».

(15) G. Bardy, ‘Ulfila’, DEC, 2049.

(16) Philostorgius, Kirchengeschichte , ed. J. Bidez, GCS 21, σ . 17-18 · Herwig Wolfram , History of the Goths, University of California Press, 1990, σ . 75.

(17) R. Gryson, Scolies ariennes sur le Concile d’Aquilée, SC 267, σ . 245, &56. Εφεξής: Scolies ariennes .

(18)Την υπόθεση αυτή υιοθετεί και ο Β. Ι. Φειδασ, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήνα 1997 3, σ. 368.

(19) Scolies ariennes. , σ . 245-247, &56-57.

(20) Scolies ariennes., σ . 249, & 59.

(21) Thomson E. A., The Visigoths in the time of Ulfila, Oxford 1966, 78 κεξ .

(22) Codex Theodosianus , XVI , 1.

(23)Βλ. εκτενέστερα Β. Ι. Φειδα, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ι, 518 κεξ.

(24)Βίος Μ. Κωνσταντίνου, 4, 61 κεξ.

(25) Θεοδωρητου, Ἐκκλ. Ἱστορία , Ι , 7.

(26)R. Gryson, Scolies ariennes sur le Concile d’Aquilée, Sources Chrétiennes 267, Paris 1980, σ . 237-251.

(27)Scolies ariennes., σελ . 239, &46.

(28)Scolies ariennes., σελ . 239, &47.

(29)Scolies ariennes., σελ . 245, &53.

(30)Scolies ariennes., σ . 238, &47:«differentes adfectus».

(31)Scolies ariennes., σ . 237, &42.

(32)Scolies ariennes., σ . 239&45.

(33) Scolies ariennes., σ . 241-242, &50-51.

(34) Θεοδωρητου , Εκκλ . Ιστορία 4, 33: « Κατ ' ἐκεῖνον δὲ τὸν χρόνον Οὐλφίλας αὐτῶν ἐπίσκοπος ἦν , μάλα ἐπείθοντο , καὶ τοὺς ἐκείνου λόγους ἀκινήτους ὑπελάμβανον νόμους . Τοῦτον καὶ λόγοις κατακηλήσας Εὐδόξιος καὶ χρήμασι δελεάσας , πεῖσαι παρεσκεύασε τοὺς βαρβάρους τὴν βασιλέως κοινωνίαν ἀσπάσασθαι . Ἔπεισε δὲ φήσας ἐκ φιλοτιμίας γεγενῆσθαι τὴν ἔριν , δογμάτων δὲ μηδεμίαν εἶναι διαφοράν . Οὗ δὴ ἕνεκα μέχρι καὶ τή σήμερον οἱ Γότθοι μείζονα μὲν τὸν πατέρα λέγουσι τοῦ υἱοῦ , κτίσμα δὲ τὸν υἱὸν εἰπεῖν οὐκ ἀνέχονται , καίτοι κοινωνοῦντες τοῖς λέγουσιν . Ἀλλ ' ὅμως οὐ παντάπασι τὴν πατρῴαν διδασκαλίαν κατέλιπον· καὶ γὰρ Οὐλφίλας Εὐδοξίῳ καὶ Βάλεντι κοινωνῆσαι πείθων αὐτοὺς οὐκ εἶναι δογμάτων ἔφη διαφοράν , ἀλλὰ ματαίαν ἔριν ἐργάσασθαι τὴν διάστασιν ».

(35) Σωζομενου , Εκκλ . Ιστορία 6, 36- 6, 37.

(36)«...quia Omousianorum odiuilem et execrabilem, prabam et peruersam professionem ut diabolicam adinuentionem et demoniorum doctrinam spreuit et calcauit. Πρβλ . «Predicatione uel expositione sua omnes haereticos non cristianos sed antecristos non pios sed impios, non religiosos sed inreligiosos, non timoratos sed temerarios, non in spe sed sine spe, non cultores dei sed sine deo esse, non doctores sed seductores, non predicatores sed preuaricatores adserebat, sibe Manicheos, siue Marci[n]onistas, siue Montanistas, siue Paulinianos, siue Psabellianos siue Antropianos, siue Patripassianos, siue Fotinianos, siue Nouatianos, siue Donatianos, siue Omousianos, siue Omoeusianos, siue Macedonianos ».

(37)«....sed et Omoeusianorum errorem et inpietatem fleuit et deuitauit et ipse de diuinis scribturis caute instructus et in multis conciliis sanctorum episcoporum diligenter confirmatus et per sermones et tractatus suos ostendit, differentiam esse divinitatis patris et fili, dei ingeniti et dei unigeniti, et patrem quidem creatorem esse creatoris, filium uero creatorem esse totius creationis; et patrem esse deum domini, filium autem deum esse uniuerse creature».

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.